Για το φυσικό περιβάλλον και τους κρυμμένους θησαυρούς της Ροδόπης θα μπορούσαν να γραφτούν ολόκληρα βιβλία. Εμείς, στο φθινοπωρινό οδοιπορικό μας, μένουμε έκθαμβοι από τα εκτυφλωτικά χρώματα των φυλλοβόλων δέντρων, ξεδιψάμε με νερό κρυστάλλινων πηγών, βαδίζουμε κατά μήκος της μεθοριακής γραμμής ως την κορυφή, θαυμάζουμε το μοναδικό για την ομορφιά του Παρθένο Δάσος Οξυάς στην Χαϊντού, ανακαλύπτουμε στα άδυτα του Αρκουδορέματος το απόκρυφο πέτρινο γεφυράκι του Λεωνίδα. Αποκομίζουμε την συνολική αίσθηση, ότι η Ροδόπη είναι ένας τόπος μαγικός, που κάθε φυσιολάτρης οφείλει να επισκεφθεί.

Περιπλάνηση στην καρδιά του διατηρητέου φυσικού μνημείου και ανάβαση στο Γυφτόκαστρο, τη μεγαλύτερη κορυφή της Θράκης
Για την οροσειρά της Ροδόπης, την κατ’ ουσίαν ομορφότερη βουνοχλωρίδα της Βαλκανικής, έχουμε ξαναμιλήσει, περπατώντας στα υπέροχα δάση του Φρακτού, μες από μονοπάτια, πρανή, αυχένες και δασωμένες στοές που ωραιότερα, δύσκολα μπορεί κανείς στον ελλαδικό χώρο ν’ ανακαλύψει.
Το παρθένο δάσος του Φρακτού είναι ένα από τα έξη σημαντικότερα δασοσυστήματα της εκτεταμένης βουνογραμμής της Ροδόπης, που καταλαμβάνουν το βόρειο τόξο των νομών Δράμας και Ξάνθης. Τα άλλα τέσσερα που ανήκουν στο νομό Δράμας είναι, το δάσος της Σημύδας, πάνω από το Παγωνέρι και την τεχνητή λίμνη του Νέστου, το δάσος της Ελατιάς, μετά τη Σκαλωτή και το Σιδηρόνερο, το δάσος της Μπαρτάκοβας, ανατολικά και βόρεια του Νέστου και το δάσος της Λεπίδας, όπου βρίσκονται τα μεγαλύτερα εργοτάξια ξυλείας της Μακεδονίας.
Το δάσος της Τσίχλας βρίσκεται στα όρια των νομών Δράμας και Ξάνθης και αναπτύσσεται παράλληλα με τη ροή του Αρκουδορέματος που πηγάζει από τη θρυλική Μαύρη Πέτρα.
Το τελευταίο αδιατάρακτο δάσος της Ροδόπης βρίσκεται ολόκληρο μέσα στα όρια του νομού Ξάνθης κι είν’ αυτό που έχει τη μεγαλύτερη ανάπτυξη τα τελευταία χρόνια. Αυτό είναι το περίφημο δάσος της Χαϊντού, που γεωφυσικά καλύπτει το μεγαλύτερο μέρος της ανατολικής Ροδόπης, με διάθεση ανάπτυξης τόσο στα ελληνικά όσο και στα βουλγάρικα εδάφη σχηματίζοντας το ελληνοβουλγαρικό Εθνικό Πάρκο της Ροδόπης που προστατεύεται από τη NATURA 2000.
Το μοναδικό περιβάλλον που απαρτίζουν οι εδαφολογικές συντεταγμένες, το ιδιαίτερο μικροκλίμα, οι βαθιές τομές των ποτάμιων δρόμων, η σχετική προσέγγιση με την θερμή ζώνη της Μεσογείου δέθηκαν στο άρμα της Ροδόπης και επώασαν αυτή την εξαιρετική χλωρίδα που τίναξε στα ύψη την πληθωριστική ποικιλία των δασών και τη μοναδική και ιδιαίτερη άγρια πανίδα που το προτίμησε και το ενοικεί.
Τα παρθένα δάση της Ροδόπης γεννήθηκαν, μεγάλωσαν και υπάρχουν ακόμη επειδή δεν βρίσκονται δίπλα σε πόλεις με ανθρώπους ολετήρες κι απορριματογενείς.
Δύσκολα θα φτάσει ως τα δάση αυτά η μέση αστική οικογένεια. Εδώ θάρθει σίγουρα το μάτι και η ψυχή του ανθρώπινου δυναμικού που θα στήσει το αντίσκηνο στις παρυφές του ονείρου για να ακροβατήσει στα χλωρολίβαδα της συγκίνησης και του δέους. Εδώ θα περάσει ο “αέρας” της ανθρώπινης ψυχής που θα πάρει -φεύγοντας- μαζί του τις εικόνες μαγείας μόνο, καθώς και τα σκουπίδια του υλικού του πολιτισμού. Και θ’ αφήσει την ανάσα του μονάχα και το βλέμμα, να κρέμεται ίσως σε ένα κλαδί σημύδας ή φτελιάς. Για να ξανάρθει και να τόβρει ατόφιο, κρεμασμένο όπως τ’ άφησε…
Μέχρι πριν λίγα χρόνια γνωρίζαμε ότι η μοναδική πύλη εισόδου στο δάσος της Χαϊντού ήταν ο Λειβαδίτης μέσω της Σταυρούπολης Ξάνθης. Τώρα, μπορεί να φτάσει κανείς και από το νέο δρόμο Ξάνθης – Δασικού Χωριού Ερύμανθου που διασχίζει μερικά από τα ωραιότερα δάση της Ευρώπης.
Η πιο κατάλληλη εποχή για να περιπλανηθεί κανείς στα μυστικά της Ροδόπης είναι το φθινόπωρο κι αυτό πρέπει να το πούμε, έστω κι αν κινδυνέψουμε να χαρακτηριστούμε υπερβολικοί, αφήνοντας τη δρόσο, τα φυλλώματα, τους μοναδικούς κρίνους και τα υγρά νάματα της άνοιξης κατά μέρος.
Η αφετηρία όλων των διαδρομών για το μπάσιμο στα απέραντα δάση βρίσκεται στο νεοσύστατο Δασικό Χωριό του Ερύμανθου.
Το δίκτυο των δρόμων είναι καταπληκτικό, άνετο και κατατοπιστικότατο. Παρόλ’ αυτά ένας χάρτης που έχει συντάξει με πολύ μεράκι το δασαρχείο είναι αναγκαίος και βοηθάει απεριόριστα, μπορώ να πω, τον περιηγητή.
Παίρνουμε το δρόμο που κινείται ευθεία στο πανέμορφο χινοπωρινό δάσος. Παραμυθένιες στοές από κλαδιά πυροκόκκινα και χρυσαφίζοντα μέλη σημύδων, οξιάς κι ερυθρελάτης κάνουν απότομη, συνεχή κι αδιατίμητη εμφάνιση κάτω από ένα οξύ, αυτοδιαλυόμενο και συντριπτικό φως, που το εξαϋλώνουν οι κορφές και οι κορμοί των δέντρων.
Αυτή η ομορφιά είναι τόσο απλόχερα χαρισμένη από τη φύση που θαρρείς πως θα σπάσει το κέλυφος της αιώνιας γαλήνης του τόπου και θα ξεχυθούν από μέσα του όλα τα ξωτικά, οι νεράϊδες και τ’ αερικά του δάσους.
Σταματούμε σε κάθε χαράδρωση του βουνού, σε κάθε αναφιλητό του αέρα και σε κάθε πτυχή της υδάτινης κυκλοφορίας που απεργάζεται την ευαρέσκεια των αισθήσεων για να απαριθμήσουμε ηχητικές σελίδες και όνειρα υπερβατικά από τον υπέροχο τόμο της ροδόπιας φύσης.
Σταματούμε σε πηγές και ανάβρες. Σταματούμε στην επιστήθια λάσπη που ανέβρασε η νυχτιά. Σταματούμε στις τρυφερές εικόνες των φυλλοροημάτων. Σταματούμε στα λαγκάδια των παραισθήσεων για να μεταλάβουμε των αχράντων μυστηρίων της αγριοτριανταφυλιάς, του βάτου και των αιώνιων μύρων που εκλύουν από τα σωθικά τους τα λιγνά κορμάκια των τρυφερών βοτανικών εφηβαίων.
Και συνεχίζουμε το ολόδραμα των ονείρων με συναρπαστική ακρίβεια γυμναστικών κινήσεων. Πάνω, κάτω, μέσα μας, ακονίζονται οι μουσικοί φθόγγοι, οι τριβόλοι και τ’ ακκόρντα της συμφωνίας των νερών.
Υπάρχουν σε κάθε διασταύρωση περίτεχνα ξύλινα πινακιδάκια που σε κατευθύνουν όπου θέλουν αυτά. Ένα από αυτά γράφει προς “Παρατηρητήριο – Θέση Θέας, Βοτανικό Κήπο”. Ακολουθούμε το ταπεινό βελάκι και μπαίνουμε σιγά-σιγά στην καρδιά των αλώβητων μυστηρίων του δρυμού. Το γήϊνο πάτωμα είναι περίτεχνο κι ολόγυρα η φύση στην πιο τέλεια ώρα της. Παραμερίζουμε κλαδιά, χρυσαφένια φυλλώματα και σκιόφωτες επιφάνειες περπατώντας στον μαλακό αυτό διάδρομο της ευδαιμονίας. Κι ενώ οι σιωπές του δάσους μας ακολουθούν καταπόδι ανοίγοντας στοές στη χρυσαφένια γαλήνη του αιώνιου αυτού Κήπου, μια τρισδιάστατη βοή αλλόκοτων πλασμάτων τερετίζει μες στην άπειρη ισορροπία της γαλήνης, σαν ομοβροντία που βγαίνει μέσα από τα σπλάχνα της δασικής μήτρας και μας καθηλώνει. Γυρνάμε το βλέμμα στα πρανή της συντριπτικής βοής κι ίσα που καταφέρνουμε να το εστιάσουμε στον υπέροχο κι αέρινο τριποδισμό μιας φαμελιάς ζαρκαδιών, που ίπτανται πάνω από το ξερό χαλί των φυλλωμάτων με μια κίνηση άπειρης ομορφιάς.
Γυρίζουμε αμίλητοι στο σημείο της αρχικής παράκαμψης.
Κι αφού ολοκληρώσουμε την περιήγησή μας στο ατέλειωτο σύστημα των βοτανικών αξιών, παίρνουμε το δρόμο για το Γυφτόκαστρο που οδηγεί σε 12 χιλιόμετρα στη θέση Παγοκρύσταλλα, από όπου θα αρχίσει η ανάβαση για την κορυφή.
Εδώ σε αυτό το τετράσταυρο ξαφνιαζόμαστε από το χτιστό κυκλικό σκάλωμα με τις πέτρινες αναβαθμίδες του με την επαρκέστατη σηματοδότηση κι από το οποίο εισχωρούμε στον αειφόρο πλούτο του βουνού.
Βρισκόμαστε σε υψόμετρο 1.460 μ. Πίσω μας χαράζει η δασωμένη κορυφή της Χαϊντού, που έχει υψόμετρο 1.608 μ. και στην κορυφή της ίσα που φαίνεται το πυροφυλάκιο, έτσι όπως πνίγεται μέσα στην πυκνή μάζα των κωνοφόρων.
Ο δρόμος συνεχίζει για άλλα δύο χιλιόμετρα ώσπου να φτάσει στον πυρήνα του παρθένου δάσους. Αλλά γι αυτό θα μιλήσουμε παρακάτω.
Τώρα ανηφορίζουμε με ήπιες και γλυκιές κλίσεις και πάνω στη φυλλοστρωμνή της δασικής οξιάς. Τα δέντρα ορθώνονται πελώρια και σε συστάδες δεκάδων πανύψηλων κι ευθυτενών κορμών. Το μονοπάτι δίκαια θεωρείται ως ένα από τα εξοχότερα δείγματα χάραξης και κατασκευής από τη δασική Υπηρεσία της Νομαρχίας Ξάνθης. Το μελέτησε με τόση προσοχή και μεράκι, που μπορεί να το βαδίσει οποιοσδήποτε. Διασχίζουμε ένα από τα ωραιότερα και πιο ζωντανά τμήματα του ροδόπιου δρυμού σε μια αέναη πλαγιά σπαρμένη θαύματα και πηγαία αρώματα.
Σε μισή ώρα βγαίνουμε από το δάσος της οξιάς, ενώ γύρω μας ξεμπουκάρει ένας απίστευτος βοτανικός κήπος από λογής υπέροχα πρέμνα, κέδρα, αγριομολόχες, βολίτες και κρίνους.
Απέραντες κοιλάδες, πτυχές και λιοδρόμια ξανοίγουν επάνω στις θαλερές κυματωσιές των κορυφών της Ροδόπης. Το μονοπάτι, πάντα χαραγμένο σωστά και σηματοδοτημένο επίμονα, διαρκώς τραβάει τώρα μιαν ευθεία κατά μήκος των ελληνοβουλγαρικών συνόρων κερδίζοντας ήπια το υψόμετρο της κορύφωσης. Ελεύθερα άλογα χλιμιντρίζουν δεξιά κι αριστερά μας. Άλογα δίχως πατρίδα που βόσκουν από τη χλόη και των δύο χωρών.
Μπροστά μας υψώνεται μια στρογγυλή ξεδάσωτη κορυφή που την τραβερσάρουμε από αριστερά. Υστερα ξαναμπαίνουμε στο δάσος της οξιάς για να το διαβούμε σχεδόν από το σύνορό του. Το μονοπάτι χαμηλώνει και περνάει πια μέσα από μοναδικής ομορφιάς λιβαδωτά και χλοώδη εκτάρια που γαληνεύουν το ατιθάσευτο βλέμμα.
Οι οξιές γυμνώνουν από φύλλα, αλλά περίεργα κρατούν σπόρους και καρπίδια κατακόκκινα. Πουθενά αλλού δεν έχουμε δει οξιές με καρπούς και μάλιστα κόκκινους, να φλογίζονται μεσίστια κρεμασμένοι από το γαλάζιο στερέωμα.
Συνεχίζουμε τη διάσχιση του λειμώνα αφού τα κόκκινα βελάκια στις πέτρες ή στα δέντρα μας κατευθύνουν στο σύνορο με το δάσος. Εδώ βρίσκεται το δασοόριο της οξιάς. Το μπάσιμο στο τελευταίο δάσος είναι παραμυθένιο, καθώς οι γυμνές πλέον, λόγω υψομέτρου, οξιές με τα πανύψηλα φιλντισένια κορμιά τους δίνουν μιαν άλλη διάσταση στο ύφος του φθινοπώρου αφήνοντας διάτρητες στοές, μες από τις οποίες το βάδισμα γίνεται συναρπαστικό, σαγηνευτικό.
Περνώντας κάτω από τα αμέτρητα αυτά υπόλευκα τεύχη της δασοχλωρίδας με κάμποσα ζικ-ζακ φτάνουμε ξαφνικά κι απότομα σε ένα ξέφωτο, μάλλον φτιαχτό. Δεξιά κι αριστερά μας τραβάει μια λουρίδα ξουρισμένης γης, γυμνής από δέντρα, που έχει δημιουργηθεί προφανώς από τότε που εδώ μαίνονταν οι κραυγές του πολέμου του 12-13.
Βρισκόμαστε απάνω ακριβώς στην παλιά συνοριακή λουρίδα της ελληνοβουλγαρικής τομής. Η λουρίδα αυτή είναι σκανδαλωδώς φαρδιά και σημαίνεται στη μέση της με μια τσιμεντοκολώνα, στη δυτική επιφάνεια της οποίας φαίνεται καθαρά το Ε και στην ανατολική το BG, της Βουλγαρίας δηλαδή το εθνογραμμόσημο. Η λουρίδα του φαλκιδευμένου δάσους ανεβαίνει ταυτόχρονα μέχρι την κορυφή, καθώς οι οξιές σταματούν λίγο πριν πατήσουμε την κορυφή. Εδώ έχει λίγο ζόρικο ανέβασμα που όμως δεν κρατάει πολύ. Η αποζημίωση όμως σαν φτάνουμε στην κορυφή είναι καταλυτική. Η στρογγυλεμένη κορυφούλα του Γυφτόκαστρου, με υψόμετρο 1.827 μ., γυμνώνεται ξαφνικά και μας απονέμει το αριστείο μιας πολυσήμαντης θέας υποδαυλίζοντας τη μαγεία των αισθήσεων και την ηδονική αποτίμηση του ορεινού μεγαλείου.
Όμως ελάχιστα μέτρα πριν πατήσουμε την κορυφή του Γυφτόκαστρου περνάμε μέσα από τη χωσιά μιας βαθιάς τομής, που δεν είναι άλλη από την ξεχασμένη πέτρινη κρηπίδα της οχύρωσης των συνοριακών γραμμών. Πολυβολεία, θέσεις μάχης, τρύπες, αναβαθμοί και υπόγειες στοές συνθέτουν μιαν αύλακα μυστηρίου και ιστορικής διαμάχης.
Μας πήρε για να φτάσουμε ως εδώ, το καθαρό μονοπάτι, δυό ώρες παρά ένα τέταρτο. Αφού αυτοπροσδιοριστούμε, ως γεωγραφικό στίγμα, ανορθώνουμε το βλέμμα για να ξεδιαλύνουμε τι βλέπουμε ολόγυρά μας.
Έτσι, κατά το βορρά, φαίνονται οι αλλεπάλληλες βαθιές αυλακώσεις πολλών βουλγάρικων βουνών. Ανατολικά μας ξεχωρίζει ο χαμηλός ορεινός όγκος του Παπίκιου, πάνω από την Κομοτηνή και στην ευθεία πίσω του διαγράφεται το ακόμη χαμηλότερο Δέρειο. Λίγο νοτιότερα βγαίνει από τα σύννεφα ένας απότομος και μικρός κώνος που είναι το Φεγγάρι της Σαμοθράκης. Εντελώς νότια ξεχωρίζει το ευρύ στέρνο της Θάσου και δυτικότερα ο μυτερός κώνος του Αγιονόρους. Στα δυτικά μας καμπυλώνει ο αρκετά ψηλότερος όγκος του Φαλακρού, ενώ δίπλα του, όπως φαίνεται από δω, διαγράφει μια ξεκάθαρη οριζόντια τομή, το Παγγαίο. Η διαυγής ατμοσφαιρική διάσταση μας καθηλώνει στο Γυφτόκαστρο παραπάνω από το κανονικό, αφού πρέπει να κατηφορίσουμε και να συνεχίσουμε την πορεία μας μέχρι το Παρθένο δάσος, ώστε να ολοκληρωθεί ένα τμήμα της σημερινής διάσχισης της Χαϊντού. Αυτό που έχουμε προγραμματίσει.
Η επιστροφή, με την υπέροχη κλίση που έχει το μονοπάτι είναι απολαυστικότατη. Άλλο βλέμμα, άλλη διάσταση του ορίζοντα. Τα χρώματα γλυκαίνουν από την κατολίσθηση του ήλιου, τα φύλλα κοκκινίζουν περισσότερο και το δάσος γίνεται ωριμότερο, αποβάλλοντας εκείνα τα σκληρά κάθετα διαγράμματα του φωτός.
Eπιστρέφοντας στην αφετηρία του μονοπατιού παίρνουμε το δρόμο που φεύγει δεξιά μας προκειμένου να προσεγγίσουμε τον πυρήνα του παρθένου δρυμού, όπου ζει κι αναπνέει ένα από τα ωραιότερα, διατηρητέα φυσικά μνημεία των Βαλκανίων.
Οι ήχοι που αναδύονται από τις κλιτύες και τις ρεματιές του δάσους και βγαίνουν μέσα από τα σπλάχνα της γης, οι δασικές πνοές, τα ηχερά κελαηδίσματα κι οι μετάξινες ροές των νερών μας προσγειώνουν σε μια πραγματικότητα μαγική και θεσπέσια, εντελώς διαφορετική από αυτή που νιώθαμε ανεβαίνοντας το μονοπάτι για το Γυφτόκαστρο. Όπως και να το κάνουμε η διείσδυση και το περπάτημα μέσα σε ένα τέτοιο πολυπλόκαμο δρυμό, και με μια άπειρη ποικιλία βοτανικών ειδών να μας συνοδεύει, είναι κατά πολύ ανώτερο και αισθησιακότερο από κάθε άλλη εξοχική επιλογή.
Τα δύο χιλιόμετρα διαρκούν πολύ λίγο για μια τέτοια ξεκούραστη διαδρομή, όταν φτάνουμε στην είσοδο του δασικού προμαχώνα που ανοίγει σαν βεντάλια τις προκλήσεις του και αρχίζει αναπάντεχα να μας μυεί στα μυστήρια της αλώβητης και παρθένας δασικής ζωής.
Βρισκόμαστε σε υψόμετρο 1.540 μ. και μπροστά μας δυναμώνει ένα αλλιώτικο και πρωτοπορειακό φως που βγαίνει κατευθείαν μέσα από τις κάθετες ροές των διϋλισμένων ακτίνων που μεταμορφώνονται από τις εκτυφλωτικές διαστάσεις των φιλντισένιων κορμών. Μπαίνουμε με κάθε προφύλαξη γι αυτό που θα συναντήσουμε, σιωπώντας κι ακουρμαίνοντας τους προαιώνιους σφυγμούς και τις λαχταριστές ανάσες ετούτης της παραμυθένιας φύσης. Οι πελώριες οξιές πάνω στην ώρα που ξεφλουδίζουν τα φυλλένια τους μαλλιά κι αφήνουν να υψωθεί ο ακέραιος και περιούσιος λόγος τους, έτσι όπως τον ύφανε και τον έπλεξε η μοίρα ετούτου δω του τόπου, μας αφήνουν άφωνους κι εκστατικούς.
Περιφερόμαστε σα χαμένοι μέσα σε έναν κύκλο με διάμετρο πεντακοσίων περίπου μέτρων, μέσα στον οποίο η σφιχτή και ακύμαντη συστάδα αυτών των κορμών σε συνδυασμό με τον επιδαπέδιο φυλλένιο τάπητα, τις μικρές κυματοειδείς πτυχές του εδάφους και τις διαρκείς και πυκνές φυλλοπτώσεις υφαίνουν έναν ιστό απαράμιλλης σαγήνης και φυσικής ευδαιμονίας που δεν έχουμε ξανανιώσει.
Θα το ξαναπώ! Δεν έχουν δει τα μάτια μου κι ούτε ακροάστηκε η ψυχή μου τέτοια θαύματα, με τέτοιες ενοράσεις…
Το αδιατάρακτο δάσος της Χαϊντού, με όλο το ανάπτυγμα που διαθέτει και σε παράλληλη και ευθεία συμπλοκή με το παρθένο δάσος του Φρακτού που βρίσκεται απέναντί του είναι μια από τις μαγικότερες και κορυφαίες ώρες της ευρωπαïκής φυσικής λαγνείας, που ευτυχώς διατηρείται αλώβητο κι ωραιοτόκο.
Πώς ύστερα από μια τέτοια ψυχική διάσχιση να γυρίσεις στον μοιραίο κόσμο των περίπλοκων και ασταθών ανθρώπινων σχέσεων που διαμορφώνονται κάτω από τις ανάλγητες επιταγές και τα ηθικά διαγράμματα της “κοσμικής” ζωής;
Το διατηρητέο μνημείο της Χαϊντού μας δίδαξε το αληθινό νόημα της ζωής που είναι κρυμμένο βαθιά μέσα στον σφυγμό της δασικής πνοής και στον φλοιό της παρθένας γης και του γάργαρου νερού.
Κι από τέτοια είναι πάμπλουτη η φύση της Ροδόπης