“Κάθε θάλασσα πλωτή και κάθε γη προσβάσιμη” έλεγαν οι βυζαντινοί, στα χρόνια της πρώτης αυτοκρατορικής τους ηγεμονίας.
Αυτή η βυζαντινή προτροπή και συμβολική κατάκτηση του Μεσογειακού χώρου, έγινε, κατά κάποιο τρόπο, το όραμα του Αυστριακού Αλφόνς – Αντρέα Χοχάουζερ, με τις αναλογικές βέβαια μετατροπές και διαστάσεις, ως προς ολόκληρο τον κορμό της Πηλιορείτικης χερσονήσου και όλες τις θάλασσες που, γλείφοντας, είτε χαϊδεύουν είτε ραπίζουν με το πάνδροσο φίλημά τους, του Πηλίου τα βραχωμένα κατάμερα.
Κάθε θάλασσα πλωτή, λοιπόν, για τον Αλφόνσο και κάθε γη προσβάσιμη.
“Κάθε θάλασσα πλωτή και κάθε γη προσβάσιμη” έλεγαν οι βυζαντινοί, στα χρόνια της πρώτης αυτοκρατορικής τους ηγεμονίας.
Αυτή η βυζαντινή προτροπή και συμβολική κατάκτηση του Μεσογειακού χώρου, έγινε, κατά κάποιο τρόπο, το όραμα του Αυστριακού Αλφόνς – Αντρέα Χοχάουζερ, με τις αναλογικές βέβαια μετατροπές και διαστάσεις, ως προς ολόκληρο τον κορμό της Πηλιορείτικης χερσονήσου και όλες τις θάλασσες που, γλείφοντας, είτε χαϊδεύουν είτε ραπίζουν με το πάνδροσο φίλημά τους, του Πηλίου τα βραχωμένα κατάμερα.
Κάθε θάλασσα πλωτή, λοιπόν, για τον Αλφόνσο και κάθε γη προσβάσιμη.
Ο Αλφόνς ή Ξενοφών, όπως ήταν γνωστός στους Πηλιορείτες, έκαμε το “εγγύς εγγύτερον” κι αυτό σκέφτομαι κάθε φορά που θα περπατώ στα δυσπρόσιτα εκείνα και πολλές φορές κακοτρόχαλα μονοπάτια της Αλφονσιανής περιπέτειας.
Και τούτο γιατί ακόμη υπάρχουν μονοπάτια που διέσχιζαν οι γυμνές – πολλές φορές – πατούσες του Αλφόνσου, που και σήμερα έχουν τ’ αποτυπώματά τους πάνω στα κρυφά κι εντελώς απρόσβατα χοχλάδια, όπως λόγου χάρη ετούτη δω η σχισμάδα της γης ανάμεσα Βένετο Κουλούρι, από τη Μαυρόπετρα και κάτω, ίσαμε το μνημείο της οικογενειακής ταφής του.
Μα δεν ήταν μονάχα κάθε πατουλιά γης που έφερνε τη σφραγίδα του. Ηταν μαθές και κάθε κυματωσιά, κάθε γιαλός, στριφτό βραχάκι, ύφαλος ή σκοπελάκι της θάλασσας, που ήξερε το αίνιγμα και την παραξενιά του σαν την παλάμη του.
Κάθε θάλασσα λοιπόν πλωτή και κάθε σπιθαμή της πηλιορείτικης γης προσβάσιμη. Δεν θα μπορούσαν να αποτυπώνονται καλύτερα, εναργέστερα και πιο ουσιαστικά οι πορείες και διαδρομές του Αλφόνσου, στο τμήμα εκείνο του βόρειου και ανατολικού Πηλίου, από αυτή την εύψυχη διάθεση και τόλμη του πρωτοπόρου οδίτη των δυστράχηλων πηλιορείτικων πλαγιών.
*
Αυτόν τον θρυλικό κι απόμακρο εξ αγχιστείας “Πηλιορείτη” και τ’ αγιόστρατα που έπαιρνε κάθε που σχεδίαζε την πιο παράτολμη διαδρομή στο κέρας της πηλιορείτικης βουνογραφίας, πριν ακόμη καταφτάσουν οι νεόκοποι πεζοπόροι και περιηγητές των Σαββατοκύριακων, αποφασίσαμε να “περπατήσουμε” και ν’ αφουγκραστούμε.
Η Άννα, ο Θεόφιλος, ο “ενημερωμένος” με τον Αλφόνσο Γιώργης, από τη Θεσσαλονίκη όλοι, κι εγώ που ζούσα τόσα χρόνια, από μέσα κι απέξω, το μύθο του, συγκεντρωθήκαμε μια Πέμπτη του φετινού Οκτώβρη στον υπέροχο ξενώνα του Βένετου και χαράξαμε συντεταγμένες, ώστε να απολαύσουμε τις διαδρομές που μας ενδιέφεραν.
Δεν ήταν εύκολη δουλειά. Ούτε εύκολη η διάσχιση των απέραντων μύθων που είχε χτίσει άθελά του μα απολύτως συνειδητά ο Αλφόνσος.
Μπήκαν στη μέση τα “μεγάλα κόλπα”. Η ανάγνωση του τοπίου, αλλά κι η “μυρωδιά” που άφησε να ευωδιάζει σε όλο το βουνό ο Αλφόνσος, εδώ και πέντε δεκαετίες. Η ανίχνευση του σκόρπιου και δυσανάγνωστου υλικού για τον Αλφόνσο από τη μια και η χωροθετική δυσπλασία του βορειοανατολικού Πηλίου από την άλλη δεν στάθηκαν εμπόδια στην αποκάλυψη του Αλφόνσιου μύθου..
Αλωνίσαμε τα πλάτη και τα μήκη του πηλιορείτικου κορμού. Πήγαμε στο Βένετο, στο Φλαμούρι, στην Κορομηλιά, στο Κουλούρι, στην Παλιά Μιτζέλα, στο Πουρί. Σε όλα τα μέρη που έζησε, περπάτησε κι άφησε την ανεπανάληπτη σφραγίδα του ο Αλφόνσος.
Διασχίσαμε ραχούλες, ρεματιές, πηγούδια, ερειπιώνες, μάντρες και καλντερίμια. Αλλού λαθέψαμε, αλλού βγήκαμε τροπαιούχοι. Καβατζάραμε σύρραχα, αντιρέματα και βαθιές χαράδρες, ξεβραχίσαμε πέτρες και ψιλολίθαρα, σκιστήκαμε από φτέρες, βατιώνες κι αγκαθωτούς πρίνους, όμως δε ανασχέσαμε την πορεία μας, όσο να βρούμε τα “ζωντανά” χνάρια των ψηλόλιγνων κανιών του Αλφόνσου.
Και να τι αποκομίσαμε ως κέρδος, με την εύνοια των ημερών και της μεγάλης σύμπτωσης των αποκαλυπτηρίων. Αποκαλυπτηρίων μιας τεράστιας Χάρης που επιφυλάσσει για τους τολμηρούς η θεία Τύχη.
Αλλά ας πάρουμε τα πράγματα με τη σειρά τους.
Πρώτα απ’ όλα ποιος ήταν ο Αλφόνσος;
Ο Αλφόνς – Αντρέας Χοχάουζερ ή Κλέμενς ή Ξενοφών (1906-1981) γεννήθηκε στην Αυστρία κι έζησε στην Ελλάδα από το 1926 ως το 1938 και από το 1957 ως το τέλος της ζωής του. Το 1942 συμμετείχε στο στρατό κατοχής ως μεταφραστής του γερμανών. Βοήθησε σε πολλές περιπτώσεις τους Έλληνες και με την παρέμβασή του σώθηκαν πολλοί από τα εκτελεστικά αποσπάσματα. Από το 1957 ως το 1969 μαζί με την ελληνίδα σύζυγό του Χαρίκλεια διατήρησε στο εγκαταλειμμένο μοναστήρι του νησιού των Τρικέρων μια ήπια τουριστική επιχείρηση. Όταν εκδιώχθηκε από εκεί, πήγε στο Κουλούρι του Πηλίου, όπου δημιούργησε ένα μικρό ταβερνάκι και λίγες μικρές απλοϊκές καλύβες, στις οποίες φιλοξενούσε κυρίως ξένους. Βρήκε το θάνατο στην παγωμένη Κορομηλιά το γενάρη του 1981 από κρύο, αφού είχε αποσυρθεί εκεί για να πεθάνει…
Το 1998 όταν ασχολήθηκα εμπεριστατωμένα με τη ζωή του Αλφόνσου, χάρη στην πρώτη κατατοπιστική μελέτη της ζωής του από τον αείμνηστο δάσκαλο Κώστα Πατρίκο, περιτριγύρισα όλους τους χώρους στο νησί και ανακάλυψα έξω από το μοναστήρι, ανάμεσα σε χώματα και πέτρες πεταμένα πλήθος γερμανικά βιβλία, τα οποία περιμάζεψα και τα φυλάω ως κόρην οφθαλμού.
*
Δεύτερο έρχεται το τοπίο, η αφήγηση του ίδιου και των ανθρώπων που τον έζησαν και βέβαια η “ταυτότητα” που άφησε να αιωρείται σε κάθε πλαγιά και χαράδρα της βόρειας όψης του Πηλίου ο Αλφόνσος.
Πρώτη μέρα
Aργά το μεσημέρι της Πέμπτης 18 του Οκτώβρη συγκεντρωθήκαμε στον υπέροχο κι αγναντερό ξενώνα που διατηρούνε στο Βένετο ο Δημήτρης και ο Σωτήρης, εξ αγχιστείας συγγενείς τόσο του χωριού όσο και του Πηλίου.
Αφού τακτοποιηθήκαμε, εξορμήσαμε στο δρομάκι που κατηφορίζει για το Κουλούρι, την πιο διάσημη Αλφονσιανή τοποθεσία, ένα βραχώδη γιαλό, στον οποίο ο Αυστριακός μετανάστης κατασκεύασε μερικά υπερυψωμένα ξυλοκάλυβα για τον ίδιο και τους φιλοξενουμένους του.
Ξεκινήσαμε την πεζοπορία μας στις 14.35’. Πήραμε το δρόμο για Κουλούρι, αφήνοντας δεξιά μας τον ανηφορικό δρομίσκο που οδηγεί στο Πετρομέλισσο. Στις 14.50’ είδαμε μια κλειστή στροφή αριστερά, αλλά εμείς χωθήκαμε δεξιά και ευθεία. Είμασταν στην τοποθεσία ΜΑΥΡΟΠΕΤΡΑ, που πήρε το όνομά της από μια ευμεγέθη μελανή πέτρα που βρίσκεται πάνω στο ανάχωμα του δρόμου.
Από το σημείο αυτό αρχίζει το χωμάτινο παλιό μονοπάτι, που έπαιρνε ο Αλφόνσος, για να κατεβεί ως το Κουλούρι. Τότε δεν υπήρχε δρόμος, όπως σήμερα. Το μονοπάτι δασύνεται, σε ύψιστο βαθμό και είναι κλεισμένο, καθώς εδώ μέσα κυριαρχεί μια ζούγκλα από φυτικά δρώμενα, κουμαριές, ρείκια, βελανιδιές, αριές, θεόρατα βάτα και αγκαθωτές ταξιαρχίες πολύκλαδων θάμνων, που εμποδίζουν κάθε προσπέλαση του διαβάτη.
Σε ορισμένα σημεία διατηρείται – και μάλιστα σε έξοχη κατάσταση – το παλιό καλντερίμι, με προστατευτικά τειχία, αναβαθμίδες, πετραία συμπαγή υποστυλώματα και αναλήμματα.
Η διάσχιση του μονοπατιού είναι και ήταν για μας μια έκπληξη και μια απρόσμενη εμπειρία, αλλά ταυτόχρονα και μια ευχάριστη ανάμνηση όταν απελευθερωθήκαμε από τις δαγκάνες και τις αρπάγες των ξυλόγλυπτων αιχμών του αδιάβατου δάσους. Ενδιάμεσα διασχίσαμε μια μικρή κοίτη ρέματος με υπολείμματα εποχιακού καταρράκτη.
Στις 15.45’ βγήκαμε από τη ζούγκλα κι ανασάναμε. Πέσαμε σε δασικό δρομάκι που μας έβγαλε στον κεντρικό οδικό (χωμάτινο) άξονα για το Κουλούρι.
Συναντήσαμε ένα εικονοστάσι, το οποίο ύστερα από παράκαμψη 250 ανηφορικών μέτρων δεξιά μας μάς έβγαλε στο εξωκκλήσι της Αγίας Παρασκευής. Η εκκλησούλα βρίσκεται κάτω από την προστασία τριών θεόρατων βελανιδιών και φυλάσσει στα ενδότερά της την εικόνα της Αγίας, που βρέθηκε στις 23 Ιουλίου του 2010 από τη Συραϊνα Κολέτσου. Η εικόνα χρονολογείται από το 1922.
Κάτω από το εξωκκλήσι συνεχίζει το παλιό μονοπάτι που έπαιρνε ο Αλφόνσος – μετά το θάνατό του εγκαταλείφθηκε – τραβώντας για το βραχώδες Κουλούρι του…
Τώρα πια είναι ολότελα αποκλεισμένο και θα χρειαστεί επίπονη χορτοκοπτική επιχείρηση για να ξανανοίξει.
Στις 16.05, συνεχίζοντας το δρομάκι προς το Κουλούρι παρατηρούμε αριστερά μας πινακιδούλα που στέλνει τον οδοιπόρο στο Μνήμα του Αλφόνσου. Η ίδια πινακίδα οδηγεί τους πεζοπόρους προς το Κουλούρι, μέσα από δύσβατο, κατηφορικό και στενό μονοπάτι. Μετά από 20 μέτρα φτάνουμε στον οικογενειακό τάφο των Βαϊνάδων και του γαμπρού τους, του Αλφόνσου.
Στις 16.10’ καταλήγουμε, διασχίζοντας πυκνό πηλιορείτικο δάσος, στα πετροκάλυβα του Αλφόνσου. Ένα απ’ αυτά διατηρείται σε καλή κατάσταση. Τα υπόλοιπα είναι γκρεμίδια και τσακίσματα από ξυλοκατασκευές και υποστυλώματα σάπια.
Κάτω από τα καλύβια του Αλφόνσου ανοίγει σαν ομπρέλα η βραχωμένη αγκάλη της, γεμάτης σκοπέλους και υφαλάκια, ακτής.
Αγριος τόπος. Για αυθεντικούς Ροβινσώνες και μοναχικούς Παρασκευάδες. Ιδανικό άλλωστε λημέρι για τον χαρακτήρα και την ψυχοσύνθεση του Αλφόνσου. Εκεί λειτουργούσε ο Αλφόνσος ένα υποτυπώδες ταβερνάκι για τους λαθροψαράδες
*
Μια φελούκα με πανί και με κουπιά και μ’ ένα γαρύφαλλο μηχανάκι, ο Αη-Νικόλας του, πούχε μονοκύλινδρο πέτο και πότε έπαιρνε μπρος και πότε σιγούσε για μήνες.
Κι όντας σιγούσε, ο Αλφόνσος πήγαινε με το πανί και τα κουπιά, στους Ιπνιούς, στο Πετρομέλισσο, στον Αϊ-Νικόλα, στο Λιμνιόνα κι ακόμη παραπέρα, ως το Τελωνείο και το Χορευτό, αλλά και ίσαμε τη Σκιάθο και τη Σκόπελο, καθώς έφτανε κι ως εκεί η χάρη του.
Ο Αλφόνσος δε λιποψυχούσε ποτέ. Ακολουθούσε το ρεύμα σεργιανώντας στο πέλαγο με το πανάκι λάμνοντας για μίλια, αδιαφορώντας για τις χολές και τις ξυνήθρες του Ποσειδώνα, κι έφτανε ολόχαρος στο Χοντριάμι, στην Αγια-Βάτο, τη Σκιάθο ή τη Σκόπελο.
Και ξαναρχόταν πίσω στο Κ ο υ λ ο ύ ρ ι, το γιατάκι του, από τον ίδιο θαλάσσιο δρόμο, με το πανί και το κουπί, σταυρώνοντας τον καιρό, ηρωϊκός ποντοπόρος του Αιγαίου…
*
Από το Κουλούρι ακολουθούμε, επιστρέφοντας στο Βένετο, μια ήπια διαδρομή μέσα από ελαιώνες και τραχιά δασική βλάστηση 3,5 χιλιομέτρων διάρκειας 55 λεπτών.
Δεύτερη μέρα
Στις εννιά το πρωί ξεκινούμε ένα πολυσύνθετο δρομολόγιο που περιλαμβάνει κάθοδο στο Πετρομέλισσο, επιστροφή στο Βένετο και από κει διάσχιση του βόρειου πηλιορείτικου κορμού, προσέγγιση της Κάτω Κερασιάς, ανάβαση ως την Πάνω Κερασιά και τη Μονή Φλαμουρίου, απόπου θα τραβερσάρουμε το δυσκολότερο νήμα της οδοιπορίας μας μέσα από το πιο δύσβατο μονοπάτι (προσωπικό μονοπάτι του Αλφόνσου) της τραχιάς και πετρώδους περιοχής προς την Κορομηλιά, τη θέση όπου ηθελημένα άφησε την τελευταία του πνοή ο διακεκριμένος εραστής της πηλιορείτικης φύσης.
Αναχωρούμε για το Πετρομέλισσο. Στα 900 μέτρα συναντούμε χωματόδρομο κι αρχίζουμε τον κατήφορο. Στα 1,4 χιλιόμετρα βρίσκουμε πινακίδα δεξιά μας προς Μονή Φλαμουρίου και Κορομηλιά. Στα 2,2 ανταμώνουμε σημάδια του μονοπατιού Πουρί-Βένετο, (αποτελεί τη μεγάλη διάσχιση του 02 προς Λιμνιώνα και Αγιο Νικόλαο). Παντού γύρω μας ρείκια και φορτωμένες κουμαριές. Στα 3,5 χιλιόμετρα προβάλλει το Κουλούρι, ενώ στα 4 χιλιόμετρα πέφτουμε σε ξύλινο κιόσκι, όπου σημαίνεται το τέλος της διαδρομής σε υψόμετρο 35 μέτρων από τη θάλασσα.
Εμπρός μας ανοίγει τα βαθιά του χάσματα το φαράγγι του Κακορέματος που καταλήγει στην εντυπωσιακή βοτσαλιά του Πετρομέλισσου.
Πρόσβαση εύκολη με σκαλοπάτια, κρυστάλλινα νερά, λημέρι κι αυτό του Αλφόνσου.
Επιστρέφουμε στο Βένετο από τον ίδιο δρόμο εγκαταλείποντας τη διαδρομή για Μονή Φλαμουρίου, προκειμένου να επισκεφτούμε τον Ιερό χώρο της Πάνω Κερασιάς, ιστορικό μνημείο και τόπο – φύλακα άγγελο του Αλφόνσου. Στην επιστροφή πέφτουμε πάνω στον Αποστόλη Βασιλείου, κτηνοτρόφο και μελισσοκόμο, έναν συμπαθέστατο Πουριανό που μας μιλάει για τον Αλφόνσο, λες και πρόκειται για τον χαμένο μεγάλο αδελφό του.
Από το Βένετο αναχωρούμε οδικά για την Πάνω Κερασιά. Στα 6,5 χιλιόμετρα από τη διασταύρωση και 500 μέτρα πριν από το ερημικό χωριό βρίσκουμε μνημείο που στήθηκε εκεί για να θυμίζει στους κατοπινούς τη συγκρότηση του 54ου Συντάγματος ΕΛΑΣ, τον Οκτώβρη του ’43.
Στα εφτά χιλιόμετρα ακριβώς φτάνουμε στην πλατεία της Πάνω Κερασιάς που είναι καλυμμένη με ξερόφυλλα δρυών, καρυδιών και σφενταμιών. Εκεί βρίσκεται και το σπίτι του αείμνηστου Ηλία Λεφούση, πνευματικού τέκνου της Πάνω Κερασιάς, η πέτρινη εκκλησία των Αγίων Αποστόλων με αρχική ανέγερση το 1812 και μερικά ντουβάρια που απέμειναν από την εντυπωσιακή τοιχοποιία του Σχολειού, που τώρα το έχουν πνίξει φυλάγοντάς το ενσωματωμένοι κισσοί.
Φεύγοντας μηδενίζουμε τον οδομετρητή και ξεκινάμε για τη Μονή Φλαμουρίου. Στα 2,4 χιλιόμετρα διακρίνουμε δεξιά μας μια ωραία πηγή με λιμνούλα και λεπτεπίλεπτα καλάμια. Είναι η πηγή της Κάτω Γούρας. Στα 4,8 φτάνουμε στη θέση Σταυρός, σε υψόμετρο 760 μέτρων, από όπου θα αρχίσει η δύσκολη οδοιπορία προς τα αγαπημένα και δύσβατα μέρη του Αλφόνσου. Κυριαρχεί το πολύχρωμο δάσος της οξιάς. Σε ένα τέταρτο κάμπτουμε τη μεγάλη χαράδρα της Καστανίτσας, με έναν καταρράκτη ύψους 15 μέτρων, αλλά με λιγοστό νερό. Ωστόσο λίγο μετά πέφτουμε επάνω σε καταπληκτική πηγή, που κατά την ταπεινή μου γνώμη είναι και η ωραιότερη και πιο πλούσια πηγή σε όλο το βόρειο και ανατολικό Πήλιο. Δίπλα της τα βρύα και οι φτέρες σχηματίζουν ένα χαλί από βελούδο. Εδώ υπάρχει και κασταναριό. Είμαστε ακόμη σε υψόμετρο 685 μέτρα.
Από ένα παράθυρο των καστανιών προβάλλει το επιβλητικό μοναστήρι. Γύρω του δεσπόζει ένας υπέροχος μηλεώνας. Περνούμε έξω από τη δικαιοδοσία της μονής καβατζάροντας τον καστανεώνα για να πάρουμε το μονοπάτι για την Κορομηλιά.
Κάτω από δασιά λόχμη και μέσα σε πυκνοστόλιστο λόγγο περπατάμε για κανένα τέταρτο μέχρι να αντικρίσουμε το πινακιδάκι της 9ης Περιφέρειας Προσκόπων Βόλου που είναι και το μοναδικό κολωνάτο σήμα που παραπέμπει στην Κορομηλιά. Ευθεία το μονοπάτι οδηγεί στον αρσανά της Μονής, τον Αγιο Νικόλαο, αραξοβόλι και αυτό του Αλφόνσου.
Από το σημείο αυτό αρχίζει μια δυστράχηλη δοκιμασία πεζοπορίας που αγγίζει τα όρια της περιπέτειας. Βαδίζουμε επάνω σε πλακώδεις λιθόσφαιρες με ελάχιστα καθαρές διαβάσεις γύρω από μια πυκνή και αγκαθωτή λόχμη εωσότου το αχνό μονοπάτι μας κατεβάσει στη χαραδρίτσα της Κορομηλιάς. Διασχίζουμε τη ρεματιά και από δω και πέρα Θεός οίδεν πώς μπορεί ο περιπατητής να προωθηθεί στο κέρας της Αλφόνσιας Κορομηλιάς. Επιστρατεύουμε χέρια, πόδια, εγκέφαλο και δυνάμεις εσωτερικές και εξωτερικές για να διολισθήσουμε μέσα από κουμαριές, ρείκια, δάφνες, φυλίκια, τραχιά πουρνάρια και πυξούς προς το βραχώδες ανάκλιντρο του Αλφόνσου. Βράχια γκρι ασημένια, κατατεμημένα, λες κι ήταν θρύψαλα από γυαλί, δέντρα ακροστόλιστα με κορμούς αδιάσπαστους, κλώνοι αιχμηροί σαν άρπαγες λάμιες, λιθόσπαρτα εμπόδια, ένας θεός να το κάνει πέρασμα. Δια πυρός και σιδήρου, μας ανεβάζει εμπειρικά στο κακοτράχαλο κέρας της Κορομηλιάς.
Ο ανήφορος είναι μια επί πλέον δοκιμασία που στοιχίζεται με τη δυσπλασία του εδάφους και την αστάθμητη πολυπραγία των θεριών θάμνων και της ευκρασίας των βράχων. Βαδίζουμε με δυσκολία, κατεβαίνουμε πλαγιές, σκαρφαλώνουμε βράχια, σφηνώνουμε σε ρωγμές, παρακάμπτουμε θύσανους και υφαντήρια θάμνων, μας διακατέχει γενικά μια ανήσυχη έξαψη, προχωρώντας σε μια αβεβαιότητα, ως προς τον προορισμό μας.
Σε μια ώρα από την τελευταία ρεματιά και δυόμιση ώρες από την αρχή του μονοπατιού φτάνουμε σε γυμνή πλακοσκέπαστη ράχη (720 μ. υψόμετρο) από όπου ανοίγει ο ορίζοντας και το αγνάντεμα του Αιγαίου μας αποκαλύπτει δυσθεώρητους κόσμους. Γύρω μας μαυροπράσινα ασύμμετρα βουνά, που σου δίνουν την αίσθηση ότι μετατοπίζονται συνεχώς.
Συνεχίζοντας πάνω σε μια ηπιότερη ανηφορική διαδρομή, όπου μόνο σημάδι ευκοσμίας του δεικτικού περιβάλλοντος αποτελούν τα κόκκινα στίγματα στους βράχους που τοποθέτησαν τα μέλη του ΕΟΣ Βόλου, θα δοκιμάσουμε ακόμη ένα – το τελευταίο – στάδιο των άθλων του Αυστριακού γητευτή των πηλιορείτικων δρόμων.
Σε ένα σημείο της κορυφούλας που είναι διάσπαρτη από πλακώδεις βραχόλιθους και στην ουσία αποτελεί κρυφό σελάδι μιας άπατης ράχης σταματούμε. Ειν’ ένας εξώστης βλαστοθυμικός, ένα πηχτό νημάτινο δάσος που ατενίζει το γλαυκό σύμπαν του Αιγαίου. Ανάντι στην Αιγαία θάλασσα. Εκεί βρίσκεται τοποθετημένη μια μεταλλική πινακίδα που γράφει: ΑLFONS – XENOPHON – ANDREAS, με υπέρτιτλο 1906-1981 και σκαλιστά επάνω στην πλάκα, από αριστερά προς τα δεξιά, τη φελούκα του, ένα δελφίνι, ένα σαργό, τρία κυπαρίσσια και μια δράκαινα.
Σήμερα το μόνο που εντοπίσαμε ήταν ένα ζευγάρι ιταλικές γαλότσες που έχουν μείνει εκεί από την εποχή του θανάτου του, στη θέση αυτή.
Εδώ λοιπόν σε αυτή την ακρόπολη των βράχων, ο Αλφόνς- Αντρέας Χοχάουζερ, νικημένος από τη μοίρα του – τον επίγειο καρκίνο – και μην μπορώντας άλλο πια να δαμάσει τα λυκόστρατα της ζωής του– έστρωσε το λείψανό του “κ ά τ ω” από την ξούρα του γεναριάτικου βοριά, με το στυγερό εφιάλτη στα σωθικά του, για ν’ αποκάμει.
Πλάϊ στο ρείκι, τη βελανιδιά και το σχίνο. Σ’ ένα μπαλκόνι, ανάμεσα βουνού και θάλασσας που έχει για επιτάφιο στόλισμα την καμπανούλα και τη μυρτιά. Εκεί κάτω άπλωσε το λιπόσαρκο σώμα του κι έγειρε να το σκορπίσουν οι μοίρες, ώστε να γίνει λίπασμα και οξυγόνο. Kαι σάβανο μαζί. Ένα με τις κούπες των βελανιδιών. Με τις αγριλιές και τα πρίνα. Προσκύνημα αγριμιών και χάδι των ανέμων…
Μ’ αυτόν λοιπόν τον τρόπο έσβησε ετούτος ο πανέλληνας Αυστριακός. Κι ολίσθησε ένδοξα προς την αθανασία. Πηδώντας για τελευταία φορά από το “Θάνατο” στην “αιώνια ζωή”…
*
Η επιστροφή θα μας πάρει δυο ώρες και δέκα λεπτά γρήγορο βήμα.
Τρίτη μέρα
Την τρίτη μέρα των πεζοπορικών μας διαδρομών, ακολουθώντας πια ένα τμήμα της καθημερινής πορείας που έκαμε ο Αλφόνσος, από το Κουλούρι ως το Πουρί και τη Ζαγορά, διασχίσαμε με το αμάξι το πιο κακοτράχαλο κομμάτι της βορειοανατολικής πτυχής του Πηλίου.
Πρώτα όμως θα επισκεφτούμε την πολύ σπουδαία και περίτεχνη εκκλησία της Υπαπαντής στο Βένετο που χρονολογείται από το 1767, με τέμπλο χειροποίητο, βαθύ και λεπτό σκάλισμα, τοιχοποιία εξαιρετική, εφυαλωμένα πινάκια, λιθανάγλυφα, κεραμοπλαστικό διάκοσμο κι ένα θεόρατο κυπαρίσσι να τη στεφανώνει. Κυπαρίσσι που έχει διάμετρο βάσης 5,40 μέτρα.
34 χιλιόμετρα μετά το Βένετο φτάνουμε στη διακλάδωση Μονής Φλαμουρίου – Ανω Κερασιάς. Μηδενίζουμε τον χιλιομετρητή μας και κατευθυνόμαστε αριστερά στο χωματόδρομο που αρχίζει από δω και τελειώνει στην είσοδο του Πουριού.
Περνούμε την πηγή της Γκούρας και στρεφόμαστε προς Κοκκινόγεια – Λαντοβίτο. Δύσκολη διαδρομή, ακόμη και για τετρακίνητο JIMNY. Πολλά νεροφαγώματα, σπείρες, λάσπη και βαθιές γραμμώσεις που δημιουργούν τα πάμπολλα φορτηγά που μεταφέρουν ξυλεία. Εκπληκτικό αειφόρο δάσος οξυάς.
Στα 6,8 ένας δρομάκος στρίβει για Φλαμούρι. Στα 8,3 άλλος δρόμος στρίβει δεξιά για Μονή Σουρβιάς. Υστερα μπαίνουμε στην περιοχή Κοκκινογείων, με το χαρακτηριστικό κοκκινωπό χώμα. Και μετά από πολλές και περίπου οχληρές περιπέτειες, με εναλλαγές δασικών δρομίσκων και τύχης, βρίσκουμε την αρχή του μονοπατιού για την Παλιά Μιτζέλα.
Μπαίνουμε στο πανέμορφο δάσος της Παλιάς Μιτζέλας. Ερειπωμένος και μυστηριώδης τόπος. Διασχίζουμε υπέροχα τοπία πηλιορείτικης υφής, με αγριοκατσανιές οξυές, βελανιδιές, αριές και οπωροφόρα. Κερασιές, καρυδιές και αγριοκυδωνιές τυλιγμένες σα φαντάσματα μέσα σε άγρια βάτα. Κατηφορίζουμε σε δασιά κατασκότεινη ρεματιά, όπου τρέχει γάργαρο νεράκι. Την περνάμε κι ανηφορίζουμε για κανένα τέταρτο μέχρι να εισχωρήσουμε στα θεϊκά κατατόπια εκείνου του χωρικού τοπίου που το εκμαυλίζει η σκοτεινιά, το απρόσιτο και το μεγαλείο της πιο εινοσίφυλλης ώρας του Πηλίου. Ψηλαφίζοντας τις πέτρινες πλάκες που σκορπίζουνε εναγύρω, στεκόμαστε άφωνοι μπροστά στα ερείπια μιας παλιάς πόλης, με πέτρινους τοίχους και τρεχούμενες πηγές, κυκλωμένη από τεράστιους κορμούς δέντρων και διαρκώς χαμένοι μέσα σε μια βαμβακώδη ομίχλη.
Το μόνο ορατό στοιχείο από τον καμένο Οικισμό της Μιτζέλας είναι το περιτείχιο της εκκλησίας που έμεινε σακατεμένο κι αυτό να θυμίζει στους επερχόμενους ότι εδώ κάποτε άνθιζε μια ναυτική Κοινότητα κι ένας τόπος αληθινά Παραδεισένιας απόχρωσης και στίλβης. Πατούμε τον τόπο, όπως και ο Αλφόνσος και τρίζουν κάτω από τα πέλματά μας τα ξερόφυλλα της αλύγιστης και πικρής μνήμης.
*
Επιστρέφουμε στο αμάξι. Με την εικόνα του πιο δυνατού τοπίου της μοναδικής πηλιορείτικης χώρας. Μιας χώρας αφθαρσίας κι αιωνιότητας που μόνο σε όσους δοκιμάσουν να την περιηγηθούν εξαντλητικά, θα απονείμει χάρες, επιτίμια και ολοζώντανες αναμνήσεις.
Σιγά σιγά κατηφορίζουμε προς την υπέροχη παραλία του Οβριού, στην οποία χύνεται το εκρηκτικό ρέμα της Λαγωνίκας για να πάρουμε το τελευταίο κομμάτι της ανηφόρας που θα μας φέρει στο Πουρί, όπου θα τερματίσει η τριήμερη πορεία διάσχισης του Αλφόνσιου οδοιπορικού μας…
*
Το Κουλούρι και η Κορομηλιά υπήρξαν οι δυο τόποι που παίδεψαν και γαλούχησαν τον Αλφόνσο. Αλλά υπήρξαν κι άλλες “διαδρομές” που είχε χαράξει από μόνος του ο Αλφόνσος, στη διάρκεια των δυό δεκαετιών που έζησε εκεί πάνω. Όταν π.χ. κινούσε φορτωμένος ψάρια νάρθει από το Βένετο στο Βόλο, για να τα πουλήσει, μια πολύωρη διαδρομή που περνούσε απ’ τη Σουρβιά και τη Στράνια για να φτάσει στην Κερασιά ή στα Κανάλια. Και ύστερα, μέσα από το Κακόρεμα των Γλαφυρών τα ψάρια “φτάνανε” στο Βόλο.
Mα ο Αλφόνσος έπρεπε να γυρίσει στο Κουλούρι. Την ίδια μέρα. Και γύριζε…
ΥΓ. Ασφαλώς αξίζει και πρέπει να μνημονευτούν, για την αποκάλυψη του φαινομένου “Αλφόνς Χοχάουζερ”, ο Γερμανός συγγραφέας και ποιητής Werner Herwig και το έργο του ΟΙ ΛΗΣΤΕΣ ΤΟΥ ΒΥΘΟΥ (Raubfischer in Hellas) και φυσικά ο φίλος μου Κώστας Ακρίβος, συγγραφέας του εξαιρετικά πρωτότυπου και πολυδιάστατου έργου ΠΟΙΟΣ ΘΥΜΑΤΑΙ ΤΟΝ ΑΛΦΟΝΣ (εκδόσεις ΜΕΤΑΙΧΜΙΟ), για την αποκάλυψη κυρίως λεπτομερειών που χωρίς αυτόν δεν θα είχαν γίνει ίσως ποτέ…