Φανταστικοί βραχώδεις γκρεμοί, στεφανωμένοι από ερείπια πύργων και τείχη οχυρών, μαύροι, χαίνοντες ύφαλοι που προεξέχουν σαν δόντια από τη θάλασσα, καλοζωγραφισμένα βουνά, γραφικοί συνοικισμοί και μιναρέδες, ένας ευρύς κόλπος αγκαλιασμένος από μια διπλή αμμουδιά όπου φλοισβίζει η ανοιχτή δυτική θάλασσα. Αυτή είναι η Πάργα, ένα μέρος για ονειροπόληση μέσα σε γαλήνια έκσταση…
Λουδοβίκος Σαλβατώρ
Η πρώτη γνωριμία μου με την Πάργα- μια εικοσαετία περίπου πριν- υπήρξε ολίγον επεισοδιακή. Στο τέλος μιας κουραστικής μέρας με ατελείωτα δύσκολα χιλιόμετρα στην Ήπειρο, είχα βρεθεί στη γραφική πολιτεία να ψάχνω απελπισμένα – και με οποιοδήποτε αντίτιμο – ένα κατάλυμα.
Αύγουστος καθώς ήταν, τα πάντα είχαν κυριευθεί από χιλιάδες επισκέπτες. Όλες μου οι προσπάθειες για την εύρεση μιας – ταπεινής έστω – γωνιάς απέβαιναν, η μια μετά την άλλη, άκαρπες. Έπρεπε λοιπόν να επιλέξω: ή θα κοιμόμουν άβολα στη θέση του αυτοκινήτου ή θα ξεκινούσα νυχτιάτικα για …άλλες πολιτείες.
-Ψάχνετε για δωμάτιο; με ρωτάει ξαφνικά μια ηλικιωμένη κυρούλα.
-Δυστυχώς ναι, δεν υπάρχει όμως τίποτε.
-Αν δεν έχετε απαιτήσεις, μου περισσεύει ένα ράντσο στην κουζίνα του σπιτιού μου.
Απαιτήσεις είχα, τη στιγμή όμως εκείνη η μοναδική προτεραιότητα ήταν να βρώ ένα κρεβάτι και μια στέγη πάνω απ’ το κεφάλι μου. Ακολούθησα για λίγο την κυρούλα στο στενάκι. Η διανυκτέρευση, ή μάλλον η απόπειρα διανυκτέρευσης, καταγράφεται στις αναμνήσεις εκείνες, που αρχικά είναι δυσάρεστες, με την πάροδο όμως και το φιλτράρισμα του χρόνου θεωρούνται γραφικές, όπως περίπου και οι αναμνήσεις του Στρατού.
Δεν ήταν μόνον η στενότητα του χώρου και οι ποικίλες οσμές της Παργίτικης κουζίνας ούτε ο εκκωφαντικός θόρυβος από το παρακείμενο μπαράκι. Ήταν κυρίως οι υπόλοιποι – νεαροί – ενοικιαστές, που είχαν γυρίσει αργά σε κατάσταση ευθυμίασς και, σχεδόν ως τα χαράματα, μπαινόβγαιναν στην κουζίνα και άνοιγαν τη βρύση, για να σβήσουν τη δίψα τους με άφθονο νερό.
Κατάκοπος το άλλο πρωί αγκομαχούσα στα σκαλοπάτια για το Κάστρο. Λίγο αργότερα η Πάργα έκανε ό,τι μπορούσε για να αμβλύνει τις αρνητικές μου εντυπώσεις, με την μεγαλειώδη φυσική της ομορφιά και τις θαυμάσιες αλλά κοσμοβριθείς της παραλίες.
Υποσχέθηκα στον εαυτό μου να μην ξαναπάω Αύγουστο στην Πάργα. Φαίνεται όμως, την απώθησα από τους προορισμούς μου, για πολύ περισσότερο χρόνο απ’ όσο έπρεπε…
ΜΑΡΤΙΟΣ ΤΟΥ 2004
Καθώς κατηφορίζουμε τις τελευταίες στροφές, αναρωτιέμαι πώς να είναι η Πάργα μετά από τόσα χρόνια, αν εξακολουθεί να είναι το ίδιο γοητευτική και θελκτική. Οι λεπτομέρειες έχουν – σε μεγάλο βαθμό – ξεφύγει από τη μνήμη μου. Διατηρούνται ωστόσο ζωντανές κάποιες εικόνες απαράμιλλης ομορφιάς, ο λόγος με το Κάστρο, τα λαβυρινθώδη στενορρύμια, οι παραλίες και τα νησάκια. Όσα χρόνια κι αν περάσουν οι εικόνες αυτές παραμένουν αναλλοίωτες και χαρίζουν στην Πάργα μια ιδιαίτερη ταυτότητα που την κάνει μοναδική σε σχέση με κάθε άλλο παραθαλάσσιο ή ηπειρωτικό τόπο στην Ελλάδα. Να πως περιέγραφε την Πάργα, στο ομώνυμο βιβλίο του το 1906 ο μεγάλος Ιταλός συγγραφέας, περιηγητής και ιστορικός Λουδοβίκος Σαλβατώρ:
«Φανταστικοί βραχώδεις γκρεμοί, στεφανωμένοι από ερείπια πύργων και τείχη οχυρών, μαύροι, χαίνοντες ύφαλοι που προεξέχουν σαν δόντια από τη θάλασσα, καλοζωγραφισμένα βουνά, γραφικοί συνοικισμοί και μιναρέδες, ένας ευρύς κόλπος αγκαλιασμένος από μια διπλή αμμουδιά όπου φλοισβίζει η ανοιχτή δυτική θάλασσα. αυτή είναι η Πάργα, ένα μέρος για ονειροπόληση μέσα σε γαλήνια έκσταση. Εδώ είχαν την εξουσία Κερκυραίοι ευγενείς κάτω από την κυριαρχία της Βενετίας και με σύμβολο προστάτη τον Λέοντα του Αγίου Μάρκου, την εποχή που κυριαρχούσε η Δημοκρατία. Ενώ τώρα κυριαρχεί η Ημισέληνος και πάνω απ’ τους τοίχους των εκκλησιών προβάλλουν οι τρούλοι των τζαμιών.
Η κλασική ομορφιά των κύριων περιγραμμάτων, των ορεινών τοπίων και των προοπτικών, η αγριότητα των ακτών, η γραφική διάταξη των βράχων, η μαγευτική όψη των κοντινών νησιών, σπάνια βρίσκονται μαζί σε έναν τόπο και σε τέτοιο αριθμό, έτσι που δικαιολογημένα μπορεί κανείς να ονομάσει την Πάργα ένα παράδεισο για τον ποιητή και τον τοπογράφο. Δεν υπάρχει ούτε η παραμικρή λεπτομέρεια που να υπολείπεται σε ομορφιά και να μοιάζει αταίριαστη μέσα στη γενική εικόνα. Απ’ την πρώτη στιγμή που φτάνει κάποιος στην Πάργα, νιώθει αμέσως συνεπαρμένος από την ομορφιά του τόπου. Και με κάθε αλλαγή της θέσης του παρατηρητή το τοπίο φαίνεται ακόμα θελκτικότερο από πριν. Όλα θέλει κανείς να τα σχεδιάσει και όλα να τα καταγράψει.
Κάθε σημείο, κάθε θέση φαίνεται ωραιότερη από κάθε άλλη. Έχει κανείς την εντύπωση, πως αυτό που βλέπει με τα μάτια του δεν είναι αλήθεια αλλά ένα προϊόν της φαντασίας και του ονείρου. Ενός ονείρου που στη διάρκειά του οι μαλακές μάζες των πετρών δέθηκαν σε σύνολα ασύγκριτα. Νησιά, κώνοι βράχων, μοιάζουν σαν να δημιουργήθησαν εκεί, όπου μόνο ο νους ενός ζωγράφου θα είχε ευχηθεί. Το φως και η σκιά κάνει το κάθε τι να ξεχωρίζει και να αποκτά πλαστικότητα και να ενώνεται με το άλλο μέσω της ζαφειρογάλανης επιφάνειας της θάλασσας, που αναζωογονεί η αύρα του μεσημεριού. Μόλις περάσει η έκσταση της πρώτης στιγμής, το πνεύμα συγκεντρώνεται στα ωραιότερα σημεία. Κοιτάζει, ονειροπολεί, δεν βιάζεται να τα αποδώσει, από φόβο μήπως ξαφνικά εξαφανιστεί η φαντασμαγορία του φωτός, της μορφής και των χρωμάτων. Και απολαμβάνοντας αυτή τη στιγμή, ρουφάει σαν από ένα ποτήρι όλη τη γλυκύτητα της ομορφιάς – μια γλυκύτητα σαν του μελιού – αυτού του υπέροχου τοπίου, που μόνον Ελληνικές εικόνες μπορούνε να προσφέρουν».
Σταματάμε για λίγο στους ήπιους λοφίσκους πάνω από την Πάργα. Χάνεται το βλέμμα στις γλυκύτατες πλαγιές των απέραντων ελαιώνων, ξεστρατίζει για λίγο στους όγκους των βουνών που αγκαλιάζουν τους ελαιώνες προστατευτικά από το βοριά κι ύστερα αγναντεύουμε μακρυά κατά το νότο, συναντάμε τις αιχμηρές εξάρσεις των κάβων, των βραχονησίδων και του κάστρου. Πέρα μακρυά, στα όριά της ο όραση, βυθίζεται γαληνεμένη στην απεραντοσύνη του Ιονίου.
Κάθε ταξιδευτής οφείλει στον εαυτό του μια στάση σε σημείο μακρινό πάνω απ’ την Πάργα, πριν χαθεί στα πολύπλοκα στενά της και στην πολύβουη ζωή και κίνηση της πόλης. Μόνον έτσι θα αισθανθεί την αχνή και εξαϋλωμένη εικόνα του τοπίου, μακρυά από τις λεπτομέρειες, που κάποτε είναι οδυνηρές εξαιτίας των επεμβάσεων των ανθρώπων και της ανάγκης για ανάπτυξη. Στα χρόνια που μεσολάβησαν από την πρώτη γνωριμία μου με την Πάργα, πολλά έχουν αλλάξει, οι επεμβάσεις των ανθρώπων είναι εύκολα ορατές. Ο οικισμός, ασφυκτιώντας στα αρχικά στενά του όρια, έχει επεκταθεί στους ελαιώνες, κυρίως με την μορφή των καταλυμάτων, που δεν είναι πάντοτε καλαίσθητα. Η αιτιολογία βέβαια υπάρχει και είναι κατανοητή σ’ ένα βαθμό. Ήταν τόσο εκρηκτική η τουριστική άνοδος της Πάργας τις τελευταίες δεκαετίες, που ντόπιοι και ξένοι άρχισαν να συνωθούνται και να διαγωνίζονται μέσα και γύρω από την Πάργα για την μεγαλύτερη δυνατή συμμετοχή στο κερδοφόρο τουριστικό προϊόν.
Αναρίθμητα ενοικιαζόμενα δωμάτια, ξενοδοχεία και μαγαζιά κάθε είδους ξεφύτρωσαν σε κάθε πιθανό και απίθανο σημείο της περιοχής, στα γύρω χωριά, στις παραλίες και στους ελαιώνες. Τους θερινούς – ιδιαίτερα – μήνες αιχμής ένας τεράστιος αριθμός Ελλήνων και ξένων τουριστών επιλέγουν την Πάργα ως τον ιδανικό τόπο διακοπών τους, έναν τόπο που συνδυάζει με τρόπο μοναδικό την απαράμιλλη φυσική ομορφιά με τον κοσμοπολίτικο – αν και τόσο συνωστισμένο – χαρακτήρα της πολιτείας. Δεν έχω βέβαια σύγχρονη άποψη για την εικόνα της Πάργας κατά τους μήνες Ιούλιο και Αύγουστο, μπορώ ωστόσο να το υποθέσω, αν πολλαπλασιάσω τα μεγέθη της, προς εικοσαετίας, εμπειρίας μου.
Φαντάζομαι πως τώρα πια – αν δεν είχα έγκαιρα προνοήσει – δεν θα μπορούσα να βρω, ούτε τον ταπεινό χώρο της κουζίνας.
Στην ηρεμία του Μαρτίου κατηφορίζουμε τις ήπιες λοφοπλαγιές, κυριευμένες από τον σφιχτό εναγκαλισμό της πυκνής βλάστησης και του αργυροπράσινου ελαιώνα. Κάθε στιγμή αισθανόμαστε όλο και πιο πολύ να κυκλωνόμαστε και να ταυτιζόμαστε μ’ αυτό το εκπληκτικό τοπίο της Πάργας. Δεν είχε άδικο ο Λουδοβίκος Σαλβατώρ όταν παρατηρούσε, ότι «λίγες τοποθεσίες της Μεσογείου μπορούν να συναγωνιστούν την Πάργα σε ομορφιά. Ο πλούτος της βλάστησης, που όμοιός του δύσκολα ξαναβρίσκεται, ευνοημένος από το εύφορο έδαφος και από το μεγάλο πλήθος των πηγών, επενεργεί τελείως ακατανίκητα. Οι περίβολοι με τις φυτείες των ελαιόδεντρων, των συκιών, των χαρουπιών και των πορτοκαλιών και με τις πολυάριθμες κιτριές που συμπλέκονται με τα άλλα μικρότερα δέντρα, σχηματίζουν έναν απέραντο παραδεισένιο οπωρώνα, που και η πιο ζωηρή φαντασία δύσκολα θα μπορούσε αν τον δει πιο ωραίο».
Εξ’ άλλου ένα βιβλίο για την Πάργα, που εκδόθηκε στα Γαλλικά το 1820 και μεταφράστηκε το 1851 στην Κέρκυρα από τον Ιωάννη Βαρβιτσιώτη αναφέρει, ότι «η γονιμοποιός επιρροή των υδάτων και το φιλόπονον των εγκατοίκων κατέστησαν την χώραν της Πάργας εύκαρπον, χαρίεσσαν, εύφορον. Πανταχόθεν ηγείροντο άμπελοι και ελαίαι. Αι λειμωνίαι και αι πορτοκαλίαι εστόλιζον τους δενδροκήπους και επεδείκνυον άπασαν την ζωηρότητα των φυλλωμάτων και των καρπών των. Τα προϊόντα των δέντρων τούτων εσχημάτιζον ένα εκ των επικερδέστερων κλάδων του την Παργίων εμπορίου. Τα μετεκόμιζον επί μικρών πλοιαρίων εις την Κέρκυραν και μέχρι Τεργέστης. Και εκ’ των λιμένων τούτων ιδιαίτερόν τι είδος κίτρου, επιτεταγμένου εις τους Ιουδαίους από τους θρησκευτικούς αυτών κανόνας, ως απαραίτητον δια των τέλεσιν τίνων εορτών, μετεφέρετο όχι μόνον εις την Ιταλίαν και εις την Γερμανίαν αλλά και μέχρι των πάγων της τε Πολωνίας και Ρωσίας.
Αλλά και από το κλίμα της Πάργας είχε εντυπωσιαστεί ο Σαλβατώρ που αναφέρει:
«Όταν κανείς έχει δει την Πάργα κι έχει απολαύσει τη ζωογόνα φρεσκάδα του θαλασσινού αέρα της, τη μαγεία της πλούσιας βλάστησης και των άφθονων νερών της, πάντοτε θα νοσταλγεί αυτή τη χώρα, που κάνει πραγματικότητα το ιδανικό της επίγειας υγείας. Η ηπιότητα του κλίματος, ο υγιεινός αέρας που φυσάει ανεμπόδιστος και ορμητικός από τη θάλασσα και η δροσιά που χαρίζει το καλοκαίρι το γειτονικό υψηλό βουνό, μεταφέρουν τη ζωογόνα φρεσκάδα της θάλασσας χωρίς να επηρεάζονται από τους καύσωνες κάποιας γειτονικής χώρας. Και η ίδια η θέση της πόλης συμβάλλει πολύ σ’ αυτό το διπλό πλεονέκτημα. Γιατί προστατευμένη το χειμώνα από τα ψηλά βουνά, που υψώνονται πίσω της σαν τείχος, δέχεται απ’ την άλλη μεριά το φιλί της ανοικτής θάλασσας. Ακόμα και τεχνητά να την είχαν δημιουργήσει, δεν θα μπορούσαν να σκεφτούν καλύτερη τοποθεσία».
ΜΙΑ ΠΕΡΙΔΙΑΒΑΣΗ ΣΤΑ ΣΤΕΝΟΡΡΥΜΙΑ ΚΑΙ ΣΤΟ ΠΑΡΕΛΘΟΝ ΤΗΣ ΠΑΡΓΑΣ
Στις βόρειες παρυφές της Πάργας, δύο περίπου χιλιόμετρα από το κέντρο του οικισμού, δεσπόζει δίπλα στο δρόμο ένα σπίτι μοναχικό και ωραίο. Από το υπέροχο μπαλκόνι του – αληθινό βιγλάτορα όλης της περιοχής – είχαμε την ευτυχία ν’ αγναντέψουμε τις απέραντες καμπυλόγραμμες πλαγιές του περίφημου ελαιώνα και στο βάθος του ορίζοντα ένα μέρος του κάστρου της πόλης και της θάλασσας.
Στο ισόγειο του πάλι είχαμε το προνόμιο και την τύχη να βρεθούμε σ’ έναν χώρο με έντονη την αύρα από το παρελθόν και την ιστορία της όμορφης πολιτείας του Ιονίου. Εκεί, ανάμεσα σε αναρίθμητα βιβλία, σπάνια και πολύτιμα, τοποθετημένα στα ράφια τους με τάξη αξιοθαύμαστη, ο φιλόλογος καθηγητής, ιστοριοδίφης και πρώην Γυμνασιάρχης της Πάργας Θανάσης Σινάκος επιχείρησε στον λίγο χρόνο που διέθετε να μας μυήσει στην ιστορία και στην ψυχή αυτού του τόπου.
Καταγόμενος από τα Βασιλικά της Θεσσαλονίκης αλλά ζώντας πάνω από τέσσερις δεκαετίες στην Πάργα και αναδιφώντας συνεχώς συγγράμματα και πηγές, αισθάνεται – και πράγματι είναι – πολύ πιο ειδήμων για τον τόπο από τους κατοίκους του. δεν περιορίστηκε όμως ο καθηγητής στην ακαδημαϊκή μόνον μελέτη της ιστορίας και της τοπογραφίας της πόλης. Γνώρισε και εξακολουθεί να περιδιαβαίνει με τα ακούραστα βήματά του κάθε γωνιά και στενορρύμι, κάθε εξοχή και παραλία. Με έναν τέτοιο αναντικατάστατο ξεναγό, που δέχθηκε να δαπανήσει για μας τον πολύτιμό του χρόνο, ξεκινάμε να γνωρίσουμε την Πάργα, όσο είναι δυνατόν να γνωρίσει κανείς σε μερικές μέρες την ανεξάντλητη σε ιστορικά γεγονότα και φυσική ομορφιά πολιτεία του Ιονίου.
Η περιδιάβασή μας αρχίζει με αφετηρία την πετρόχτιστη εκκλησία του Αγίου Νικολάου κα το μεγάλο, επίσης πέτρινο Δημοτικό Σχολείο στο κέντρο του οικισμού. Κατηφορίζουμε ομαλά την οδό Αλεξ. Μπάγια και στην αριστερή γωνία συναντάμε δύο συνεχόμενα μεγάλα σπίτια του 19ου αιώνα, με τα χαρακτηριστικά μικρά παράθυρα στον β΄όροφο. Τα σπίτια αυτά με την ιδιαίτερη ταυτότητα, έτσι όπως είναι εγκλωβισμένα στα νεώτερα κτίσματα, μοιάζουν με μια μικρή ανάσα παρελθόντος, που ασφυκτιά ανάμεσα στις σύγχρονες – και όχι πάντα καλαίσθητες – αρχιτεκτονικές γραμμές.
Στρίβουμε για λίγο δεξιά στην μικρή εκκλησία του Αγίου Δημητρίου, με το απλό ξύλινο τέμπλο, το ξυλόγλυπτο ταβάνι, τα ωραία στασίδια και τον μικρό γυναικωνίτη.
Κάτω από το πέτρινο δάπεδο και πριν από την εσωτερική σκάλα που οδηγεί στον γυναικωνίτη, βρίσκεται ενταφιασμένος, σύμφωνα με την εγχάρακτη επιγραφή, ο Γεώργιος Ζούλλας που απεβίωσε την 4η Αυγούστου του 1856.
Το εκκλησάκι βρίσκεται στην γωνία της οδού ABENSBERG, Γερμανικής πόλης που αδελφοποιήθηκε πριν λίγα χρόνια με την Πάργα. Πίσω από το εκκλησάκι, σε μια μικρή πλατεία, δεσπόζει το παλιό τριώροφο αρχοντικό του ευεργέτη της Πάργας Β. Ε. Βασιλά, που προορίζεται να στεγάσει το Δημαρχείο της πόλης. Δίπλα του περνάει ένα στενό δρομάκι με μερικά παλιά σπιτάκια ακατοίκητα. Στρίβοντας το δρομάκι δεξιά βρισκόμαστε μπροστά στην εκκλησία των Αγίων Αποστόλων, με γλυπτή παράσταση έξω από το Ιερό, που αναπαριστά την πασίγνωστη και ιστορική Φυγή των Παργινών, την ημέρα της Μεγάλης Παρασκευής στις 15 Απριλίου του 1819. Είχε προηγηθεί από τους Βρετανούς η πώληση της Πάργας στον Αλή Πασά των Ιωαννίνων αντί του ποσού των 150.000 λιρών. Μη μπορώντας να αντέξουν την κυριαρχία του Πασά τέσσερις χιλιάδες Παργινοί επιβιβάστηκαν σε πλοία και ξενιτεύτηκαν στην Κέρκυρα και σε άλλα Ιόνια νησιά. Η φυγή τους όμως αυτή συνοδεύτηκε από μια πράξη μοναδική στην Ελληνική και παγκόσμια ιστορία. Την περιγράφει, μεταξύ άλλων ιστορικών και συγγραφέων, και ο Γάλλος φιλέλληνας Francois Lenormant με τα παρακάτω λόγια:
«Οι Πάργιοι, πωληθέντες ούτω παρά το δίκαιον των εθνών, δεν ηθέλησαν να υποκύψωσιν εις την τύχην των κατοίκων Πρεβέζης, Βονίτσης και Βουθρωτού. Επροτίμησαν να εγκαταλείψωσι την πατρίδα των και να ξητήσωσιν αλλαχού τόπον εις τον οποίον να ζήσωσιν εκτός της επηρείας των Τούρκων. Καθ’ ην στιγμήν έμελλον να επιβιβασθώσιν εις πλοία, εκθάψαντες τα οστά των πατέρων των παρέδωκαν αυτά εις τας φλόγας, ίνα μη μείνωσιν εις γην, ην επέπρωτο να μολύνη η παρουσία των μουσουλμάνων. Η μνήμη αυτής της σκηνής μένει ανεξάλειπτος εις τα χρονικά του Ελληνικού Έθνους. Η διήγησις αυτή διεθρυλλήθη εις όλων την Ευρώπην, ένθα προεξένησεν απανταχού την ζωηρωτέραν αγανάκτησιν και διήγειρα δια πρώτην φοράν ενθέρμους συμπαθείας υπέρ των υποθέσεων των Ελλήνων».
Η εκκλησία των Αγίων Αποστόλων είναι παλιά, με εκπληκτικό μαρμάρινο δάπεδο που διατηρείται αυθεντικό και με θαυμάσιο ξυλόγλυπτο βημόθυρο στην κεντρική πύλη του Ιερού, αληθινό λεπτούργημα. Οι μόνες τοιχογραφίες που σώζονται είναι στην κόγχη του Ιερού. Το τέμπλο είναι χτιστό και κοσμείται από αρκετές παλιές εικόνες, από τις οποίες η εικόνα του Αγ. Ιωάννου του Χρυσοστόμου στην αριστερή είσοδο του Ιερού, χρονολογείται από το 1884.
Αν συνεχίσουμε το ανηφοράκι πάνω από τους Αγίους Αποστόλους, σε μερικά λεπτά θα φτάσουμε στο Κάστρο. Αλλά και η προέκταση της οδού ABENSBERG από το εκκλησάκι του Αγ. Δημητρίου, οδηγεί επίσης γρήγορα στο Κάστρο. Όλα μοιάζουν να είναι τόσο προσιτά και ανθρώπινα στη Πάργα.
Στο δεύτερο δρομάκι προς το Κάστρο δεσπόζει το μεγάλο νεοκλασικό της οικογένειας Παΐζη, με βαριά λιθοδομή στον πρώτο όροφο και μικρά σιδερόφρακτα παράθυρα, ενώ ο δεύτερος όροφος είναι σοβαντισμένος και φέρει στη σειρά μεγαλύτερα ορθογώνια παράθυρα.
Για τα σπίτια της Πάργας αναφέρει μεταξύ των άλλων ο Σαλβατώρ, ότι «είναι μια σύνθεση βενετικού και τούρκικου ρυθμού. Τα περισσότερα είχαν γύρω-γύρω τοίχο με έναν παρακείμενο κήπο. Κάθε σπίτι ήταν κάστρο με πολεμίστρες σε όλες τις πλευρές, από τις οποίες μπορούσαν να χτυπούν τους επιτιθέμενους. Η κύρια είσοδος ήταν πάνω από μια σειρά σκαλιά, που οδηγούσαν κάτω, στο μέρος που θα μπορούσαμε να ονομάσουμε κελάρι. Από εκεί η άνοδος στον πρώτο όροφο γινόταν από μια καταπακτή και αυτό αποτελούσε μια επιπλέον ασφάλεια σε ενδεχόμενη επίθεση του εχθρού».
Κάτω από το σπίτι της οικογένειας Παΐζη υπάρχει μια θολωτή στοά, από τις λίγες που έχουν απομείνει σήμερα στην Πάργα. Η στοά αυτή ονομάζεται «βόλτο» στην τοπική ονομασία (οι αντίστοιχες στοές στα μεσαιωνικά και παραδοσιακά χωριά της Χίου ονομάζονται «βοτιά»). Μερικές δεκάδες μέτρα πιο πάνω περνάμε μπροστά από το πασίγνωστο και πολυφωτογραφημένο νεοκλασικό της οικογένειας Βαλλιάνου, με απόλυτη θέα στο σύμπλεγμα των μικρών νησιών και στην παραλία της Πάργας. Το νεοκλασικό είναι βαμμένο με περίπλοκους εντυπωσιακούς χρωματισμούς, που παιχνιδίζουν ανάμεσα στο σάπιο μήλο, στο λευκό και στο αχνογάλανο. Τα μπαλκονάκια του είναι μικρά με περίτεχνα σιδερένια κάγκελα, ενώ σ’ όλη την πρόσοψη κυριαρχούν μεγάλα συμμετρικά παράθυρα.
Ο δρόμος ανηφορίζει με φαρδιά, ξεκούραστα σκαλοπάτια, που ελίσσονται ανάμεσα σε αρκετά παραδοσιακά σπιτάκια με εξωτερικές πέτρινες σκάλες και αντερίδες. Λοξοδρομούμε για λίγο δεξιά σ’ ένα στενάκι, που μας βγάζει στον ναΐσκο του Αγ. Ιωάννη του Παπύρη, της οικογένειας Παπυραίων, με υπεραιωνόβια ελιά δίπλα στην είσοδο.
Γύρω από το εκκλησάκι θάλλουν πορτοκαλιές και λεμονιές, ορθώνονται όμως άκομψα και μερικά υψηλά οικοδομήματα, που εμποδίζουν την ωραία θέα που είχε παλιά η εκκλησούλα προς τη θάλασσα. Σο εκκλησάκι διατηρείται το αυθεντικό και παμπάλαιο πλακόστρωτο δάπεδο, ενώ υπάρχει πρόναος αλλά και πλάγιο κλίτος μετά την ΝΑ του είσοδο. Όπως πριν από λίγο στον ναΐσκο του Αγ. Δημητρίου, έτσι και σ’ αυτόν τον οικογενειακό ναό βρίσκεται ενταφιασμένη μπροστά από την Ωραία Πύλη του Ιερού, με χρονολογία 1823, η Αναστασία, μέλος της οικογένειας Παπυραίων. Οι τοίχοι, όπως σε όλες σχεδόν τις εκκλησίες της Πάργας είναι ασβεστοχρισμένοι, τόσο εσωτερικά όσο και εξωτερικά. Η μόνη τοιχογραφία που διατηρείται είναι της Πλατυτέρας με μορφές ιεραρχών στην κόγχη του Ιερού.
Μετά το εκκλησάκι του Αγ. Ιωάννη βγαίνουμε στον πλάτανο της συνοικίας του «Τουρκοπάζαρου», που είναι ο δρόμος που οδηγεί κατευθείαν στην πύλη του Κάστρου. Διασώζεται ακόμη η μεγάλη και όμορφα πετροχτισμένη τούρκικη βρύση, ενώ το τζαμί που υπήρχε παλιότερα λίγο πιο πάνω από τη βρύση, έχει κατεδαφιστεί κατά τη δεκαετία του ‘ 50. Στη θέση του τώρα έχει διαμορφωθεί μια μικρή πλατειούλα, που χρησιμοποιείται ως χώρος στάθμευσης. Από την πλατεία συνεχίζουμε για μερικές δεκάδες μέτρα προς τα βόρεια. Ανάμεσα από καινούργιες τριώροφες οικοδομές ενοικιαζομένων δωματίων, που η αρχιτεκτονική τους δεν συμβαδίζει με την ιστορικότητα της περιοχής, καταλήγουμε σ’ ένα σημείο, όπου μοιάζει σαν να σταμάτησε ο χρόνος κάποια στιγμή στο παρελθόν. Εδώ, ανάμεσα σε λεμονιές και ελαιόδεντρα, εξακολουθούν να διατηρούνται, παρά τις κακουχίες των καιρών και την αδιαφορία των ανθρώπων, τα ερείπια του ιστορικού Παλιού Σχολαρχείου της Πάργας. Το λαμπρό αυτό εκπαιδευτήριο λειτουργούσε ήδη πριν από τα χρόνια του Αλή Πασά με φημισμένους δασκάλους και, ανάμεσά τους, τον Χριστόφορο Περραιβό και τον περίφημο Ανδρέα Ιδρωμένο. Δίπλα σ’ αυτά τα εγκαταλελειμμένα αλλά ένδοξα ερείπια, υψώνουν το ταπεινό τους ανάστημα μερικές παραγκούλες στη σειρά, μια μικρή κοινωνία ανθρώπων, που δείχνει τόσο απόμακρη και ξεκομμένη από τον θορυβώδη τρόπο ζωής και την ανάπτυξη της πόλης.
Από την μοναξιά του Σχολαρχείου επιστρέφουμε στην κίνηση του Τουρκοπάζαρου και ανηφορίζουμε αυτόν τον κεντρικό δρόμο με κατεύθυνση δυτική. Κάτω μας ακριβώς απλώνεται το εκπληκτικό θέαμα της αχανούς παραλίας του Βάλτου, μιας από τις ωραιότερες και πιο δημοφιλείς ακτές της Πάργας. Σ’ όλη αυτή τη σειρά του δρόμου έχουν ανεγερθεί συνεχόμενα καταλύματα, που διαθέτουν το μοναδικό προνόμιο μιας θέας ανεμπόδιστης στο Κάστρο, στον κάμπο και στην παραλία του Βάλτου και μακρυά στα νερά του Ιονίου, ενώ ψηλά στα δυτικά αγναντεύουν τον απότομο λόφο με το Κάστρο της Ανθούσας ή του Αλή Πασά.
Τα δρομάκι της Αγίας Αικατερίνης μας οδηγεί στον ομώνυμο ναΐσκο, μετόχι της ιστορικής Μονής Σινά, με εκπληκτικό ελαιόδεντρο πολλών αιώνων κοντά στην είσοδο του ναού. Από ένα δρομάκι λίγο πιο πάνω φτάνουμε στο εκκλησάκι των «Αγίων Τριών Παίδων», επίσης μετόχι της Μονής Σινά. Κάποτε το φημισμένο αυτό μοναστήρι κατείχε μεγάλη κτηματική περιουσία σ’ όλη τη γύρω περιοχή. Ελάχιστα σπίτια έχουν απομείνει απ’ τα παλιά, τα περισσότερα είναι σύγχρονες κατοικίες και ενοικιαζόμενα δωμάτια.
Επιστρέφουμε στον πλάτανο και στην κεντρική οδό Ιωάν. Δημουλίτσα Πατατούκου, που πολύ λίγο διατηρεί τον παραδοσιακό της χαρακτήρα, αφού σ’ όλο της το μήκος στεγάζει τα τελευταία χρόνια μαγαζιά και καταλύματα.
Ο δρόμος αυτός σ’ ένα λεπτό οδηγεί στην είσοδο του Κάστρου, εμείς όμως αναβάλλουμε την επίσκεψή μας σ’ αυτό το κορυφαίο σημείο της Πάργας και κατηφορίζουμε την οδό της 23ης Φεβρουαρίου, που ονομάστηκε έτσι σε ανάμνηση της 23ης Φεβρουαρίου του 1913 που απελευθερώθηκε η Πάργα.
Στην κάθοδό μας προς το κέντρο της πόλης περνάνε από τα μάτια μας ένα ερειπωμένο παλιό ελαιοτριβείο, το εκκλησάκι του Ευαγγελισμού της Θεοτόκου, ένα μεγάλο και ωραίο αναπαλαιωμένο πέτρινο του 1800 και, δίπλα του ακριβώς σ’ ένα στενάκι, ένα παμπάλαιο σπίτι με την αρχική του αυθεντική αρχιτεκτονική. Σε τρία λεπτά βγαίνουμε μπροστά στο Σχολείο και στο ξενοδοχείο «Παράδεισος». Είναι εκπληκτικό πόσο άνετα και γρήγορα μπορεί να βρεθεί κανείς σε διάφορα σημεία της Πάργας.
Μετά τις ανηφοριές και τα στενά δρομάκια βγαίνουμε στην ανοιχτωσιά και στα επίπεδα εδάφη της παραλίας. Στην ανατολική της προέκταση συναντάμε μια σειρά από χαμηλά νεοκλασικά με ζωηρούς χρωματισμούς. Μερικά απ’ αυτά είναι διώροφα ή τριώροφα και κατά κανόνα στεγάζουν διάφορα καταστήματα. Σ’ αυτό το κοσμοβριθές σημείο της Πάργας, που το δροσίζουν το καλοκαίρι οι πνοές του γαρμπή και του πουνέντε διαγκωνίζονται – όχι μόνον αδιαφορώντας αλλά αντίθετα απολαμβάνοντας τον συνωστισμό – οι χιλιάδες φανατικοί επισκέπτες της μικρής πολιτείας του Ιονίου.
Μετά από 200 περίπου μέτρα η ευθεία της παραλίας τελειώνει, προεκτείνεται αριστερά ως τη μικρή πλατεία Κανάρη. Η ονομασία της πλατείας προς τιμήν του ενδοξότερου μπουρλοτιέρη του ‘ 21 δεν είναι τυχαία, αφού στην Πάργα είναι εδραιωμένη η πεποίθηση, ότι ο θρυλικός θαλασσομάχος του Αιγαίου γεννήθηκε στην Πάργα! Στο σχετικό βιβλίο του, που εκδόθηκε το 1993 με τίτλο «ο ΠΥΡΠΟΛΗΤΗΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΗΣ ΚΑΝΑΡΗΣ, Ένας Ψραιανός από την Πάργα», αναφέρει επί λέξει ο συγγραφέασς του Γ.Ε. Κομπίλας: «Το 1825 ο Κανάρης, σε ηλικία 35 ετών, βρισκόταν με την οικογένειά του στο Ναύπλιο. Τότε ένας Γάλλος περιηγητής ζωγράφος τον ζωγράφισε και το αντίτυπο της φωτογραφίας του ο πρεσβευτής μας στο Παρίσι Αλέξ. Πάλλης το έστειλε σαν δώρο στην Πάργα, όπου βρίσκεται μέχρι σήμερα στο Δημαρχείο της πόλης. Και είναι το ισχυρότερο τεκμήριο αλλά και το πιο πολύτιμο ιστορικό κειμήλιο για τη γενέτειρα του ήρωα Ηπειρώτη.»
Στη συνέχεια ο ερευνητής αναφέρει τη γραπτή μαρτυρία του Βαλαωρίτη, ότι το 1863 που ευρίσκετο στην Κέρκυρα, έκανε μαζί με τον Κανάρη μια εκδρομή στην Πάργα, που αναφέρεται σε σχετική περικοπή των απομνημονευμάτων του Κανάρη: «Επωφελήθημεν της ευκαιρίας και μετέβημεν εις επίσκεψιν των πατρίδων μας του τε Βαλαωρίτου και εμού, των προγονικών εις την κατ’ έναντι της Κερκύρας Ήπειρον, της λατρευτής Πάργας, της οποίας ανήλθομεν τον άναντι καλντεριμικόν δρόμον, όστις μου εθύμιζε τους παιδικούς χρόνους και τους αλλεπάλληλους αγώνας των προγόνων μου».
Ανάμεσα σε πολλές άλλες πηγές (παλιές εφημερίδες, εγκυκλοπαίδειες και λεξικά) ο Γ. Ε Κομπίλας παραθέτει και δημοσίευμα του πατρινού ιστορικού Δημ. Γατόπουλου στην εφημερίδα «ΕΣΤΙΑ» της 14/07/1937: «Το άνοιγμα των μνημονίων και ημερολογίων της οικογένειας Κων. Κανάρη και η αποκάλυψις αγνώστων έως τώρα στοιχείων περί της καταγωγής και της οικογενειακής προέλευσης του ενδόξου θαλασσομάχου και πρωθυπουργού της νεωτέρας Ελλάδος Κων/νου Κανάρη, αποτελεί πράγματι ιστοριοδιφικόν ευτύχημα. Την σχετικήν έρευναν οφείλομεν εις τον δισέγγονον του πυρπολητού Συνταγματάρχων Κων. Θεμ. Κανάρην, που έθεσεν ευγενώς εις την διάθεσίν μας τα κυριώτερα αυθεντικά στοιχεία των οικογενειακών του αρχείων, μεταξύ των οποίων και το προσωπικόν ημερολόγιον του πυρπολητού. Εκ πάντων δεν τούτων αποκαλύπτεται δια πρώτην φοράν η προεπαναστατική ιστορία της οικογενείας Κων/νου Κανάρη, η δράσις αυτής και η συμμετοχή της εις την κίνησιν του γένους κατά τους προπαρασκευαστικούς χρόνους της Φιλικής Εταιρείας, καθώς και το αρχαιότερον επώνυμόν της, τουλάχιστον από του 13ου αιώνος μ.Χ. Πρέπει να σημειωθεί, ότι το περιεχόμενον του ημερολογίου με τας οικογενειακάς σημειώσεις του πυρπολητού έμενεν έως τώρα μυστικόν. Διότι ο δοξασμένος θαλασσομάχος είχε λόγους να απαγορεύση την κοινολόγησίν του, ιδίως προς αποφυγήν σχολίων και περεξηγήσεων μεταξύ των νεωτέρων συμπατριωτών του Ψαριανών».
Μετά την μεγάλη αυτή αλλά ενδιαφέρουσα – όπως πιστεύουμε – παρέμβαση επιστρέφουμε στην περιπλάνησή μας στην παραλία της Πάργας. Βρισκόμαστε στον γραφικότατο κολπίσκο, που είναι γνωστός με την ονομασία «Μεγάλο Κρυονέρι». Μπροστά του, προαιώνιος κυματοθραύστης των κυμάτων του Ιονίου, υψώνεται το γλυκύτατο νησάκι της Παναγίας με την λιλιπούτεια αμμουδιά, τα πεύκα και το ομώνυμο εκκλησάκι. Την παραλία του Μεγάλου Κρυονερίου διακόπτει ο κατάφυτος λοφίσκος του Αγ. Αθανασίου και αμέσως μετά ανοίγει τη μικρή γαλάζια του αγκαλιά ένας δεύτερος μαγευτικός κολπίσκος, το «Μικρό Κρυονέρι». Οι δύο αυτοί υπέροχοι κολπίσκοι αποτελούν ανεξίτηλη εικόνα στη μνήμη κάθε επισκέπτη της Πάργας.
Την περίοδο αυτή του Μάρτη, μερικές μόλις εβδομάδες πριν από το Πάσχα, συντελούνται στην ευρύτερη περιοχή της παραλίας της Πάργας, έργα κοσμογονικής σημασίας για την πόλη. Ολοκληρώνεται επιτέλους ο βιολογικός καθαρισμός των αστικών λυμάτων, που έπρεπε βέβαια να λειτουργεί εδώ και δεκαετίες.
Παράλληλα, μ’ έναν σπάνιο για τα Ελληνικά δεδομένα συγχρονισμένο προγραμματισμό, τοποθετούνται υπόγεια δίκτυα της ΔΕΗ και του ΟΤΕ, έτσι ώστε να μην παραστεί ανάγκη να ξανασκαφτεί το έδαφος στο μέλλον.
-Η αναστάτωση είναι μεγάλη, τόσο για τους επαγγελματίες και τους κατοίκους, όσο και για την γενικότερη αισθητική της πόλης, λέει ο Δήμαρχος της Πάργας Σπύρος Νούσης, που μας υποδέχεται στο Δημαρχείο. Μας παρηγορεί το γεγονός ότι είναι έργο υποδομής υψίστης σπουδαιότητας και η διατάραξη θα είναι παροδική. Μετά από λίγες μέρες η ζωή θα ξαναβρεί τους γνώριμους ρυθμούς της.
Ο Δήμαρχος μας μιλάει πολλή ώρα για την Πάργα και έχει σαφέστατες και ρεαλιστικές απόψεις για την σύγχρονη πραγματικότητα της πόλης του. Είναι οπωσδήποτε μεγάλο πλεονέκτημα, να έχει μετατραπεί σε μερικές δεκαετίες η Πάργα σ’ έναν από τους πιο επιθυμητούς Ελληνικούς και διεθνής τουριστικούς προορισμούς, με σημαντική εισροή εισοδημάτων για τους κατοίκους της. Από την μετεξέλιξη όμως αυτή έχουν προκύψει και πολλές παρενέργειες με σημαντικότερες την ανεξέλεγκτη πολλές φορές δόμηση και την αλλοίωση της παραδοσιακής αρχιτεκτονικής φυσιογνωμίας του τόπου.
-Και βέβαια δεν πρέπει να ξεχνάμε, ότι κατά τους μήνες αιχμής της τουριστικής περιόδου – Ιούλιο και Αύγουστο – προκαλείται μια σοβαρή πληθυσμιακή επιβάρυνση, με όλες τις γνωστές συνέπειες για τους ρυθμούς ζωής της πόλης, καταλήγει ο Δήμαρχος.
Πριν αναχωρήσουμε από το Δημαρχείο, μας χαρίζει όλη τη διαθέσιμη βιβλιογραφία με σημαντικότατα στοιχεία και πληροφορίες για την Πάργα.
-Μήπως θα σας ενδιέφερε να δείτε το πρωτότυπο βιβλίο του Λοιυδοβίκου Σαλβατώρ για την Πάργα; ρωτάει ο Δήμαρχος. Είναι ένα τεράστιο δίτομο έργο, που εκδόθηκε το 1906 και κυκλοφόρησε μόνον σε 150 αντίτυπα σ’ όλο τον κόσμο. Αποτελεί ένα πολυτιμότατο όσο και σπάνιο ιστορικό κειμήλιο, αληθινό απόκτημα για την πόλη της Πάργας.
Λίγα λεπτά αργότερα η συγκίνησή μας δεν περιγράφεται, συγκρίνεται μόνον με την αντίστοιχη συγκίνηση που είχαμε αισθανθεί, δυο χρόνια πριν, όταν είχαμε αντικρύσει το πρωτότυπο της «Χάρτας» του Ρήγα Φεραίου στο Καπέσοβο του Ζαγοριού. Βρισκόμαστε λοιπόν μπροστά σ’ ένα πελωρίων διαστάσεων δίτομο έργο, που το βάρος του το κάνει κυριολεκτικά ασήκωτο. Αναρίθμητα σχέδια, παλιές ιστορικές φωτογραφίες και γκραβούρες της Πάργας κοσμούν τις σελίδες του και συμπληρώνουν με τον ιδανικότερο τρόπο τις θαυμαστές ελεγειακές περιγραφές και τις εντυπώσεις του μεγάλου φιλέλληνα για το κάλλος της μικρής πολιτείας του Ιονίου. Το μοναδικό αυτό έργο, που το κόστος παραγωγής και εκτύπωσής του πρέπει να ήταν τεράστιο για την εποχή του, αποδεικνύει με τον πιο αδιαμφισβήτητο τρόπο την μεγάλη αγάπη αλλά και την συγκλονιστική εντύπωση που προξένησε η μικρή τότε Πάργα στον Ιταλό περιηγητή και συγγραφέα. Είμαστε βέβαιοι, πως στον χώρο του νέου Δημαρχείου που θα δημιουργηθεί στο τριώροφο αρχοντικό, το περίφημο αυτό κειμήλιο θα καταλάβει περίοπτη θέση, ώστε να μπορούν να το θαυμάζουν Έλληνες και ξένοι.
Ολοκληρώνοντας την περιδιάβασή μας στα χαρακτηριστικότερα σημεία της Πάργας, εισχωρούμε από το τέλος της παραλίας – στο ύψος του ναΐσκου της Αγ. Μαρίνας – σ’ ένα δρομάκι παράλληλο με την προκυμαία. Πολύ γρήγορα περνάμε κάτω από το ωραιότερο ίσως «βόλτο» της πόλης, μια υπέροχη θολωτή σήραγγα σε πέτρινο σπίτι, με ένα μικρό παραθυράκι πάνω από την αψίδα. Το δρομάκι ελίσσεται ανάμεσα σε μικρές αυλές με λουλούδια κα εσπεριδοειδή και σπιτάκια παλιά, ασβεστοχρισμένα. Ένα θαυμάσιο τριώροφο αρχοντικό με μικρή σοφίτα και περιβολάκι προβάλλει ξαφνικά σ’ ένα άνοιγμα του δρόμου. Δεν λείπουν βέβαια κα τα πανταχού παρόντα «ROOMS». Περνάμε μπροστά από ένα μακρύ ισόγειο κτίσμα που στέγαζε παλιό ελαιοτριβείο. Είναι η οδός Σουλίου. Στρίβουμε δεξιά την οδό Αρματολού Μπουκουβάλα, μια όμορφη γειτονιά που θυμίζει άλλες εποχές, με τα ασβεστωμένα σπίτια και τα γιασεμιά που ευωδιάζουν στις αυλές.
Κι ενώ έχουμε νοητικά μεταφερθεί στην Πάργα του παρελθόντος, εντελώς απρόσμενα βρισκόμαστε στον κεντρικό δρόμο απέναντι από το κτίριο του ΟΤΕ. Το ρομαντικό ταξίδι τελειώνει, η ζωηρή κίνηση και οι θόρυβοι μας επαναφέρουν στην πραγματικότητα.
ΣΤΟ ΚΑΣΤΡΟ ΤΗΣ ΠΑΡΓΑΣ
Ο πρωινός καφές στο ξενοδοχείο «Παράδεισος» αποτελεί κάθε μέρα μια μικρή ιεροτελεστία. Δεν θα μπορούσε βέβαια να είναι άλλος από καπουτσίνο, τον καφέ οπυ περισσότερο από οποιονδήποτε άλλον εκτιμάται στην Πάργα.
Λειτουργώντας για πρώτη φορά το 1967, το ξενοδοχείο Παράδεισος θεωρείται ένα από τα αρχικά ξενοδοχεία της Πάργας, που συνέδεσε την παρουσία του με τα πρώτα δειλά τουριστικά βήματα της πόλης. (τηλ. 26840-31229). Βρίσκεται σε σημείο κεντρικότατο, απέναντι από το Σχολείο και την εκκλησία του Αγίου Νικολάου. Στα χρόνια που ακολούθησαν μέχρι σήμερα βελτιώθηκε με αλλεπάλληλες ανακαινίσεις. Πολύ πρόσφατα, στον δενδρόφυτο κήπο του ξενοδοχείου δημιουργήθηκε ένας πανέμορφος χώρος με μικρή πισίνα και γύρω της τραπεζάκια, ένα αληθινό ησυχαστήριο. Ο Ευθύμης Παππάς και η γυναίκα του Ελένη, που μας φιλοξενούν στο ξενοδοχείο τους, μας ετοιμάζουν κάθε πρωί με τόση φροντίδα και τέχνη τον καπουτσίνο τους, που από την πρώτη κιόλας μέρα απαρνιόμαστε κάθε άλλο είδος καφέ.
Με τον αγαπητό μας καθηγητή Θανάση Σινάκο ξεκινάμε την περιήγησή μας στο Κάστρο της Πάργας. Βρίσκεται χτισμένο στα υψηλότερα πρανή και στην κορυφή μιας βραχώδους χερσονήσου στα Δ-ΝΔ της πόλης. Ο κωνικός αυτός όγκος ορθώνεται απότομα με ύψος 80 περίπου μέτρων από την επιφάνεια της θάλασσας, σαν φυσικό διαχωριστικό όριο ανάμεσα στους δύο κόλπους, της Πάργας και του Βάλτου. Η βραχώδης χερσόνησος συνδέεται προς τα Β με την υπόλοιπη ακτή μ’ έναν αυχένα στενό και σχετικά ομαλό.
Αυτή είναι και η μοναδική στεριανή πρόσβαση στο κάστρο, αφού οι υπόλοιπες τρεις πλευρές της Χερσονήσου είναι απότομοι γκρεμοί, που σε κάποια σημεία καταλήγουν κατακόρυφα στη θάλασσα.
Ένας πλακοστρωμένος δρομίσκος μας οδηγεί στην εξωτερική σιδερένια είσοδο του κάστρου.
Καθώς εδώ βρίσκεται το ασθενέστερο σημείο της φυσικής οχύρωσης, οι κατασκευαστές του κάστρου Ενετοί φρόντισαν να ισχυροποιήσουν όσο ήταν δυνατόν την τεχνητή οχύρωση. Η τοιχοποιία αποτελείται από μικρές σχετικά πελεκημένες πέτρες, που συνδέονται μεταξύ τους με κονίαμα και είναι στην ουσία μια προέκταση καθ’ ύψος του φυσικού βράχου που ορθώνεται δίπλα στην είσοδο. Το συνολικό ύψος της τείχισης από το έδαφος φτάνει τουλάχιστον τα 15-16 μέτρα. Πάνω από την σιδερένια είσοδο υπάρχει εντοιχισμένη πέτρινη επιγραφή στα ιταλικά με χρονολογία 17/7 και με το όνομα του Κόντε της Κέρκυρας Μάρκου Θεοτόκη. Ακριβώς αριστερά μέσα από την είσοδο, δίπλα στη σκοπιά, διακρίνουμε ένα ακιδογράφημα σε πέτρα με ένα όνομα και με χρονολογία 1764.
Βαδίζουμε τώρα στο εσωτερικό πλακόστρωτο δίπλα από τις στενές πολεμίστρες που είχαν ανοιχθεί προς την πλευρά της Πάργας και αμέσως μετά φτάνουμε στην κύρια πύλη. Μια θολωτή πετρόχτιστη γαλαρία μήκους 8 περίπου μέτρων, όμοια με τα γνωστά μας «βόλτα» της πόλης, μας οδηγεί στον κυρίως χώρο του κάστρου. Ψηλά, πάνω από την αψίδα της πύλης, δεσπόζει το πασίγνωστο έμβλημα της Δημοκρατίας της Βενετίας, ο Βενετσιάνικος Λέοντας με δυσανάγνωστη επιγραφή.
Από τα πρώτα μας ήδη βήματα στον επίπεδο χώρου του κάστρου διαπιστώνουμε, ότι η θέα προς την πόλη της Πάργας και τη θάλασσα έχει σχεδόν απόλυτα εξαφανισθεί πίσω από τους κορμούς και τα κλαδιά πανύψηλων πεύκων, που έχουν φυτευτεί σ’ όλη την επιφάνεια του απότομου πρανούς πριν από 70-80 χρόνια. Αλλά κι όταν κάποιος αντικρύζει το κάστρο από την πόλη, πάλι η παρουσία αυτών των πεύκων είναι καταλυτική, αφού οι κορυφές τους ορθώνονται πάνω από τις πέτρινες επάλξεις της οχύρωσης. Τα αποτελέσματα αυτής της ανθρώπινης επέμβασης επισημαίνει και ο Γ. Γκίκας στο βιβλίο του «Κάστρα ταξίδια»: «Τυλιγμένο και μισοκρυμμένο στη σκιά της πεύκικης κάπας του, με την οποία οι ανίδεοι το ντύσανε, εξακολουθεί, ωστόσο, να θέλει να επιδείχνει δυναμικά τα ακέραια σπαράγματα της άλλοτε ατόφιας ρωμαλέας του όψης. Οι ρίζες των δέντρων υποσκάπτουν τα θεμέλιά του αλλά αυτό αντιστέκεται».
Ένα παμπάλαιο καλντερίμι, κατασκευασμένο περίτεχνα με στρογγυλεμένα βότσαλα της θάλασσας – γνωστά στην Πάργα ως «γουλιά» – ανηφορίζει απότομα προς τα ΒΔ.
-Αυτό θα είναι το σημείο επιστροφής μας, λέει ο καθηγητής. Προς το παρόν ας αρχίσουμε την περιήγησή μας από το ομαλό μονοπάτι που είναι χαραγμένο στην περίμετρο του κάστρου.
Αμέσως στα δεξιά μας δεσπόζουν δυο επιβλητικά πετρόχτιστα οικοδομήματα, που είχαν ανεγερθεί από τον Αλή Πασά και χρησιμοποιούντο ως στρατώνες. Σήμερα ανήκουν στο Υπουργείο Πολιτισμού και, ανακαινισμένα με ιδιαίτερη φροντίδα, χρησιμοποιούνται, ένα τμήμα τους ως αναψυκτήριο και τα υπόλοιπα τμήματα ως χώροι πολλαπλών εκδηλώσεων.
Το μονοπάτι συνεχίζεται απόλυτα ομαλό και επίπεδο πάνω από το πευκοφυτευμένο απότομο πρανές. Η ανατολική αυτή πλευρά του λόφου είναι τόσο δυσπρόσιτη, ώστε η τείχιση δεν είναι ιδιαίτερα ισχυρή. Ένα συμπαγές σιδερένιο κανόνι στο έδαφος μας γυρίζει νοερά στην εποχή των διάφορων αφεντάδων του κάστρου, Βενετών, Γάλλων, Άγγλων, Οθωμανών.
Ξαφνικά το πεύκινο τείχος αραιώνει σημαντικά, ο ορίζοντας της όρασής μας διευρύνεται, αποκαλύπτεται για πρώτη φορά από το κάστρο ο κόλπος της Πάργας, που τον κοσμούν αλλά και τον προστατεύουν από την παραζάλη του Ιονίου οι προαιώνιοι φύλακές του, τα πασίγνωστα νησάκια. Κορυφαίο ανάμεσά τους και πανέμορφο το Νησάκι της Παναγίας, με το ομώνυμο – εκκλησάκι και το καστράκι του, που είναι χτισμένο στη δυτική πλευρά από τα χρόνια της Γαλλοκρατίας. Ακριβώς κάτω απ’ το νησάκι της Παναγίας τέσσερα βραχάκι ξεπροβάλλουν μέσα απ’ το νερό. Πρέπει να είχε μεγάλη φαντασία ή να ήταν πολύ λιχούδης εκείνος που τα βάφτισε και από τότε το όνομά τους έμεινε «κεφτέδες».
Μερικές δεκάδες μέτρα στ’ ανοιχτά ορθώνονται οι βραχονησίδες «Παυλούκες», ενώ λίγο ανοιχτότερα ακόμη ξεμυτίζουν ταπεινά τα «Τρία Λιθαράκια», που στην πραγματικότητα είναι τέσσερα. Πίσω απ’ το νησί της Παναγίας διακρίνονται δυο βραχονησάκια ακόμη, που κι αυτών τα ονόματα έχουν σχέση με κουζίνα, ο «Σκορδάς» και ο «Κρεμμυδάς». Ανοιχτά στ’ ανατολικά, μοναχικός και ξεκομμένος από τη σύναξη των άλλων, ξεχωρίζει ο «Μονόλιθος», με μόνη συντροφιά του το εξωκκλήσι του Αγίου των ναυτικών, του Αη-Νικόλα.
Πιο πίσω ακόμη, πάνω απ’ τα νησάκια, το βλέμμα σταματάει σε σκούρο όγκο στεριανό, το Μακρυνόρος ή Μαυρονόρος. Μες την πυκνή του βλάστηση ξεχωρίζει άσπρο σημαδάκι ευλαβικό. Είναι το ξωκκλήσι της Αγίας Ελένης, που ιδιαίτερα το συμπαθούσε ο πατριάρχης των Ελλήνων φωτογράφων Μελετζής, για την ηρεμία και τη θέα του.
Το μονοπάτι περνάει δίπλα από μια ισχυρή, κυκλικά χτισμένη ντάπια, που η παράδοση την θέλει να επικοινωνεί με τη θάλασσα με δίοδο μυστική. Ύστερα το δρομάκι στρίβει ελαφρά κατά τη δύση. Από κάτω γκρεμοί φοβεροί και απροσπέλαστοι από άνθρωπο. Ένα απλό τειχαλάκι είν’ η οχύρωση, εδώ δεν χρειάζεται να είναι ισχυρότερη. Ακόμα κι η θητή είναι βραχώδης κι επικίνδυνη, ένας φάρος σιδερένιος είναι στημένος στην πλαγιά, για να δίνει σήμα και ν’ απομακρύνει από τα κακοτόπια τα πλεούμενα. Τα πεύκα λιγοστεύουν, παίρνουν τη θέση τους τα λιόδεντρα, οι αυθεντικοί και παμπάλαιοι κάτοικοι του τόπου.
Το στενό μονοπάτι φτάνει προς το τέλος του, σταματάει μπροστά σε κατακόρυφο γκρεμό. Χαμηλώνουμε με δέος τα μάτια πάνω από τη θάλασσα. Ποιος κουρσάρος και ποιος κατακτητής να τολμήσει να πλησιάσει αυτό τον τόπο!
Ένας βράχος στρογγυλός προβάλλει ύπουλα μέσα απ’ τα νερά. Δεν ξέρω για ποιο λόγο, μα, αντίθετα απ’ όλους τους άλλους, έμεινε ανώνυμος.
Υψώνεται για λίγο η ματιά στα βορειοδυτικά και γαληνεύει. Πρώτα στη θελκτική καμπύλη της παραλίας του Βάλτου, ύστερα βορειότερα, στους ελαιώνες και στα κορφοβούνια με το Κάστρο του Αλή Πασά, που άλλοι το λένε της «Αγιάς» ή της «Ανθούσας». Στο τελευταίο σημείο της αγκαλιάς του Βάλτου, εκεί στο ακρωτήρι «Χελαδιό», ορθώνεται πάνω από τα σκουροπράσινα ελιόδεντρα, φιγούρα πέτρινη, μοναχική, που καταλήγει θολωτή στον ουρανό. Είναι το καμπαναριό από το Μοναστήρι της Βλαχέρνας, άλμπουρο της Ορθοδοξίας υψηλό και αγέρωχο, που μόνον αυτό μες τα ερείπια αντιστέκεται στο χρόνο. Προχωράει ακόμη πιο πολύ το βλέμμα και χάνεται στα νερά του Ιονίου, εκεί που κολυμπάει ναζιάρικα το νησάκι των Αντίπαξων κι ένα μικρό κομμάτι των Παξών. Καθόμαστε για λίγο στο διαμορφωμένο πεζουλάκι. Και σκέφτομαι πως τούτος ο τόπος, πιότερο από κάθε άλλον, είναι φτιαγμένος για ποιητές, στοχαστές και ονειροπόλους.
Πισωγυρίζουμε το μονοπάτι και στο ύψος της κυκλικής, γνώριμης ντάπιας, παίρνουμε τον ανήφορο με σκαλοπάτια, κάτω από μεγάλα πεύκα, κυπαρίσσια και ελιόδεντρα. Που και που το μονοπάτι μας ταλαιπωρεί και μας μπερδεύει, έτσι καθώς είναι κακοτράχαλο και χάνεται στα χόρτα. Λιθοσωροί και ερείπια παντού, έχει σβήσει οριστικά το παρελθόν, προσπαθούμε να μαντέψουμε ποια μορφή είχαν τα σπίτια και πως νάταν η ζωή μέσα στο κάστρο. Έρχονται στο νου μας τα γραφόμενα του Χ. Περραιβού, του απομνημονευματογράφου του Αγώνα, που πολέμησε στην Ήπειρο μαζί με τους Σουλιώτες: «Η Πάργα είναι κωμόπολις, κείται επί τίνα υψηλόν και απότομον λίθον, περιβρεχόμενον υπό των παραλίων του Ιονικού πελάγους, συνεχόμενον δε προς την ξηράν και σχηματίζοντα αυτήν ως χερσόνησον. Η περιφέρεια του απότομου και βραχώδους τούτου μονολίθου δεν υπερβαίνει, κατ’ έκτασιν, εν Ιταλικόν μίλιον. Επί της κορυφής αυτού, καίτοι ανωμάλου και κατωφερούς, έκτισαν οι Ενετοί φρούριον. Εν αυτώ υπάρχουσι τετρακόσιοι σχεδόν οίκοι μικρού μεν εμβαδού, αλλά δίπατοι και τρίπατοι ένεκα της μικράς του τόπου εκτάσεως, άλλοι τόσοι δεν εκτός φρουρίου. Εάν τις εκ μέρους της θαλάσσης περιεργασθεί το φρούριον και τας εν αυτώ οικίας, θέλει να παρομοιάσει πιθανόν με το σχήμα κουκουνάρας, επειδή βλέπει τας οικίας υπερεχούσας αλλήλους το ύψος, μίαν δηλαδή επί της άλλης».
-Καταλαβαίνετε λοιπόν, αγαπητοί μου, με τέτοιο ανθρώπινο συνωστισμό στο χώρο του κάστρου, ποιες θα ήταν την εποχή εκείνη οι συνθήκες ζωής και υγιεινής, παρατηρεί εύστοχα ο καθηγητής μας. Δεν ήταν τυχαία λοιπόν η παρουσία τόσων επιδημιών και ασθενειών.
Σε δυο λεπτά το μονοπάτι μας οδηγεί σ’ ένα πλάτωμα με κυπαρίσσια. Μπροστά μας ορθώνεται ένα κτίσμα φρουριακής κατασκευής, ένα κάστρο μέσα στο κάστρο. Είναι το περίφημο Σεράι του Αλή-Πασά, «ένα γεροχτισμένο, ογκώδες και ψηλό οχυρό, με πύργους και ντάπιες, υπόγειες αποθήκες, στρατώνες, λαγούμια, στέρυες και μπουντρούμια», όπως το περιγράφει ο Γκίκας.
Η θολωτή πύλη είναι περίτεχνα φτιαγμένη με πελεκητούς λίθους και διατηρείται σε άριστη κατάσταση. Στο υψηλότερο σημείο της αψίδας είναι σκαλισμένο ένα λιθανάγλυφο, που αναπαριστά ένα πουλάκι. Με υπόδειξη του κ. Σινάκου εντοπίζουμε με δυσκολία, πνιγμένες πίσω από χόρτα φυτρωμένα στον τοίχο, δυο τετράγωνες πλάκες, αριστερά και δεξιά πάνω απ’ την πύλη. Σε κάθε μια διακρίνεται σκαλισμένος ένας δικέφαλος αετός.
-Έγιναν κατά παραγγελία του Αλή Πασά προς δόξαν της μεγαλομανίας του, μας εξηγεί ο καθηγητής. Υπάρχουν επίσης επιγραφές δυσανάγνωστες με χρονολογία 1820.
Διασχίζουμε το μισοσκότεινο λαβυρινθώδες εσωτερικό του σεραγιού και βγαίνουμε πάνω απ’ αυτό, στην επίπεδη, χορταριασμένη του σκεπή. Σκόρπια εδώ κι εκεί κανόνια διαφόρων μεγεθών, σκοπιές σε στρατηγικά σημεία, πολεμίστρες, θέα εκπληκτική σε όλο τον ορίζοντα. Σ’ ένα σημείο στήλη αναθηματική εις μνήμην της εκτέλεσης του Παργινού Γάκη Ζέρη στις 19 Μάρτη του 1943 από τους Ιταλούς.
Συνεχίζουμε για λίγα μέτρα προς τα βόρεια και συναντάμε τα δύο σκοτεινά στόμια μιας υπόγειας στέρνας μεγάλων διαστάσεων. Αμέσως μετά ανεβαίνουμε μερικά σκαλοπάτια και φτάνουμε στο υψηλότερο σημείο του σεραγιού.
Εδώ ορθώνονται οι τοίχοι ενός τετράγωνου δωματίου με θόλους και αψίδες, από το οποίο λείπει η σκεπή. Οι διαστάσεις του είναι 3,5 Χ 3,5 μ. και πιθανολογείται ότι χρησίμευε ως χαμάμ του Αλή Πασά στο κορυφαίο σημείο του κάστρου.
Ένα βλέμμα ολόγυρα, ανάσες του ανοιξιάτικου αέρα, μερικές στιγμές περίσκεψης… Κατηφορίζουμε προς τα ΒΑ, από το ωραίο βοτσαλωτό καλντερίμι. Τεράστια λίθινη μυλόπετρα, κανόνια διάσπαρτα εδώ κι εκεί, υπολείμματα από το μισοθαμμένο στο χώμα εκκλησάκι του Αγ. Ισαύρου, με ίχνη τοιχογραφιών που μόλις διακρίνονται. Η περιπλάνηση στην ερειπωμένη καστροπολιτεία της Πάργας τελειώνει, βρισκόμαστε και πάλι στο σημείο απ’ το οποίο ξεκινήσαμε. Έστω και χωρίς τη θέα που θα επιθυμούσαμε ανάμεσα απ’ τα πεύκα, ο καφές μας είναι απολαυστικός στον υπαίθριο χώρο του αναψυκτηρίου και εξίσου απολαυστική η συντροφιά του καθηγητή και του Δημάρχου.
ΣΤΑ ΘΕΑΤΑ ΚΑΙ ΑΘΕΑΤΑ ΠΕΡΙΧΩΡΑ ΤΗΣ ΠΑΡΓΑΣ
Πριν έναν αιώνα ο Λουδοβίκος Σαλβατώρ είχε όλο το χρόνο και τον χώρο – στο τεράστιο βιβλίο του – να περιγράψει με κάθε λεπτομέρεια όσα ωραία και θαυμαστά τον συνάρπασαν στην Πάργα. Εμείς, δυστυχώς, στα περιορισμένα πλαίσια ενός άρθρου αναρωτιόμαστε, τι πρώτα θάπρεπε να πούμε και τι δεν θάπρεπε ν’ αφήσουμε. Ας επιχειρήσουμε λοιπόν ένα σύντομο οδοιπορικό γύρω από την Πάργα, αφού πρώτα ζητήσουμε την κατανόηση και επιείκεια των ειδημόνων και των ντόπιων για τις όποιες ακούσιες παραλείψεις μας.
-Εξωκκλήσι Αγ. Ελένης.
Με αφετηρία την εκκλησία του Αγ. Νικολάου στο κέντρο της Πάργας κατευθυνόμαστε για Πρέβεζα και στα 3 χλμ. ακριβώς στρίβουμε δεξιά. Αμέσως μετά συνεχίζουμε ευθεία τον χωματόδρομο με κατεύθυνση προς Μακρυνόρος. Στα 3,6 χλμ. σταματάμε για λίγο σε μια στροφή του δρόμου και απολαμβάνουμε κάτω χαμηλά την κορυφαία θέα του πανέμορφου «Κόλπου του Λυχνού». Στα 5,4 χλμ. λοξοδρομούσε κάτω αριστερά. Ο δρόμος είναι βατός, η διαδρομή υπέροχη ανάμεσα σε οργιώδη βλάστηση από κουμαριές, πουρνάρια, αγριελιές, μυρτιές και ασπάλαθους ανθισμένους με κίτρινα λουλούδια.
Στα 5,8 χλμ. ο δρόμος τερματίζει ανάμεσα στον πασίγνωστο πια, και τόσο ευχάριστο στα μάτια μας, Παργινό ελαιώνα. Το εξωκκλήσι της Αγ. Ελένης προβάλλει 50-610 μέτρα μακρυά μας κυκλωμένο από πουρνάρια, ασπάλαθους, αγριελιές και κεδροκυπάρισσα. Είναι μικρό, λιτό και, όπως πάντα, ασβεστοχρισμένο εσωτερικά και εξωτερικά. Η μόνη τοιχογράφηση που διακρίνεται είναι στην κόγχη του Ιερού, με την Πλατυτέρα στο άνω τμήμα και χαμηλότερα μια σειρά μορφών με ιεράρχες.
Η θέα προς την Πάργα και το Ιόνιο με τους Παξούς και Αντίπαξους είναι εκπληκτική. Δεν ερχόταν χωρίς λόγο εδώ ο Μελετζής. Υπέροχη είναι επίσης η θέα στον ορεινό όγκο του «Πεζοβολιού». Στα ΝΑ διακρίνονται οι εκβολές του Αχέρωντα και στο βάθος το περίγραμμα της Λευκάδας. Λίγο βορειότερα αχνοφαίνονται τα Ακαρνανικά όρη ενώ, πίσω από την Πάργα και τον Βάλτο, ορθώνεται το ακρωτήρι του Αγ. Σώστη, ένας φοβερός κατακόρυφος βράχος, γνωστός με την ονομασία «Φραγκοπήδημα».
Μοναχική και έξω από τις συνηθισμένες τουριστικές περιοχές, η Αγ. Ελένη είναι σημείο μοναδικό, με θέα συγκλονιστική και απόλυτη γαλήνη.
Επιστρέφοντας στο κεντρικό οδικό δίκτυο κατηφορίζουμε αμέσως αριστερά τον ασφαλτοστρωμένο δρόμο προς την παραλία «του Λυχνού». Μετά από ένα χιλιόμετρο καταλήγουμε σε τρία σημεία προσέγγισης της ακτής, ανάμεσα από Camping, ξενοδοχεία και ενοικιαζόμενες κατοικίες. Με προσανατολισμό Ν-ΝΑ και τεράστια καμπύλη που πλησιάζει το ένα χιλιόμετρο, ο κόλπος του Λυχνού είναι μαγευτικός. Η χοντρή άμμος εκτείνεται σε μεγάλο πλάτος, τα νερά είναι διαυγή και γαλαζοπράσινα. Η περιοχή είναι δημοφιλέστατη κατά τους θερινούς μήνες και η μεγάλη τουριστική ανάπτυξη απόλυτα δικαιολογημένη.
Στην προέκταση της ακτογραμμής από «το Λυχνού» προς τα Α, αθέατος πίσω από τον μεγάλο κάβο με την ονομασία «Χαρχάλι» και γαλήνιος μ’ όλους τους καιρούς εκτός απ’ τον γαρμπή, εκτείνεται βαθιά μέσα στην ακτή ο μεγάλος κόλπος του Αγίου Ιωάννη. Γνωστότερος με την τοπική ονομασία «Αηγιαννάκης», ο κόλπος καταλήγει σε μια μικρή, χαριτωμένη αγκαλιά, που το ανάπτυγμά της δεν ξεπερνάει τα 100 μέτρα. Η ακτή είναι βοτσαλωτή και αμμουδερή, τα νερά βαθιά και πεντακάθαρα σε χρώμα τυρκουάζ. Τα υπεραιωνόβια ελαιόδεντρα απλώνουν τη σκιά τους πλάι στη θάλασσα, ενώ η θαμνώδης βλάστηση στις γύρω απότομες πλαγιές είναι πυκνή και αδιαπέραστη. Έγραφε πριν από ένα αιώνα ο Σαλβατώρ: «Σ’ αυτό τον απόμερο κόλπο βρίσκεται κανείς τελείως κλεισμένος και μερικά μικρά πλεούμενα μπορούν να περάσουν και ολόκληρα το χειμώνα εδώ, κατάλληλα αγκυροβολημένα και δεμένα από την πρύμνη. Παρ’ όλ’ αυτά, όταν αρχίζουν οι άγριες νοτιοδυτικές θύελλες η θάλασσα εισχωρεί αρκετά ορμητικά, όπως δείχνει η μικρή παραλία».
Στον θαυμάσιο κολπίσκο του Αγηγιαννάκη λειτουργεί το καλοκαίρι καντίνα, υπάρχει εγκατάσταση νους και χώρος στάθμευσης. Η πρόσβαση από το κεντρικό οδικό δίκτυο γίνεται με κατηφορικό ασφαλτόδρομο μήκους 1,7 χλμ., ενώ η συνολική απόσταση από το κέντρο της Πάργας είναι 9 χιλιόμετρα. Σ’ όλη την προέκταση της ακτογραμμής σχηματίζονται πολλές μικρές παραλίες και όρμοι, εξαιτίας όμως των απόκρημνων ακτών η πρόσβαση είναι δυνατή μόνον απ’ τη θάλασσα.
Αφήνουμε για λίγο τις μαγευτικές παραλίες της Πάργας και γυρίζουμε το χρόνο μερικές χιλιετίες πριν για να γνωρίσουμε το ανώτατό της παρελθόν. Με τον αρχαιολόγο Μπάμπη Κυριάκη ξεκινάμε από το κέντρο της πόλης με κατεύθυνση προς Πρέβεζα. Στα 1,8 χλμ. ακριβώς εγκαταλείπουμε το κεντρικό δίκτυο και ανηφορίζουμε αριστερά έναν απότομο τσιμεντόδρομο, που μετά από λίγο μεταβάλλεται σε χωματόδρομο βατό. Στα 2,5 χλμ. στρίβουμε δεξιά και στα 3,3 καταλήγουμε μπροστά σε περιφραγμένο ελαιώνα.
Με γενική κατεύθυνση δυτική παίρνουμε ένα μονοπάτι στον ελαιώνα, που μετά από 100 περίπου μέτρα, συναντάει το παλιό μονοπάτι, που αθέατο πια μέσα στα χόρτα, οδηγούσε παλιά στην ενδοχώρα (Παραμυθιά, Μαργαρίτι) και χρησίμευε στη διακίνηση εμπορευμάτων και ανθρώπων. Στρίβουμε αριστερά σε δύσβατο έδαφος ελαιώνα και, σε λιγότερο από 5΄, φτάνουμε μπροστά σε υπολείμματα κεραμικού κλιβάνου, αθέατου σχεδόν κάτω από χόρτα, λουλούδια και δίχτυα των ελαιόδεντρων. Στον κλίβανο αυτό εγίνετο κατά την αρχαιότητα η «όπτηση» (το ψήσιμο) των αγγείων. Συνεχίζουμε για ένα πεντάλεπτο δυτικά. Και ενώ αναρωτιόμαστε, ποιο είναι το σημαντικό εύρημα σ’ αυτόν τον κακοτράχαλο τόπο, μένουμε ξαφνικά ακίνητοι πάνω από έναν θολωτό τάφο σκαμμένο δύο μέτρα κάτω από το έδαφος.
-Βρισκόμαστε στην περιοχή «Κύπερη», που κατοικήθηκε από τους Μυκηναΐους τον 13ο αι. π.Χ., λέει ο Μπάμπης. Η αρχαιολογική σκαπάνη του αείμνηστου καθηγητή Σωτ. Δάκαρη έφερε στο φως δύο θολωτούς τάφους, από τους οποίους αυτός σώζεται σε πολύ καλή κατάσταση. Τα κτερίσματα που βρέθηκαν ήταν μερικά αγγεία, μια χάλκινη αιχμή δόρατος, ένας σκελετός γυναικείος και δύο παιδικοί. Ήταν πολύ λίγα σε σχέση με τη σημαντικότητα του τάφου που, κατά πάσα πιθανότητα, είχε συληθεί.
Ο τάφος είναι εντυπωσιακός. Έχει τη μορφή μικρού υπόγειου δωματίου – θαλάμου – στον οποίο φτάνει κανείς δια μέσου μιας στενής οριζόντιας ανοικτής τάφρου του «δρόμου», που καταλήγει στη θύρα του θαλάμου. Οι στενές παραστάδες της θύρας έχουν ελαφρά κλίση προς τα μέσα, μειώνοντας προς τα επάνω το άνοιγμά τους. Τα τοιχώματα του «δρόμου» ακολουθούν την κλίση αυτή δίνοντάς του το σχήμα ανεστραμμένης σφήνας.
Ο θολωτός τάφος είναι κατασκευασμένος κατά το «εκφορικό» σύστημα, κυκλικός στην κάτοψη και κυψελοειδής στο σχήμα. Η τοιχοποιΐα του είναι εξαιρετική. Αποτελείται από πέτρες μικρών διαστάσεων και τέλειου ορθογώνιου σχήματος, που είναι αριστοτεχνικά συναρμοσμένες μεταξύ τους. Η διάμετρός του είναι 3,5μ. και το ύψος του μικρότερο απ’ αυτήν, δίνοντάς μας τα τοπικά δείγματα της ταφικής αρχιτεκτονικής κατά την αρχή της τελευταίας περιόδου της Μυκηναϊκής ισχύος, τον ΙΓ΄. αι. π.Χ. Αποχωρούμε γοητευμένοι και αναρωτιόμαστε, με ποιο καλύτερο τρόπο – διάνοιξη μονοπατιού, σηματοδότηση – θα μπορούσε το σημαντικό αυτό μνημείο του μακρινού παρελθόντος της Πάργας, να γινόταν πιο εύκολα προσβάσιμο.
Παλιόπαργα, Κάστρο Αλή Πασά, Αγιά
Ξεκινάμε για τα ορεινά. Με οδηγό μας αυτή τη φορά τον Ευθύμη Παππά από τον «Παράδεισο» παίρνουμε τον δρόμο έξω από την Πάργα, με κατεύθυνση ΒΔ προς Ηγουμενίτσα. Διασχίζουμε τον ωραίο οικισμό της «Ανθούσας» (παλιά ονομασία «Ράπιζα») και συνεχίζουμε προς Αγιά. 100 περίπου μέτρα μετά την διασταύρωση προς «Τρίκορφο» ανηφορίζουμε δεξιά έναν χωματόδρομο αρκετά βατό, που μετά από 2,4 χλμ. μας φέρνει μπροστά στο εξωκκλήσι της Ζωοδόχου Πηγής.
Το εκκλησάκι είναι λιτό και ασβεστοχρισμένο, με τέμπλο κτιστό και μορφές αγίων ζωγραφισμένες στη σει΄ρα πάνω από την Ωραία Πύλη. Ο ναΐσκος περιβάλλεται από έναν καλοχτισμένο πέτρινο αυλόγυρο, ενώ η θέα από το υψόμετρο των 450 μέτρων είναι επιβλητική προς κάθε σημείο του ορίζοντα.
Ο δρόμος χαμηλώνει προς τα Α-ΒΑ και διασχίζει ένα ευρύτατο και επίπεδο οροπέδιο, ένα εξαιρετικό βοσκοτόπι με καταπράσινη χλόη, αναρίθμητα λουλούδια και αρκετά λιμνάζοντα νερά. Σ’ αυτή την υπέροχη και απόκρυφη τοποθεσία, ανάμεσα στους άγριους ασβεστολιθικούς λόφους, ήταν το σημείο της πρώτης κατοίκησης των Παργινών πριν κατεβούν στα παράλια και στο Κάστρο. Είναι η περίφημη «Παλιόπαργα», πασίγνωστη σε όλους, απ’ την οποία δυστυχώς το μόνο που έχει απομείνει είναι ελάχιστα δυσδιάκριτα ερείπια και λιθοσωροί.
Κατηφορίζουμε προς την Αγιά, έναν μεγάλο και γραφικότατο οικισμό, χτισμένο αμφιθεατρικά σε λοφίσκους και απότομα πρανή, με κορυφαία προσανατολισμό και θέα στο Ιόνιο. Σώζονται ακόμη διάσπαρτα αρκετά παραδοσιακά σπίτια, στην πλειοψηφία τους όμως τα οικήματα είναι σύγχρονα, χωρίς κάποια ιδιαίτερη αρχιτεκτονική ταυτότητα.
Ο οικισμός είναι φημισμένος για τις ταβέρνες του, μια μάλιστα απ’ αυτές, η «Όαση», στον κεντρικό δρόμο, εκτός από τη μεγαλειώδη θέα στο Ιόνιο, φιλοξενεί στους εσωτερικούς της τοίχους ένα απίθανο παζλ από παμπάλαιες διαφημίσεις και αφίσες, που φέρνουν στο νου μας εποχές γοητευτικές και ξεχασμένες.
Στην κορυφή του ανατολικού λοφίσκου της Αγιάς και σε υψόμετρο 400 μέτρων, είναι χτισμένος ο ναός του Αγίου Αθανασίου, με θέα εκπληκτική. Το τέμπλο είναι πέτρινο. Ένα τμήμα των τοίχων και του κοίλου της οροφής είναι τοιχογραφημένα με τοιχογραφίες προφανέστατα λαϊκού ζωγράφου. Το τριώροφο καμπαναριό είναι πετρόχτιστο, με βαριά κατασκευή.
200 περίπου μέτρα χαμηλότερα βρίσκεται η πολύ μεγαλύτερη εκκλησία του Αγ. Γεωργίου, με μεγάλο κτιστό και αρκετά καλά διακοσμημένο τέμπλο. Η οροφή είναι επενδεδυμένη με ξύλινα πηχάκια που σχηματίζουν διάφορα γεωμετρικά σχέδια. Στους ασβεστοχρισμένους τοίχους δεν διακρίνεται καμιά τοιχογραφία, στην κόγχη όμως του Ιερού, η Πλατυτέρα και οι Ιεράρχες είναι συνθέσεις πολύ καλής τεχνοτροπίας.
Στο Β-ΒΑ άκρο της Αγιάς βρίσκεται η Τρίτη εκκλησία, η Αγ. Παρασκευή, με Ηρώο Πεσόντων στον ευρύχωρο αύλειο χώρο, που αποτελεί και την αυλή του Δημοτικού Σχολείου του χωριού.
Επιστρέφουμε προς την Ανθούσα. Στη διασταύρωση προς «Τρίκορφο» στρίβουμε δεξιά και μετά από 1,2 χλμ. Ανηφορικού ασφαλτοστρωμένου δρόμου με στροφές, φτάνουμε μπροστά στο κάστρο. Η επιλογή της θέσης του από τον Αλή Πασά δεν ήταν τυχαία. Περνώντας από μια θολωτή αψίδα και έναν μισοσκότεινο χώρο, ανεβαίνουμε με σκαλοπάτια στον υψηλότερο προμαχώνα. Ο Σαλβατώρ αναφέρει, πως από το σημείο αυτό, «δεν μπορεί να φανταστεί κανείς ωραιότερη θέα με τέτοιο παραμυθένιο φόντο. Ολόκληρη η Λευκάδα ως το ακρωτήριο Δουκάτο και μετά η Κεφαλλονιά, απ’ όπου εμφανίζεται η μισοκρυμμένη ακτή.
Παραπάνω είναι η εκκλησία της Παλιόπαργας, στα βόρεια η Αγιά και πέρα στο βάθος ο ευγενής όγκος του Παντοκράτορα της Κέρκυρας. Από κάτω τα περιβόλια της Ράπεζας (Ανθούσας), ένα μαγευτικό θέαμα, που από κορφή σε κορφή φτάνει ως το Φανάρι».
Στην Ανθούσα και στα δυτικά παράλια της Πάργας.
Σε απόσταση 3 περίπου χιλ. από την Πάργα συναντάμε την Ανθούσα. Χτισμένη στους ανατολικούς πρόποδες του λόφου με το κάστρο και μέσα στους αχανείς ελαιώνες και τη βλάστηση, το όμορφο χωριό είναι στην πραγματικότητα μεγαλύτερο από ό,τι φαίνεται αρχικά..
Σε αντίθεση με την Αγιά, που δεν έχει καταλύματα, η Ανθούσα τα τελευταία χρόνια έχει αρχίσει να αναπτύσσει τη δική της τουριστική υποδομή. Από τη μικρή αλλά όμορφη κεντρική πλατεία με τα καφενεία και τα ταβερνάκια βγαίνουμε με κατεύθυνση δυτική απ’ το χωριό. Καθώς διασχίζουμε τον υπέροχο ελαιώνα, από μικρά ανοίγματα δεσπόζει το κάστρο πάνω απ’ τα κεφάλια μας, καθώς και το δυτικό τμήμα της Πάργας.
Στα 0,8 χλμ. από την πλατεία συναντάμε πινακίδα, που μας κατευθύνει δεξιά για τις παραλίες «Σπαρτίλα», «Πλακερό» και «Αγ. Σώστη». Συνεχίζουμε με καλό χωματόδρομο, που σε κάποια κατηφορικά σημεία είναι στρωμένος με τσιμέντο.
Στα 2,0 χλμ. Συναντάμε διακλάδωση με δύο πινακίδες. Η μία στ’ αριστερά μας οδηγεί προς «Βάλτο», ενώ η άλλη στην ευθεία προς τις προηγούμενες παραλίες. Περίεργοι να γνωρίσουμε τη διαδρομή προς Βάλτο, κατευθυνόμαστε αρχικά προς τ’ αριστερά, μηδενίζοντας την ένδειξη στο οδόμετρο. Μετά από μερικές δεκάδες μέτρα ο δρόμος διχάζεται. Αριστερά κατευθύνεται προς Ανθούσα, ενώ στην ευθεία κατηφορίζει για το Βάλτο. Στα 0,3 χλμ., νέα διακλάδωση. Κάποιοι ελαιοπαραγωγοί από την Ανθούσα μας πληροφορούν, ότι αριστερά ο δρόμος οδηγεί στο Βάλτο, ενώ δεξιά τερματίζει στο Μοναστήρι της Βλαχέρνας, μας προειδοποιούν όμως, ότι ο δρόμος έχει χαλάσει πολύ από τις χειμωνιάτικες νεροποντές.
Στιγμιαίος δισταγμός, η πρόκληση όμως είναι ισχυρότερη. Κατευθυνόμαστε αρχικά προς Βάλτο. Κατήφορος, νεροφαγώματα, πέτρες, λάσπες φοβερές, περνάμε τελικά με αργή τετρακίνηση. Δύο χιλιόμετρα μετά φτάνουμε στο επίπεδο της θάλασσας, ανάμεσα σε θερμοκήπια, περιβόλια και άφθονα ενοικιαζόμενα δωμάτια. Ενδιάμεσα, ένα παρακλάδι του δρόμου ανηφορίζει προς Ανθούσα, διασχίζοντας μια ρεματιά με καταρρακτάκια και πλούσια βλάστηση.
Επιστρέφουμε στη διασταύρωση προς τη Μονή και μηδενίζουμε πάλι το οδόμετρο. Το μετανιώνω αμέσως. Ο δρόμος είναι φρικτός από κάθε άποψη και εισπράττω αδιαμαρτύρητα τη δικαιολογημένη γκρίνια της Άννας. Μετά από 2,2 χλμ. το μαρτύριο επιτέλους τελειώνει.
Βρισκόμαστε στην άκρη σχεδόν του ακρωτηρίου «Χελαδιό», μπροστά στον ισχυρό οχυρωματικό περίβολο της μονής. Που και που διακρίνονται οριζόντιες και κάθετες πολεμίστρες, ενώ οι περισσότερες βρίσκονται προς τη μεριά του Ιονίου. Στο εσωτερικό της μονής τα πάντα είναι ερειπωμένα, εκτός από το καινούργιο καθολικό που χτίστηκε στη θέση του ερειπωμένου παλαιότερου. Τα μόνα που απομένουν όρθια είναι η πέτρινη αψιδωτή πύλη προς τα δυτικά και το επιβλητικών διαστάσεων καμπαναριό. Με συνολικό ύψος 15 περίπου μέτρων ορθώνονται πάνω σε μια ισχυρότατη τραπεζοειδή πέτρινη βάση, πάνω στην οποία είναι χτισμένο το υπόλοιπο οικοδόμημα. Οι γωνίες αποτελούνται από μεγάλους λαξευτούς λίθους ενώ το εσωτερικό είναι χτισμένο με κακότεχνη αργολιθοδομή, που έχει προστεθεί μεταγενέστερα και δεν συνάδει με την όλη αρχιτεκτονική του οικοδομήματος. Στο υψηλότερο σημείο του καμπαναριού διακρίνονται αψίδες και πέτρινες κολώνες.
Στα Ν και στα Δ το πλάτωμα της μονής καταλήγει με κατακόρυφο γκρεμό 30 περίπου μέτρων σε άγρια βραχώδη ακτή, που είναι εξίσου απόκρημνη και προς τα Α. Η μοναδική ευχερής πρόσβαση είναι από τα Β-ΒΔ, από την πλευρά της παραλίας του βάλτου.
Θαυμάζουμε για λίγο τη θέα προς τους Παξούς και Αντίπαξους και την Πάργα με το κάστρο της. Ύστερα εγκαταλείπουμε το φάντασμα αυτού του πάλαι ποτέ ακμαίου μνημείου της Ορθοδοξίας, περνάμε λίγο πιο κάτω από το εκκλησάκι της Αγ. Φωτεινής και σ’ ένα πεντάλεπτο κατηφορίζουμε στην παραλία του Βάλτου. Αυτή άλλωστε είναι η ευχερέστερη και συντομότερη διαδρομή προς το Μοναστήρι της Βλαχέρνας.
Άγιος Σώστης.
Επανερχόμαστε στην αρχική διαστάυρωση προς τις δυτικές παραλίες. Στα 1,8 χλμ. Μια κακοτράχαλη χάραξη οδηγεί με λίγων λεπτών πεζοπορία στην ακτή Σπαρτίλα. Συνεχίζουμε με το αυτοκίνητο και στα 1,8 χλμ. ακριβώς φτάνουμε στο τέρμα του δρόμου, πάνω από το ξωκκλήσι και την ακτή του Αγ. Σώστη. Ο κολπίσκος είναι μικρός, με ελάχιστα κομμάτια αμμουδιάς ανάμεσα στα βράχια. Τα νερά όμως είναι πεντακάθαρα και η τοποθεσία απόκρυφη, σωστό ερημητήριο. Εξίσου απόκρυφο είναι και το ξωκκλήσι του Αγ. Σώστη. Είναι χτισμένο στη σχισμή δύο πελώριων συμπαγών βράχων, που συγκλίνουν με τρόπο συγκλονιστικό πολλά μέτρα παραπάνω. Το εκκλησάκι είναι πολύ μικρό και όλος ο Α-ΝΑ του τοίχος αποτελείται από τον βράχο. Στο εσωτερικό του υπάρχουν αναμμένα καντηλάκια.
Μια εκπληκτική λεπτομέρεια που κινεί την προσοχή μας είναι ο ωραίος σταλακτιτικός διάκοσμος – παραπετασματοειδείς ως επί το πλείστον σταλακτίτες – που έχει δημιουργηθεί μετά από σταγονορροή αιώνων στην επιφάνεια των βράχων. Το φαινόμενο είναι πολύ σπάνιο αφού ο σταλακτιτικός διάκοσμος – και μάλιστα σε τέτοια έκταση – συναντάται κατά κανόνα στα εσωτερικά τοιχώματα σπηλαίων και όχι σε εκτεθειμένες στην ατμόσφαιρα επιφάνειες.
Μια άχαρη τσιμεντένια σκάλα οδηγεί στη βραχώδη ακτή κάτω από το εκκλησάκι. Η τελευταία εικόνα που παίρνουμε μαζί μας είναι ο φοβερός βράχος στα δυτικά, που καταλήγει κατοκόρυφα στη θάλασσα, γνωστός από τις παραδόσεις της Πάργας με την ονομασία «Φραγκοπήδημα».
Μερικές δεκάδες μέτρα πριν από το εξωκκλήσι του Αγίου Σώστη, ένας χωματόδρομος κατευθύνεται προς το εσωτερικό με κατεύθυνση ΒΔ.
-Λες να βγάζει στον Όρμο Σαρακίνικο;
ρωτάει η Άννα.
-Ας το διαπιστώσουμε, απαντάω.
Σε δύο λεπτά το τραχύτατο οδόστρωμα μας φέρνει σχεδόν στο νου τις διαδρομές προς το Μοναστήρι και το Βάλτο. Ένα όμως χιλιόμετρο μετά αποζημιωνόμαστε με πολύ κοντινή θέα σε Παξούς και Αντίπαξους, καθώς και στο ακρότατο σημείο της Κέρκυρας. Μέσα από θαμνώδη ζούγκλα αντικρύζουμε ξαφνικά, μετά από 1,8 χλμ., την άσφαλτο. Μετά από 300 μέτρα φτάνουμε στον μικρό οικισμό του Σαρακήνικου, με ελάχιστες κατοικίες, ταβέρνες, μπαράκια και καταλύματα. Η περιοχή είναι κατάφυτη και πολύ όμορφη, την διασχίζει ένα ολοζώντανο ρεματάκι με καθαρά νερά, που εκβάλλει στην παραλία.
Ο κόλπος του Σαρακήνικου είναι ολοστρόγγυλος με βαθιά γαλάζια και διαυγέστατα νερά. Το στόμιό του αντικρύζει τον πουνέντε και το άνοιγμα της αψεγάδιαστης καμπύλης δεν ξεπερνάει τα 200 μέτρα. Τα άκρα του στομίου, άγρια και απόκρημνα, μοιάζουν με τεράστιες δαγκάνες. Η άμμος είναι χοντρή και τα λευκά βοτσαλάκια είναι στρογγυλεμένα από την αιώνια δράση των κυμάτων του πουνέντε.
Εγκαταλείπουμε αυτή την ονειρεμένη ακτή, που απέχει μόλις 5,5 ασφάλτινα χιλιόμετρα από την Αγιά και 12 από την Πάργα, με την αίσθηση, ότι το Σαρακήνικο είναι ο ιδανικός τόπος για αξέχαστες διακοπές.
ΣΤΟ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΟ ΜΟΥΣΕΙΟ ΤΟΥ ΑΓ. ΝΙΚΟΛΑΟΥ ΠΑΡΓΑΣ.
Πριν αποχαιρετήσουμε την Πάργα, οφείλουμε μια τελευταία επίσκεψη σε χώρο ιερό. Είναι ο Εκκλησιαστικό Μουσείο του Αγ. Νικολάου. Άριστα ενημερωμένος ο παπα-Γιώργης αναλαμβάνει την ξενάγησή μας. Σπανιώτατα κειμήλια προκαλούν το θαυμασμό μας:
Ένα Ευαγγέλιο χειρόγραφο του 1517 και ένα τυπωμένο του 1615. ένα Αντιμήνειο του 17ου αιώνα (χρυσοκέντητο ύφασμα που μπορούσε να χρησιμοποιηθεί (αντί-μένσα) αντί Αγίας Τράπεζας. Εικόνα της Παναγίας των Βλαχερνών ασημοκαλυμμένη και με χρυσίο περίβλημα στο Χριστό και στην Παναγία, που πιθανολογείται, ότι είναι δώρο Βυζαντινού Αυτοκράτορα προς τη Μονή Βλαχερνών τον 14ο αιώνα. Μεγάλος αριθμός φορητών εικόνων από τα εξωκκλήσια της Πάργας, μερικές από τις οποίες χρονολογούνται από τον 17ο αιώνα. Η θαυματουργή εικόνα της Παναγίας που είναι γνωστή στην περιοχή με την ονομασία «Παναγιωπούλα». Δύο εξαιρετικής τέχνης Επιτάφιοι Ρωσικής σχολής του 19ου αιώνα. Δύο επιβλητικά ξυλόγλυπτα μανουάλια του 1895 από μασσίφ κορμό δέντρου, με έξοχες θρησκευτικές παραστάσεις αληθινά λεπτουργήματα. Ένας μεγάλος αριθμός από ασημένιες καντήλες, θυμιατά, δισκοπότηρα, πόρπες και άλλα ιερά σκεύη.
Μια μπρούτζινη κολυμπήθρα του 1930, «στην οποία έχουν βαπτισθεί όλοι οι σημερινοί υπερήλικες της Πάργας», όπως μας λέει χαρακτηριστικά ο παπά-Γιώργης. Ένα εξαιρετικής τέχνης ξυλόγλυπτο σεντούκι του 1863. Και τέλος το «Φλάμπουρο της Πάργας», η ιστορική πολεμική σημαία της πόλης, μήκους 3,5 μέτρων, ολομέταξη και χρυσοκέντητη.
ΕΠΙΛΟΓΟΣ
Παραμονές Πάσχα του 1968 ο αείμνηστος Παύλος Παλαιολόγος ανακάλυψε την Πάργα.
Ο αξέχαστος βιρτουόζος της πένας περικλείει σε μερικές αράδες, γεμάτες γλαφυρότατα, τις εντυπώσεις του από την πρώτη εκείνη επίσκεψη στην «άγνωστη πολιτεία». Ας κλείσουμε το άρθρο μας με την αξεπέραστη γοητεία του λόγου οτυ:
«Ανακάλυψη Παραδείσου. Παραμονές Πάσχα. Πολιτεία μίνι, εργόχειρο της φύσης. Γενναιόδωροι που υπήρξαν οι θεοί της. Η μέγιστη ομορφιά σε ελάχιστο χώρο. Καντούνια και βενετσιάνικα χτίσματα. Όλα υποκοριστικά, κουκλίστικα, μινιόν, αγιοβασιλιάτικο παιχνίδι.
Μοσχοβολούν οι λεμονιές και οι πασχαλιές.
Λουλουδιασμένα τα παράθυρα, τα δέντρα, οι ρωγμές των τοίχων…. Όλα μαγεία….
Δεν θυμούμαι νάχω γνωρίσει ελληνική ομορφιά πιο εντυπωσιακή απ’ αυτήν στη σμικρότητά της».
Eυχαριστούμε θερμά:
Τον Δήμαρχο Πάργας Σπύρο Νούση, για τις πολλαπλές βοήθειές του και την βιβλιογραφία που μας παραχώρησε. Τον Ευθύμη και την Ελένη Παππά από το ξενοδοχείο “Παράδεισος” για τις πολλές βοήθειες και την εγκά-δια φιλοξενία τους. Τον φιλόλογο καθηγητή και πρώην Γυμνασιάρχη Πάργας Θανάση Σινάκο, που με την πλούσια βιβλιογραφιά, τις απέραντες γνώσεις και τον πολύτιμο χρόνο που διέθεσε στις περιηγήσεις μας, επέδρασε καταλυτικά στη σφαιρική γνωριμία μας με την Πάργα. Τον αρχαιολόγο Μπάμπη Κυριάκη για τη θαυμάσια ξενάγηση και τις σημαντικές πληροφορίες του για τον θολωτό Μυκηναϊκό τάφο. Τους φωτογράφους της Πάργας, αδελφούς Αλέξανδρο και Σπύρο Δούλη (Τηλ. 26840/32486) για την παραχώρηση φωτογραφικών αντιγράφων από το βιβλίο του Σαλβατώρ. Τον πρόεδρο του ιδρύματος “Ακτία Νικόπολις” Νίκο Καράμπελα”, για τα σημαντικά στοιχεία σχετικά με το βιβλίο του Σαλβατώρ. Τέλος τον γραφίστα, φωτογράφο και αγαπητό φίλο Σπύρο Βαγγελάκη, που με την εξαίρετη φωτογραφική του δουλειά, συνέβαλε αποφασιστικά στην ολοκλήρωση του άρθρου.
XΡΗΣΙΜΑ ΤΗΛΕΦΩΝΑ
Δήμος Πάργας : 26840/31034
Δημ. Γραφείο Γενικού Τουρισμού: 26840/32107
Αστυνομία / Τουριστική Αστυνομία: 26840/31222
Λιμεναρχείο : 26840/31227
Ιατρείο Πάργας : 26840/31233
ΚΤΕΛ : 26840/31218
ΔΙΑΜΟΝΗ
-ΑΛΦΑ-ΔΗΜΑΚΟΣ Τηλ 2684032111
-VALTOS BEACH Τηλ 2684031610
-VILLA ROSA Τηλ 2684031952
-LICHNOS BEACH Τηλ 2684031257
– ΜΠΑΚΟΛΙ Τηλ 2684031200
– PARGA BEACH Τηλ2684031293
– ΑΚΡΟΠΟΛΗ, Τηλ 2684031239
– ΑΥΡΑ Τηλ 2684031205
– ΑΧΙΛΛΕΑΣ Τηλ 2684031600
– ΜΑΓΔΑΣ Τηλ 26840-31228
– ΜΙΛΤΟΣ, Τηλ 2684031384
– ΝΤΕΛΛΑΣ Τηλ 2684031655
– ΟΛΥΜΠΙΚ Τηλ 26840-31360
– ΡΕΖΙ Τηλ 2684031680
– ΤΟΡΥΝΗ Τηλ 2684031219
– ΩΡΑΙΑ ΘΕΑ Τηλ 2684031575
– ΑΓΙΟΣ ΝΕΚΤΑΡΙΟΣ Τηλ 2684031150
– ΑΛΚΥΩΝ Τηλ 2684031022
– ΓΑΛΗΝΗ Τηλ 2684031581
– ΚΑΛΥΨΩ Τηλ 2684031316
– ΠΑΡΑΔΕΙΣΟΣ Τηλ 2684031229
– TOURIST Τηλ 2684031239
– ΑΝΤΖΕΛΑ Τηλ 2684031614
– ΝΗΝΕΜΙΑ Τηλ 2684031237
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
– Λ. Σαλβατώρ, “ΠΑΡΓΑ”, εκδ. Κ. και Π. ΣΗΠΙΛΙΑΣ ΑΕΒΕ, “Το Οικονομικό”, Αθήνα 1997.
– C.P. de Bosset, “ Η ΠΑΡΓΑ ΚΑΙ ΤΑ ΙΟΝΙΑ ΝΗΣΙΑ”, Σύλλογος Παργινών Αθήνας, εκδ.
Δωδώνη, Αθήνα – Γιάννινα 2000
– Γ.Π. Γκίκα, “ΚΑΣΤΡΑ ΤΑΞΙΔΙΑ” Ε΄ ΤΟΜΟΣ, (Το Κάστρο της Πάργας), εκδ. “Αστήρ” Αθήνα 1995
– Κ.Α. Μιχαηλίδη, “Η ΠΑΡΓΑ, Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΑΠ΄ ΤΑ ΠΑΛΙΑ ΧΡΟΝΙΑ ΩΣ ΣΗΜΕΡΑ”, Β΄ ΕΚΔΟΣΗ, εκδ. Δήμου Πάργας 1963
– Γ. Ε. Κομπίλα, “Ο ΠΥΡΠΟΛΗΤΗΣ ΚΩΣΤΑΝΤΗΣ ΚΑΝΑΡΗΣ – Ένας Ψαριανός στην Πάργα”, Ιωάννινα 1993
– Ν. Τσάκα, “ΠΑΡΓΙΝΕΣ ΕΚΚΛΗΣΙΕΣ, ΙΕΡΑ ΚΕΙΜΗΛΙΑ – ΑΡΧΑΙΑ ΜΝΗΜΕΙΑ”, Πάργα 1993
– Στοιχεία ιστορικά, τοπογραφικά και αρχιτεκτονικά από τον Α. Σινάκο και αρχαιολογικά από τον Μ. Κυριάκη.
– Π. Παλαιολόγου, “ΠΑΡΓΑ, Η ΑΓΝΩΣΤΗ ΠΟΛΙΤΕΙΑ”, Εφημ. ΤΟ ΒΗΜΑ, 27/04/1968