Πάνε πολλά χρόνια – πάνω από 15 – από τότε που ο Γιώργος Τσότσος (1) μού είχε υποδείξει τον Μπούρινο, ως ιδιαίτερο ορεινό προορισμό. Στήριζε την υπόδειξή του στα γεωλογικά χαρακτηριστικά καθώς και στην σπάνια χλωρίδα του βουνού. Υποσχέθηκα στον εαυτό μου – και στον Γιώργο – να επισκεφτώ τον Μπούρινο το ταχύτερο δυνατόν. Δυστυχώς, η εκπλήρωση της υπόσχεσης καθυστέρησε πολύ…

Πάνε πολλά χρόνια – πάνω από 15 – από τότε που ο Γιώργος Τσότσος (1) μού είχε υποδείξει τον Μπούρινο, ως ιδιαίτερο ορεινό προορισμό. Στήριζε την υπόδειξή του στα γεωλογικά χαρακτηριστικά καθώς και στην σπάνια χλωρίδα του βουνού. Υποσχέθηκα στον εαυτό μου – και στον Γιώργο – να επισκεφτώ τον Μπούρινο το ταχύτερο δυνατόν. Δυστυχώς, η εκπλήρωση της υπόσχεσης καθυστέρησε πολύ…
Στο δρόμο για τον Μπούρινο
Μετά την εξαιρετική – και απρόσμενη – πεζοπορική μας εμπειρία στον Ψηλό Αϊ – Λια της Κοζάνης χαμηλώνουμε στην Εγνατία Οδό και παίρνουμε κατεύθυνση ΝΔ, προς την Σιάτιστα. Επιτέλους, μετά από τόσα χρόνια, προορισμός μας είναι ο Μπούρινος. Μας συνοδεύει ο καλός μας φίλος Αιμίλιος Αδάμος, παλιός γνώριμος και λάτρης του συγκεκριμένου βουνού.
–Οι ανηφοριές του Αϊ-Λια ήταν η καλύτερη προπόνηση για τον Μπούρινο, λέει ο Μίμης. Οι αποστάσεις εκεί θα ‘ναι μεγαλύτερες.
Μετά την Κοζάνη η Εγνατία Οδός διασχίζει τον επίπεδο αυχένα ή διάβαση της Πέτρας – Αγίου Αχιλλείου, σε μέσο υψόμετρο 680 μ. Καθώς πλησιάζουμε την πόλη της Σιάτιστας, κινεί για άλλη μια φορά την προσοχή αλλά και την περιέργειά μας το παράδοξο γεωφυσικό φαινόμενο της περιοχής. Είναι η τελείως διαφορετική μορφολογία και εικόνα των δύο ορεινών όγκων που περιβάλλουν τον αυχένα. Γυμνές κορφές και ράχες στα βόρεια, ολότελα ξυρισμένες, ένα τοπίο συγκλονιστικής λιτότητας, αυθεντικά σεληνιακό.
Απέναντι σχεδόν, στα νότια του αυχένα, η φύση εξάντλησε όλη την εύνοιά της, προίκισε τον τόπο με βλάστηση πυκνή. Είναι ο πληθωρικός σε ποικιλία χλωρίδας ορεινός όγκος του Βούρινου ή Μπούρινου, κατά την ντόπια ονομασία. Παρατηρώντας κανείς ταυτόχρονα τα δύο αντικρινά βουνά μένει με την αναπάντητη απορία: πώς είναι δυνατόν με την απλή μεσολάβηση ενός στενόμακρου αυχένα ν’ αλλάζει η φυσιογνωμία της φύσης τόσο δραματικά;
Καθώς φτάνουμε στην «Μπάρα», στον κόμβο της Σιάτιστας, εγκαταλείπουμε την Εγνατία και από την αερογέφυρα κατευθυνόμαστε αριστερά προς Μπούρινο. Την συντροφιά μας συμπληρώνει ο καλός φίλος Σάκης Μπούρτσος, γενικός γραμματέας του Ορειβατικού Συλλόγου Σιάτιστας «Ο Μπούρινος». Ο Σάκης έχει τα κλειδιά του ορειβατικού καταφυγίου του Συλλόγου, που θα μας φιλοξενήσει κατά την διάρκεια της παραμονής μας στο βουνό.
Αρχίζει ένας καλοστρωμένος χωματόδρομος με ήπια ανηφόρα, που περνάει δίπλα από το περιποιημένο μαντρί του Δημήτρη Λιάκου. Μερικά χιλιόμετρα μετά φτάνουμε στην κοιλάδα «Τσερβένα», ένα εκτεταμένο υψίπεδο, έκτασης 11.000 στρεμμάτων, σε υψόμετρο 1.050 περίπου μέτρων. Ένα πολυάριθμο κοπάδι αγελάδων βόσκει ειρηνικά και πίνει απ΄το νερό μιας σουβάλας που υπάρχει στο οροπέδιο.
Όσο ανηφορίζουμε, οι κλίσεις του δρόμου γίνονται εντονότερες. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα, να αποκτάει το οδόστρωμα περισσότερα νεροφαγώματα και πέτρες, που καθιστούν τη διαδρομή, ιδιαίτερα για τα συμβατικά αυτοκίνητα, αρκετά ενοχλητική.
Εξίσου ενοχλητική, επιβαρυντική για το φυσικό περιβάλλον αλλά και αντιαισθητική είναι η άφθονη σκόνη του χωματόδρομου, ένα πυκνό γκριζόλευκο σύννεφο, που μας ακολουθεί και κατακάθεται πάνω στα κλαδιά και στα φυλλώματα των δέντρων. Των αναρίθμητων και πολυποίκιλων αυτών δέντρων του Μπούρινου, που σκιάζουν πολλά σημεία της ελικοειδούς μας διαδρομής.
Μετά από χωμάτινη πορεία 8 περίπου χιλιομέτρων φτάνουμε σ΄ένα σημείο που για κάθε περιηγητή και οδοιπόρο αποτελεί σημείο αναφοράς. Είναι η πηγή «Τσάμια», γνωστή και ως «Πηγή του Έρωτα», ονομασία που οφείλεται σε μια παλιά, ρομαντική ιστορία που διαδραματίστηκε σ΄αυτή την περιοχή. Στη σκιά μεγάλων σφενδαμιών ρέει συνεχώς ένα δροσερό, υπέροχο νερό, το πολυτιμότερο δώρο που μπορεί ο Μπούρινος να μας χαρίσει τούτη τη στιγμή.
Στο φυλάκιο του Ορειβατικού
Μισό χιλιόμετρο μετά την πηγή η διαδρομή μας τερματίζει μπροστά στο ξέφωτο με τον ναό του Αγίου Παντελεήμονα και το καταφύγιο, σε υψόμετρο 1.323 μέτρων. (Κατά τον Ν. Νέζη – Ελληνικά Βουνά, τόμος 2 – το υψόμετρο είναι 1360 μέτρα). Μερικά σκαλοπάτια από τον αύλειο χώρο του ναού μας οδηγούν στην ευρύτατη, ξύλινη βεράντα του καταφυγίου. Το θέαμα από εδώ είναι, απλά, μοναδικό. Γαντζωμένο στο χείλος μιας απόκρημνης πλαγιάς το καταφύγιο, αγναντεύει ανεμπόδιστα όλο σχεδόν τον ανατολικό, νότιο και δυτικό ορίζοντα.
Έναν ορίζοντα με πολύπλοκο ανάγλυφο από πτυχώσεις και χαραδρώσεις, ρεματιές και κοιλάδες, ξέφωτα, αυχένες, κορυφογραμμές και απόκρημνες πλαγιές. Είναι ένα γιγάντιο, μεγαλειώδες γήινο «πέταλο», που μας αποκαλύπτει γενναιόδωρα και με απόλυτη ρεαλιστικότητα τις βασικές λεπτομέρειες της γεωμορφολογίας του Μπούρινου στο μεγαλύτερο τμήμα του συγκροτήματος.
Εξίσου σημαντική είναι η διαπίστωση ότι, εκτός από την σχετικά γυμνή, πετρώδη κορυφογραμμή, κάθε άλλο σημείο της εδαφικής επιφάνειας είναι τελείως καλυμμένο από διάφορες αποχρώσεις του πράσινου, ανάλογα με τα δασοπονικά είδη που φύονται στο βουνό.
Την ώρα της άφιξής μας ο ήλιος έχει αρχίσει να διαγράφει την προγραμματισμένη πορεία του προς την δύση. Και, καθώς το καταφύγιο έχει ανατολικό προσανατολισμό, το μεγαλόπρεπο πέταλο του Μπούρινου απέναντί μας αναδεικνύει τα χαρακτηριστικά του μέσα σ΄έναν υπέροχο, απογευματινό φωτισμό.
Όση ώρα εμείς αγναντεύουμε και ρεμβάζουμε, ο Σάκης ξεκλειδώνει πόρτες στο ισόγειο και στον όροφο, ανοίγει παράθυρα, θέτει την γεννήτρια σε λειτουργία, ελέγχει βρύσες και υδραυλικά, τακτοποιεί τον – ήδη καθαρό και τακτοποιημένο χώρο – του μεγάλου οικήματος. Που θυμίζει περισσότερο ένα φροντισμένο ορεινό κατάλυμα, παρά τα τυπικά ορειβατικά καταφύγια που κατά καιρούς έχουμε συναντήσει.
Με τον ήλιο ψηλά ακόμα και με αρκετή ζέστη – παρά το υψόμετρο – ξεκινάμε πάνω από το καταφύγιο ένα στενό, ευδιάκριτο μονοπάτι. Μέσα από πυκνό δάσος γαύρων, έλατων, φράξων, κέδρων και πυξαριών, κατηφορίζουμε σε 5-6 περίπου λεπτά στην «Σπηλιά της Νεράιδας». Είναι μια βραχοσπηλιά που, μετά την αρχική κοιλότητα, δημιουργεί ένα πολύ στενό και δυσπρόσιτο πέρασμα, που καταλήγει σε μεγάλη αίθουσα διακοσμημένη με σταλακτίτες. Το συνολικό τοπίο είναι εκπληκτικό, μ’ ένα μπαλκόνι πολύ θεαματικό, στην άκρη μιας απόκρημνης πλαγιάς.
Ακούγονται ομιλίες από την πλευρά του ναού. Φορτωμένοι με τα σακίδιά τους καταφθάνουν δυο από τα εμβληματικότερα, ιδρυτικά μέλη του Ορειβατικού Συλλόγου Σιάτιστας «Ο Μπούρινος». Ενός συλλόγου που, ήδη από το 1984, έχει ξεκινήσει την ορειβατική ιστορία του στα βουνά. Οι καινούργιοι φίλοι μας είναι ο Λάζος Σερέφας και ο Δημήτρης Τσίτσας, γνωστότερος στον ορειβατικό και φιλικό του κύκλο με το προσωνύμιο «Πατάτας». Λεπτοί και γεροδεμένοι, με ορειβατικά σουλούπια αυθεντικά αλλά και ιδιαίτερα φιλικοί και εξωστρεφείς, κερδίζουν τη συμπάθειά μας στη στιγμή.
–Και το «Πατάτας», πώς προέκυψε Δημήτρη;
-Μου ‘μεινε από παλιά, όταν ακόμη ήμουνα παιδί. Τότε λοιπόν, για να δείξω την δύναμή μου, χτυπούσα δυνατά το στήθος μου λέγοντας το γνωστό: «Στήθος μάρμαρο, καρδιά πατάτα». Έτσι, μ΄εβγαλαν «πατάτα», αν και κανονικά θα ‘πρεπε «μάρμαρο». Ε, με τα χρόνια το συνήθισα και εγώ.
Για λίγη ώρα ακόμη αγναντεύουμε την πελώρια χοάνη του Μπούρινου απέναντί μας.
Θαυμάζουμε ακόμη τις σπαθάτες τροχιές εκατοντάδων γοργόφτερων χελιδονιών, που συμπληρώνουν με κουνούπια το βραδινό τους φαγητό. Ξαφνικά, στις 7 ακριβώς, παρατηρούμε κάτι εκπληκτικό. Σαν να έχουν υπακούσει σε μια ανώτερη διαταγή, τα χελιδόνια έχουν εξαφανιστεί εντελώς, δεν έχει απομείνει ούτε ένα στον ουρανό.
Καθώς βυθίζεται ο ήλιος πίσω από την δυτική κορυφογραμμή, αρχίζει ο Λάζος τις προπαρασκευαστικές εργασίες ετοιμασίας του βραδινού. Παίρνει μερικές ίσιες βέργες κρανιάς και μ’ ένα κοφτερό μαχαιράκι, τις κάνει στην μια άκρη μυτερές. Θα είναι οι αυτοσχέδιες σούβλες του για τα κοντοσούβλια που ετοιμάζει. Ήδη ο Δημήτρης έχει ανάψει με ξερόκλαδα γαύρων τη φωτιά στην υπαίθρια, σκεπαστή ψησταριά. Λίγο αργότερα τα κοντοσούβλια, με τρυφερό ντόπιο χοιρινό, τοποθετούνται πάνω στη θράκα και, μέσα σ΄ελάχιστα λεπτά, γεμίζουν την ατμόσφαιρα με γαργαλιστικές μυρωδιές. Λευκές κόλλες στρώνονται στο μακρύ ξύλινο τραπέζι κι ετοιμάζεται μια τεράστια σαλάτα με ντομάτες, αγγουράκια και πιπεριές απ’ το περιβόλι. Μανιτάρια, αγαρικά, μαζεμένα απ΄το βουνό τοποθετούνται σε αλουμινένιο σκεύος και ψήνονται στη θράκα μαζί με λάδι, καυτερή πιπεριά, ντομάτα και ριγανούλα. Στις 9 το βράδυ εξακολουθούν στην ατμόσφαιρα να υπάρχουν διάχυτες οι ανταύγειες του δειλινού, ενώ ένα νιο φεγγάρι παίρνει ήδη τη θέση του ψηλά στον νυχτερινό ουρανό. Είναι πολύ ευχάριστη η αναμονή της ώρας του δειλινού με φίλους σ΄αυτή τη μαγική βεράντα του Μπούρινου, στα 1300 μέτρα. Κάποια, πολυαναμενόμενη στιγμή, κοντοσούβλια και μανιτάρια βγαίνουν απ΄τη φωτιά. Ακολουθεί μια γευστική εμπειρία μοναδική. Εξίσου εκπληκτικό είναι και το σιατιστινό κρασί απ΄το κελλάρι του Δημήτρη, ένα από τα συναρπαστικότερα σπιτικά κρασιά που έχουμε δοκιμάσει ποτέ.
Η νύχτα προχωράει, κρασί και κρέατα τελειώνουν. Στο τέλος Ιουλίου αναστενάζουν από τις υψηλές θερμοκρασίες οι κάτοικοι του κάμπου. Εδώ ψηλά, ο δείκτης του θερμομέτρου φλερτάρει ήδη με τους 20 βαθμούς. Συδαυλίζουμε τα κάρβουνα, ρίχνουμε πάνω τους ξερόκλαδα, ζωντανεύει η φωτιά. Τραβάμε τον μεγάλο ξύλινο πάγκο, καθόμαστε απέναντί της και συντηρούμε τις φλόγες και την κουβεντούλα ως αργά…
Στην κοιλάδα του «Μεσιού» (Μεσιανού) Νερού.
Ξημέρωμα στο βουνό, στα 1300 μέτρα. Καμιά αντιστοιχία με το ξημέρωμα στην πόλη. Είναι αβίαστο το ξύπνημα στο βουνό, με ήχους απαλούς, τόσο αγαπητούς: θρόισμα φύλλων, τιτιβίσματα πουλιών, σταγόνες της βροχής. Για το ξύπνημα στην πόλη τι να πει κανείς: σε τινάζει από το κρεβάτι το πρώτο αστικό λεωφορείο, το φορτηγό που ξεφορτώνει στο Super Market, το μισητό ξυπνητήρι, η εξάτμιση μιας μηχανής.
Στο καταφύγιο του Μπούρινου ξυπνάμε απ΄τα χαράματα, ευδιάθετοι και χορτασμένοι από ύπνο λίγων μόνο ωρών. Η παράταση της παραμονής στο στρώμα, σ΄ένα τέτοιο προνομιακό περιβάλλον, ισοδυναμεί με ασυγχώρητη νωθρότητα, αδιαφορία προς τη φύση, παραίτηση από τις χαρές της ζωής.
–Λοιπόν, τι λέει σήμερα το πρόγραμμα; Πού θα περπατήσουμε;
-Όπου μας πείτε, απαντάει ο Λάζος, από σας εξαρτάται. Εμείς μπορούμε να σας συνοδεύσουμε σε κάθε σημείο του βουνού.
Παρατηρούμε το θεαματικό πέταλο του Μπούρινου, με την Άννα, το εντυπωσιακό ανάγλυφο της κορυφογραμμής, την βυθισμένη ακόμη στη σκιά ανατολική πλευρά, την αιχμαλωτισμένη, ανάμεσα στις πυκνοδασωμένες πλαγιές, μακρόστενη κοιλάδα του «Μεσιανού Νερού».
–Εμείς την λέμε «Μεσιό Νερό», παρατηρεί ο Δημήτρης.
–Από τώρα έτσι θα την λέμε κι εμείς. Για σήμερα, λοιπόν, ας ξεκινήσουμε απ΄το Μεσιό Νερό κι ας αφήσουμε τις κορυφές για την επόμενη φορά.
-Σωστή απόφαση, συμπληρώνει ο Σάκης. Άλλωστε στο Μεσιό Νερό παρατηρούνται τα κυριότερα γεωλογικά και χλωριδικά χαρακτηριστικά, που διαμορφώνουν την ιδιαίτερη ταυτότητα του βουνού.
08.20’. Η εξαμελής μας ομάδα ξεκινάει από τα 1320 μ. με κατεύθυνση ΝΑ, προς το Μεσιό Νερό.
–Η κατηφόρα ως την κοιλάδα χρειάζεται λίγη προσοχή, λέει ο Λάζος.
–Είναι ο περίφημος «Γολγοθάς», εξηγεί ο Σάκης. Που, βέβαια, όταν τον ανεβαίνει κανείς, είναι πραγματικός γολγοθάς.
-Όσοι ανεβαίνουν τον Γολγοθά παίρνουν από τον Σύλλογο και Πιστοποιητικό Ορειβατικής Επάρκειας, συμπληρώνει, μισοαστεία-μισοσοβαρά ο Δημήτρης, ο φίλος μας ο Πατάτας.
Εξοπλισμένος με το ορειβατικό μου μπατόν και με μπόλικη προϋπηρεσία σε κατηφόρες, μπαίνω με φούρια στην αρχή του μονοπατιού. Ένα λεπτό μετά αναγκάζομαι να αναθεωρήσω την πεζοπορική μου συμπεριφορά. Με κλίσεις φοβερές, που κυμαίνονται από 30-40% ο Γολγοθάς είναι, πιθανότατα, το πιο απότομο, το πιο ζόρικο κατηφορικό μονοπάτι, που έχω συναντήσει ποτέ. Και, μάλιστα, όχι για μερικά μόνον μέτρα, αλλά για το σύνολο της κατηφοριάς. Που, ως το επίπεδο της κοιλάδας του Μεσιού Νερού, διαρκεί 20 περίπου λεπτά, με υψομετρική διαφορά 120 μέτρων από την αρχή της διαδρομής. Ο Λάζος, που βαδίζει δίπλα μου, εισπράττει συνεχώς τα παράπονά μου, για την κατακόρυφη, ελάχιστα φιλική χάραξη του μονοπατιού.
–Σκεφτήκαμε να διατηρήσουμε την αρχική χάραξη, για να διαφυλάξουμε την αίγλη του Γολγοθά, λέει απολογητικά ο Λάζος.
–Για τους σκληροπυρηνικούς, συμφωνώ. Για τους άλλους, όμως, θεωρώ απαραίτητη την ύπαρξη κι ενός ελικοειδούς μονοπατιού.
Καθώς κατηφορίζω, αργά και προσεκτικά, έχω την ευχέρεια να παρατηρώ την χλωριδική ποικιλία του τόπου. Δεν υπάρχει ούτε ένα σημαντικό δέντρο της ελληνικής φύσης, που να απουσιάζει από την περιοχή. Βαλανιδιές, έλατα και πεύκα, κέδρα, φράξοι και γαύροι, αρκετοί – σπανιότεροι – μαύροι γαύροι, πουρνάρια, σφενδάμια και πυξάρια. Και, βέβαια, οξυές καθώς και σπάνιοι ίταμοι. Η πυκνότητα, επίσης, του πολυποίκιλου αυτού δάσους είναι εκπληκτική, σκέτη ζούγκλα. Οι χρωματικοί τόνοι του φθινοπώρου, με τόση ποικιλία φυλλοβόλων και κωνοφόρων, πρέπει να είναι πραγματικά εντυπωσιακοί.
Επιτέλους, μισή ώρα μετά, φτάνουμε σε ίσιωμα. Εδώ βρίσκονται οι δεξαμενές από τις πηγές «Σιούρκα» και «Φοράδα», που συμμετέχουν στην ύδρευση της Σιάτιστας. Δασική Πεύκη και Μαύρη Πεύκη προστίθενται στην βλάστηση της περιοχής. Αρχίζει ανηφοράκι ανθρώπινο, όχι γολγοθάς. Στο τελείωμά του το έδαφος γίνεται επίπεδο και αμμουδερό, Στην μαλακή επιφάνεια εμφανίζονται βαθειά και ευδιάκριτα ίχνη ποδιών αρκούδας και, λίγο πιο πάνω, τα χαρακτηριστικά ξυσίματα των νυχιών της σε κορμό πεύκου. Να και κάποια μικρότερα ίχνη αγριογούρουνου. Οι λύκοι είναι πολύ πιο ακριβοθώρητοι.
09.00’. Φτάνουμε σε διακλάδωση, σε υψόμετρο 1.150 μέτρων. Δεξιά αρχίζει φαρδύς δασικός δρόμος που, με πολύ μακρύτερη ημικυκλική διαδρομή, θα μας οδηγήσει στο καταφύγιο κατά τη διάρκεια της επιστροφής. Προς το παρόν κατευθυνόμαστε ευθεία για το κέντρο του Μεσιού Νερού. Είναι μια ευχάριστη, ελαφρά κατηφορική πορεία, σε λιβάδι με χόρτο παχύ. Είναι πολλά και ποικίλα τα αγριολούλουδα και άφθονο το σπαθόχορτο.
09.20΄. Με χαλαρό ρυθμό είμαστε μπροστά στην πινακίδα «Μεσιανό Νερό», με τσιμεντένια δεξαμενή, που συγκεντρώνει για την Σιάτιστα το νερό. Το υψόμετρο είναι 1.100 μέτρα κι έχουμε φτάσει περίπου στο κέντρο της κοιλάδας. Εδώ θ΄ άξιζε να κάνουμε μια παρένθεση στην αφήγησή μας και ν’αναφερθούμε – έστω και συνοπτικά – στο συναρπαστικό γεωλογικό παρελθόν του Μπούρινου και της εγγύτερης περιοχης.
Η ιδιαίτερη γεωλογία του Μπούρινου (2)
Μετά τον Όλυμπο, το όρος Μπούρινος ίσως αποτελεί, στον διεθνή γεωλογικό κόσμο, το πιο γνωστό ελληνικό βουνό. Ο Γάλλος γεωλόγος Jan Brunn (1938) ήταν ο πρώτος που αναγνώρισε τις ομοιότητες μεταξύ των πετρωμάτων της ωκεάνιας ράχης και αυτών του Μπούρινου. Στη συνέχεια, η γεωλογική περιγραφή του Μπούρινου από τον Εldridge Moores, το 1969, λειτούργησε σαν «κλειδί» για την εξέλιξη της θεωρίας των τεκτονικών πλακών και τον οριστικό προσδιορισμό των πετρωμάτων αυτών. Η επιστημονική ονομασία των πετρωμάτων αυτού του τύπου είναι «οφιόλιθοι» και σχηματίστηκαν σε μια αρχαία ωκεάνια ράχη του ωκεανού της Τηθύος. (3) Αξίζει να σημειωθεί ότι ο όρος «οφιόλιθος» προήλθε από την αρχαία ελληνική λέξη «όφις», εξαιτίας της όψης που αποκτούν αυτά τα πετρώματα, μοιάζοντας ορισμένες φορές με δέρμα φιδιού. Από την σύγκρουση της Αφρικής με την Ευρώπη οι οφιόλιθοι βρίσκονται σήμερα στην επιφάνεια, αποτελώντας μία απολιθωμένη λιθόσφαιρα ηλικίας 170 περίπου εκατομμυρίων ετών.
Ο ωκεανός της Τηθύος, εξ’ άλλου, που αναφερθήκαμε πιο πάνω, κάλυψε κάποτε ένα μεγάλο μέρος της γης. Τα νερά του σήμερα ενώνουν της ακτές της Βρετανίας με την μακρινή Κίνα. Ο ωκεανός της Τηθύος ήταν αυτός που κυριάρχησε στην εποχή των δεινοσαύρων, κατά τον Μεσοζωικό αιώνα. (251 ~ 65 εκ. χρόνια πριν) Εκείνη την εποχή, ο Μπούρινος ήταν τμήμα της λιθόσφαιρας, κοιτίδα των νέων ηπείρων Ευρώπης και Αφρικής. Τα πετρώματα του ωκεανού της Τηθύος συντηρούνται σε άριστη κατάσταση στον ορεινό όγκο του Μπούρινου. Και μπορούμε να πούμε, ότι τον μανδύα της γης μόνον στον απολιθωμένο μανδύα του Μπούρινου μπορεί να παρατηρήσει κανείς.
Η γεωλογική ιστορία στην περιοχή του Μπούρινου ξεκινάει 270 εκ. χρόνια πριν. Είναι τότε που αρχίζει η διάσπαση της μίας ενιαίας αρχαίας ηπείρου, της Παγγαίας. Αυτή η γεωλογική διεργασία της διάσπασης ονομάζεται «διάρρηξη». Από την ηπειρωτική αυτή διάρρηξη γεννήθηκαν οι ήπειροι της Ευρώπης και Αφρικής. Εκείνη την χρονική περίοδο εκδηλώνονται τεράστιας κλίμακας φυσικά και γεωλογικά φαινόμενα, όπως εκρήξεις ηφαιστείων και σεισμοί. Το χρονικό διάστημα μεταξύ 270 και 170 εκ. χρόνια πριν από σήμερα η απομάκρυνση των ηπείρων όλο και μεγάλωνε, με αποτέλεσμα να διευρύνεται και η θαλάσσια περιοχή μεταξύ Ευρασίας και Αφρικής.
Καθώς η Ευρώπη και η Αφρική απομακρύνονταν, το αναπτυσσόμενο άνοιγμα μεταξύ των τεκτονικών αυτών πλακών, τροφοδοτούνταν από υλικό του καυτού μάγματος που είχε δημιουργηθεί κάτω από τον μανδύα της γης. Αυτό το υλικό δημιουργούσε μια νέα λιθοσφαιρική ενότητα, που ήταν λεπτότερη και πυκνότερη από τα πετρώματα των ηπείρων της Ευρώπης και της Αφρικής. Η ενότητα αυτή αποτέλεσε την νέα λιθοσφαιρική πλάκα του πυθμένα του ωκεανού της Τηθύος.
Στη συνέχεια, ~170 εκ. χρόνια από σήμερα, ξεκινά η συρρίκνωση του ωκεανού της Τηθύος. Οι ήπειροι κινούνται πλέον η μία προς την άλλη. Το βάθος του νερού ελαττώνεται μέχρι που έρχεται η στιγμή να συγκρουσθεί η Ευρώπη με την Αφρική. Από την σύγκρουση αυτή ασκήθηκαν μεγάλες πιέσεις, οι οποίες αποτυπώνονται σε όλα τα πετρώματα της περιοχής. Ο Μπούρινος υπολογίζεται ότι ανυψώθηκε στην σημερινή του θέση από ένα βάθος 12 περίπου χιλιομέτρων! Κατά μήκος της σύγκρουσης Αφρικής και Ευρώπης έχει αναπτυχθεί και η γνωστή «Κοιλάδα του Μεσιού Νερού» με την σπάνια χλωρίδα της. Η ανατολική πλευρά της κοιλάδας αποτελεί την Ευρωπαϊκή τεκτονική πλάκα, ενώ η δυτική τον Ωκεανό της Τηθύος! Οι δύο αυτές τεκτονικές πλάκες αποτελούνται από διαφορετική πετρολογική σύνθεση. Η σύνθεση της Ευρωπαϊκής πλάκας, στα ανατολικά, αποτελείται κυρίως από ασβεστόλιθο, ενώ η Αφρικανική πλάκα, στα δυτικά, αποτελείται από υπερβασικά πετρώματα πλούσια σε σίδηρο, μαγνήσιο και διοξείδιο του πυριτίου.
Η σημαντικότητα και η σπάνια βιοποικιλότητα της κοιλάδας οφείλεται στην γεωλογική, κυρίως, και γεωγραφική της θέση. Μεμονωμένες οι τεκτονικές πλάκες δεν μπορούν να υποστηρίξουν ένα πλούσιο σε βιοποικιλότητα οικοσύστημα. Ο συνδυασμός όμως και των δύο, έχουν δημιουργήσει το πλούσιο και σπάνιο έδαφος της Κοιλάδας του Μεσιού Νερού, αποτελώντας τον σημαντικότερο παράγοντα για το πλούσιο και εξίσου σπάνιο οικοσύστημα.
Η περιοχή του Μπούρινου χαρακτηρίζεται από την ύπαρξη σημαντικού περιβαλλοντικού αποθέματος φυσιολατρικού και γεωλογικού ενδιαφέροντος, που αποτελεί ήδη βασικό πόλο έλξης επισκεπτών. Ήδη η περιοχή αναγνωρίζεται διεθνώς ως γεωλογικός θησαυρός και έχει φιλοξενήσει πάμπολλες επιστημονικές ειδικότητες και γεωλογικές διασκέψεις.
Επίσης, από τον Οκτώβριο του 2014, η περιοχή του Μπούρινου, περιλαμβάνεται εντός του Γεωπάρκου Γρεβενών Κοζάνης – γενέτειρα της Τηθύος, το οποίο είναι υποψήφιο Γεωπάρκο του Δικτύου της Unesco. Τα τελευταία 35 χρόνια επισκέπτονται συνεχώς τον Μπούρινο γεωλόγοι απ΄όλο τον κόσμο. Το 2013, επιστήμονες του Γεωλογικού Ινστιτούτου της Ιαπωνίας επισκέφθηκαν τον Μπούρινο, ανυπομονώντας να βρεθούν στα σημεία που βοήθησαν να γεννηθεί η «Θεωρία των Τεκτονικών Πλακών» και να συνεχίσουν τις μελέτες τους στο βουνό.
Η θαυμαστή χλωρίδα και βλάστηση του Μπούρινου
Η γεωλογική ιδιομορφία του Μπούρινου, που περιλαμβάνει δύο βασικές ομάδες πετρωμάτων, ασβεστολιθικών και οφιολιθικών, είχε ως αποτέλεσμα την ανάπτυξη μιας πολύ ιδιαίτερης χλωρίδας. Ο Γιώργος Σφήκας (4) στο βιβλίο του «Μπούρινος, το πανέμορφο βουνό της Δυτικής Μακεδονίας», αναφέρει ότι η πρώτη φορά που έγινε γνωστή η ιδιαίτερη οικολογική αξία του Μπούρινου, και προπάντων της κοιλάδας του Μεσιανού Νερού, ήταν, όταν κατά την δεκαετία του 1950 την επισκέφθηκε ο Κωνσταντίνος Γουλιμής, (5) στην αρχή μόνος του και αργότερα με τον καθηγητή Κ. Ρέχιγκερ.
Οι παρατηρήσεις, χλωριδικές ανακαλύψεις και γενικότερες εντυπώσεις του Γουλιμή από τον Μπούρινο δημοσιεύθηκαν στο εμβληματικό, ορειβατικό και φυσιολατρικό περιοδικό «Το βουνό»(6) στο τεύχος Σεπτεμβρίου – Οκτωβρίου του 1960. Νομίζουμε πως έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον να συμπεριλαμβάνουμε μερικά αποσπάσματα, με την γλαφυρή καθαρεύουσα που ήταν σε χρήση εκείνη την εποχή.
Σύμφωνα με τον σπουδαίο βοτανολόγο ερευνητή, λοιπόν, «το όρος Βούρινος ή Βούρονον της Δυτικής Μακεδονίας, του οποίου η υψηλοτέρα κορυφή έχει ύψος 1.866 μέτρα, είναι σχετικώς ολίγον γνωστόν εις τους ορειβάτας και δεν απησχόλησεν έως τώρα, καθ΄όσον γνωρίζω τουλάχιστον, τας στήλας του περιοδικού «Το βουνό».
Έχω επιχειρήσει δύο αναβάσεις εις τον Βούρινον προς εξερεύνησιν της χλωρίδας του. Η πρώτη διήρκησεν από της 3ης μέχρις και της 5ης Ιουλίου 1956 και η δεύτερη από της 11ης μέχρι και της 14ης Αυγούστου 1960. Αφορήν εις την πρώτην ανάβασιν έδωκαν δύο περιστατικά: το πρώτον ήτο, ότι ουδείς βοτανικός είχεν εξερευνήσει προηγουμένως αυτό το όρος και, επομένως, υπήρχε και η εύλογος πιθανότης να ανακαλύφθώσιν εκεί νέα είδη. Το δεύτερον ήτο ο Γεωλογικός Χάρτης της Ελλάδος, του Ινστιτούτου Γεωλογίας και Ερευνών Υπεδάφους, από τον οποίο επληροφορήθην, ότι μεγάλο τμήμα από τον Βούρινον αποτελείται από οφείτην. Το πέτρωμα αυτό παρουσιάζει ιδιαίτερον ενδιαφέρον από βοτανικής απόψεως, αφ΄ενός μεν διότι ευνοεί ωρισμένα ιδιότυπα είδη χλωρίδας, τα καλούμενα «σερπεντινοδίαιτα» (serpentinicola), εξ’ άλλου δε διότι επί του οφείτου εμφανίζονται συχνά ενδημικά είδη».
Στη συνέχεια ο Γουλιμής περιγράφει την διαδρομή που ακολούθησε από την περιοχή της «Μπάρας» (όπου βρίσκεται ο κόμβος προς την Σιάτιστα) μέχρι την πηγή «Τσάμια», σε υψόμετρο 1.250 μέτρων, όπου σταματούσε η «εις κακήν κατάστασιν αμαξιτή οδός». Μετά ακολούθησε μονοπάτι με μικρό ανήφορο ( την εποχή εκείνη δεν υπήρχε το Καταφύγιο) και, στη συνέχεια, κατήλθε «εντός της χαράδρας η οποία χωρίζει το ύψωμα «Τσάμια» από τον εξ’ οφείτου κύριον όγκου του Βούρινου. Εντός του κατωτάτου σημείου της χαράδρας αυτής ευρίσκεται η κεντρική δεξαμενή του άγοντος εις την Σιάτισταν υδραγωγείου. Το μονοπάτι αυτό φθάνει, ύστερα από 500 περίπου μέτρα, εις δευτέραν πηγήν ονομαζομένην «Μεσανό Νερό», εις ύψος 1.150 περίπου μέτρα. Πλησίον της πηγής αυτής η οποία έχει εύγευστον και κατάψυχρο νερό, κατεσκήνωσα και κατά τας δυο αναβάσεις».
Περιγράφει στην συνέχεια ο Γουλιμής τα διάφορα σημεία του Μπούρινου που εξερεύνησε με τον Ρέχιγκερ, κάνοντας ιδιαίτερη μνεία στην κοιλάδα του Μεσανού Νερού, για την οποία αναφέρει ότι: «Ολόκληρος η κοιλάς του Μεσανού Νερού ως και αι πλευραί του όρους Βούρινου, αι υψούμεναι νοτίως της ειρημένης κοιλάδος, χρησιμεύουν ως υδροσυλλεκτήριος περιοχή του υδραγωγείου Σιατίστης και καλύπτονται από αρκετά πυκνόν δάσος. Το δάσος αυτό εύρον και κατά τας δυο αναβάσεις εις λαμπράν κατάστασιν διότι, αφ΄ενός μεν απαγορεύεται η βοσκή ζώων και η υλοτομία, αφ΄ετέρου δε, όπερ και σπουδαιότερον, η απαγόρευσις εφαρμόζεται αυστηρώς χάρις εις τα θεσπισθέντα υπό του Δημοτικού Συμβουλίου Σιατίστης μέτρα και προ παντός εις την εξιέπαινον ακαμψίαν του επί πολλάς τετραετίας συνεχώς εκλεγομένου Δημάρχου Σιατίστης Μιλτιάδου Στρακαλή, μη υποχωρούντος εις τας αυτονοήτους πολλαπλάς πιέσεις».
Ακολουθεί μια αρκετά αναλυτική αναφορά στα είδη της υψηλής βλάστησης του Μπούρινου, καθώς και στις ποικιλίες των σπάνιων και ενδημικών λουλουδιών που καταγράφηκαν από τους δυο βοτανολόγους. Ιδιαίτερη μνεία γίνεται για ένα από τα ωραιότερα λουλούδια των ελληνικών βουνών: «Εντός του δάσους συνήντησα κατά την πρώτην ανάβασιν αποικίαν ολόκληρον από μίαν ποικιλία του Lilium martago, την οποία δεν έχω συναντήσει εις άλλο μέρος της Ελλάδος. Η ποικιλία αυτή διακρίνεται κυρίως, από το χρώμα των ανθέων, τα οποία αντί να έχουν το σύνηθες ιώδες ή κόκκινου κρασιού χρώμα, έχουν χρώμα ζωηρόν ερυθρόν. Εμέτρησα περί τα 200 περίπου τοιαύτα φυτά εις περιοχήν μη υπερβαίνουσαν πέντε χιλιάδας τετραγωνικά μέτρα».
Το ιστορικό αυτό δημοσίευμα του Γουλιμή καταλήγει ως εξής: «Τέλος πρέπει να έχωμεν υπ’ όψιν μας, ότι το βοτανολογηθέν εξ οφείτου τμήμα του Βούρινου αποτελεί πολύ μικρόν μέρος εν συγκρίσει προς την όλην έκτασιν αυτού του όρους και ότι το εξ ασβεστολίθου τμήμα του και μάλιστα των υψηλοτέρων ζωνών του ελάχιστα ηρευνήθη. Δι’ όλους αυτούς τους λόγους δυνάμεθα να συμπεράνωμεν, ότι η χλωρίδα του Βούρινου είναι σημαντικώς πλούσια, περιλαμβάνουσα βάσει των μέχρι τούδε προσδιορισθέντων φυτών και πέντε νέα ενδημικά είδη».
20 σχεδόν χρόνια μετά τον Γουλιμή, ο Γιώργος Σφήκας ήλθε για πρώτη φορά σ΄επαφή με τον Μπούρινο. Ήταν ένα καυτό μεσημέρι στα μέσα Ιουλίου του 1974. Στόχος του Γιώργου Σφήκα ήταν να ανακαλύψει την … μυθική κοιλάδα του Μεσιανού ή Μεσιού Νερού, που ήδη από την δεκαετία του ΄50 είχε περιγράψει ο Γουλιμής στο περιοδικό «το Βουνό». Είναι μια συναρπαστική περιγραφή του Γιώργου Σφήκα, που αποτυπώνει όλες τις ιδιαιτερότητες αλλά και τις δυσχέρειες προσέγγισης της περιοχής εκείνη την εποχή. Σ΄αυτή την θρυλική κοιλάδα μας έχουν οδηγήσει κι εμάς τα βήματά μας, μετά την ζόρικη κατεβασιά του Γολγοθά.
Ποια είναι όμως τα ιδιαίτερα εκείνα χαρακτηριστικά που κάνουν τόσο την βλάστηση όσο και την χλωρίδα του Μπούρινου τόσο ξεχωριστές; Αν ανατρέξουμε στο βιβλίο του Σφήκα αλλά και σε στοιχεία που μας έστειλε ο Δασολόγος Θόδωρος Παπαδόπουλος, μπορούμε να καταλήξουμε στα εξής: Η βλάστηση, στις πλαγιές του Μπούρινου και ιδιαίτερα στην κοιλάδα του Μεσιού Νερού, που είναι η καρδιά του βουνού, παρουσιάζει διαφορετικούς τύπους, ανάλογα με το υψόμετρο, το γεωλογικό υπόβαθρο και τον προσανατολισμό. Έτσι, λοιπόν, οι πλαγιές με ΝΔ έκθεση και ασβεστολιθικό έδαφος σκεπάζονται με πυκνά δάση από μακεδονίτικο έλατο, πουρνάρι, θαμνόκεδρο και διάφορα φυλλοβόλα, όπως η κρανιά, ο γαύρος, η οστρυά, η χνουδωτή βαλανιδιά, το πεδινό σφενδάμι, το σφενδάμι του Μπονπελιέ και άλλα. Ανάμεσά τους εμφανίζονται σποραδικά ο μικρός φράξος, η κρητική ασημοσορβιά, το πυξάρι και άλλα.
Οι αντικρινές πλαγιές της κορυφογραμμής του «Ντρισινίκου», που με 1.866 μ. είναι η ψηλότερη κορυφή, έχουν έκθεση ΒΑ με πέτρωμα οφιολιθικό. Αυτές οι πλαγιές καλύπτονται με δάσος από μαυρόπευκα, ενώ τα κενά συμπληρώνονται από άφθονους πυξούς. Στον υπόροφο αυτού του δάσους φυτρώνουν πολλά μικρά έλατα και διάφορα φυλλοβόλα, όπως το μαχλέπι, ο μικρός φράξος, η βουρβουλιά, η κρανιά και άλλα. Στα υψίπεδα της κορυφής του Ντρισινίκου συναντάμε μικρές συστάδες από ρόμπολα (Pinus heldreichii) είδος πεύκου που φύεται σε υψόμετρα πάνω από 1500 μέτρα. Συναντάμε επίσης και πολλά νανόκεδρα (Juniperus communis υποείδος alpine), είδος χαρακτηριστικό των ψηλών ελληνικών βουνών.
Αν όμως η βλάστηση του Μπούρινου είναι σημαντική, το στοιχείο εκείνο που τον προικίζει με εντελώς ιδιαίτερη οικολογική αξία και τον καθιστά μοναδικό βιότοπο για όλη την Δυτική Μακεδονία, είναι η σπάνια και πλούσια χλωρίδα του. Έτσι, λοιπόν, στην περιοχή υπάρχουν τουλάχιστον 800 είδη και υποείδη φυτών. 30 από αυτά είναι ελληνικά ενδημικά, βρίσκονται δηλαδή μόνον στην Ελλάδα. Από τα 30, τα 10 είναι τοπικά ενδημικά, απαντώνται δηλαδή μόνον στον Μπούρινο και δεν φυτρώνουν σε καμιά άλλη περιοχή της Ελλάδας και του κόσμου!
Η απομόνωση των ψηλών κορυφών και της κοιλάδας του Μεσιανού Νερού, το ιδιαίτερο μικροκλίμα της περιοχής και, προπάντων, η ύπαρξη των οφιολιθικών πετρωμάτων είναι οι αιτίες αυτού του μοναδικού πλούτου. Είναι γνωστό, άλλωστε, ότι σε βουνά με οφιολιθικό υπόστρωμα, (σερπεντίνη) δημιουργούνται είδη φυτών ειδικά προσαρμοσμένων σ΄αυτό το πέτρωμα, (τα γνωστά «σερπεντινοδίαιτα») που δεν μπορούν να επιβιώσουν σε άλλο περιβάλλον.
Με κατεύθυνση προς το Σέλλωμα
Από το σημείο με την πινακίδα «Μεσιανό νερό» συνεχίζουμε με κατεύθυνση ΝΑ. Προορισμός – και κατάληξη – της διαδρομής μας είναι η τοποθεσία «Σέλλωμα». Είναι ο χαρακτηριστικός αυχένας, όπου συγκλίνουν οι δυο αντικρινές πλαγιές, ασβεστολιθικές και οφιολιθικές, του βουνού.
Σε λίγα λεπτά φτάνουμε σ΄ένα πανέμορφο χορταριασμένο ξέφωτο, με πινακίδα «Πηγή Σαμπούκους» και διάσπαρτα θαμνόκεδρα. Εδώ φωτογραφίζεται όλη η ομάδα, με φόντο τις απόκρημνες, βραχώδεις, οφιολιθικές πλαγιές της κορυφογραμμής του Ντρισινίκου.
Για ένα τέταρτο σχεδόν ακολουθεί ένα ξεγυρισμένο ανηφοράκι μέσα σε πυκνό δάσος μαυρόπευκων.
10.00΄. Βρισκόμαστε σ΄ένα νέο ξέφωτο ή – μάλλον – σε διαδοχικά εκτεταμένα λιβαδοτόπια, που σχηματίζονται ανάμεσα στα πευκοδάση. Η ανοιχτοπράσινη επιφάνεια αυτών των λιβαδιών, που παρεμβάλλονται στα σκουρόχρωμα πευκοδάση, είναι από το καταφύγιο πολύ χαρακτηριστική. Το χορτάρι είναι πυκνό και πανύψηλο, ξεπερνάει το γόνατο. Ανοίγουμε ένα στενό, πρόσκαιρο μονοπάτι στην συμπαγή επιφάνεια του χορταριού, με τα βήματά μας να βυθίζονται σε έδαφος μαλακό, σαν παχύ χαλί. Σπάνια έχουμε συναντήσει στην ελληνική ύπαιθρο λιβάδια με τόσο παχύ, αβόσκητο, παρθένο χορτάρι. Κάτι που οφείλεται βέβαια, στην καθολική απαγόρευση της βόσκησης, εδώ και πολλά χρόνια, στον Μπούρινο.
Κάποια στιγμή ξαναγίνεται αντιληπτή η παρουσία της Αρκούδας. Τούτη τη φορά όχι με την μορφή αποτυπωμάτων των πελμάτων της αλλά με διαδοχικές αναποδογυρισμένες – ακόμη και πολύ ογκώδεις – πέτρες κάτω από τις οποίες αναζητούν αποικίες μυρμηγκιών. Στις παρυφές των λιβαδιών και σ’ όλα τα κενά του δάσους φύεται άφθονο πυξάρι.
10.30’. Μετά από ένα ευχάριστο ανηφοράκι ανάμεσα σε λιβάδια και πευκοδάση φτάνουμε στο Σέλλωμα, σε υψόμετρο 1.250 μέτρων. Εδώ είναι ο σημερινός μας προορισμός. Ο συνολικός χρόνος που απαιτήθηκε, με αρκετές μικροστάσεις και σχετικά χαλαρό ρυθμό, είναι 2.10’.
Το Σέλλωμα είναι ένα ομαλό χορταριασμένο ξέφωτο που, εκτός από τα παρακείμενα δάση πεύκων, έχει ένα και μοναδικό δέντρο: μια μεγάλη κορομηλιά, που χωράει στην προστατευτική της ομπρέλλα όλα τα μέλη της ομάδας. Την ευχάριστη αίσθηση συμπληρώνει ένα δροσερό αεράκι που φυσάει από τα ανατολικά. Αυτό τον ανοιχτό, ανατολικό ορίζοντα αγναντεύουμε για πρώτη φορά από την αρχή της πορείας μας στην κοιλάδα. Σε κοντινή απόσταση, χαμηλότερα, βρίσκεται ο οικισμός του Χρωμίου με το Μουσείο Μακεδονικού Αγώνα και τα αλλοτινά μεταλλεία χρωμίτη. Μακρύτερα αντικρύζουμε τα υψώματα του Σαραντάπορου κι ένα μικρό τμήμα του φράγματος του Ιλαρίωνα. Αν μετακινηθούμε μερικές δεκάδες μέτρα νοτιότερα, διακρίνουμε αχνά ένα κομμάτι από τον όγκο του Ολύμπου. Στο διπλανό, νεαρό πευκοδάσος, ξεχωρίζει η αρχή του μονοπατιού, που σκαρφαλώνει απότομα στην μεγάλη, τραχειά ράχη που οδηγεί στην κορυφή.
Με παρατηρεί ο Σάκης, που αναμετρώ με το βλέμμα την συνολική διαδρομή.
–Ούτε να το σκέφτεσαι, έχει πολλή ζέστη, πέρασε η ώρα.
-Το ενδιαφέρον μου είναι θεωρητικό, του απαντάω.
–Μην ανησυχείς, θ΄ανεβούμε με πιο ευνοϊκές συνθήκες στην κορυφή.
Η επιστροφή στο καταφύγιο
11.00’. Παίρνουμε τον δρόμο της επιστροφής. Σε μια ακριβώς ώρα συναντάμε την γνωστή μας – από το πρωί – βασική διακλάδωση, με την εναλλακτική χωμάτινη διαδρομή προς το καταφύγιο. Ψηλότερα απέναντί μας – σε μια πολύ κοντινή νοητή ευθεία – μας γνέφει το καταφύγιο. Μια ευθεία, ωστόσο, απατηλή που κρύβει στα δασωμένα έγκατά της την φοβερή ανηφοριά του περίφημου «Γολγοθά».
–Εδώ οι δρόμοι μας χωρίζουν, λέει ο Λάζος. Εσείς θα οπλισθείτε με υπομονή και θ’ακολουθήσετε τον μακρύ χωματόδρομο που θα σας βγάλει στο καταφύγιο. Εγώ πρέπει να φτάσω πρώτος, για να ετοιμάσω το μεσημεριανό μας φαγητό. Θα πάω, λοιπόν, να συναντήσω τον παλιό μου φίλο τον Γολγοθά. Έχουμε αναπτύξει ειδική σχέση εμείς οι δύο μετά από τόσα χρόνια, μου κάνει μια μικρή έκπτωση στην ανηφοριά.
Κουνάει το χέρι ο Λάζος και χάνεται στην πυκνή βλάστηση και στη δροσιά του Μεσιού Νερού. Εμείς, από την πλευρά μας, εγκαταλείπουμε την κοιλάδα και ξεκινάμε τον χωματόδρομο. Οι κλίσεις είναι ήπιες, γενικά, ενώ κατά διαστήματα, έχουμε την τύχη να βαδίζουμε στη σκια. Μια σκιά που μας είναι απαραίτητη γιατί, με το μεσουράνημα του ήλιου, η θερμοκρασία ανεβαίνει. Θυμόμαστε την χθεσινή δροσερή βραδιά, όταν καθόμασταν απέναντι στη φωτιά.
Τα αποθέματα νερού, χωρίς ανανέωση επί τόσες ώρες, και – παρά την εξαιρετικά φειδωλή κατανάλωση – έχουν εξαντληθεί. Ζέστη, ιδρώτας, δίψα, ανηφοριές. Το καταφύγιο μοιάζει πολύ κοντά στην αντικρινή πλαγιά αλλά, με την τεράστια καμπύλη του δρόμου, είναι στην πραγματικότητα πολύ μακρυά.
13.30’. Με αρκετές ενδιάμεσες στάσεις συναντάμε επιτέλους την…ευτυχία στην Πηγή Τσάμια, την Πηγή του Έρωτα και της Λύτρωσης απ’ την δίψα. Για άλλη μια φορά επιβεβαιώνεται, ότι η μεγάλη έλλειψη προκαλεί μεγάλη επιθυμία, η ικανοποίηση της οποίας χαρίζει ιδιαίτερη ευτυχία.
550 μέτρα μετά την Πηγή Τσάμια μας καλωσορίζει φιλικά η ξύλινη, δροσερή βεράντα του καταφυγίου του Συλλόγου. Σε λίγα λεπτά το μακρύ τραπέζι γεμίζει με τις λιχουδιές που έχει ετοιμάσει ο Λάζος, ποικίλα ντόπια κρεατικά και μανιτάρια απ΄το βουνό. Χαμηλά, απέναντί μας αγναντεύουμε – φλεγόμενη από τον ήλιο – την κοιλάδα του Μεσιού Νερού, το Σέλλωμα, τον μακρύ χωματόδρομο αλλά και το πέταλο της κορυφογραμμής, έναν στόχο πολύ δυσκολότερο αλλά και πολύ πιο επιθυμητό και προκλητικό.
Απογευματάκι πια, με τον ήλιο ψηλά ακόμη, αποχαιρετάμε το φιλόξενο καταφύγιο και το εκπληκτικό φυσικό περιβάλλον αυτού του υπέροχου αλλά όχι ιδιαίτερα γνωστού βουνού. Κατευθυνόμαστε μαζί με τους φίλους μας στην ωραία πόλη της Σιάτιστας, μια από τις πιο αρχοντικές πόλεις της Ελλάδας. Εδώ ο Δημήτρης μας προσκαλεί για ένα τελευταίο ποτηράκι απ΄το κρασί του στο αυθεντικότερο περιβάλλον, στο κελλάρι του σπιτιού του. Χαμηλοτάβανο, με χοντρούς τοίχους, χαμηλή θερμοκρασία και απαλό φωτισμό, το καμαράκι είναι ο ιδανικός χώρος, όπου ηρεμούν για χρόνια, στα δρύινα βαρέλια τους, τα πολύτιμα λιαστά Σιατιστινά κρασιά. Θα μπορούσαμε να μεθύσουμε και μόνον από το άρωμα που είναι διάχυτο στον χώρο του κελλαριού. Πόσο μάλλον από το παλαιό λιαστό κρασί που μας προσφέρει ο Δημήτρης και δοκιμάζουμε ευλαβικά με μικρές γουλιές…
Επίλογος
Ωραιότερος επίλογος του οδοιπορικού μας στον Μπούρινο δεν θα μπορούσε να υπάρχει από την επίσκεψη και ξενάγησή μας στην Νέα Βοτανική Συλλογή της Σιάτιστας. Και, μάλιστα, αρκετές μέρες πριν από τα επίσημα εγκαίνιά της.
Η μόνιμη Βοτανική Συλλογή της Σιάτιστας στεγάζεται – όπως και το προϋπάρχον Βοτανικό Μουσείο του Ορειβατικού Συλλόγου – στην εκπληκτική αίθουσα του β΄ορόφου του ιστορικού Τραμπάντζειου Γυμνασίου – Λυκείου Σιάτιστας.
Τα εγκαίνια πραγματοποιήθηκαν στις 10 Αυγούστου, στις 8 το βράδυ. Από την πλευρά του Δήμου, χαιρετισμό απεύθυνε ο Δήμαρχος Βοΐου κ. Δημήτρης Λαμπρόπουλος κι εκ μέρους του Ορειβατικού χαιρέτησε ο Γεν. Γραμματέας Αθανάσιος Μπούρτσος. Μίλησαν επίσης ο λαογράφος, πρώην Διευθυντής της Μανούσειας Δημόσιας Βιβλιοθήκης Σιάτιστας κ. Γεώργιος Μπόντας και τους χαιρετισμούς έκλεισε ο αρχιτέκτονας – μουσειολόγος, ο οποίος εκπόνησε την μουσειολογική κι αρχιτεκτονική μελέτη, Ηρακλής Καλογερόπουλος.
Η Συλλογή αποτελείται από 434 εκθέματα αποξηραμένων φυτών του Μπούρινου και ιδιαίτερα της κοιλάδας του Μεσιού Νερού.
Τον πυρήνα της συλλογής αποτελούν τα εκθέματα του Βοτανικού Μουσείου του Ορειβατικού Συλλόγου Σιάτιστας «Ο Μπούρινος», στα οποία έχουν προστεθεί άλλα 46 νέο συλλεχθέντα.
Ο επισκέπτης της έκθεσης θα γνωρίσει τις ομορφιές αυτού του ιδιαίτερου βουνού, τη σπάνια χλωρίδα του καθώς και τη γεωλογία του. Ο συνδυασμός των ασβεστολιθικών και των οφιολιθικών πετρωμάτων, το μικροκλίμα της περιοχής καθώς κι η απουσία έντονης ανθρωπογενούς δράσης, έχουν καταστήσει το Μπούρινο έναν βοτανολογικό παράδεισο, γεύση του οποίου η συλλογή προσπαθεί να δώσει σε όσους την επισκέπτονται.
Ο σύγχρονος τρόπος παρουσίασης των εκθεμάτων, η χρήση πολυμέσων, ο μοντέρνος σχεδιασμός των επίπλων, οι μεγάλων διαστάσεων φωτογραφίες της περιοχής καθώς και τα επεξηγηματικά κείμενα, έχουν προσδώσει στη συλλογή έναν φιλικό και ελκυστικό χαρακτήρα.
Την ξενάγηση και την παρουσίαση των εκθεμάτων στους επισήμους αλλά και στον κόσμο που παραβρέθηκε στα εγκαίνια, έκανε ο Δασολόγος – Βοτανολόγος κ. Θοδωρής Παπαδόπουλος. Ήταν αυτός που ανέλαβε την συντήρηση, τον επαναπροσδιορισμό, την τεκμηρίωση, την κατηγοριοποίηση σε οικογένειες και την ονοματοδοσία των παλαιών φυτικών δειγμάτων και την περισυλλογή, επεξεργασία και τεκμηρίωση των νέων.
Το έργο χρηματοδοτήθηκε από το πρόγραμμα ΣΑΤΑ 2016 της Δημοτικής Κοινότητας Σιάτιστας με το ποσό των 25.000 ευρώ.
Η Βοτανική Συλλογή Σιάτιστας που έλαβε σάρκα και οστά με τη συνεργασία του Δήμου Βοΐου και του Ορειβατικού Συλλόγου, θα αποτελεί από τούδε και στο εξής ένα όπλο στη φαρέτρα της πόλης, ένα ακόμη συγκριτικό πλεονέκτημα στην προσέλκυση τουριστών μαζί με τα αρχοντικά, τις εκκλησίες, το εκκλησιαστικό μουσείο και την παλαιοντολογική συλλογή.
Θα προβάλλει το μεγαλείο του προστατευμένου από το δίκτυο NATURA 2000 Μπούρινου, θα συμβάλλει στη διατήρηση και προβολή της χλωρίδας του, θα καταδεικνύει στο εξής ποιες δράσεις είναι κατάλληλες, επιθυμητές κι αποδεκτές γι’ αυτόν.
Ευχαριστίες
Για την εξαιρετική μας εμπειρία στον Μπούρινο ευχαριστούμε θερμά:
Τον Σάκη Μπούρτσο, Γενικό Γραμματέα του Ορειβατικού Συλλόγου Σιάτιστας «Ο Μπούρινος». Τους πρωτοπόρους ορειβάτες του Συλλόγου Δημήτρη Τσίτσα και Λάζο Σερέφα. Τον φίλο μας ορειβάτη Μίμη Αδάμο. Τον πρόεδρο της Ε.Ο.Ο.Α. Δημήτρη Γεωργούλη, τον ορειβάτη και συγγραφέα Νίκο Νέζη και τον καλό μας φίλο Κώστα Ζαρόκωστα. Τον δασολόγο, Θοδωρή Παπαδόπουλο. Τέλος, πολλές ευχαριστίες οφείλονται στις γεωλόγους Άννα Ράσιου, Άννα Μπατσή και Ντίνα Γκίκα.
Πηγές
- Γιώργος Σφήκας, «Μπούρινος, το πανέμορφο βουνό της Δυτ. Μακεδονίας, εκδ. Ε.Ο.Σ. Σιάτιστας «Ο Μπούρινος», Σιάτιστα 1996
- Κων/νος Γουλιμής, «Το Όρος Βούρινος και η Χλωρίς του», περιοδικό «Το Βουνό», τεύχος Σεπ – Οκτ 1960
- Γεωλογικά στοιχεία και στοιχεία χλωρίδας από τις γεωλόγους Α. Ράσιου, Α. Μπατσή, Ν. Γκίκα και τον δασολόγο Θοδωρή Παπαδόπουλο.
Σημειώσεις Μπούρινου
(1) Ο Γιώργος Τσότσος από την Γαλατινή Βοΐου Κοζάνης, είναι Αγρονόμος – Τοπογράφος Μηχανικός του ΑΠΘ, Εταίρος της Εταιρείας Μακεδονικών Σπουδών, συγγραφέας πολλών άρθρων και βιβλίων σχετικά με την Ιστορική Ανθρωπογεωγραφία, Μακεδονικά Γεφύρια και Παραδοσιακή Αρχιτεκτονική.
(2) Τα στοιχεία που ακολουθούν βασίζονται σε κείμενο, σκίτσα και φωτογραφίες που είχαν την καλοσύνη να μας εμπιστευθούν οι κυρίες Άννα Ράσσιου, Δρ. Γεωλόγος, Άννα Μπατσή, Γεωλόγος MSc και Ντίνα Γκίκα, Γεωλόγος MSc.
(3) H Tηθύς αναφέρεται στην Ελληνική Μυθολογία σαν μία από τις Τιτανίδες, η οποία γέννησε 3000 ποτάμιους θεούς.
(4) Γεννημένος στην Αθήνα το 1939, ο Γιώργος Σφήκας υπήρξε κατ΄επάγγελμα γραφίστας. Το 1970 στρέφεται στην οικολογία, γράφει 29 βιβλία για την ελληνική φύση, ζωγραφίζει και εξελίσσεται σε άριστο ερευνητή της ελληνικής χλωρίδας. Η συλλογή του περιλαμβάνει 12.000 δείγματα φυτών, ενώ έχει ανακαλύψει και αρκετά νέα είδη, δύο από τα οποία φέρουν το όνομά του.
(5) Ο Κωνσταντίνος Γουλιμής (1886 – 1963) υπήρξε νομικός, διπλωμάτης και σπουδαίος βοτανολόγος. Η συλλογή του αποτελείται από 100.000 φυτά, ενώ κατέγραψε πολλά άγνωστα είδη, μερικά από τα οποία φέρουν το όνομά του.
(6) Μετά από πολλές αναζητήσεις επισημάνθηκε, τελικά, το δημοσίευμα του Κ. Γουλιμή στο περιοδικό «Το Βουνό». Σ΄αυτό συνέβαλαν αποφασιστικά ο Αιμίλιος Αδάμος, ο πρόεδρος της ΕΟΟΑ Δημήτρης Γεωργούλης και ο Νίκος Νέζης, που μας υπέδειξε το συγκεκριμένο τεύχος του περιοδικού.