Πολύ σημαντικό και μοναδικό στο είδος του είναι το Μουσείο Φυσικής Ιστορίας Κωτσιομύτη, με τις εκπληκτικές συλλογές απολιθωμάτων και ορυκτών.
Εξαιρετικής αρχιτεκτονικής και ιστορικής σημασίας είναι το οδοιπορικό στα βυζαντινά μνημεία Ορθοδοξίας: στο Άγιο Ιωάννη τον Ελεήμονα, του 11ου – 12ου αι. και στον Άγιο Ιωάννη τον Θεολόγο, του β’ μισού του 11ου αιώνα.
Πολύ αξιόλογοι είναι οι Μεταβυζαντινοί ναοί του Αγίου Αθανασίου, της Κοιμήσεως Θεοτόκου, του Αγίου Μερκουρίου και της Αγίας Μαρίνας.
Μνημείο του πανάρχαιου παρελθόντος είναι η Μυκηναϊκή Γέφυρα του Αρκαδικού, η αρχαιότερη της Ευρώπης, η Ακρόπολη της Καζάρμας και η διάσημη «Πυραμίδα του Ελληνικού.»
Πιο θεαματική τελευταία ανάμνηση είναι η ανάβαση στον ορεινό όγκο του Αραχναίου, με το σπηλαιώδες ξωκκλήσι της «Χρυσοσπηλιώτισσας», αλλά και το μοναδικό δάσος με τις αιωνόβιες βαλανιδιές.
Στον ελάχιστο χρόνο που είχαμε, τον χειμώνα του 1997, στη διάθεσή μας πολύ λίγο είχαμε γνωρίσει το Λυγουριό. Την πρωτοκαθεδρία στις έγνοιες μας είχε το Μουσείο
-Το ξέρετε, πια, πολύ καλά το Μουσείο, λέει ο Βασίλης, αξίζει ν’ αφιερώσετε λίγο χρόνο και στον τόπο.
ΠΕΡΙΔΙΑΒΑΙΝΟΝΤΑΣ ΤΟ ΛΥΓΟΥΡΙΟ
Η όμορφη πολιτεία μας υποδέχεται χτισμένη με ήπια αμφιθεατρικότητα, στις Ν πλαγιές του λόφου του Αγίου Ταξιάρχη. Από υψόμετρο 370 μέτρων αγναντεύουμε στα ΒΑ τον στερημένο από βλάστηση, ορεινό όγκο του Αραχναίου (1,197 μέτρα). Όλος ο υπόλοιπος ορίζοντας είναι καλυμμένος από έναν απέραντο ελαιώνα, μικρές εκτάσεις καλλιεργημένης γης και βοσκοτόπια.
Το Λυγουριό είναι αδιάσπαστα συνδεδεμένο με το Αρχαίο Θέατρο και τις παραστάσεις της Επιδαύρου, αφού απέχει μόλις 2,5 χλμ από τον χώρο του Ασκληπιείου και του Αρχαίου Θεάτρου. Ένας κεντρικός δρόμος, η Λεωφόρος Ασκληπιού, διασχίζει την κωμόπολη από τα Α προς τα Δ. Κοντά στην Α είσοδο, σε μικρή πλατειούλα πλάι στην λεωφόρο, δεσπόζει ο βυζαντινός ναός του Αγίου Ιωάννου του Ελεήμονα, ο παλιότερος της περιοχής. Το μνημείο χρονολογείται στα τέλη του 11ου με αρχές του 12ου αιώνα. Από την αρχική τοιχοποιΐα διατηρούνται ο Α τοίχος με τις κόγχες, μεγάλο τμήμα της Ν καθώς και μικρότερο της Β πλευράς. Στην ανακατασκευή της περιόδου της Βενετοκρατίας μπορούν, μεταξύ άλλων, να αποδοθούν ο κοντόχοντρος τρούλλος και οι στέγες. Λείψανα από την τοιχογράφηση, που κάλυπτε τον κυρίως ναό και τον νάρθηκα, ανάγονται στον 12ο αιώνα.
Ο ναός ανήκει στον σταυροειδή εγγεγραμμένο δικιόνιο τύπο με οκτάπλευρο τρούλλο, τον οποίο στηρίζουν δύο κίονες και δύο πεσσοί. Η τοιχοποιΐα είναι μικτή, με πέτρες και τούβλα σε ατελές πλινθοπερίκλειστο σύστημα δομής. Ενδιαφέρον στοιχείο είναι η χρησιμοποίηση αρχιτεκτονικών μελών από τα μνημεία του Ασκληπιείου και άλλα αρχαία κτίρια της περιοχής.
Μια γραφική πλατειούλα στο κέντρο του Λυγουριού, μας δίνει την δυνατότητα για μικρή στάση μ’ ένα καφεδάκι στην σκιά. Αμέσως μετά ανηφορίζουμε ως την πλατεία του Δημαρχείου, μια περιοχή στο υψηλότερο τμήμα της πολιτείας.
Στο Δημαρχείο συναντάμε τον Δήμαρχο του Δήμου Επιδαύρου, Κωνσταντίνο Γκάτζιο. Ύστερα βγαίνουμε στην περιποιημένη πλατειούλα με το Ηρώο Πεσόντων 1912-1922 και 1940-41. Κυρίαρχη θέση στην πλατεία κατέχει ο Μεταβυζαντινός ναός της Κοιμήσεως Θεοτόκου, κτισμένος κατά την κτητορική επιγραφή το έτος “ΑΨΑ (1701) (2)
Ο ναός ανήκει στον τύπο του τετρακιόνιου σταυροειδούς ναού με οκτάπλευρο τρούλλο. Η τοιχοποιΐα είναι από στέρεη λιθοδομή με καλής ποιότητας κατασκευή και άφθονη χρήση αρχαίων αρχιτεκτονικών μελών. Το εσωτερικό είναι κατάγραφο με ενδιαφέρουσες τοιχογραφίες. Ξεχωρίζουν η μνημειακή παράσταση της Δευτέρας Παρουσίας στον Δ τοίχο, οι Θεομητορικές και Χριστολογικές σκηνές των πλαγίων τοίχων, ο Παντοκράτορας του τρούλλου και η Πλατυτέρα του Ιερού.
Από το ύψος της πλατείας αγναντεύουμε χαμηλότερα την πόλη και την ευρύτερη περιοχή.
Άν θέλαμε να ανατρέξουμε στο παρελθόν του Λυγουριού, θα συναντούσαμε την πρώτη γνωστή μνεία σε έγγραφο του 1365. Κατά τον Γενικό Έφορο Αρχαιοτήτων Μ. Μιτσό, ο οικισμός ταυτίζεται με το κάστρο και τα λείψανα κτιρίων που εκτείνονται στην Α πλευρά του Αραχναίου, πάνω από τη θέση Παλιγουριό, 3 περίπου χλμ ΒΑ του σημερινού Λυγουριού. Πότε ακριβώς έγινε η μεταφορά στην νέα θέση είναι άγνωστο. Πρέπει όμως να συνδέεται με την Pax Othomanica (Οθωμανική Ειρήνη), που επέτρεψε στους κατοίκους της Πελοποννήσου να δημιουργήσουν οικισμούς έξω από οχυρωμένες θέσεις, που μέχρι και τον 15ο αιώνα παρείχαν σχετικά ασφαλείς συνθήκες διαμονής. Ήδη το 1700, στην γνωστή απογραφή Grimani, το Λυγουριό έχει 448 κατοίκους και θεωρείται από τα πολυπληθέστερα της Πελοποννήσου (σε σύνολο 1532 χωριών, μόνον 33 είχαν περισσότερους από 141 κατοίκους),
Υπέροχη, ως το βάθος του ορίζοντα είναι η ανοιχτοπράσινη εικόνα των ελαιώνων (3). Εκεί βρίσκονται από αιώνες πολλά μνημεία της Ορθοδοξίας και Αρχαιότητας. Ξεκινάμε να τα γνωρίσουμε
ΑΓΙΑ ΜΑΡΙΝΑ ΚΑΙ “ΠΥΡΑΜΙΔΑ ΤΟΥ ΛΥΓΟΥΡΙΟΎ”
Δύο από τα πλησιέστερα μνημεία βρίσκονται ανάμεσα σε αγρούς, μερικές εκατοντάδες μέτρα Δ-ΒΔ των τελευταίων σπιτιών του Λυγουριού. Αρχικά συναντάμε, στο αριστερό πλάι του χωματόδρομου, τα απομεινάρια μιας στιβαρής κατασκευής, που σώζονται λίγο ψηλότερα από το επίπεδο θεμελίωσης. Είναι η γνωστή “Πυραμίδα του Λυγουριού”. Το κτίσμα ήταν μια πυραμιδοειδής βάση, πάνω στην οποία υψωνόταν ένα τετράγωνος πύργος. Η έννοια της πυραμίδας γίνεται κατανοητή και ορατή αν προσέξουμε τον ελαφρά κεκλιμένο τοίχο προς το εσωτερικό της κατασκευής. Η λειτουργία του μνημείου αυτού ήταν εκείνη ενός οχυρού φυλακίου, που με την πυραμιδοειδή βάση του κρατούσε τον επιτιθέμενο σε απόσταση ασφαλούς βολής από τους υπερασπιστές του πύργου.
200 μέτρα μετά την “Πυραμίδα” φτάνουμε στον Μεταβυζαντινό ναό της Αγίας Μαρίνας, σε υψόμετρο 350 μέτρων. Ο ναός ανήκει στον τύπο του απλού τετρακιόνιου σταυροειδούς εγγεγραμμένου με οκτάπλευρο τρούλλο. Η τοποθεσία είναι υπέροχη, στους Ν πρόποδες του Αραχναίου. Ένα θεόρατο πεύκο ρίχνει παχειά σκιά, ενώ υπάρχει βρύση με νερό. Ο υπαίθριος χώρος είναι πολύ περιποιημένος με ευρυχωρία στάθμευσης, δέντρα και λουλούδια. Οι τοίχοι είναι από αργολιθοδομή, με ευρύτατη χρήση αρχαίου υλικού. Τοιχογραφίες σώζονται στο χτιστό τέμπλο, στην Β και Ν πλευρά του κυρίως ναού. καθώς και στον χώρο του ιερού. Σύμφωνα με την επιγραφή πάνω από την Ωραία Πύλη, ο ναός ολοκληρώθηκε το 1713. Στο εσωτερικό υπάρχουν αρχαίοι κίονες με κιονόκρανα, ενώ και στο προαύλιο κείτονται αρχαίες ορθογώνιες πέτρες. Ένα χαρακτηριστικό στο δάπεδο του ναού είναι τα πάμπολλα χαράγματα στα πλακάκια, με χρονολογίες του 1935, 1938 και της δεκαετίας του ’40.
ΣΤΗΝ ΜΥΚΗΝΑΪΚΗ ΓΕΦΥΡΑ ΚΑΙ ΣΤΗΝ ΑΚΡΟΠΟΛΗ ΤΗΣ ΚΑΖΑΡΜΑΣ
Στον δρόμο προς το Ναύπλιο, 9 περίπου χιλιόμετρα Δ του Λυγουριού, συναντάμε στα δεξιά του δρόμου τα κατάλοιπα της εσωτερικής κοίλης τοιχοποιΐας ενός θολωτού Μυκηναϊκού Τάφου. Λίγο πιο πέρα, στην περιοχή του Αρκαδικού, 20 μέτρα έξω από το δρόμο, επιβάλλεται με τον όγκο και την φρουριακή της κατασκευή η περίφημη Μυκηναϊκή Γέφυρα. Πελώριοι ογκόλιθοι, χτισμένοι σύμφωνα με το πολυγωνικό σύστημα, δημιουργούν πάνω από την στενή, ξερή κοίτη χειμάρρου ένα πανίσχυρο γεφύρι, που το άνοιγμά του έχει σχήμα τριγωνικό. Αυτό το άνοιγμα σχηματίζει πάνω από την κοίτη μια καμάρα με μήκος σχεδόν 6 μέτρα, ενώ το ύψος από την κοίτη ως το κατάστρωμα της γέφυρας ξεπερνάει τα 4 μέτρα. Η γέφυρα αυτή είναι μια από τις τρεις αρχαιότερες λίθινες γέφυρες στην Ευρώπη, που βρίσκονται όλες στην Αργολίδα. Η κατασκευή της ανάγεται στην Μυκηναϊκή περίοδο (1400-1200 π.χ) και εκτός από μια ελάχιστη μετατόπιση κάποιων λίθων, σώζεται σε θαυμάσια κατάσταση.
Μια πινακίδα στον κεντρικό δρόμο αναφέρει την Ακρόπολη της Καζάρμας.
Ανακαλύπτουμε έναν απότομο και χωρίς σήμανση δρομίσκο, που 500 μέτρα μετά, καταλήγει στους πρόποδες του λόφου με την Ακρόπολη της Καζάρμας. Το υποτυπώδες, δύσβατο μονοπάτι, ανάμεσα σε πυκνούς θάμνους και πέτρες, μας οδηγεί σε μερικά λεπτά στο ανώτερο σημείο της ακρόπολης, σε υψόμετρο 330 μέτρων.
Περιδιαβαίνουμε τον ελαφρά επικλινή αλλά δύσβατο χώρο της ακρόπολης που καταλαμβάνει την κορυφή του λόφου. Ενός λόφου σε θέση στρατηγική, που περιβάλλεται από δυσπρόσιτες πλαγιές. Στο εσωτερικό της ακρόπολης συναντάμε υπόγειες δεξαμενές νερού. Η τοιχοποιΐα είναι ισχυρή, με πάχος 2,5 σχεδόν μέτρων, κατασκευασμένη με μεικτό σύστημα, ψευδοϊσοδομικό σε κάποια σημεία αλλά κυρίως πολυγωνικό. Η αρχική οικοδόμηση ανάγεται πιθανότατα στον 4ο π.χ αιώνα. Κάποια τμήματα, με ελαφρότερη τοιχοποιΐα, ανακατασκευάστηκαν κατά τους βυζαντινούς χρόνους. Υπάρχουν τέσσερις κυκλικοί πύργοι. Η κύρια πύλη βρίσκεται στην Δ πλευρά, ενώ μια πλαϊνή είσοδος στα Α. Η θέα από το ύψος της ακρόπολης είναι, σε κάθε σημείο του ορίζοντα, εκπληκτική.
ΝΑΟΣ ΑΓΙΟΥ ΜΕΡΚΟΥΡΙΟΥ
Ένας καλός χωματόδρομος, Ν του Λυγουριού, μας κατευθύνει ανάμεσα από ελαιώνες, προς το καθολικό της πάλαι ποτέ μεγάλης ανδρικής μονής του Αγίου Μερκουρίου. 4 περίπου χιλιόμετρα μετά αποκαλύπτεται χαμηλά ο ναός, φωλιασμένος στην πλαγιά μιας υπέροχης ρεματιάς. Εκτός από τα περιποιημένα ελιόδεντρα στις πλαγιές, στην κοίτη με το ρυάκι του νερού φυτρώνουν ανθισμένες πικροδάφνες και λυγαριές, καθώς και μερικές λεύκες, με μια θεόρατη να ξεχωρίζει ανάμεσά τους. Δύο πανύψηλα κυπαρίσσια με ολόρθη κορμοστασιά βρίσκονται ανάμεσα στο καθολικό και κάποια ερειπωμένα κτίσματα της παλιά μονής. Ηγούμενός της αναφέρεται στα 1825 ο περίφημος ιερομόναχος Φλαβιανός από την Άρτα, ενώ στα 1833 η μονή καταργήθηκε -ως μικρό μοναστήρι- από τα αντιμοναστικά μέτρα της Βαυαρικής Αντιβασιλείας του Όθωνα.
Ο ναός είναι μικρό μονόκλιτο, θολοσκέπαστο κτίσμα στον τύπο της απλής βασιλικής, με δίριχτη στέγη που απολήγει ανατολικά σε ημικυκλική αψίδα. Η είσοδος βρίσκεται στην Β πλευρά, ενώ η τοιχοποιΐα είναι από αργολιθοδομή. Το εσωτερικό είναι κατάγραφο αλλά οι παραστάσεις στους μαυρισμένους τοίχους είναι δυσδιάκριτες. Στο θολωτό, δυτικό τμήμα της οροφής, διακρίνουμε δύσκολα την απεικόνιση του ζωδιακού κύκλου ενώ εντυπωσιακή αλλά εξίσου δυσδιάκριτη είναι η μορφή του Αγίου Μερκουρίου, που φέρει μεταλλικό φωτοστέφανο. Δεν σώζεται κτητορική επιγραφή, ο ναός όμως θα μπορούσε να χρονολογηθεί στις αρχές της Τουρκοκρατίας.
ΝΑΟΣ ΑΓΙΟΥ ΑΘΑΝΑΣΙΟΥ ΚΑΙ ΚΟΙΜΗΤΗΡΙΑΚΟΣ ΝΑΪΣΚΟΣ ΚΟΙΜΗΣΕΩΣ ΘΕΟΤΟΚΟΥ
Σε πευκόφυτο λοφίσκο Ν-ΝΑ του Λυγουριού συναντάμε τον ναό του Αγίου Αθανασίου. Είναι μονόκλιτο, θολοσκέπαστος, στον τύπο της απλής βασιλικής με δίριχτη σκεπή. Είναι χτισμένος με αργολιθοδομή και ενδιάμεσα κομμάτια πλίνθων, ενώ το δάπεδο είναι πλακόστρωτο. Αν και μαυρισμένοι οι τοίχοι εντυπωσιάζουν με τις παραστάσεις, που τις χαρακτηρίζει η ακρίβεια του σχεδίου, οι σωστές αναλογίες, η αυστηρότητα αλλά και οι τολμηροί χρωματικοί συνδυασμοί. Στην εικονογράφηση διακρίνεται το ιδίωμα δύο τουλάχιστον ζωγράφων.
Ο κοιμητηριακός ναΐσκος της Κοιμήσεως Θεοτόκου, γνωστής ως “Παναγίτσα” Κορωνιού, είναι απλή βασιλική με δίριχτη στέγη, του τέλους του 17ου ή των αρχών του 18ου αιώνα. Οι τοίχοι είναι από αργολιθοδομή ενώ το εσωτερικό είναι πλήρως εικονογραφημένο στους τοίχους , στο κτιστό τέμπλο και στην κόγχη του ιερού.
ΑΝΗΦΟΡΊΖΟΝΤΑΣ ΤΟ ΑΡΑΧΝΑΙΟ
Μετά τα πάμπολλα θρησκευτικά και αρχαία μνημεία του κάμπου, κατευθύνουμε το ενδιαφέρον μας στα ψηλώματα του Αραχναίου
-Εκεί θα συναντήσουμε κάποια άλλα αξιοθέατα, λέει ο Βασίλης.
Από το κέντρο του Λυγουριού ανηφορίζουμε ΒΑ, στον παλιό δρόμο προς Επίδαυρο και Αθήνα. Στα 4,2 χλμ, τη στιγμή που ετοιμαζόμαστε να πάρουμε αριστερά τον χωματόδρομο για το βουνό, ένας υπέροχος βυζαντινός ναός, στα δεξιά του δρόμου, μαγνητίζει τα βλέμματά μας. Είναι ο Άγιος Ιωάννης ο Θεολόγος, που ανήκει στον τύπο του δικιόνιου σταυροειδούς, εγγεγραμμένου με τρούλλο. Η τοιχοποιΐα είναι κατά το ισόδομο πλινθοπερίκλειστο σύστημα, με κεραμοπλαστικό διάκοσμο στην ανατολική και νότια πλευρά του ναού. Χαρακτηριστικές είναι οι τρεις τρίπλευρες αψίδες του ιερού. Το δάπεδο είναι πλακόστρωτο, ενώ απουσιάζουν οι τοιχογραφίες. Ο ναός χρονολογείται στο Β’ μισό του 11ου αιώνα και διατηρεί από τότε τον ανατολικό τοίχο με τις αψίδες, μεγάλο τμήμα της νότιας, και μικρότερο της βόρειας πλευράς. Την σημερινή του μορφή πήρε κατά την περίοδο της Β’ Ενετοκρατίας (1685-1715).
Απέναντι από τον ναό στρίβουμε αριστερά προς Αγία Παρασκευή. 400μ. μετά συναντάμε τσιμεντόδρομο, στρίβουμε δεξιά και αμέσως μετά αριστερά (δεξιά ο δρόμος φεύγει προς Αγ. Παρασκευή). Εδώ, δυστυχώς, η σήμανση είναι ελλιπής και απαιτείται ακριβώς η τήρηση των οδηγιών. Ως τα 700μ. συνεχίζει ο τσιμεντόδρομος, μετά αρχίζει χωματόδρομος ομαλός, πάντα σε ελαιώνα. Στα 900μ., αριστερά του δρόμου και μέσα στον ελαιώνα, ένας παράξενος λευκός όγκος κινεί την προσοχή μας. Διαπιστώνουμε, ότι είναι μια πελώρια συμπαγής πέτρα, λαξευμένη με άψογο σχήμα σφαιρικό. Παίρνουμε τις διαστάσεις της. Η εξωτερική διάμετρος είναι 1,60μ., ενώ το μέγιστο ύψος 90 εκατοστά. Ωστόσο, η άνω επιφάνεια είναι καλυμμένη από μικρές πέτρες, ξερόχορτα και χώμα. Αναρωτιόμαστε τι να υπάρχει από κάτω. Απομακρύνουμε υπομονετικά όλα τα ξένα υλικά και σε μερικά λεπτά το μυστήριο ξεδιαλύνει: μερικά εκατοστά εσωτερικά της περιμέτρου της, η πέτρα φέρει μια φαρδειά και βαθειά αύλακα, άριστα λαξευμένη. Επιπλέον, από το κέντρο της επιφάνειας της πέτρας, εξέχει αρκετά ένα ημισφαιρικό λαξευτό εξόγκωμα από την ίδια πέτρα, ενσωματωμένο στην μητρική πέτρα.
Δεν έχουμε καμιά αμφιβολία. Πρόκειται για ένα αρχέγονο χειροκίνητο λιοτρίβι. Δυστυχώς, δεν έχουμε μαζί μας κάποιον ειδικό να πιστοποιήσει την ορθότητα των συλλογισμών μας και, πολύ περισσότερο, να πιθανολογήσει την χρονολόγηση αυτής της κατασκευής.
Συνεχίζοντας τη διαδρομή μας ανηφορίζουμε απότομα (συνιστάται 4Χ4) και στα 1,8χλμ. φτάνουμε στον μικροσκοπικό οικισμό Κατσαβαίϊκα, με κατοίκους κτηνοτρόφους. Ήδη ψηλότερα δεσπόζει το Αραχναίο, με φοβερές ορθοπλαγιές από ασβεστόλιθους κοκκινωπούς.
–Όπου να’ ναι θα φανεί η Παναγία η Χρυσοσπηλιοώτισσα, λέει ο Βασίλης.
Αποκαλύπτεται λίγο πιο πάνω, όταν στα 4,3χλμ. συναντάμε δεξιά την διακλάδωση, που πολύ γρήγορα τερματίζει στα ριζά της ορθοπλαγιάς.
Ένας μικρός αλλά απότομος γολγοθάς μας αναμένει, ως την είσοδο της βραχοσπηλιάς όπου φωλιάζει το ξωκκλησάκι. Το ανηφορικό μονοπάτι έχει κατά διαστήματα σκαλοπάτια πέτρινα, ξύλινα και στο τέλος τσιμεντένια. Στο μέτρημα βγαίνουν 101 και μας παίρνουν 5 λεπτά. Η υψομετρική διαφορά τους είναι 50 μέτρα από την αρχή του μονοπατιού και το υψόμετρο της Χρυσοσπηλιώτισσας 700 μέτρα.
Το σπηλαιώδες εκκλησάκι είναι τελείως λιτό. Δεν έχει τίποτε παραπάνω από μερικές εικονίτσες και καντηλάκια στο κοίλωμα του βράχου, τα τοιχώματα του οποίου παραμένουν μαυρισμένα από τις φωτιές που κάποτε άναβαν οι βοσκοί. Παραδίπλα ο κάθετος βράχος ορθώνεται σε ύψος τουλάχιστον 50 μέτρων και στην κοιλότητα του σχηματίζονται παραπετασματοειδείς σταλακτίτες πολύ θεαματικοί. Αγναντεύουμε για λίγο ακόμη τους ανοιχτούς ορίζοντες και τον κάμπο και επιστρέφουμε στο αυτοκίνητο.
Σειρά στην περιήγησή μας έχει το Δρυοδάσος του Αραχναίου, για τι οποίο μας είχαν μιλήσει οι φίλοι μας από χρόνια. Σε απόσταση 5,1 χλμ. από την άσφαλτο (Αγ. Ιωάννης Θεολόγος) βρίσκουμε αριστερά διακλάδωση με δύσβατο χωματόδρομο. Έχουμε απέναντί μας ένα σπιτάκι με καμινάδα και κεραμοσκεπή. 800 μέτρα μετά ο δρόμος τερματίζει σ’ ένα πλάτωμα. Χαρακτηριστικό είναι ένα ανεμοδούρι για αιωροπτεριστές, φθαρμένο από τους ανέμους. Ήδη μπροστά μας διακρίνουμε, το ανεπαίσθητο ίχνος της διαδρομής. Οδηγός μας, είναι, η Αναστασία Κωτσιομύτη, πού έχει ήδη δύο φορές επισκεφθεί το δρυοδάσος στο παρελθόν.
Αναχωρούμε από υψόμετρο 735 μέτρων, με κατεύθυνση ΝΔ 217ο Η πλαγιά είναι ανηφορική και το έδαφος κακοτράχαλο, με βλάστηση χαμηλή. 8 λεπτά μετά φτάνουμε σε πλάτωμα, κατάσπαρτο με λευκόγκριζους ασβεστόλιθους. Ήδη είναι πιο ευδιάκριτη η διαδρομή. Πού και πού εμφανίζονται ξεθωριασμένα σημάδια με κόκκινη μπογιά. Μετά το πλάτωμα αρχίζει νέα ανηφόρα, πιο μεγάλη και πιο απότομη. Για καλή μας τύχη, φυσάει συχνά ένα δροσερό αεράκι, ενώ μεμονωμένα πουρνάρια μας χαρίζουν μια πολύ ευπρόσδεκτη σκιά. Ένα 40λεπτο μετά, το κακοτράχαλο μονοπάτι κι ο ανήφορος τελειώνουν. Το στεγνό τοπίο μεταβάλλεται σ’ ένα χορταριασμένο ορωπέδιο, επικλινές και σκιασμένο από μια μεγάλη συστάδα αιωνόβιων βαλανιδιών. Βρισκόμαστε σε υψόμετρο 960 μέτρων, λίγο χαμηλότερα από την κορυφή του Αραχναίου. Και είναι, στ’ αλήθεια, εκπληκτικό πώς γεννήθηκε και επέζησε αυτή η υπέροχη όαση πρασίνου, κυκλωμένη από το τραχύ ασβεστολιθικό έδαφος του βουνού.
Προσπαθώ να υπολογίσω την έκταση της συστάδας: δεν πρέπει να υπερβαίνει τα 15-20 στρέμματα. Ανάμεσα σε πολλές, σχετικά νεαρές βαλανιδιές, υπάρχουν και αρκετές ηλικίας πολλών αιώνων. Η πιο εντυπωσιακή έχει κοντόχοντρο κορμό και πολύπλοκα κλαδιά. Η μέγιστη περίμετρος του κορμού είναι 4,4 μέτρα, απόδειξη της παλαιότητας του δέντρου.
Νεράκι, ξεκούραση στη δροσερή σκιά και αγνάντεμα του κάμπου χαμηλά. Ενός κάμπου, που στις αρχές του Αυγούστου, νιώθει καυτή την ανάσα του ελληνικού καλοκαιριού.
Με επόμενο στόχο, κάποια άλλη φορά, την κορυφή του Αραχναίου, αποχαιρετάμε τις αειθαλείς “γερόντισσες” του βουνού. Πριν επιστρέψουμε στην άσφαλτο, συνεχίζουμε για λίγο ακόμη την ορεινή μας διαδρομή. Ένας άγριος πετρόδρομος, ακατάλληλος για συμβατικά αυτοκίνητα, μας φέρνει δύο σχεδόν χιλιόμετρα μετά σ’ ένα υπέροχο υψίπεδο, σε υψόμετρο 830 μέτρων. Λιβαδοτόπια, μαντρί, κοπάδι προβάτων και σπίτια με κτηνοτρόφους. Απόλυτη, άγρια μοναξιά, τελείως αθέατη απ’ τον κόσμο, μακρυά από τις τεχνητές απολαύσεις του πολιτισμού.
Γιγάντια πουρνάρια και σφενδάμια συμπληρώνουν το σκηνικό. Λίγο πιο πέρα συναντάμε υπολείμματα βαριάς τοιχοποιΐας, σε επίπεδο θεμελίωσης, ίσως κάποιου αρχαίου ιερού.
ΟΜΟΡΦΕΣ ΩΡΕΣ ΣΤΟ ΛΥΓΟΥΡΙΟ
Βυζαντινά και μεταβυζαντινά εκκλησάκια, κατάσπαρτα σε αστικό περιβάλλον, αγρούς, ελαιώνες και ρεματιές. Πανάρχαια μνημεία και ακροπόλεις. Ψηλά το Αραχναίο, ένα εμβληματικό βουνό, με αιώνιες βαλανιδιές μέσα στην πέτρα. Και δίπλα το Αρχαίο θέατρο Επιδαύρου, το πιο διάσημο στη γη. Που κάθε καλοκαίρι με τον θεσμό των Επιδαυρείων μεταβάλλεται σε παγκόσμιο σύμβολο πολιτισμού.
Σ’ αυτό τον προνομιακό τόπο της Αργολίδας είναι χτισμένο το Λυγουριό. Οι άνθρωποί του δεν αρκέστηκαν στην εύνοια της φύσης, της θέσης και της αρχαίας κληρονομιάς. Φρόντισαν τον τόπο τους, τον προίκισαν με εκατοντάδες χιλιάδες ελιόδεντρα στις ράχες και στους αγρούς. Τον έκαναν όμορφο, λειτουργικό για τον επισκέπτη και φιλικό. Περιδιαβαίνουμε στο κέντρο της πόλης και στις ήπιες ανηφοριές της, γνωρίζουμε γραφικά γειτονικά χωριά, ένα βραδάκι πεζοπορούμε σε αρχαία, Μυκηναϊκή στράτα, μέσα σ’ ένα υπέροχο πευκοδάσος.
Περνάμε συναρπαστικές ώρες στο Μουσείο των φίλων μας, μέσα α’ αυτό τον θαυμαστό κόσμο των απολιθωμένων δημιουργημάτων της φύσης στους αιώνες. Πολλές φορές πιάνω τον εαυτό μου να παρακολουθεί την Αναστασία και τον Βασίλη, να υποδέχονται τους επισκέπτες τους, να μιλούν-με τις γνώσεις και την άνεση ειδικού-, για έναν κόσμο που έπαψε να υπάρχει εκατομμύρια χρόνια πριν. Παρατηρώντας τα χιλιάδες εκθέματα, τακτοποιημένα άψογα στις προθήκες τους, με τις επιστημονικές ονομασίες και τις επεξηγηματικές τους πινακιδούλες, δεν μπορώ να κρύψω τον θαυμασμό μου γι αυτούς τους δύο ανθρώπους, που κάποτε, αρκετές δεκαετίες πριν, το μόνο που γνώριζαν και είχαν δει από τους απολιθωμένους θησαυρούς, ήταν τα “Πέτρινα Σαλιγκάρια της Επιδαύρου”
Ο πολύμοχθος και πολύχρονος αγώνας αλλά και η τελική του δικαίωση ας είναι για όλους μας ένα σαφέστατο μήνυμα αισιοδοξίας και ελπίδας.
Ένα πρωινό βρισκόμαστε μπροστά σ’ ένα θέαμα ασυνήθιστο, που φέρνει στο νου εικόνες του παρελθόντος, πολλές δεκαετίες πριν. Είναι ένα παράξενο όχημα, απροσδιόριστης ηλικίας και ταυτότητας, που κινείται με χαρακτηριστική άνεση και ευχέρεια στους δρόμους του Λυγουριού. Αρχίζουμε να παρακολουθούμε τη διαδρομή του και το βλέπουμε μετά από λίγο να σταματάει, μπροστά στον αλευρόμυλο του Βασίλη Μελά. Εκεί ανοίγει την πίσω πόρτα και ξεφορτώνει μεγάλα σακιά σιταριού. Πλησιάζουμε στο όχημα και μένουμε έκπληκτοι. Το αυτοκίνητο είναι Αμερικάνικο μάρκας REO, όπως τα παλιά στρατιωτικά οχήματα μεταφοράς προσωπικού.
-Η οικογένειά μου το είχε από το 1950, λέει ο Βασίλης Μελάς, ο μυλωνάς. Για πολλά χρόνια ήταν λεωφορείο 24 θέσεων, δρομολογημένο στην γραμμή Ναυπλίου-Κρανιδίου. Σήμερα εξακολουθεί να προσφέρει τις υπηρεσίες του μεταφέροντας πρώτες ύλες και προϊόντα του μύλου. Να φανταστείτε ότι μέχρι 5 χρόνια πριν, δούλευε η αρχική του μηχανή. Στη θέση της έβαλα μια αγγλική πετρελαιοκίνητη PERKINS
Ο μύλος είναι ακόμη παλαιότερος από το REO. Λειτούργησε με μυλωνά τον παππού του Βασίλη από το 1930. Είναι ωραία η αίσθηση στο εσωτερικό του μύλου με τα μηχανήματά του, καινούργια και παλιά. Είναι ρομαντική η αύρα του παρελθόντος αλλά και εξαίσια η μυρωδιά του αλευριού, κίτρινου και σκούρου.
ΧΕΙΡΟΠΟΙΗΤΕΣ ΠΙΠΕΣ “PIPEX PIPES”
Το Λυγουριό έχει μία αποκλειστικότητα. Την οικοτεχία “PIPEX PIPES”, που δημιουργεί χειροποίητες πίπες από ελληνικό ρείκι. Άρχισε να τις κατασκευάζει ο Γιώργος Στεφάνου, από το 1980 στο Λυγουριό. 15 χρόνια νωρίτερα είχε ξεκινήσει αυτή την τόσο ιδιαίτερη τέχνη ο Γιώργος στον Καναδά. Συνεχιστές στην οικογενειακή παράδοση είναι οι δύο γιοί του, ο Αλέκος και ο Σταύρος.
-Κάποτε ήμασταν αρκετοί, λέει ο Αλέκος. Τα τελευταία χρόνια μείναμε τέσσερις και σήμερα είμαστε οι μοναδικοί κατασκευαστές χονδρικής πώλησης πίπας στην Ελλάδα.
Η πρώτη ύλη προέρχεται -κατά κανόνα- από ρίζα ρεικιού, με τα κορυφαίας ποιότητας ρείκια να βρίσκονται στην Εύβοια και στην Άρτα. Μετά την εκρίζωση του θάμνου, τεμαχίζεται το ωφέλιμο κομμάτι της ρίζας, βράζει 24 ώρες σε νερό για αύξηση της αντοχής και μετά, για έναν τουλάχιστο χρόνο, μένει σε συνθήκες φυσικής ξήρανσης, σε υγρασία 70-80%. Η τιμή ενός κομματιού εξαρτάται από διάφορους παράγοντες, όπως το σημείο της ρίζας (με ακριβότερη την καρδιά) ή τα νερά του ξύλου, που όταν είναι κάθετα είναι πιο σπάνια και κατά συνέπεια, πιο ακριβά. Θαυμάζουμε την μεγάλη ποικιλία των πανέμορφων κομματιών, με τα υπέροχα χρώματα και σχήματα, που θα μπορούσαν να γοητέψουν κάθε φανατικό καπνιστή πίπας, Έλληνα και ξένο.
-Πόσο μπορεί να στοιχίζει ένα ακριβό κομμάτι σε τιμή χονδρικής; ρωτάμε τον Αλέκο
-Έ, μπορεί να ξεπεράσει αρκετά τα 100 ευρώ. Κάποια κομμάτια είναι πραγματικά μοναδικά.
ΣΤΗ ΤΑΒΕΡΝΑ ΤΟΥ ΛΕΩΝΙΔΑ
Αρκετά απομεσήμερα, όταν καταλαγιάζουν οι περιηγήσεις κι οι δουλειές, βρίσκουμε γευστικό αραξοβόλι στον δροσερό, πνιγμένο στο πράσινο κήπο του Λεωνίδα. Ποιός είναι ο Λεωνίδας; Μόνον όποιος αγνοεί την Επίδαυρο δεν γνωρίζει ή δεν έχει ακούσει για την εμβληματική ταβέρνα του Λεωνίδα. Που λειτουργώντας από το 1953, είναι συνομήλικη του θεσμού των Επιδαυρείων. Και, παράλληλα, πανελλήνιο αλλά και διεθνές στέκι ηθοποιών, ανθρώπων του θεάτρου και θεατών.
Αναρίθμητες οι φωτογραφίες διασημοτήτων του θεάτρου στους τοίχους και ακόμη συναρπαστικότερες οι μνήμες, οι απίθανες και απίστευτες ιστορίες που θυμάται ο Λεωνίδας και η γυναίκα του η Κάτια. Κάποιοι γράφουν αυτοβιογραφίες ή βιογραφίες άλλων προσώπων. Η οικογένεια του Λεωνίδα Λιακόπουλου δεν θα χρειαζόταν τίποτε άλλο να κάνει, παρά να θυμηθεί και να αφηγηθεί σ’ έναν μάστορα της πένας, ό,τι είδε, άκουσε και έζησε 60 χρόνια τώρα με όλο τούτο το ετερόκλιτο συνάφι ηθοποιών, θεατρανθρώπων και θεατών. Που μετά από κάποια παράσταση έτρωγαν, έπιναν, διαφωνούσαν, συμφωνούσαν και στριμώχνονταν ως τις πρώτες πρωινές ώρες στις καρέκλες τούτου του μαγαζιού, που αν και ήταν πολλές, ποτέ δεν ήταν αρκετές.
Αυτή η ζωντανή αφήγηση για κάποιες μορφές που ζουν ακόμα ή για εκείνους τους θρύλους που έφυγαν για πάντα, θα αποτελούσε ίσως την πιο γλαφυρή, συναρπαστική και έγκυρη ιστορία του νεώτερου θεάτρου της Ελλάδας.
ΠΑΡΑΠΟΜΠΕΣ
(1) Σήμερα το Μουσείο στεγάζεται στη λεωφόρο Ασκληπιού 27, στην δυτική έξοδο της πόλης προς το Ναύπλιο.
(2) Κατά την περίοδο της Β’ Βενετοκρατίας στην Πελοπόννησο, χάρη στην ανεξιθρησκεία των Βενετών και την ύπαρξη πολλών ικανών μαστόρων, γνώρισε σημαντική άνθηση η εκκλησιαστική αρχιτεκτονική. Έτσι κτίσθηκαν ναοί με επιμελημένη τοιχοδομία και επανεμφανίστηκε ο επιβλητικός τύπος του σταυροειδούς εγγεγραμμένου ναού με τρούλλο.
(3) Κατά την βενετική απογραφή του 1704 είχαν καταγραφεί μόνο 62 ελιόδεντρα. Στην απογραφή του 1828 είχαν καταγραφεί 3.600 ελιόδεντρα πρώην τουρκικής ιδιοκτησίας και 2.960 χριστιανικά. Στον 20ο αιώνα η ελαιοκαλλιέργεια αποκτά την πρωτοκαθεδρία στην περιοχή με 39 ιδιωτικά ελαιοτριβεία και 2 συνεταιρικά. Σήμερα, στην επικράτεια του Δήμου Επιδαύρου, στα 80.000 περίπου στρέμματα ελαιώνων αναπτύσσονται, γύρω στα 1.5 εκατομμύρια ελαιόδεντρα, που παράγουν στα 10 ελαιοτριβεία 3.000 τόνους εξαιρετικής ποιότητας λάδι, που έχει κατοχυρωθεί με Προστατευόμενη Ονομασία Προέλευσης με απόφαση της Ε.Ε από το 1993.
(4) Και σ’ αυτόν τον ναό, όπως και σ’ όλους, υπάρχει πληροφοριακή πινακίδα μέσα σε κορνίζα, στην ελληνική και αγγλική. Είναι μια θαυμάσια πρωτοβουλία της μητρόπολης, που σπάνια συναντάμε.
(5) Η ανάβαση, χωρίς στάση, διαρκεί με χαλαρό ρυθμό 40‘, ενώ για την κατάβαση δεν απαιτούνται περισσότερα από 25-30 λεπτά. Η υψομετρική διαφορά της διαδρομής είναι 225 μέτρα.