– Πόσες φορές ως τώρα έχουμε δει αυτήν την πινακίδα; ρωτάει η Άννα καθώς παίρνουμε κατεύθυνση αριστερά προς τη Συκή.
– Δεν ξέρω, σίγουρα όμως τόσες, όσες την προσπεράσαμε στο δρόμο μας για το Νότιο Πήλιο.
28 χιλιόμετρα ακριβώς μετά τους τελευταίους σηματοδότες στην έξοδο του Βόλου, στρίβουμε δεξιά για Αργαλαστή και σε δύο λεπτά – για πρώτη φορά μετά από τόσα χρόνια – κατευθυνόμαστε προς τη Συκή.
– Πόσες φορές ως τώρα έχουμε δει αυτήν την πινακίδα; Ρωτάει η Άννα καθώς παίρνουμε κατεύθυνση αριστερά προς τη Συκή.
– Δεν ξέρω, σίγουρα όμως τόσες, όσες την προσπεράσαμε στο δρόμο μας για το Νότιο Πήλιο.
28 χιλιόμετρα ακριβώς μετά τους τελευταίους σηματοδότες στην έξοδο του Βόλου, στρίβουμε δεξιά για Αργαλαστή και σε δύο λεπτά – για πρώτη φορά μετά από τόσα χρόνια – κατευθυνόμαστε προς τη Συκή. Τρία περίπου χιλιόμετρα μετά συναντάμε το γυναικείο Μοναστήρι του Τιμίου Προδρόμου. Μας εντυπωσιάζουν η καθαρότητα των αρχιτεκτονικών γραμμών, η κυρίαρχη παρουσία της λαξευτής πέτρας και της πηλιορείτικης σχιστόπλακας, το καταπράσινο φυσικό περιβάλλον και ο εξαιρετικός ανθόκηπος τόσο στον εξωτερικό όσο και στον αύλειο χώρο της Μονής.
– Τα πράγματα όμως δεν ήταν πάντα έτσι, επισημαίνει η αδελφή Θεογνώστη. Το μοναστήρι είχε εγκαταλειφθεί από το 1914, για 70 χρόνια. Το καλοκαίρι του 1984 εγκαταστάθηκε εδώ η αδελφότητά μας προερχόμενη από τη Μονή του Αγ. Στεφάνου Μετεώρων, μετά από ενέργειες του τότε Μητροπολίτη Δημητριάδος και σημερινού Αρχιεπισκόπου κ. Χριστόδουλου. Οι προσπάθειες ήταν πολύχρονες για τον ευπρεπισμό του χώρου εσωτερικά και εξωτερικά για την εγκατάσταση υδροδότησης, ηλεκτροδότησης και θέρμανσης, την αποκατάσταση των φθορών, την ανέγερση νέων κτιριακών τμημάτων. Συγκινητική σ’ αυτή την προσπάθεια ήταν η συνδρομή αμέτρητων απλών ανθρώπων, που καθένας συνεισέφερε ό, τι μπορούσε και μάλιστα, σαν από θαύμα, τη στιγμή που η Μονή το είχε ανάγκη.
Πότε όμως ιδρύθηκε το μοναστήρι;
Σε μαρμάρινο εντοιχισμένο λιθανάγλυφο στην δεξιά πλευρά της πόρτας του Καθολικού (1), υπάρχει ανάγλυφη παράσταση με έφιππους τους Αγίους Γεώργιο και Δημήτριο και στο κάτω μέρος της παράστασης η κτητορική επιγραφή. Σ’ αυτήν αναφέρεται η χρονολογία 1795, το όνομα του κτήτορα Στέργιου Μπασδέκη, οπλαρχηγού του Πηλίου, καθώς και του αρχιμάστορα μαστρο-Δήμου Ζουπανιώτη από το Ζουπάνι, τον σημερινό Πεντάλοφο της Δυτ. Μακεδονίας.
Το Καθολικό είναι τρίκογχου αθωνίτικου τύπου με νάρθηκα και μικρό οκταγωνικό τρούλο χωρίς παράθυρα. Η τοιχοποιία αποτελείται από λευκή τετραγωνισμένη και η στέγη είναι σκεπασμένη με σχιστολιθικές πλάκες από τα παλιά λατομεία της Συκής.
Αξιοπρόσεχτες είναι οι πολλές λιθανάγλυφες παραστάσεις δικέφαλων αετών, αγίων, γεωμετρικών σχεδίων και επιγραφών που κοσμούν ιδιαίτερα την Κόγχη του Ιερού Βήματος. Η άριστη τοιχοποιία του Καθολικού αποκαλύφθηκε με αμμοβολή μετά την έλευση της αδελφότητας. Μέχρι τότε ήταν εξαφανισμένη κάτω από παχύ στρώμα σοβά. Περιηγούμαστε σ’ όλους τους χώρους της μονής, τα εργαστήρια αγιογραφίας και χρυσοκεντημάτων όπου οι μοναχές, με υπομονή και περίσσια τέχνη, δημιουργούν χειροποίητα λεπτουργήματα. Λίγο αργότερα θαυμάζουμε το νέο αρχονταρίκι με τον άνετο χώρο και την περίτεχνη κατασκευή του, που μόλις ολοκληρωθεί, θ’ αποτελέσει αληθινό κόσμημα για τη μονή. Στο τέλος επισκεπτόμαστε τον εκθεσιακό χώρο, όπου διατίθενται αναμνηστικά είδη σε μεγάλη ποικιλία, φτιαγμένα με εξαιρετική τέχνη από τα χέρια των μοναχών.
Το μοναστήρι τελεί μεγάλη θρησκευτική πανήγυρη που συγκεντρώνει πλήθος πιστών στις 29 Αυγούστου και το τηλέφωνο επικοινωνίας είναι 24230/54826.
Η ΣΥΚΗ ΚΑΙ ΟΙ ΠΑΡΑΛΙΕΣ ΤΗΣ
Μετά την γαλήνια παραμονή μας στο ειρηνικό περιβάλλον της μονής ξεκινάμε να γνωρίσουμε τις παραλίες της Συκής. Ακριβώς πριν από την είσοδό μας στον οικισμό ένας στενός ασφαλτοστρωμένος δρόμος κατηφορίζει δεξιά προς την παραλία «Ποτόκι». Είναι μια θαυμάσια διαδρομή 4 χιλιομέτρων κατάφυτη με ρείκια, κουμαριές, ελαιόδεντρα και άφθονα λουλούδια. Τα τελευταία 400 μέτρα είναι στρωμένα με τσιμέντο και περνούν ανάμεσα από τα πυκνά πλατάνια μιας θαυμάσιας ρεματιάς, που στην κοίτη της ρέει αρκετό νερό.
Αθέατη ως την τελευταία στιγμή η παραλία, εμφανίζεται αναπάντεχα μπροστά μας σαν μια στενή λωρίδα θάλασσας που εισχωρεί στη στεριά και διακόπτει την πυκνή μακία βλάστηση. Το συνολικό άνοιγμα του όρμου δεν ξεπερνάει τα 100 μέτρα. Έτσι όπως τον παρατηρούμε, μοιάζει με μικρή γαλήνια ανάπαυλα στους εχθρικούς βράχους της απόκρημνης ακτής, σαν να ημέρεψε για λίγο η φύση τη στιγμή της δημιουργίας της. Κανένας άνεμος δεν ταράζει τα ανοιχτογάλαζα νερά του εκτός από τις πνοές του λεβάντε και του γραίγου.
Η άμμος στην ακτή είναι χοντρή, ανάμεικτη με λευκό, στρογγυλεμένο βοτσαλάκι. Το τμήμα της ακτής στα βόρεια του κολπίσκου είναι απόκρημνο και απροσπέλαστο.
Αντίθετα στο νότιο τμήμα, πάνω από τους σχετικά ομαλούς βράχους, ξεκινάει ανάμεσα στους σχοίνους ένα υποτυπώδες αλλά ευδιάκριτο μονοπάτι, που, αν το συνεχίσει κανείς, καταλήγει μετά από κάποιο διάστημα στις παραλίες της Ξινόβρυσης. Με την προοπτική να επιχειρήσουμε κάποτε αυτή την παράκτια διαδρομή, επιστρέφουμε στη Συκή.
Το χωριό είναι χτισμένο ελαφρά αμφιθεατρικά με μέσο υψόμετρο 250 μέτρων στο μέσον μιας κατάφυτης πλαγιάς. Η δόμηση γενικά δεν είναι πυκνή, ανάμεσα στα σπίτια παρεμβάλλονται αρκετά διαστήματα πράσινου, που αποτελούνται από δέντρα, περιβολάκια και αυλές. Τη μικρή πλακόστρωτη πλατεία σκιάζουν με τα κλαδιά τους τρία πλατάνια και ένα καβάκι. Στη μια της άκρη έχει απλωμένα τα τραπεζάκια του ένα πετρόχτιστο καφενεδάκι.
Ακριβώς πάνω από την πλατεία του χωριού βρίσκεται η μεγαλύτερη, πλακόστρωτη επίσης, πλατεία του Αγ. Γεωργίου με μεγάλα κυπαρίσσια, λουλούδια και Κέντρο Εξυπηρέτησης Πολιτών. Σε εντοιχισμένη πλάκα δεξιά της εισόδου της εκκλησίας αναγράφεται ανορθόγραφα ότι η αρχική εκκλησία χτίστηκε το 1777, κάηκε το 1821 από τους Οθωμανούς και ανεγέρθηκε εκ νέου το 1834, ενώ η καινούργια ανακαινίσθηκε εκ θεμελίων το 1939. Αριστερά της εισόδου υπάρχει εντοιχισμένη πλάκα αφιερωμένη στον Γιώργο Ρηματισίδη, ιεροδιδάσκαλο και οπλαρχηγό της Θεσσαλικής επανάστασης, που έπεσε κατά τη μάχη της Μακρινίτσας το 1878.
Στον κεντρικό δρόμο πριν από την πλατεία ορθώνεται μια μεγάλη και σκεπαστή πετρόχτιστη βρύση, που σε εντοιχισμένη πλάκα αναγράφει, ότι η Συκή ιδρύθηκε το 1777 από Έλληνες νομάδες κτηνοτρόφους.
Σύμφωνα με τον Κ. Λιάπη (2) η Συκή διατηρεί το παλιό της όνομα, προερχόμενο πιθανότατα από τις συκιές που αφθονούν στην περιοχή. Οι ρίζες της ίδρυσης χάνονται στα υστεροβυζαντινά χρόνια και το χωριό υπέφερε πολύ στο παρελθόν από τους ληστοπειρατές. Τον Μάιο του 1823 πυρπολήθηκε ολόκληρο από Τούρκους του Αλιό Πασά, σε αντίποινα για τη συμμετοχή του στον πηλιορείτικο ξεσηκωμό εκείνης της χρονιάς.
Παρά το γεγονός ότι η Συκή δεν ανήκει στα μεγάλα χωριά του Πηλίου, εν τούτοις διατηρεί τους 700 περίπου μόνιμους κατοίκους της και η ζωντάνια είναι ορατή στους δρόμους, στα σπίτια, στα μικρά καταστήματα, στα καφενεία και τις ταβέρνες.
Διατηρούνται ακόμη αρκετά σπίτια λιθόκτιστα με ωραία τοιχοποιία, ενώ μερικά είναι ερειπωμένα και ακατοίκητα. Τα περισσότερα είναι στεγασμένα με κεραμίδι, κάποια συνδυάζουν πλάκα με κεραμίδι, ενώ λιγοστά είναι εξολοκλήρου πλακοσκέπαστα. Τα σοκάκια του χωριού ήταν κάποτε καλντερίμια στη δεκαετία του ‘ 80 όμως άρχισαν να τσιμεντοστρώνεται και αν πλακοστρώνονται και δεν απέμεινε κανένα.
Αριστερά της πλατείας ανηφορίζει ένας στενός δρομίσκος που διασχίζει το χωριό με βόρεια κατεύθυνση. Για ένα περίπου χιλιόμετρο είναι ασφαλτοστρωμένος, μετά όμως συνεχίζει ως χωματόδρομος προς τις υπόλοιπες παραλίες της Συκής. Η διαδρομή περνάει ανάμεσα από πλαγιές που κάποτε ήταν πευκόφυτες, μετά όμως από τις τελευταίες μεγάλες πυρκαγιές – που κατάκαψαν όλη την περιοχή και σταμάτησαν μόνον στη θάλασσα – το έδαφος όλο είναι καλυμμένο από πυκνή μακία βλάστηση με ρείκια και κουμαριές. Η θέα είναι πολύ ωραία προς το χωριό, ενώ στα Ν-ΝΑ αποκαλύπτεται η θεαματική ακτογραμμή που περιλαμβάνει τις παραλίες της Ξινόβρυσης, Μουρίτσα, Ποτιστικά και Μελανή. Χαμηλά στα βόρεια αντικρύζουμε για πρώτη φορά, ανάμεσα από τις κουμαριές και τα μαυρισμένα κλαδιά των πεύκων, τον πιο εντυπωσιακό βράχο της περιοχής, τον περίφημο «Κούκο».
Από τον ορίζοντα του Αιγαίου αναδύεται η Σκιάθος και πίσω της η Σκόπελος.
Δυόμιση χιλιόμετρα μετά τη Συκή ο χωματόδρομος διχάζεται και κατηφορίζει αρκετά δύσβατος, στ’ αριστερά προς Κούκο, ενώ στην ευθεία προς την παραλία «Πανταζή Άμμος».
Αρχικά κατευθυνόμαστε ευθεία. Μεσολαβούν μερικές απότομες στροφές και μετά από δύο χιλιόμετρα ο δρόμος τερματίζει πάνω από την Πανταζή Άμμο. Είναι μια παραλία, που με άνοιγμα 80 περίπου μέτρων, σχηματίζεται ανάμεσα σε άγρια, βραχώδη ακτή. Είναι στρωμένη με χοντρή άμμο και καταπληκτικά λεία βοτσαλάκια, που, όμως τα γλύφει το νερό, αναδεικνύουν στον ήλιο τα λαμπρά τους χρώματα. Ο κολπίσκος περιβάλλεται με βράχους, που με τους εντυπωσιακούς τους σχηματισμούς μοιάζουν με τεράστια γλυπτά, που απλόχερα απόθεσε η φύση στην ακτή. Τα νερά είναι βαθειά και πεντακάθαρα, η πρόσβαση στη θάλασσα σχετικά εύκολη, ωστόσο για τα συμβατικά αυτοκίνητα, ο δρόμος ως εδώ δεν είναι ιδιαίτερα φιλικός.
Επιστρέφουμε στη διασταύρωση και κατευθυνόμαστε προς Κούκο. Σε κάποια σημεία ο δρόμος είναι αρκετά δύσβατος, μετά όμως από ενάμιση χιλιόμετρο καταλήγει στην ακτή.
Η παραλία, τόσο στο στεριανό όσο και στο θαλάσσιο τμήμα της, είναι κατάσπαρτη από κροκάλες ανώμαλες και μεγάλων διαστάσεων, που καθιστούν ιδιαίτερα δύσκολη την πρόσβαση στη θάλασσα. Ωστόσο, δεν είναι η οποία δυνατότητα κολύμβησης που μας έχει οδηγήσει σ’ αυτή την αφιλόξενη ακτή.
Είναι αποκλειστικά και μόνον η παρουσία του Κούκου, του συγκλονιστικού αυτού μονόλιθου, που, από μια γεωλογική παραξενιά της φύσης η έξαρση της καλλιτεχνικής της δημιουργίας, ορθώνεται μερικά μέτρα μέσα στη θάλασσα, μοναχικός και ξεκομμένος από την υπόλοιπη ακτή. Μόνον μια στενή και χαμηλή λωρίδα βράχου συνδέει, σαν ομφάλιος λώρος, αυτό τον βράχινο γίγαντα με τη μητέρα γη. Μόνος και χωρίς κανένα στήριγμα ο Κούκος είναι ο αιώνιος προμαχώνας που μάχεται τα κύματα του λεβάντε και του γραίγου. Ο κατακόρυφος σχεδόν όγκος του, το ύψος του που πλησιάζει τα 15 μέτρα, τα ρηχά, διάφανα και πρασινογάλαζα νερά που τον περιβάλλουν σαν πισίνα, δημιουργούν ένα σύνολο εντυπωσιακό, που σπάνια έχει κανείς την τύχη να συναντήσει. Δεν χορταίνουμε να τον θαυμάζουμε και να τον φωτογραφίζουμε από κάθε πιθανή και απίθανη οπτική γωνία.
Ο χωματόδρομος που συνεχίζεται μετά την αφιλόξενη ακτή, περνάει μετά από μερικές εκατοντάδες μέτρα από την αγροτική κατοικία του κυρ-Θανάση Σαρακατσάνου από τη Μακρινίτσα, ενός εξαιρετικά φιλόξενου ανθρώπου, που βρίσκεται τη στιγμή αυτή εδώ με την οικογένειά του. Στην άκρη του μικρού κτήματος, πάνω ακριβώς από τον Κούκο, ο κυρ-Θανάσης έχει κατασκευάσει ένα κιόσκι. Είναι το απόλυτο μπαλκόνι, το κορυφαίο σημείο θέασης του βράχου. Καθώς τον παρατηρώ από ψηλά, αναλογίζομαι πόσες δραματικές εναλλαγές μπορεί να έχει στη διάρκεια του χρόνου η σημερινή ειδυλλιακή του εικόνα, όταν μανιασμένα και αφρισμένα ξεσπούν επάνω του τα κύματα του Αιγαίου.
Μια άλλη εκπληκτική και πιο άμεση εικόνα του βράχου μπορούμε να έχουμε, αν υποβληθούμε στην ταλαιπωρία να διασχίσουμε για μερικά λεπτά την δύσβατη ακτογραμμή. Τότε, τα απίστευτα διάφανα νερά που απλώνονται μπροστά μας αποτελούν τόσο μεγάλη πρόκληση, που δύσκολα μπορούμε ν’ αντισταθούμε.
ΚΑΛΛΙΘΕΑ ΚΑΙ ΞΙΝΟΒΡΥΣΗ
Η ΠΑΡΑΛΙΑ ΤΩΝ ΠΟΤΙΣΤΙΚΩΝ
Σε απόσταση 36 χλμ. από την έξοδο του Βόλου συναντάμε την ωραία κωμόπολη της Αργαλαστής, έδρα του ομώνυμου Δήμου. Ως τώρα διασχίζαμε απλά αυτή την «πύλη» προς το Νότιο Πήλιο αγνοώντας συστηματικά όλη τη μεγάλη περιοχή που εκτείνεται προς τα ΒΑ.
Τη φορά αυτή από το κέντρο της κωμόπολης – στο ύψος του περιπτέρου – στρίβουμε αριστερά με κατεύθυνση προς Ξινόβρυση. Ο δρόμος ανηφορίζει για λίγο χαρίζοντας μας πανοραμική θέα του οικισμού και μετά γίνεται επίπεδος, με ήρεμο τοπίο και χαμηλή βλάστηση.
Στα 3,2 χλμ. ο δρόμος διακλαδίζεται δεξιά για «Πάλτση». Εμείς συνεχίζουμε ευθεία και μετά από ένα χιλιόμετρο, συναντάμε στα δεξιά του δρόμου τον μικρό οικισμό της Καλλιθέας.
Η πλατειούλα του χωριού απέχει μόλις μερικές δεκάδες μέτρα. Δεν της λείπει το καφενεδάκι είναι όμως κλειστό και, όπως φαίνεται, από χρόνια. Το χαρακτηριστικό πλατάνι απουσιάζει, αντί γι’ αυτό ρίχνουν τη σκιά τους στην πλατεία μερικές μεγάλες ακακίες.
– Καλημέρα, που είναι το πλατάνι σας; ρωτάω έναν ηλικιωμένο, τον μοναδικό άνθρωπο που βλέπω στο χωριό.
Με κοιτάζει παραξενεμένος.
– Ποτέ δεν είχαμε πλατάνι. Αντί γι’ αυτό είχαμε ένα γέρικο πουρνάρι. Κάποτε το ‘ 55, έπιασε ένας τρομερός χιονιάς, δύο μέτρα χιόνι. Ο γερο-γίγαντας δεν άντεξε και έπεσε.
Ο κυρ-Κώστας Διομήτσας και η γυναίκα του Φωτεινή ζουν μόνιμα στην Καλλιθέα με πεντέξι ακόμα ανθρώπους.
– Πάει το χωριό, ερήμωσε, μονολογεί με πίκρα. Τι να το κάνω που γεμίζει το καλοκαίρι; Το χειμώνα είναι αδειανό, κυκλοφορούμε σαν φαντάσματα.
Στην όμορφη αυλή της η κυρά-Φωτεινή μας κερνάει καφεδάκι και συκαλάκι γλυκό από τα χέρια της. απέναντι ο Λεονάρδος, ένας συμπαθέστατος Αλβανός που ζει στην Αργαλαστή μια δεκαετία, μερεμετίζει ένα σπίτι.
– Ξέρω ότι δίνω τζάμπα λεφτά, λέει ο κ. Κώστας. Σ’ αυτό το σπίτι όμως μεγάλωσα, δεν μου πάει να το βλέπω να γερνάει αβοήθητο, σαν τ’ άλλα τα ερειπωμένα του χωριού.
Μερικά μέτρα πιο πέρα ξεδιπλώνεται όλο το οικιστικό παρελθόν της Καλλιθέας από τα μέσα του 19ου αιώνα. Σπίτια μεγάλα, παλιά αρχοντικά, στηρίζουν με κόπο την αλλοτινή ομορφιά τους, λαξευτές πέτρες, βαριά σιδερένια κάγκελα, ξυλοδεσιές. Σ’ ένα απ’ αυτά, τεράστιο, διακρίνω στο λαξευτό μαρμάρινο υπέρθυρο τη χρονολογία 1849. Ένα άλλο νεοκλασικό, εξακολουθεί να διατηρεί με πείσμα τους παλιούς του χρωματισμούς, σωμών και λουλακί.
– Ελπίζω τουλάχιστον να επιζεί η εκκλησία του χωριού.
Κουνάει η κυρά-Φωτεινή θλιμμένα το κεφάλι της.
– Πριν λίγα χρόνια είχαμε εκκλησία. Τώρα πάει κι αυτή.
100 μέτρα πιο κάτω ορθώνεται η βασιλική του Αγ. Νικολάου με θαυμάσια τοιχοποιία και λιθανάγλυφο στο υπέρθυρο με χρονολογία 1839.
Η εικόνα ωστόσο είναι απατηλή, μόνον οι τοίχοι απομένουν. Όλη η σκεπή έχει καταρρεύσει, το εσωτερικό είναι ερείπιο. Η μικρούλα και άλλοτε όμορφη Καλλιθέα, η παλιά «Μπιρ», με διώχνει. Χαιρετάω τους καλούς ανθρώπους και με τη συντροφιά του Λεονάρδου ανηφορίζω στον αντικρινό λόφο με τις κεραίες, αγναντεύω το χωριό από ψηλά, χαμένο μέσα στο πράσινο. Τουλάχιστον η απόσταση κρύβει τη φθορά του χρόνου και την αδιαφορία των ανθρώπων.
Δύο χιλιόμετρα μετά την Καλλιθέα ξαναβρίσκουμε χωριό με ζωντάνια και κατοίκους. Είναι η Ξινόβρυση, «που χρωστάει τ’ όνομά της στο υπόξινο νερό που αναβλύζει έξω απ’ το χωριό, κοντά στη θάλασσα»(3). Το παλιό της όνομα είναι «Μπιστινίκα» και πλήρωσε κι αυτή βαρύ φόρο αίματος στον Αλιό Πασά κατά την εξέγερση του 1823.
Η σημερινή Ξινόβρυση είναι ένας γραφικός οικισμός, όχι ιδιαίτερα μεγάλος, με ωραία πλακόστρωτη πλατεία και ταβερνάκια στη δροσιά των γνώριμων πλατάνων. Σ’ ένα απ’ αυτά, την «Κληματαριά», ο Λεωνίδας Αναστασίου μου δείχνει έναν παμπάλαιο χάρτη του Πηλίου, με κλίμακα 1:200.000 που βρήκε σ’ ένα χαμόσπιτο της Μελανής. Ο χάρτης αναφέρει την Ξινόβρυση με την ονομασία «Μπιστινίκος», την τοποθετεί όμως σε αρκετά λανθασμένη θέση. Αξιοσημείωτο είναι, ότι στα περιθώρια του ο χάρτης αναγράφει πληθώρα σημαντικών ιστορικών γεγονότων και χρονολογιών της περιοχής.
Η Ξινόβρυση έχει αρκετά παραδοσιακά σπίτια, κάποια από τα οποία διατηρούνται σε καλή κατάσταση, στερήθηκε όμως κι αυτή των καλντεριμιών της, που στρώθηκαν με τσιμέντο ή με πλάκες ήδη από τη δεκαετία του ’70.
Πάνω από την πλατεία δεσπόζει η μεγάλων διαστάσεων τρίκλιτη βασιλική της Κοίμησης της Θεοτόκου, χτισμένη με πέτρα το 1818 (4), όπως τουλάχιστον προκύπτει από την ανάγλυφη χρονολογία δεξιά της εισόδου. Το 1822 η εκκλησία κάηκε από τους Τούρκους. Εξωτερικά η κόγχη του Ιερού φέρει τρία Άγια Βήματα με άριστη τοιχοποιία και πολλά λιθανάγλυφα. Το υψηλό πετρόχτιστο καμπαναριό φέρει επίσης λιθανάγλυφο με χρονολογία 1876. Την περίοδο αυτή εκτελούνται στην εκκλησία εκτεταμένες εργασίες αποκατάστασης και συντήρησης.
Έξω ακριβώς από το χωριό ξεκινούν δύο ασφαλτοστρωμένοι δρόμοι – στους οποίους σε λίγο προστίθεται κι ένας τρίτος – που, μετά από 4-5 χιλιόμετρα, καταλήγουν όλοι στην παραλία των «Ποτιστικών». Στον μεσαίο δρόμο συναντάμε στην κορυφή ενός λοφίσκου το γραφικότατο και λιθόκτιστο εκκλησάκι του Αγ. Νικολάου, στο πέτρινο υπέρθυρο του οποίου αναγράφεται η χρονολογία 1888. ολόγυρα το τοπίο αποτελείται από ήπιες, κυματιστές λοφοπλαγιές απογυμνωμένες από υψηλή βλάστηση. Κι αυτός ο τόπος είχε την ίδια τύχη με την περιοχή γύρω από τη Συκή.
Εκτεταμένοι πευκώνες και ελαιώνες κατακάηκαν από τις φοβερές φωτιές, που ξέσπασαν τον Αύγουστο του 1995 και ολοκλήρωσαν το καταστροφικό τους έργο τον Ιούλιο του 2000 (φωτιά που την ζήσαμε κι εμείς όταν ήμασταν στην περιοχή του Κατηγιώργη). Σήμερα στη θέση των άλλοτε πανέμορφων δασών έχουν απομείνει σπάρτα, ρείκια, κουμαριές και άφθονο χορτάρι.
Η παραλία των Ποτιστικών, μια από τις πιο φημισμένες παραλίες της Ξινόβρυσης, αποκαλύπτεται σ’ όλη της τη μεγαλοπρέπεια.
Αν και απέχει από το Βόλο την –καθόλου ευκαταφρόνητη- απόσταση των 50 χιλιομέτρων, παραμένει μια από τις δημοφιλέστερες και συγκεντρώνει, ιδιαίτερα τα Σαββατοκύριακα, έναν μεγάλο αριθμό επισκεπτών.
Εντύπωση αρχικά μας προκαλεί το μεγάλο πλάτος της αμμουδερής ακτής, που εξακολουθεί να είναι σκεπασμένη με τεράστια ποσότητα χοντρής άμμου, παρά τις εκτεταμένες αμμοληψίες που έχουν διενεργηθεί στο παρελθόν. Αμέσως μετά μας κερδίζει ο κόλπος με την ευρύτατη αγκαλιά του, που πρέπει να ξεπερνάει τα 400 μέτρα. Στρωμένη η ακροθαλασσιά με χοντρή άμμο και λεπτό βοτσαλάκι παρέχει πρόσβαση ιδιαίτερα φιλική προς τα διάφανα πρασινογάλαζα νερά, που είναι όμως αρκετά βαθειά και, αν εξαιρέσουμε τα 2-3 πρώτα μέτρα, απευθύνονται σε ανθρώπους που γνωρίζουν να κολυμπάνε. Στο Β άκρο της ακτής σχηματίζεται ανάμεσα σε βράχους ένας μικροσκοπικός κολπίσκος, που τα νερά του είναι ρηχότερα. Το θεαματικότερο ωστόσο σημείο της παραλίας των Ποτιστικών βρίσκεται στο Ν-ΝΑ της άκρο. Εδώ δεσπόζει ένας βράχος πελωρίων διαστάσεων, που τον όγκο του διεκδικούν, μισό η στεριά και μισό η θάλασσα. Το πέτρωμά του είναι σκληρό, σε χρώμα ώχρας, ενώ σε κάποια σημεία παίρνει αποχρώσεις ερυθρωπές. Το ύψος του βράχου πλησιάζει τα 15 μέτρα και σε κάποιες ρωγμές των απότομων πλευρών του έχουν βρει – άγνωστο πως – φιλόξενο έδαφος για ανάπτυξη κρίταμα και κάππαρη.
Μέσα στη θάλασσα, μερικά μέτρα πιο ‘κει ορθώνεται ακόμη ένας μεγάλος βράχος, που, σε σχέση όμως με τον προηγούμενο, έχει διαστάσεις νάνου. Ανάμεσα σ’ αυτούς τους δύο βράχους και το απόκρημνο τελείωμα της ακτής σχηματίζεται ένας θεϊκός κολπίσκος με απίστευτα νερά, που το άνοιγμά του δεν ξεπερνάει τα 40 μέτρα. Είναι το γραφικότερο σημείο των Ποτιστικών και δεν είναι τυχαίο που γεμίζει από κόσμο, νωρίτερα από κάθε άλλο σημείο της παραλίας.
Με τέτοια ομορφιά και γραφικότητα η τουριστική αξιοποίηση των Ποτιστικών ήταν αναμενόμενη με ταβερνάκια και αρκετά ενοικιαζόμενα δωμάτια, που τα περισσότερα έχουν όμορφη θέα προς το Αιγαίο και περιβάλλονται από πράσινο. Περίοπτη θέση πάνω από την παραλία καταλαμβάνει ο πολύ περιποιημένος χώρος του Καφέ-Μπαρ-Εστιατορίου.
ΜΙΚΡΟ ΔΙΑΛΕΙΜΜΑ ΑΠΟ ΤΟ ΓΑΛΑΖΙΟ
ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΣΤΟ ΠΡΑΣΙΝΟ
Ο πεζοπόρος και ορειβάτης φίλος μου Κυριάκος Παπαγεωργίου δεν θα μπορούσε να συμβιβαστεί μόνον με τις ακτές. Προτείνει λοιπόν μια μικρή διαδρομή στην ενδοχώρα.
Ξεκινώντας από την Αργαλαστή φτάνουμε μετά από 3,2 χλμ. στη γνωστή μας διασταύρωση προς Ξινόβρυση και Πάλτση και στρίβουμε δεξιά. Στα 800μ. συναντάμε στα δεξιά μας χωματόδρομο με πινακίδα προς Καλάμι.
– Αυτό ήταν κάποτε καλντερίμι που κατέληγε στην ακτή, μου λέει ο φίλος μου. Αργότερα ο χωματόδρομος το χάλασε, κάποια τμήματα ωστόσο παραμένουν.
Σε 3 λεπτά βρισκόμαστε στον μικροσκοπικό συνοικισμό Καλάμι, που δεν έχει μόνιμη κατοίκηση και είναι τόσο κυκλωμένος από πυκνή βλάστηση, που μόνον όταν φτάνουμε δίπλα του, γίνεται αντιληπτή η παρουσία του.
Καρυδιές, συκιές, περιβόλια, θαυμάσιο κρύο νερό πλάι στο δρόμο, παμπάλαιο ερειπωμένο σπίτι με χρονολογία 1756! Ένας τόπος μυστηριακός και απόκρυφος, έξω από τα συνηθισμένα οδικά δρομολόγια.
Ενάμιση χιλιόμετρο μετά συναντάμε στο δρόμο μας ένα μικρό εγκαταλελειμμένο οίκημα, καμωμένο με πολύ καλή ξερολιθιά και σκεπασμένο με σχιστόπλακες. Με δυσκολία αντιλαμβανόμαστε την ταυτότητά του. Είναι ένα παλιό έρημο και ανώνυμο εξωκκλήσι. Αμέσως μετά φτάνουμε στην κοίτη του ρέματος, που τόση ώρα υποψιαζόμαστε την παρουσία του από την πυκνότατη βλάστηση που το περιβάλλει στο βάθος της ρεματιάς.
Το ρεματάκι είναι πανέμορφο. Η ροή του, που δεν σταματάει καμιά εποχή του χρόνου, κυλάει τη θερινή αυτή περίοδο ήρεμη αλλά αρκετά πλούσια στη σκιά των πλατανιών.
Ο δρόμος γίνεται αρκετά δυσάρεστος, πολλές πέτρες προεξέχουν στο οδόστρωμα. 4,7 χλμ. από την αρχική παράκαμψή μας προς Καλάμι, φτάνουμε μπροστά στη παραλία της Πάλτσης.
ΟΙ ΜΕΓΑΛΕΣ ΠΑΡΑΛΙΕΣ
ΤΗΣ ΜΕΛΑΝΗΣ ΚΑΙ ΠΑΛΤΣΗΣ
Οι παραλίες αυτές, μαζί με τα Ποτιστικά, είναι οι πιο φημισμένες και πολυσύχναστες της περιοχής. Όχι άδικα. Εκτός από τις απλόχωρες αμμουδιές τους που μπορούν να προσφέρουν δροσερή απόλαυση σε πολλές εκατοντάδες επισκεπτών, είναι προικισμένες από τη φύση με εντυπωσιακούς βραχώδης σχηματισμούς, που προσδίδουν στο συνολικό τοπίο μια διάσταση δραματική. Η πρόσβαση και στις δύο είναι εύκολη. Τα πρώτα 10 χλμ. – μετά την βασική διακλάδωση των 3,2 χλμ. από την Αργαλαστή – είναι κοινός ασφαλτόδρομος. Μετά ο δρόμος διχάζεται. Δεξιά η άσφαλτος καταλήγει μετά από δυόμιση χλμ. στην Πάλτση, ενώ αριστερά ο χωματόδρομος – και με την ίδια σχεδόν απόσταση – καταλήγει στην Μελανή.
Για όσους βέβαια προτιμούν τις αναζητήσεις, υπάρχει και ένα λαβυρινθώδες δίκτυο χωματόδρομων, που επίσης καταλήγουν στις ακτές. Για όσους βρίσκονται ήδη στα Ποτιστικά η προσέγγιση προς τη Μελανή γίνεται άμεσα με μονοπάτι. Η διάσχιση των 800 μέτρων της αμμουδερής παραλίας της Μελανής είναι μια όμορφη πεζοπορική εμπειρία.
Η παραλία της Πάλτσης είναι μικρότερη από τη Μελανή, πλησιάζει τα 500 μέτρα. Η εικόνα της ωστόσο, και ιδιαίτερα από ψηλά, είναι απ’ αυτές που μένουν αξέχαστες για χρόνια.
Ιδανικότερο σημείο γι’ αυτή την οπτική απόλαυση είναι ο λόφος με την ερειπωμένη μονή του Αγ. Ταξιάρχη. Ένας καλός χωματόδρομος πριν από τη διασταύρωση για Πάλτση μας οδηγεί σε τρία λεπτά στο χείλος της λοφοπλαγιάς. Από το υψόμετρο των 110 μέτρων η θέα της Πάλτσης με τους τεράστιους βράχους και τους δίδυμους κολπίσκους είναι συγκλονιστική. Εξίσου θεαματική είναι και η συνολική ακτογραμμή ως το ακρωτήρι Προμύρι, με μια πολύπλοκη διαδοχή από όρμους, κόλπους, ξέρει κάβους και απόκρημνες ακτές. Είναι όλο αυτό το τμήμα με την δυσκολότερη χερσαία διαδρομή που, ξεκινώντας από την Πάλτση, περνάει από την παραλία του Μουρτιά, για να καταλήξει μετά από 6,3 χλμ. στην άσφαλτο που οδηγεί στον Κατηγιώργη.
Μαγευτικός και πλουσιώτατος είναι ο θαλάσσιος ορίζοντας. Την πρωτοκαθεδρία καταλαμβάνει η Σκιάθος με όλο της το μήκος και ιδιαίτερα ορατά τα Καστρονήσια και το Κάστρο της. Πίσω τους αποκαλύπτεται ένα τμήμα της Σκοπέλου, με τον ορεινό οικισμό της «Γλώσσας» να αστράφτει στο φως του δειλινού.
Στη μύτη της Σκοπέλου προεξέχει ο κάβος «Γουρούνι», με τον ομώνυμο επιβλητικό φάρο να ασπρίζει χαρακτηριστικά ανάμεσα στο πράσινο που τον περιβάλλει. Ακριβώς ανατολικά και πίσω από τη Σκόπελο διαγράφεται ολόκληρος σχεδόν ο όγκος της Αλονήσου.
Πίσω απ’ αυτήν διακρίνεται αχνά το χαμηλό περίγραμμα της κυρά-Παναγιάς, ενώ ακόμη πιο πίσω ο ορεινός όγκος των Γιούρων. Όλες σχεδόν οι Β. Σποράδες αποκαλύπτονται στα μάτια μας από τον ταπεινό λοφίσκο του Αγ. Ταξιάρχη! Είναι μια από τις ιδιαιτερότητες της περιοχής, που μπορεί να απολαύσει ο κάθε επισκέπτης.
ΕΠΙΛΟΓΟΣ
Τέσσερις φορές σε διάστημα δύο μηνών με οδήγησαν τα βήματά μου σ’ αυτά τα ανατολικά παράλια του Πηλίου. Άλλοτε με συννεφιά, άλλοτε με ήλιο, άλλοτε με μπουνάτσα, άλλοτε με φουρτούνα. Άλλοτε με την Άννα και καλούς φίλους και άλλοτε ολομόναχος, με συντροφιά την Πάλτση, τη Μελανή, τις ταπεινές μικροπαραλίες και τον Κούκο.
Δεν ξέρω αν ποτέ θα αισθανθώ κορεσμένος απ’ αυτή την περιοχή. Το βέβαιο είναι, πως κάθε φορά που θα επιστρέφω, θα υπάρχει πάντα κάτι καινούργιο, να με συγκινήσει.