Δύο από τα ομορφότερα Ελληνικά βουνά, ο Κίσσαβος στη Θεσσαλία και ο Πάρνωνας στην Πελοπόννησο, έχουν την ίδια ατυχία. Ζουν μόνιμα στη σκιά των διάσημων γειτόνων τους, του μυθικού Όλυμπου και του μεγαλόπρεπου Ταΰγετου. Οι φημισμένες κορυφές του Μύτικα και του Προφητηλία σχεδόν μονοπωλούν το ενδιαφέρον των Ελλήνων και ξένων ορειβατών, που, από τα ανεμοδαρμένα ύψη τους, απλά αγναντεύουν με συγκαταβατικότητα τις χαμηλότερες κορυφές του Κίσσαβου και του Πάρνωνα.
Ούτε εμείς αποτελέσαμε εξαίρεση. Πολύ πριν γνωρίσουμε – και εκτιμήσουμε – τον Κίσσαβο, ονειροπολήσαμε στις πανύψηλες κορυφές του βουνού των αρχαίων θεών και πριν γαληνέψουμε στα μονοπάτια του Πάρνωνα, νιώσαμε το αλύπητο μαστίγωμα του παγωμένου βοριά στις πλαγιές της “Πυραμίδας”. Τον Πάρνωνα αρκούμασταν, όπως οι περισσότεροι, να τον διασχίζουμε με το αυτοκίνητο. Ποτέ ένα σημείο του δεν είχε αποτελέσει τον κύριο προορισμό μας. Ως τη στιγμή που ο Κυριάκος Παπαγεωργίου, αυτός ο ακάματος “ανιχνευτής” μας, μας μίλησε για τα Τσίντζινα, τον ορεινό οικισμό του κεντρικού Πάρνωνα με τη σημερινή ονομασία “Πολύδροσο”. Υπήρχε εκεί ένα φιλόξενο κατάλυμα στεγασμένο στο Δημοτικό Σχολείο του 19ου αιώνα. Υπήρχε ένα χωριό πετρόχτιστο. Υπήρχαν ολόγυρα σηματοδοτημένα μονοπάτια. Και υπήρχε ακόμη μια φύση αυθεντική, μακρυά από το ρεύμα του μαζικού τουρισμού. Ήταν αυτά ακριβώς που αναζητούσαμε για μια πρώτη μας γνωριμία με τον Πάρνωνα…
Δύο από τα ομορφότερα Ελληνικά βουνά, ο Κίσσαβος στη Θεσσαλία και ο Πάρνωνας στην Πελοπόννησο, έχουν την ίδια ατυχία. Ζουν μόνιμα στη σκιά των διάσημων γειτόνων τους, του μυθικού Ολύμπου και του μεγαλόπρεπου Ταΰγετου. Οι φημισμένες – και πολλές φορές δύστροπες και επικίνδυνες – κορυφές του Μύτικα και του Προφητηλία σχεδόν μονοπωλούν το ενδιαφέρον των Ελλήνων και ξένων ορειβατών, που, από τα ανεμοδαρμένα ύψη τους, απλά αρκούνται να αγναντεύουν με συγκαταβατικότητα τις χαμηλότερες κορυφές του Κισσάβου και του Πάρνωνα.
Ούτε εμείς καταφέραμε να ξεφύγουμε αρχικά από τη μαγνητική έλξη του Ολύμπου και του Ταΰγετου. Πολύ πριν γνωρίσουμε – και εκτιμήσουμε – τον Κίσσαβο, ονειροπολήσαμε στις πανύψηλες κορυφές του θρυλικού βουνού των αρχαίων θεών και πριν γαληνέψουμε στα μονοπάτια του Πάρνωνα, νιώσαμε το αλύπητο μαστίγωμα του παγωμένου βοριά στις πλαγιές της «Πυραμίδας». Τον Πάρνωνα αρκούμασταν, όπως οι περισσότεροι, να τον διασχίζουμε με το αυτοκίνητο και πάντα παρεπιπτόντως, στη διαδρομή μας για κάποια άλλη περιοχή. Ποτέ ένα σημείο του Πάρνωνα δεν είχε αποτελέσει τον κύριο προορισμό μας. Ως τη στιγμή που ο Κυριάκος Παπαγεωργίου, αυτός ο ακάματος «ανιχνευτής» μας, μας μίλησε για τα Τζίτζινα, τον ορεινό οικισμό του κεντρικού Πάρνωνα με τη σημερινή ονομασία «Πολύδροσο». Υπήρχε εκεί ένα φιλόξενο κατάλυμα στεγασμένο στο Δημοτικό Σχολείο του 19ου αιώνα. Υπήρχε ένα χωριό πετρόχτιστο και αθέατο. Υπήρχαν ολόγυρα σηματοδοτημένα μονοπάτια. Και υπήρχε ακόμη μια φύση αυθεντική και αμόλυντη από το ρεύμα του μαζικού τουρισμού. Ήταν αυτά ακριβώς που αναζητούσαμε για μια πρώτη μας γνωριμία με τον Πάρνωνα…
ΞΕΝΩΝΑΣ «ΣΧΟΛΑΡΧΕΙΟ» ΣΤΑ ΤΣΊΤΖΙΝΑ
– Ο ξενώνας μας δεν διαθέτει δορυφορική τηλεόραση, κλιματισμό και υδρομασάζ, μου λέει στο τηλέφωνο ο Αντώνης Παπανικολάου. Εδώ πάνω δεν τα χρειαζόμαστε. Σας εγγυόμαστε όμως πως θα βρείτε γαλήνη, καλή μουσική, ανθρώπινη ζεστασιά και φιλοξενία σαν στο σπίτι σας. Το περιοδικό και τη δουλειά σας τα γνωρίζω. Θα είναι μεγάλη χαρά να σας έχουμε κοντά μας.
Ο τόνος της φωνής του είναι ευγενικός και ανοιχτόκαρδος, από την πρώτη στιγμή μας προδιαθέτει ευχάριστα.
– Φροντίστε μόνον να ξεκινήσετε νωρίς από τη Θεσσαλονίκη. Αξίζει να πρωτοαντικρύσετε τα Τζίτζινα στο φως του δειλινού.
Πολύ θα το θέλαμε κι εμείς να ξεκινήσουμε νωρίς, μα δεν καταφέρνουμε να αποχαιρετήσουμε τη Θεσσαλονίκη πριν από το απομεσήμερο. Μακρύ ταξίδι μπροστά μας, άγνωστος προορισμός, καινούργια τοπία και άνθρωποι μας περιμένουν για να εμπλουτίσουν για να εμπλουτίσουν τις εμπειρίες μας. Τι παραπάνω μπορεί να επιθυμήσει ένας φανατικός ταξιδευτής;
Αθήνα, Αττική Οδός με άρωμα Ευρώπης, σήραγγα Αρτεμισίου με το τελευταίο φως, νυχτώνουμε στην Τρίπολη. Παίρνουμε τον δρόμο για τη Σπάρτη και μελετάμε τον αναλυτικό χάρτη των εκδόσεων «ROAD» (ΠΑΡΝΩΝΑΣ 1: 50.000). 13 χιλιόμετρα πριν από τη Σπάρτη και 677 από τη Θεσσαλονίκη, εγκαταλείπουμε το κεντρικό οδικό δίκτυο και στρίβουμε αριστερά. Στα 3,5 χλμ. κατευθυνόμαστε δεξιά για Βασαρά, Βέροια και Τσίντζινα, που στις πινακίδες αναφέρονται κυρίως ως Πολύδροσο. Στροφές, τοπίο νυχτερινό, διαγράφονται χαμηλοί όγκοι βουνών και ρεματιές πλούσια δασωμένες, η κίνηση στο δρόμο είναι περίπου ανύπαρκτη, μόνον στη μικρή πλατεία στη Βέροια είναι ανοιχτό και γεμάτο κόσμο ένα ωραίο ταβερνάκι. Πιο πολύ για να γνωρίσουμε τους ανθρώπους παρά για να επαληθεύσουμε την πορεία μας, σταματάμε και ρωτάμε: – Πάμε καλά για Τσίντζινα;
– Καλά πάτε, είναι στο δρόμο σας, μας απαντάνε ευγενικά. Καθίστε όμως δύο λεπτά να πιείτε ένα κρασάκι.
– Μιαν άλλη φορά, το υποσχόμαστε. Απόψε όμως μας περιμένουμε στα Τσίντζινα.
Μετά τα Βέροια ο χάρτης επισημαίνει γραφική διαδρομή, μα μέσα στη νύχτα τι να καταλάβεις;
Νέες στροφές, νέα σκοτεινά χιλιόμετρα, ανηφορίζει για λίγο ο δρόμος και ξαφνικά, εντελώς απρόσμενα, σαν νάναι μεταξύ τους συνεννοημένες, ενώνονται οι βουνοκορφές σ’ έναν μεγάλο κύκλο. Στο βάθος και στις πλαγιές της φυσικής αυτής χοάνης, διάσπαρτα εδώ κι εκεί μες το σκοτάδι, λαμπυρίζουν τα φωτάκια του χωριού.
Ο δρόμος κατηφορίζει για λίγο, διασχίζει στενός τα πρώτα σπίτια και, τη στιγμή που το οδόμετρο δείχνει 702 χιλιόμετρα ακριβώς, φτάνουμε στο κέντρο του χωριού.
Μια καλοφτιαγμένη πέτρινη σκάλα μας οδηγεί στην κυκλική, πλακόστρωτη πλατειούλα. Τέσσερα υψηλόκορμα αλλά όχι γέρικα πλατάνια την καλύπτουν με πυκνά κλαδιά και πλούσια φυλλώματα. Μικροί προβολείς κρυμμένοι ανάμεσά τους κοσμούν τα φυλλώματα με μικρές εστίες θαμπού φωτός, που χαρίζουν στην πλατεία μιαν εικόνα πολύ ρομαντική. Στο νότιο τμήμα της πλατείας και λίγο χαμηλότερα ορθώνεται η πετρόχτιστη εκκλησία της Παναγίας. Το κτίριο όμως που δεσπόζει με τον όγκο του στο χώρο είναι ο ξενώνας «Σχολαρχείο», στο βόρειο τμήμα της πλατείας. Πάνω από το υπέρθυρο της κεντρικής εισόδου μια εντοιχισμένη μαρμάρινη πλάκα αναγράφει: «ΔΗΜΟΤΙΚΟ ΣΧΟΛΕΙΟ ΑΡΕΝΩΝ. ΑΝΕΓΕΡΘΗ ΔΑΠΑΝΑΙΣ ΤΟΥ ΦΙΛΟΠΑΤΡΙΔΟΣ ΙΩΑΝΝΟΥ ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ 1891».
Ο μεγάλος αυτός ευεργέτης του χωριού μετανάστευσε στην Αίγυπτο και ανέπτυξε σπουδαία επιχειρηματική δράση στις βαμβακοφυτείες, όπου έφτασε να απασχολεί πολλές εκατοντάδες ντόπιων εργατών. Πολλοί ακόμη Τσιντζινιώτες, μετά την απελευθέρωση του τόπου από τους Τούρκους, μετανάστευσαν με κύριους προορισμούς την Αίγυπτο και την Αμερική, όπου έκαναν σημαντικές περιουσίες. Στην Αίγυπτο εξακολουθούν ακόμη να υπάρχουν μερικοί, που σπάνια όμως επιστρέφουν στο χωριό. Πολυπληθέστερη και δυναμικότερη είναι η Αμερικανική κοινότητα των Τσιντζίνων, που με τις νεότερες γενιές αριθμεί πάνω από 500. Υφίσταται μάλιστα ενεργό club, που τα μέλη του συναντώνται κάθε χρόνο στο Jamestown της Ν. Υόρκης την τελευταία εβδομάδα του Ιουλίου. Πολλοί απ’ αυτούς κρατούν κάθε καλοκαίρι ένα μέρος των διακοπών τους για τα Τσίντζινα.
– Καλώς τους, καλώς τους! Φωνάζει χαρούμενα ο Αντώνης. Αργήσατε λίγο για τον απογευματινό καφέ αλλά φτάσατε έγκαιρα για το βραδινό κρασάκι.
Η θερμή υποδοχή του Αντώνη συνοδεύεται από τη ζεστασιά της εξαιρετικής αίθουσας με τον διακριτικό φωτισμό, την άριστη επένδυση ξύλου και τις αναπαυτικότατες γωνιές. Είναι ολοφάνερο, πως στο παλιό σχολείο του χωριού, που μισό αιώνα από την ίδρυσή του σταμάτησε τη λειτουργία του, κάποια χέρια δούλεψαν με μεθοδικότητα και αγάπη. Και, μολονότι εδώ και 65 χρόνια έχουν πάψει να ακούγονται οι παιδικές φωνές, το ιστορικό τριώροφο κτίριο εξακολουθεί να επιζεί και συνεισφέρει στον τόπο με την νέα του ιδιότητα. Καθώς οι πρώτες φλόγες τυλίγουν τα κούτσουρα, οι επισκέπτες του Σχολαρχείου μαζεύονται σιγά-σιγά γύρω απ’ το μεγάλο τζάκι, όπως κάποτε μαζεύονταν γύρω από το δάσκαλό τους οι μαθητές.
Μια απαλή, νοσταλγική μουσική είναι διάχυτη στη μεγάλη αίθουσα. Καθόμαστε για λίγο στο καναπεδάκι μπροστά στα πανοραμικά παράθυρα, που έχουν άμεση θέα στην πλατεία με τον υπέροχο φωτισμό. Το μεσημέρι εγκαταλείπουμε τη ζεστή Θεσσαλονίκη και το επίπεδο της θάλασσας. Οχτώμιση ώρες μετά βρισκόμαστε σ’ αυτό τον γαλήνιο τόπο στην αγκαλιά του Πάρνωνα, σε υψόμετρο 1000 μέτρων με αναμμένο τζάκι.
– Έχουμε όλη τη νύχτα μπροστά μας για ονειροπολήσεις, λέει ο Αντώνης. Προέχει να γιορτάσουμε την άφιξή σας μ’ ένα καλό κρασάκι.
Κάτω ακριβώς από τον ξενώνα μια μεγάλη πετρόχτιστη πηγή κελαρύζει ασταμάτητα.
Αμέσως μετά είναι η ταβέρνα της Μάντως με τον ωραίο υπαίθριο χώρο, που, δυστυχώς, το ψυχρό βοριαδάκι την νυχτερινή τούτη ώρα τον κάνει αφιλόξενο. Είναι προτιμότερο το περιποιημένο εσωτερικό με το αναμμένο τζάκι.
Η παρουσία της Μάντως τα τελευταία 24 χρόνια είναι κεφάλαιο πολύτιμο για τα Τσίντζινα, αφού το ταβερνάκι της μένει ανοιχτό και τους χειμώνες. Πληθωρική, εξωστρεφής και αεικίνητη, πολύ γρήγορα μας γοητεύει με τη μαγειρική της. Αρχικά με νοστιμότατα γιαπράκια και πιτάκια και αμέσως μετά με δυο τεράστιες πιατέλες, που περιέχουν χοντρά μακαρόνια εκπληκτικά και «πρωτογιάχνι». Είναι δε το πρωτογιάχνι αρνάκι μικρο σε κομματάκια, τσιγαρισμένο με λάδι και βουτηγμένο σε πελτέ ντομάτας. Η γεύση του είναι απλά απερίγραπτη, ελάχιστα όμως θα το συνιστούσα σε όσους κάνουν δίαιτα. Κοιτάζω με απορία τις απίστευτες ποσότητες μέσα στις δύο πιατέλες.
– Γιατί τόση σπατάλη; Ρωτάω τον Αντώνη. Είναι αδύνατον να καταναλωθούν από τρεις ανθρώπους όλα αυτά.
– Έτσι σερβίρουν εδώ, μου απαντάει ο φίλος μας. Είναι συνηθισμένο να μένει φαγητό.
– Αν δε σας φτάσει, έχω και κόκορα κοκκινιστό, λέει εύθυμα η Μάντω.
Τιμούμε όσο μπορούμε τις εξαίσιες αυτές γεύσεις και τις συνοδεύουμε με θαυμάσιο Νεμεάτικο κρασί. Παρ’ όλες όμως τις φιλότιμες προσπάθειές μας οι πιατέλες δεν αδειάζουν.
– Ας πιούμε κανένα ποτό μήπως χωνέψουμε, λέει αργότερα στον ξενώνα ο Αντώνης.
Η νύχτα κυλάει αργά, τα κούτσουρα αντέχουν, θυμάται ο φίλος μας τα χρόνια της Αθήνας, πρώτα τις σπουδές, ύστερα το ανελέητο τρέξιμο στο στίβο της ζωής και μετά, πεντέξι χρόνια πριν, την τυχαία επίσκεψη στα Τσίντζινα με φίλους. Αυτό ήταν! Ο τόπος τον μάγεψε και τον κέρδισε οριστικά. Από το 2000 στον Ξενώνα «Σχολαρχείο», ο Αντώνης Παπανικολάου δίνει έναν άλλο αγώνα, διαφορετικό από τους προηγούμενους αλλά εξίσου απαιτητικό. Τουλάχιστον όμως έχει τη γαλήνη του κι έναν σύμμαχο σπουδαίο: τον εαυτό του.
ΜΙΑ ΠΡΩΤΗ ΓΝΩΡΙΜΙΑ ΜΕ ΤΗΝ ΠΕΡΙΟΧΗ
Η μέρα ξημερώνει ανέφελη, ώσπου όμως να φανεί ο ήλιος απ’ τα βουνά η ψύχρα του Σεπτέμβρη είναι διαπεραστική, το βοριαδάκι σείει δυνατά τα πλατανόφυλλα. Αργότερα διεισδύουν απ’ τα φυλλώματα οι ακτίνες, ο αέρας καταλαγιάζει, στο φως της μέρας αποκαλύπτεται η πλατεία ειδυλλιακή και ελκυστική.
– Ας πιούμε στη φύση τον καφέ μας, προτείνω στον Αντώνη.
Το ισόγειο του ξενώνα, στη συνέχεια της πλατείας, είναι διαμορφωμένο σ’ ένα ωραιότατο καφέ-μπαρ με πολλά υπαίθρια τραπεζάκια, που γνωρίζουν μέρες ακμής σ’ όλη τη θερινή περίοδο από το πρωί ως τη νύχτα. Ξεκινάει λοιπόν η μέρα με τα τιτιβίσματα των πουλιών και τον ασίγαστο ήχο του νερού από την πετρόχτιστη πηγή. Το χωριό ξυπνάει σιγά-σιγά, ακούγονται οι πρώτες καλημέρες, τα καφενεία του ανοίγουν για τον πρωινό καφέ, δύο-τρία αγροτικά αυτοκίνητα διασχίζουν το δρόμο κάτω απ’ την πλατεία.
– Μέρα με τη μέρα ο κόσμος λιγοστεύει, παρατηρεί ο Αντώνης. Το καλοκαίρι τέτοια ώρα ήταν γεμάτη η πλατεία. Μετά από λίγο καιρό οι μόνιμοι κάτοικοι θα μετριούνται στα δάχτυλα, θα απομείνουν ελάχιστοι να «φυλάνε Θερμοπύλες». Όπως όλα σχεδόν τα ορεινά χωριά έτσι και τα Τσίντζινα θα περιμένουν τους επισκέπτες της Παρασκευής και του Σαββατοκύριακου για να ζωντανέψουν.
Διακρίνω ένα τόνο μελαγχολίας στη φωνή του. Δεν έχει άδικο. Για κάποιους το φθινόπωρο είναι μια εποχή ρομαντική, για κάποιους άλλους όμως είναι ο προάγγελος του μακρύ και σιωπηλού χειμώνα.
– Ας περιηγηθούμε κάποια άλλη ώρα το χωριό, μου λέει η Άννα. Θα ήθελα πρώτα να γνωρίσουμε τη γύρω περιοχή.
Ανηφορίζουμε για λίγο προς την έξοδο του οικισμού και αμέσως αποκαλύπτεται μπροστά μας όλη η γοητεία του λεκανοπεδίου των Τσιντζίνων. Μοιάζει μ’ έναν πελώριο κρατήρα, που όλο σχεδόν το κοίλο τμήμα του καταλαμβάνει ο οικισμός, ενώ τα ανώτερα σημεία και τις κορυφές διαφεντεύει η φύση με πυκνά δάση κυρίως ελάτων.
Ως το μεσημέρι πραγματοποιούμε ποικίλες οδικές διαδρομές, άλλοτε με κατεύθυνση Δ προς τα Βέροια, άλλοτε με κατεύθυνση Β προς τον ωραίο οικισμό της Βαμβακούς και άλλοτε με κατεύθυνση ΒΑ και Α, προς την θεαματική και γραφικότατη Καστάνιτσα και τον Αγ. Βασίλειο. Ο Πάρνωνας ξεδιπλώνεται σ’ όλο του το φυσικό μεγαλείο, με απέραντα ελατοδάση, ξέφωτα και θέσεις θέας, ρεματιές, χλοερά βοσκοτόπια και χαράδρες, ομαλές ή απότομες κορυφές. Σε αρκετά σημεία το Δασαρχείο Σπάρτης έχει δημιουργήσει ωραίους χώρους αναψυχής ή έχει αξιοποιήσει με τον καλύτερο τρόπο τους πλούσιους υδάτινους πόρους του βουνού, κατασκευάζοντας δίπλα στο δρόμο καλαίσθητες πέτρινες πηγές με γάργαρο νερό που ρέει διαρκώς, αληθινή ευτυχία για τον περιηγητή ή πεζοπόρο. Σ’ ένα σημείο του δάσους, μερικά χιλιόμετρα πάνω από τα Τσίντζινα, μας εντυπωσιάζουν οι χαρακτηριστικοί πανύψηλοι και ευθυτενείς κορμοί των μαυρόπευκων. Είναι μια πειραματική επιφάνεια (από τις 4-5 συνολικά) που έχει δημιουργηθεί το 1970 από το Ινστιτούτο Δασικών Ερευνών, όπου, εκτός των άλλων παρατηρήσεων, μετράται και η ετήσια αύξηση των δέντρων.
Παράλληλα με τα δέντρα μεγάλης ηλικίας από παντού ξεπροβάλλουν μικρά αυτοφυή έλατα και πεύκα. Είναι εξαιρετική η φυσική αναγεννητική ικανότητα του Πάρνωνα και δίκαια έχει αποκληθεί «το θηλυκό βουνό», σε αντίθεση με τον Ταΰγετος, που είναι το «αρσενικό βουνό» της Πελοποννήσου. Από αρκετά σημεία του οδικού δικτύου ξεκινούν καλοστρωμένοι δασικοί δρόμοι, που οδηγούν σε αθέατα σημεία του δάσους με καθολική γαλήνη και σπάνια ομορφιά. Είναι φανερό, πως θα χρειασθούν πολλά άρθρα και ατελείωτες ώρες πεζοπορίας, για να αποδοθεί σφαιρικά και με πιστότητα η μαγεία αυτού του βουνού.
Επιστρέφουμε το απομεσήμερο, γοητευμένοι απ’ αυτή την πρώτη και «εξ’ απαλών ονύχων» επαφή με τον Πάρνωνα.
– Είναι ώρα να δοκιμάσετε και την μαγειρική της κυρά-Μαρίας στην ταβέρνα του «Πανούλη», λέει ο Αντώνης.
Το ταβερνάκι του μπάρμπα-Πάνου Τσελέκη βρίσκεται στο ΝΑ άκρο του χωριού. Το υπαίθριο ταρατσάκι του δεσπόζει πάνω από τη ρεματιά, που, με γενική διεύθυνση από Α προς Δ διασχίζει τον οικισμό. Μέσα στη ρεματιά κυλάει αστείρευτο το Τσιντζινιώτικο ρέμα, που πηγάζει από τα απότομα πρανή του εξωκκλησιού του Αϊ-Γιάννη, για να καταλήξει στον παραπόταμο του Ευρώτα, Κελεφίνα.
Η πορεία του μαγαζιού είναι μακρόχρονη χάνεται στα χρόνια του μεσοπολέμου, όταν ο Σαράντος Τσελέκης, επιστρέφοντας από την Αμερική, άνοιξε εδώ το πρώτο ζαχαροπλαστείο. Στη συνέχεια το μετέτρεψε σε ταβέρνα, παράδοση που συνεχίζει το μπάρμπα-Πάνος.
Όπως στης Μάντως, έτσι και εδώ το γεύμα είναι υπέροχο. Οι πατάτες και οι ντομάτες είναι από το περιβολάκι της Ρεματιάς, το ωραίο κοκκινέλι από την Γράμμουσα.
Ακολουθούν δύο τεράστιες πάντα πιατέλες με μακαρόνια και συκωτάκια αρνίσια με γλυκάδια. Χαλαρώνουμε στον ζεστό απογευματινό ήλιο αγναντεύοντας, πολύ κοντά απέναντί μας, το πυκνό ελατοδάσος και το σπηλαιώδες εξωκκλήσι του Αϊ-Γιάννη, μια λευκή πινελιά στην σκουροπράσινη απόκρημνη πλαγιά.
– Πάει μονοπάτι εκεί πάνω; ρωτάω τον Αντώνη.
– Και βέβαια, είναι κι αυτό ένα από τα πολλά σηματοδοτημένα μονοπάτια, που έχουν κάνει διάσημα τα Τσίντζινα στους κύκλους των φυσιολατρών και πεζοπόρων. Ήδη το βράδυ έχω κανονίσει μια συνάντηση με τον «Δάσκαλο», τον πιο αρμόδιο άνθρωπο στο χωριό για τις πεζοπορικές διαδρομές. Αλήθεια, όμως, σ’ ενδιαφέρει μια ανάβαση στον Αϊ-Γιάννη;
– Κάποια στιγμή οπωσδήποτε, του απαντάω.
– Και γιατί δεν πάτε τώρα; επεμβαίνει ο μπάρμπα-Πάνος.
Βάζουμε τα γέλια. Στην κατάσταση που είμαστε μετά τις συκωταριές και τα κρασιά, μπορούμε να πάμε μόνο ως το κρεβάτι μας.
– Μπά, νέα παιδιά είστε, επιμένει ο μπάρμπα-Πάνος. Σ’ ένα 10λεπτό θα είστε στον Αϊ-Γιάννη.
Δεν ξέρω ποια φιλοτιμία μας ώθησε να το αποφασίσουμε. Το βέβαιο είναι, ότι μετά από λίγο βρισκόμαστε ΝΑ έξω απ’ το χωριό, εκεί όπου η άσφαλτος προς Αγριάνους συναντάει το μονοπάτι του Αϊ-Γιάννη. Η ανάβαση ξεκινάει σε άριστα σηματοδοτημένη πορεία αλλά πολύ ανηφορική. Σε δύο λεπτά έχουμε ήδη μετανιώσει για την αυθόρμητη απόφασή μας. Είναι πολύ διαφορετικό να ανηφορίζει κανείς με ελαφρύ στομάχι στη δροσιά του πρωινού, από το να επιχειρεί το ίδιο πράγμα μετά από πλούσιο γεύμα κάτω από τον ζεστό ήλιο του απογεύματος. Αγκομαχώντας συνεχώς αλλά και διακωμωδώντας την κατάστασή μας κερδίζουμε υψόμετρο με απελπιστικά αργούς ρυθμούς. Το περιβάλλον ωστόσο είναι υπέροχο, κατάφυτο με κέδρα, πουρνάρια, μικρά και μεγάλα έλατα. Ο γολγοθάς μας, που καλύπτει μια υψομετρική διαφορά 180 μέτρων, διαρκεί μισή ώρα, σημαντικά περισσότερο από το 10λεπτο του μπάρμπα-Πάνου. Βρισκόμαστε επιτέλους στα έγκατα μιας σπηλιάς μεγάλων διαστάσεων, με πυραμιδοειδή οροφή από συμπαγή βράχο, διακοσμημένη με λεπτούς παραπετασματοειδείς σταλακτίτες. Στο βάθος του σπηλαίου βρίσκεται το λιτότατο εκκλησάκι του Αϊ-Γιάννη του Προδρόμου, με υπολείμματα τοιχογραφιών του 14ου αιώνα (!) πάνω στο βράχο, που μόλις διακρίνονται στο μισοσκόταδο του σπηλαίου. Ξύλινα σκαλοπάτια μας οδηγούν σ’ έναν εξώστη, στο ανώτερο τμήμα του στομίου της σπηλιάς, απ’ όπου η θέα προς τα Τσίντζινα και το αντικρινό εξωκκλήσι της Αγ. Μαρίνας είναι μοναδική. Έχουμε ήδη λησμονήσει την ταλαιπωρία της ανάβασης και χαρίζουμε στους εαυτούς μας μια γενναία στάση για χαλάρωση και ρεμβασμό. Η κατάβαση είναι ευχάριστη, διαρκεί λιγότερο από ένα 20λεπτο.
Το τελευταίο φως μας βρίσκει ν’ απολαμβάνουμε τον καφέ μας στην πλατεία, στο μπαράκι του ξενώνα. Καθώς ο ήλιος χάνεται πίσω απ’ τα βουνά, η θερμοκρασία πέφτει κατακόρυφα, η πλατεία ερημώνει από τους απογευματινούς της θαμώνες, τα φώτα ανάβουν και σε λίγο όλοι θ’ αναζητήσουν ζεστό καταφύγιο στα καφενεία και τις ταβέρνες. Είναι η ώρα για τις βραδινές μας συναντήσεις στο καφενεδάκι της Τασίας Κυριακούλια, το «ΜΟΤΙΒΟ». Το μαγαζάκι βρίσκεται στον κεντρικό δρόμο, 100 περίπου μέτρα ανατολικά της πλατείας. Στεγάζεται στο πέτρινο σπίτι όπου «έζησε, δούλεψε και στοχάστηκε ο Δημοσιογράφος και Ποιητής Γιάννης Κ. Ανδριτσάκης, ο αλησμόνητος Μοτίβος», όπως αναφέρει εντοιχισμένη πλακέτα πλάι στην είσοδο.
Συναντάμε αρχικά τον Ηλία Ανδριτσάκη, αδελφό του ποιητή, που, μετά από μακροχρόνια επιχειρηματική δραστηριότητα στην Αμερική, έχει επιστρέψει μόνιμα στην Ελλάδα. Είναι ένας άνθρωπος ευγενέστατος, που θέτει πρόθυμα στη διάθεσή μας τις ανεξάντλητες γνώσεις του για όλη τη νεώτερη ιστορία του χωριού. Στην κατοχή του έχει ένα τεράστιο φωτογραφικό αρχείο παλιών αλλά και δικών του φωτογραφιών, τραβηγμένων ήδη από το 1950. μας χαρίζει μια υπέροχη φωτογραφία των αρχών της δεκαετίας του 1930, με μέλη του τότε Συλλόγου Κυριών και Δεσποινίδων των Τσιντζίνων. Ακούμε με μεγάλη ευχαρίστηση τις διηγήσεις του για πρόσωπα και πράγματα του παρελθόντος του χωριού. Αναφέρουμε χαρακτηριστικά ένα περιστατικό κατά τη διάρκεια του μεσοπολέμου, όταν ο μεγαλοεπιχειρηματίας Δημοσθένης Λιάκος, μετανάστης στην Αίγυπτο, θέλησε να εγκαταστήσει δική του τηλεφωνική γραμμή για να παρακολουθεί το χρηματιστήριο της Αιγύπτου. Ο διευθυντής της τότε τηλεφωνικής εταιρείας ρώτησε που είναι τα Τσίντζινα και όταν τα είδε στο χάρτη, είπε στον Λιάκο ένα υπέρογκο ποσό.
– Θέλω το τηλέφωνο σε μια εβδομάδα, είπε ο επιχειρηματίας στον διευθυντή και, χωρίς δισταγμό, του έδωσε μια επιταγή με το ποσό, για να το εισπράξει από την αντικρινή τράπεζα.
Μας λέει πολλά και ωραία ο Ηλίας, όπως ότι προπολεμικά το χωριό είχε 12 ταβέρνες και το καλοκαίρι φιλοξενούσε τουλάχιστον 2000 άτομα, ενώ το χειμώνα είχε μόνον αγροφύλακες και οικοφύλακες. Τα Τσίντζινα επίσης ήταν έδρα του 8ου Συντάγματος της 9ης Ταξιαρχίας του ΕΛΛΑΣ, καθώς και έδρα Ανταρτοδικείου.
– Όταν ήμουν 10 ετών, λέει ο Ηλίας, είχε έρθει στα Τσίντζινα ο Άρης Βελουχιώτης. Θυμάμαι ακόμα την εικόνα του, έτσι όπως χόρευε στην πλατεία του χωριού, πριν από την νικηφόρα κατά των Γερμανών «Μάχη του Βουρλιά».
Στη συντροφιά μας προστίθεται μια σημαντική πνευματική φυσιογνωμία των Τσιντζίνων ο γιατρός, ποιητής, αρθρογράφος και δοκιμιογράφος Γιάννης Βουλουμάνος, που μας επιφυλάσσει την ιδιαίτερη τιμή να μας χαρίσει δύο από τα έργα του. Λίγο αργότερα καταφθάνει με φούρια ο Γιάννης Σπυρίδης, ο πασίγνωστος σε όλους Δάσκαλος, προσωνύμιο που του απεδόθη μετά την μακρόχρονη διδασκαλική του σταδιοδρομία, λεπτός στο σώμα αλλά πληθωρικός στο λόγο, με ασημόλευκα μαλλιά και όμοια γενειάδα, ο Δάσκαλος είναι μια φυσιογνωμία ασκητική και συμπαθέστατη, που συνάδει απόλυτα με τις φυσιολατρικές του ενασχολήσεις. Τα μονοπάτια του χωριού του οφείλουν πολλά, αφού υπήρξε πρωτοπόρος σε σχεδιασμούς διανοίξεις και σηματοδοτήσεις, παράλληλα με τη βοήθεια του Συλλόγου Φίλων Τσίντζινων, του Ορειβατικού Συλλόγου Σπάρτης και του Δασαρχείου, του τοπογράφου-μηχανικού της Παναγιώτου Παλιού και με την χρηματοδότηση της Ε.Ε. Πίνουμε ως αργά τα τσιπουράκια της Τασίας και καταστρώνουμε το περιπατητικό πρόγραμμά των επόμενων ημερών.
Η ΙΕΡΑ ΜΟΝΗ
ΑΓ. ΑΝΑΡΓΥΡΩΝ ΠΑΡΝΩΝΟΣ
Φημισμένο μνημείο της Ορθοδοξίας στην περιοχή είναι η Μονή των Αγ. Αναργύρων. Είχαμε ήδη επισημάνει τις σχετικές πινακίδες στη διάρκεια της νυχτερινής μετάβασή μας προς τα Τσίντζινα και είχαμε ήδη πληροφορηθεί την ύπαρξη ενός βιβλίου για τη Μονή από τον Σαράντο Καργάκο, πνευματικό άνθρωπο που εκτιμούμε ιδιαίτερα.
Παίρνουμε λοιπόν κατεύθυνση για Βέροια και, σε απόσταση 5,8 χλμ. από την πλατεία των Τσιντζίνων, συναντάμε τη σχετική πινακίδα και τον χωματόδρομο των 4,2 χλμ. που κατηφορίζει αριστερά προς τη Μονή.
Από μακρυά το μοναστήρι είναι ελάχιστα ελκυστικό. Δίνει την εντύπωση ενός τετράπλευρου κτιριακού συγκροτήματος φρουριακής κατασκευής, με κύρια χαρακτηριστικά τους αυστηρούς τοίχους που το περικλείουν από παντού και τις εκτεταμένες κεραμοσκεπείς επιφάνειες. Σύμφωνα με την διατύπωση του Σ. Καργάκου, «οι διασωζόμενες τουφεκότρυπες, το πάχος των τοίχων (γύρω στα 70-80 εκατοστά) και η βάση του πύργου στην ΒΑ γωνία αποτελούν επαρκή στοιχεία προς επιβεβαίωση του ισχυρισμού, ότι η Μονή δεν ήταν απλώς θρησκευτικό αλλά και πολεμικό έρεισμα των χριστιανών».
Πλησιάζοντας τη Μονή από τα δυτικά η αρχική αυστηρότητα του συγκροτήματος δίνει τη θέση της σ’ έναν θαυμάσιο εξωτερικό χώρο με περιποιημένα δέντρα, θάμνους και λουλούδια. Αμέσως μετά βρισκόμαστε μπροστά στον κεντρικό πυλώνα, που είναι χτισμένος από θαυμάσιο πωρόλιθο. Ένα χάραγμα που αποκαλύφθηκε το 1992 δηλώνει ότι η χρονολογία κατασκευής του είναι το 1844.
Χάνεται στα βάθη του χρόνου η ίδρυση της Μονής. Σύμφωνα με αξιόπιστη ιστορική μαρτυρία υπήρχε ήδη τον 9ο αιώνα. Σημαντική πηγή για την ιστορία της είναι και το χρυσόβαλλο του αυτοκράτορα Ανδρονίκου Β΄. του Παλαιολόγου του έτους 1293. με το χρυσόβουλλο αυτό ο Ανδρόνικος καθορίζει τα προνόμια και την τεράστια έκταση της μητροπόλεως Μονεμβασίας. Το χρυσόβουλλο είναι επίσης σημαντικό και για την ιστορία των Τσίντζινων, που επίσης αναφέρονται σ’ αυτό: «Επαναβάντι δε κώμη καλουμένη Καστάνιτζα˙ μετά δε ταύτην απέρχεται και εις δευτέραν κώμην, λεγόμενα Ζίντζινα˙ είτα εις ναόν των Αγ. Αναργύρων».
Εισερχόμαστε στον πλακόστρωτο αύλειο χώρο της Μονής. Οι νέοι σε ηλικία μοναχοί μας υποδέχονται με μεγάλη ευγένεια. Απέναντί μας δεσπόζει το ασβεστοχρισμένο και πλακοσκέπαστο Καθολικό με τον τρούλλο του. Στη μακρά και περιπετειώδη ιστορία της Μονής το Καθολικό καταστράφηκε και ξαναχτίστηκε στα δύσκολα χρόνια της Τουρκοκρατίας και συγκεκριμένα το 1611.
Ο Τ. Γριτσόπουλος περιγράφει ως εξής τα αρχιτεκτονικά του στοιχεία: «Μονόχωρος, σταυροειδής, τρουλλαίος άστυλος ναός τρίκογχος».
Ο Σ. Καργάκος συμπληρώνει, ότι ο ναός ακολουθεί τα βασικά χαρακτηριστικά της υστεροβυζαντινής αρχιτεκτονικής. Στα χρόνια της ακμής του Βυζαντίου το κύριο στοιχείο ήταν η τάση προς το ύψος. Ενώ στα χρόνια της τουρκοκρατίας, που η Χριστιανοσύνη νοιώθει αδύνατη, οι στέγες και οι θόλοι των εκκλησιών χαμηλώνουν, ο χώρος μικραίνει και η εκκλησία γίνεται ζεστή αγκαλιά, που θα θερμάνει τους πιστούς στις παγωμένες μέρες της σκλαβιάς.
Η κτητορική επιγραφή εντός του ναού αναφέρει ότι ιστορήθηκε το 1621 και υπογράφεται από τον κορυφαίο αγιογράφο της οικογένειας Κακαβάδων, Δημήτριο Κακαβά. Τα θέματα είναι περισσότερα από 100 και καλύπτουν όλες τις επιφάνειες των τοίχων από το δάπεδο ως την οροφή.
Το 1685 η Μονή πλήττεται τόσο από τους Ενετούς του Μοροζίνι όσο και από τους Τούρκους, καταφέρνει όμως και πάλι να ανασυγκροτηθεί. Το θαυμάσιο ξυλόγλυπτο τέμπλο του 1711 πιστοποιεί την δεύτερη περίοδο της ακμής της. Από τον 17ο αιώνα ως την απελευθέρωση λειτουργεί συστηματικά Κρυφό Σχολειό, ενώ η συνολική προσφορά της Μονής στον Αγώνα είναι σημαντικότατη, όπως αποδεικνύεται και από τα ονόματα 6 μοναχών αγωνιστών. Δυστυχώς από τους παλαιούς και πολύτιμους μοναστηριακούς θησαυρούς δεν διασώθηκε τίποτε. Οι περισσότεροι λεηλατήθηκαν κατά την επιδρομή των ναζιστικών στρατευμάτων τον Νοέμβριο του 1943.
Ο τελευταίος ηγουμενεύων της Μονής, Αρχιμανδρίτης Νικόδημος Γρουμπός, ζώντας ασκητικά και ολομόναχος, έδωσε με την αγιότητα του βίου του νέα πνευματική αίγλη στο Μοναστήρι. Επί πλέον αναστήλωσε το κωδωνοστάσιο του Καθολικού, έκτισε το παρεκκλήσι των Αγ. Αποστόλων με εικόνες του Φώτη Κόντογλου και έκτισε τον ναό της Αναλήψεως του Σωτήρος στην κορυφή της Σταματήρας. Μετά την κοίμησή του το 1964 η Μονή μένει χωρίς μοναχούς και παρακμάζει. Να όμως, που η ιστορική συνέχεια των 11 αιώνων της Μονής δεν έμελλε να λήξει έτσι άδοξα. Το 1991, χάρι στη μέριμνα του Μητροπολίτου κ. Ευσταθίου αλλά και του λάκωνα φιλόλογου και συγγραφέα Σαράντου Καργάκκου, εγκαθίσταται στη Μονή μια νέα μοναστική αδελφότητα με καθηγούμενο τον Αρχιμανδρίτη Πάμφιλο, που πλαισιώνεται από νέους και μορφωμένους μοναχούς. Εκτός από την πνευματική αναγέννηση και τις αξιόλογες εκδόσεις σηματοδοτείται μια νέα, λαμπρή περίοδος ακμής. Ανοικοδομείται εκ βάθρων η ανατολική πτέρυγα με πέτρινα παραδοσιακά κτίσματα, όπως το παρεκκλήσιο της Αγίας Άννης, το αρχονταρίκι, η βιβλιοθήκη και επιβλητικός πύργος. Δημιουργούνται νέοι λειτουργική χώροι, όπως η τράπεζα, το συνοδικό, το πορταρίκι, το παρεκκλήσιο Εισοδείων της Παναγίας της Αγίας Αικατερίνης.
Με ευγενή δωρεά του Ιδρύματος «Σταύρος Νιάρχος» αντικαθίστανται οι παλιές στέγες και προοδεύει κτιριακά η βιβλιοθήκη.
Πλησίον του χώρου της Μονής κατασκευάζονται εκ βάθρων το κάθισμα του Αγίου Ιωάννου της Κλίμακος στο παλιό αλώνι, το εξωκκλήσι του Γενεθλίου του Προδρόμου στον κέδρο και το Βαπτιστήριο του Αγίου Νεκταρίου κοντά στο Κοιμητήριο. Συντηρούνται οι αξιολογότατες τοιχογραφίες του 1621 στο Καθολικό και αγιογραφείται το Παρεκκλήσιο των Αγίων Αποστόλων από τον π. Νικόλαο Πάνο και της Αγίας Άννας με την Πρέβεζα από τον αγιογράφο Γεώργιο Κόρδη.
Έχουμε την εξαιρετική τύχη να θαυμάσουμε όλες αυτές τις κοσμογονικές αλλαγές συνοδευόμενοι από τον Αρχιμανδρίτη Πάμφιλο, Ηγούμενο της Μονής. Και θα μπορούσαμε ακόμη να γράψουμε πολλά και εγκωμιαστικά για το μεγάλο και θεάρεστο έργο που επιτελείται, αν δεν σεβόμασταν την ταπεινοφροσύνη του μοναχού.
Η Ιερά Μονή τιμάται την 1η Νοεμβρίου στη μνήμη των Αγ. Αναργύρων Κοσμά και Δαμιανού και στη μητέρα τους Θεοδότη, των εκ της Μ. Ασίας καταγομένων.
Πανηγυρίζει όμως και την 1η Ιουλίου στην εορτή των Αγ. Αναργύρων Κοσμά και Δαμιανού των εκ Ρώμης, λόγω των δύσκολων καιρικών συνθηκών τον Νοέμβριο. Η Μονή είναι ανοικτή από την ανατολή μέχρι τη δύση του ηλίου εκτός από το διάστημα 12:00 το μεσημέρι έως 16:00 το απόγευμα.
Το τηλέφωνο είναι: 27310 73225 και η ταχ. δ/νση: ΙΕΡΑ ΜΟΝΗ ΑΓ. ΑΝΑΡΓΥΡΩΝ ΠΑΡΝΩΝΟΣ, Τ.Θ. 74, 23100, ΣΠΑΡΤΗ.
Η ΠΕΖΟΠΟΡΙΚΉ ΔΙΑΔΡΟΜΗ
ΣΤΗΝ ΑΓ. ΜΑΡΙΝΑ ΚΑΙ ΣΤΗΝ ΠΑΝΑΓΙΑ ΤΟΥ ΚΕΛΛΙΟΥ
Εκτός από το σπηλαιώδες εκκλησάκι του Αϊ-Γιάννη, που δεσπόζει ψηλά, σκαρφαλωμένο στις απόκρημνες πλαγιές του, ένα άλλο εξωκκλήσι, λιγότερο εμφανές, διακρίνεται στην κορυφή ενός λόφου ανατολικά του οικισμού. Είναι ο ναΐσκος της Αγ. Μαρίνας, ο πρώτος σταθμός μιας σηματοδοτημένης πεζοπορικής διαδρομής, που στη συνέχεια κατευθύνεται βόρεια, συναντάει την Παναγία του Κελλιού και μετά, με νότια διεύθυνση καταλήγει και πάλι στον οικισμό.
Ξεκινώντας από την πλατεία διασχίζουμε το χωριό ανηφορικά με Β κατεύθυνση. Μετά τα τελευταία σπίτια συναντάμε την άσφαλτο και μετά από μερικά μέτρα τη σηματοδότηση και την αρχή του μονοπατιού προς τον λόφο της Αγ. Μαρίνας. Το μονοπάτι είναι καλοσχηματισμένο και όχι τόσο ανηφορικό, όσο του Αϊ-Γιάννη. Μετά από ένα εικοσάλεπτο χαλαρού βαδίσματος βρισκόμαστε στο εξωκκλήσι με υπέροχη θέα σ’ όλο το χωριό.
Συνεχίζουμε ανηφορικά προς τα ΒΔ ακολουθώντας τη σηματοδότηση προς Κελλί. Σ’ ένα 10λεπτο περίπου βρισκόμαστε στην τοποθεσία «Ξερολάκα» ή «Λαζαραίικα», ένα ωραιότατο οροπέδιο με έλατα, κέδρα και παλιές καλλιέργειες. Ήδη απέναντί μας στα ΝΔ, πίσω από τον δασοσκεπή και βαθυπράσινο Πάρνωνα, αποκαλύπτεται η επιμήκης και ολόγυμνη κορυφογραμμή του Ταΰγετου, με την χαρακτηριστική οξυγώνια Πυραμίδα στο νοτιότερο του άκρο. Η θέα επίσης του χωριού, κάτω χαμηλά, είναι εκπληκτική.
Με κατεύθυνση ΒΔ διασχίζουμε το οροπέδιο και ανηφορίζουμε σε δάσος ελάτων και πεύκων. Το μονοπάτι είναι καλοσχηματισμένο, η διαδρομή ωραιότατη, που και που συναντάμε κορμούς πεσμένων πεύκων. Κάποια στιγμή το μονοπάτι περνάει κοντά από μια πηγή. Είναι η «Πηγή του Κελλιού», που μας ξεδιψάει με το δροσερότατο νερό της. Λίγο πιο κάτω ορθώνονται τρία πανύψηλα καραγάτσια.
Ήδη η πορεία μας γίνεται κατηφορική ελίσσεται ανάμεσα σε μεικτό δάσος ελάτων και πεύκων. Δεν κρατάει πολύ. Ένα 10λεπτο περίπου αργότερα συναντάμε τον χωματόδρομο, που έρχεται από το χωριό, ενώ 100 μ. προς τα Β διαγράφεται μέσα στα έλατα η ολόλευκη σιλουέτα της Παναγίας του Κελλιού. Ένα ηλιόλουστο πεζουλάκι μπροστά στην είσοδο μας χαρίζει για λίγη ώρα γαλήνη και ξεκούραση. Χτισμένος στα ριζά ενός κατακόρυφου βράχου ο ναός, είναι τρίκογχος αθωνικού τύπου χωρίς τρούλο. Οι πέτρινοι τοίχοι έχουν μεγάλο πάχος, ενώ η κεραμοσκεπή αποτελείται από μεγάλα βυζαντινά κεραμίδια. Ο ναός χρονολογείται από τον 16ο αιώνα, το εσωτερικό είναι ασβεστοχρισμένο και λιτότατο. Ο μοναδικός του φωτισμός προέρχεται από την ανοιχτή είσοδο και δύο στενά ανοίγματα σαν πολεμίστρες.
Δίπλα στην είσοδο είναι ανηρτημένο ένα χειρόγραφο κείμενο, γραμμένο το 1996 από τον Ι. Κωστιάνη, με το προσωνύμιο «Τσίφτης», που μεταξύ άλλων αναφέρει, ότι «Το Κελλί ήταν παλιά μοναστήρι με αξιόλογη πνευματική κίνηση. Κατά τους δύσκολους χρόνους του Έθνους λειτούργησε Κρυφό Σχολειό σε υπόγεια αίθουσα, που υπήρχε ακόμα και κατά τον 20ο αιώνα. Σύμφωνα με την τοπική παράδοση η εικόνα της Παναγίας του Κελλιού μετακινήθηκε στην περιοχή του Ταϋγέτου, έτσι που οι Αναβρυτιώτες και σήμερα μιλούν για την Παναγία την Τσιντζινιώτισσα».
Ολόγυρα το τοπίο είναι υπέροχο, κατάφυτο με έλατα και πεύκα, ενώ ψηλά στα Β-ΒΔ διακρίνονται δύο βραχοσπηλιές.
Ακολουθώντας τον κατηφορικό χωματόδρομο, που είναι κατάλληλος μόνον για 4Χ4, φτάνουμε σ’ ένα 10λεπτο περίπου στο ξύλινο σπιτάκι του Δασαρχείου, πάνω από την άσφαλτο και τα τελευταία σπίτια του χωριού. Βαδίζοντας στην άσφαλτο καταλήγουμε μετά από 200 περίπου μέτρα στο σημείο από το οποίο ξεκινήσαμε, ολοκληρώνοντας έτσι μια θαυμάσια κυκλική διαδρομή από τα Α προς τα Δ, που, με χαλαρό βάδισμα και αρκετές στάσεις, δεν ξεπέρασε τις 2 ώρες.
ΜΙΑ ΣΥΝΤΟΜΗ ΠΕΡΙΗΓΗΣΗ ΣΤΑ ΤΣΙΝΤΖΙΝΑ
Δεν είναι τυχαίο που, αναφερόμενοι στα «Τσίντζινα» ή «Τζίντζινα», χρησιμοποιούμε πάντα την παλιά τους ονομασία και όχι το «Πολύδροσο» που επιβλήθηκε απ’ τη Χούντα. Κανείς στην ευρύτερη περιοχή και πολύ περισσότερο, στο χωριό δεν αναφέρει την νέα ονομασία, εκτός από κάποιες οδικές πινακίδες. Άλλωστε πολύ πρόσφατα, με την Απόφαση 103/24.5.2004 του Δήμα. Συμβουλίου του Δήμου Θεραπνών, έχει επανυποβληθεί η αίτηση στο Συμβούλιο Τοπωνυμιών για επαναφορά της αρχικής ονομασίας.
Έρχεται η στιγμή να περιηγηθούμε τον οικισμό με άριστο ξεναγό μας τον Ηλία Ανδριτσάκη και συντροφιά μας τον Αντώνη.
Ξεκινάμε από την πλατεία διασχίζοντας τον κεντρικό δρόμο με κατεύθυνση Α.
Μετά το καφενεδάκι της Τασίας διακρίνεται κάτω δεξιά το παμπάλαιο εκκλησάκι του Αγ. Βλάσιου που φέρει κτητορική επιγραφή 10 Ιουλίου 1621 και ιστορήθηκε από τον ίδιο αγιογράφο της Μονής Αγ. Αναργύρων. Ακολουθεί η ταβέρνα του Πανούλη και δύο νερόμυλοι. Στον τοίχο του ενός διασώζεται ακόμη το «μυλοβάενο», που διοχέτευε με πίεση το νερό. Περνάμε το Τσιντζινιώτικο ρέμα, που ακόμα κι αυτή την εποχή έχει πλούσια ροή.
– Σ’ αυτό το ρέμα έριξα το 1973 δύο τενεκέδες με γόνο πέστροφας, λέει ο Ηλίας. Από τότε υπάρχουν σε αρκετά σημεία του ρέματος και κάποιοι τις ψαρεύουν.
Μπροστά μας ορθώνεται τώρα το μοναδικό τετραώροφο σπίτι του χωριού, χτισμένο στα χρόνια του μεσοπολέμου. Λίγο πιο κάτω ένα τριώροφο στέγαζε παλιά την νεροτριβή. Στη ρεματιά διακρίνουμε ένα πέτρινο γεφύρι και ολόγυρα σπιτάκια κυριευμένα από το πράσινο. Άλλα σπίτια, χτισμένα με πελεκητή πέτρα, σκαρφαλώνουν ως τα πρώτα έλατα του βουνού.
Το δάσος κατεβαίνει συνεχώς, μοιάζει σαν να θέλει να εκτοπίσει τον οικισμό, παρατηρεί ο Ηλίας.
Φτάνουμε στην όμορφη πετρόχτιστη εκκλησούλα της Αγ. Κυριακής. Μπροστά της μια πέτρινη βρύση, με πλούσια ροή δροσερότατου νερού. Νέος νερόμυλος της οικογένειας Ανδριτσάκη. Δίπλα του ένα παμπάλαιο σπίτι ακατοίκητο και μια ωραία καστανιά.
Αρχίζει καλός χωματόδρομος με κατεύθυνση Ν-ΝΑ. Εδώ παρεμβάλλεται μια κατάφυτη ρεματιά που χωρίζει στα δύο το χωριό. Περνάμε κάτω από τεράστια μαυρόπευκα, χωριό και δάσος συνυπάρχουν αρμονικά. Βρισκόμαστε στην τοποθεσία «Καμαράκι», με την ομώνυμη καμαροσκέπαστη πηγή, που εξακολουθεί να τρέχει με αδύνατη ροή.
Ήδη αυτή την απογευματινή ώρα η περιοχή είναι βυθισμένη στη σκιά.
Φτάνουμε στα «Παλιά Αλώνια», στο Ν-ΝΔ άκρο του χωριού, μετά από το οποίο αρχίζει υπέροχο δάσος ελάτων και πεύκων. Εδώ βρίσκεται το τελευταίο σπίτι του χωριού με εκπληκτικό ανθόκηπο. Απέναντί του, μέσα στα έλατα, διακρίνεται ο ερειπωμένος τοίχος ενός παλιού νερόμυλου. Συνεχίζουμε τον ανηφορικό τσιμεντόδρομο, στο πλάι μας η ρεματιά, που λίγο πιο κάτω συναντάει το Τσιντζινιώτικο ρέμα. Νέος νερόμυλος με μυλοβάενο, η φύση γύρω είναι υπέροχη, η βλάστηση οργιάζει με πανύψηλες λεύκες, ιτιές, έλατα και πεύκα.
Φτάνουμε στη φημισμένη «Βρύση του Σούμου», με απίστευτη ροή νερού σ’ ένα περιβάλλον ονειρεμένο, καλυμμένο από πουρνάρια, κέδρα και πανέμορφα νεαρά έλατα.
– Ακόμα και σε περιόδους λειψυδρίας, η ροή παραμένει ανεπηρέαστη, παρατηρεί ο Ηλίας. Καθόμαστε σ’ ένα πέτρινο πεζουλάκι και απολαμβάνουμε τον ήχο του νερού, την ευωδιά του δυόσμου και το κελάηδημα των πουλιών πριν πέσει το σκοτάδι. Πίνουμε απ’ αυτό το θεϊκό νερό και κατηφορίζουμε. Ένα τμήμα της ΒΑ πλευράς του χωριού έχει βαφτεί χρυσοκόκκινο από τις τελευταίες ηλιαχτίδες. Συνεχίζουμε στην Δ πλευρά του οικισμού, πάντα στη γειτονιά Καμαράκι, με ωραία πετρόχτιστα σπίτια, ένα παμπάλαιο του 19ου αιώνα και μερικά σύγχρονα, που δεν επηρεάζουν την αρχιτεκτονική ταυτότητα.
Κατηφορίζουμε ένα καλντεριμάκι και πολύ γρήγορα φτάνουμε στη ρεματιά με άφθονα οπωροφόρα δέντρα, καρυδιές, μηλιές, συκιές, καστανιές και πολλά περιβολάκια με φασόλια, ντομάτες και άλλα κηπευτικά.
Διασχίζουμε τη ρεματιά πάνω από το πέτρινο γεφυράκι του «Μπαμπιώτη». Απέναντι ακριβώς το μοναδικό επιζών λιθόστρωτο καλντερίμι. Στρίβουμε για λίγο ΒΔ. Σπίτια παμπάλαια ακατοίκητα. Από παντού τρέχουν νερά. Μπροστά μας το ερειπωμένο «Κονάκι του Αγά», που έχει δώσει το όνομά του στη γειτονιά αλλά και στην πετρόχτιστη βρύση με την πλουσιώτατη ροή νερού. Ανηφορίζουμε προς το ταβερνάκι της Μάντης, κάτω από την πλατεία. Ο ήλιος έχει πια χαθεί, η περιήγησή μας στα Τσίντζινα τελειώνει.
– Υπέροχο χωριό, με συναρπαστικές λεπτομέρειες, λέω στον Ηλία.
Δίπλα ο Αντώνης χαμογελάει.
– Πίστευες, πως χωρίς λόγο θαρχόμουνα στα Τσίντζινα;
ΣΤΗ ΜΟΝΗ ΤΩΝ ΑΓ. ΑΝΑΡΓΥΡΩΝ
ΠΕΖΟΠΟΡΩΝΤΑΣ ΜΕ ΤΟΝ ΔΑΣΚΑΛΟ
– Προτείνω να πάμε στη Μονή από το «Μονοπάτι της Γόγγαινας» και να επιστρέψουμε από το «Μονοπάτι της Ρεματιάς», λέει ο Δάσκαλος.
– Ό,τι πεις, δεν έχουμε αντίρρηση.
Με αφετηρία τις ξύλινες πινακίδες πίσω από το Ιερό της εκκλησίας, διασχίζουμε το χωριό με κατεύθυνση Δ-ΝΔ. Μετά τα τελευταία σπίτια ανηφορίζουμε προς την τοποθεσία «Σκαλίτσα» και μετά στου «Πρόκου το Αλώνι». Μετά από λίγο χάνονται τα Τσίντζινα, μπαίνουμε σε δάσος ελάτων και πεύκων.
– Αυτό το μονοπάτι, με τα γαϊδουρομούλαρα, ήταν ο συντομότερος δρόμος προς τη Σπάρτη, σχολιάζει ο Δάσκαλος. Περνάμε από τις «Φυτιές», όπου παλιά υπήρχαν αμπελάκια και ύστερα από του «Διαμαντή τη Ράχη» και την τοποθεσία «Νοχού Λάκες». Κάθε σημείο της διαδρομής αντιπροσωπεύει για τον Δάσκαλο μια μακρινή εικόνα, ένα παλιό περιστατικό από την παιδική του ηλικία. Προσπαθεί να παίζει το ρόλο του ουδέτερου ξεναγού, κάποιες στιγμές όμως η νοσταλγία του είναι ολοφάνερη. Τον συμπαθούμε όλο και περισσότερο.
– Μαζί και αυτό είναι το πρώτο μου τεστ στο βουνό μετά την εγχείρησή μου, μας λέει. Ελπίζω να τα καταφέρω.
Μακρυά απέναντί μας στα Δ-ΝΔ λάμπει στην κορυφή της Σταματήρας το ολόλευκο εκκλησάκι της Ανάληψης, μετόχι της Μονής. Συναντάμε πολλά πεσμένα έλατα εξαιτίας των καταιγίδων και του επιπόλαιου ριζικού τους συστήματος στα φτωχά εδάφη της περιοχής.
Μικρή ανηφόρα, έδαφος πετρώδες, επιβλητικά αιωνόβια μαυρόπευκα. Βρισκόμαστε στην περιοχή του «Κακορρέματος». Λίγο πιο πάνω η διασταύρωση για την πηγή «Μεγάλο Μάτι». Το τοπίο είναι ποικιλόμορφο, η διαδρομή εξαιρετική. Ανηφορίζουμε το εκτεταμένο οροπέδιο της Γόγγαινας σε υψόμετρο 1050 μ., όπου κάποτε υπήρχαν καλλιέργειες σιτηρών. Σήμερα το μόνο που απομένει είναι οι πεζούλες, κέδρα, μεγάλα πουρνάρια και μια μοναδική αγριελιά.
Διασχίζουμε το οροπέδιο με κατεύθυνση Δ-ΒΔ. Τελειώνουν τα χωράφια και μετά από 30μ. συναντάμε μια καθοριστική διασταύρωση. Στα ΝΔ (με τετράγωνο μπλε σήμα) το μονοπάτι συνεχίζει προς την κορυφή της Σταματήρας, ενώ προς τα ΒΔ (με μπλε τρίγωνο) καταλήγει κατηφορικά στο μοναστήρι. Ήδη μετά από λίγο αντικρύζουμε για πρώτη φορά τη Μονή, κάτω χαμηλά. Σε λίγα λεπτά συναντάμε το Μονοπάτι της Ρεματιάς και αμέσως μετά την ισχυρή περίφραξη που περιβάλλει τη Μονή. Βαδίζουμε για ένα 10λεπτο παράλληλα με την περίφραξη και, 2 ώρες και 15΄ μετά την αναχώρησή μας, φτάνουμε μπροστά στην πύλη της Μονής.
Ο Αρχιμανδρίτης Πάμφιλος και οι υπόλοιποι μοναχοί μας υποδέχονται με μεγάλη εγκαρδιότητα, μας κερνάνε καφεδάκι με δροσερό νερό και μας προτείνουν να καθήσουμε στην Τράπεζα. Αρνούμαστε ευγενικά γιατί μας περιμένει η επιστροφή.
Με τον ήλιο στα μεσούρανα ξεκινάμε την πορεία μας από την Α-ΒΑ έξοδο της Μονής. Σε λιγότερο από 10΄ συναντάμε τη ρεματιά με το Τσιντζινιώτικο ρέμα. Παντού κυριαρχούν πλατάνια, κάποια απ’ τα οποία με διαστάσεις εντυπωσιακές. Για ένα 25λεπτο όμως βαδίζουμε σε κατασκονισμένο υλοτομικό δρόμο, που μας κάνει να νοσταλγούμε το μονοπάτι του βουνού. Επιτέλους το μονοπάτι ξαναρχίζει πλάι στον ήχο του νερού και κάτω από την αδιαπέραστη σκιά, πλάτανων, ελάτων και πεύκων. Περνάμε πολλές φορές το ρέμα πηδώντας πάνω από τις πέτρες. Την Άνοιξη όμως με τα πολλά νερά η διάσχιση θα είναι οπωσδήποτε προβληματική.
Φτάνουμε στην τοποθεσία «Κοκκινόβραχος», ένα εντυπωσιακό συγκρότημα βράχων με χρώμα κοκκινωπό. Πολλές μικρές πέστροφες κινούνται γοργά στα πεντακάθαρα νερά.
Στη μια πλευρά του ρέματος η βλάστηση μεταβάλλεται, αποτελείται από εκτεταμένα κτήματα με καρυδιές και σποραδικές καστανιές. Περνάμε δίπλα απ’ τα ερείπια του Μύλου του Κοντού, που από το 1940 ο Δάσκαλος τα θυμάται στην ίδια κατάσταση.
Μετά από λίγο συναντάμε τα ερείπια μιας νεροτριβής. Ακολουθούν και πάλι κτήματα με καρυδιές, μηλιές κερασιές και καστανιές.
Ένας νερόμυλος ακόμη, οι βαριές πέτρινες αψίδες του παλιού υδραγωγείου και μπαίνουμε στα πρώτα σπίτια του χωριού με τα περιποιημένα περιβολάκια τους. Σε 1 ώρα και 25΄ακριβώς βρισκόμαστε στο ταρατσάκι της Μάντως, ιδανικό αραξοβόλι για ένα δροσερό κρασάκι στη ζέστη του απομεσήμερου.
– Στην υγειά σας φίλοι μου, λέει ο Δάσκαλος. Μετά από 4 σχεδόν ώρες πορείας είμαι ενθουσιασμένος με τις επιδόσεις μου.
Χάρη σε σας ξαναβρήκα την εμπιστοσύνη στις δυνάμεις μου. Και αυτό μου δίνει την αισιοδοξία να σας προτείνω για αύριο μια ανάβαση στον Πάρνωνα.
ΣΤΗΝ ΚΟΡΥΦΗ ΤΟΥ ΨΑΡΗ
Είναι μεγάλη η χαρά μας, που ένα τμήμα της τελευταίας μέρας θα καταναλωθεί στη φύση του Πάρνωνα με τις συντροφιά του Δάσκαλου ο οποίος, εκτός από συμπαθέστατος, είναι και μια αστείρευτη πηγή πληροφοριών. Ξεκινάμε από την πλατεία και κατευθυνόμαστε Α. Στα 1,8 χλμ. συναντάμε μια βασική διασταύρωση που ΒΑ οδηγεί προς Καστάνιτσα, Κοσμά και Λεωνίδιο, ενώ Ν προς Αγριάνους, Καλλιθέα και Σπάρτη. Ακολουθούμε τη δεύτερη διαδρομή και στα 4,4 χλμ. στρίβουμε αριστερά, αφήνοντας δεξιά μας το δρόμο προς Αγριάνους. Στα 8,9 χλμ. εγκαταλείπουμε την άσφαλτο και ανηφορίζουμε σε βατό χωματόδρομο αριστερά (Α). Το έδαφος είναι πετρώδες, ασβεστολιθικό και τα κυρίαρχα δέντρα είναι έλατα και κέδρα, που διαφέρουν όμως σημαντικά από τα κέδρα που γνωρίζουμε. Τούτα εδώ είναι υψίκορμα, ευθυτενή, με σχήμα σχεδόν τριγωνικό που μοιάζει με του έλατου. Το κύριο όμως χαρακτηριστικό τους είναι οι μελανόχρωμοι καρποί, που το μέγεθός τους είναι περίπου διπλάσιο από των γνωστών κέδρων. Πολλά απ’ αυτά φυτρώνουν τρία μαζί, το ένα δίπλα στο άλλο, με ολόισιους παράλληλους κορμούς.
– Δεν θυμάμαι να έχω ξαναδεί τέτοιο είδος κέδρου, λέω στο Δάσκαλο, εκτός από κάποια στη Βρύση του Σούμου, στα Τσίντζινα.
– Είναι πολύ φυσικό, μου απαντάει. Το συγκεκριμένο είδος ανήκει στην ποικιλία Juniperus drupacae, που ευδοκιμεί μόνον στον Πάρνωνα.
Παρ’ όλο το σεβασμό μου προς τις γνώσεις του θεωρώ την παρατήρησή του υπερβολική και θα προτιμούσα να μου την τεκμηριώσει και κάποιος ειδικός επιστήμονας. (Το ίδιο βράδυ πληροφορούμαι τυχαία, ότι ο Δασάρχης Σπάρτης Κώστας Γιαννακόπουλος βρίσκεται στο καφενεδάκι της Τασίας μαζί με συνεργάτες του. Σπεύδω αμέσως και μαθαίνω, ότι ο Juniperus drupacae είναι ο «Δρυπώδης Κέδρος» ή «Κέντρο» στην τοπική ονομασία, που πράγματι έχει τον Πάρνωνα ως μοναδικό σημείο εξάπλωσής του στην Ελλάδα, ενώ κάποια μεμονωμένα άτομα έχουν παρατηρηθεί και στον Ταΰγετο. Αναπτύσσεται σε ξηρά ασβεστολιθικά εδάφη και το ύψος του μπορεί να ξεπεράσει και τα 12 μέτρα! Τα σημεία διαφοράς του από τα υπόλοιπα είδη κέδρων είναι ο ογκώδης καρπός, ο ευθυτενής κορμός και η κωνοειδής μορφή. Οι τρεις παράλληλοι κορμοί οφείλονται στο γεγονός, ότι ο καρπός περιλαμβάνει μέσα του τρεις σπόρους. Παλιά χρησιμοποιείτο στη βαρελοποιία και σε κατασκευές ξυλόγλυπτων λόγω της αντοχής του. Στο Δάσος της Μαλεβής τελεί υπό καθεστώς απόλυτης προστασίας, ως είδος ιδιαίτερου κάλλους.
Εξακολουθούμε ν’ ανηφορίζουμε τον βατό χωματόδρομο, που κάποτε τερματίζει μετά από συνολική απόσταση 14,2 χλμ. από τα Τσίντζινα. Ξεκινάμε την ανάβαση από υψόμετρο 1520 μέτρων. Το μονοπάτι είναι πολύ ανηφορικό και κακοτράχαλο, κατάσπαρτο με πέτρες, η σήμανση αδιόρατη ή ανύπαρκτη. Η βλάστηση που κυριαρχεί είναι χαμηλά κέδρα και αγκαθωτοί θάμνοι, κάποιοι από τους οποίους έχουν μικρά λευκά λουλουδάκια με λεπτό άρωμα που θυμίζει θυμάρι. Απέναντι ο Ταύγετος επιβάλλεται με το μήκος και τον όγκο του, ενώ χαμηλά στα ΝΔ διακρίνεται ολοκάθαρα η Σπάρτη. Ο ήλιος είναι δυνατός, το δροσερό βοριαδάκι όμως διευκολύνει την ανάβαση.
25΄αργότερα φτάνουμε σ’ ένα πλάτωμα, στα ριζά της βραχώδους και απόκρημνης κορυφής του Προφητηλία (1.780 μ.), του «Μεγαναηλιά», όπως τον αποκαλεί ο Δάσκαλος.
Εδώ βρίσκεται ένα μεγάλο πλακόστρωτο αλώνι με θέα εξαιρετική, ιδανικό για μια λιγόλεπτη ξεκούραση. Συνεχίζοντας ΒΔ το μονοπάτι στη βάση της κορυφής φτάνουμε σ’ ένα 5λεπτο στην Πηγή του Μεγαναηλιά, με υπέροχο δροσερό νερό, ποτίστρα και αρκετά πρόβατα. Συνεχίζοντας πάντα το στενό και καλοσχηματισμένο μονοπάτι παρακάμπτουμε την κορυφή του Μεγαναηλιά και αντικρύζουμε απέναντί μας στα ΒΑ την καμπυλόγραμμη κορυφή «Ψάρι» (του «Ψαρή» σύμφωνα με την ορολογία του Δάσκαλου), που με υψόμ. 1839 μ. είναι η δεύτερη σε ύψος κορυφή του Πάρνωνα μετά την «Μεγάλη Τούρλα» (1934μ.).
Βαδίζουμε επί μισή περίπου ώρα σε πετρώδες αλλά ευχάριστο μονοπάτι, με ελάχιστες υψομετρικές διαφορές. Η βλάστηση σ’ αυτή την υποαλπική ζώνη είναι υποτυπώδης, μόνον χόρτα και χαμηλοί θάμνοι. Σ’ ένα σημείο βρισκόμαστε πάνω από ένα όμορφο λεκανοπέδιο, ιδανικό βοσκότοπο.
– Από δω κάτω περνάει το σηματοδοτημένο μονοπάτι, που μετά από πολύωρη διαδρομή συνδέει τα Τσίντζινα με του Ψαρή. Αυτό συνήθιζα να χρησιμοποιώ, λέει ο Δάσκαλος.
Ανοίγω το χάρτη και επισημαίνω το μακρύ μονοπάτι που αναφέρει ο φίλος μας.
Στις 11:30 βρισκόμαστε στους πρόποδες του Ψαρή, σε υψόμετρο 1700 μ. Ο κώνος ορθώνεται πάνω απ’ τα κεφάλια μας απόλυτα εχθρικός, με κλίση φοβερή. Το έδαφος δεν μπορεί να είναι χειρότερο: πετρώδες, σαθρό, γεμάτο αγκαθωτούς θάμνους. Κάτω από τον καυτό ήλιο ή ανάβαση είναι κουραστικότατη. Τελικά, μετά από ένα 20λεπτο, καλύπτουμε τα 140 μ. που μας χωρίζουν από την κορυφή, σε συνολικό χρόνο 1 ώρας και 30΄από την αναχώρησή μας.
Ευτυχία! Δροσερό βοριαδάκι και θέα απόλυτη! Στον Ταΰγετο, στη Σπάρτη, στη Μεγάλη Τούρλα, στη λωρίδα του Αργολικού κόλπου, στις Σπέτσες, στο Λεωνίδιο με τους βράχους του, στη μεγάλη κορυφογραμμή του Α-ΝΑ Πάρνωνα πάνω από το Κυπαρίσσι σε αναρίθμητα χωριά. Κυρίως όμως σ’ αυτό το κυματιστό και απερίγραπτα όμορφο ανάγλυφο του Πάρνωνα. Κάτω χαμηλά ο οικισμός του Αγ. Βασιλείου, όπου η μεγάλη ομώνυμη μάχη στις 22.1.1949 σήμανε το τέλος του «Εμφυλίου Πολέμου» στον Πάρνωνα και στην Πελοπόννησο.
Η βιβλική φυσιογνωμία του Δάσκαλου αγναντεύει μακρυά.
– Για άλλη μια φορά σας ευχαριστώ, που γίνατε η αφορμή για να ξανάρθω εδώ πάνω.
Στην κατάβαση τα πόδια μας πετούν. Σε 55 ακριβώς λεπτά βρισκόμαστε στο αυτοκίνητο.
ΕΠΙΛΟΓΟΣ
Πρωί στο Σχολαρχείο. Ο τελευταίος καπουτσίνο με τον Αντώνη στην πλατεία. Έχει τη συνηθισμένη ψύχρα του πρωινού, πριν από την εμφάνιση του ήλιου. Καθημερινή όπως είναι, είμαστε οι μοναδικοί θαμώνες της πλατείας. Την Παρασκευή θα ξαναζωντανέψει. Πεταγόμαστε δύο λεπτά στο καφενεδάκι της Τασίας.
– Καλό χειμώνα, σας συμπάθησα πολύ.
– Καλή αντάμωση Τασία.
Προβάλλει ο Δάσκαλος. Μας αγκαλιάζει και μας φιλάει. Πάει να πει δυο κουβέντες, ύστερα μετανιώνει και φεύγει βιαστικά.
Μας σφίγγει τα χέρια ο Αντώνης.
– Σας ζηλεύω, μας λέει.
– Γιατί Αντώνη;
– Για το μακρύ και ωραίο ταξίδι που έχετε μπροστά σας.
Στο επανιδείν, αγαπητέ φίλε Αντώνη.
Στο επανιδείν, Τσίντζινα.