Σε απόσταση 50 χλμ. από τον Βόλο, στις πυκνοδασωμένες πλαγιές της Όθρυος, γνωρίζουμε δύο από τα ιστορικά μοναστήρια της Θεσσαλίας: την Κάτω και Άνω Μονή Ξενιάς. Με πιθανή ίδρυση τον 12ο-13ο αιώνα, η Κάτω Ξενιά κτίστηκε ίσως στη θέση κάποιου παλαιοχριστιανικού ναού. Για την Άνω Μονή Ξενιάς, αντίστοιχα, πιθανολογείται ότι κτίστηκε τον 11ο αιώνα, ενώ υπάρχει και η άποψη ότι υφίστατο ήδη από τον 5ο αιώνα
Ένα εξαίσιο μονοπάτι συνδέει τα δύο μοναστήρια και μας δίνει την μεγάλη ευχαρίστηση να γνωρίσουμε τις ομορφιές και τις ιδιαιτερότητες του τόπου.

– Περπάτησα πρόσφατα ένα μονοπάτι που με χαροποίησε πολύ και με γέμισε με αισιοδοξία σ’ αυτούς τους δύσκολους καιρούς, δηλώνει ο Κυριάκος Παπαγεωργίου.
– Πού βρίσκεται; τον ρωτάω.
– Στις πυκνοδασωμένες πλαγιές της Όθρυος, στα ορεινά του Αλμυρού. Μετά από τόσα χρόνια που είχε λησμονηθεί και αποκλειστεί από τα βάτα, διανοίχτηκε και σημάνθηκε από τα μέλη του Ε.Ο.Σ. Αλμυρού. Το σημαντικότερο, ωστόσο, χαρακτηριστικό του είναι ότι συνδέει δύο από τα ιστορικότερα μοναστήρια της Θεσσαλίας, που φέρουν μάλιστα και το ίδιο όνομα: την Κάτω και την Άνω Μονή Ξενιάς.
– Πες μας πότε ξεκινάμε.
– Μόλις έρθετε στο Βόλο.
ΣΤΗ ΔΙΑΔΡΟΜΗ ΓΙΑ ΤΗΝ ΞΕΝΙΑ
– Προτείνω να πάρουμε ακριβή στοιχεία της διαδρομής, λέει ο φίλος μας, καθώς ξεκινάμε με δυο αυτοκίνητα από την πόλη του Βόλου. Έτσι θα διευκολύνουμε όσους θελήσουν ν’ ακολουθήσουν τα βήματά μας.
Επιλέγουμε ως σημείο αναφοράς τους φωτεινούς σηματοδότες που μας κατευθύνουν από την έξοδο της πόλης, αριστερά προς Αγχίαλο και Αθήνα. Εκεί μηδενίζουμε την ένδειξη στο οδόμετρο. Στη συνέχεια η διαδρομή μας εξελίσσεται ως εξής:
Βγαίνοντας από το Βόλο διασχίζουμε αρχικά την παραθαλάσσια πόλη της Αγχιάλου, με τον αρχαιολογικό της χώρο πλάι στο δρόμο. Στα 24 χλμ. εγκαταλείπουμε τον επαρχιακό δρόμο και συναντάμε δεξιά την Εθνική Οδό προς Λαμία και Αλμυρό (εναλλακτικά, βέβαια, μπορούμε να συνεχίσουμε τον επαρχιακό δρόμο προς Αλμυρό). Στα 32.5 χλμ. αφήνουμε την Εθνική Οδό και κατευθυνόμαστε δεξιά προς Αλμυρό. Στα 34.2 χλμ. συναντάμε μετά τον Αλμυρό πινακίδα που μας οδηγεί αριστερά προς Αθήνα και Ι. Μονή Ξενιάς. Στα 39.7 χλμ. νέα πινακίδα δείχνει την πορεία μας δεξιά προς τον βοηθητικό δρόμο για την Αθήνα και τη Μονή Ξενιάς. Ήδη κινούμαστε παράλληλα με την Εθνική Οδό και, ένα χιλιόμετρο μετά, συναντάμε τον περιφραγμένο αρχαιολογικό χώρο του Άλου, με την εντυπωσιακή τοιχοποιία των λαξευτών ογκόλιθων. Λίγο αργότερα, στα 43.8 χλμ. εγκαταλείπουμε οριστικά τα πεδινά και ανηφορίζουμε προς την Βρύαινα και τη Μονή.
Ξεμακραίνει ο κάμπος και ο κόλπος του Αλμυρού, καθώς σταδιακά κερδίζουμε υψόμετρο και κάποια στιγμή αντικρύζουμε απέναντί μας, στο άκρο ενός κατάφυτου λοφίσκου, τις εντυπωσιακές εγκαταστάσεις της Νέας Κάτω Μονής Ξενιάς. Ήδη, στα 48.9 χλμ., μια τελευταία πινακίδα μας οδηγεί, μερικές εκατοντάδες μέτρα μετά, στον χώρο της Νέας Μονής. Τη στιγμή που στο οδόμετρο βλέπουμε την ένδειξη 49.5 χλμ. από τον Βόλο, βρισκόμαστε μπροστά στον περιφραγμένο χώρο της Παλιάς Μονής, σε υψόμετρο 300 σχεδόν μέτρων.
Η ΠΑΛΙΑ ΜΟΝΗ ΞΕΝΙΑΣ
Με την είσοδό μας στον αύλειο χώρο αισθανόμαστε καθηλωμένοι από την ασύγκριτη ομορφιά του φυσικού περιβάλλοντος αλλά και την πετρόχτιστη επιβλητικότητα των κτιριακών εγκαταστάσεων της Μονής. Πελώρια πλατάνια, ηλικίας πολλών αιώνων, ρίχνουν τη σκιά τους στο πλούσιο χορτάρι.
Κυπαρίσσια, καρυδιές και ποικίλα οπωροφόρα δέντρα αναζητούν τον ήλιο ανάμεσα στα πλούσια φυλλώματα των πανύψηλων πλατανιών. Στη σκιά των πλατανιών, από μικρό υδραγωγείο ή “στέρνα” ρέει ασταμάτητα το νερό με 12 βρύσες, όσοι και οι 12 Απόστολοι.
Σύμφωνα με τα συνοπτικά ιστορικά στοιχεία του Δρ. Θεολογίας Δημητρίου Ηλ. Τσιλιβίδη (1), η παλαιότερη ονομασία της Κάτω Ξενιάς ήταν “Μοναστήρι του Αγίου Νικολάου” και αποτελούσε μετόχι της Άνω Ξενιάς. Ο ακριβής χρόνος ίδρυσης παραμένει άγνωστος. Το πιθανότερο είναι ότι ιδρύθηκε τον 12ο – 13ο αιώνα, στη θέση ίσως κάποιου παλαιοχριστιανικού ναού.
Η αρχική αυτή Μονή πιθανόν να καταστράφηκε, όπως και η κύρια Άνω Μονή, από τους σταυροφόρους του 1204. Από τα ευρήματα, τις επιγραφές και τα έγγραφα φαίνεται ότι τόσο η Άνω Μονή -γνωστή ως Μονή Κισσιώτισσας– όσο και το μετόχι της, ο Άγιος Νικόλαος, δεν μπόρεσαν να ανασυγκροτηθούν αρκετά νωρίτερα του 1522.
Η ανακαίνιση της Κάτω Μονής, σύμφωνα με επιγραφές, άρχισε το 1671 και 1696 και συνεχίστηκε (1757, 1787, 1794) για να ολοκληρωθεί τον 19ο αιώνα. Παράλληλα, αύξησε τη δύναμη του μοναχολογίου της με την ένταξη των μοναχών της Άνω Ξενιάς, που εξαιτίας των ληστών και των Τούρκων του σκληρού Βοεβόδα του Κοκοσίου, μετά το 1867 εγκαθίστανται μόνιμα στην Κάτω Μονή, που τώρα ονομάζεται “Μοναστήρι της Παναγίας Ξενιάς” ή απλά “Ξενιά”. Μεταφέρεται επίσης και τοποθετείται οριστικά η θαυματουργή εικόνα της Παναγίας, στην Κάτω Ξενιά.
Στην Θεσσαλική επανάσταση του 1878 η Κάτω Ξενιά γίνεται το επίκεντρο δυο μαχών, στις 17 και 20 Ιανουαρίου 1878. Στον άτυχο πόλεμο του 1897 εγκαταλείφθηκε από τους μοναχούς και έπαθε σοβαρότατες ζημιές. Μέχρι το 1930 ανακατασκευάστηκε τμηματικά ολόκληρο το δίπατο τετράπλευρο κτίσμα αλλά δυστυχώς πάνω σε ακατάλληλο έδαφος, με αποτέλεσμα να καταστεί ακατοίκητο μετά τους σεισμούς που έπληξαν την Μαγνησία. Από το 1962 η Κάτω Ξενιά έγινε γυναικεία. Σήμερα το ετοιμόρροπο κτήριο εξακολουθεί να περιβάλλει το καθολικό του Αγίου Νικολάου, που είναι πλούσια αγιογραφημένο, με μεγάλης τέχνης ξυλόγλυπτο τέμπλο. Οι μοναχές μένουν εδώ και χρόνια σε παραπήγματα και περιμένουν να εγκατασταθούν στο καινούργιο πανέμορφο Μοναστήρι, που χτίστηκε σε γειτονικό, κορυφαίας θέσης λόφο, με ευλογία του Σεβασμιότατου κ. Χριστόδουλου (2).
Περιδιαβαίνουμε την μεγάλη επίπεδη έκταση με τις εγκαταλελειμμένες εγκαταστάσεις της Μονής αλλά και των παιδικών κατασκηνώσεων, που μισό περίπου αιώνα πριν, αντηχούσαν τα καλοκαίρια από τις φωνές των παιδιών.
Οι κτιριακές εγκαταστάσεις είναι πετρόχτιστες, με στιβαρή τοιχοποιία. Πανύψηλες καθώς είναι και ενσωματωμένες με τον ισχυρότατο αυλόγυρο, δημιουργούν ένα οχυρωμένο κτιριακό σύνολο, απόλυτα συμπαγές. Η μοναδική πρόσβαση στο εσωτερικό του αύλειου χώρου και κατ’ επέκταση στο καθολικό της μονής είναι δυνατή μόνον από μια τεράστια σιδερένια πύλη. Δυστυχώς είναι κλειδωμένη και δεν μας επιτρέπει την είσοδο στα άδυτα του μοναστηριού. Πολύ εντυπωσιακό αρχιτεκτονικό χαρακτηριστικό είναι οι δύο κυκλικοί και θολοσκέπαστοι τριώροφοι πύργοι, που σαν ισχυρότατοι προμαχώνες, προστατεύουν τα δυο άκρα του μεγάλου οικοδομήματος. Αξιοσημείωτο είναι ότι ένα μεγάλο τμήμα του αριστερού πύργου, κάτω από την θολωτή σκεπή, έχει καταρρεύσει. Στην εξέλιξη αυτή συνετέλεσε ο μεγάλος σεισμός του 1980 στην ευρύτερη περιοχή.
Καθόμαστε σ’ ένα παγκάκι, απέναντι στον λαβωμένο πύργο και το μνημειακό κτιριακό συγκρότημα, που είναι πια έρημο, δίχως ζωή. Και αναρωτιόμαστε ποια θα είναι η μοίρα του τα επόμενα χρόνια αν εξακολουθήσει να παραμένει ακατοίκητο κι αβοήθητο.
ΑΠΟ ΤΗΝ ΚΑΤΩ ΣΤΗΝ ΑΝΩ ΜΟΝΗ ΞΕΝΙΑΣ: ΜΙΑ ΥΠΕΡΟΧΗ ΠΕΖΟΠΟΡΙΚΗ ΕΜΠΕΙΡΙΑ
Μερικές δεκάδες μέτρα πάνω από την εξωτερική είσοδο της μονής σχηματίζεται ένα ξέφωτο, που μπορεί να χρησιμοποιηθεί και ως χώρος στάθμευσης για τα αυτοκίνητα των επισκεπτών. Εδώ υπάρχει σήμανση με κόκκινη λαδομπογιά που δείχνει την αρχή του μονοπατιού. Πριν αρχίσουμε, ωστόσο, την πεζοπορία ξεκινάμε με τα δυο αυτοκίνητα προς το σημείο τερματισμού του μονοπατιού, στην Άνω Μονή Ξενιάς.
Ευχάριστη διαδρομή με ήπιες ανηφοριές, ανοιχτούς ορεινούς ορίζοντες και βλάστηση χαμηλή. Περνάμε έναν αυχένα σε υψόμετρο 450 περίπου μέτρων και αντικρύζουμε απέναντί μας την Βρύναινα. Είναι μεγάλος οικισμός, χτισμένος αμφιθεατρικά, ανάμεσα σε πουρναροσκέπαστες πλαγιές. Διαδοχικές πινακίδες μας δείχνουν έξω από την Βρύναινα την πορεία μας προς τη Μονή Ξενιάς. Εκτεταμένα δρυοδάση καταλαμβάνουν σταδιακά τη θέση των πουρναριών. Κατηφορίζει ο δρόμος με στροφές και διασχίζει την ξερή κοίτη του Τσιγκενορέματος.
Όταν αργότερα θα περνάμε από το Τσιγκενόρεμα με τα πόδια, θα λοξοδρομήσουμε μερικές δεκάδες μέτρα ως το ωραιότατο τοξωτό γεφύρι, που κάποτε συνέδεε τις άκρες του μονοπατιού πάνω από το ρέμα, μας είχε ενημερώσει νωρίτερα ο Κυριάκος. Καθώς, βέβαια, κινούμαστε με το αυτοκίνητο, το γεφύρι είναι τελείως αθέατο πίσω από τους πυκνούς θάμνους και τα δέντρα.
Ένα χιλιόμετρο πριν από τη Μονή μια παράκαμψη δεξιά μας δείχνει την κατεύθυνση προς τον αντικρινό Κοκκωτό, το Μνημείο στην Όθρυ και χαμηλά στον Αλμυρό.
Σε απόσταση 12.8 ακριβώς χιλιομέτρων από την Κάτω Μονή, βρισκόμαστε στον χώρο στάθμευσης της Παλιάς Άνω Μονής. Μεσημεριανή ώρα καθώς είναι, αποφεύγουμε να επιχειρήσουμε μια επίσκεψη στο μεγάλο μοναστήρι. Αφήνουμε λοιπόν το ένα αυτοκίνητο, επιβιβαζόμαστε στο άλλο και σε 20′ φτάνουμε και πάλι στην αρχή του μονοπατιού.
14:15′. Κάνουμε τα πρώτα μας βήματα στο μικρό, ανηφορικό πρανές του μονοπατιού, από υψόμετρο 300 μέτρων. Το έδαφος είναι πετρώδες και ανηφορίζει ελαφρά ανάμεσα από πυκνή βλάστηση κέδρων και πουρναριών. Είναι ήδη εμφανή -αλλά και πολύ διακριτικά- τα σημεία διάνοιξης από τα μέλη του Ε.Ο.Σ. Αλμυρού, χάρις στην π προσπάθεια των οποίων είμαστε σήμερα σε θέση να διασχίζουμε απροβλημάτιστα την αδιαπέραστη ζούγκλα, που είχε με τα χρόνια της αχρησίας αναπτυχθεί.
Ανάμεσα στα πυκνά κλαδιά αποκαλύπτεται πού και πού η εντυπωσιακή κάτοψη της Μονής. Πολύ χαμηλότερα στο βάθος εκτείνεται ο κάμπος και το άκρο του κόλπου του Αλμυρού. Στις 20 του Οκτώβρη έχουμε την τύχη να βαδίζουμε με απρόσμενα ζεστό και ευχάριστο καιρό.
14:25′. Μια διακλάδωση στα δεξιά (300ο Δ-ΒΔ), υποδεικνύει την κατεύθυνση του μονοπατιού προς την Άνω Ξενιά.
– Δεν είμαι βέβαιος ποια είν’ η κατάστασή του πιο πάνω, λέει ο Κυριάκος. Προτείνω λοιπόν να συνεχίσουμε αριστερά στο ήδη υπάρχον μονοπάτι, που περνάει από την Βρύναινα κι έχει πρόσφατα διανοιχθεί από τον Ε.Ο.Σ. Αλμυρού.
Κάτω από το χώμα αρχίζουν όλο και συχνότερα να εμφανίζονται τμήματα του παλιού καλντεριμιού, που συνέδεε, πριν από την διάνοιξη του ασφαλτόδρομου, την Βρύναινα με την Κάτω Ξενιά και τον κάμπο. Ήδη η Παλιά Μονή προβάλλει με μια θαυμάσια εικόνα, ανάμεσα στο συμπαγές πράσινο που την περιβάλλει. Πάνω από τον αντικρινό μεγάλο οικισμό της Σούρπης υψώνεται στα 990 μέτρα η ομαλή πυραμίδα του “Χλωμού Όρους” (από τις ρομαντικότερες ονομασίες βουνού). Γύρω μας πλανάται η λεπτή ευωδιά αθέατης ρίγανης, που τούτη την εποχή έχει βέβαια ξεραθεί.
14:45′. Διασχίζουμε χορταριασμένο δρομάκι με κατεύθυνση Ν-ΝΑ (165ο). Ένα κόκκινο βελάκι σε πέτρα μας ξαναβάζει στο μονοπάτι, μέσα σε πυκνό δάσος κουμαριάς. Που θα ήταν βέβαια αδιαπέραστο, αν δεν είχε προηγηθεί ένας πολύ επιμελημένος καθαρισμός. Το μαλακό χώμα είναι για πολλές δεκάδες μέτρα βαθιά ανασκαμμένο από τ’ αγριογούρουνα, που ψάχνουν βολβούς σ’ αυτή την δύσβατη και ασφαλή περιοχή.
15:00′. Φτάνουμε σε μικρό ξέφωτο, επίπεδο και πολύ ειδυλλιακό. Το υψόμετρο έχει ανέβει στα 520 μέτρα. Μας περιβάλλουν πάμπολλα, πανέμορφα κυκλάμινα. Έξοχο πάντα το μονοπάτι συνεχίζει πάνω σε παλιό, άγριο καλντερίμι.
15:10′. Βρισκόμαστε ήδη σε υψόμετρο 580 μέτρων, στο υψηλότερο σημείο της διαδρομής. Αρχίζει κατάβαση ομαλή. Πολύ γρήγορα αντικρύζουμε απέναντί μας, λίγο χαμηλότερα, την Βρύναινα. Βαδίζουμε για λίγο σε χωματόδρομο και αμέσως με κόκκινο σημάδι εισχωρούμε λοξά αριστερά. Εδώ είναι εμφανή τα ίχνη καθαρισμού. Ανάμεσα από πουρνάρια και λαδανιές αποκαλύπτονται τμήματα θαυμάσιου φυτευτού καλντεριμιού.
Συναντάμε και τον συμπαθέστατο Γιώργο Κατσαντώνη από την Βρύναινα, 81 ετών. Χαιρετάει πρόσχαρα την πεζοπορική μας ομάδα.
– Πόσο παλιό είναι το μονοπάτι;
– Μεγάλα κομμάτια του τα δουλέψαμε μετά το ’50. Ήμουν νέος τότε, δούλεψα κι εγώ. Εσείς όμως, πού πάτε τώρα με τα πόδια; Στο χωριό;
– Όχι, στο Πάνω Μοναστήρι.
– Κι αυτό το κοριτσάκι;
– Μαζί μας κι αυτό.
– Καλό δρόμο, λίγο κουράγιο ακόμα.
15:30′. Φτάνουμε στα πρώτα σπίτια της Βρύναινας. Πολλά οπωροφόρα δέντρα συμμετέχουν στο καταπράσινο φυσικό περιβάλλον του χωριού: ροδιές, συκιές, μηλιές, μουριές, κερασιές. Κυρίαρχη θέση καταλαμβάνουν οι πολλές, μεγάλες καρυδιές. Δεν λείπουν τα έλατα και τα πλατάνια. Να και μια μοναχική λεύκα, ασύγκριτα ψηλότερη από όλα τα άλλα δέντρα.
Ένας ανηφορικός τσιμεντόδρομος διασχίζει το χωριό. Τα σπίτια είναι κατά κανόνα σύγχρονα, υπάρχουν, ωστόσο, και λίγα πετρόχτιστα παλιά. Σε υψόμετρο 530 μέτρων η κεντρική πλατεία είναι όμορφη, με πλακόστρωτο δάπεδο, μερικά μαγαζιά και την μεγάλη εκκλησία του Κωνσταντίνου και Ελένης. Εντυπωσιακό είναι το καμπαναριό, πανύψηλο και χτισμένο με άριστη τοιχοποιία από γκρίζα πελεκητή γρανιτόπετρα. Στην πλατεία υπάρχουν επίσης το μαρμάρινο Ηρώο Πεσόντων, το Δημοτικό Σχολείο και μια βρύση με δροσερό νερό. Με τον όγκο της δεσπόζει μια αιωνόβια βαλανιδιά, ενώ λίγο πιο πάνω μας εντυπωσιάζει ένα πελώριων διαστάσεων πουρνάρι. Κάποιος στο υπόστεγο της αυλής του ταχτοποιεί τα καυσόξυλα για τις κρύες χειμωνιάτικες μέρες, που δεν θ’ αργήσουν στο ορεινό χωριό. Στο ζεστό απομεσήμερο δυο γυναικούλες λιάζονται σε μιαν αυλή. Καθώς περνάμε μας χαιρετάν και μας παρακολουθούν με περιέργεια. Είμαστε προφανώς ασυνήθιστο θέαμα, δύο άντρες, δυο γυναίκες κι ένα κοριτσάκι, ν’ ανηφορίζουμε με σακίδια και μπαστούνια προς την έξοδο του χωριού.
Περνάμε δίπλα από το γήπεδο ποδοσφαίρου, στρωμένο όχι με χορτάρι αλλά με ψιλό χαλικάκι, γνωστό από άλλες εποχές. Μετά τα κοιμητήρια του χωριού παίρνουμε να κατηφορίζουμε τον ασφαλτόδρομο. Σε μια στροφούλα ένα κόκκινο βέλος μας κατευθύνει έξω από το δρόμο. Η παράκαμψη δεν διαρκεί για περισσότερα από μερικές δεκάδες μέτρα. Αμέσως μετά τη στροφή ξαναβγαίνουμε στην άσφαλτο. Κι ενώ αναρωτιόμαστε γιατί ο Ε.Ο.Σ. Αλμυρού μπήκε σ’ όλη αυτή τη διαδικασία της σήμανσης για μερικά μέτρα, παίρνουμε την απάντηση από το ίδιο το μονοπάτι. Που αποτελείται από ένα εξαιρετικό παλιό καλντερίμι. Οι άνθρωποι που ασχολήθηκαν με την διάνοιξη του μονοπατιού θεώρησαν καλό να αποδώσουν την δέουσα αξία στη λεπτομέρεια, να αναδείξουν το μικρό κομμάτι της θαυμάσιας λαϊκής αρχιτεκτονικής, των παλιών μαστόρων.
16:00′. Βαδίζοντας στην άσφαλτο πάντα, συναντάμε ένα μεγάλο μαντρί πλάι στο δρόμο. Στην κατηφορική στροφή, λίγο πιο κάτω, κόκκινα σημάδια μας κατευθύνουν μέσα στο δάσος, αριστερά του δρόμου. Μετά την ημίωρη παρένθεση της Βρύναινας βαδίζουμε και πάλι σε μονοπάτι. Ένα μονοπάτι αυθεντικό, πανέμορφο και στενό, στρωμένο με ξερόφυλλα δρυός, που καλύπτουν το μαλακό χώμα ή τις φυτευτές πέτρες του ωραίου καλντεριμιού. Αληθινή ευτυχία να περπατάμε σ’ αυτή την επίπεδη, ξεκούραστη στράτα, ανάμεσα σε πουρνάρια, κέδρα και νεαρές βαλανιδιές. Αμέτρητα ροζ κυκλάμινα ομορφαίνουν κάθε βήμα της -έτσι κι αλλιώς- ειδυλλιακής μας διαδρομής.
16:20′. Φτάνουμε μπροστά σε περιφραγμένο ξέφωτο με καρυδιές, κεδράκια και μια μεγάλη ξυνομηλιά. Εδώ χρειάζεται κάποια παρατηρητικότητα, η σήμανση πάνω στους κορμούς των βαλανιδιών είναι λίγο ασαφής. Κινούμαστε στο πάνω μέρος της περίφραξης και, στα μισά μικρής ανηφόρας, τα σημάδια μάς οδηγούν κατηφορικά δεξιά. Ο ορεινός ορίζοντας αποκαλύπτεται απέναντί μας βυθισμένος στην απογευματινή καταχνιά. Ανάμεσα σε θεαματικές φωτοσκιάσεις προβάλλουν τα άγρια φαράγγια του Τσιγκενορέματος και η κορυφή του Πήλιουρα, η τρίτη ψηλότερη της Όθρυος, με υψόμετρο 1.554 μέτρα. Για πρώτη φορά διακρίνουμε στην αντικρινή δασοσκέπαστη πλαγιά το Μοναστήρι της Παλιάς Άνω Ξενιάς.
Κατηφορίζοντας διαρκώς μέσα σε πυκνό δρυοδάσος φτάνουμε δίπλα στην ξερή κοίτη μικρής ρεματιάς, που χαμηλότερα συναντάει το Τσιγκενόρεμα. Στην βλάστηση προστίθενται ήδη και αριές. Τα σημάδια έχουν αραιώσει, σε λίγο όμως συναντάμε ωραίο χωμάτινο δρομάκι.
17:00′. Μια ώρα μετά την Βρύναινα ξαναβγαίνουμε στην άσφαλτο, πάνω από την κοίτη του Τσιγκενορέματος. Ένα κόκκινο σημάδι και βέλος πάνω στην άσφαλτο μας οδηγούν στο παλιό μονοπάτι, που τραβερσάρει με σχετική δυσκολία το απότομο πρανές της ρεματιάς, για να συναντήσει λίγο πιο κάτω το αθέατο τοξωτό γεφύρι. Είναι εντυπωσιακό, χτισμένο με περίσσια τέχνη στο καταλληλότερο σημείο, εκεί δηλαδή που στενεύει η κοίτη του ρέματος κι έχει όχθες από βράχο συμπαγή, απαραίτητο υπόβαθρο για την ισχυρότατη τοιχοποιία που αναπτύσσεται από πάνω.
Σίγουρο, αντιολισθητικό καλντερίμι καλύπτει το κατάστρωμα του γεφυριού, που έχει μήκος περίπου 12 και πλάτος κάτι λιγότερο από 2 μέτρα. Το ύψος από την θεαματική βραχώδη κοίτη πρέπει να πλησιάζει τα 10 μέτρα. Πλατάνια και γάβροι, βαλανιδιές και πουρνάρια καλύπτουν κάθε ξέφωτο γύρω από το γεφύρι και το καθιστούν αθέατο από το δρόμο, που δεν απέχει παραπάνω από 50 μέτρα.
17:20′. Ξεκινάμε το τελευταίο τμήμα της διαδρομής μας για τη Μονή. Βρίσκουμε εύκολα τα κόκκινα σημάδια πάνω από την άσφαλτο, 30 μέτρα μετά την έξοδο του μονοπατιού του γεφυριού.
Αρχίζουμε την ανάβασή μας από υψόμετρο 350 μέτρων. Το μονοπάτι εξελίσσεται με ήπιες κλίσεις και αλλεπάλληλους ελιγμούς, μέσα σ’ ένα στενό, ειδυλλιακότατο αυλακάκι. Με βάθος όχι μεγαλύτερο από 40-50 εκατοστά και σχεδόν ομοιόμορφο παντού, το μονοπάτι-αυλάκι μοιάζει σμιλεμένο από χέρι ανθρώπου μέσα στο δρυοδάσος. Ένα δρυοδάσος πυκνό και ανέγγιχτο, με τα κυκλάμινα, τα ξερόκλαδα και τα ξερόφυλλα, που καλύπτουν κάθε σημείο του εδάφους.
– Σ’ αυτό το σημείο της διαδρομής μας, μου λέει ο Κυριάκος, έτρεξε η μνήμη μου στα μονοπάτια του Αγίου Όρους. Σ’ όλες εκείνες τις θρυλικές πανάρχαιες στράτες, που εξακολουθούν να παραμένουν ανέγγιχτες στους αιώνες, όπως την εποχή που πρωτοανοίχθηκαν, για να συνδέσουν μεταξύ τους τα μοναστήρια.
17:35′. Η πεζοπορική μας ευτυχία στην απαράμιλλη αυτή διαδρομή διαρκεί ακριβώς 15 λεπτά. Τόσα χρειάζονται για να καλύψουμε την υψομετρική διαφορά των 120 μέτρων, από τα 350 του γεφυριού ως τα 470 της Μονής. Η μεγάλη πύλη του ισχυρότατου περιβόλου μας οδηγεί στον εκτεταμένο αύλειο χώρο του μοναστηριού. Μας υποδέχονται έξω από τον βόρειο τοίχο του καθολικού μερικά θεόρατα κυπαρίσσια, φυτεμένα στη σειρά από τους μοναχούς αλλοτινών εποχών, ποιος ξέρει πόσους αιώνες πριν. Την ειδυλλιακή εικόνα συμπληρώνουν καλοφροντισμένα δέντρα και λουλούδια, καθώς κι ένα ωραίο πηγάδι στην πλακόστρωτη αυλή, που εξακολουθεί να λειτουργεί.
Έχουμε την τύχη να προλάβουμε την ακολουθία του εσπερινού και να ζήσουμε στιγμές κατάνυξης με τους μοναχούς. Κατάγραφοι είναι οι τοίχοι με αγιογραφίες και εντυπωσιακό το ξυλόγλυπτο τέμπλο του καθολικού.
Μεγάλο ενδιαφέρον παρουσιάζουν τα ιστορικά στοιχεία που καταγράφει ο Δημήτριος Τσιλιβίδης για την Άνω Μονή Ξενιάς, που πριν το 1500 ονομάζονταν Μονή Κισσιώτισσας. Το μοναστήρι πιθανολογείται ότι χτίστηκε τον 11ο αιώνα, αν και υπάρχει άποψη και για τον 5ο αιώνα. Στα χρόνια των Φράγκων λεηλατήθηκε και πυρπολήθηκε, όταν οι μοναχοί αρνήθηκαν να υπακούσουν στον αλήστου μνήμης Καρδινάλιο Πελάγιο, εκπρόσωπο του Πάπα. Ταυτόχρονα έχασε και τα κτήματά της που πέρασαν στους Λατίνους.
Το 1512 όμως φαίνεται ότι είχε ανασυγκροτηθεί, αφού μια επιγραφή, χαραγμένη στην ασημένια θήκη που περιέχει δυο μικρά κομμάτια της Αγίας Ζώνης της Θεοτόκου, προσφορά της Μονής Βατοπεδίου του Αγίου Όρους, μαρτυράει όχι μόνο την αξιοπιστία του Μοναστηριού, αλλά και την επικράτηση του νέου ονόματος, Μονή Ξενιάς, αντί του παλιού Μονή Κισσιώτισσας.
Η Μονή φαίνεται ότι ακμάζει γύρω στα 1663 αφού μπορεί, όπως μαρτυράει σχετική επιγραφή, να αγιογραφεί και διακοσμεί το καθολικό της και να κάνει ακόμη σοβαρές οικοδομικές εργασίες στο Μετόχι της, Άγιο Νικόλαο, στην Κάτω Ξενιά.
Στους κατοπινούς όμως χρόνους οι Τούρκοι απ’ τη μια μεριά και οι ληστές από την άλλη, ανάγκασαν τους μοναχούς να ανεβοκατεβαίνουν, ανάλογα με τις περιστάσεις, από την Άνω Ξενιά στο Μετόχι και τελικά να εγκατασταθούν μόνιμα στην Κάτω Μονή, που έγινε η κύρια μονή με το όνομα “Ιερά Μονή Κάτω Ξενιάς”. Εκεί μεταφέρθηκε και η θαυματουργή εικόνα της Παναγίας, που κατά μια τοπική παράδοση είχε βρεθεί μέσα σε μια σπηλιά, μισή ώρα δρόμο νότια της μονής, και που από τότε ονομάστηκε “Σπηλιά της Παναγίας”. Δύσκολα μπορεί να ανεβεί κανείς στο μέρος αυτό.
Κατά τη διάρκεια της περιόδου 1940-44 η Άνω Ξενιά ήταν μετόχι της Κάτω. Έμενε εκεί ο Προηγούμενος Ευσέβιος Μαντζώρος, Ιερομόναχος, με δυο-τρεις υπηρέτες της μονής. Αργότερα (1962) δημιουργήθηκαν δυο ανεξάρτητες μονές: η γυναικεία Μονή Κάτω Ξενιάς που κράτησε τη θαυματουργή εικόνα, τα κειμήλια, τα χειρόγραφα και τη βιβλιοθήκη και η ανδρική Μονή Άνω Ξενιάς, που έχει την εικόνα της Κοιμήσεως της Θεοτόκου ή “Μικρή Παναγία”, όπως την λένε οι κάτοικοι της περιοχής.
Σήμερα η Άνω Ξενιά έχει συμπληρωθεί με νέα αξιόλογα κτίσματα και διατηρεί το παλιό καθολικό του 11ου αιώνα, με το θαυμάσιο τέμπλο και τις πολύ καλές αγιογραφίες.
Τον κατανυκτικό Εσπερινό διαδέχεται το μοναστηριακό κέρασμα και οι στιγμές γαλήνης με τον γηραιό πατέρα Τίτο. Ζώντας ο γέροντας από το 1965 στο μοναστήρι, θυμάται τα πρώτα εκείνα χρόνια της απόλυτης μοναξιάς του, με τα λιτότατα μέσα που είχε στη διάθεσή του και με τις ατελείωτες πεζοπορίες ανάμεσα στο Πάνω και στο Κάτω Μοναστήρι.
Με το τελευταίο φως της μέρας, αποχαιρετούμε τους φιλόξενους μοναχούς. Καθώς πλησιάζουμε τον κάμπο του Αλμυρού ξαναβρίσκουμε κίνηση, αυτοκίνητα και ανθρώπους. Ο νους μας, ωστόσο, κι ένα κομμάτι της ψυχής μας είναι προσανατολισμένα στις δασωμένες πλαγιές της Όθρυος, εκεί που για 1000 σχεδόν χρόνια εξακολουθεί να εκπέμπει πνευματικότητα και γαλήνη το Μοναστήρι της Ξενιάς.
ΤΟ ΜΟΝΑΣΤΗΡΙ ΤΗΣ ΞΕΝΙΑΣ ΣΤΟΥΣ ΕΘΝΙΚΟΥΣ ΑΓΩΝΕΣ
Σύμφωνα με τον Δημήτριο Τσιλιβίδη, το Μοναστήρι της Ξενιάς έχει αξιόλογη συμβολή στους αγώνες του έθνους. Έτσι, από τις παραμονές ακόμη της Ελληνικής Επανάστασης (1819), όταν η περιοχή συγκλονίστηκε από τον απόηχο της διαμάχης ανάμεσα στον Αλή Πασά της Ηπείρου και στο Σουλτάνο, άρχισαν λεηλασίες, με αποτέλεσμα οι μοναχοί να κρύψουν τα πολύτιμα χρυσά και αργυρά σκεύη και την Εικόνα της Παναγίας σε μια σπηλιά. Οι ίδιοι πέρασαν απέναντι στο Τρίκερι φέρνοντας μαζί τους την κινητή περιουσία του μοναστηριού από 3.000 αγιοπρόβατα και 150 βόδια. Όλα αυτά, εκτός από 50 πρόβατα και ένα βόδι, ενίσχυσαν το σιτηρέσιο των στρατιωτών του οπλαρχηγού Καρατάσου.
Από το 1841 κι ύστερα το μοναστήρι ήταν το κέντρο των παλικαριών της περιοχής Γούρας. Στο Θεσσαλικό ξεσηκωμό του 1879 έγιναν μεγάλες μάχες ανάμεσα στους Έλληνες και σε τουρκικό τάγμα που ήταν αμπαρωμένο στο μοναστήρι της Ξενιάς. Στις 16 Ιανουαρίου του 1878 ο ιερομόναχος Αγαθάγγελος Τσιακμακόπουλος ευλόγησε στη Βρύναινα τη σημαία της Επαναστάσεως και τέλεσε δοξολογία για να γιορτάσει την έναρξή της.
Αυτή την παράδοση θα συνεχίσει και στην περίοδο της αντίστασης κατά του Γερμανοϊταλικού Ναζισμού και Φασισμού. Η Εθνική Αντίσταση που πήρε την ένοπλη μορφή της από το 1942 κι ύστερα, στέρριωσε και αναπτύχθηκε χάρις στην ανιδιοτελή συμμετοχή και συμπαράσταση των αγνών Ελλήνων πατριωτών. Η συντριπτική πλειοψηφία των αγωνιστών της δεν είχε καμιά σχέση με την πολιτική και τα κόμματα.
ΟΙ ΒΟΗΘΕΙΕΣ ΤΗΣ ΞΕΝΙΑΣ ΣΤΑ ΣΥΜΜΑΧΙΚΑ ΣΤΡΑΤΕΥΜΑΤΑ
Το Μοναστήρι της Παναγίας Ξενιάς, από τις πρώτες ημέρες της κατάρρευσης του μετώπου, Απρίλιος του 1941, πρόσφερε πολύτιμες υπηρεσίες στους συμμάχους στρατιώτες. Με την αστραπιαία προέλαση ταχυκίνητων μονάδων των Γερμανών, μετά την διάσπαση της γραμμής Ολύμπου προς την νότια Ελλάδα, αρκετά μεγάλος αριθμός Αυστραλών, Νεοζηλανδών, Άγγλων και Κυπρίων στρατιωτών του εκστρατευτικού σώματος στην Ελλάδα, εγκλωβίστηκε στην ηπειρωτική χώρα. Οι άνδρες αυτοί πεζοπορούσαν μέρες και μέρες σε περιοχές δύσβατες, όπου δεν μπορούσαν να κινηθούν τα μηχανοκίνητα των Γερμανών, ή να γίνουν αντιληπτοί από την κυριαρχούσα αεροπορία του εχθρού, με σκοπό να φτάσουν στις ακτές και τα νησιά και από εκεί, με κάθε μέσο, να κατευθυνθούν για Κρήτη ή παράλια της Τουρκίας. Το Μοναστήρι της Ξενιάς, και ιδιαίτερα η Άνω Μονή που βρισκόταν ακόμη πιο μακριά από τις γραμμές πορείας των Γερμανών, έγινε τόπος συγκέντρωσης, προστασίας και ανάπαυσης των δύστυχων εκείνων ανδρών, που έφταναν κατάκοποι ύστερα από πολυήμερες πορείες στα βουνά.
Στέγη, τροφή, προστασία, πληροφορίες και εφοδιασμός για τη συνέχιση της πορείας τους μέχρι τις ακτές, προσφέρθηκαν από το Μοναστήρι, παρόλη την αυστηρή ανακοίνωση των αρχών κατοχής, ότι θα τουφεκίζονταν όποιος περιθάλπει και κρύβει συμμάχους στρατιώτες. Μετά το μοναστήρι, ξεκούραστοι και ενημερωμένοι οι στρατιώτες αυτοί, αποστέλλονταν στο Μετόχι της Ξενιάς στον Παγασητικό κόλπο, ή νοτιώτερα προς τη Γλύφα και από εκεί μέχρι τις Σποράδες ή τη Βόρεια Εύβοια απ’ όπου έφευγαν για τα τούρκικα παράλια. Την όλη επιχείρηση διάσωσης και φυγάδευσης είχε οργανώσει η Μονή εν γνώσει του Μητροπολίτου Ιωακείμ. Ο ηγούμενος Καλλίνικος Χατζηιωάννου με όλο το δυναμικό της Μονής, σε συνεργασία με τον ευρισκόμενο στην Άνω Μονή Προηγούμενο Ευσέβιο Μαντζώρο, καταγόμενο από τον Αλμυρό, δημιούργησαν ένα υποδειγματικό δίκτυο διαφυγής συνεργαζόμενοι με τους κοινοτάρχες, ιερείς και δασκάλους των κοντινών χωριών.
Η επιχείρηση αυτή, που προεκτάθηκε με την απόκρυψη όπλων, κράτησε πολλούς μήνες μετά την κατάρρευση, αφού συνεχίστηκε και στην περίοδο της Ιταλοκρατίας, που διαδέχτηκε στην περιοχή μας τους Γερμανούς. Ήταν μια από τις δυναμικότερες σελίδες αντίστασης που γράφτηκε από οργανωμένο φορέα, πολύ πριν υπάρξει καν σκέψη για οποιαδήποτε αντίσταση, από οποιοδήποτε άλλο χώρο. Οι καλόγεροι και η εκκλησία της Δημητριάδος, μπορούμε να πούμε αδίστακτα, πως συγκροτήσανε την πρώτη αντιστασιακή οργάνωση στη Μαγνησία, όταν μαζικά περιφρόνησαν την απειλητική διαταγή του κατακτητή και οργάνωσαν την περίθαλψη και διαφυγή. Έτσι, μέσα σ’ ένα κλίμα αποσύνθεσης και διάλυσης των πάντων, το Μοναστήρι της Ξενιάς αναδείχθηκε ως το πρώτο μετερίζι της αντίστασης.
Συγχαίρουμε επίσης τον Ε.Ο.Σ. Αλμυρού για την ανιδιοτελή προσπάθειά του να διανοίξει μια στράτα τόσο ωραία και τόσο ιστορική.
Υποσημειώσεις
(1) “Μεταπτυχιακή σπουδή στη θεολογική σχολή του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης”, Βόλος 1990.
(2) Η αποπεράτωση της Νέας Κάτω Μονής και η εγκατάσταση σ’ αυτήν των μοναχών έχει ήδη ολοκληρωθεί από το έτος 19…
ΧΡΗΣΙΜΕΣ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ
Άνω Μονή Ξενιάς, τηλ. 24220 22413
Κάτω Μονή Ξενιάς, τηλ. 24220 94265
Hotel Όθρυς, τηλ. 24220 94345, 6980 844382
Ε.Ο.Σ. Αλµυρού, τηλ. 24220 26280,
www.eosalmyrou.gr