Δεν προσδοκούσα βέβαια ν’ αντικρίσω απέναντί μου τον «Χορό των Ανεμόμυλων». Για δυο λόγους: πρώτα γιατί ήταν χειμώνας και μια τέτοια εποχή οι «χορευτές του ανέμου» μαζεύουν τα φτερά τους. Κι ύστερα, γιατί το 2006 ελάχιστοι πια έχουν απομείνει στο οροπέδιο. Ακόμα και μια 20ετία πριν, που τόσο με είχαν εντυπωσιάσει οι ανεμόμυλοι του Λασιθιού με τον αριθμό τους, πάλι λίγοι ήταν. Είχαν περάσει οριστικά τα χρόνια, που χιλιάδες, αμέτρητα λευκά φτερά γοργοστρέφονταν στο φύσημα του ανέμου κι έκαναν το Λασίθι μοναδική στον κόσμο περιοχή με τόσους ανεμόμυλους.
– Εγώ, ωστόσο, αν και δεν είμαι Λασιθιώτης, ευτύχησα να προλάβω την ακμή τους και την αίγλη τους, να αιχμαλωτίσω με το φακό μου την ανάλαφρη τροχιά τους, μας λέει ο Βασίλης Δρόσος, πασίγνωστος φωτογράφος του Ηρακλείου, ταξιδευτής, φυσιολάτρης και ορειβάτης.
Τον αφήνουμε να ξεφυλλίζει τις σελίδες των αναμνήσεών του, να διηγιέται την πρώτη του γνωριμία με το Λασίθι, σχεδόν μισό αιώνα πριν.

Δεν προσδοκούσα βέβαια ν’ αντικρίσω απέναντί μου τον «Χορό των Ανεμόμυλων». Για δυο λόγους: πρώτα γιατί ήταν χειμώνας και μια τέτοια εποχή οι «χορευτές του ανέμου» μαζεύουν τα φτερά τους. Κι ύστερα, γιατί το 2006 ελάχιστοι πια έχουν απομείνει στο οροπέδιο. Ακόμα και μια 20ετία πριν, που τόσο με είχαν εντυπωσιάσει οι ανεμόμυλοι του Λασιθιού με τον αριθμό τους, πάλι λίγοι ήταν. Είχαν περάσει οριστικά τα χρόνια, που χιλιάδες, αμέτρητα λευκά φτερά γοργοστρέφονταν στο φύσημα του ανέμου κι έκαναν το Λασίθι μοναδική στον κόσμο περιοχή με τόσους ανεμόμυλους.
– Εγώ, ωστόσο, αν και δεν είμαι Λασιθιώτης, ευτύχησα να προλάβω την ακμή τους και την αίγλη τους, να αιχμαλωτίσω με το φακό μου την ανάλαφρη τροχιά τους, μας λέει ο Βασίλης Δρόσος, πασίγνωστος φωτογράφος του Ηρακλείου, ταξιδευτής, φυσιολάτρης και ορειβάτης.
Τον αφήνουμε να ξεφυλλίζει τις σελίδες των αναμνήσεών του, να διηγιέται την πρώτη του γνωριμία με το Λασίθι, σχεδόν μισό αιώνα πριν.
Η ΠΡΩΤΗ ΜΟΥ ΕΠΙΣΚΕΨΗ ΣΤΟ ΟΡΟΠΕΔΙΟ ΛΑΣΙΘΙΟΥ
Ήταν το 1960. Στα 16 μου χρόνια τότε ήμουν κιόλας φωτογράφος. Εκείνη την εποχή όλοι οι φωτογράφοι κυνηγούσαμε τις εκδρομές των σχολείων για να βγάζουμε αναμνηστικές φωτογραφίες στα παιδιά. Θυμάμαι ήταν Απρίλης κι ένα γυμνάσιο είχε προγραμματίσει εκδρομή στο οροπέδιο Λασιθίου. Τους ακολούθησα μ’ ένα μηχανάκι τύπου «σόλεξ». Φτάσαμε στην ιερά Μονή Κεράς και συνεχίσαμε τον ανηφορικό, στριφογυριστό και πολύ στενό τότε χωματόδρομο γεμάτο πέτρες από κατολισθήσεις. Το μηχανάκι ζοριζόταν και κάποια στιγμή έκοψε το γκαζόσυρμα. Δεν είχα τα κατάλληλα εργαλεία για να το φτιάξω και γύρω μου υπήρχε ερημιά. Έβλεπα από μακριά τους πετρόμυλους στο Σελί και, νομίζοντας ότι εκεί ήταν το χωριό Λασίθι, υπολόγισα ότι θα μπορούσα μέσα σε είκοσι λεπτά να φτάσω ως εκεί τσουλώντας το μηχανάκι για να βρω βοήθεια. Καθώς ανηφόριζα στον ήλιο τον κακοτράχαλο δρόμο, ο ιδρώτας έτρεχε από το ξαναμμένο πρόσωπό μου και τα μακριά μαλλιά μου που έπεφταν, στα μάτια με είχαν κάνει νευρικό. Το πείσμα όμως και η περιέργεια μ’ έσπρωξαν να συνεχίσω ως τους πέτρινους ανεμόμυλους που είναι στο Σελί. Πίσω μου έβλεπα σαν νάμουν σ’ αεροπλάνο την πανοραμική θέα του φαραγγιού της Αμπέλου και την κοιλάδα των Γωνιών, Αβδού και Ποταμιών μέχρι τα βόρεια παράλια του Κρητικού πελάγου. Με έκπληξη όμως διαπίστωσα ότι δεν υπήρχε άνθρωπος εκεί. Σταμάτησα στην μπούκα του Σελιού κι ένοιωσα να με κυριεύει δέος.
Ένας αλλιώτικος κόσμος πρόβαλε μπροστά μου. Ένα τοπίο παραμυθένιο με χιλιάδες ανεμόμυλους να κατακλύζουν τον κάμπο και να γυρίζουν σαν ένα σμήνος από λευκές πεταλούδες. Δίστασα για μια στιγμή, δεν ήξερα αν έπρεπε να συνεχίσω ή να γυρίσω. Μπροστά μου κατήφορος, πίσω μου κατήφορος!
Η περιέργεια με ώθησε να κατηφορίσω προς τον κάμπο. Εκεί συναντάω έναν χωρικό που έφτιαχνε αυλακιές με την σκαλίδα και οδηγούσε το νερό που έβγαζε ο μύλος προς τον κήπο του. Τον ρωτάω να μου πει πού είναι το Λασίθι. «Επαέ παιδί μου» μου λέει, «ποιο χωριό θες, επαέ έχει πολλά χωριά γύρω-γύρω…». «Εγώ θέλω να μου πεις σε ποιο χωριό θα φτιάξω το μηχανάκι μου», του απαντώ. «Εδά συνεννοηθήκαμε», μου λέει. «Άκου να δεις, θα πας στο Τζερμιάδο είναι το πιο μεγάλο χωριό κι εκειά θα ρωτήξεις πού είναι ο πεταλωτής. Αυτός πεταλώνει τσι γαϊδάρους μα ξέρει και από μηχανές γιατί σιάχνει και τα σκαφτικά εργαλεία και σίγουρα θα σου το σάξει.» Αποχαιρέτησα το χωρικό και σπρώχνοντας το μηχανάκι έφτασα μετά από είκοσι λεπτά περίπου στο Τζερμιάδο. Εκεί βρήκα τον πεταλωτή να προσπαθεί να προσαρμόσει ένα πέταλο σε κάποιο γαϊδουράκι. Δίπλα ήταν και άλλα δεμένα γαϊδουράκια. Ο πεταλωτής ήταν νευριασμένος γιατί το γαϊδουράκι τσινούσε και τον δυσκόλευε. Περίμενα να τελειώσει, μα αργούσε. Σε κάποια στιγμή που σταμάτησε για να σκουπίσει τον ιδρώτα του, πήρα το θάρρος να τον ρωτήσω αν μπορούσε να ρίξει μια ματιά στο μηχανάκι μου. Με κοίταξε και νευριασμένος όπως ήταν μου είπε «Να περιμένεις στη σειρά γιατί έχω και άλλους δυο να πεταλώσω και απόεις θα ξανοίξω ίντα μπορώ να κάμω». Σάστισα λίγο μα δεν μίλησα. Συνέχισα να περιμένω μέχρι να τελειώσει. Η ώρα περνούσε και ο πεταλωτής δεν τελείωνε. Είχε φτάσει μεσημέρι και άρχισα να ανησυχώ ότι δεν θα καταφέρω να γυρίσω στο Ηράκλειο αν βράδιαζε. Έτσι αποφάσισα να πάρω το μηχανάκι και να γυρίσω. Στο δρόμο για την επιστροφή άρχισα να παρατηρώ το τοπίο, πιο ήρεμος πλέον αφού το είχα πάρει απόφαση ότι θα γυρίσω με τα πόδια. Μου άρεσε πάρα πολύ τούτος ο τόπος. Η ομορφιά του κάμπου, οι μύλοι – που τους θεώρησα σαν το 8ο θαύμα του κόσμου που δεν είχε ανακαλυφθεί. Ζορίστηκα μέχρι να φτάσω στο Σελί. Σκούπισα τον ιδρώτα μου και κάθισα λίγο ακόμα να θαυμάσω τούτο το πανόραμα, που δεν μου έκανε καρδιά ν’ αποχωριστώ. Μπροστά μου ο δρόμος κατηφόριζε μέχρι το Αβδού. Καβάλησα το μηχανάκι, έφτασα μέχρι εκεί, και, σπρώχνοντας στις ανηφόρες και καβαλώντας τις κατηφόρες έφτασα στο Ηράκλειο ξημερώματα. Σ’ όλη τη διάρκεια της διαδρομής δεν συνάντησα ούτε ένα αυτοκίνητο.
Από τότε πήγαινα σχεδόν κάθε Κυριακή σαν εκδρομή, γιατί μου άρεσε να βλέπω τους μύλους και τις διάφορες εργασίες που γίνονταν στον κάμπο. Μετά το γάμο μου έφερνα εδώ τη γυναίκα μου και αργότερα τα παιδιά μου. Γνώρισα πολλούς, έκανα φίλους Λασιθιώτες. Είναι άνθρωποι αγνοί, καλόκαρδοι, εργατικοί, προοδευτικοί και ντόμπροι. Είναι πολύ σφιχτοί σε θέματα οικονομικά, μα αυτό που θα σου παζαριάσουν να είσαι σίγουρος πως θα το πάρεις, δεν θα σε εξαπατήσουν. Το χρήμα το βγάζανε δύσκολα, ιδροκοπώντας στον κάμπο χειμώνα καλοκαίρι και αυτό τους έκαμε να σέβονται τον κόπο τους και να μην είναι σπάταλοι. Στα μάτια μου ήταν μια ξεχωριστή κοινωνία, κλεισμένη μέσα στα βουνά που περικλείουν τούτο τον τόπο. Όταν έφτανα στα Σελί αισθανόμουν σαν να άνοιγε μια πύλη, που στο διάβα της με πήγαινε σε άλλο κόσμο. Από εδώ ο κάμπος φάνταζε σαν μια πίστα χορού, όπου η λαογραφία όλου του τόπου έδινε το δικό της ρεσιτάλ κάθε εποχή του χρόνου. Ανάλογα με την εποχή, οι χωρικοί Αγρότες και κτηνοτρόφοι, με τις εργασίες τους έκαναν την «πίστα» να παίρνει άλλη όψη και χρώμα. Άλλοτε σπέρνοντας σιτηρά, άλλοτε με κηπευτικά και άλλοτε με πατάτες. Και το χειμώνα όταν σταματούσε ο «χορός», η πίστα σκεπαζόταν μ’ ένα μανδύα από χιόνι και νερό περιμένοντας την άνοιξη για ν’ αρχίσει πάλι ο κύκλος της ζωής.
Σχεδόν 50 χρόνια έχουν περάσει από τότε μα ακόμα δεν χορταίνω να βλέπω αυτό το θέαμα. Με μαγεύει ακόμα και τώρα που απέμειναν μύλοι λιγοστοί, αρκετοί όμως για να φέρνουν στο μυαλό μου τις όμορφες στιγμές και τη νοσταλγία του παρελθόντος, τότε που το οροπέδιο Λασιθίου ήταν το ομορφότερο θεματικό και λαογραφικό πάρκο στον κόσμο. Θέλω να πιστεύω ότι ακόμα και τώρα δεν είναι αργά. Ας μην αφήσουμε αυτόν τον τόσο προικισμένο τόπο να αλλοιωθεί μέσα στο πέρασμα του χρόνου και την τρέλα του εκσυγχρονισμού. Ας προσπαθήσουμε να κρατήσουμε την ομορφιά και τις αξίες του αδιάβρωτες. Κανένας άλλος τόπος δεν συγκεντρώνει τόση λαογραφία σε τόσο μικρό χώρο. Όλο το Λυσύθι είναι ένα λαογραφικό μουσείο και έτσι πρέπει να διατηρηθεί.
ΑΡΧΕΣ ΓΕΝΑΡΗ ΤΟΥ 2006
Αφήνουμε τη δημοσιά Ηρακλείου-Αγ. Νικολάου και παίρνουμε τις ανηφοριές για το Λασίθι. Λίγες μέρες πριν, ο φίλος του περιοδικού Νικόλας Λουκάκης, μισός Λασιθιώτης και μισός Σφακιανός, μας προσκάλεσε στον τόπο του.
– Μα, τι έχουμε να δούμε στο Λασίθι τέτοια εποχή; ήταν η τελευταία γραμμή αντίστασής μας.
– Τις εικόνες του χειμώνα με την καθάρια ατμόσφαιρα, την ηρεμία που επικρατεί σε χωράφια και χωριά, τη συντροφικότητα πλάι στο αναμμένο τζάκι, τον συναρπαστικό και απρόβλεπτο καιρό, όλα αυτά που βιώνουν μόνον οι ντόπιοι και ελάχιστοι επισκέπτες. Την κοσμοσυρροή και τους ανεμόμυλους – όσους τουλάχιστον έχουν απομείνει – μπορείτε να τα βρείτε το καλοκαίρι.
Δεν χρειάστηκε να καταβάλει ιδιαίτερη προσπάθεια για να μας πείσει ο Νικόλας. Άλλωστε,, αν κι είχαν περάσει 6 χρόνια, η εμπειρία της χειμωνιάτικης Κρήτης στη Ζάκρο δεν είχε φύγει ποτέ απ’ το μυαλό μας.
Ανηφορίζουμε με πολλές στροφές σε ασφάλτινο οδικό δίκτυο, που δεν θυμίζει καθόλου τον στενό χωματόδρομο και τις κατολισθήσεις, που είχε συναντήσει το 1960 ο Βασίλης Δρόσος. Το γραφικό, αμφιθεατρικό χωριό «Κερά» είναι ο τελευταίος οικισμός που συναντάμε, πριν βρεθούμε στο οροπέδιο Λασιθίου. Πασίγνωστο μνημείο της ορθοδοξίας στην περιοχή είναι η περίφημη Μονή «Παναγίας της Κεράς». Είναι χτισμένη λίγο κάτω από το δρόμο στο ΒΔ κράσπεδο του όρους Δίκτη, σε υψόμετρο 630 μ. Το τοπίο είναι υπέροχο, κατάφυτο, με άφθονα νερά. Από τον αύλειο χώρο της μονής η θέα προς τον κάμπο και την απεραντοσύνη του Κρητικού Πελάγους είναι εντυπωσιακή. Εξίσου εντυπωσιακή είναι και η αρχιτεκτονική του Καθολικού, με εμφανή τα στοιχεία της βυζαντινής καταγωγής του.
Αν και η ακριβής χρονολογία ίδρυσης της μονής είναι άγνωστη, θεωρείται πιθανόν ότι ανάγεται στην Β΄. Βυζαντινή περίοδο, (961-1211) που είναι περίοδος ανασυγκρότησης και οικοδόμησης πολλών μονών και ναών. Το βέβαιον είναι, ότι η πρώτη επίσημη αναφορά στην ύπαρξή της περιέχεται σε έγγραφο συμβολαιογράφον του Χανδάκα με ημερομηνία 13 Ιουλίου 1333.
Ο ευγενέστατος παπά-Μάξιμος μας υποδέχεται στο αρχονταρίκι και μας ξεναγεί στους χώρους και στο εσωτερικό του Καθολικού με τις υπέροχες τοιχογραφίες, που συντηρήθηκαν στις αρχές της δεκαετίας του 1970. Στην μακραίωνη ιστορία της η Μονή γνώρισε αλλεπάλληλες καταστροφές και περιπέτειες. Πολλές φορές τα έδωσε όλα για την πατρίδα και έγινε προπύργιο απελευθερωτικών αγώνων. Φημισμένες για τα θαύματά τους και φορτωμένες με θρύλους και παραδόσεις είναι οι δυο εικόνες: της «Παναγίας Καρδιώτισσας» που σήμερα βρίσκεται στον ναό του Αγ. Αλφόνσου και της «Παναγίας Κεράς», που βρίσκεται στο τέμπλο του Καθολικού.(1)
Καθώς ανηφορίζουμε προς το οροπέδιο, προβάλλει ψηλά στ’ ανατολικά ένας θεαματικός βραχώδης κώνος. Είναι ο μοναχικός λόφος του «Καρφιού», με τον ομώνυμο αρχαιολογικό χώρο, όπως μας πληροφορεί μια πινακίδα στ’ αριστερά του δρόμου. Σ’ αυτή την ανεμοδαρμένη και κακοτράχαλη περιοχή πιστεύεται ότι βρήκαν καταφύγιο το 1100 π.Χ. οι Μινωΐτες για ν’ αποφύγουν τους Δωριείς. Με κάποιες ανασκαφές έχουν βρεθεί υπολείμματα οίκησης, πιθανότατα όμως πού περισσότερα θα μπορούσαν να αποκαλυφθούν ακόμη με μια συστηματική ανασκαφή.
Ο αρχικά βατός και αργότερα κακοτράχαλος ανηφορικός δρόμος μας οδηγεί, δυο χιλιόμετρα μετά την άσφαλτο, σε επιμήκη αυχένα απόλυτα εκτεθειμένο στους ανέμους. Εδώ, σε υψόμετρο 1050 περίπου μέτρων, μας εντυπωσιάζει η ταυτόχρονη εκπληκτική θέα στο οροπέδιο, στην οροσειρά της Δίκτης και στο πέλαγος. Μια σειρά από ερειπωμένα οικοδομήματα δεσπόζουν στη γραμμή του αυχένα. Είναι οι πάλαι ποτέ περήφανοι και ακμάζοντες πετρόμυλοι-αλευρόμυλοι, 24 συνολικά, που σαν αληθινοί βιγλάτορες ξεχωρίζουν με τον γνώριμό τους όγκο στην είσοδο του οροπεδίου. Κάποιοι απ’ αυτούς – αν και με εμφανή ίχνη φθοράς – παραμένουν στο αρχικό τους ύψος. Άλλοι κείτονται σχεδόν σε λιθοσωρούς. Όλοι όμως μας αφήνουν κατάπληκτους με τις ογκώδεις διαστάσεις και τη βαριά τους κατασκευή από μεγάλους λίθους, πελεκημένους ή ακατέργαστους, που τους κάνουν να μοιάζουν περισσότερο με προμαχώνες παρά με μύλους.
Διακρίνεται ακόμη προς την κατεύθυνση του οροπεδίου το παλιό και εγκαταλελειμμένο καλντερίμι, που κάποτε οδηγούσε με πολύ σύντομη διαδρομή από τους μύλους στα χωριά. Σήμερα που νέκρωσαν οι μύλοι, έπαψε ν’ αντηχεί το λιθόστρωτό του από τα βήματα των ανθρώπων και των ζώων. Μόνον κάποιος καλά ενημερωμένος, ταξιδιώτης – φυσιολάτρης το θυμάται.
Αφήνοντας τους πετρόμυλους στην αιώνια μοναξιά τους επιστρέφουμε στο ασφάλτινο οδικό δίκτυο, που σε μερικά λεπτά μας φέρνει στο «Σελί», τον αυχένα που αποτελεί την κύρια πύλη εισόδου στο Λασίθι. Οι μύλοι που ορθώνονται εδώ διατηρούνται σε καλύτερη κατάσταση από εκείνους που αφήσαμε ψηλότερα στον αυχένα, στην τοποθεσία του Καρφιού. Είναι οι τελευταίοι αλευρόμυλοι – πετρόμυλοι, που συναντάμε πριν κατηφορίσουμε στο οροπέδιο. Όλες οι χιλιάδες των μύλων, που έκαναν διάσημο παγκοσμίως το Λασίθι, είναι σιδερένιοι νερόμυλοι με τόσο ελαφριά και «διάφανη» κατασκευή, που, συγκριτικά με τους προηγούμενους, μοιάζουν με εύθραυστες παιδικές κατασκευές.
Λιγότερο ανθεκτικοί ήταν οι πρώτοι ανεμόμυλοι, που τοποθετήθηκαν στα υπάρχοντα πηγάδια για την άντληση αρδευτικού νερού γύρω στα 1890. Η αρχική τους κατασκευή ήταν ξύλινη και δημιουργούσε πολλά προβλήματα λειτουργίας και αντοχής. Με την εισαγωγή καινοτομιών και τη χρήση όλο και περισσότερων σιδερένιων εξαρτημάτων οι τεχνίτες της περιοχής βελτίωσαν τη λειτουργία τους. Μετά το 1920 ολοκληρώνεται η ανακατασκευή των παλιάς τεχνολογίας ανεμόμυλων με νέα υλικά. Ο αριθμός τους αυξάνεται με γεωμετρική πρόοδο, «ξεφυτρώνουν» από κάθε σημείο της έκτασης των 24.000 στρεμμάτων του οροπεδίου. Με τα ολόλευκα φτερά τους, που σκιρτούσαν στο παραμικρό φύσημα του ανέμου και περιστρέφονταν, δημιουργούσαν ένα γιγάντιο σκηνικό, μια χορογραφία μυθική από χιλιάδες χορευτές, πρόθυμους, πειθαρχημένους και ομοιόμορφους, που ήταν αδύνατον να συναντήσει ανθρώπου μάτι οπουδήποτε στον κόσμο. Στ’ αλήθεια, είναι πέρα από τη φαντασία μας το θέαμα δέκα περίπου χιλιάδων περιστρεφόμενων ανεμόμυλων, όσοι δηλαδή υπολογίζονται ότι λειτουργούσαν στις δεκαετίες 1930 και ’40. Ήταν η ρομαντική αλλά και δύσκολη εποχή στο οροπέδιο, όπως άλλωστε σε κάθε αγροτική περιοχή της χώρας. Η μηχανική υποστήριξη στις καλλιέργειες ήταν από υποτυπώδης έως ανύπαρκτη. Όλες οι δουλειές γίνονταν με τα χέρια ή με τη βοήθεια των ζώων: το όργωμα, η σπορά, το θέρισμα, το αλώνισμα, το πότισμα, η συγκομιδή της φημισμένης πατάτας του Λασιθίου, η μεταφορά υλικών και προϊόντων, η κοπή και η μεταφορά των ξύλων, η θέρμανση του σπιτιού με τα τζάκια ή τις ξυλόσομπες, η Παρασκευή του φαγητού και του υπέροχου ζυμωτού ψωμιού στη φωτιά και στον ξυλόφουρνο, η εκτεταμένη χρήση του αργαλειού για τα υφαντά της οικογένειας και τόσα άλλα ακόμη. Αυτές οι αλλοτινές γραφικές εικόνες, που αποτελούσαν στοιχεία της καθημερινής ζωής – με πολλή προσωπική εργασία και μόχθο, είναι αλήθεια – σπανίζουν όλο και περισσότερο στις μέρες μας και τείνουν να εξαφανιστούν.
Ο απόηχος της παράδοσης εξακολουθεί να παραμένει μόνον σε ορισμένες παλιές φωτογραφίες εποχής ή σε μεμονωμένες δραστηριότητες, με πρωταγωνιστή πάντα κάποιο ηλικιωμένο άνδρα ή γυναίκα. Θεωρούμε πια σπάνιο και συλλεκτικό φωτογραφικό θέμα την εικόνα ενός αγωγιάτη με το γαϊδουράκι του ή μιας γυναίκας που γνέθει το μαλλί στη ρόκα ή – πολύ περισσότερο – που κουβαλάει ξύλα στην πλάτη. Και είναι πράγματι σπάνιες οι εικόνες. Σε μερικά χρόνια δεν θα υπάρχουν ούτε αυτές.
Η εξέλιξη της τεχνολογίας λοιπόν είχε καταλυτική επίδραση και στη χρήση των ανεμόμυλων. Γύρω στο 1955 οι πρώτες βενζινοκίνητες αντλίες κάνουν την εμφάνισή τους στο οροπέδιο και αμέσως μετά την καθιέρωσή τους για την άντληση του αρδευτικού νερού, σταματά η εγκατάσταση νέων ανεμόμυλων. Με την φθίνουσα πορεία της χρήσης τους οι ανεμόμυλοι περιορίζονται το 1973 στους 8.000 και το 1983 στους 1.000, όσους περίπου αντίκρισα κι έμεινα έκθαμβος, την πρώτη φορά που διέσχισα το Λασίθι. Σήμερα δεν υπάρχουν παρά ελάχιστοι, διάσπαρτοι εδώ κι εκεί. Ο θρυλικός Λασιθιώτικος κάμπος, που πρόβαλλε ξαφνικά σαν παραμυθένιος τόπος από το στόμιο του αυχένα και άφηνε άναυδους εκατοντάδες χιλιάδες επισκέπτες, Έλληνες και ξένους, παραμένει ως εικόνα μόνο στη θύμηση των παλαιοτέρων ή σε κάποιους τουριστικούς οδηγούς και καρτ-ποστάλ της εποχής. Αυτό βέβαια δεν σημαίνει, ότι μετά την χειμερινή περίοδο δεν ανοίγουν πάλι στις πνοές του ανέμου κάποια λευκά φτερά. Είναι όμως τόσο λίγα, που δεν αρκούν για να επανασυστήσουν το θέαμα, που έκανε παγκοσμίως μοναδικό και διάσημο το Λασίθι. Φυσικά έχει περάσει οριστικά η εποχή, που κάθε αγροτική Λασιθιώτικη οικογένεια είχε στη γη που καλλιεργούσε και κάποιους ανεμόμυλους.
– Τότε οι οικογένειες είχαν πολλά παιδιά, μας λέει ένας ηλικιωμένος. Κάθε παιδί, απ’ τα μικρά του ακόμα χρόνια, αναλάμβανε να παρακολουθεί τη λειτουργία και τη συντήρηση ενός ανεμόμυλου, που τον θεωρούσε σαν δικό του. Δεν ήταν εύκολη δουλειά, απαιτούσε υπευθυνότητα και πείρα.
Σήμερα, η – έστω και μερική – αναβίωση του παρελθόντος προβληματίζει κατοίκους και φορείς, αφού οι ανεμόμυλοι είναι το «σήμα κατατεθέν» του οροπεδίου του Λασιθίου και πόλος έλξης για τους πολυπληθείς επισκέπτες του. Ήδη από το 1995 υπάρχει μελέτη του Μεστόβιου Πολυτεχνείου για επαναλειτουργία κάποιων ανεμόμυλων με χρηματοδότηση των κατοίκων και υποχρέωσή τους να φροντίζουν τη λειτουργία τους. Ας ευχηθούμε, πως όλο και κάποιοι καινούριοι ανεμόμυλοι θ’ ανοίγουν τα φτερά τους, για να προσελκύουν όλο και περισσότερους επισκέπτες, τόσο απαραίτητους για την ανάπτυξη του τόπου.
Το δειλινό μας βρίσκει να διασχίζουμε το «Τζερμιάδο», έδρα του Δήμου Οροπεδίου Λασιθίου. Καθώς παίρνουμε ν’ ανηφορίζουμε ανατολικά προς Αγ. Νικόλαο, ένα παράξενο φως, διάχυτο σε μεγάλο τμήμα του ουρανού, μας υποχρεώνει να σταματήσουμε. Μακριά στον δυτικό ορεινό ορίζοντα ο ήλιος χαμηλώνει ανάμεσα σε σύννεφα, βάφοντας τα πάντα ολόγυρά του με ανταύγειες πορφυρές. Εκτεθειμένοι στον ψυχρό βοριά του υψομέτρου των 900 μ., απομένουμε για ώρα εκστατικοί απέναντι σ’ αυτό το ηλιοβασίλεμα, ένα από τα θεαματικότερα που μπορούσε να μας χαρίσει το οροπέδιο. Όταν πια το φως είναι πολύ λιγοστό για τις φωτογραφικές μας μηχανές, βρίσκουμε ζεστό καταφύγιο στο γειτονικό ταβερνάκι «ΣΚΑΠΑΝΗΣ», που τα παράθυρά του είναι αντίκρυ σ’ αυτό το υπερθέαμα. Την ώρα τούτη της σπάνιας ομορφιάς έχουμε το προνόμιο να είμαστε ολομόναχοι. Πλάι στο αναμμένο τζάκι γιορτάζουμε με Κρητικό κρασί και τσικουδιά την πρώτη νύχτα της επανόδου μας στην Κρήτη. Ωμά άγρια χόρτα του βουνού, τραχανάς, μακαρόνια χειροποίητα – «κιουφιχτά» – και θαυμάσια εξυπηρέτηση από την οικογένεια του Μανώλη Μαρμακεθιανάκη, σ’ ένα από τα ωραιότερα σημεία του Λασιθιύ.
Είναι πια νύχτα, όταν φτάνουμε στον παραδοσιακό ξενώνα «Βιλαέτι», στον οικισμό του Αγ. Κωνσταντίνου. Ο Γιώργος Βιδάλης και η Αλίκη, πολύ φιλικοί και ανοιχτόκαρδοι, μας καλωσορίζουν με αναμμένο τζάκι και ωραία τσικουδιά. Είναι αδύνατον να την αρνηθούμε ή να την αποφύγουμε στην Κρήτη, είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με την παράδοση και την καθημερινή ζωή των Κρητικών. Και, όσο κι αν ακούγεται παράξενο, η γεύση της είναι διαφορετική και η επιθυμία κατανάλωσής της πολύ εντονότερη στην Κρήτη.
Αποκοιμιόμαστε με τις φλόγες του τζακιού. Όσο κι αν η κεντρική θέρμανση θεωρείται απαραίτητη, η μαγεία του τζακιού μια ψυχρή χειμωνιάτικη νύχτα δεν έχει υποκατάστατο.
ΣΤΟ ΔΙΚΤΑΙΟ ΑΝΤΡΟ
Ο χειμώνας είναι αισθητός στο Λασίθι. Εδώ, στο υψόμετρο των 850 μ., ο καιρός ελάχιστη ομοιότητα έχει με τον ήπιο καιρό στα παράλια της Κρήτης. Ήδη τα ξημερώματα το θερμόμετρο μετά βίας δείχνει 3 βαθμούς πάνω απ’ το μηδέν. Ο ουρανός, ωστόσο, εξακολουθεί να είναι γαλανός με αραιά λευκά θεαματικά σύννεφα.
– Αυτές τις μέρες θα χιονίσει, λέει με βεβαιότητα μετεωρολόγου ο Νικόλας.
Του δείχνω τον ουρανό χαμογελώντας συγκαταβατικά.
– Δεν έχεις ιδέα, πόσο απρόβλεπτος είναι εδώ πάνω ο καιρός. Θα το διαπιστώσεις σύντομα.
Άλλωστε τις μέρες των Χριστουγέννων τα γύρω βουνά αλλά και όλο το οροπέδιο ήταν καλυμμένα από χιόνι, καταλήγει ο φίλος μας.
Ξεκινάμε την περιήγησή μας με κατεύθυνση Δ και προορισμό μας το Ψυχρό. Στη διαδρομή περνάμε διαδοχικά από τα χωριά Αγ. Γεώργιος, Κουδουμαλιά, Αβρακόντες, Καμινάκι, Μαγουλάς. Όλα έχουν ωραία θέα στο οροπέδιο και στα γύρω βουνά και θα μπορούσαν να ήταν πολύ γραφικότερα, αν τα παραδοσιακά σπιτάκια που έχουν απομείνει ήταν περισσότερα και οι καινούργιες κατοικίες πιο καλαίσθητες. Στο Ψυχρό σταματάμε. Μια πινακίδα μας κατευθύνει στο ανηφορικό καλντερίμι προς το Δικταίο Άντρο.
Αν το Οροπέδιο Λασιθίου έχει ως ορατό πόλο τουριστικής έλξης τους εναπομείναντες ανεμόμυλους, υπάρχει κάτι ακόμα, αθέατο και με πολύ μεγάλη αρχαιολογική και ιστορική σημασία. Είναι το Δικταίο Άντρο, το διασημότερο αρχαίο Κρητικό λατρευτικό σπήλαιο, που βρίσκεται στα έγκατα των Λασιθιώτικων βουνών, της θρυλικής αρχαίας Δίκτης, ιερού βουνού σ’ όλη την κεντρική και ανατολική Κρήτη.
Αρχίζουμε ν’ ανηφορίζουμε το φαρδύ καλντερίμι, σε αρκετά σημεία ανώμαλο και με αραιά ενδιάμεσα σκαλοπάτια. Όλη η κακοτράχαλη ασβεστολιθική πλαγιά είναι κατάφυτη με πουρνάρια σε δενδρώδη μορφή. Πολλά απ’ αυτά είναι τεράστια σε όγκο, υπεραιωνόβια και αφθονούν σ’ όλες τις πλαγιές που περιβάλλουν το οροπέδιο. Σε 13 λεπτά με κανονικό ρυθμό καλύπτουμε την υψομετρική διαφορά των 100 μέτρων από το σημείο εκκίνησής μας και φτάνουμε μπροστά στην είσοδο του εκδοτηρίου εισιτηρίων σε υψόμετρο 1025 μέτρων.(2)
Η θέα του οροπεδίου είναι ήδη εντυπωσιακή. Διακρίνουμε καθαρά αρκετές από τις χαρακτηριστικές «λίνιες», τα αποστραγγιστικά κανάλια που είχαν διανοίξει τον 17ο αιώνα οι Ενετοί, για να αντιμετωπίζουν τις πλημμύρες του ποταμού Χαυλά στις καλλιεργημένες εκτάσεις μετά από έντονες βροχοπτώσεις. Και είναι στ’ αλήθεια συναρπαστικό ν’ ατενίζει ακόμη και σήμερα κανείς, μετά από τέσσερις περίπου αιώνες, τις δεκάδες μεγάλες ευθείες γραμμές, που τέμνουν οριζοντίως και καθέτως το οροπέδιο.
Έρχεται η στιγμή να εισέλθουμε στο σπήλαιο. Από την εξαιρετική μονογραφία «Δικταίο Άντρο» του Αντώνη Βασιλάκη (3) αντλούμε πληθώρα συναρπαστικών πληροφοριών. Σύμφωνα λοιπόν με την αρχαιότερη ελληνική γραπτή παράδοση, τον ποιητή Ησίοδο, το σπήλαιο συνδέεται με την γέννηση και τη λατρεία του «Κρηταγενή» Δία αλλά και του μεγάλου βασιλιά της Κρήτης Μίνωα, γιο του πατέρα των θεών. Το Δικταίο Άντρο είναι αναμφισβήτητα πρώτο απ’ όλα τα κρητικά σπήλαια σε επιβλητικότητα και μεγαλοπρέπεια, αφού για 6.000 περίπου χρόνια εμπνέει μυστηριακή διάθεση και δέος στον επισκέπτη. Είναι επίσης ένας από τους πρώτους μεγάλους αρχαιολογικούς τόπους στην Κρήτη όπου έγιναν ανασκαφές.
Η ανακάλυψη αρχαίων στο σπήλαιο έγινε το 1880, κατά μαρτυρία του Ιωσήφ Χατζηδάκη, από έναν κυνηγό που κατέφυγε στο πάνω τμήμα του σπηλαίου για να προστατευθεί από την κακοκαιρία.
Τυχαία με το όπλο του βρήκε ένα χάλκινο ειδώλιο βοδιού. Το γεγονός μαθεύτηκε και όλοι οι κάτοικοι άρχισαν να ψάχνουν για αρχαία. Βρήκαν πολυάριθμα χάλκινα και πήλινα ειδώλια, διπλούς πελέκεις, βέλη, ξίφη, αιχμές δοράτων και πήλινα αγγεία που τα πούλησαν σε διαφορους αγοραστές, ενώ ολόκληρα φορτία με χάλκινα αντικείμενα φαίνεται ότι κατέληξαν σε χυτήρια του Ηρακλείου!
Κατά τον Χόγκαρθ τα πρώτα αρχαία ανακαλύφθηκαν το 1883 από τους ντόπιους που χρησιμοποιούσαν το σπήλαιο ως στάβλο. Ειδοποιήθηκαν ο Χατζιδάκης και ο Άλμπερ, που το εξερεύνησαν πρώτοι το 1886. μετά την αναχώρησή τους οι χωρικοί συνέχιζαν να βρίσκουν αρχαία.
Αυτά τα πούλησαν στον Έβανς που επισκέφθηκε το σπήλαιο αρχικά το 1894 και κατόπιν τα δυο επόμενα χρόνια μαζί με τον Μάιρς. Τα ευρήματα των ανασκαφών τα πήρε στην Μ. Βρετανία στο Μουσείο Ασμόλεαν. Ο τρίτος ερευνητής του σπηλαίου ήταν ο Γάλλος Ντεμάρν το 1897. Συστηματικός ανασκαφέας όμως υπήρξε ο Χόγκαρθ το 1899. Αξίζει να παρακολουθήσουμε ένα μικρό τμήμα της συναρπαστικής του αφήγησης: «Στις 12 Ιουνίου 1899 έβαλα περίπου 30 άντρες και γυναίκες να εργαστούν στην απότομη πλαγιά του κάτω σπηλαίου, φωτίζοντας το σκοτάδι με λάμπες πετρελαίου. Πολύ γρήγορα ήρθαν στο φως ποικίλα χάλκινα αντικείμενα και μερικά κομμάτια χρυσού φάνηκαν στα κόσκινα.
Αν και μια κρούστα από σταλακτίτη είχε καλύψει τα πάντα, άξιζε τον κόπο να την σπάσουμε. Ξαφνικά παρουσιάστηκε ένα χάλκινο μαχαίρι,, που εξείχε από έναν σταλακτίτη – κολώνα και με αφορμή αυτό βρέθηκαν περισσότερες λάμες και περόνες. Μερικές ρωγμές απέδωσαν μέχρι και δέκα χάλκινα αντικείμενα, που ήταν καρφωμένα στους σταλακτίτες και σταλαγμίτες και χρειάστηκε να τους σπάσουμε για αν τα πάρουμε.
Από τη λάσπη στον πυθμένα της μικρής λίμνης συλλέξαμε πάνω από δώδεκα χάλκινα ειδώλια και μισή ντουζίνα σκαλισμένα κοσμήματα μαζί με αρκετά κοινά δαχτυλίδια, περόνες και λάμες. Με την ελπίδα της ανταμοιβής που έδινα για τα καλύτερα αντικείμενα αλλά και με την έξαψη από μια τέτοια πρωτόγνωρη έρευνα, οι χωρικοί εργάζονταν με ξέφρενη όρεξη, σκαρφαλώνοντας στις κολώνες που υψώνονταν πάνω από τη λίμνη. Ήταν ένα αλλόκοτο θέαμα, χωρίς προηγούμενο σε εμπειρία κανενός αρχαιολόγου.
Ύστερα από τέσσερις μέρες παρέλαβα όλα τα χάλκινα αντικείμενα, περίπου 500 συνολικά, τα χρυσά αντικείμενα, τις πολύτιμες πέτρες, τα αντικείμενα από ελεφαντόδοντο και κόκκαλο, τις τερρακότες και έφυγα για το Ηράκλειο. Άφησα στη φροντίδα των επισήμων του χωριού 550 ακέραια δείγματα απλών κωνικών κυπέλλων και μια μεγάλη ποσότητα από κόκκαλα».
Τόσο στο Πάνω όσο και στο Κάτω τμήμα του σπηλαίου έχουν ανακαλυφθεί αναρίθμητα και ποικίλα ευρήματα, χαρακτηριστικά των διαφόρων περιόδων κατοίκησης αλλά και λατρευτικών φάσεων του σπηλαίου. Όλα τα ευρήματα και οι χρονικές περίοδοι κατοίκησης και λατρείας περιγράφονται αναλυτικά στην μονογραφία του Βασιλάκη. Αξίζει να αναφερθεί, ότι η κατοίκηση και λατρευτική χρήση του Δικταίου Άντρου χρονολογείται από την νεολιθική εποχή και συνεχίστηκε μέχρι τους Ελληνορωμαϊκούς χρόνους, δηλαδή για μια συνολική περίοδο 4.500 περίπου χρόνων.
Τα κτητικά λατρευτικά σπήλαια αποτελούν τη μία από τις δυο μεγάλες κατηγορίες φυσικών ιερών. Η άλλη κατηγορία είναι τα λεγόμενα «ιερά κορυφής» ή «ορεινά ιερά» ή απλώς «υπαίθρια ιερά». Από τα 3.500 (!) σπήλαια και τους άλλους γεωλογικούς σχηματισμούς που έχουν καταγραφεί στην Κρήτη μόνον μερικές δεκάδες μπορούν να χαρακτηριστούν λατρευτικά. Τα τέσσερα διασημότερα είναι το Δικταίο Άντρο, το Ιδαίο Άντρο, το «Σπήλαιο Ειλείθυιας Αμνισού» και το «Σπήλαιο Καμαρών», ενώ το πληρέστερα ερευνημένο είναι το Δικταίο Άντρο.
Καθώς αρχίζουμε την επίσκεψή μας συναντάμε αρχικά το Πάνω Σπήλαιο, μια αίθουσα εντυπωσιακών διαστάσεων με μήκος 42, πλάτος 19 και μέγιστο ύψος 6,5 μέτρων. Εδώ υπάρχουν μεγάλοι βράχοι και λίγοι σταλαγμίτες. Κατηφορίζοντας αρκετές δεκάδες ελικοειδών σκαλοπατιών ανάμεσα σε πλούσιο διάκοσμο καταλήγουμε στην βάση του σπηλαίου, όπου βρίσκεται η περίφημη «ιερή λίμνη», με διαστάσεις 16 Χ 7,5 μέτρα και βάθος ένα περίπου μέτρο. Στον πυθμένα της, όπου κάποτε ηρεμούσαν για χιλιάδες χρόνια τα αρχαία αντικείμενα, σήμερα λαμπυρίζουν αναρίθμητα και ποικίλα σύγχρονα νομίσματα που ρίχνουν οι επισκέπτες. Όλος ο χώρος γύρω από τη λιμνούλα είναι προικισμένος από τη φύση με θεαματικό και πλουσιώτατο λιθωματικό διάκοσμο, σταλακτίτες, σταλαγμίτες, κολώνες, παραπετάσματα. Δυστυχώς στα χρόνια που προηγήθηκαν έχουν προξενηθεί πολλές φθορές, ενώ διάκοσμος, οροφή και τοιχώματα είναι μαυρισμένα από τις καπνιές των φωτιστικών μέσων που κάποτε χρησιμοποιούντο. Αυτό ωστόσο δεν μειώνει ούτε τον πλούτο του διάκοσμου ούτε την αξία και σημασία της επίσκεψης.
Όλο το χρόνο, και ιδιαίτερα κατά την θερινή περίοδο, το σπήλαιο προσελκύει χιλιάδες επισκέπτες, Έλληνες και ξένους. Στα γειτονικά χωριά και κυρίως στο Ψυχρό έχει αναπτυχθεί τα τελευταία χρόνια αξιόλογη τουριστική υποδομή με καταστήματα, κάποια καταλύματα και πολλές καλές ταβέρνες. Στον ευρύτατο χώρο στάθμευσης πριν από το ανηφορικό καλντερίμι λειτουργούν το καλοκαίρι πολλά εστιατόρια και καφέ, τώρα όμως ένα μόνον είναι ανοιχτό, ο «Δίκταμος». Μεγάλος και όμορφος χώρος με τζάκι, εξαιρετική θέα στο οροπέδιο, πολύ φιλική και εξυπηρετική η οικογένεια του Χαρίλαου Γαλανάκη και άριστης ποιότητας όλες οι γεύσεις που δοκιμάζουμε.
ΠΕΡΙΠΛΑΝΩΜΕΝΟΙ ΣΤΟ ΟΡΟΠΕΔΙΟ
Τις επόμενες μέρες ο καιρός εξακολουθεί να είναι ψυχρός, με εντυπωσιακούς σχηματισμούς σύννεφων αλλά και μεγάλα διαστήματα ηλιοφάνειας. Οι δυσοίωνες προβλέψεις του φίλου μας Νικόλα προς το παρόν δεν επαληθεύονται. Στα γύρω βουνά εξακολουθούν να παραμένουν λευκές κηλίδες Χριστουγεννιάτικου χιονιού, το οροπέδιο όμως είναι στεγνό και, με τις αμυγδαλιές που είναι ήδη ανθισμένες μοιάζει ανοιξιάτικο.
Κάθε μέρα, από νωρίς το πρωί ως το τελευταίο φως, αφιερώνουμε το χρόνο μας σε χαλαρές, αγχολυτικές περιηγήσεις σε κάθε σημείο του οροπεδίου. Με το καλό – γενικά – περιφερειακό ασφάλτινο δίκτυο έχουμε την ευκαιρία να γνωρίσουμε όλα τα χωριά. Είναι χτισμένα περιμετρικά του οροπεδίου πάνω στο δρόμο, που περνάει είτε από τις παρυφές της καλλιεργημένης έκτασης είτε από τους πρόποδες υψωμάτων. Η εικόνα των χωριών του Λασιθιού είναι περίπου ομοιόμορφη. Σπίτια κανονικών διαστάσεων ή μικρά, περιορισμένης έκτασης πλατειούλες, αρκετοί στενοί δρόμοι, κάποιοι πλακόστρωτοι. Τα παραδοσιακά πετρόχτιστα είναι λίγα και ακόμη λιγότερα αυτά που έχουν να επιδείξουν αξιόλογη αρχιτεκτονική. Επικρατούν το τσιμέντο, το αλουμίνιο και αρκετές φορές κάποια πρόχειρα οικοδομικά υλικά, ομοιογενή και πανέμορφο τόπο ίσως θάπρεπε να προσεχθεί περισσότερο η οικιστική ταυτότητα. Υπάρχουν βέβαια και κάποιες περιορισμένες συγκεντρώσεις παραδοσιακών σπιτιών, χάνονται όμως μέσα στις ετερόκλιτες κατασκευαστικές επιλογές, που έχουν επικρατήσει τα τελευταία χρόνια.
Αναξάρτητα πάντως από τη γενική όψη του οικοδομικού ιστού, δεν λείπει το ενδιαφέρον της περιήγησης στα χωριά του Λασιθιού, όπου ανακαλύπτουμε αρκετές γωνιές του παρελθόντος, ταβερνάκια και καφενεδάκια με ανοιχτόκαρδους ανθρώπους, που πάντα είναι πρόθυμοι να κεράσουν στους ξένους μια τσικουδιά ή ένα καφεδάκι. Στον Αγ. Γεώργιο, ένα από τα μεγάλα χωριά της περιοχής, λειτουργούν δυο αξιόλογα μουσεία: το Κρητικό Λαογραφικό με πλήθος αντικειμένων λαογραφικού ενδιαφέροντος και, πολύ κοντά του, το Μουσείο Ελευθερίου Βενιζέλου. Στεγάζεται σε λιθόκτιστο κτίριο του 1871 και περιλαμβάνει φωτογραφικό υλικό, ιστορικά ντοκουμέντα και πλήθος ενθυμημάτων που αναφέρονται στον μεγάλο Κρητικό.
Πολύ κοντά στον Αγ. Γεώργιο βρίσκεται και η ιστορική Μονή της Κρουσταλλένιας, που η ίδρυσή της πιθανολογείται κατά την Β΄. Βυζαντινή περίοδο (961-1204). Κατά την περίοδο ερήμωσης του Λασιθίου (1284-1514) έπαψε να λειτουργεί και καταστράφηκε, επανασυστήθηκε όμως το 1545 και από τότε συνέχισε το πνευματικό της έργο και τη μεγάλη της προσφορά σ’ όλους τους Κρητικούς αγώνες. Σήμερα η μονή είναι ένα μεγάλο κτιριακό συγκρότημα με πολλά κελλιά και λοιπές εγκαταστάσεις, αύλειο χώρο με πολλαπλά επίπεδα και καθολικό που δεσπόζει στο υψηλότερο σημείο αλλά είναι κλειστό. Ένα σπάνιο και αξιοπερίεργο φαινόμενο που μας εντυπωσιάζει είναι η πασίγνωστη συστάδα 15 κορμών αιωνόβιων πουρναριών που έχουν φυτρώσει, το ένα δίπλα στο άλλο, γύρω, πάνω και μέσα σ’ έναν μεγάλο βράχο στον αύλειο χώρο της μονής.
Πολύ μεταγενέστερη είναι η Μονή Βιδιανής, στην ΒΔ πλευρά του οροπεδίου. Το καθολικό είναι φρουριακής μορφής, κατασκευασμένο με μεγάλους πελεκητούς λίθους στο μέσον πανύψηλων κυπαρισσιών. Η μονή πρέπει να χτίστηκε στις αρχές του 1800 και το 1866 κάηκε από τους Τούρκους. Επανιδρύθηκε το 1879 και λειτούργησε μέχρι το 1943, όποτε σκοτώθηκε από τους Γερμανούς ο τελευταίος ηγούμενος Δωρόθεος Τσαγκαράκης. Το 1990 ο νυν Μητροπολίτης Πέτρας και Χερσονήσου Νεκτάριος ξεκίνησε την προσπάθεια αναστήλωσης, που, μαζί με την δημιουργία του Μουσείου Φυσικής Ιστορίας, συνεχίζεται από τον ηγούμενο Δωρόθεο.
Λίγο πιο κάτω από τη Βιδιανή, στο Δ άκρο του οροπεδίου, βρίσκεται η τοποθεσία «Χώνος», όπου καταλήγουν όλα τα νερά του Λασιθιού.
Στο κέντρο του Ψυχρού, λίγο πιο κάτω από την εκκλησία, θαυμάζουμε μια μεγάλη σκεπαστή πηγή, που οικοδομήθηκε το 1887. Την περίοδο αυτή, που δεν έχει πέσει πολύ χιόνι ούτε έντονες βροχοπτώσεις, η ροή του θαυμάσιου νερού από τους κρουνούς της είναι απίστευτη.
Στο χωριουδάκι Μαρμακέτο, πριν από το Τζερμιάδο, κάνει την εμφάνισή του πλάι στο δρόμο, ένα μεγάλο έλατο, το μοναδικό που παρατηρούμε στην περιοχή του οροπεδίου.
Στον μικρό οικισμό Μέσα Λασιθάκι, συναντάμε μια ηλικιωμένη κυρούλα, που, φορτωμένη μ’ ένα τσουβάλι δυσανάλογα βαρύ για την ηλικία και τη σημαντική της διάπλαση, έχει πάρει αργά το δρόμο προς το Μέσα Λασίθι.
– Που πας κυρούλα; τη ρωτάμε.
– Στο Μέσα Λασίθι, γιε μου.
– Θα κάνεις τόσο δρόμο φορτωμένη; Έλα μαζί μας.
– Όχι γιε μου, δεν πειράζει, είμαι συνηθισμένη.
Μετά από πολλές προσπάθειες κάμπτουμε την περηφάνια της. Σ’ όλη τη διαδρομή δεν παύει να μας ευχαριστεί και να μας γεμίζει με ευχές.
Έρχεται στο νου μου μια ανάλογη σκηνή ύψιστης αντοχής και αξιοπρέπειας μια εικοσαετία περίπου πριν σ’ ένα χωριό της Μάνης. Μια 80χρονη γυναικούλα κουβαλούσε στην πλάτη της μισό τενεκέ λάδι. Με μεγάλο κόπο και παρακάλια την είχαμε πείσει να δεχτεί τη βοήθειά μας στο υπόλοιπο της διαδρομής των 5 χιλιομέτρων ως τον προορισμό της.
Πάνω από τον Αγ. Κων/νο ορθώνονται ένας μοναχικός και απότομος λόφος που δεσπόζει σ’ όλο το οροπέδιο. Παίρνουμε τον κακατράχαλο χωματόδρομο, που μετά από ενάμισι χιλιόμετρο καταλήγει στην κορυφή του. Εδώ βρίσκεται τσιμεντένια δεξαμενή νερού, κολωνάκι της Γ.Υ.Σ. και το εξωκκλήσι του Τίμιου Σταυρού, χτισμένο με πέτρα το 1864 αλλά ασβεστοχρισμένο. Η θέα από το υψόμετρο των 1000 περίπου μέτρων είναι κορυφαία. Μένουμε αρκετή ώρα και αγκαλιάζουμε με το βλέμμα μας περιμετρικά όλο το οροπέδιο με τα χωραφάκια, τα δέντρα, τις σιδερένιες σιλουέτες των μύλων, τα κανάλια των Ενετών και τους αγροτικούς δρόμους, τα χωριουδάκια γύρω-γύρω και πάνω τους τα πασπαλισμένα με χιόνι κορφοβούνια. Είναι πολύ όμορφος τόπος το Λασίθι, κατοικημένος από την νεολιθική εποχή ως τις μέρες μας, με άμεση συμμετοχή σ’ όλους τους αγώνες της μακράς ιστορικής διαδρομής της Κρήτης. (5)
Τις συναρπαστικότερες όμως εικόνες της περιπλάνησής μας συναντάμε στο εσωτερικό του οροπεδίου, σ’ αυτόν τον καλλιεργημένο παράδεισο με τις αμέτρητες μικρές ιδιοκτησίες. Στα εύφορα χώματά του στο υψόμετρο των 850 μέτρων ευδοκιμούν πολλά και ποικίλα οπωροφόρα δέντρα, οι ονομασίες για την ποιότητά τους πατάτες και ένα πλήθος κηπευτικών, ότι μπορεί να φανταστεί κανείς. Πολλά κοπαδάκια προβάτων συναντάμε να βόσκουν αμέριμνα σε καταπράσινα βοσκοτόπια, ενώ στους πρόποδες των κακοτράχαλων υψωμάτων σκαρφαλώνουν τα κατσίκια ψάχνοντας στους θάμνους για τρυφερά φύλλα και βλαστούς. Στα νότια τμήματα του οροπεδίου βλέπουμε να καλλιεργούνται πολλά αμπελάκια, ενώ εκεί κοντά υπάρχει ένας μεγάλος ταμιευτήρας νερού και το στόμιο του Φαραγγιού του Χαυγά, που καταλήγει στο «Οροπέδιο του Καθαρού»,.
Κατάσπαρτος είναι ο καλλιεργημένος κάμπος με πηγάδια, χτισμένα εσωτερικά με πέτρινα τοιχώματα. Από πάνω τους ορθώνονται τα γυμνά σιδερένια κορμιά των ανεμόμυλων. Λίγοι απ’ αυτούς θα έχουν την τύχη ν’ απαιτήσουν λευκά πανιά το καλοκαίρι, που θα γυρίζουν όπως παλιά στο φύσημα του ανέμου.
Ένα αισιόδοξο μήνυμα για την περαιτέρω ανάπτυξη της τουριστικής υποδομής του τόπου, προοιωνίζεται η λειτουργία του Οικολογικού Παραδοσιακού Πάρκου Λάσινθος. Απλωμένη η μονάδα σε μια μαγευτικής θέας πλαγιά 150 στρεμμάτων, κοντά στον οικισμό του Αγ. Γεωργίου, συνδυάζει παραδοσιακά καταλύματα συνολικής δυναμικότητας 73 κλινών, θαυμάσια και πολύ μεγάλη αίθουσα εστίασης, πλήθος οικόσιτων ζώων και πτηνών, ένα μεγάλο φάσμα βιολογικών καλλιεργειών και γενικότερα όλα εκείνα τα στοιχεία, που επιτρέπουν στον επισκέπτη όχι μόνον να γνωρίζει αλλά και να συμμετέχει στον ετήσιο κύκλο παραγωγής των προϊόντων και γενικότερα στον παραδοσιακό τρόπο ζωής του οροπεδίου.
ΣΤΑ ΟΡΟΠΕΔΙΑ ΤΟΥ ΚΑΘΑΡΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΛΙΜΝΑΚΑΡΟΥ
Μέρα με τη μέρα αλλάζει ο καιρός. Η θερμοκρασία πέφτει, τα σύννεφα σκουραίνουν και πυκνώνουν, όλο και πιο συχνά κρέμονται απειλητικά πάνω απ’ το οροπέδιο. Πού και πού νοτίζουν τη γη του άλλοτε με ξαφνικές λιγόλεπτες μπόρες και άλλοτε με πολύωρη σιγανή βροχή.
– Προτείνω μια διαδρομή έξω απ’ τα στενά όρια του Λασιθιού, λέει ένα μεσημέρι ο Νικόλας.
Είναι στο «Καθαρό», ένα οροπέδιο σε πολύ μεγαλύτερο υψόμετρο από το Λασίθι. Ίσως εκεί όλη αυτή η βροχή να είναι χιόνι.
Δεν διστάζουμε καθόλου. Ξεκινάμε από την πλατεία του Τζερμιάδου προς Αγ. Νικόλαο. Στα 5,3 χλμ. στρίβουμε δεξιά. Ανηφοριά, χωματόδρομος κακοτράχαλος, πέτρες και πουρνάρια, στον νότιο ορίζοντα αχνοφαίνονται οι ακτές του Αγ. Νικολάου. 4 χλμ. μετά την άσφαλτο στρίβουμε και πάλι δεξιά. Μακρυά κατά τη δύση διαγράφεται χαμηλότερα το οροπέδιο Λασιθιού, μ’ ένα σχήμα ωοειδές. Σε λίγο χάνεται απ’ τα μάτια μας, εμφανίζεται ένα νέο υψίπεδο κυκλωμένο από βουνά. Είναι το «Οροπέδιο Καθαρού», τόπος γνήσια ορεινός, σε υψόμετρο 1200 περίπου μέτρων. Στενόμακρο, πασπαλισμένο με χιόνι, χωρίς οικισμούς και ανεμόμυλους, είναι έρημο αυτή την εποχή. Τα καλοκαίρια, στα 15.000 στρέμματα της γης του, καλλιεργούνται κηπευτικά και σιτηρά, στα πλούσια λιβάδια του βόσκουν πάνω από 40.000 γιδοπρόβατα.
Μας υποδέχεται με δρόμους λασπωμένους, πουρνάρια πελώρια σε σχήμα σφαιρικό, σπίτια αραιοχτισμένα σκόρπια εδώ κι εκεί, χωρίς την παραμικρή ένδειξη ζωής. Μόνον μια καμινάδα καπνίζει σ’ αυτή την ερημιά. Είναι στο ταβερνείο του «Ζέρβα», μπροστά στην υποτυπώδη πλατειούλα, το μοναδικό που μένει και το χειμώνα ανοιχτό.
Ο Γιάννης Σιγανός σηκώνεται από την καρέκλα του πλάι στην αναμμένη μασίνα και μας καλωσορίζει.
– Πως κι ανεβήκατε εδώ πάνω με τούτο τον καιρό;
– Έ, είπαμε ναρθούμε να σε γνωρίσουμε.
Γενειοφόρος, απλός κι αυθεντικός, ο «ερημίτης του Καθαρού» είναι γνωστότερος στην περιοχή με το παρατσούκλι «Ζέρβας», που το κληρονόμησε από τον αριστερόχειρα προπάππο του. Πέντε χρόνια τώρα, περνάει τις περισσότερες μέρες της ζωής του στο Καθαρό, χαίρεται την ηρεμία και την ωραία φύση, εντοπίζει και συλλέγει απολιθώματα, πίνει κρασάκι με τους φίλους του. Φως ηλεκτρικό δεν έχει. Το καλοκαίρι του αρκεί η γεννήτρια και το χειμώνα το υγραέριο. Ακούγεται από το ραδιοφωνάκι μουσική, εδώ η τηλεόραση είναι άγνωστη.
– Τι να την κάνω; Χωρίς αυτήν είναι καλύτερη η ζωή.
Το ταβερνάκι του είναι μικροσκοπικό, χωράει τα τρία τραπεζάκια όλα κι όλα και στη μέση την ξυλόσομπα. Τηγανίζει ο Γιάννης μπριζόλες χοιρινές και πατατούλες, φέρνει σαλάτα, νόστιμο τυρί, ρακή και ωραίο κρασί. Κάποια στιγμή κατεβάζει απ’ το καρφί την κιθαρούλα. Αρχίζει να τραγουδάει μπαλάντες του Παπακωνσταντίνου και Σαββόπουλου.
Μαζί του κι εμείς. Έξω η νύχτα πέφτει ζοφερή, αρχίζει ο χιονιάς.
– Λέω να ξεκινήσετε φίλοι μου, να προλάβετε τον δρόμο ανοιχτό. Η νύχτα θάναι δύσκολη.
– Καλή αντάμωση Γιάννη, μια άλλη εποχή.
Το επόμενο πρωί μας ξυπνάει ένα θόρυβος δυνατός. Ρίχνουμε μια ματιά έξω απ’ τα τζάμια. Αμέτρητες λευκές μπαλίτσες αναπηδούν στις πλάκες.
– Αυτό είναι το «κοκοσάλι», λέει ο Νικόλας.
Σύντομα να περιμένετε και χιόνι.
Τη φορά αυτή δεν έχω λόγο ν’ αμφισβητήσω τις προβλέψεις του. Ξεκινάμε για μια βόλτα στο παγωμένο οροπέδιο. Ένα πελώριο σκούρο σύννεφο αποσπάται από το βόρειο τμήμα του ουρανού και μας πλησιάζει με ταχύτητα. Σε λιγότερο από τρία λεπτά ξεσπάει η χιονοθύελλα, σφοδρή, γοητευτική.
Κρατάει ελάχιστα λεπτά κι ύστερα ανηφορίζει προς τα νότια, στην οροσειρά της Δίκτης. Ο καιρός ξαναγίνεται ήρεμος, όπως πριν.
– Τώρα στο οροπέδιο του «Λιμνάκαρου» θα πέφτει πολύ χιόνι, μουρμουρίζει ο Νικόλας.
– Να ερμηνεύσω αυτή τη δήλωση σας επιθυμία; Τον ρωτάω.
Περιορίζεται να χαμογελάσει. Από τον οικισμό Αβρακόντες παίρνουμε τις ανηφοριές. Το ασφάλτινο οδόστρωμα πολύ γρήγορα γίνεται χωμάτινο. Μετά από μερικές στροφές εξαφανίζεται το χώμα, δίνει τη θέση του σ’ ένα λευκό, απάτητο χαλί, που όσο πάει γίνεται παχύτερο. 5 χλμ. μετά τον οικισμό Αβρακόντες φτάνουμε στο οροπέδιο του Λιμνάκαρου. Τα πάντα είναι λευκά, το χιόνι ξεπερνάει τους 10 πόντους. Τα βήματά μας μας οδηγούν στο εκκλησάκι του Αγ. Πνεύματος. Είναι τα μοναδικά ίχνη στην παρθένα επιφάνεια του χιονιού.
Ξεπερνώντας με αργή τετρακίνηση πολλές αθέατες παγίδες, διασχίζουμε το οροπέδιο με κατεύθυνση ανατολική. Το τελευταίο επικίνδυνο σημείο της διαδρομής είναι ο πολύ στενός και παγωμένος κατηφορικός δρόμος, πάνω από ένα άγριο φαράγγι. Μετά από 13 συνολικά χιλιόμετρα καταλήγουμε στην άσφαλτο, μπροστά στον κοιμητηριακό ναό του Αγ. Σάββα, 100 μέτρα από τα πρώτα σπίτια του Αγ. Γεωργίου.
ΕΠΙΛΟΓΟΣ
Μέσα σε μια εβδομάδα το χειμωνιάτικο Λασίθι μας χάρισε όλους τους καιρούς: ήλιο, ζέστη, βροχή, χιόνι και χαλάζι. Μας επιφύλαξε όμως και μια γευστική έκπληξη: ψαρόσουπα από φρεσκότατο ροφό. Το έφερε το τελευταίο βράδυ στον ξενώνα ΒΙΛΑΕΤΙ ο Γιάννης Αρχάβλης, μεγάλος ταξιδευτής και φανατικός αναγνώστης του περιοδικού, από το πρώτο κιόλας τεύχος.
– Τόσες φορές είπα να σας γράψω, μα αμελούσα. Και να τώρα, που σας συνάντησα στον τόπο μου. Ψαρόσουπα εκλεκτή, ροφός βγαλμένος απ’ τον ίδιο μες το καταχείμωνο.
– Άντε, επιτέλους να ξεφύγουμε και λίγο από το κρέας, λέει χαρούμενη η Άννα.
– Αυτό είν’ αδύνατο στην Κρήτη, λέει η Αλίκη και εμφανίζει στο τραπέζι γίδα βραστή και πιλάφι Κρητικό.
– Εγκρίνω και επαυξάνω, λέει δίπλα της ο Γιώργος, καθώς συδαυλίζει τα κάρβουνα στο τζάκι και ρίχνει πάνω τους κομμάτια χοιρινού.
Τελικά αποδείχθηκε παραπλανητικό το θαλασσινό μενού. Ήταν μόνον ο μεζές για τσικουδιά, η συνεισφορά του Γιάννη στο κέφι της παρέας. Αδύνατον στην Κρήτη ν’ αποφύγεις την παράδοση!