Στις παραμεθόριες ανιχνεύσεις μας έβγαλε ο δρόμος στο Παγονέρι. Θυμάμαι την πλατεία με την εκκλησία και το επιβλητικό καμπαναριό, το ταπεινό καφενείο με την ξυλόσομπα, τις πολλές και μεγάλες καρυδιές. Μα, πάνω απ’ όλα, εκείνη την γνήσια εικόνα του χωριού, που εξακολουθεί να ζει για τον εαυτό του κι όχι για τους τουρίστες. Με παλιά σπίτια, καπνό στις καμινάδες και πλάκες στις σκεπές.
ΣΤΙΣ ΒΟΡΕΙΕΣ ΕΣΧΑΤΙΕΣ
Έχουν περάσει κιόλας 15 χρόνια από τότε. Ήταν η εποχή, που μια ακόρεστη εξερευνητική «πείνα» μας έσπρωχνε ξανά και ξανά στις βόρειες εσχατιές της Δράμας και στα δάση της Ροδόπης, στους ορεινούς και τελείως άσημους – τότε – οικισμούς. Στις παραμεθόριες ανιχνεύσεις μας μας έβγαλε ο δρόμος στο Παγονέρι. Θυμάμαι την πλατεία με την εκκλησία και το επιβλητικό καμπαναριό, το ταπεινό καφενείο με την ξυλόσομπα, τις πολλές και μεγάλες καρυδιές. Μα, πάνω απ’ όλα, εκείνη την γνήσια εικόνα του χωριού, που εξακολουθεί να ζει για τον εαυτό του κι όχι για τους τουρίστες. Με παλιά σπίτια, καπνό στις καμινάδες και πλάκες στις σκεπές.
Στα χρόνια που ακολούθησαν, ακούγαμε όλο και πιο συχνά για το Παγονέρι. Πού και πού βλέπαμε και καμιά φωτογραφία του σε έντυπα της Δράμας. Δυο χρόνια πριν, ήρθε μια πληροφορία πολύ δελεαστική. Παρουσίαζε – ούτε λίγο ούτε πολύ – το Παγονέρι ως το γευστικό στέκι του βορρά».
–Μήπως υπερβάλλετε; είχαμε τότε ρωτήσει την πηγή μας
-Καθόλου. Μπορείτε, άλλωστε, να το διαπιστώσετε κι οι ίδιοι.
«ΗΛΙΟΣΤΑΣΙΟ»
ΑΛΗΘΙΝΗ ΑΠΟΚΑΛΥΨΗ
Ρώτησα τον μαγαζάτορα, αν το τσίπουρό του ήταν καλό. Τί το ήθελα; Ήταν σαν να ρωτούσα έναν ψαρά, που μόλις έβγαινε απ’ τη θάλασσα, αν τα ψάρια του ήταν φρέσκα. Δεν είπε τίποτε ο Στέλιος Κοζάκης. Έκανε μεταβολή, πήγε προς τα μέσα κι επέστρεψε σ’ ένα λεπτό. Το τσίπουρο, φυσικά, αποδείχτηκε εξαίρετο. Δυνατό, διπλοβρασμένο, με ισορροπημένη δόση γλυκάνισου, όπως συνηθίζουμε να το πίνουμε στο βορρά. Περίμενε όρθιος ο Στέλιος παραδίπλα.
–Καλό; ρώτησε απλά.
Τον κοίταξα χαμογελώντας. Δεν χρειαζόταν να πω τίποτε.
Το ταλέντο της μαγειρικής το είχε έμφυτο ο Στέλιος. Μα και η Νίκη, η σύντροφός του, δεν ήταν για τις γεύσεις αδιάφορη. Εκπαιδευτικοί και οι δυο στην πόλη της Δράμας, με έφεση στην έρευνα και τη δημιουργική δράση, δεν άργησαν να επιδοθούν σε μια ασχολία απόλυτα πρωτοποριακή: τη συγκέντρωση ξεχασμένων συνταγών από διάφορες πληθυσμιακές ενότητες, προσφύγων αλλά και ντόπιων της Δράμας. Με υπομονή και μεθοδικότητα συγκέντρωσαν πάνω από 120 αυθεντικές και άγνωστες στο ευρύ κοινό συνταγές. Όλες μαγειρεύτηκαν, αξιολογήθηκαν και επιλέχθηκαν 80.
Έχοντας, λοιπόν, μαζί τους ένα τέτοιο γευστικό οπλοστάσιο, ήρθαν ο Στέλιος και η Νίκη στο Παγονέρι. Ο τόπος τους είχε μαγέψει από παλιά. Έστησαν το ΗΛΙΟΣΤΑΣΙΟ στο υψηλότερο σημείο του χωριού. Απέναντί του είναι τα πάντα: στα νότια το Φαλακρό, στα βόρεια και ανατολικά η δασοσκέπαστη Ροδόπη. Χαμηλότερα το χωριό. 16 ορθογώνια παράθυρα και μια μεγάλη μπαλκονόπορτα, δεν αφήνουν την όραση να πλήξει. Πανέμορφη είναι κι η αίθουσα με καλοδουλεμένη ντόπια πέτρα, τζάκι και μεγάλα δοκάρια οροφής. Η δημιουργικότητα και η πρωτοτυπία της γεύσης έχουν βρει το χώρο που τους αξίζει.
ΤΙ ΤΡΩΜΕ ΣΤΟ ΗΛΙΟΣΤΑΣΙΟ;
Αν προσπαθήσουμε να παραγγείλουμε από τον «Κατάλογο Εδεσμάτων», που μας φέρνει η Νίκη, το πιθανότερο είναι να ζαλιστούμε. Το οδοιπορικό των γεύσεων είναι δαιδαλώδες. Αφήνουμε λοιπόν τη Νίκη να μας παρουσιάζει τα εδέσματα κι ύστερα εμπιστεύομαστε το ένστικτό μας. Άλλωστε τα πάντα είναι πολύ ξεχωριστά. Κάποια, ωστόσο, θα μπορούσαμε να συστήσουμε όπως: Τις περίφημες «Μπόμπες» (ιτσλί κιοφτές), κεφτέδες δηλαδή με πληγούρι, κρεμμύδι και κιμά.
-Το Χουνκιάρ Μπεγερντί (πουρές ψητής μελιτζάνας με μοσχάρι κοκκινιστό).
–Γιούλμπασι στη γάστρα, με τρία διαφορετικά κρεατικά.
–Κουνέλι λαγωτό, με σκορδαλιά, σβησμένο με κόκκινο κρασί.
–Πομάκικη πίτα (πουρές, πράσο και μικρά κομματάκια κρέας μοσχαρίσιο η αρνίσιο) και ακόμη, Πίτα Λόζνικ (Παγονερίου), Πίτα αρμέ (με λάχανο τουρσί και κρέας χοιρινό). Εξαίρετη είναι και η κάβα κρασιών. Το δυστύχημα είναι, ότι προς το παρόν, δεν μπορεί κανείς να διανυκτερεύσει στο Παγονέρι. Μπορεί όμως να εξυπηρετηθεί σε απόσταση 20 μόλις χιλιομέτρων στα καταλύματα του Βώλακα ή του Νευροκοπίου.
ΗΛΙΟΣΤΑΣΙΟ τηλέφωνα: 25210-28150, 6978-441914
ΠΕΡΙΔΙΑΒΑΙΝΟΝΤΑΣ ΤΟ ΧΩΡΙΟ
Το οδόμετρο δείχνει από τη Θεσσαλονίκη 205 χιλιόμετρα και το αλτίμετρο 670 μέτρα, καθώς φτάνουμε στην πλατεία του χωριού. Μια πλατεία που ανάλογα με την ώρα της ημέρας αλλάζει εικόνα. Τα πρωινά ανήκουν στην κατανάλωση, στο εμπόριο. Ο ένας μετά τον άλλον καταφθάνουν οι πλανόδιοι. Γνωστοποιούν την άφιξή τους από μακρυά, κορνάρουνε με τη δική του κόρνα ο καθένας, για να ξεχωρίζουν οι κάτοικοι, ποια εμπορεύματα, ποιες υπηρεσίες φτάνουν στο χωριό. Η κόρνα του ταχυδρόμου είναι ήχος πολύ επιθυμητός, αφού εκτός από την αλληλογραφία, φέρνει και τις συντάξεις και τσιγάρα και ψωμί και διάφορα άλλα, πρώτης ανάγκης αγαθά. Τον ερχομό του ταχυδρόμου τον υποδέχεται όλο το χωριό.
Άλλοι πουλάνε φρούτα και ζαρζαβάτια, είδη μπακαλικής, ένδυσης και υπόδησης, είδη κουζίνας και σπιτιού. Ευτυχώς που υπάρχουν κι οι γυρολόγοι. Εκτός από τα δυο καφενεία, δεν έχει απομείνει άλλο μαγαζάκι στο χωριό, κι οι κάτοικοί του μετά βίας φτάνουν τους 70, περασμένοι στα χρόνια οι πιο πολλοί. Μα τόσο καλοσυνάτοι, τόσο πρόθυμοι να εξυπηρετήσουν τον ξένο.
Ένα απομεσήμερο της περσινής χρονιάς, δεν δίστασε ο Κώστας Καραολάνης να απαρνηθεί την καθιερωμένη ανάπαυση και να μας συνοδέψει για ώρα πολλή στη δύσβατη διαδρομή ως την κοίτη του Νέστου ποταμού. Είναι μια πορεία ωραία και ποικιλόμορφη, που, αφού διασχίζει το χωριό με κατεύθυνση ανατολική, βγαίνει στις εξοχές. Δύσκολος δρόμος, με πέτρες, βαθειά νεροφαγώματα και μπόλικη λάσπη όταν βρέχει. Κάποια στιγμή το τοπίο αλλάζει, αποκαλύπτεται χαμηλά ένα φαράγγι βαθύ και στενό. Ανάμεσά του κυλάει ο Νέστος με στροφές θεαματικές και πλούσια ροή. Ξανασυναντάμε τον ποταμό εκεί που τερματίζει ο δρόμος, στα 6.3 χλμ. από το κέντρο του χωριού. Εκεί οι εκτάσεις είναι επίπεδες και η κοίτη του ποταμού φαρδειά, με αμέτρητες κροκάλες, μεγάλες και μικρές.
Ένα πρωί, συναντάμε στην αυλή του κάποιον να στοιβιάζει με επιμέλεια τα καυσόξυλά του για τον χειμώνα. Είναι όλα ωραίοι «μεσέδες» (ξύλα βαλανιδιάς).
–Καλημέρα, ωραία ξύλα, του λέω.
–Μόνον ξύλα έχουν μείνει ωραία, μου απαντάει.
Το λέει απλά, σαν διαπίστωση, δίχως θλίψη. Ύστερα συμπληρώνει: Μά, αφού σου άρεσαν τα ξύλα, φέρε το αυτοκίνητό σου να φορτώσεις όσα θέλεις.
Ούτε ο Κώστας Καραντώνης κι η γυναίκα του Κατερίνα μας χάλασαν το χατήρι, όταν τους ζητήσαμε να τους φωτογραφίσουμε. Την ώρα εκείνη σκάλιζαν το περιβολάκι τους κάτω από τις μεγάλες βρύσες, στο χαμήλωμα του χωριού.
Οι ηλικιωμένες κυράδες όμως, που τόσο συχνά συναντάμε στην πλατεία, είναι λίγο πιο δύσκολες στην αρχή, θέλουν το γλυκό τους λόγο, τα παρακάλια τους. Ύστερα ξεθαρρεύουν, γίνονται κι αυτές ομιλητικές, δεν διστάζουν ακόμα ν’ αποκαλύψουν και τα χρόνια τους. Κάποιες είναι ή πλησιάζουν τα 100 και δεν έχουν πρόβλημα ν’ ατενίσουν κατάματα το φακό και τη ζωή.
Ο Σωκράτης Παπαεγνατίου, πάλι, αναλαμβάνει να μας ξεναγήσει στα ψηλώματα του καταπληκτικού καμπαναριού που θεμελιώθηκε το 1804 αλλά αποπερατώθηκε μόνον στα 1881. Ανεβαίνουμε τις απότομες ξύλινες, σχεδόν κατακόρυφες σκάλες. Πρώτος όροφος, δεύτερος, τρίτος, κάπου 15 – 16 μέτρα πάνω από το έδαφος. Εκεί ψηλά βρίσκεται ο μηχανισμός του ρολογιού. Βασίζεται σε μια σειρά από γρανάζια, που μετρούν τα δευτερόλεπτα, τα λεπτά κι ύστερα τις ώρες. Το κούρδισμα γίνεται κάθε 24 ώρες. Η μια από τις δυο καμπάνες είναι παλιά, κατασκευάστηκε το 1882 στην Άνω Βροντού. Ένα έργο τέχνης είναι το καμπαναριό του Παγονερίου, φτιαγμένο από λευκή λαξευτή μαρμαρόπετρα ντόπιων νταμαριών.
Μά και το υπόλοιπο χωριό είναι γραφικό. Δεν έχει καμιά σημασία που τα παλιά λιθόστρωτα είναι καλυμμένα με τσιμέντο ούτε ότι πολλά απ’ τα παραδοσιακά σπίτια είναι ερειπωμένα και ακατοίκητα. Η συνολική εικόνα αποπνέει μια αυθεντική λιτότητα, μια αρχιτεκτονική παράδοση, που την συναντάμε παντού: στους πέτρινους τοίχους με τις ξυλοδεσιές και τον τσατμά, στα σαχνισιά και στα χαγιάτια, στις πλάκες που καλύπτουν τις περισσότερες σκεπές. Σώζονται ακόμα, έστω και ερειπωμένα, τμήματα τοίχων φτιαγμένα από λάσπη. Κι όπως είχα επισημάνει και στην αρχή, το Παγονέρι μου δίνει την αίσθηση, ότι ζει για τον εαυτό του και όχι για τους άλλους.
ΑΠΡΟΣΜΕΝΕΣ ΣΤΙΓΜΕΣ ΣΤΟΝ ΚΡΙΘΑΡΑ ΚΑΙ ΣΤΟ ΛΙΒΑΔΑΚΙ
–Έχετε πάει ποτέ στον Κριθαρά; ρωτάει ο Στέλιος.
-Τί είναι ο Κριθαράς;
-Ένας ορεινός εγκαταλελειμμένος οικισμός.
Ξεκινάμε με κατεύθυνση για Νευροκόπι. Στα 6 χλμ. στρίβουμε δεξιά. Αρχίζει χωματόδρομος στενός. Δεν χρειάζεται να βαδίσουμε πολύ. Σ’ ένα δεκάλεπτο συναντάμε τα πρώτα σπίτια του χωριού. Είναι όλα ερειπωμένα, πεσμένοι οι τοίχοι, παντού λιθοσωροί. Μας κάνει εντύπωση η δόμηση, που είναι πολύ πυκνή. Ένα φαρδύ, χορταριασμένο λιθόστρωτο ανηφορίζει προς το κέντρο του χωριού. Τρία λεπτά μετά φτάνουμε στο υψηλότερο σημείο του οικισμού, στα 760 μέτρα. Εδώ, σ’ ένα ξέφωτο αποκαλύπτεται μια εικόνα απρόσμενη. Είναι ο μεγαλόπρεπος όγκος του μισοερειπωμένου ναού, του Αγ. Γεωργίου. Καταπληκτικό είναι και το πανύψηλο καμπαναριό, χτισμένο από πελεκητή πέτρα, όπως στο Παγονέρι. Παρά την ερειπιώδη της μορφή η εκκλησία αποπνέει μια απαράμιλλη γοητεία, που οφείλεται στα χαρακτηριστικά της εκπληκτικής της αρχιτεκτονικής.
Αλλεπάλληλες χαμηλού ύψους αψίδες, στηρίζουν το εξωτερικό δυτικό τμήμα. Στο εσωτερικό μας γοητεύουν δυο πανύψηλες κολώνες, που φτάνουν σε ύψος τα 6 μέτρα και θυμίζουν κίονες αρχαίου ελληνικού ναού. Πολλά τμήματα της τοιχοποιΐας αποτελούνται από πωρόλιθο λαξευτό. Στην αριστερή, κόγχη του Ιερού, σώζεται με φθορές μια και μοναδική τοιχογραφία, που απεικονίζει τον Χριστό. Η σκεπή βέβαια έχει καταπέσει σε ποσοστό τουλάχιστον 80%. Σ’ αυτό οφείλεται η άθλια κατάσταση του εσωτερικού, που είναι κατάσπαρτο από λιθοσωρούς και μεγάλα δέντρα, που έχουν φυτρώσει με τα χρόνια.
Είναι μια πολύ μεγάλη εκκλησία. Το μήκος της πρέπει να ξεπερνάει τα 20, ενώ το πλάτος της είναι τουλάχιστον 15 μέτρα. Η Ν είσοδος είναι εκπληκτική. Συμπαγείς μαρμάρινες παραστάδες, λαξευτό υπέρθυρο με πολύπλοκες παραστάσεις και πιο πάνω κόγχη με πολύ φθαρμένη τοιχογραφία του Αγ. Γεωργίου.
–Πάμε τώρα να δούμε μια άλλη εκκλησία, λέει ο Στέλιος. Ελπίζω να βρούμε το κλειδί.
1.5 χλμ. δεξιά από την έξοδο του Κριθαρά φτάνουμε στον μικρό οικισμό Λιβαδάκι. Εδώ, πριν από το 1940, ζούσαν περίπου 70 οικογένειες. Οι κάτοικοι που μένουν μόνιμα σήμερα είναι 4. Στην είσοδο του χωριού επιβάλλεται με τον όγκο της η εκκλησία της Κοίμησης. Πολύ αντιφατική εικόνα. Μια πελώρια εκκλησία για 4 ανθρώπους. Που είναι πολύ αμφίβολο, αν θα καταφέρουν να γίνουν περισσότεροι.
Η κυρία Θεοδοσία έχει την καλοσύνη να μας ανοίξει. Τρίκλιτη βασιλική με δυο κιονοστοιχίες από 4 κολώνες, όλες ζωγραφισμένες με μοτίβα φυτικά. Τα ταβάνια είναι ξυλόγλυπτα, με καταπληκτικά σχέδια και χρωματισμούς. Το τέμπλο είναι ωραιότατο, με φορητές εικόνες και σκηνές από τον παράδεισο. Η εκκλησία χτίστηκε το 1870. Στον Β τοίχο δεσπόζουν δυο υπερμεγέθεις τοιχογραφίες με την Μαρία Αιγυπτία και τον Αρχάγγελο Μιχαήλ. Στο θαυμάσιο καμπαναριό, υπάρχουν οι χρονολογίες έναρξης της οικοδόμησης, 1899 και αποπεράτωσης, 1900.
Απόγευμα. Το φως της μέρας λιγοστεύει.
–Πάμε να πούμε μια καλησπέρα στον Ιορδάνη, λέει ο Στέλιος.
Λίγο πιο πάνω, ζει ο Ιορδάνης Τονονίδης με τη γυναίκα του Λουΐζα, οι δυο από τους τέσσερις κατοίκους του χωριού. Την ώρα τούτη ταχτοποιούν κούτσουρα μεσέδων στην αυλή. Μόλις μας βλέπουν κάνουν μεγάλες χαρές.
–Τί τραβάει η ψυχή σας; ρωτάει ο Ιορδάνης. Καφέ, τσιπουράκι ή μια σαμπάνια από τις σπέσιαλ;
Στο άκουσμα της λέξης χαμογελάω.
-Ε, όχι και σαμπάνια!
-Γιατί, στο μικρό Λιβαδάκι δεν δικαιούμαστε σαμπάνια; Φέρε βρε γυναίκα μια σαμπάνια από τον Άγιο.
–Εννοεί τον Άγιο Παντελεήμονα στη λίμνη Βεγορίτιδα, εξηγεί ο Στέλιος.
Ο αδερφός της Λουΐζας είναι ο Κάγκας ο Βασίλης, που οινοποιεί στο Κτήμα Παύλου ωραίο ξινόμαυρο, ροζέ, λευκό και εξαιρετικό αφρώδη οίνο από ξινόμαυρο.
Η Λουΐζα εμφανίζεται με την γνώριμη φιάλη και κολωνάτα ποτηράκια. Φέρνει και καρύδια από τις άφθονες ντόπιες καρυδιές. Αφρίζει στα ποτήρια το ροζέ διαυγέστατο κρασί. Η γεύση ξερή, υπέροχη, αληθινή αποκάλυψη. Δεν έχει να ζηλέψει τίποτε από διάσημες γαλλικές.
Απολαμβάνουμε το περιεχόμενο με αργές, μικρές γουλιές. Οι οικοδεσπότες μας δείχνουν πολύ ευχαριστημένοι. Κτηνοτρόφος από τις Κρηνίδες της Καβάλας ο Ιορδάνης, περνάει με τη γυναίκα του, εδώ στο Λιβαδάκι, μια ήσυχη ζωή.
Εν τω μεταξύ, δυο χαριτωμένες γκρίζες κατσικούλες τριγυρίζουν όλη την ώρα ανάμεσα στα πόδια μας. Τις απομακρύνει συνέχεια η Λουΐζα, μα επιστρέφουν. Η μια, μάλιστα, είναι ιδιαίτερα χαδιάρα και ζωηρή. Κάποια στιγμή ξεπερνάει τον εαυτό της. Με ευκινησία που θα ζήλευε κάθε αιλουροειδές, δίνει έναν πήδο και καταλήγει στο τραπέζι. Ανατρέπονται τα πάντα, σπάζουν ποτήρια, χύνεται η σαμπάνια, από τη μια στιγμή στην άλλη το τραπέζι μοιάζει σαν βομβαρδισμένο. Η κατσικούλα παραμένει ατάραχη στη θέση της. Σηκώνει τα χέρια στον ουρανό η Λουΐζα, συνέρχεται αμέσως από το σοκ ο Ιορδάνης, αρπάζει την κατσικούλα στην αγκαλιά του και πάει να την κλείσει στο χώρο της για το βράδυ. Εμείς οι υπόλοιποι δεν μπορούμε να κρατήσουμε τα γέλια μας. Καμιά ταινία δεν θα μπορούσε να πετύχει πιο φυσική, κωμική σκηνή.
ΕΥΧΑΡΙΣΤΙΕΣ
Ευχαριστούμε θερμά τους ανθρώπους που μας συμπαραστάθηκαν με κάθε τρόπο στο έργο μας και πιο συγκεκριμένα τους: Κώστα Καραολάνη, Σωκράτη Παπαεγνατίου, Ιορδάνη και Λουΐζα Τονονίδη, καθώς και την κυρία Θοδοσία.
Ιδιαίτερα ευχαριστούμε τους καλούς φίλους Νίκη Δισλία και Στέλιο Κοζάκη, για όλα όσα έκαναν για μας
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Στάθη Χρ. Κουζούλη, «ΠΑΓΟΝΕΡΙ, ΑΝΑΔΙΦΩΝΤΑΣ ΤΗΝ ΙΣΤΟΡΙΑ», ΘΕΣ/ΝΙΚΗ 1997, «ΛΑΟΓΡΑΦΙΚΑ ΠΑΓΟΝΕΡΙΟΥ ΔΡΑΜΑΣ» ΘΕΣ/ΝΙΚΗ 2002 και «ΛΕΥΚΩΜΑ ΠΑΓΟΝΕΡΙΟΥ ΔΡΑΜΑΣ», ΠΑΓΟΝΕΡΙ 2006
ΑΠΟΣΤΑΣΕΙΣ ΠΑΓΟΝΕΡΙΟΥ
ΑΠΟ: ΒΩΛΑΚΑ, ΝΕΥΡΟΚΟΠΙ 20 ΧΛΜ
ΔΡΑΜΑ: 55 ΧΛΜ
ΘΕΣ/ΝΙΚΗ: 205 ΧΛΜ