Επιδιώξαμε –αρχικά- να επισκεφθούμε τα απομεινάρια της Αρχαίας Μαντινείας. Τα εντοπίσαμε μισοκρυμμένα στα χόρτα της πεδιάδας, με μπόι πολύ ταπεινότερο απ’ όσο θα δικαιολογούσε η σημασία τους, αρχαιολογική και ιστορική. Απευθυνθήκαμε για τα ερείπια στο Πέδρο Ολάγια (1). Ανταποκρίθηκε με προθυμία στο κάλεσμά μας, μ ‘ένα κείμενο, που περιποιεί τιμή στο περιοδικό μας. Ένα κείμενο ιστορικό, περιγραφικό της σύγχρονης πραγματικότητας και ταυτόχρονα λυρικό.
Η Μαντίνεια δεν υπάρχει πια. Η ερατεινή Μαντίνεια, που παίνεψε ο Όμηρος, αφανίστηκε τους τελευταίους μήνες. Τώρα, στη θέση της, αρχίζει να ανεγείρεται η Αντιγόνεια, μια καινούργια πόλη που φέρει το όνομα εκείνων που κατέστρεψαν την παλιά και σκότωσαν τους πολίτες της.
Η τραγωδία της Μαντίνειας έκανε όλη την Ελλάδα να κλάψει. Ούτε τη φορά που ο Αγησίλαος της Σπάρτης έφραξε τον ποταμό Όφι και πλημμύρισε την πόλη δεν πρέπει να ήταν η κατάσταση τόσο σκληρή για τους Μαντινείς. Τότε, τουλάχιστον γύρισαν στα σπίτια τους ύστερα από μερικά χρόνια· τώρα, οι πιο εξέχοντες πολίτες θανατώθηκαν και οι υπόλοιποι, μαζί με τις γυναίκες και τα παιδιά, πωλούνται για σκλάβοι σε μακεδονικό έδαφος. Οι μακεδονικοί λόχοι του Αντίγονου Δώσωνος και οι στρατιώτες της Αχαϊκής Συμπολιτείας, με επικεφαλής τον στρατηγό Άρατο, λεηλάτησαν την πόλη και τη χάρισαν στους Αργείους, που τώρα στέλνουν εποίκους για να την κατοικήσουν. Ο Άρατος, η μάστιγα των τυράννων, ο θεμελιωτής της Αχαϊκής Συμπολιτείας, ο απελευθερωτής που επέστρεψε στους διωγμένους από τη Σικυώνα και τις Κλεωνές τις πόλεις και τις περιουσίες τους, αυτός που βοήθησε την Αθήνα να αποτινάξει τον μακεδονικό ζυγό και, νέος ακόμα, απομάκρυνε από την ίδια τη Μαντίνεια τον Σπαρτιάτη Άγη, κατέστρεψε την πόλη και επιβλέπει τώρα την ίδρυση μιας νέας στη θέση της.
Ήδη από το ξημέρωμα φτάνουν βοϊδάμαξες από τις οδούς της Κλίμακος και της Πρίνου. Ξένοι σκλάβοι τις ξεφορτώνουν στην περιοχή της αγοράς και μια αχαϊκή φρουρά φροντίζει για την τάξη. Ψηλά, στον λόφο της Πτόλεως, ο Άρατος επιβλέπει τις οδούς από το άλογό του. Θυμάται καλά πώς είχαν τα πράγματα όταν, πριν από τέσσερα χρόνια, κυρίευσε για πρώτη φορά αυτήν την πόλη. Οι Μαντινείς είχαν προδώσει τη Συμπολιτεία και είχαν συμμαχήσει με τη Σπάρτη. Εκείνος πήρε τη Μαντίνεια αιφνιδιάζοντάς τους και τότε διέταξε τους στρατιώτες του να κρατήσουν τα χέρια τους μακριά από κάθε τι ξένο και να σεβαστούν τις περιουσίες και τις ζωές των πολιτών. Δίνοντάς τους καλούς λόγους, έκανε τους Μαντινείς να επιστρέψουν στην ασφάλεια της Αχαϊκής Συμπολιτείας, και ακόμα θυμάται με πόση ευγνωμοσύνη και χαρά εκείνοι οι άνθρωποι υποδέχονταν στα σπίτια τους τους ίδιους στρατιώτες που πριν από ώρες είχαν επιτεθεί ένοπλοι στα τείχη. Μήνες αργότερα, οι ίδιοι οι Μαντινείς ζήτησαν μιαν αχαϊκή φρουρά για να τους προστατεύει σε περίπτωση που η Σπάρτη προχωρούσε σε αντίποινα, και εκείνος οργάνωσε προσωπικά αυτό το τάγμα με τριακόσιους επιστρατευμένους άνδρες, προσθέτοντας για περισσότερη ενίσχυση διακόσιους μισθοφόρους.
Τον περασμένο χρόνο, δίχως να δώσουν εξηγήσεις ούτε ευκαιρία για υποχώρηση, οι Μαντινείς σκότωσαν τους φρουρούς που είχε εγκαταστήσει εκεί ο Άρατος και συμμάχησαν ξανά με τους Σπαρτιάτες. Εκείνοι οι στρατιώτες που ο ίδιος είχε στρατολογήσει στις αχαϊκές πόλεις, εκείνοι οι τριακόσιοι νέοι που άφησαν τα σπίτια και τις οικογένειές τους για να έρθουν να υπερασπιστούν την ελευθερία της Μαντίνειας από μια πιθανή αυθαιρεσία της Σπάρτης, πέθαναν σαν σκυλιά σε αυτό το περιτειχισμένο πλάτωμα. Τώρα, πάνω του, χτίζεται η Αντιγόνεια. Ποιος ξέρει αν έχουν όλα πια τελειώσει.
Απόσπασμα από του βιβλίο «Ελλάδος ελάσσων ιστορία», του Πέδρο Ολάγια (Εκ. Παπαζήση)
Άνωθεν, τα ερείπια της αρχαίας Μαντινείας είναι ένας τεράστιος κύκλος από πέτρες, που τον διασχίζει μια μακρά ευθεία από άσφαλτο. Κάτι σαν παλιό τατουάζ πάνω στο δέρμα μιας πεδιάδας, παλιάς κι αυτής και από σκούρα βουνά περιτριγυρισμένης. Πάνω σε τούτο τον πέτρινο κύκλο, υψώθηκε κάποτε η Μαντίνεια με τους εκατό πύργους, η ανεγερμένη από τους απογόνους του Πελασγού, η πολιορκημένη και κατεστραμμένη από τη Σπάρτη, η ανοικοδομημένη από τη Θήβα, η απελευθερωμένη και υποδουλωμένη από τον Άρατο, η μετατρεμμένη σε Αντιγόνεια από τον Αντίγονο, και πάλι σε Μαντίνεια από τον Αδριανό. Μα τι απομένει σήμερα από όλα τούτα, που να μην είναι μόνο σιωπή πάνω σε μια πεδιάδα;
Ερχόμενος από τον βορρά ή από τον νότο, ο επισκέπτης που φτάνει σε αυτό το μέρος αναγκάζεται να εγκαταλείψει το αυτοκίνητό του σε ένα απρόσμενο σημείο της μακράς αυτής ευθείας από άσφαλτο, δίπλα σε ένα σαθρό περίφραγμα και σε μία λιτή πινακίδα που τον πληροφορεί ότι έχει φτάσει στον αρχαιολογικό χώρο της Μαντινείας. Εκεί, όταν οι πόρτες του οχήματος κλείνουν αντηχεί η μοναξιά του τοπίου. Όσο κι αν τον τραβάει η επιθυμία να ανακαλύψει τις αρχαίες πέτρες, είναι αδύνατον ο νεοαφιχθείς να μην σταθεί έστω και για λίγο στο μοναδικό μνημείο που μοιάζει να έχει μείνει όρθιο πάνω σε τούτο το απόμερο πλάτωμα: η εκκλησία της Αγίας Φωτεινής, ένα πολύ προσωπικό αρχιτεκτονικό σόλο, έργο ενός μυστικιστή των ημερών μας –του Κώστα Παπαθεοδώρου– που θέλησε να ανεγείρει έναν ναό στον συγκρητισμό της ίδιας του της πίστης. Αν δεν το διέψευδε μια προσεκτική παρατήρηση, θα έλεγε κανείς ότι αυτή η ετερόκλητη εκκλησία είναι τα κατάλοιπα της αρχαίας Μαντινείας, που τα έσυρε και τα έκανε αχυρόδεμα ο άνεμος που το χειμώνα σκουπίζει την πεδιάδα…
Αυτή όμως είναι άλλη ιστορία. Για να βρει κανείς τα αρχαία πρέπει να βαδίσει προς ανατολάς, ακολουθώντας ένα χωματόδρομο που προχωρά σε ευθεία ανάμεσα σε δύο σκουριασμένα συρματοπλέγματα. Ο μικρός λόφος αριστερά, που ξεπροβάλλει μπροστά στην επιβλητική αυλαία του Λυρκείου όρους, είναι ο λόφος της Πτόλεως, ο πρώτος οικισμός που ίδρυσε ο ήρωας Μαντινέας, γιος του Λυκάονα και εγγονός του Πελασγού, σε καιρούς που για τους αρχαίους Αρκάδες ήταν ήδη αλαργινοί. Εκεί πάνω ήτανε κάποτε η ακρόπολη της Μαντινείας, της οποίας σήμερα σώζονται κατάλοιπα κάτω από τους τοίχους της μικρής εκκλησίας που είναι στην κορυφή. Η ξακουστή οχυρωμένη πόλη χτίστηκε στους πρόποδες, στο σημείο που ένα φίδι υπέδειξε στην πριγκίπισσα Αντινόη, την κόρη του Τεγεάτη Κηφέα. Το ποτάμι που κυλούσε εκεί πήρε το όνομα Όφις, και χάρισε στην πόλη προστασία, αλλά και –όπως θα δούμε– επίσης την καταστροφή. Τα λιγοστά νερά του κυλούν ακόμα κάτω από τον ασφαλτόδρομο, λίγα μέτρα πιο βόρια από τον ναό της Αγίας Φωτεινής.
Ο χωματόδρομος μάς πάει στην καρδιά της αρχαίας πόλης, στο μέρος όπου, σχεδόν σύρριζα, βρέθηκαν τα κατάλοιπα της αγοράς. Εκεί, καταμεσής της ίδιας, οι Αρκάδες έθαψαν τα οστά του μακρινού προγόνου τους Αρκά, τα οποία έφεραν, υπακούοντας έναν χρησμό, από το ελατόφυτο Μαίναλο. Βρέθηκαν επίσης κάποια θεμέλια που αποδόθηκαν σε βουλευτήριο, τα χαλάσματα δύο μακρόστενων στοών, καθώς και απομεινάρια κάποιων ιερών, που η ανάγνωση του Παυσανία επιτρέπει να αποδοθούν στην Ήρα, στον Δία Σωτήρα, στη Δήμητρα, στον Ασκληπιό και στη Δηλιακή Τριάδα της Λητούς, της Αρτέμιδος και του Απόλλωνος. Σε αυτό το τελευταίο ιερό, ξεθάφτηκαν από τις λάσπες τρία καλλίγραμμα ανάγλυφα, που παριστάνουν τις Μούσες, και ένα τέταρτο όπου ο κιθαρωδός Απόλλων συναγωνίζεται τον δίαυλο του παράτολμου Μαρσύα μπροστά σε έναν σκλάβο από τη Φρυγία που, κρατώντας μαχαίρι, προμηνύει τη σκληρή εκδίκηση του θεού. Τα ανάγλυφα αυτά όμως, βρίσκονται στην Αθήνα, στην αίθουσα 28 του Αρχαιολογικού Μουσείου· εδώ, έμεινε μόνο ο τόπος, τα χνάρια πάνω στη γη του ιερού όπου είχε τη λατρεία του ο θεός της μαντικής και όπου, πιθανότατα, διετέλεσε ιέρειά του η αινιγματική Διοτίμα, η οποία μύησε τον Σωκράτη στην αγάπη για την ομορφιά. Όλα αυτά είναι απουσίες, ιδέες που έρχονται να κουρνιάσουν πάνω στις πέτρες.
Τα πιο ορατά ερείπια όμως, είναι οι πρώτες κερκίδες του θεάτρου, του μοναδικού, ίσως, που χτίστηκε στην Ελλάδα σε τόσο επίπεδο έδαφος. Εκεί, σε τούτο το ανάχωμα που επιτρέπει να υψώσει κανείς ελάχιστα το βλέμμα πάνω στην πεδιάδα, τελειώνει συνήθως η επίσκεψη για όποιον αρκείται σε μια γρήγορη ματιά. Ωστόσο, για όποιον θέλει να εξερευνήσει κι άλλο, η Μαντίνεια επιφυλάσσει ακόμα ανύποπτα ευρήματα.
Δύσκολα, για παράδειγμα, θα υποψιαστεί κανείς πως το αρχαίο κυκλικό τείχος με τις δέκα πύλες και τους περισσότερους από εκατό πυργίσκους διατηρεί ακόμα ακέραια τα θεμέλιά του, κρυμμένα εδώ μες στο χορτάρι. Άμα προχωρήσουμε κι άλλο ανατολικά στον αρχαίο δρόμο που έβγαινε από την αγορά, θα συναντήσουμε στα τετρακόσια μέτρα τη μικρή πύλη που ανοιγόταν στο τείχος προς τις πλαγιές και τα βοσκοτόπια του κοντινού λόφου του Αλησίου. Από αυτό το σημείο, βαδίζοντας προς τον νότο, μπορούμε να περπατήσουμε για περίπου τέσσερα χιλιόμετρα περιμετρικά, δίπλα στα ερείπια του αρχαίου τείχους.
Την ίδια αυτή περιπολία την έκαναν οι φρουροί, λίγο πιο ψηλά και πίσω από τις επάλξεις. Από εκείνο το ύψος, έβλεπαν, το δίχως άλλο, πολλές φορές να ελαύνουν τα βροντερά στρατεύματα των εχθρών, που έκαναν την πεδιάδα να αντηχεί σαν τύμπανο. Πρώτος ήρθε ο στρατός των Σπαρτιατών με επικεφαλής τον Άγη, που κατάφερε να επιβληθεί στους Μαντινείς και στους Αργείους και Αθηναίους συμμάχους τους (418 π.Χ.). Ύστερα ήρθανε πάλι οι Λακεδαίμονοι, που, υπό τις διαταγές του Αγησίλαου, πολιόρκησαν την πόλη, και που, φράζοντας την κοίτη του ποταμού Όφεως, την έκαναν να πλημμυρίσει προκαλώντας την κατάρρευση των πήλινων τειχών της (385 π.Χ.). Ο Επαμεινώνδας διέταξε να ανοικοδομηθεί αφού νίκησε τους Σπαρτιάτες στα Λεύκτρα (371 π.Χ.), αλλά τότε, σωφρονισμένοι, οι Μαντινείς εξέτρεψαν τον ποταμό έξω από τα τείχη, αναγκάζοντας το φίδι να χωριστεί στα δύο και να σέρνεται σε μια τάφρο γύρω από τη νέα οχύρωση. Εννέα χρόνια αργότερα (362 π.Χ.), οι Λακεδαίμονοι επέστρεψαν από την πεδιάδα, τώρα όμως ως σύμμαχοι της Μαντινείας και της Αθήνας για να βάλουν φρένο στην αυξανόμενη ηγεμονία της Θήβας. Η μάχη έλαβε χώρα τότε στα νότια της πόλης, κοντά στο σημερινό χωριό Σποκή, δίπλα σε ένα δρυμώνα που εκείνο τον καιρό λεγόταν Πέλαγος. Η αναμέτρηση εκείνη έπρεπε να δείξει ποιός θα ήταν στο εξής ο νέος ηγεμόνας της Ελλάδας. Οι Σπαρτιάτες αναγκάστηκαν να υποχωρήσουν, αλλά ο απρόσμενος θάνατος του Επαμεινώνδα στη μάχη υπονόμευσε κατά κράτος την ορμή των Θηβαίων· λίγο αργότερα, η ηγεμονία δεν θα ήταν πλέον στα χέρια της Θήβας, ούτε της Σπάρτης, ούτε της Αθήνας, αλλά των Μακεδόνων. Και το 222 π.Χ., ύστερα από περισσότερο από έναν αιώνα από παιχνίδια εξουσίας και επικίνδυνες ισορροπίες ανάμεσα σε αντίπαλες δυνάμεις, η Μαντίνεια ισοπεδώθηκε ξανά και ιδρύθηκε εκ νέου με το όνομα Αντιγόνεια. Τότε ήταν η στιγμή του Άρατου και των διφορούμενων συναισθημάτων περί αφοσίωσης και προδοσίας…
Έμελλε να περάσουν κι άλλοι τρεις αιώνες ώστε η Μαντίνεια να ξαναποκτήσει το όνομά της, χάρη σε κάτι τόσο ξένο και περιστασιακό όπως ο πόνος ενός ανθρώπου για τον χαμό του πιο αγαπημένου του προσώπου. Του Αδριανού και του Αντίνοου. Ο έφηβος που πνίγηκε στα νερά του Νείλου είχε γεννηθεί στην Κλαυδιόπολη –το αρχαίο Βιθύνιο, πόλη που θεωρείτο αποικία της Μαντινείας–, και αυτό το γεγονός κατέστησε τον τόπο τούτο επιφανές κέντρο λατρείας της νέας θεότητας. Ο Αντίνοος είχε ναό εδώ, καθώς και αγώνες προς τιμήν του. Παραδόξως δεν έχει βρεθεί ακόμα στη Μαντίνεια άγαλμα του Αντίνοου, αλλά πιθανότατα κείτονται περισσότερα από ένα μέσα σε αυτό το χώμα το βαλτώδες…
Συνεχίζοντας προς τον νότο παράλληλα με το τείχος, συναντάμε την πύλη της οδού που πήγαινε προς το Άργος από το αρχαίο πέρασμα του Πρίνου, σήμερα κοντά στο χωριό Νεστάνη. Εντοιχισμένη σε μια από τις κρήνες του γραφικού αυτού οικισμού, σώζεται μέχρι σήμερα μια συγκινητική επιγραφή της εποχής της Αντιγονείας, η οποία μαρτυρεί, ενώπιον του Ιππίου Ποσειδώνος, την απελευθέρωση τριών σκλάβων. Ο Ποσειδώνας έχαιρε μεγάλης λατρείας σε αυτόν τον τόπο, επειδή πανάρχαιοι μύθοι ανέφεραν πως η Ρέα τον είχε γεννήσει ακριβώς εδώ, δίπλα σε μια πηγή λεγόμενη Άρνη, και ότι κατάφερε να μην τον καταβροχθίσει ο Κρόνος κρύβοντάς τον μέσα σε ένα κοπάδι και παραδίδοντας στον Τιτάνα ένα πουλάρι αντί του νεογέννητου.
Η επόμενη πύλη που συναντάμε στο τείχος είναι αυτή της προς Τεγέα οδού, η οποία είναι και η καλύτερα διατηρημένη. Αν αποφασίσουμε να τη διαβούμε και να προχωρήσουμε στο μονοπάτι, θα βρούμε τα κατάλοιπα του σεβαστού ιερού του Ιππίου Ποσειδώνος, και λίγο πιο πέρα, κοντά στο χωρίο Λουκά, τα ερείπια, πρόσφατα ανακαλυφθέντα, του μνήματος όπου ενταφιάστηκε ο στρατηγός Επαμεινώνδας. Ο κάμπος της Μαντεινίας προκαλεί μια παράξενη αίσθηση κενού, τα μονοπάτια του όμως, είναι γεμάτα εκπλήξεις.
Προς βορράν τώρα, στο σημείο του τείχους αντίκρυ της Πύλης της Τεγέας, βρίσκεται η λεγόμενη Πύλη Μελαγγείων, από όπου ξεκινούσε η δεύτερη των δύο οδών που οδηγούσαν από τη Μαντίνεια στο Άργος. Αν κάποιος έχει το κουράγιο να ακολουθήσει αυτό το μονοπάτι και να ανηφορήσει για κάμποση ώρα τη βραχώδη πλαγιά του Αρτεμισίου όρους, θα συναντήσει, στο πιο ψηλό σημείο της, ένα τελευταίο και απίστευτο εύρημα: το Πέρασμα της Κλίμακος, ένα επιβλητικό στενό, λαξευμένο στον βράχο, σε ένα αφιλόξενο τοπίο, στο έλεος του ανέμου, όπου βρισκόταν κάποτε η πύλη της Αρκαδίας.