Η Όθρυς, ένα πετρώδες αλλά και δασωμένο βουνό βρίσκεται στο κέντρο της ελληνικής επικράτειας. Περισσότερο γνωστή έγινε μετά τη συντριβή του στρατιωτικού αεροπλάνου το Φεβρουάριο του 1991. Μια από τις ωραιότερες πεζοπορίες που μπορούν να γίνουν στην Όθρυ αρχίζει από το Χαρχαλόρεμα της βόρειας πλευράς του, διασχίζει μια πανέμορφη χαράδρα, περνάει από το Καταφύγιο του Πετροκάναλου και καταλήγει στην Νεροσπηλιά, πριν ν’ ανηφορίσει για την κορυφή του Πήλιουρα. Η Νεροσπηλιά, θάυμα και μνημείο της φύσης έχει μήκος 1.400 μέτρων.

Η Οθρυς (και Ορθρυς), ένα πανέμορφο και αρκετά δασωμένο βουνό, είναι λίγο ως πολύ άγνωστο στον πολύ κόσμο, παρά το ότι σκίζεται έως τα κορφοβούνια του από δασικούς και ανόητους δρόμους, που ανοίγει αμπάριζα η μπουλντόζα της ορεινής “εξυγίανσης”. Βέβαια σε αυτό υπόλογη είναι η ασφαλτόστρωση μέχρι το Τσατάλι που έγινε για να διευκολυνθούν οι προσκυνητές του μνημείου το οποίο στήθηκε μετά το τραγικό δυστύχημα από την πρόσκρουση του C-130 σε λόφο της Όθρυος, στις 5 Φεβρουαρίου του 1991. Το δυστύχημα εκείνο του ’91 μένει ακόμα νωπό στις μνήμες πολλών από εμάς που ζήσαμε εκείνο το φριχτό μαρτύριο των συνθηκών εντοπισμού του.
Θυμάμαι ότι είχα ανεβεί με μια εθελοντική ομάδα από τον Βόλο και ψάχναμε σε λάθος κατεύθυνση, από μια εμμονή κινούμενοι, ότι το αεροπλάνο πρέπει να είχε βρει σε απότομη έξαρση του εδάφους καθώς πιστεύαμε ότι ήταν αδύνατο να είχε προσκρούσει σε μια τόσο ομαλή πλαγιά. Κι όμως, το αεροπλάνο αποδείχτηκε ότι έχασε τον προσανατολισμό του από ανθρώπινο λάθος ή εσφαλμένες εκτιμήσεις του ανθρώπινου παράγοντα, δεδομένων βέβαια των ακραίων καιρικών φαινομένων που επικρατούσαν σε όλη την περιοχή της Όθρυος (πυκνή ομίχλη).
Αλλά η ασφαλτόστρωση ως το μνημείο που στήθηκε αργότερα και που βέβαια επεκτάθηκε σε όλο τον ορεινό όγκο Κωφών – Κοκκωτών, έφερε και τον “πολιτισμό” των καταπατητών, που με το δικαίωμα του επισκέπτη ξεχέρσωσαν θαμνότοπους, δασικές και λιβαδωτές εκτάσεις για να χτίσουν τις μικρές τους επαύλεις, με ό,τι ασχημότερο διαθέτει η ορεινή οικοδόμηση του βουνού.
Κάθε φορά που ανεβαίνω σε αυτό το υπέροχο κι εντυπωσιακό βουνό, πριν φτάσω στο σημείο που θα αρχίσω την οδοιπορία μου, περνάω από φάσεις μελαγχολίας και θλίψης γι’ αυτά που βλέπουν τα μάτια μου, αλλά και για τις ασχήμιες, που συνωθούνται με απλοχεριά στο γόνιμο τοπίο κι έχουν σχέση με αυτό που σκιαγραφεί το αδέξιο και παμφάγο χέρι του νεοέλληνα.
Φέτος όμως παραπήγε το πράμα. Οι αρμόδιες αρχές του Νομού και της επαρχίας του Αλμυρού δυστυχώς κλείνουν αυτιά και μάτια σε ό,τι έχει να κάνει με τον αυθαίρετο οικιστικό ιστό που αγκαλιάζει αν δεν πνίγει το θαλερό τοπίο.
Θέλω να πιστεύω, για να μην πω ότι είμαι βέβαιος – ότι σε αυτό το αλισβερίσι των οικοδομικών αναπλάσεων είναι αντίθετος ο πολύ αξιόλογος Ορειβατικός Σύλλογος του Αλμυρού, που εδώ και πολλά χρόνια έχει να επιδείξει σημαντικό έργο ανάπλασης, συντήρησης και δημιουργίας πινακίδων, μονοπατιών και καθαρισμού. Ενέργειες και πρωτοβουλίες που αν μη τι άλλο δείχνουν ορειβατικό πολιτισμό, εμπειρία και γνώση, μα και αγάπη για το βουνό.
Τη μέρα τ’ Αϊ-Γιαννιού φέτος αποφασίσαμε να δρομεύσουμε στα ορεινά λιβάδια της Όθρυος. Από τα Μαγνησιώτικα πρανή και όχι τα Φθιωτικά. Να επαναλάβω ότι μια από τις ωραιότερες πεζοπορίες στην Όθρυ αρχίζει λίγο πριν το Χαρχαλόρεμα και ειδικότερα από το σημείο της σημερινής ασφάλτου στη θέση Κούλια. Περνάει από το Καταφύγιο του Πετροκάναλου και καταλήγει, αφού ανηφορίσει μεσ’ από δάση ελάτης, περνώντας έξω από τη Νεροσπηλιά, στα ωραία πετρωτά και τις δύο κορφές του Πήλιουρα.
Είναι αλήθεια ότι πολλοί αλμυριώτες και γυροχωριανοί προτιμούν ν’ ανέβουν με τα τετρακίνητά τους ως τις ψηλές ραχούλες και τα δασύσκια ρέματα, για να απολαύσουν τα τοπία αυτά.
Αυτό από μια μεριά είναι όμορφο. Βλέπεις παρέες και συντροφιές να γλεντούν και να λουλουδίζονται σε όλα τα πλάγια του ανθισμένου βουνού. Απίθανες μάζες ανθρώπων κατακλύζουν τα σκιερά λαγκάδια και τους υποορόφους των φυλλοβόλων, δυναμιτίζοντας με τις μουσικές καταβολές τους την ευωχία του τόπου.
6 του Γενάρη λοιπόν φέτος, κινηθήκαμε, προερχόμενοι από τους Κωφούς, στη θέση Κούλια, απ’ όπου ξεκινάει δευτερεύουσα οδική αρτηρία με προορισμό το Πετροκάναλο του Χαρχαλορέματος. Από το σημείο αυτό υπάρχει και σήμανση για το Πετροκάναλο και το Χαρχαλόρεμα οδοιπορική. Εμείς όμως ακολουθήσαμε το χωμάτινο δρομάκι και σε πεντακόσια μέτρα διασχίσαμε εγκάρσια τον πρόχειρο καταυλισμό με τα αυθαίρετα στην περιοχή της Δραμπάλας. Ύστερα βγήκαμε οριστικά από τον ασφυχτικό οικιστικό κλοιό, με αποτέλεσμα να αναπνέουμε πια τον αέρα του βουνού και του δάσους.
Ολοένα και χάνουμε ύψος μπαίνοντας σε πυκνό δασικό τοπίο που θα μας βγάλει ύστερα από ένα εικοσάλεπτο στον πάτο της χαράδρας. Εκεί, ξαφνικά όλα ηρεμούν. Το βουνό βρίσκει την ταυτότητά του, το δάσος ανασαίνει και τα πουλιά θυμίζουν τη μελωδική τους καταγωγή. Ο δρόμος στενεύει και η δροσιά περισσεύει. Κατηφορίζουμε τον δασικό χωματόδρομο. Λίγο πριν πέσουμε στη ρεματιά, όπου κυλάει γάργαρο νεράκι, συναντούμε ωραία πηγή με πέτρινη κρήνη και κρυστάλλινο νερό. Σαν πέφτουμε στη χαράδρα, ακούμε φωνές και πανηγύρια. Πράγματι μια συντροφιά έχει κατασκηνώσει στην μοναδικής ομορφιάς ξύλινη εξέδρα, που ενώνει παράπλευρο ρέμα και που δεν ξέρω ποιος την έχει στήσει κάτω από τα έλατα. Χαλάλι τους.
Λίγο πιο κάτω και δεξιά, σε πλάτωμα πάνω από τη χαράδρα, βρίσκεται το μικρό καταφύγιο για ώρα ανάγκης του Ορειβατικού Αλμυρού. Το μικρό πράσινο σπιτάκι μέσα στο δάσος δένει απόλυτα με τη γλυκύτατη ρεματιά και το καταπράσινο περιβάλλον, και ομορφαίνει τον χώρο.
Φτάνουμε στο πέλμα του βυθού. Από εδώ αρχίζει η πανώρια διαδρομή. Κάτω από βαθιές σκιές ανηφορίζουμε. Κάνει αρκετά καγκέλια ο δρόμος, αλλά τούτη δω η διαδρομή είναι από τις συναρπαστικότερες της Όθρυος. Σε μισή ώρα βγαίνουμε σε γυμνό τοπίο. Κόβονται μαχαίρι τα έλατα κι εμφανίζονται τα βοοειδή. Οι πλαγιές των ψηλωμάτων πρασινίζουν μ’ ένα λαδένιο υπόβαθρο, από τα ωραιότερα της περιοχής.
Ευθυγραμμιζόμαστε στη συνέχεια με τον δρόμο, που έχει πάρει ανατολική κατεύθυνση. Διασταυρωνόμαστε με πελώρια μαστοφόρα που μουκανίζουν ασταμάτητα. Ύστερα φτάνουμε σε μια παράκαμψη. Ο νότιος δρόμος ανηφορίζει για το Γκιόζι (1726 μέτρα) τη ψηλότερη κορφή της Όθρυος, κι ο άλλος συνεχίζει ανατολικότερα και φτάνει, αφού περάσει μια πηγή, σε ένα χαρακτηριστικό ζωνάρι που το διασχίζει και οδηγεί στη Νεροσπηλιά. Από εκεί η είσοδος της Νεροσπηλιάς βρίσκεται σε απόσταση εφτακοσίων μέτρων. Ως εδώ η απόσταση από την στροφή της Κούλιας (χωματόδρομος) είναι εφτά χιλιόμετρα. Ανεβαίνουμε μέσ’ από ογκώδη κοτρώνια και λιθόβραχους, κεφαλάρια πηγών και διάφορα γεώφυτα, και παρέα με ένα λάστιχο που μαστεύει νερό από το βάθος της σπηλιάς. Σημαντική ποσότητα νερού φεύγει ελεύθερα πλάϊ μας. Αποφασίζουμε να μπούμε στη σπηλιά ακροπατώντας για να μην πέσουμε στο ρέμα της.
Βυθιζόμαστε στο σπήλαιο αρκετά, με σύνεργα και φωτισμούς πάντα δίπλα από το ροϊκό νήμα του νερού. Η ομορφιά του είναι αξεπέραστη και η δροσιά του επίσης.
Η Νεροσπηλιά είναι ένα οριζόντιο και το μεγαλύτερο σε μήκος (1.400 μέτρα) γνωστό σπήλαιο του νομού Μαγνησίας. Είναι υπόγειος ποταμός του οποίου η έξοδος είναι ωοειδής. Βρίσκεται σε υψόμετρο 1.220 μέτρων, ακριβώς κάτω από το επίπεδο της κορυφής του Πήλιουρα, κοντά στην άκρη του, που στην ορειβατική γλώσσα αποκαλείται Μέγας Λάκκος.
Είναι δυνατή η είσοδος και προώθηση στα βάθη της σπηλιάς, αρκεί το νερό που κυλάει να μην είναι σε μεγάλες ποσότητες. Το εσωτερικό της σπηλιάς σαγηνεύει με την υποβλητική του ατμόσφαιρα. Αλλά και ο εξωτερικός περιβάλλοντας χώρος, με την άγρια φυσική ομορφιά του, καθηλώνει το βλέμμα παρατείνοντας την παραμονή και την απόλαυση. Η είσοδος της Νεροσπηλιάς βρίσκεται στη βάση μιας ορθοπλαγιάς με αρκετό ύψος. Καθώς το νερό κυλάει από την είσοδο της σπηλιάς, έχει δημιουργηθεί ένας μεγάλος καταρράχτης που τα νερά του καταλήγουν στο φαράγγι της Νεροσπηλιάς, ειδικά τον χειμώνα.
Αφού ικανοποιήσουμε τα σπηλαιολογικά μας πάθη, βγαίνουμε στο φως και επιστρέφουμε στο ζωνάρι του βουνού, απ’ όπου παίρνουμε την ανηφοριά βαδίζοντας με τα πρώτα σημάδια σήμανσης (για τα πρώτα 150 μέτρα) επάνω σε ένα βοϊδόστρατο.
Η μέρα είναι φεγγερή, ως χειμερινό θάμα, και μας σιγοντάρει στο ανέβασμα. Ύστερα από μισή ώρα ανήφορο, αφήνουμε τα τρυφερά λιβάδια στα πρανή και μπαίνουμε σε ένα πετρώδες και πολύ άγονο τοπίο, που βέβαια την άνοιξη είναι η αυτοκρατορία των αγριολούλουδων και του σιδερίτη (τσαγιού), και το βλέμμα συναντάει τον παράδεισο. Τόσο κοντά στην κόλαση του ανθρώπου και τόσο μακριά από αυτή. Ακόμη και μέσα σε βράχινες κόχες και χούφτες, οι απίστευτες ποικιλίες και συνδυασμοί των αγριολούλουδων, από κρίνα, κρόκους και ορχεοειδή, πυρπολούν το βλέμμα κι ανορθώνουν εξαίσιο ανάστημα στον ήλιο.
Όμως εκείνο που εντυπωσιάζει πια είναι οι αλλεπάλληλες μικρές δολίνες, βαθιά ρήγματα στη γη, διαβρωμένα από το νερό που διακόπτουν την πορεία μας προς την κορφή του Πήλιουρα. Ή μάλλον την πλατειάζουν και την ανακαλούν. Παρότι φαίνεται πια καθαρά και πολύ κοντά η πλατιά θεωρία της κορυφογραμμής, οι παρακάμψεις κι οι ελιγμοί που πρέπει να κάνουμε, πολλαπλασιάζουν τον χρόνο μας. Όμως η αίσθηση της ορεινής διαδρομής και κορύφωσης σε όλη αυτή την πορεία, εκσφενδονίζει την ψυχική μας ευφορία, την κορυφώνει – όπως λένε οι ορειβάτες – και μας απογειώνει σε άλλη μισή ώρα στην κορφή του Πήλιουρα, στα 1557 μέτρα, τέταρτη κατά σειρά ύψους κορφή της Όθρυος.
Από ‘δω πάνω η θέα είναι συγκλονιστική. Ολόκληρος ο Παγασητικός από τη μια μεριά και ο βόρειος Ευβοϊκός από την άλλη. Μα κι ολόκληρος ο Μαλιακός που δείχνει την πλατιά λεκάνη του. Η Βρύναινα κι η Σούρπη απλώνονται στα πόδια μας, η Αιδηψός επίσης, ο Άγιος Κωνσταντίνος, τα Καμένα Βούρλα, αλλά κι οι κορυφές όλων των ρουμελιώτικων βουνών, από την Οίτη ως τη Γκιώνα και τον Παρνασσό. Όμως η πιο γραφική άποψη είναι το στενό της Εύβοιας, στο ύψος της Λιχάδας, με τα χυτά καταπράσινα πευκοδάση της. Ωραία θέα στη Νέα Αγχίαλο και στον Βόλο, αλλά και σε όλα τα λαμπυρίζοντα κεράκια του Πηλίου. Δυτικά αναπτύσσεται το Γκιόζι, ενώ παρεμβάλλεται και μια δευτερεύουσα και ογκώδης βραχοσειρά, το Σκουμπουρδί με υψόμετρο 1630 μέτρα, χώρια που στο φως της αντηλιάς και κάτω από την πετροπλαγιά του Γερακοβουνιού χύνεται μια όμορφη και βαθιά κοιλαδωτή λεκάνη, ο Μέγας Λάκκος. Σε πρώτο πλάνο, από κάτω μας, χρυσοφέγγουν τα βραχώδη πρανή πλάι στα κράσπεδα του ελατόδασους.
Ολόκληρη αυτή η οροσειρά αποκαλείται Γερακοβούνι. Η γραμμή της Νομαρχιακής διχοτομίας περνάει πάνω από όλες αυτές τις κορυφές, τις οποίες και τέμνει. Αυτή η οροσειρά αποτελεί την ανατολική Όθρυ, που είναι και πιο συνεπτυγμένη, ενώ η δυτική, που είναι πιο απρόσιτη, πολυσχιδής και διαμελισμένη, αλλά και πολυκόρυφη, κατεβαίνει προς την Ανάβρα και το Νεοχώρι, το Λογγίτσι και τη Νεράιδα της Φθιώτιδας. Αυτά τα τελευταία ορεινά αναπτύγματα είναι τα βουνά της Γούρας.
Εδώ το πέτρωμα που κυριαρχεί είναι ο φλύσχης, ενώ απουσιάζει ο ασβεστόλιθος, σε αντίθεση με το Γερακοβούνι. Γενικά πάντως η Όθρυς αποτελεί ένα γεωλογικό μουσείο με ιδιαίτερο ενδιαφέρον, κατέχοντας σημαντική θέση σε πετρώματα από οφιόλιθους, σιδηροπυρίτες και χρωμίτες. Επίσης αποτελεί τον κύριο υδροκρίτη των ποταμών Σπερχειού και Πηνειού.
Η δυτική με την ανατολική Όθρυ χωρίζονται με ένα διάσελο κοντά στην ωραία περιοχή των Προσήλιων, από όπου σχηματίζονται δύο μεγάλες απορροές (δύο ρέματα δηλαδή), το Σκληρομέλισσο από τη μεριά της Στυλίδας και το ρέμα της Κακιάς Σκάλας, από τη μεριά του Αλμυρού. Αυτό συγκροτεί και τη ραχοκοκαλιά της Όθρυος και των δύο ξεχωριστών αναπτυγμάτων που στην ορειβατική γλώσσα καλούνται αποσχίσματα.
Το περπάτημα απάνω στο σύρραχο της κορυφογραμμής του Πήλιουρα είναι μια ονειρική απλωσιά στο τρυφερό δέρμα της χλόης και της ευκρατούσας βασιλείας των αγριολούλουδων. Είναι απερίγραφτο αυτό που εκπέμπει η απογεματική πλαϊνή φωτοχυσία, έτσι όπως δένει κι αρμόζει με τους γκρεμούς της Νεροσπηλιάς και τα πλαναρίσματα του ήλιου. Η βόλτα στις δύο κορυφώσεις του Πήλιουρα αποτελεί μια μαγική κι αεράτη πομπή των πανωραίων ονείρων. Κρίμα που οι αισθητοποιημένοι άνθρωποι της περιοχής δεν έχουν τη δύναμη – μα κυρίως τη θέληση, να το προσεγγίσουν για να απογειωθούν και ν’ ακονίσουν τα αισθητήρια όργανά τους. Τόσο κοντά μας και τόσο απόμακρο είναι το όνειρο της αληθινής μαγείας και της ολοκληρωμένης ματιάς, μιας φύσης ευλογημένης Χέρι Θεϊκό.
Για ν’ ανέβει κανείς στον Πήλιουρα, πρέπει να πάρει τον δρόμο για τους Κωφούς, από την πρώτη δεξιά έξοδο του Αλμυρού, αμέσως μετά το Μέγα ρέμα. Θα διανύσει 30 ασφάλτινα χιλιόμετρα ως το μνημείο της Αεροπορίας κι άλλα 5 περίπου (επίσης ασφάλτινα) ως τη διασταύρωση της Κούλιας. Από εκεί θέλει άλλα 7χιλιόμετρα για να προσεγγίσει οδικά, από μια βασική δασική αρτηρία, τη Νεροσπηλιά. Από τη Νεροσπηλιά ζήτημα αν χρειάζεται μια ώρα πεζοπορική ανάβαση ως την κορυφή του Πήλιουρα.
Καλό είναι να πάρει προηγουμένως δελτίο καιρού. Όχι για τις πιθανές μεταπτώσεις και μεταβολές των φαινομένων, αλλά για την καθαρότητα της ατμόσφαιρας.