Στα χρόνια του Εμφυλίου Πολέμου το Βίτσι υπήρξε, όπως ο αντικρινός Γράμμος, θέατρο σφοδρών συγκρούσεων και μαχών. Σε κάποια στρατηγικά σημεία διατηρούνται ακόμη κατάλοιπα οχυρώσεων που θυμίζουν την ταραγμένη εκείνη εποχή. Το φυσικό κάλλος, όμως, η μεγαλοπρέπεια των κορυφών και η φθινοπωρινή πολυχρωμία του βουνού υποσκελίζουν τις δυσάρεστες στιγμές της νεώτερης ιστορίας, μας προσκαλούν σε μονοπάτια ανάμεσα σε δάση δρυός και οξυάς.
Τα βήματά μας άλλοτε ταλαιπωρούνται πάνω σε πέτρες ολισθηρές και κακοτράχαλες και άλλοτε βυθίζονται μαλακά στο παχύ στρώμα των ξερόφυλλων της οξυάς. Στο τέλος, ως επιβράβευση αυτής της πολύωρης βουνίσιας διαδρομής, μας περιμένει ένα ορεινό χωριό κι ένα ταβερνάκι, με αναμμένο τζάκι, κρασάκι και νόστιμα μεζεδάκια.
Είχαμε το προνόμιο και την τύχη να προσκληθούμε στις 24 του Νοέμβρη από τον ΣΕΟ Κοζάνης (Σύλλογος Ορειβατών Κοζάνης) για να συμμετάσχουμε σε μια κοινή ανάβαση στο Βίτσι από κοινού με τον Σύλλογο Ορειβατών Καστοριάς.
Η πρόσκληση αφορούσε την τριμελή ορειβατική ομάδα του ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΠΑΝΟΡΑΜΑΤΟΣ που θα ακολουθούσε τα βήματα και τις διαδρομές που είχε χαράξει ο Σύλλογος των Καστοριανών ορειβατών, στα όρια του οποίου εντάσσεται και ολόκληρη η δυτική οροσειρά του μαρτυρικού βουνού. Λέω δυτική, γιατί η ανατολική επικράτεια του Βίτσι, μαζί με τον Βαρνούντα ανήκει στην περιφέρεια του ΣΕΟ Φλώρινας.
Η διάσχιση δεν ενείχε τον χαρακτήρα της ιστορικής πορείας των ανταρτών του ΔΣΕ, αλλά ήταν προσομοιωμένη με εκείνη την πορεία, κατ’ αντίστροφη φορά βέβαια, δηλαδή ξεκινούσε από τη δυτική βάση του Καστοριανού πυλώνα στο Βίτσι και προωθούνταν στην κορυφή Συκοβίστα, δίπλα από τη μεγάλη στρατοκρατούμενη (αλλά και κεραιοκρατούμενη) κορυφή, με παράλληλη εκτίναξη στον αυχένα του Βίτσι και κάθοδο από τη χαράδρα του Μάνκοβιτς.
Το Βίτσι είναι γνωστό σχεδόν μόνο από τα γεγονότα του Εμφύλιου, ενώ ο Γράμμος, το δεύτερο σκέλος του εμφυλιακού δίπολου, έχει χάσει σημαντικό μέρος από τον πρωτογενή ιστορικό του χαρακτήρα επ’ ωφελεία του χρηστικού ορειβατικού και γεωφυσικού του ανάγλυφου. Όταν λέγαμε στα μετεμφυλιακά χρόνια Βίτσι εννοούσαμε τις φοβερές μάχες και συγκρούσεις που έλαβαν χώρα στις πλαγιές, στις κορυφές και στις χαράδρες του. Οι λέξεις και οι έννοιες εκείνη την εποχή έπαιζαν το δικό τους ρόλο, εξ αιτίας των οποίων είχε τιναχτεί στα ύψη το μίσος και τα πάθη, με παράλληλη απώλεια των άλλων εννοιακών και ουσιαστικών λειτουργιών του περιβάλλοντος βουνού.
Περισσότερα από αυτή την λεξιλαγνική αμαρτία του Εμφύλιου δεν μπορεί να μας ενδιαφέρουν εδώ και φυσικά δεν ανήκουν στη σφαίρα του περιηγητισμού και των ταξιδιωτικών εντυπώσεων.
Ωστόσο μια μικρή αναφορά στο φυσικό αμυντικό τείχος του Βίτσι θα γίνει, ώστε να καταστεί κατανοητό το περίγραμμα του βουνού, η στρατηγική του θέση και η εκλογιμότητα της θέσης αυτής για την αντικατάσταση του τόπου των πολεμικών επιχειρήσεων, στη διάρκεια του καλοκαιριού και του φθινοπώρου του 1948.
Το Βίτσι βρίσκεται δυτικά της Φλώρινας και ανατολικά της Καστοριάς. Είναι μια ιδιαίτερα ευαίσθητη περιοχή και γεωγραφικά αποτελεί ένα τρίγωνο, οι δύο πλευρές του οποίου στηρίζονται στη μεθοριακή ζώνη. Είναι ορεινή περιοχή, δασοσκεπής κατά το μεγαλύτερο τμήμα της και πρέπει να ειπωθεί πως ήταν κατοικημένη από σλαβόφωνους πληθυσμούς, ανάμεσα στους οποίους είχαν εγκατασταθεί χωριά προσφύγων που προέρχονταν από τα μέρη του Πόντου (*).
Αποτελείται από τέσσερις μεγάλες κορυφώσεις που είναι σχετικά κοντά η μία με την άλλη, ενώ οι πλαγιές της και οι χαράδρες που σχηματίζουν αυτές οι κορυφώσεις θεωρούνται ιδανικά σημεία απόκρυψης, διέλευσης και αντιπερισπασμών, προκειμένου για διενέργεια πολεμικών επιχειρήσεων. Ολόκληρη η βουνοσειρά έχει σχήμα στρογγυλού πυλώνα, μέσα στον οποίο δημιουργούνται πολλοί σφηνοειδείς θύλακες και διάδρομοι διελεύσεων, οι οποίοι εξ αιτίας των βαθιών διεισδύσεων σε δαιδαλώδη διάκενα, διαμελίζουν το βουνό προσφέροντας ποικιλία περιηγήσεων.
Oι πέντε κύριες κορυφές του είναι η κεντρική, με το βασικό υψόμετρο της βουνοσειράς (2.128 μέτρα), δίπλα σχεδόν και δυτικά της η Σικαβίστα (1.862 μέτρα), βόρεια η κορυφή Βέλιου (1.877 μέτρα), νοτιοανατολικά η κορυφή Περικοπή (1.867 μέτρα) και δυτικά η κορυφή Γεροδήμου (1.664 μέτρα). Νότια της κύριας κορυφής, η οποία είπαμε κεραιοδεσπόζει και στρατοκρατείται, αχνά ξεχωρίζουν τα χωριά που υπήρχαν και, κατά περίπτωση, διατηρούνται ή όχι ακόμη, κι είναι η Περικοπή νοτιοανατολικά, η Βυσσινιά δυτικά, η Τριανταφυλλιά βόρεια και το εγκαταλελειμμένο Ποιμενικό βορειοδυτικά. Στις πλαγιές του Βίτσι κουρνιάζουν και τα ωραία χωριά της ανατολικής λεκάνης του Βίτσι, το Νυμφαίο, η Δροσοπηγή και η Υδρούσα. Από το Ποιμενικό (Μπαπσόρι) το μόνο που απέμεινε, είναι η θαυμαστή εκκλησιά και το Σχολειό που δεν βομβαρδίστηκαν, ενώ τα υπόλοιπα κτίσματα έγιναν κουρνιαχτός και μπούλμπερη από τους τόνους των οβίδων και των βομβών.
Σε αυτό το Σχολειό κρύφτηκε ο Μάρκος Βαφειάδης, κατά την υποχώρησή του, την τελευταία μέρα του πολέμου, πριν αναγκαστεί να εξαφανιστεί, για να γλιτώσει από τη καταδίωξη του Ζαχαριάδη, καταφεύγοντας στην Αλβανία.
Σε σχέση με τα άλλα γύρω του βουνά το Βίτσι συνορεύει με το Τρικλάρι στα δυτικά του – όπου και η γυμνή κορυφοσειρά Μάλι Μάδι -, τον Βαρνούντα (Μπέλα Βόδα) βόρεια και τον Γράμμο στα νοτιοδυτικά του, αλλά σε μεγάλη απόσταση από αυτό.
Η απορία στους στρατιωτικούς κύκλους για την τοπογραφική σχέση του Γράμμου και του Βίτσι ανάγεται σε αυτή τη μεγάλη απόσταση που χωρίζει τα δύο βουνά (στον περισσότερο κόσμο κυκλοφορεί η εντύπωση ότι είναι δίπλα – δίπλα) και του πώς οι εκπονητές του περίφημου ελιγμού συνέλαβαν και επέτυχαν το σχέδιο αυτής της “μεταφοράς” και διαπεραίωσης, μες από τραχιά, πολύκορφα, ακατοίκητα και δασοσκεπή, αλλά και ελεγχόμενα βουνά από το Γράμμο ως το Βίτσι.
Τα χωριά του ευρύτερου κορμού του Γράμμου, στο βορειοανατολικό παραμεθόριο τόξο του, Μονόπυλο, Κομνηνάδες, Διποταμιά, Αλεβίτσα, Σλημνίτσα, (εγκαταλελειμμένα σήμερα) και Κρυσταλλοπηγή, και Μοσχοχώρι υπέστησαν σαρωτική καταστροφή. Σήμερα μένουν ερείπια και μόνο μερικές εκκλησιές, ηπειρωτικού τύπου, εξακολουθούν να στέκουν όρθιες ή περίπου όρθιες, για να θυμίζουν τη ζωντάνια και τον μεγάλο πληθυσμό που κάποτε ανάπνεε, γαλουχούνταν και δρούσε εδώ.
Ιστορικά και στρατηγικά παραμένει ανεξιχνίαστη αυτή η θρυλική πορεία των ανταρτών (έξη έως οκτώ χιλιάδων μαχητών) που πέρασαν σε “μια νύχτα” από τις κορυφές του Γράμμου στο Βίτσι. Ο ιστορικός του μέλλοντος πρέπει να σκύψει με προσοχή, στις πηγές για να καταγράψει αυτή την πορεία, η οποία, λέγεται, λόγω της ιδιόμορφης και πρωτότυπης τακτικής της, πως διδάσκεται στις στρατιωτικές σχολές Ευελπίδων της Γερμανίας και των Ηνωμένων Πολιτειών.
Η επίσημη θέση της τότε Κυβέρνησης, αλλά και των Στρατηγών (παρά το γεγονός ότι μεταξύ τους διαφωνούν σε πολλά από τα εγχειρήματα και τις διαδρομές αυτής της πορείας) είναι ότι οι αντάρτες πέρασαν μες από τα εδάφη της Αλβανίας, αφού οι υπόλοιπες ζώνες (στο ελληνικό έδαφος) ήταν πιασμένες από τις διάφορες ταξιαρχίες του κυβερνητικού στρατού (*).
Τι απέμενε σε αυτούς τους στρατηγούς, έπειτα από την επιτυχή διεκπεραίωση του ελιγμού; Η πρακτική της “λαβίδας”, ένα πολυπαιγμένο στρατιωτικό εγχείρημα που η βάση του στηριζόταν στην περικύκλωση του Βίτσι από βορρά (Μπέλα Βόδα) και από νότο (Μάλι Μάδι).
Η επίσημη θέση των αρχηγών του Δημοκρατικού στρατού και της Αριστεράς γενικότερα, είναι ότι τα τμήματα των ανταρτών κινήθηκαν στη μόνη ελεύθερη ζώνη των δύο χιλιομέτρων που ήταν εκτεθειμένη, ως ανεξέλεγκτη, από τις δυνάμεις του κυβερνητικού στρατού και διαπεραιώθηκαν στις βόρειες πλαγιές του Βίτσι “εν μια νυκτί” (**). Αυτό βέβαια φαντάζει αδύνατο στους σημερινούς οδοιπόρους, αλλά δεν αντέχει και στη λογική των αποστάσεων.
Η αλήθεια είναι δύσκολο, παρ’ όλα αυτά, να ανιχνευθεί, Πρέπει ωστόσο να δεχτούμε ότι βρίσκεται κάπου στη μέση. Δηλαδή: Τραυματίες, γυναικόπαιδα και στρατιωτικό υλικό πέρασαν από την αλβανική επικράτεια, ενώ οι μάχιμοι οπλίτες έκαναν χρήση του “διαδρόμου”, δίπλα σχεδόν από τα τάγματα επιφυλακής και εφόδου, με κίνδυνο να κατατεμαχιστούν (***).
Οι στρατηγοί, στο βάθος της συνείδησής τους, κρατούν μια πίκρα και μια εχθροπάθεια αναμεταξύ τους, για το πώς διέφυγαν τόσοι αντάρτες κάτω από τη μύτη τους. Η ήττα τους που έμοιαζε με νίκη του ΔΣΕ ήταν ανέλπιστη και δεν μπορούσαν να την αποδεχτούν.
Άλλωστε γι αυτό και αντικαταστάθηκε ολόκληρη η ηγεσία του Β’ Σώματος και ανατέθηκε το υπόλοιπο των επιχειρήσεων στο Α’ Σώμα Στρατού. Αλλά δεν υπήρξε άμοιρη συνεπειών και η επινόηση και εκτέλεση του περίφημου ελιγμού, από το Γράμμο στο Βίτσι. Η πολιτική ηγεσία του ΔΣΕ (βλέπε ΚΚΕ) αντικατάστησε τον επιτυχημένο αρχιστράτηγο των δυνάμεων του ΔΣΕ Μάρκο Βαφειάδη με το πιστό κομματικό στέλεχος Γιάννη Γούσια, αμφίβολης ικανότητας και προσόντων πολιτικό στέλεχος.
Αλλά είπαμε: Το στρατηγικό φαινόμενο του αντάρτικου ελιγμού αποτελεί ουσιώδες και σημαντικό κεφάλαιο άλλης παραμέτρου.
Πεζοπορικά, σήμερα, το βουνό είναι άγνωστο και λόγω του ότι οι στρατιωτικές Υπηρεσίες απαγόρεψαν – και αδόκιμα απαγορεύουν ακόμη – την εκτύπωση χαρτών της περιοχής, έτσι ώστε οι όμιλοι και οι σύλλογοι των Ορειβατών να συναντούν στο βουνό δυσκολίες, ενώ τους χαρακτηρίζει και μια ανεξήγητη αδιαφορία χάραξης μονοπατιών και σημείων διέλευσης, στάσης και θέας. Ετσι λοιπόν οι οργανωμένες ομάδες των πεζοπόρων και των φυσιολατρών έχουν μείνει πολύ πίσω σχετικά με τις αναβάσεις στο Βίτσι και τις διασχίσεις, τόσο στον άξονα όσο και στην περιφέρειά του.
Ο Ορειβατικός σύλλογος Κοζάνης, μια ευέλικτη και συμπαγής κοινωνία ορειβατών, στην περιφέρεια της Δυτικής Μακεδονίας, έχει το δικό της μπαϊράκι υψωμένο και την δική της νοοτροπία και φιλοσοφία ανεπτυγμένη, στον τομέα του βουνού και της φύσης που, ασφαλώς, πολύ διαφέρει από τις κοινές συντεταγμένες των ορειβατικών συλλόγων της υπόλοιπης χώρας.
Πρώτα απ’ όλα διαθέτει ιδιόκτητα γραφεία στο κέντρο της πόλης, ιδιόκτητο λεωφορείο, δικό του οδηγό – μέλος του συλλόγου και πραγματοποιεί πεζοπορικές και ορειβατικές διασχίσεις κάθε Σαββατοκύριακο, όλο το χρόνο.
Ήταν επόμενο από ένα τέτοιο δραστήριο, κοινωνικό και πολυσυλλεκτικό σύλλογο να γίνουμε αποδέκτες αυτής της “ιστορικής” πρόσκλησης και να συμμετάσχουμε στην πολύ οργανωμένη και ιδιαίτερη διάσχιση του Βίτσι.
Το πρωί της Κυριακής 25 του Νοέμβρη το λεωφορείο του συλλόγου έφυγε στις επτάμιση για την Καστοριά, όπου θα συναντιόντουσαν τα μέλη των δυό συλλόγων για κοινή αναχώρηση προς το Βίτσι.
Στις εννιά φτάσαμε στο χωριό Βυσσινιά (14 χιλιόμετρα πάνω από την Καστοριά), από όπου ήταν προγραμματισμένη η εναρκτήρια πορεία των ορειβατών. Η Βυσσινιά βρίσκεται, όπως είπαμε, ανατολικά της Καστοριανής λίμνης και δυτικά της κύριας κορυφής του Βίτσι.
Ο στόχος και η διαδρομή: Από τη Βυσσινιά (υψόμετρο 850 μέτρα) διάσχιση των νότιων παρυφών του Βίτσι, μες από πανέμορφες και δασωμένες πλαγιές, πέρασμα στην κορυφογραμμή “Υπολοχαγού Σπυριδάκη” (1.492 μέτρα) κι από κει διέλευση του αυχένα της κορυφής και κατάκορφη διάσχιση του βουνού Σικαβίστα, απλή αναρρίχηση από δάσος οξιάς και παχνισμένες βραχοτομές, ως την κορυφή της (1.862 μέτρα), δίπλα από τη βασική αρτηρία του Βίτσι (2128 μέτρα).
Από την κορυφή της Σικαβίστας θα έπρεπε να κινηθούμε βόρεια, βορειοανατολικά, λίγο επικίνδυνα, μες από σάρες, διάστρωτη πάχνη και γυμνές ορθοπλαγιές και να βυθιστούμε στη χαράδρα Μάνκοβιτς (ή Μίκοβικ, κατά τη στρατιωτική – γεωγραφική – εκδοχή). Τη χαράδρα αυτή θα έπρεπε να τη διασχίσουμε σαν αντάρτες, δίχως μονοπάτι και εμφανή περάσματα, μες από τους αδιάβατους, κρυφούς διαδρόμους που μόνο απελπισμένοι μπορούν να καταφέρουν. Ωστόσο η εμπειρία αυτή ήταν και η πιο συναρπαστική, καθώς οι αρχηγοί της καστοριανής ομάδας γνώριζαν τα κατατόπια, ασημάδευτα μεν, αλλά κατορθωτά, που μας οδήγησαν στην έξοδο μες από ένα εξαντλητικό διάσχισμα, πανέμορφο, χρυσοφόρο και συντριπτικά εντυπωσιακό.
Οι διαδοχικές φάσεις αυτής της πεζοπορίας εναλλάχθηκαν από πυκνά φάσματα καταχνιάς, υγρασίας, λεπτά διαμπερή στρώματα ομίχλης, εντυπωσιακής νέφωσης, αλλά και μιας ολόλαμπρης και εκτυφλωτικής ηλιακής ακτινοβολίας.
Ιδιαίτερα στην κορυφή της Σικαβίστας, όταν βγήκαμε πάνω από τα σύννεφα, ξεχύθηκε μπροστά μας ένα παχύ κατάλευκο στρώμα από μπαμπακένια άλογα που σαν χιλιάδες Πήγασοι τριπόδιζαν στα ύψη του ουράνιου θόλου. Πίσω από αυτά τα κατάλευκα στρώματα ξεκόρφιζε η πλατιά οροσειρά του Γράμμου που κυμάτιζε σαν ένα φαρδύ μελανό κι απλωμένο ρούχο, επάνω από τα ξεπλυμένα σύννεφα.
Αλλά και στη διάσχιση της μεγάλης χαράδρας του Μάνκοβιτς το διαπεραστικό, ζεστό, ηλιακό φως μας συντρόφευε και μας γαλήνευε, σε όλη την δύσκολη πορεία μέσα από τα κοντυλένια δάση της οξιάς, τους μικρούς αρχικούς χείμαρρους, τις πυκνές κιονοστοιχίες του δάσους, τα ξυλοφράγματα, τις υγρές λυγαριές και τους βράχους που ορθώνονταν, κατά περίπτωση, ως αντίπαλοι μπροστά μας και μας έφραζαν το δρόμο. Ποιο δρόμο; Αυτόν, βέβαια, που έπαιρναν και δάγκωναν, κάποτε, άνθρωποι, ταγμένοι σε μια μοίρα ολέτειρα κι αποστομωτική…
Η πορεία κατέληγε σε ένα από τα έξοχα αστραφτερά λιβάδια των παρυφών του Βίτσι, σε μια παραδεισένια στροφή και χλοϊκή ευμάρεια, όπου χωρούσαν, σφηνωτά, όλα τα θαύματα, οι σοφίες και τα εκμαγεία της ολόχαρης φυσικής ευδαιμονίας και του φθινοπωρινού πλούτου.
Διασχίσαμε ξέπνοοι και βαθιά συλλογισμένοι, έξω από το δάσος πια, τον τελευταίο θύλακα της ομορφιάς και της υγείας, της ευρωστίας της ζωής, αλλά και του μεγάλου κι ασήκωτου βάρους του μέλλοντός μας. Ενός μέλλοντος που κανείς δεν ξέρει, την ώρα τούτη, την κρίσιμη, τι χρώμα (ή απόχρωση) και μορφή θα πάρει στη ζωή μας, για να συνεχίσουμε να βαδίζουμε πάνω στα χνάρια που μας έμαθε η φύση…
Πώς λοιπόν αυτόν τον τόπο τον μακέλεψαν έτσι κάποτε και τον ερήμωσαν με το σπαθί, τη φωτιά και το ατσάλι; Πώς σήμερα αυτός ο ίδιος τόπος λοιδορεί από τους πύργους της ομορφιάς του την ανθρώπινη βλακεία και την περιττή θυμοσοφία των κατακτητών; Kατακτητές όμως δεν είμαστε κι εμείς, οι πεζοπόροι; Η μήπως θέλουμε να λεγόμαστε τέτοιοι, ενώ γύρω μας η φύση, η ζωή, το γέλιο των περβολιών και οι άτακτοι λοβοί της ανθοχαράς και των ορθών βοτάνων μάς μπολιάζουν την ιδέα μιας έξυπνης και λογικής θεωρίας του “κόσμου”; Του οποίου ασφαλώς επιθυμούμε τη διακατοχή, ως ζώντες οργανισμοί και όχι ως κατακτητές ή διακάτοιχοι…
Φτάσαμε αμίλητοι, μ’ ένα βάρος λιπαρών στοχασμών φορτωμένοι, στα πρώτα σπίτια της Βυσσινιάς. Οι κήποι με τις κερασιές, τις βυσσινιές και τις μηλιές, ένα χάρμα ειδέσθαι, σοφίας, γλύκας και τρυφερότητας, μας προϋπάντησαν στις εξοχές του γλυκύτατου χωριού.
Ύστερα χωθήκαμε στο ταβερνάκι της πλατείας, πίσω από μια ξένη ζεστασιά και κάτω από τις φλόγες που εξέπεμπαν τα καιόμενα ξύλα που φόρτωναν την ατμόσφαιρα με μιαν αλλότρια θαλπωρή, μια θαλπωρή ξένη με εκείνο που κουβαλούσαμε τόσες ώρες πριν, στα σακίδια της οφειλής και του ατομικού μας χρέους. Ενός χρέους που ακόμη μας τυραννάει και μας βελονίζει πίσω από τον κεντρικό λοβό της μνήμης, της πίκρας και των ξινόστυφων στοχασμών.
(*) Δημήτριος Ζαφειρόπουλος, Ο Αντισυμμοριακός Αγών.
(**) Γιώργος Κατεμής, Επιτελάρχης ΔΣΕ, “Ο ελιγμός στο Βίτσι”, Περιοδικό “Δημοκρατικος Στρατός”, Δεκέμβρης 1948. Ανατύπωση 1996.
(***) Δημήτρης Κατσής, Το ημερολόγιο ενός αντάρτη.
(****) Γιώργος Μαργαρίτης, Ιστορία του Ελληνικού Εμφυλίου Πολέμου. (τόμος 2, σελ. 113).
Βιβλιογραφία
– Γενικόν Επιτελείον Στρατού/Επιτελικόν Γραφείον, Εκθεσις Επιχειρήσεων Βιτσίου.
– Γιώργος Μαργαρίτης, Ιστορία του Ελληνικού Εμφύλιου Πολέμου.
– Eυάγγελος Αβέρωφ-Τοσίτσας, Φωτιά και τσεκούρι.
– Τάσος Βουρνάς, Ιστορία της σύγχρονης Ελλάδας.
– Σόλων Γρηγοριάδης, Δεκέμβρης – Εμφύλιος, συνοπτική ιστορία.