Περαστικός την πρώτη φορά απ’ το Γεωργίτσι, είχα σταματήσει για ένα μόνον καφεδάκι. Η μόνη ανάμνηση που είχε απομείνει, ήταν η πλακόστρωτη πλατειούλα, η απέραντη θέα ως τον αντικρινό Πάρνωνα και μερικά αρχοντικά με πέτρα πελεκητή.
Μερικά χρόνια αργότερα, το Γεωργίτσι αποκάλυψε πολλά απ’ τα μυστικά του, τους ανθρώπους του, τις αθέατες γωνιές. Μα κι άλλα δύο ορεινά χωριά του Βόρειου Ταΰγετου, η Αγόριανη και ο Λογκανίκος, ξεδίπλωσαν τις ιδιαιτερότητες και τις ομορφιές τους. Κι έγιναν η γενεσιουργός αιτία για ν’αγαπήσουμε τον τόπο και να ξαναγυρίσουμε, παρά την απόσταση των 700 περίπου χλμ. Που τον χωρίζουν από την έδρα μας, στη Θεσσαλονίκη.
Μπορεί ένας Κορίνθιος να ερωτευθεί έναν τόπο της Λακωνίας; Ναι, αν ο Κορίνθιος είναι ο Γιάννης Παύλου και ο τόπος της Λακωνίας το Γεωργίτσι, στον Βόρειο Ταΰγετο. Καρπός αυτού του έρωτα υπήρξε «ΤΟ ΜΠΑΛΚΟΝΙ ΤΟΥ ΤΑΫΓΕΤΟΥ» ένας πέτρινος ξενώνας εκπληκτικός. Από τη μακρινή Θεσσαλονίκη ξεκινάμε να γνωρίσουμε τον άνθρωπο και τον τόπο.
ΣΤΟΝ ΠΗΓΑΙΜΟ ΓΙΑ ΤΟ ΓΕΩΡΓΙΤΣΙ
Τον τόπο τον είχαμε γνωρίσει –έστω και φευγαλέα- το 2006, στα πλαίσια του άρθρου για το Καστόρι. Ο άνθρωπος όμως ήταν άγνωστος , επιχειρούσαμε να τον ψυχολογήσουμε μετά το τηλεφώνημά του. Ένα τηλεφώνημα που μας προσκαλούσε –με κάποια επιμονή είναι αλήθεια- στον Βόρειο Ταΰγετο.
–Πέφτουμε λίγο μακρυά για σας, με ό,τι αυτό συνεπάγεται, είμαι όμως βέβαιος, πως δεν θα πάει ο κόπος σας χαμένος.
Ξεκινήσαμε το μακρύ ταξίδι των 700χλμ. το πρωί της Παρασκευής, στις 22 του Φλεβάρη. Πολλές ώρες αργότερα, ένας λατινομαθής Αθηναίος φίλος μας μας είπε στο τηλέφωνο για αυτήν την Παρασκευή: “Dies fuit ater» για την Αθήνα» (1). Δεν ήταν υπερβολή. Τούτη τη μέρα είχαν ανοίξει πάνω από την Αθήνα οι ουρανοί, με πρωτοφανείς καταστροφές. Εμείς, στο ταξίδι μας, ζήσαμε μόνο ξώφαλτσα το ξέσπασμα της φύσης.
Φτάνοντας στο Αρτεμίσιο μείναμε άναυδοι. Αμέσως μετά τη σήραγγα ο δρόμος ήταν στεγνός! Δεν είχε πέσει η παραμικρή σταγόνα βροχής! Στην καφετερία οι ταξιδιώτες απολάμβαναν τον καφέ τους στο ταρατσάκι. Δεν πιστεύαμε στα μάτια μας. Μια Πελοπόννησος πριν από το τούνελ μουσκεμένη και μία άλλη μετά απ’ αυτό, τελείως στεγνή. Εδώ, ωστόσο, υπήρχε κάτι πολύ πιο ενοχλητικό από την βροχή. Ήταν μια κιτρινωπή καταχνιά, που πλανιόταν στην ατμόσφαιρα και κάλυπτε τα πάντα. Ήταν η άμμος της Σαχάρας! Πιο κάτω, το υψίπεδο της Τρίπολης μας υποδέχθηκε θολό και σκοτεινιασμένο. Η κίτρινη ομίχλη» είχε φέρει μαζί της πρόωρα τη νύχτα. Μια νύχτα που μας ακολούθησε επίμονα ως την κοιλάδα της Λακωνίας. Ψηλά στο Γεωργίτσι όμως, με το πραγματικό πέσιμο της νύχτας, πήρε ο ορίζοντας να ξανοίγει. Και μας φανέρωσε, απέναντι τον Πάρνωνα, τα αδύνατα φωτάκια των ορεινών χωριών. Το «Μπαλκόνι του Ταΰγετου» είχε αρχίσει να δικαιολογεί την ονομασία του. όλος ο ορίζοντας ήταν δικός του.
–Αυτό θα το διαπιστώσετε καλύτερα τα χαράματα. Αν, βέβαια μετά από τόσο ταξίδι προλάβετε τα χαράματα, λέει ο Γιάννης Παύλου, καθώς μας καλωσορίζει.
Μια γλυκιά θαλπωρή χαϊδεύει τα πρόσωπά μας, καθώς μπαίνουμε στον ξενώνα. Τούτη τη νυχτερινή ώρα, στο υψόμετρο των 930 μέτρων, η ζεστούλα είναι πολύ επιθυμητή. Και μάλιστα όταν προέρχεται από τζάκι ενεργειακό. Παρατηρούμε την επένδυσή του, από σκαλιστό ξύλο οξυάς, αληθινό έργο τέχνης, ηλικίας τουλάχιστον 180 ετών.
Δρύινα δάπεδα, χειροποίητα χαλιά, αναπαυτικοί καναπέδες απέναντι απ’ το τζάκι. Αδύνατον ν’ αρνηθούμε ένα χαλαρωτικό καφεδάκι μετά το πολύωρο ταξίδι.
ΟΜΟΡΦΕΣ ΩΡΕΣ ΣΤΟ ΓΕΩΡΓΙΤΣΙ
Το επόμενο πρωί είμαστε όρθιοι, πριν χτυπήσει το ξυπνητήρι. Ογκώδη, απειλητικά σύννεφα, ταξιδεύουν στον μισοσκότεινο ουρανό. Στήνουμε τον τρίποδα στο μπαλκόνι, το «Μπαλκόνι του Ταϋγέτου». Και περιμένουμε να χαράξει.
Ο Πάρνωνας αρχίζει να διαγράφεται καθαρά. Κάποια στιγμή, παίρνει να ροδίζει ο ουρανός. Λίγα λεπτά μετά ανταμείβονται η αναμονή κι η υπομονή. Το χάραμα είναι μεγαλειώδες, δραματικό.
Ταυτόχρονα με μας, από κάποιο άλλο σημείο του ξενώνα, ο Γιάννης Παύλου αγναντεύει την ίδια ανατολή.
Ο ήλιος ψηλώνει στον ουρανό. Η μαγεία των απαλών χρωμάτων έχει χαθεί. Απολαμβάνουμε ένα υγιεινό πρωινό, με ντόπια προϊόντα και άφθονο φυσικό χυμό πορτοκαλιού. Στην Λακωνία είμαστε. Ο φίλος μας ο Κυριάκος, που παρεπιδημούσε τούτες τις μέρες στην Πάτρα, έρχεται να μας συναντήσει, στο Γεωργίτσι.
Ξεκινάμε όλοι να γνωρίσουμε τον τόπο. Και πρώτα απ’ όλα το διπλανό Δημοτικό Σχολείο, Το κτίριο έχει διαστάσεις εντυπωσιακές με τοιχοποιΐα εξαιρετική. Εκπληκτικό είναι και το ρολόϊ στον πανύψηλο πύργο που θυμίζει καμπαναριό. Το Σχολείο οικοδομήθηκε το 1933, «Δαπάναις του εν Αμερική Φιλεκπαιδευτικού Συνδέσμου Γεωργιτσιάνων Ο ΣΩΚΡΑΤΗΣ» Έρημο πια και σιωπηλό θυμίζει την ακμή και την ζωτικότητα μιας άλλης εποχής.
Από την είσοδο του ξενώνα, ένας απότομος τσιμεντόδρομος μας οδηγεί μετά από 40 μέτρα, στην κεντρική πλατεία του χωριού. Αιωνόβιο πλατάνι, μαρμάρινο Ηρώο Πεσόντων, ένα ταβερνάκι και η ωραία, λιθόκτιστη εκκλησία του Αγίου Αθανασίου.
Λιθόστρωτο δρομάκι ανηφορίζει προς την πάνω γειτονιά.
Πολύ γρήγορα συναντάμε το μικροσκοπικό Οινοπαντοπωλείο «Ο ΣΩΚΡΑΤΗΣ». Πρωτάνοιξε το 1923 από τον Κώστα Σκρουμπέλο, πεθερό του σημερινού ιδιοκτήτη Αθανάσιου Δήμου.
Γλυκύτατος ο κυρ-Θανάσης, μας υποδέχεται με εγκαρδιότητα και θέρμη, σαν να ‘μαστε φίλοι από παλιά.
Ρίχνουμε μια γρήγορη ματιά στον χώρο του μαγαζιού. Είναι τόσο περιορισμένος, ώστε καθετί που υπάρχει είναι αναγκαστικά μικρό: η ξυλόσομπα στο κέντρο, ο νιπτήρας με τη βρυσούλα, το μοναδικό παραθύρι στο τέλος του διαδρόμου, τα ραφάκια στους τοίχους. Αυτά τα ραφάκια είναι μαγικά, χωράνε πάνω τους τα πάντα. Ό,τι δεν χωράει στα ράφια είναι κρεμασμένο από καρφιά. Εμπορεύματα και αντικείμενα είναι αναρίθμητα σε ποικιλία και αριθμό. Ωστόσο, η τάξη που επικρατεί μέσα σ’ όλον αυτόν το συνωστισμό είναι μοναδική. Και αποδεικνύει το μεράκι του κυρ-Θανάση, την έμφυτη νοικοκυροσύνη του, την αγάπη για τη δουλειά του. Νιώθουμε ασυναίσθητα μια εκτίμηση και μια εμπιστοσύνη για τον άνθρωπο που από το 1958 –πάνω από μισό αιώνα τώρα- διαφεντεύει το μαγαζί.
–Υπάρχει κάποιο είδος κυρ-Θανάση που να μην τόχεις;
–Χαμογελάει ο 83χρονος ζωηρός και αεικίνητος παντοπώλης.
Έ, συνήθως έχω ό,τι μου ζητήσουν. Ακόμα και κάποια σπάνια υλικά, εδώ τα’ αναζητούν
Μπαίνει η κυρα-Χριστίνα στο μαγαζί. Αυτή είναι μικρή, μόλις 79 ετών.
–Εκείνο το βαρελάκι, πάνω από το νιπτήρα, τι έχει μέσα;
-Ά, καλά που μου το θύμισες.
Βρίσκει δύο ποτηράκια ο μαγαζάτορας, ανοίγει την κάνουλα και τα γεμίζει ως τη μέση. Στο χρώμα του κρεμμυδότσουφλου το υγρό, θυμίζει παλιό κονιάκ.
–Πιείτε να καταλάβετε τι σημαίνει απόσταγμα παλιό.
Πλούσια γεύση, άρωμα ευγενικό και υψηλός αλκοολικός βαθμός. Ό,τι πρέπει πρωί-πρωί για να ξεχάσουμε κάθε περιήγηση στο χωριό.
–Ποιό είναι, κυρ-Θανάση, το πιο παλιό αντικείμενο εδώ μέσα;
Σκέφτεται λίγο, ύστερα πάει σ’ ένα καρφάκι και ξεκρεμάει έναν παμπάλαιο ξύλινο, χειροποίητο διαβήτη, ένα «κουμπάσσο», φτιαγμένο από τα χέρια του πεθερού του.
–Κι αυτό εδώ το τενεκεδάκι, τι είναι; ρωτάει η Άννα
–Ά, αυτό είναι λυχναράκι λαδιού, δικής μου κατασκευής, φτιαγμένο κουτιά ΝΟΥΝΟΥ LIGHT
–Και πόσο κάνει; Ξαναρωτάει η Άννα
–Σου άρεσε; Στο χαρίζω, λέει ο κυρ-Θανάσης κι αμέσως το ξεκρεμάει απ’ το καρφί του
–Χίλια ευχαριστώ, μα αν κάποιος θέλει να τ’ αγοράσει, πόσο το πουλάς;
–Ενάμισι ευρώ απαντάει επιφυλακτικά. Είναι ακριβό;
Βάζουμε τα γέλια.
–Εγώ θα γράψω, πως κάνει τρία ευρώ κυρ-Θανάση, του λέω
–Μη, σε παρακαλώ. Θα το θεωρήσουν αισχροκέρδεια.
–Μα τι λες; Είναι πρωτότυπο, πανέμορφο και την έχει τη δουλειά του.
–Καλά, λοιπόν, μ’ έπεισες. Γράψε δύο τουλάχιστον. Παίρνει να θυμάται ο φίλος μας τα παλιά. Όταν φτάνει στο 1944 σκοτεινιάζει. Τότε, στις 11 Ιουνίου, έβαλαν φωτιά στο χωριό οι Γερμανοί.
–Υπάρχουν, κυρ-Θανάση, πιο ηλικιωμένοι από σένα στο χωριό;
–Και βέβαια. Πρώτος και καλύτερος ο μπατζανάκης μου, ο Δήμος. Όπου να ‘ναι πλησιάζει τα 100
–Αλήθεια; Υπάρχει πιθανότητα να τον δούμε;
–Θα το μάθουμε αμέσως.
Σχηματίζει στο τηλέφωνο έναν αριθμό, μιλάει για λίγο, εξηγεί ποιοι είμαστε και μετά λέει: «Το αίτημά σας έγινε δεκτό». Το μεσημεράκι σας περιμένει. Αποχαιρετιόμαστε θερμά. Πολύ δύσκολο να ξεχαστεί ένας άνθρωπος σαν αυτόν.
Στο δρόμο για την πάνω γειτονιά περνάμε πλάι από το παλιό, μισοερειπωμένο Δημοτικό. Πολύ γρήγορα φτάνουμε στον μεγαλόπρεπο ναό της Υπαπαντής με το επιβλητικό καμπαναριό. Παραδίπλα καφενεδάκι και μια μικροσκοπική πλατειούλα με κορυφαία θέα παντού. Ακριβώς απέναντί της το πετρόχτιστο, τριώροφο αρχοντικό Πετράκη, χτισμένο το 1905.
Για μερικές ώρες περιηγούμαστε τις κοντινές εξοχές. Στην υπέροχη περιοχή Παρασχέϊκα, πίνουμε νερό από την βρύση Παράσχη. Συναντάμε ακόμη το Μνημείο Αεροπόρων, τα εκκλησάκια Προφητηλία, Αη-Γιώργη, της Αγίας-Μαρίνας, και Αη-Δημήτρη.
–Λέω να πάμε μια βόλτα στον Αγίο Παντελεήμονα, λέει ο Γιάννης. Ο τόπος εκεί πάνω είναι εκπληκτικός ,με θέα μοναδική.
Παίρνουμε τον ορεινό ασφαλτόδρομο για Καλαμάτα. Κλειστές στροφές, υψόμετρο λίγα χιλιόμετρα μετά, συναντάμε τα πρώτα χιόνια.
–Πιο πάνω θα ‘χουμε πρόβλημα, λέει με βεβαιότητα ο Γιάννης.
-Μην ανησυχείς, το JIMNY πάει παντού.
Συνεχίζω αμέριμνος, μερικά λεπτά όμως μετά τον δρόμο καλύπτει παχύ στρώμα λιωμένου χιονιού. Παρά την αργή τετρακίνηση το ελαφρύ τζαπάκι, βρίσκει με το κάτω μέρος στο χιόνι και αρνείται να συνεχίσει. Το υψόμετρο είναι 1350 μέτρα. Το τοπίο του Αγίου Παντελεήμονα μένει στην φαντασία μας.
Μεσημεράκι βρίσκουμε το σπίτι του Δημοσθένη Τσερωτά στην βόρεια έξοδο του χωριού. Εδώ επιβάλλεται με την παρουσία του ένα μαχητικό αεροσκάφος F-104 κατασκευασμένο με απόλυτη πιστότητα από το ΓΕΑ για το Γεωργίτσι. Είναι ελάχιστη ένδειξη τιμής και ευγνωμοσύνης στους υπέρ πατρίδος πεσόντες αεροπόρους, 5 συνολικά, από τους πολλούς που ανέδειξε το χωριό.
Ο μπάρμπα-Δήμος Τσερωτάς , μας υποδέχεται στην πολυθρόνα του, προσανατολισμένη προς το χωριό. Με πρόσωπο λιπόσαρκο και μέλη αδυνατισμένα, υποστηρίζει τις μετακινήσεις του με σιδερένια περπατούρα. Η άρθρωσή του ωστόσο, είναι καθαρή και η επικοινωνία μαζί του –εκτός από ένα μικροπρόβλημα ακοής- καλή. Δεν πρέπει, βέβαια, να ξεχνάμε, ότι τον ερχόμενο Ιούνη, κλείνει τα 99 και μπαίνει στα 100. Για τον μπάρμπα-Δήμο, λοιπόν η ευχή «να τα κατοστήσεις» δεν μπορεί να θεωρηθεί τόσο ευπρόσδεκτη, όπως θα ήταν για τους περισσότερους ανθρώπους.
37 χρόνια ταχυδρομικός υπάλληλος τιμήθηκε την 1η Μαΐου του 2012 από την πολιτεία για την μακρά και ευδόκιμη θητεία τους στην υπηρεσία. Εδώ και 41 βέβαια χρόνια είναι συνταξιούχος. Σπανιώτατο, μα την αλήθεια, μοντέλο ασφαλισμένου, ελάχιστα δημοφιλές από οποιοδήποτε ασφαλιστικό οργανισμό, όπου γης.
–Κάπνισες ποτέ στη ζωή σου μπάρμπα-Δήμο.
–Όχι, ποτέ. Και έπινα με μέτρο κρασάκι και τσιπουράκι. Τέτοιο τσιπουράκι βγαίνει με το καζάνι μου εδώ στο χωριό, στην «Γιορτή των Αεροπόρων».
Είναι πολύ ωραίο το έθιμο που έχει επικρατήσει κάθε Οκτώβρη στο Γεωργίτσι. Στην υπέροχη τοποθεσία «Καρβουνόρρεμα», στην είσοδο του χωριού, αποδίδονται τιμές στους πεσόντες αεροπόρους. Με προσφορές ντόπιων και ξένων γίνεται μεγάλο πανηγύρι.
Τότε μεταφέρεται εκεί το καζάνι του μπάρμπα-Δήμου, ξεσφραγίζεται με άδεια 24 ωρών από το Τελωνείο Γυθείου, βγάζει το τσίπουρο και μετά επιστρέφει στη θέση του
–Δηλαδή, τώρα που βρίσκεται το καζάνι;
–Κάτω, στην αποθήκη.
Σηκώνεται με δυσκολία και με ακόμη μεγαλύτερη προσπάθεια προωθείται προς την πόρτα. Αναλογίζομαι με τρόμο τα 20 περίπου σκαλοπάτια που μεσολαβούν ως την αποθήκη, στο ισόγειο του σπιτιού. Του αναφέρω τις επιφυλάξεις μου αλλά είναι ανένδοτος, κάνει σαν να μην άκουσε, Πάνω από ένα 10λεπτο προσπαθώ να τον μεταπείσω. Αποδεικνύεται ιδιαίτερα πεισματάρης. Μόνον μετά την αποτελεσματική μεσολάβηση του ανηψιού του, του Ηλία συγκατατίθεται να πάμε, χωρίς τον ίδιο στο καζάνι. Και μόνον αφού τον ξαναβλέπω βυθισμένο στην πολυθρόνα του, με την επιτήρηση της κυρίας που τον προσέχει, ηρεμώ.
Ο άμβυκας είναι παλαιότατος, από τα χρόνια του Καποδίστρια, έχει δηλώσει ο μπάρμπα-Δήμος. Το σχήμα είναι παραδοσιακό, πανέμορφο, κατασκευασμένο από ατόφιο χαλκό στη Θουρία της Μεσσηνίας. Διατηρείται ακόμη, χτυπημένος στο μέταλλο, ο αποκλειστικός αριθμός κατασκευής του:31108
ΓΙΑ ΛΙΓΟ ΣΤΗΝ ΑΓΟΡΙΑΝΗ
Βγαίνουμε ΒΔ από το Γεωργίτσι με κατεύθυνση προς την Αγόριανη. Αμέσως έξω από το Γεωργίτσι συναντάμε το θαυμάσιο αυτοφυές καστανόδασος, με πολλές αιωνόβιες καστανιές. Σε απόσταση 3 χλμ. από το Γεωργίτσι η Αγόριανη είναι χτισμένη αμφιθεατρικά, με μέσο υψόμετρο 750 μέτρων. Είναι ωραίο και μεγάλο χωριό, με όμοια οικιστικά χαρακτηριστικά με το Γεωργίτσι: πελεκητή πέτρα και τοξάκια στα παράθυρα και στις πόρτες.
Πριν από την πλατεία του Πανάγου Μανίνου με την εκπληκτική πέτρινη βρύση του 1901, παίρνουμε τον στενό δρομίσκο προς Άγιο Κωνσταντίνο, στο ανατολικό τμήμα του χωριού. Μονοκατοικίες με αυλές, χαλαρός οικοδομικός ιστός, πολύ χορτάρι, θαυμάσιο παλιό πέτρινο σχολείο.
Κόσμημα της περιοχής είναι η μεγαλόπρεπη εκκλησία της Κοίμησης Θεοτόκου, που άρχισε να οικοδομείται το 1924 για να εγκαινιαστεί τελικά το 1958. Η τοιχοποιΐα, με πελεκητή πέτρα, είναι πραγματική εντυπωσιακή και παραπέμπει σε Λαγκαδιανούς μαστόρους, σύμφωνα με τη διάγνωση του οικοδεσπότη μας και εργολάβου Γιάννη Παύλου.
ΛΟΓΚΑΝΙΚΟΣ
Ι.ΜΟΝΗ ΑΜΠΕΛΑΚΙΟΥ
Σε απόσταση 4,5 χλμ. ΒΔ της Αγόριανης συναντάμε τον Λογκανίκο, κτισμένο με έντονη αμφιθεατρικότητα στους πρόποδες της Τούρλας. Κι εδώ είναι όμοια τα οικιστικά χαρακτηριστικά, με σύγχρονα και αρκετά παλιά πετρόχτιστα, εντυπωσιακής αρχιτεκτονικής. Μακάρι να ήταν έτσι, τα σπίτια και των τριών χωριών. Θα συνέθεταν έναν συνολικό ορεινό προορισμό μοναδικό
Ψηλά δεσπόζει μια απότομη λοφοκορφή. Είναι η απόληξη του ερειπωμένου Βυζαντινού κάστρου του Λογκανίκου. Θα το επισκεφτούμε αργότερα. Προς το παρόν συνεχίζουμε για την Ι.Μονή Αμπελακίου. Έξω από την Μονή αφήνουμε το αυτοκίνητο και ανηφορίζουμε λίγο με τα πόδια. Μπροστά μας ένα βραχώδες κατάφυτο φαράγγι, που σχηματίζεται από το ρέμα Αμπελάκια. Το συνολικό τοπίο είναι εντυπωσιακό. Απέναντι, χτισμένος στην κορφή απότομου βράχου είναι ο Ναός της Ανάληψης. Η θέα από εδώ είναι απεριόριστη.
Η μέγιστη, ωστόσο, έκπληξη οφείλεται στην παρουσία των ναών της Κοίμησης Θεοτόκου, Αγίου Νεκταρίου και Αγίου Σάββα, που είναι χτισμένοι στα ριζά και στα έγκατα των θεόρατων βράχων του φαραγγιού. Η Κοίμηση της Θεοτόκου, ιδιαίτερα, είναι χτισμένη από το 1882 μέσα στον βράχο, η δε εικόνα της Παναγίας «Μακελλαρίτισσας» θεωρείται πολλαπλώς θαυματουργή.
ΣΤΟ ΒΥΖΑΝΤΙΝΟ ΚΑΣΤΡΟ ΤΟΥ ΛΟΓΚΑΝΙΚΟΥ
Επιστρέφοντας στον Λογκανίκο, βρίσκουμε στον κεντρικό δρόμο την ανηφορική διακλάδωση προς το κάστρο. Πολύ γρήγορα συνεχίζουμε σε στενό λιθόστρωτο μονοπάτι. Είναι στέρεο και καλοφτιαγμένο, με ήπιες κλίσεις ανάμεσα σε πυκνή βλάστηση από κουμαριές, κέδρα, πουρνάρια και σφενδάμια. Ήδη στις πλαγιές του απότομου λόφου, διαγράφονται οι κτιριακοί όγκοι τριών ξωκκλησιών ενός σύγχρονου και δύο παλαιότερων. Τα παλαιότερα είναι κατά σειρά του Αγίου Δημητρίου και της Κοίμησης Θεοτόκου. Ένα 10λεπτο μετά την αναχώρησή μας μάς περιμένει μια έκπληξη. Στο αριστερό πλάι του λιθόστρωτου και κάτω από έναν βράχο προβάλλει ένα κυκλοτερές κτίσμα με διάμετρο δύο και βάθος τουλάχιστον τριών μέτρων. Η εξαίρετη τοιχοποιΐα αποτελείται από τουβλάκια συμπαγή, πάνω στα οποία διακρίνονται υπολείμματα υδραυλικού κονιάματος. Τα κατασκευαστικά χαρακτηριστικά αλλά και η θέση του κτίσματος μας δίνει την δυνατότητα να υποθέσουμε, ότι πρόκειται μάλλον για μια «κινστέρνα» (2) πιθανότατα βυζαντινή.
Δύο λεπτά μετά το λιθόστρωτο τερματίζει δίπλα στο εκκλησάκι της Κοίμησης .
Το εκκλησάκι είναι κυριολεκτικά ενσωματωμένο πάνω στο βράχο με όλα τα χαρακτηριστικά της βυζαντινής ναοδομίας.
Κι ενώ έχουμε καλομάθει στο εξαιρετικά βατό και ευχάριστο λιθόστρωτο μονοπάτι, ξαφνικά μετά τον ναΐσκο, αρχίζει ένα χωμάτινο μονοπάτι πολύ ανηφορικό, μέσα σε βλάστηση πυκνή. Όσο ανηφορίζουμε, γίνεται όλο και πιο δύσβατο. Η σήμανση απουσιάζει ή είναι υποτυπώδης.
Ένα περίπου 10λεπτο μετά συναντάμε πιθανότατα το πρωτείχισμα του κάστρου με χαμηλό ύψος, αρκετό πάχος και μήκος απροσδιόριστο. Ήδη διαγράφεται μπροστά μας η απόκρημνη κορυφή. Μ’ ένα απλό σκαρφάλωμα, που δεν συνιστάται όμως σε όσους πάσχουν από «ακροφοβία» (3), φτάνουμε στο υψηλότερο σημείο του κάστρου, σε υψόμετρο 985 μέτρων. Έχοντας ξεκινήσει από τα 775 μέτρα, σε 35 σχεδόν λεπτά έχουμε καλύψει μια υψομετρική διαφορά 210 μέτρων
Η κορυφή του κάστρου δεν είναι παρά ένα επίπεδο παραλληλόγραμμο με μήκος 15 περίπου μέτρων και πολύ μικρό πλάτος, που με το πάχος της οχύρωσης δεν ξεπερνάει τα 4 μέτρα. Σώζονται υπολείμματα ισχυρής τοιχοποιΐας με αργολιθοδομή, συνδετικό κονίαμα και ενδιάμεσα κεραμίδια. Ο γκρεμός ολόγυρα είναι φοβερός και απρόσιτος εντελώς. Περιμετρικά η θέα είναι απεριόριστη, ενώ περίφημη είναι η κάτοψη του Λογκανίκου. Με την Άννα και τον Κυριάκο χαρίζουμε στους εαυτούς μας μερικά λεπτά ηρεμίας και ρεμβασμού. Ύστερα εγκαταλείπουμε την βυζαντινή αετοφωλιά και επιστρέφουμε στο χωριό.
ΠΕΣΤΡΟΦΕΣ, ΟΞΥΡΡΥΓΧΟΙ, ΣΟΛΟΜΟΙ
Έξι χρόνια πριν είχαμε γνωρίσει την G-fish, την μονάδα παραγωγής, συσκευασίας και καπνίσματος ψαριών του Γιάννη Γεροντίδη στο κοντινό Καστόρι. Βρίσκουμε τον καλό μας φίλο στη δεξαμενή των οξύρρυγχων. Θαυμάζουμε την νωχελική, αριστοκρατική κίνηση των εντυπωσιακών αυτών ψαριών, που με τους τρόπους που αξιοποιεί το κρέας τους ο Γιάννης, αναδεικνύονται σε αξεπέραστη λιχουδιά.
Στις διπλανές δεξαμενές συνωστίζονται αμέτρητες πέστροφες, μεγάλες και μικρές.
–Οι σολομοί που είναι; ρωτάμε τον Γιάννη
–Στο εκκολαπτήριο, στο ισόγειο. Τους παρακολουθεί η αδελφή μου η Αρετή.
Αναρίθμητοι μικροσκοπικοί σολομοί ηλικίας ενός εώς δύο μηνών, κάνουν τις πρώτες κολυμβητικές τους κινήσεις στις ειδικές δεξαμενές. Θα χρειαστούν τουλάχιστον ένα χρόνο, ώσπου να φτάσουν σε μέγεθος αξιοποιήσιμο, συσκευασμένοι ή νωποί. Παραδίπλα είναι ο φούρνος καπνίσματος, με ξύλο οξυάς που χαρίζει στους καπνιστούς σολομούς, πέστροφες και οξύρρυγχους αυτό το τόσο ιδιαίτερο λεπτό άρωμα και γεύση.
Βράδυ στο «Μπαλκόνι του Ταϋγέτου». Στην αίθουσα εστίασης όλα τα φώτα είναι αναμμένα. Έρχεται ο Γιάννης Γεροντίδης με τον γεωλόγο Νίκο Βουλουμάνο. Μαζί του φέρνει μια ποικιλία από προϊόντα της G-fish, καπνιστό σολομό και οξύρρυγχο, σουβλάκι οξύρρυγχου, πέστροφα μαριναρισμένη και καπνιστή. Η γευστική εμπειρία είναι μοναδική και μάλλον δύσκολο να περιγραφεί.
Κι ενώ είμαστε προετοιμασμένοι -ψυχολογικά τουλάχιστον- ν’ αποσυρθούμε στο σαλόνι, προβάλλουν από τα άδυτα της κουζίνας η Νατάσα και η γυναίκα του Γιάννη, η Κική.
–Μετά τα ορεκτικά είναι ώρα για το κυρίως γεύμα, λένε και απιθώνουν στο τραπέζι τις γαστρονομικές τους δημιουργίες: χοιρινό με ντόπια κάστανα και στιφάδο αγριογούρουνο.
Ξεχάσαμε και τις εγκράτειες και τις δίαιτες. Θεωρήσαμε ανεπίτρεπτο και καθόλου ευγενικό να μην τιμήσουμε την έξοχη μαγειρική των δύο κυριών.
ΑΓΙΟΣ ΠΑΝΤΕΛΕΗΜΟΝΑΣ
Η ΜΑΓΕΙΑ ΤΟΥ ΧΙΟΝΙΟΥ
Οι ρόδινες ανταύγειες στη μεριά της Ανατολής προοιωνίζονται μια μέρα λαμπρή σαν τη χθεσινή. Η εξέλιξη, ωστόσο, διαψεύδει τις προβλέψεις. Αρκούν μερικά μόλις λεπτά για να εξαφανιστούν από το οπτικό μας πεδίο τα πάντα: ο ορίζοντας, ο Πάρνωνας, ο ουρανός, ακόμα και τα κοντινά σπίτια του χωριού. Η ομίχλη είναι αδιαπέραστη, διόλου ευνοϊκή για τις περιηγητικές και φωτογραφικές προοπτικές του πρωϊνού.
–Μην απογοητεύεστε και μην θεωρείτε τίποτε δεδομένο εδώ πάνω, προσπαθεί να μας παρηγορήσει ο Γιάννης. Ο καιρός μεταβάλλεται από λεπτό σε λεπτό. Μπορεί κάλλιστα από εχθρικός να γίνει φιλικός κι έτσι να συνεχίζει ν’ αλλάζει σ’ όλη τη διάρκεια της ημέρας.
Δυστυχώς οι προβλέψεις του Γιάννη αποδεικνύονται υπερβολικά αισιόδοξες. Ο ουρανός κλείνει από παντού.
– Ο Άγιος Παντελεήμονας θα μείνει επιθυμία ανεκπλήρωτη, λέω στην Άννα
–Ας ξεκινήσουμε λίγο το μονοπάτι. Και, ανάλογα με τις εξελίξεις, αποφασίζουμε για την συνέχεια.
Κατευθυνόμαστε προς Καλαμάτα και λίγο πιο πάνω, συναντάμε δεξιά τον δασικό δρόμο προς την Ανάληψη. Ένα ακριβώς χιλιόμετρο μετά, βρίσκουμε το χαρακτηριστικό σημάδι του μονοπατιού προς Άγιο Παντελεήμονα: κόκκινος κύκλος σε λευκό τετράγωνο πλαίσιο. Το υψόμετρο είναι ακριβώς 1.165 μέτρα.
11:30 Χωρίς ομίχλη ξεκινάμε μέσα στο δάσος το μονοπάτι. Το έδαφος είναι μαλακό και το βάδισμα ευχάριστο. Κάτω από τα πυκνά έλατα και πεύκα επικρατεί βαθιά σκιά. Που και πού προβάλλουν αραιές συγκεντρώσεις χιονιού. Η σήμανση είναι εξαιρετική.
11:45’ Φτάνουμε σε ξέφωτο, στα 1.200 μέτρα. Στα Ν-ΝΔ, πάνω από το στρώμα της ομίχλης, αποκαλύπτονται χιονόλευκες κορυφές του Ταΰγετου. Ο ήλιος είναι ευχάριστα ζεστός. Όλα, προς το παρόν, εξελίσσονται ευνοϊκά.
11:55’ Οι σποραδικές «χιονούρες» δίνουν τη θέση τους σε μόνιμη παρουσία χιονιού στο μονοπάτι. Το μπατόν μου βυθίζεται τουλάχιστον 20 εκατοστά. Σταδιακά τα βήματά μας γίνονται δυσκολότερα. Απάτητο το χιόνι, με παλιά ίχνη αγριογούρουνων, που μερικές μέρες πριν, έχουν κι αυτά ακολουθήσει το μονοπάτι. Το υψόμετρο έχει ανέβει στα 1.340 μέτρα.
Η συνύπαρξη με το χιόνι γίνεται προβληματική, το ύψος του χιονιού πλησιάζει το μισό μέτρο. Το πιο δυσάρεστο είναι, ότι εξαιτίας των υψηλών θερμοκρασιών, το χιόνι είναι μισολιωμένο και δεν μπορεί να συγκρατήσει τα βήματά μας, που βυθίζονται βαθειά. Αυτό δυσχεραίνει τις κινήσεις , αυξάνει την κούραση και διαταράσσει τον ρυθμό του βηματισμού.
Αρχίζουμε να σκεφτόμαστε σοβαρά μήπως πρέπει να εγκαταλείψουμε το εγχείρημα. Ο λεπτομερής μας χάρτης μάς δείχνει ότι αργότερα , ένα σημαντικό τμήμα της διαδρομής, θα κινείται σε κορυφογραμμή με υψόμετρο από 1500 ως 1600 μέτρα. Αν εδώ, στα 1350 μέτρα βρίσκουμε τόσο χιόνι, τι θα συναντήσουμε πιο πάνω;
Μελετώντας τον χάρτη διαπιστώνουμε ότι δεν είμαστε μακρυά από την «Πηγή του Μαλεβού». Ξαναρχίζουμε λοιπόν.
12:25 Μια σχεδόν ώρα μετά την αναχώρησή μας ακούμε το κελάρυσμα της κρυστάλλινης ροής της πηγής. Έξοχο κτίσιμο, με πέτρα και πεζουλάκι. Σε άλλες θερμότερες εποχές, οι στιγμές χαλάρωσης εδώ θα είναι μοναδικές. Μια δεύτερη ματιά στο χάρτη μάς γεμίζει με αισιοδοξία. Το σημείο της διασταύρωσης με το μονοπάτι που έρχεται από τα βόρεια, ξεκινώντας από τον Λογκανίκο, δεν είναι μακρυά. Ωστόσο, η μικρή αυτή απόσταση στο χάρτη, μάς στοιχίζει μισή ώρα ακριβώς. Ήταν η δυσκολότερη -μέχρι τώρα- διαδρομή. Ζόρικος ανήφορος, χοντρά πεσμένα κλαδιά, σημεία με κρυμμένους βράχους πολύ ολισθηρά και βέβαια άφθονο χιόνι, που ήδη ξεπερνούσε το ένα μέτρο. Και επέμενε σαδιστικά να υποχωρεί με απίστευτη ευκολία στα βήματά μας. Και φυσικά να εισχωρεί –από πάνω- στα άρβυλά μας και να μουσκεύει ακόμη περισσότερο τα πόδια μέσα στις κάλτσες. Σωτήριες βέβαια για την Άννα οι γκέτες που είχε προνοήσει να φορέσει το πρωί. Μάλλον είχε μαντέψει τι μας περίμενε. Ίσως βέβαια όχι σε όλη του την έκταση.
13:00 Μιάμιση ακριβώς ώρα μετά τη αναχώρησή μας βρισκόμαστε στον αυχένα, στο σημείο τομής των δύο μονοπατιών. Το αλτίμετρο δείχνει υψόμετρο 1.465 μέτρων. Ένας ψηλός μεταλλικός ιστός με προσαρμοσμένες πάνω του τέσσερις –μεταλλικές επίσης- πινακίδες, μας ενημερώνει για όλους τους προορισμούς των μονοπατιών, σημειώνοντας επιπλέον τους αντίστοιχους χρόνους των διαδρομών. Ο δικός μας προορισμός, ο Άγιος Παντελεήμονας, αν και βρίσκεται σε σημαντική απόσταση, απέχει κατά την πινακίδα μόνον μισή ώρα!
13:23’ Αναχωρούμε με ύψος χιονιού στους 70 περίπου πόντους. Η κορυφογραμμή του Μαλεβού μας επιφυλάσσει τοπία εκπληκτικά, με έλατα, εξαιρετική ατμοσφαιρική διαύγεια, σύννεφα θεαματικά σε καταγάλανο ουρανό. Το χιόνι, επίσης, εξαιτίας των χαμηλότερων θερμοκρασιιών δεν υποχωρεί τόσο πολύ.
Για ένα τέταρτο βαδίζουμε εύκολα και γρήγορα, ακολουθώντας το νέο σημάδι, με το κίτρινο τρίγωνο. Και τότε ξαφνικά, η μισή Άννα χάνεται στο χιόνι. Οι περιπέτειες ξαναρχίζουν, ευτυχώς σε έδαφος ελαφρά ανηφορικό.
14:35’ Το αλτίμετρο δείχνει υψόμετρο 1.610 μέτρα. Φυσάει αέρας δυνατός και παγερός στην κορυφή του Μαλεβού. Πατάμε όμως επιτέλους, μετά από τόσες ώρες, μερικά τετραγωνικά ξερού εδάφους, χώματος και πέτρας. Ουδέποτε το χώμα ήταν τόσο πολύ επιθυμητό. Δίπλα είναι πεσμένο ένα κυλινδρικό κολωνάκι της Γ.Υ.Σ Μακρυά, στα νότια, αντικρύζουμε για πρώτη φορά την Πυραμίδα του Ταΰγετου την θρυλική κορυφή του Αη-Λιά.
14:55’ Φτάνουμε σε δεύτερη, ελαφρά ψηλότερη κορυφή. Εδώ το κολωνάκι της Γ.Υ.Σ είναι όρθιο και τετράγωνο.
15:05’ Περνάμε κάτω από τις κεραίες κινητής τηλεφωνίας.
15:20’ Μπροστά μας το πέτρινο πυροφυλάκιο με εκπληκτική θέα στις κορυφές του Πάρνωνα και Ταΰγετου.
Ακριβώς από κάτω, βρίσκεται το κυκλωμένο από παχύ χιόνι εκκλησάκι του Αγίου Παντελεήμονα. Ο χρόνος της μισής ώρας που ανέφερε η πινακίδα επεκτάθηκε στις δύο ώρες. Ανεξάρτητα από την όποια επιβάρυνση εξαιτίας τους χιονιού, η απόκλιση είναι πολύ μεγάλη και δεν δικαιολογείται.
Απολαμβάνουμε την θέα. Είναι εκπληκτική. Απολαμβάνουμε τη γαλήνη. Είναι μοναδική. Απολαμβάνουμε τέλος και την ολοκλήρωση του σκοπού μας. Την θεωρούμε σημαντική.
15:35’ Αρχίζει η κατάβαση από δασικό δρόμο, βυθισμένο σε λιωμένο χιόνι και λάσπη. Γλιστράμε φοβερά.
16:00 Φτάνουμε στην άσφαλτο, μπροστά στο Μνημείο των 7 εκτελεσθέντων από τους Γερμανούς στις 30.1.1944. Συνεχίζουμε σε κατηφορική άσφαλτο, χιονισμένη και ολισθηρή.
16:20’ Είμαστε στο χαρακτηριστικό σημείο του «Σταυρού»
16:45’ Επιτέλους οδόστρωμα στεγνό, απαλλαγμένο από χιόνια.
17:30’ Έξι ακριβώς ώρες μετά την πρωινή αναχώρησή μας αντικρύζουμε το αυτοκίνητο. Επιστρέφουμε στο Γεωργίτσι. Ο Άγιος Παντελεήμονας έχει χαραχτεί ανεξίτηλα στη μνήμη
Το βράδυ μια εξαίσια ευωδιά πλανιέται στο εσωτερικό του ξενώνα. Από την οσφρητική μου εμπειρία συνάγω, ότι μόνον καλοψημένη πίττα μπορεί να αναδίδει τέτοια ευωδιά. Τι πίττα όμως; Αυτό ήταν αδύνατον να προσδιορίσω.
–Λίγη υπομονή, λέει και συντηρεί το μυστήριο η Κική
Λίγο αργότερα, ανακοινώνει με επισημότητα ο Γιάννης: «Πρωταγωνιστής στο αποψινό δείπνο θα είναι ένα προϊόν που δεν έχει τη θέση που του αξίζει στην ελληνική γαστρονομία. Είναι η παρεξηγημένη κολοκύθα. Εμείς σκεφτήκαμε με κάποιους τρόπους να την τιμήσουμε.
Και μ’ αυτά τα λόγια φέρνει από την κουζίνα ένα μεγάλο ταψί με μια ροδοψημένη κολοκυθόπιττα. Η Κική, δίπλα του, κρατάει ένα δεύτερο ταψί. Μανιταρόπιτα, με άγρα μανιτάρια.
Μας τυλίγουν οι γαργαλιστικές οσμές. Κι ενώ αδημονούμε να δοκιμάσουμε τις πίττες, κάνει την εμφάνισή της μια μεγάλη κατσαρόλα. Περιέχει ένα παχύρρευστο υγρό, με θαυμάσιο χρώμα πορτοκαλί. Είναι σούπα βελουτέ κολοκύθας!
Αμέσως μετά, τόσο η Άννα όσο κι εγώ δηλώνουμε, ότι είναι μια από νοστιμότερες σούπες που έχουμε δοκιμάσει ποτέ!
Το ίδιο δηλώνουμε και για τις δύο εκπληκτικές πίττες, που ακολουθούν.
Οι εκπλήξεις, ωστόσο δεν έχουν τελειώσει ακόμη. Το δείπνο περιλαμβάνει κι άλλη κολοκύθα. Ολόκληρη όμως τούτη τη φορά. Και μάλιστα τυλιγμένη σε αλουμινόχαρτο και ψημένη στο φούρνο.
Ανοίγει ο Γιάννης στο πάνω τμήμα της το καπάκι και αποκαλύπτεται το ευωδιαστό εσωτερικό, γεμάτο με ζουμερά κομμάτια κρέατος μοσχαριού. Που με την σάλτσα του και την ψημένη σάρκα της κολοκύθας, συνθέτουν ένα έδεσμα πρωτοποριακό και μοναδικό. Που μας υποχρεώνει ν’ αναθεωρήσουμε τελείως τις απόψεις μας για την ταπεινή και παραμελημένη κολοκύθα.
ΑΝΑΚΑΛΥΨΕΙΣ ΤΕΛΕΥΤΑΙΑΣ ΣΤΙΓΜΗΣ
Σε απόσταση 3 χλμ. από την Αγόριανη προς τον Λογκανίκο, παρακινημένοι από την έμφυτη περιέργειά μας κατηφορίζουμε έναν χωματόδρομο, σχετικά καλό. Συναντάμε αρχικά το εκκλησάκι της Αγίας Μαρίνας και λίγο πιο κάτω της Αγίας Τριάδας, στη σκιά ενός πελώριου πουρναριού. Η θέση είναι υπέροχη.
Ψηλότερα, στις απότομες καταπτώσεις του Βόρειου Ταϋγετου, σχηματίζεται ένα αβυσσαλέο φαράγγι, κάτω από θεόρατο βράχο. Αθέατο στο χάσμα του φαραγγιού κυλάει το βουερό ρέμα του Κοτιτσάνη. Απέναντι, στα ΒΔ αστράφτουν τα σπίτια του Λογκανίκου. Χαμηλότερα, ανάμεσα στον ελιόφυτο κάμπο, προβάλλει ο οικισμός των Βεργαδαίικων, χτισμένος με ιδιαίτερη γραφικότητα, πάνω σε δύο λοφίσκους αντικρινούς.
–Τι ωραίος τόπος είναι τούτος, αναφωνεί ο Γιάννης
Δεν είχε δει όμως τίποτε ακόμη. Πενήντα περίπου μέτρα πριν απ’ το εκκλησάκι, παίρνουμε με τα πόδια έναν κακοτράχαλο δρομίσκο, που πολύ γρήγορα γίνεται μονοπάτι. Τρία λεπτά μετά φτάνουμε σε τόπο μαγικό, απ’ όπου αναβλύζουν απίστευτες ποσότητες κρυστάλλινου νερού. Είναι η περίφημη «Πηγή Μαρολιά», που α πιο κάτω συναντάει το ρέμα. Πανύψηλα πλατάνια, πυκνή βλάστηση, χειμωνιάτικα λουλούδια και πάνω απ’ όλα, ολοζώντανα νερά δημιουργούν μια τοποθεσία, που δεν θα αρνούνταν για κατοικία τους ούτε οι Δρυάδες οι μυθικές νύμφες των δασών.
-Εδώ θα φέρνω οπωσδήποτε τους επισκέπτες του ξενώνα, λέει ο Γιάννης με απέραντο θαυμασμό.
Με σύντομο ασφαλτόδρομο από τον Λογκανίκο, φτάνουμε στα Βεργαδαίικα, με το πανέμορφο ζωηρό τους ρέμα. Από εδώ ξεκινάει το -ελαφρά κακοτράχαλο μονοπάτι- παράλληλα με το ρέμα, που μερικά λεπτά μετά καταλήγει στην Πηγή της Μαρολιάς.
Είναι οι τελευταίες γοητευτικές και κρυφές εικόνες, που τόσο μεγαλόψυχα μας χαρίζει ο Βόρειος Ταΰγετος.
ΕΥΧΑΡΙΣΤΙΕΣ
Ευχαριστούμε θερμά
-Τον οικοδεσπότη μας Γιάννη Παύλου, που με την επιμονή του μας έφερε από την Θεσσαλονίκη στο Γεωργίτσι για να ζήσουμε τόσες ανεπανάληπτες στιγμές
-Τις κυρίες Κική –σύζυγο του Γιάννη- και Νατάσα, που με την περιποιητικότητα και τις θαυμάσιες γεύσεις τους ομόρφηναν την διαμονή μας.
-Τον καλό μας φίλο Γιάννη Γεροντίδη με τις λαχταριστές γεύσεις των ψαριών της G-fish.
-Τους συμπαθέστατους «έφηβους» του χωριού Θανάση Δήμο και Δημοσθένη Τσερωτά.
-Τον γεωλόγο Νίκο Βουλουμάνο και τον δασολόγο-περιβαλλοντολόγο Παναγιώτη Μαχαίρα για τα στοιχεία που μας απέστειλαν για τον βόρειο Ταΰγετο.
ΑΠΟΣΤΑΣΕΙΣ ΓΕΩΡΓΙΤΣΙΟΥ
-Από Σπάρτη 30χλμ.
-Από Τρίπολη 52χλμ.
-Από Αθήνα 207χλμ.
-Από Θεσσαλονίκη α) μέσω Θηβών: 655χλμ.
Β) μέσω Αθηνών 697χμλ.
ΧΑΡΤΗΣ ΠΕΡΙΟΧΗΣ
ΒΟΡΕΙΟΣ ΤΑΫΓΕΤΟΣ, Εκδόσεις Anavasi 1:50.000
ΠΕΛΟΠΟΝΝΗΣΟΣ Εκδόσεις Terrain 1:200.000
ΛΑΚΩΝΙΑ Εκδόσεις ΟΡΑΜΑ 1:50.000
ΠΑΡΑΠΟΜΠΕΣ
- «η ημέρα υπήρξε αποφράς» για την Αθήνα, απαίσια δηλαδή, που κανένας στο μέλλον δεν θα θέλει να την θυμάται (Μια τέτοια αποφράς ημέρα θεωρείται για τον Ελληνισμό η 29η Μαίου 1453, ημέρα Άλωσης της Πόλης)
- Υπόγεια δεξαμενή βρόχινων νερών.
- Ακροφοβία είναι ο έντονος και παθολογικός φόβος, που καταλαμβάνει ένα άτομο όταν βρίσκεται σε μέρη απόκρημνα, εκτεθειμένα ή σε ύψος από το έδαφος.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Γιάννης Κούτσης, «ΓΕΩΡΓΙΤΣΙ ΤΟ ΠΑΝΕΜΟΡΦΟ» 1993
Γιάννης Κούτσης «ΕΝΑ ΧΩΡΙΟ ΜΙΑ ΙΣΤΟΡΙΑ» 1999