Δεν ανήκει στους γνωστότερους ποταμούς της Ελλάδας ούτε καν της Πελοποννήσου. Ίσως γιατί στο μεγαλύτερο τμήμα της ροής του είναι πολύ διακριτικός, μισοκρυμμένος σε στενά και δυσπρόσιτα φαράγγια ή αθέατες ρεματιές. Ο Σελινούντας, ωστόσο, είναι ένα από τα πιο συναρπαστικά και απρόβλεπτα ποτάμια. Πηγάζει από τα ψηλώματα του Καλλιφωνίου και του Ερύμανθου, στην ορεινή Αχαΐα, περνάει κοντά από έναν αρχαιολογικό χώρο και τέσσερα ιστορικά μοναστήρια , για να καταλήξει μετά από 40 πολυδαίδαλα χιλιόμετρα στην παραλία του Κορινθιακού, ανάμεσα σε Αίγιο και Διακοφτό.

Πολύ συχνά, τα τελευταία χρόνια, ο Κυριάκος Παπαγεωργίου μου μιλούσε για την “ποτάμια στράτα” του Σελινούντα. Μου εξιστορούσε, τις εντυπώσεις του από τα κρυστάλλινα νερά, τα πολυποίκιλα τοπία τα πετρόχτιστα χωριά, αλλά και τα Μοναστήρια του Σελινούντα, όλα ιστορικά και παμπάλαια, απομονωμένα στις άγιες ερημιές τους.
Ποιος είναι όμως ο Σελινούντας; Πούθε έχει τις πηγές του; Πού τερματίζει το ταξίδι του; Μια ματιά στον χάρτη της ορεινής Αχαΐας μας αποκαλύπτει τις αρχικές, νερένιες καταβολές του ποταμού. Είναι όλα εκείνα τα ανεπαίσθητα ρυάκια και μικρορέμματα, που όμοια με γαλαζωπό ιστό αράχνης, αυλακώνουν τα ψηλώματα του μυθικού Ερύμανθου και του γειτονικού Καλλιφώνιου. Τούτες οι γοργοκίνητες νερομάννες, καθώς παίρνουν τον κατήφορο προς τα πεδινά, σμίγουν αξεδιάλυτα τις ροές τους, δημιουργούν την φαρδιά και μεγαλόπρεπη κοίτη του Σελινούντα.
Είναι απρόβλεπτος ποταμός, γεμάτος εκπλήξεις στη μεγάλη διαδρομή του. Άλλοτε θα μας φανερωθεί ατίθασος και αγριεμένος, να υπερπηδάει εμπόδια και κροκάλες, να ξεχύνεται αφρισμένος από μικρούς και μεγάλους καταρράκτες, να ελίσσεται με πάταγο ανάμεσα σε στενά, απόκρημνα φαράγγια. Άλλοτε πάλι θα μας συντροφεύει στο πλάι του δρόμου ήρεμος και γαληνεμένος, με ροή ήπια και νωχελική, μισοκρυμένη απ’ τα πλατάνια.
Σαράντα δαιδαλώδη χιλιόμετρα διαρκεί η διαδρομή του ποταμού, απ’ τα υψίπεδα των βουνών ως την ακτή του Κορινθιακού κόλπου, ανάμεσα στις παραθαλάσσιες πολιτείες του Διακοφτού και του Αιγίου. Η περιοχή δεν είναι για μας από τις ιδιαίτερα γνωστές.
– Τόσο το καλύτερο για σας, λέει ο φίλος μας. Θα ‘χετε την τύχη ν’ αντικρύσετε τον τόπο με ματιά παρθενική, ερευνητική, γεμάτη περιέργεια και προσμονή.
Η “Μικρή Αρχόντισσα” απέναντι στον Ερύμανθο
Ως ορμητήριό μας για την εξερεύνηση του Σελινούντα επιλέγουμε Άνω Βλασία. Σ’ αυτό το παραδοσιακό ορεινό χωριό έχει ανακαλύψει ο Κυριάκος την “Μικρή Αρχόντισσα“, ένα κατάλυμα που αγναντεύει τον Ερύμανθο. Για να φτάσουμε στον προορισμό μας, βγαίνουμε από την πόλη της Πάτρας, με κατεύθυνση νότια προς τον Πύργο. Στο ύψος της Οβριάς εγκαταλείπουμε την Εθνική Οδό και παίρνουμε τις ανηφοριές προς την ιστορική πολιτεία των Καλαβρύτων. Δύσκολος δρόμος, με μπόλικες στροφές.
Μπαίνοντας στην Άνω Βλασία, μια γνώριμη μυρωδιά πλανιέται στη νυχτερινή ατμόσφαιρα του χωριού. Προέρχεται από τα κούτσουρα έλατου που καίνε στο μεγάλο τζάκι της κεντρικής αίθουσας του ξενώνα. Μιας αίθουσας με μια πανοραμική τζαμαρία εκπληκτική.
– Τούτη, βέβαια, την θεοσκότεινη νύχτα δεν μπορείτε να δείτε και πολλά πράγματα, λέει η Έλενα Κορδώση, καθώς μας καλωσορίζει. Το πρωινό όμως θέαμα θα σας ανταμείψει για την επιλογή της Μικρής Αρχόντισσας, ως ορμητήριο για την εξερεύνηση της περιοχής.
Δεν έχει άδικο. Το πρώτο φως της μέρας αποκαλύπτει απέναντί μας έναν ευρύτατο ορίζοντα σπάνιας ομορφιάς. Το τοπίο έχει μια συναρπαστική ποικιλομορφία, με χλοερά λιβαδοτόπια, ρεματιές με κιτρινωπά πλατάνια και πλαγιές με πολύχρωμα δρυοδάση. Λίγο πιο πάνω, την χρωματική παλέτα συμπληρώνουν οι σκουροπράσινες συγκεντρώσεις έλατων. ψηλότερα ακόμα, γύρω από τις ολόλευκες κορυφές, συνωθούνται γκριζωπά σύννεφα, σε φόντο βαθυγάλαζου ουρανού. Συναρπαστικότερες εικόνες δεν θα μπορούσαμε να πεθυμήσουμε στο ξεκίνημα της μέρας. Ένα ξεκίνημα με πλούσιο πρωινό, αχνιστό καφέ και μυρωδάτο τσάι, από τα υψίπεδα του βουνού.
Την πρωινή συντροφιά μας συμπληρώνει ο Γιώργος Καραμεσίνης, γνώστης όλων των λεπτομερειών της περιοχής. Απλώνονται οι τοπικοί χάρτες, αποφασίζονται οι πιο συναρπαστικές διαδρομές. Με πρώτο προορισμό στις πλαγιές του Καλλιφώνιου και Ερύμανθου, στα πρώιμα στάδια γέννησής του Σελινούντα.
ΚΟΝΤΑ ΣΤΙΣ ΠΗΓΕΣ
Μ’ έναν στενό κεντρικό δρόμο διασχίζουμε το χωριό. Λιθόστρωτα σοκάκια ανηφορίζουν για τις πάνω γειτονιές. Ανάμεσα στα σύγχρονα σπίτια παρεμβάλλονται και αρκετά πέτρινα, με τους χαρακτηριστικούς πελεκητούς γωνιόλιθους, από τα χέρια ξακουστών Λαγκαδιανών και Ηπειρωτών μαστόρων. Είναι αυτά τα σπίτια που εξακολουθούν να συντηρούν τον παραδοσιακό χαρακτήρα του χωριού. Λίγο ψηλότερα δεσπόζει και το αρχοντόσπιτο της ιστορικής οικογένειας Λιβάνη.
Περνάνε από τα μάτια μας λουλουδιασμένες αυλές, στέγες με κεραμίδια, στοίβες με κούτσουρα έλατων για τις ξυλόσομπες και τα τζάκια. Από πολλές καμινάδες υψώνονται λεπτές στήλες καπνού. Αρχές Δεκέμβρη στην ορεινή Αχαΐα το κρύο είναι αισθητό.
Χτισμένη σε μέσο υψόμετρο 900 μέτρων η Άνω Βλασία, φωλιάζει στην προστατευτική ελατοσκέπαστη αγκαλιά, στους ΒΔ πρόποδες του Καλλιφωνίου.
Για το παρελθόν του χωριού πολλά στοιχεία αναφέρονται στην μονογραφία “Άνω ΒΛΑΣΙΑ, απ’ τα έλατα βγαλμένη” (1). Πληροφορούμαστε λοιπόν, ότι αυτό το αχαϊκό χωριό έχει την καταγωγή του στη Ρούμελη και συγκεκριμένα στο χωριό Άγιος Βλάσιος, στους πρόποδες του Παναιτωλικού. Από εκεί ξεκίνησε στις αρχές του 16ου αιώνα μια ομάδα από Αγιοβλασίτες, αναζητώντας συνθήκες καλύτερης ζωής. Με τις οικογένειες, τα κοπάδια και τα λιγοστά τους υπάρχοντα έφτασαν στους πρόποδες του Ερύμανθου, μακρυά από τον Τούρκο κατακτητή αλλά πολύ κοντά σε πλούσια βοσκοτόπια. Η αρχική εγκατάσταση έγινε στην σημερινή Κάτω Βλασία, ένα πανέμορφο πέτρινο χωριό, πολύ κοντά στην Άνω Βλασία.
Στη συνέχεια κάποιοι ανηφόρισαν στις ελατοσκέπαστες πλαγιές και σιγά σιγά δημιούργησαν την Άνω Βλασία. Στις αρχές του 18ου αιώνα το χωριό αριθμούσε 900 κατοίκους, κυρίως κτηνοτρόφους. Δεν έλειπαν και καλλιέργειες φακής, φασολιών και αμπελιών, με ντόπιες ποικιλίες που παρήγαγαν άριστο κρασί. Μετά το 1960 η αμπελοκαλλιέργεια άρχισε να φθίνει και σήμερα έχει εκλείψει σχεδόν εντελώς.
Ένας στενός ασφαλτόδρομος, και στη συνέχεια χωματόδρομος, μας οδηγεί νότια, έξω απ’ το χωριό. Στ’ ανατολικά μας ορθώνονται οι απότομες πλαγιές του Καλλιφωνίου, ενώ χαμηλά στα δυτικά, παράλληλα με την πορεία μας, εκτείνεται η στενόμακρη κοιλάδα του Σελινούντα. Πιο πίσω ακόμη, χιονισμένος και βυθισμένος στις ομίχλες, υψώνεται ο όγκος του Ερύμανθου. Πού και πού εμφανίζονται κάποια ποιμνιοστάσια.
– Τώρα το χειμώνα τα γιδοπρόβατα είναι λιγότερα από 2.000, λέει ο Γιώργος Καραμεσίνης. Το καλοκαίρι όμως ξεπερνούν τις 3.000.
Η διαδρομή μας εξελίσσεται πανέμορφη στις ελατοσκέπαστες πλαγιές. Το συναρπαστικότερο, ωστόσο, στοιχείο του τοπίου είναι, η πληθωρική παρουσία του νερού. Κάθε χαράδρωση του εδάφους, κάθε μικρή ή μεγάλη ρεματιά φιλοξενεί τα κρυστάλλινα νερά ενός ταχύρροου ρυακιού, που, το ένα μετά το άλλο, διασχίζουν στιγμιαία τον δρόμο, για να κατρακυλήσουν αμέσως μετά στη μεγάλη κοίτη του Σελινούντα. Ένα τέτοιο ζωντανό ρέμα με απίστευτη ροή ολοκάθαρου νερού είναι και η ονομαστή πηγή Σουλινάρι.
– Εδώ γινόταν η επεξεργασία του υπεροξειδίου του μαγγανίου από το ορυχείο που εκμεταλλευόταν μια γερμανική εταιρεία μέχρι το 1939, μας εξηγεί ο Γιώργος. Στη συνέχεια το μετάλλευμα μεταφερόταν με μουλάρια ως τον κεντρικό δρόμο, όπου φορτωνόταν σε φορτηγά.
Καθώς χαμηλώνουμε σε σκιερά σημεία της ρεματιάς η θερμοκρασία πέφτει, το οδόστρωμα καλύπτει λεπτό στρώμα πάγου. Ο δασικός δρόμος γίνεται δύσβατος και λίγο αργότερα, καταλήγει στη στενή κοίτη μιας ρεματιάς. Βρισκόμαστε ήδη σε υψόμετρο 1.150 μέτρων και σε απόσταση 6 περίπου χιλιομέτρων απ’ το χωριό. Ανάμεσα στις μικρές και μεγάλες κροκάλες, το ρέμα κατηφορίζει με γρήγορη ροή. Σκύβουμε και πίνουμε. Παγωμένο, αμόλυντο νερό, απ’ τα αιθέρια υψίπεδα του Καλλιφωνίου και του Ερύμανθου.
– Δεν χρειάζεται, βέβαια, να σας πω τι νερό έχετε πιεί, λέει ο Γιώργος.
- Γνωρίζουμε πολύ καλά. Είναι το νερό απ’ τα αρχικά στάδια του Σελινούντα, αποκρίνεται η Άννα.
Αναρωτιέμαι, ποιος επισκέπτης της Πάτρας και της ευρύτερης περιοχής δεν θα ‘θελε να βρίσκει εμφιαλωμένο ένα τέτοιο νερό, που τόσο άφθονο και ολοκάθαρο προσφέρει η φύση της ορεινής Αχαΐας!
ΣΤΟΥΣ ΚΑΤΑΡΑΧΤΕΣ ΤΟΥ ΤΑΞΙΑΡΧΗ
Διασχίζουμε την κοίτη πάνω από τις πέτρες και αρχίζουμε να κατηφορίζουμε το μονοπάτι στην δυτική όχθη του ποταμού. Είναι ομαλό και ευκολοδιάβατο, με κόκκινα σημάδια πάνω στις πέτρες. Αναρίθμητα ξερόφυλλα πλατανιών χρωματίζουν το χώμα και τα κλαδιά με καφεκίτρινες πινελιές. Τα βήματά μας βυθίζονται μαλακά στο παχύ, φυσικό χαλί. Είναι αληθινή ευτυχία να γνωρίζουμε τούτο τον ωραίο τόπο στην ειδυλλιακότερη εποχή.
Ρυάκια και μικρορρέμματα σπεύδουν από παντού να δυναμώσουν τη ροή του ποταμού. Ο ήχος του νερού γίνεται βουερός. Ο Σελινούντας, στο διάβα του, αποβάλλει τον εφηβικό του χαρακτήρα, ανδρώνεται συνεχώς. Τρεις φορές διασχίζουμε την κοίτη του, τις δυο πρώτες ισορροπώντας πάνω στις πέτρες και την τρίτη με ξύλινο γεφυράκι.
Μια ώρα μετά την αναχώρησή μας -με χαλαρό ρυθμό- φτάνουμε στο μαγικό τοπίο με τους καταρράκτες του Ταξιάρχη. Όταν το πρωί ο Γιώργος Καραμεσίνης εκθείαζε τα φυσικά κάλλη του Ταξιάρχη, το είχαμε θεωρήσει ως μια φυσιολογική υπερβολή κάποιου για τα προτερήματα του τόπου του. Τώρα αποδεικνύεται ότι οι περιγραφές του ήταν πολύ ανεπαρκείς για να περιγράψουν την μεγαλειώδη εικόνα την δραματική μεταβολή της κοίτης του ποταμού. Που, από φαρδειά και ομαλή μεταμορφώνεται ξαφνικά σε απόκρημνη και στενή, με κατακόρυφες πλευρές.
Μέσα σ’ αυτή την βράχινη στενωπό συνωθούνται οι δύο καταρράκτες του Ταξιάρχη. Με λυγερή κορμοστασιά και ολοφάνερος ο ένας. Με εντυπωσιακό όγκο νερού αλλά μισοκρυμμένος πίσω από βραχώδη κουρτίνα ο άλλος. Τα νερά τους συναντιούνται με πάταγο, μερικά μέτρα πιο κάτω, στην ταραγμένη επιφάνεια μιας λιμνούλας. Ας παρακολουθήσουμε για λίγο τις εντυπώσεις του φίλου μας του Κυριάκου από τον μαγευτικό τόπο του Σελινούντα: “…Πριν φτάσω στο τέρμα του ασφαλτόδρομου συναντώ τις πηγές του Καλλιφωνίου, μια ιστορική και πανέμορφη βρύση, τα νερά της οποίας μαζεύονται κάτω από την άσφαλτο. Τέτοια και τόσο πλούσια νερά δεν έχω ξανασυναντήσει στο Μοριά.
Επιστρέφοντας στην τελευταία διασταύρωση για τον Άγιο Ταξιάρχη, το οδοιπορικό μονοπάτι και τις πηγές του Σελινούντα, παίρνω το δρομάκι που χώνεται μέσα στην αειθαλή κοιλάδα. Από εδώ και πέρα το τοπίο γίνεται μαγευτικό και ακραιφνώς βουκολικό. Καρυδιές, σφεντάμια, γαύροι, καβάκια, δρυς και πλατάνια, σε μια αξιοθαύμαστη αρμονία και χάρη, χρωματίζουν την πεζοπορική μου διαδρομή. Όρεξη να ‘χει κανείς εδώ μέσα για να περπατήσει. Δεν πρόκειται ποτέ να τελειώσει αυτός ο ατέρμονος και μαγευτικός περίπατος στα στέκια της Άρτεμης, του Πάνα και των Ναϊάδων.
Αναμφίβολα είναι η πιο όμορφη στιγμή όλης της περιοχής, καθώς και το επιβλητικό θαύμα της Ανωβλασίτικης φύσης. Διανύω μιαν απόσταση δυο περίπου χιλιομέτρων, περνώντας από νερόμυλους, παλιά γεφυράκια, εξαίσια λιβάδια και βοτανικούς κήπους, μέχρι να φτάσω σ’ ένα βαθίσκιο ρέμα με πλήθος πλατανόδεντρα, που προϊδεάζει για κάποια θαυμαστή και μεγαλειώδη πηγή. Επάνω σ’ ένα τέτοιο πλατανοκορμό είναι καρφιτσωμένο ένα πινακιδάκι, που πληροφορεί ότι στο βάθος της χαράδρας βρίσκονται ο Άγιος Ταξιάρχης, ο καταρράκτης και το σπήλαιο του Ταξιάρχη.
Οι εικόνες που ξετυλίγονται στο κατέβασμα του περιποιημένου οδόστρωτου από πέτρινα σκαλοπάτια είναι φοβερές. Ένα παχύ χαλί από πεσμένα πλατανόφυλλα δυναμιτίζει την έξοχη ρεματιά. Η βουή που ακούγεται φτάνει ως απάνω στο δρομάκι. Μέσα στη βαθειά κοίτη παίζεται ένα συναρπαστικό δράμα, με πρωταγωνιστή το αέναο θαύμα του νερού. Τα πρώτα κυλίσματα του Σελινούντα στριμώχνονται σε τούτη τη γωνιά, για να πέσουν σε μια απόκοσμη λεκάνη μυστηρίου και ομορφιάς. Νερά από διάφορες κατευθύνσεις σμίγουν πάνω από μια εντυπωσιακή σπηλιά, για να πλαταγίσουν με πολύκροτους αισθητικούς μηχανισμούς σε μια σκοτεινή λίμνη, καθώς μια υποβλητική λεπτή ομίχλη διαχέεται σε όλο το φάσμα της χαράδρας, δημιουργώντας ψήγματα και ψηφίδες αιωρούμενων σταγόνων”.
Απομένουμε να θαυμάζουμε τη μαγεία της κρυστάλλινης ροής. Παρορμητικός, ενθουσιώδης και ιδιαίτερα παράτολμος ο φίλος μας ο Κυριάκος, αποφασίζει να ισορροπήσει στον στενό πετρώδη βραχίονα που εισχωρεί στη λιμνούλα. Θέλει, λέει, να νιώσει πιο άμεσα στο πρόσωπό του τα μυριάδες σταγονίδια, την υγρή και ψυχρή ανάσα των δύο καταρρακτών. Το πετυχαίνει, βέβαια, αλλά μ’ ένα μικρό κόστος: το ένα πόδι του γλιστράει σε μια πέτρα και βυθίζεται στο νερό.
– Τώρα απελευθερώθηκα, νίκησα τους δισταγμούς μου, φωνάζει ο φίλος μας γελώντας.
ΚΑΤΩ ΒΛΑΣΙΑ ΚΑΙ ΜΟΝΗ ΑΓΙΟΥ ΝΙΚΟΛΑΟΥ
Εγκαταλείπουμε προσωρινά τις εξωτικές εικόνες του Σελινούντα και, βορειότερα από την Άνω, συναντάμε την Κάτω Βλασία. Γραφικότατο χωριό, χτισμένο κλιμακωτά στις πλαγιές απότομου λόφου, πάνω από την κοιλάδα του ποταμού. Οι συμπαγείς και πυκνοχτισμένες τοιχοποιίες των σπιτιών δίνουν την αίσθηση οχυρωμένου οικισμού. Στενά λιθόστρωτα σοκάκια, σπίτια με πελεκητές πέτρες και λιθανάγλυφες παραστάσεις γραφικό καφενεδάκι με λιγοστούς θαμώνες. Ένας τόπος ιδανικός για χαλαρή περιδιάβαση, ηρεμία και ρεμβασμό.
Από την Κάτω Βλασία παίρνουμε τις ανηφοριές για τον λόφο του Αγίου Νικολάου. Ασφαλτόδρομος στενός, στροφές με έντονες κλίσεις, έλατα και πουρνάρια, χιονάκι στα πλαϊνά του δρόμου και πάγος. Στην κορυφή του λόγου, με περιμετρική θέα 360ο, δεσπόζει η γυναικεία Μονή του Αγίου Νικολάου. Ας παρακολουθήσουμε για λίγο την περιγραφή του Κυριάκου.
“Διανύοντας απόσταση ενάμισι χιλιομέτρου από το χωριό φτάνω στο πλάτωμα της κορυφής, πάνω στο οποίο βρίσκεται το νεότερο μοναστήρι κι ο ανακαινισμένος ναός του Αγίου Νικολάου. Το μοναστήρι φέρεται να έχει κτισθεί τον 10ο αιώνα αν και υπάρχουν κάποια ανεπιβεβαίωτα ιστορήματα που μιλάνε για κτίσμα του 7ου αιώνα. Στα χρόνια του Βυζαντίου η μονή βρισκόταν σε μεγάλη ακμή και είχε τεράστια δύναμη και πλούτο. Λόγω αυτού του πλούτου έγινε αντικείμενο ληστρικών επιδρομών και λεηλατήθηκε τρεις φορές. Από τις στάχτες ξαναφτιάχτηκε πολλές φορές, με τελευταία ανακαίνιση του καθολικού μόλις το 1892. Η μονή προστατεύονταν από δυο κοντινά κάστρα, της Χαρκόσκαλας και του Αγγελόκαστρου, που ωστόσο στάθηκαν αδύναμα να την διασώσουν.
Στις 23 Ιουλίου του 1948 συνήφθη εδώ μια δραματική σύρραξη ανάμεσα στο αχαϊκό σύνταγμα πεζικού και στους αντάρτες του ΕΛΑΣ. Γύρω από το μοναστήρι αλληλοεξοντώθηκαν δεκάδες άντρες, Έλληνες όλοι, δίχως κανένας θεός ή Αϊ-Νικόλας να μπορέσει να τους δώσει φώτιση ή να τους βάλει μυαλό.
Η βασιλική με τον ωραίο τρούλλο, το θησαυροφυλάκιο και το παρεκκλήσι της Γέννησης είναι τα πιο ενδιαφέροντα από τα παλιά μνημειακά στοιχεία του μοναστηριού.
ΠΡΟΣ ΤΗΝ ΜΟΝΗ ΜΑΚΕΛΑΡΙΑΣ
Από την κορυφή του Αγίου Νικολάου κατηφορίζουμε και πάλι στην κοιλάδα του ποταμού. Μετά την Άνω Βλασία συνεχίζουμε βόρεια στον επαρχιακό δρόμο Καλαβρύτων – Πάτρας. Τρία περίπου χιλιόμετρα μετά το βλέμμα μας πλανιέται δεξιά, έξω από το δρόμο στους ομαλούς χορταριασμένους λοφίσκους με την ονομασία Καστράκι. Η ονομασία δεν είναι τυχαία. Οφείλεται στα υπολείμματα της οχύρωσης, με τείχη, κυκλικούς και τετράγωνους πύργους του αρχαίου Λεοντίου. Η πόλη άκμασε ιδιαίτερα τον 4ο αιώνα π.Χ. Το 280 π.Χ. το Λεόντιο αποτέλεσε μια από τις 12 πόλεις της Αχαϊκής Συμπολιτείας, ενώ στα τέλη του 3ου π.Χ. αιώνα καταστράφηκε, πιθανότατα από τον Μακεδόνα βασιλιά Φίλιππο Ε’. Σε μια σύντομη ανασκαφή στην ΒΑ πλαγιά του λόφου το 1958, ο αρχαιολόγος Ν. Γιαλούρης αποκάλυψε το κοίλο του θεάτρου της αρχαίας πόλης με εννέα σειρές ειδωλίων.
Αφήνουμε τα λιβαδοτόπια με τα υπολείμματα του αρχαίου Λεοντίου και μ’ έναν στενό ασφαλτόδρομο χαμηλώνουμε προς την κοιλάδα του Σελινούντα, με προορισμό μας την φημισμένη Μονή Μακελλαριάς. Οδηγούμε αργά, απολαυστικά, σ’ έναν δρόμο ξεχασμένο από οχήματα και ανθρώπους. Ολόγυρά μας, , εκτείνεται ένα υπέροχα χρωματισμένο δάσος δρυός. Πού και πού παρεμβάλλονται νεαρά, βαθυπράσινα ελατάκια. Μερικά λεπτά μετά, παύει το δρυοδάσος. Ένα άλλο τοπίο, φανερώνεται μπροστά μας. Είναι η φαρδιά κοίτη με την πληθωρική, ροή του Σελινούντα. Εδώ η κυριαρχία των πλατανιών είναι καθολική. Όχι μόνο στις όχθες αλλά και σε μικρονησίδες, καταμεσίς στον ρου του ποταμού. Ένα τσιμεντένιο πεζούλι σ’ όλο το πλάτος της κοίτης, δημιουργεί έναν τεχνητό αλλά θεαματικό καταρράκτη. Βρισκόμαστε σε υψόμετρο 760 μέτρων, σχεδόν 400 μέτρα χαμηλότερα από το μικρορρέμα του Σελινούντα στο ξεκίνημα της μέρας.
Ανηφορίζουμε ήδη έναν στενότατο ασφαλτόδρομο, που διασχίζει χορταριασμένες πλαγιές με πελώρια πουρνάρια. Πρόβατα βόσκουν αμέριμνα στο πλούσιο λιβαδοτόπι. Το τοπίο γίνεται απολύτως βουκολικό, τόσο διαφορετικό από το βουερό ποταμίσιο, που μας συντρόφευε πριν. Μια ξύλινη πινακίδα δείχνει δεξιά μας τον συνοικισμό Γεωργέικα. Διασχίζουμε το ορεινό χωριουδάκι Μουρίκι. Το τοπίο μεταβάλλεται και πάλι, γίνεται τραχύς πουρναρότοπος, με σποραδικές χρωματιστές πινελιές από σφενδάμια και νεαρές βαλανιδιές.
Μετά το Μουρίκι σειρά έχει ο οικισμός του Λομποκά. Εδώ διακλαδίζεται ο δρόμος. Βόρεια (αριστερά) κατευθύνεται προς Μικρό Ποντιά και Δεμέστιχα, για να καταλήξει, 48 χιλιόμετρα μετά στην Πάτρα. Εμείς κατηφορίζουμε δεξιά, προς την κοίτη του Σελινούντα, τον Μεγάλο Ποντιά και τη Μονή της Μακελλαριάς. Είναι ένας πολύ στενός ασφαλτόδρομος με στροφές. Ευτυχώς κανείς άλλος, εκτός από μας, δεν διεκδικεί τον λιγοστό χώρο του δρόμου. Εδώ και πολλή ώρα είμαστε ολομόναχοι στην ερημική τούτη διαδρομή.
Κινούμαστε ήδη στα ψηλώματα του δρόμου, πάνω από την ανατολική όχθη του ποταμού. Η μέχρι τώρα ειρηνική κοιλάδα του Σελινούντα έχει μεταβληθεί σε φαράγγι απότομο και βαθύ. Σ’ αυτό το βραχώδες τοπίο αγριεύει κι ο καιρός, μελανιάζουν τα σύννεφα και αρχίζει η βροχή.
Διασχίζουμε τον Μεγάλο Ποντιά. Είναι ωραίο χωριό, με αρκετά σπίτια πετρόχτιστα και παλιά. Η βροχή σταματάει, ξαναβγαίνει ο ήλιος. Μια κυρούλα βηματίζει αργά στην άκρη του δρόμου. Κρατάει στα χέρια της μια γεμάτη σακούλα.
– Καλημέρα, έχετε ζοχιά στη σακούλα; την ρωτάω.
– Όχι, κοκκινοράδικα, καυκαλίθρες και άλλα χόρτα για πίτα.
Φτάνουμε σε αυχένα, με ξωκκλήσι στην κορυφή του. Το υψόμετρο έχει ανέβει στα 1.020 μέτρα. Αρχίζει ένα εκπληκτικό δρυοδάσος με νεαρές, κυρίως, αλλά και αιωνόβιες βαλανιδιές. Καθώς διαχέονται οι ακτίνες ανάμεσά τους, φωτίζουν με τρόπο μαγικό τα καφεκίτρινα ξερόφυλλα και τους χνοώδεις κορμούς, καταπράσινους κάτω απ’ το παχύ στρώμα των βρύων. Είναι εικόνες αξεπέραστης ωραιότητας, που μας υποχρεώνουν να σταματήσουμε, να εισδύσουμε και ν’ αρχίσουμε να περιπλανιόμαστε στο ονειρικό τούτο δάσος, μήπως και συναντήσουμε κάποια από τις μυθικές του νύμφες, τις δρυάδες…
Σε απόσταση 17 χιλιομέτρων από την Άνω Βλασία συναντάμε στ’ αριστερά τον δασικό δρόμο που οδηγεί στη Μονή της Μακελλαριάς. Η σχετική πινακίδα αναγράφει -λανθασμένα- 8 χλμ. (2).
Στροφές, οδόστρωμα λασπωμένο αλλά βατό, δρυοδάσος με λαμπερά χρώματα και σποραδικές κηλίδες χιονιού. Με την σταδιακή άνοδο του υψομέτρου η θερμοκρασία πέφτει κιόλας στους 3 βαθμούς. Το χιόνι στα ανήλιαγα σημεία γίνεται πάγος, πίσω από τα σύννεφα εμφανίζεται ένας ήλιος αναιμικός, που χαρίζει επιλεκτικά την εύνοια των ακτίνων του στις γύρω χιονισμένες κορυφές: στον Ερύμανθο, στο Καλλιφώνι, στον Κλωκό, που προβάλλει στα βόρεια απέναντί μας με υψόμετρο 1.777 μέτρων. Στα σκοτεινά φαράγγια, στους δυτικούς πρόποδες του Κλωκού, κυλάει απόκρυφος, μακρυά απ’ τα μάτια των ανθρώπων, ο Σελινούντας. Πιο πίσω και δεξιότερα του Κλωκού ορθώνεται μια χιονόλευκη, βραχώδης κορυφή, με όγκο παράξενο, σχήματος τραπεζίου
– Είναι η πολύ ιδιαίτερη κορυφή του Σαραντάπηχου, εξηγεί ο Κυριάκος, με υψόμετρο 1.477 μέτρα. Για μένα αποτελεί εδώ και χρόνια πολύ επιθυμητό προορισμό.
Στο υψηλότερο σημείο της διαδρομής, στα 1.200 περίπου μέτρα, ο αυχένας είναι τελείως εκτεθειμένος στον παγερό βοριά. Σπεύδουμε να κατηφορίσουμε σε πιο εύκρατα κλίματα, στις προστατευμένες πλαγιές του απέραντου δρυοδάσους. Το θέαμα που αντικρύζουμε σε μια στροφή του δρόμου μας επιβάλλει να σταματήσουμε. Ένας θεόρατος βράχος ορθώνεται μοναχικός, τελείως κατακόρυφα από τη χοάνη του φαραγγιού. Στην κορυφή του εξέχει, όμοια με καστρόπυργο, η Μονή της Μακελλαριάς. Λίγο ψηλότερα, στην βράχινη πλαγιά πίσω από τη Μονή, διακρίνονται σφιχτά γαντζωμένα, τα πέτρινα σπίτια του οικισμού των Λαπαναγών.
ΣΤΗ ΜΟΝΗ ΜΑΚΕΛΑΡΙΑΣ
Οι χτύποι του σιδερένιου ρόπτρου ταράζουν απότομα τη σιγή. Αφήνουμε να περάσουν κάποια δευτερόλεπτα. Καμιά ανταπόκριση. Η βαρειά εξώθυρα παραμένει σφραγιστή. Επιχειρούμε και πάλι, δυνατότερα ακόμη. Ο ξερός κρότος ακούγεται δυσάρεστα, εκνευρίζει σχεδόν κι εμάς. Που, μετά από 30 χιλιόμετρα, νιώθουμε μεγάλη απογοήτευση να βρίσκουμε ερμητικά κλειστή τη Μονή της Μακελλαριάς. Κάνουμε μερικά βήματα προς τα πίσω, αναποφάσιστοι αν πρέπει να συνεχίσουμε να χτυπάμε ή να εγκαταλείψουμε την προσπάθεια. Και τότε, μ’ ένα τρίξιμο, η εξώθυρα μισανοίγει. Αμέσως μετά, μια ευγενική φωνή μας καλωσορίζει, μας προσκαλεί να περάσουμε στο εσωτερικό του μοναστηριού. Καθώς κλείνει πίσω μας η εξώθυρα, έχουμε έντονη την αίσθηση ότι βρισκόμαστε ξαφνικά σ’ έναν κόσμο τελείως διαφορετικό. Έναν κόσμο, που μέσα στο ψηλό του περιτείχισμα, κρατάει προφυλαγμένη την υπέρτατη γαλήνη.
Μοναστηριακό κέρασμα με καφέ και τσιπουράκι, θέα από τα παράθυρα του χαοτικού φαραγγιού και των θεόρατων βράχων, που σαν άλλα “Μετέωρα” ορθώνονται πάνω από τον οικισμό των Λαπαναγών. Συζητούμε ήρεμα με τις μοναχές, που με την πρόσφατη εγκατάστασή τους έχουν ξαναδώσει πνοή πνευματικότητας στο έρημο, κατά τα τελευταία χρόνια, μοναστήρι.
Η παράδοση ανάγει την κτίση της μονής στον 6ο αιώνα, στα χρόνια του Βυζαντίου. Ως κτίτοράς της θεωρείται ο στρατηγός του Ιουστινιανού Βελισσάριος, ο οποίος έχτισε το 532 το μοναστήρι της Παναγίας, ώστε να εξιλεωθεί για τη σφαγή των στασιαστών κατά την πασίγνωστη “Στάση του Νίκα” στην Κωνσταντινούπολη.(3)
Η αρχική θέση της Μονής ήταν κάτω από τον βράχο στον οποίο είναι σήμερα χτισμένη και, σύμφωνα με την παράδοση, η πρώτη ονομασία της ήταν Παναγία Λιθαριώτισσα. Η μετονομασία σε Μακελλαριά σχετίζεται, κατά την επικρατέστερη εκδοχή, με το μακελειό που πραγματοποίησαν οι Τούρκοι κατά την κατάληψη της Μονής το 1458.
Μετά την καταστροφή, οι εναπομείναντες πατέρες αποφάσισαν να ξαναχτίσουν τη Μονή στο υπήνεμο μέρος του σπηλαίου, όπου σήμερα βρίσκεται το εκκλησάκι της Μεταμόρφωσης. Σύμφωνα με την παράδοση, το έργο της ανοικοδόμησης στο σημείο εκείνο, κατά θαυμαστό τρόπο, δεν σημείωνε καμία πρόοδο. Μόνον όταν επιλέχθηκε η κορυφή του βράχου, έγινε δυνατή η οικοδόμηση της Μονής. Παράλληλα βρέθηκε η θαυματουργή εικόνα της “Παναγίας Ελεούσης“, καθώς και το “ιαματικό πηγμένο λάδι“.
Η Μονή της Μακελλαριάς ανακαινίστηκε τρεις φορές. Αρχικά το 1784 από τον ιερομόναχο Νεόφυτο, με τη συνδρομή των κατοίκων των γύρω περιοχών. Η δεύτερη ανακαίνιση πραγματοποιήθηκε το 1805 από τον Γεώργιο Λαπαναγίτη. Η πέτρα μεταφέρθηκε από βάθος 150 μέτρων με αλυσίδα που σχημάτιζαν οι κάτοικοι των Λαπαναγών. Η τρίτη ανακαίνιση-επέκταση ολοκληρώθηκε την δεκαετία του 1970 επί ηγουμενίας ιερομονάχου Ανθίμου.
Δυο εκκλησίες, της Κοίμησης της Θεοτόκου και της Αγίας Τριάδας, αποτελούν τη βόρεια πλευρά του μοναστηριού. Η Κοίμηση είναι η πρώτη που χτίστηκε στην κορυφή του βράχου με διαστάσεις 6 Χ 3.5 μέτρα. Το τέμπλο της είναι κατασκευασμένο το 1840 και μπροστά του υπάρχουν δυο μαρμάρινα μανουάλια του 1813.
Η εκκλησία της Αγίας Τριάδας, που αποτελεί και το καθολικό της Μονής, είναι κτίσμα του 16ου αιώνα, με διαστάσεις 16 Χ 6 μέτρα. Μνημείο υψηλής καλλιτεχνικής αξίας είναι το τέμπλο, με ξυλόγλυπτες παραστάσεις που απεικονίζουν σκηνές από το προπατορικό αμάρτημα, τον Μυστικό Δείπνο και τον Ευαγγελισμό της Θεοτόκου.
Η νότια πλευρά περιλαμβάνει τα κελιά των μοναχών, ενώ η ανατολική το αρχονταρίκι, την τραπεζαρία των προσκυνητών και τον ξενώνα, χτισμένο το 1977. Παντού επικρατεί υποδειγματική καθαριότητα και τάξη, ενώ τον αύλειο χώρο κοσμούν περιποιημένα λουλούδια.
Ηρεμούμε για αρκετή ώρα στο ιστορικό καστρομονάστηρο της Παναγίας Μακελλαριάς, που από υψόμετρο 700 μέτρων εκπέμπει αύρα ορθοδοξίας σ’ όλη τη γύρω περιοχή. Αποχαιρετώντας τις μοναχές, κατηφορίζουμε στα δυτικά το μονοπάτι, προς το βαθύ ρήγμα του φαραγγιού του Σελινούντα. Σ’ ένα 5λεπτο φτάνουμε στο Ιερό Προσκύνημα της Μεταμόρφωσης του Σωτήρος. Εδώ βρίσκεται το λιτό σπηλαιώδες ξωκκλήσι της Μεταμόρφωσης και δίπλα του η εντυπωσιακή κυκλική σπηλιά με τοιχοποιία από λαξευτό πωρόλιθο. Από τους κάθετους συμπαγείς βράχους, μερικά μέτρα πιο πάνω, ρέει ασταμάτητα ένας μικρός καταρράκτης με αιθέρια νερά, σαν κρυστάλλινη βροχή.
Απόγευμα πια, δεν θ’ αργήσει να νυχτώσει. Με μεγάλη απροθυμία εγκαταλείπουμε τον ιερό χώρο, το μεγαλειώδες τοπίο της Μονής της Μακελλαριάς. Ακολουθούμε αντίστροφα τον γνωστό μας δασικό δρόμο, που στα σκιερά του σημεία έχει ήδη καλυφθεί από στρώμα πάγου. Φτάνοντας στην άσφαλτο δεν επιστρέφουμε από την πρωινή διαδρομή αλλά συνεχίζουμε νότια, με κατεύθυνση προς Νεοχώρι. Κατηφορίζουμε ανάμεσα στα αραιοχτισμένα του σπίτια και στη συνέχεια διασχίζουμε ένα πανέμορφο υψίπεδο, που με μέσο υψόμετρο 750 μέτρων, εκτείνεται ανάμεσα στα βουνά.
Το τοπίο είναι τόσο διαφορετικό από το δυσπρόσιτο, με άγρια μεγαλοπρέπεια τοπίο της Μακελλαριάς. Εδώ γαληνεύει η όραση με τις απαλές λοφοπλαγιές, τις βελούδινες επιφάνειες της γης με καλλιέργειες και τα βοσκοτόπια, τα γραφικά χωριουδάκια Γουμένισσα και Ορθολίθι, φωτισμένα από τις απαλές ακτίνες του δειλινού. Δεν λείπει και η ζωντανή παρουσία του νερού. Είναι ο Μανεσαίικος ποταμός, ο κύριος τροφοδότης του Σελινούντα.
Φτάνοντας στο χωριό Φλάμπουρα συναντάμε την οδική αρτηρία Καλαβρύτων – Πάτρας και κατευθυνόμαστε δεξιά. Χωριά Κρυονέρι, Μπούμπουκας και Μάνεσι. Καπνίζουν οι καμινάδες, η θερμοκρασία πέφτει στους 3 βαθμούς. Ψηλά το Καλλιφώνι, αποχαιρετάει τη μέρα με ροδόχρωμες κορυφές. Στο χωριό Μετόχι, η πέτρινη βρύση πλάι στο δρόμο τρέχει άφθονο νερό από τις πλαγιές του Καλλιφωνίου.
Στην Άνω Βλασία μας βρίσκει το σκοτάδι. Η φιλόξενη αίθουσα της Μικρής Αρχόντισσας μας υποδέχεται με το τζάκι της αναμμένο. Ο Γιώργος Καραμεσίνης φέρνει από το σπίτι τσίπουρο δικό του, η Έλενα φροντίζει να γεμίσει το τραπέζι με λιχουδιές. Έξω αρχίζει η βροχή. Στα ψηλώματα του Καλλιφωνίου και του Ερύμανθου πέφτει χιόνι.
ΟΡΕΙΝΟΣ ΟΙΚΙΣΜΟΣ ΤΩΝ ΛΑΠΑΝΑΓΙΩΝ
ΜΙΑ ΕΙΚΟΝΑ ΜΟΝΑΔΙΚΗ
Μας ξυπνάει ένα μεγαλόπρεπο αστραπόβροντο, που τραντάζει για μερικά δευτερόλεπτα τα τζάμια. 9 του Δεκέμβρη σήμερα, γιορτή της Αγίας Άννας και της Άννας.
Στης αίθουσα πρωινού από πολύ νωρίς είναι τα κούτσουρα αναμμένα. Η μήπως δεν έσβησαν στη διάρκεια της νύχτας;
Από την πανοραμική τζαμαρία αγναντέυουμε έξω τη δυνατή βροχή, την γκριζωπή ομίχλη, τον μελαγχολικό, θεοσκότεινο καιρό. Από τον Ερύμανθο ξεχωρίζουν μόνον οι χαμηλές του ράχες, κατάλευκες απ’ το χιόνι. Τα ψηλώματα είναι μόνιμα βυθισμένα σε αδιαπέραστη καταχνιά.
Καταφθάνει από την Πάτρα ο καλός μας φίλος ο Αλέξης Καννάς.
–Σήμερα αναλαμβάνω εγώ την ξενάγησή σας, είσαστε στα λημέρια μου.
Με τον Κυριάκο και το Γιώργο χθες, με τον Αλέξη σήμερα, σκέφτομαι στ’ αλήθεια πόσο τυχεροί είμαστε, να γνωρίζουμε μ’ αυτούς τους ανθρώπους έναν τέτοιο ωραίο τόπο.
Παίρνουμε την οδική αρτηρία Πάτρας Καλαβρύτων. Μετά το Ορθολίθι αφήνουμε δεξιά την διακλάδωση για Καλάβρυτα και συνεχίζουμε βόρεια προς το Αίγιο. Ο δρόμος είναι στενός, ερημικός και πολύ γοητευτικός.
Συναντάμε τους ορεινούς Πετσάκους σε υψόμετρο 950 μέτρων. Στην είσοδο του χωριού κατηφορίζουμε αριστερά προς την κοιλάδα του Μανεσαίικου. Με αλλεπάλληλες κλειστές στροφές φτάνουμε στην πλατανοσκέπαστη κοίτη του ποταμού. Διασχίζουμε με γέφυρα το ποτάμι, παίρνουμε τις ανηφοριές και φτάνουμε σε αυχένα με ασβεστοχρισμένο εκκλησάκι. Εδώ διακλαδίζεται ο δρόμος, αριστερά προς Μπόσι και δεξιά προς Λαπαναγούς. Θαυμάζουμε για λίγο την κοιλάδα που μόλις έχουμε διασχίσει: τις αλλεπάλληλες χαράδρες, τις ρεματιές με τα χρωματιστά φύλλα των πλατανιών, τις επιμελημένες καλλιέργειες και τα πάμπολλα αμπελάκια. Πιο πάνω είναι πασπαλισμένες με χιόνι οι ελατοσκέπαστες κορυφές. Ως επιστέγασμα της συνολικής εικόνας, ορθώνεται απέναντί μας στα ΒΔ, ο καταλυτικός όγκος του «Μετεώρου,» με την Μονή της Μακελλαριάς.
Με κατεύθυνση προς Λαπαναγούς συναντάμε σε μερικά λεπτά την κοίτη της κοιλάδας. Εδώ σμίγουν συντροφικά τα δύο αποξενωμένα μέχρι τώρα ποτάμια, ο Σελινούντας και ο Μανεσαίικος. Αμέσως μετά θα συνεχίσουν με κοινή, πιο σφριγηλή και ορμητική ροή, την δαιδαλώδη τους πορεία ως τις εκβολές. Ξαφνικά, ανάμεσα στα πυκνά φιλύκια και τα πλατάνια, τις κλιματσίδες και τους κισσούς, προβάλλουν τμήματα μιας παμπάλαιας τοιχοποιϊας. Είναι οι ερειπωμένοι τοίχοι της πάλαι ποτέ επιβλητικής εκκλησίας της Ευαγγελίστριας, μετόχι του μοναστηριού της Μακελλαριάς.
Ανάμεσα από ψηλά χόρτα, μουσκεμένα απ’ τη βροχή, προσεγγίζουμε το χιλιόχρονο, σχεδόν, μνημείο του Βυζαντίου. Η βαρειά του τοιχοποιϊα έχει με τους αιώνες υποστεί σοβαρές φθορές. Στις γωνίες των τοίχων, ωστόσο, παραμένουν ακόμη τα λαξευτά αγκωνάρια, αρχιτεκτονικό δείγμα της παλιάς αίγλης του ναού. Εκατό μέτρα πιο κάτω συναντάμε την γέφυρα του θολού, αγριεμένου Σελινούντα, που τόσο ελάχιστα μοιάζει πια με το διαυγέστατο ρεματάκι κοντά στις πηγές.
Ανηφορίζουμε ήδη προς τον οικισμό των Λαπαναγών. Ας δούμε πώς περιγράφει την εμπειρία του ο Κυριάκος: «Πλησιάζοντας προς το χωριό των Λαπαναγών, διακρίνουμε τις εκπληκτικές παρειές των μετεωρίτικων βράχων, που κυκλώνουν το πανέμορφο αυτό αχαϊκό χωριό. Ίσως είναι η πιο απομονωμένη κοινότητα της ορεινής Αχαϊας. Βρίσκεται καρφωμένη πάνω από την κοίτη του Σελινούντα, σε μια όμορφη λάκα που αγναντεύει ένα ευρύτατο πεδίο της Βορείου Πελοποννήσου. Και βέβαια απέναντί μας έχει την ξακουστή Μονή της Μακελαριάς, που φαντάζει τσιτωμένη στο κόρφωμα του γυμνού βραχόλοφου.
Οι Λαπαναγοί, ένα χωριό-διαμάντι, που κοσμεί την μωραϊτικη ύπαιθρο, έχει ολικά εγκαταλειφθεί από τον ανθρωπογενή πληθυσμό του, που άφησε αυτό το ανήσυχο τοπίο για την ευημερία της Αμέρικα. Ο επιβλητικός όγκος της θεόρατης πέτρινης εκκλησίας, τραβάει αμέσως το βλέμμα μου. Αλλά και την ίδια την εκκλησία την τραβάει ο γκρεμός, αφού το έδαφος είναι ετοιμόρροπο και αναπόφευκτη η βύθισή του χωριού. Η … «κοίμηση» της Θεοτόκου θα είναι οριστική».
Καθώς μπαίνω στο πανέμορφο χωριουδάκι, με καλωσορίζουν οι χαριτωμένες, καλοβαλμένες πεζούλες των χωραφιών. Ύστερα έρχονται τα πέτρινα αρχοντόσπιτα, οι πλακόστρωτες αυλές, τα χορταριασμένα σοκάκια και οι πλατειούλες, που όλα ευωδιάζουν από την έμορφη πέτρα, το αγιόκλημα, την εγκατάλειψη. Η εκκλησία, που δεν ζυγώνει πια κανείς από τον διαρκή φόβο της κατολίσθησης, βρίσκεται στην άκρη μιας χορταριασμένης πλατείας, στο χείλος του γκρεμού. Αν είναι φθινόπωρο, η απόλαυση σε τούτη εδώ την ξεχασμένη γη, τα αρώματα και τα χρώματα, δίνουν και παίρνουν…»
Χειμώνα εμείς, αλλά με χρώματα φθινοπώρου στους Λαπαναγούς, διαπιστώνουμε την αλήθεια των λεγομένων του Κυριάκου. Ωστόσο, δεν βρίσκουμε τελείως έρημο τον τόπο. Μια καμινάδα καπνίζει, ακούγονται αλυχτίσματα σκυλιών και γρυλίσματα γουρουνιού. Να και μια ανθρώπινη παρουσία. Είναι η Σταυρούλα Λουκοπούλου, από οικογένεια κτηνοτρόφων.
–Καλημέρα, δεν κινδυνεύετε από υπερπληθυσμό εδώ στους Λαπαναγούς.
-Όχι, έχουμε απομείνει μόνον δύο οικογένειες. Η μία έχει ένα άτομο, ενώ η δική μας οχτώ.
–Και πώς τα περνάτε σ’ αυτήν την ερημιά;
–Δύσκολα το χειμώνα, αλλά το καλοκαίρι είναι πολύ όμορφα στο χωριό.
Σκέφτομαι, πόσοι άραγε μπορούν να αξιολογήσουν αυτή την ομορφιά, πόσοι μπορούν ν’ αντέξουν την μοναξιά των Λαπαναγών. Με ποια κίνητρα να παρακινηθεί κάποιος να κατοικήσει στο χωριό; Ίσως με την «δωρεάν χορήγηση οικοπέδου και άδειας οικοδομής», όπως αναγράφει η σχετική πινακίδα –με τηλέφωνο μάλιστα- στον τοίχο ενός σπιτιού-. Στην πλατειούλα υπάρχει μαρμάρινο ηρώο για τους «Λαπαναϊτες» που έπεσαν για την πατρίδα. Δίπλα καφενεδάκι, έρημο πια.
–Πριν χρόνια ήπια καφέ εδώ, λέει με πίκρα ο Αλέξης.
Μισοσκόταδο στο εσωτερικό, χαλάσματα, ετερόκλητα αντικείμενα πεταμένα εδώ και εκεί. Σ’ ένα ξεχαρβαλωμένο ράφι, με σκόνες και αράχνες, ανακαλύπτω μια ιστορία Γυμνασίου, έτους 1968. «Δωρεά της Εθνικής Κυβερνήσεως». Αναβιώνουν μνήμες μιας άλλης εποχής…
ΜΕ ΚΑΤΕΥΘΥΝΣΗ ΠΡΟΣ ΡΑΚΙΤΑ ΚΑΙ ΚΟΥΝΙΝΑ
Ένας χλωμός ήλιος σκορπίζει αδύνατο φως στο γυμνό τοπίο με τα βοσκοτόπια και τα πουρνάρια. Στον αυχένα συναντάμε το ξωκκλήσι του Αγίου Γεωργίου. Αριστερά ο δρόμος κατηφορίζει για το Λεόντιο ενώ μακρυά, μέσα απ’ τα βουνά, αχνοφαίνεται η Βλασία. Λίγο πιο πάνω αρχίζουν τα έλατα. Προβάλλει ο ορεινός οικισμός της Ρακίτας, πολύ αραιοχτισμένος, σ’ ένα χορταριασμένο υψίπεδο με μέσο υψόμετρο 1200 περίπου μέτρων. Εδώ έγινε η νικηφόρα Μάχη της Καυκαριάς το 1827. Αριστερά ο δρόμος κατηφορίζει προς Πάτρα, εμείς συνεχίζουμε στην ευθεία για Αίγιο. Περνάμε δίπλα από τον αρχαιολογικό χώρο του Γεωμετρικού ναού της Ρακίτας και στην συνέχεια μπαίνουμε σε ελατοδάσος. Μέσα απ’ τα κλαδιά διακρίνουμε για πρώτη φορά τα ήρεμα νερά του Κορινθιακού. Βγαίνοντας από το δάσος μεταβάλλεται το τοπίο, τα έλατα και τα βοσκοτόπια δίνουν τη θέση τους σε απέραντους αμπελώνες. Οι ορεινότεροι αρχίζουν από υψόμετρο 1000 περίπου μέτρων και συνεχίζουν σε χαμηλότερες πλαγιές. Όλη αυτή η περιοχή φημίζεται από παλιά για την ποιότητα της σταφίδας της. Πάνω από το Αίγιο ξεδιπλώνεται η ευρεία κοίτη του Σελινούντα, η κάτοψη της Μονής Ταξιαρχών και στα ριζά του πελώριου βράχου του, ο Άγιος Λεόντιος. Σε μια στροφή του δρόμου εμφανίζεται ο οικισμός της Παλιάς Κουνινάς, ερειπωμένος αλλά με αγέρωχο και ολόρθο τον επιβλητικό του ναό. Κάτω απ’ το χωριό, μέσα στο βαθύ, στενό φαράγγι, κυλάει ο Σελινούντας με κίτρινη ροή. Είναι αδύνατον να μην ξεστρατίσουμε σ’ έναν τόπο σαν αυτόν. Που ωστόσο δεν είναι τελείως ερημικός. Στα πρώτα κιόλας σπίτια του χωριού μας καλωσορίζει εγκάρδια ένας καλοσυνάτος άνθρωπος, που βόσκει τα λιγοστά του πρόβατα. Είναι ο Κώστας Τσουρέκης 78 ετών, που δείχνει πολύ νεότερης ηλικίας.
–Να φτάσεις τα 100 και να τα ξεπεράσεις, του ευχόμαστε.
–Ίσως, αν μοιάσω του πατέρα μου. Εκείνος έφτασε τα 104. Στα 98 του ανέβαινε στο σκαμπό και έπινε ουϊσκυ.
Γεννημένος στην παλιά Κουνινά ο μπαρμα-Κώστας, εξακολουθεί να κατοικεί όλο το χρόνο στο χωριό. Η οικογένειά του ζει στην Νέα Κουνινά, τους βλέπει συχνά, άλλοτε στο παλιό και άλλοτε στο νέο χωριό.
–Για κατοικία μου όμως προτιμάω τούτο τον τόπο.
Περιδιαβαίνουμε το έρημο χωριό. Στην χορταριασμένη πλατεία κυριαρχεί ένας πανύψηλος πλάτανος. Δίπλα του η μεγαλόπρεπη εκκλησία του Αγίου Αθανασίου, «πάνω από 200 χρονιαπαλιά» όπως συμπληρώνει ο μπάμπρμα-Κώστας. Θαυμάζουμε την περίτεχνη αρχιτεκτονική, που βασίζεται στην χρήση πελεκητής πέτρας με ενδιάμεσο πωρόλιθο. Όλο το ανώτερο τμήμα της εκκλησίας είναι ένας εξαίρετος συνδυασμός από πωρόλιθο με τουβλάκια συμπαγή. Δυστυχώς οι πόρτες είναι κλειστές και δεν έχουμε εικόνα από το εσωτερικό του ναού. Κοντά στην εκκλησία σώζεται ένα μεγάλο ερειπωμένο αρχοντόσπιτο, ενώ όλος το τόπος είναι κατάσπαρτος από τμήματα τοίχων, σπίτια χωρίς σκεπές και λιθοσωρούς. Το κονάκι όμως του μπάρμπα-Κώστα λίγο πιο κάτω, στέκει μια χαρά. Ισόγειο, χαμηλοτάβανο, με δωμάτια μικροσκοπικά. Όπως άλλωστε και το καθιστικό, με το παραδοσιακό τζάκι κι ένα μοναδικό καναπεδάκι.
–Κι όμως, όταν έρχεται η γυναίκα με τα παιδιά και τα εγγόνια μου, χωράμε ίσαμε δέκα νοματαίοι, λέει ο μπάρμπα Κώστας. Να κεράσω ένα τσιπουράκι; Δικό μου είναι
–Ας πιούμε ένα για το δρόμο.
Είναι χωρίς γλυκάνισο, ευκολόπιοτο και αγνό
–Σου άρεσε; Με ρωτάει
–Πολύ, είναι στις γεύσεις μου
–Ωραία, τότε δεν θα πάει χαμένο. Και με τα λόγια αυτά γεμίζει με τσίπουρο ένα μπουκάλι νερού.
–Άντε, πιες το με την παρέα σου στην υγειά μου. (Κατά την επιστροφή μου στη Θεσσαλονίκη, πολλοί φίλοι ήπιαν από αυτό το τσίπουρο στην υγεία του μπάρμπα-Κώστα)
Πριν αποχαιρετήσουμε τον μοναδικό κάτοικο της παλιάς Κουνινάς, τον ρωτάμε πως θα πάμε στην Μονή της Πεπελενίτσας.
–Μην το επιχειρήστε, θα ταλαιπωρηθείτε. Ο δρόμος έχει χαλάσει απ’ τις βροχές και τα βάτα έχουν κλείσει το μονοπάτι.
–Έτσι κι αλλιώς δεν θα μας έφτανε η μέρα, λέει ο Αλέξης. Θα μας προλάβαινε το σκοτάδι.
Ευτυχώς ο φίλος μας ο Κυριάκος επισκέφθηκε εδώ και χρόνια τις Μονές Πεπελενίτσας και Ταξιαρχών. Έτσι θα ‘χουμε μια ολοκληρωμένη άποψη για τα Μοναστήρια του Σελινούντα.
Ξαναβγαίνουμε στο δρόμο για το Αίγιο. Νέα Κουνινά, κατηφοριές, παντού αμπελάκια και «αλώνια» σταφίδας. Ο Κορινθιακός όσο πάει και πλησιάζει. Να τα νησάκια Τροιζόνια, να και το ηλιόλουστο Γαλαξείδι.
Το τοπίο ημερεύει στον κάμπο, πρωταγωνιστές είναι πια τα εσπεριδοειδή και οι ελαιώνες. Περνάμε μια γέφυρα πάνω από την τσιμεντένια κοίτη με τη θολή ροή του Σελινούντα, πριν από το ομώνυμο χωριό. Μερικές εκατοντάδες μέτρα μετά τερματίζει η πορεία των 40 χιλιομέτρων του ποταμού, από τις πηγές ως τις εκβολές.(4) Το μόνο που απομένει από τον Σελινούντα, σαν υπόμνηση της παρουσίας του, είναι το εκτεταμένο κιτρινωπό του ίχνος, στα νερά του Κορινθιακού.
Παίρνουμε τις ανηφοριές για την Φτέρη παρακολουθώντας τώρα από τα ανατολικά την πορεία του ποταμού. Μικρή στάση στην ορεινή Φτέρη για ένα κρασάκι. Καθώς πέφτει η νύχτα, στροβιλίζονται έξω από την τζαμαρία οι πρώτες νιφάδες χιονιού. Είναι ώρα να συνεχίσουμε για την Άνω Βλασία. Η ΜΙΚΡΗ ΑΡΧΟΝΤΙΣΣΑ με το αναμμένο της τζάκι μας περιμένει.
Ας παρακολουθήσουμε όμως την αφήγηση και τις εντυπώσεις του Κυριάκου Παπαγεωργίου από την επίσκεψή του στις Μονές Ταξιαρχών και Πεπελενίτσας και την διείσδυσή του στο φαράγγι του Σελινούντα.
ΑΠΟ ΤΟ ΑΙΓΙΟ ΩΣ ΤΟ ΦΑΡΑΓΓΙ ΤΟΥ ΣΕΛΙΝΟΥΝΤΑ
«Ξεκινώ την πορεία μου από το Αίγιο για τα χωριά Κάτω Μαυρίκι και Μελίσσια. Σύντομα βρίσκομαι δίπλα από την πλατιά, ασπριδερή κοίτη του Σελινούντα. Διασχίζω ωραία περιβόλια από εσπερίδες. Σε δύο χιλιόμετρα βρίσκομαι σε διασταύρωση και παίρνω την αριστερή κατεύθυνση, για να ανηφορίσω ως το Κάτω Μαυρίκι κι ύστερα να ελιχθώ μέχρι την κοίτη του ποταμού. Εδώ υπάρχει παλιά σιδερένια γέφυρα αλλά και νεότερη ζεύξη. Το νερό, Οκτώβρη μήνα, είναι πλούσιο και σίγουρα θα με δυσκολέψει στα στενέματα που θέλω να διασχίσω μέσα από την κοίτη του.
Προσπερνώ το κάτω μέρος του χωριού Μελίσσια και καθώς αρχίζει ο ανήφορος για το πασίγνωστο Μοναστήρι των Ταξιαρχών, εγώ παίρνω κι ακολουθώ έναν καλοπατημένο χωματόδρομο που κινείται παράλληλα με την κοίτη του ποταμού. Η κοίτη εξακολουθεί να είναι φαρδιά και να καλύπτει μια τεράστια κροκαλωτή έκταση. Γύρω στο χιλιόμετρο από τον ασφαλτόδρομο πέφτω επάνω σε έναν οδοστρωτήρα που φράζει το πέρασμα μιας πρόχειρης γεφύρωσης του Σελινούντα αποκόπτοντας κάθε πιθανή συνέχιση της κοίτης ως την αρχή του φαραγγιού.
Παρατώ το αμάξι και συνεχίζω με τα πόδια. Βέβαια δίπλα από το εμπόδιο υπάρχει η είσοδος ενός εκτεταμένου σπαστηροτριβείου, το οποίο διαθέτει μηχανήματα, ψιλή και χοντρή άμμο, τεράστια κόσκινα και …γραφεία.
Η αφαίμαξη των καταλοίπων και της φερτής άμμου γίνεται προφανώς ανεξέλεγκτα.
Από εδώ και πάνω αρχίζει να διαγράφεται μια θαυμαστή πορεία μέσα από τις κροκάλες που οδηγεί στο υπέροχο φαράγγι του Σελινούντα. Κιόλας διαγράφονται οι φιγούρες των δυό μοναστηριών που κοσμούν το ποτάμι και κρέμονται πάνω από την κοίτη του.
Από αριστερά διακρίνεται μέσα σε πυκνή βλάστηση και σε ήπια θέση η Μονή Ταξιαρχών, ενώ από δεξιά και βαθιά μέσα στις πέτρινες δαγκάνες των κάθετων βράχων ξεχωρίζει ένα σύνολο ιδιότυπων οικημάτων που αποτελούν τη Μονή Πεπελενίτσας.
Συνεχίζουμε την πεζοπορία μας μέσα στην κοίτη του Σελινούντα με μέτωπο το στενό φαράγγισμα του ποταμού. Οι χρωματιστές πέτρες, τα σχέδια, οι μορφές κι οι ζουγραφιές που διαγράφονται πάνω στα σώματά τους είναι ένα κίνητρο να περιπλανηθεί κανείς σε όλο το εύρος της κοίτης, με στόχο τον εντοπισμό και ανεύρεση ποικιλίας λιθαριών και κροκάλων.
Όσο προχωρώ στενεύει η κοίτη του, η φύση αγριεύει και η βλάστηση υψώνεται ως απαγορευτικός προμαχώνας του ποταμού. Δυστυχώς εδώ μέσα, σε αυτόν τον απομονωμένο υδάτινο παράδεισο είναι διασκορπισμένοι πολλοί κυνηγοί, με το χέρι στη σκανδάλη, ετοιμοπόλεμοι, μπροστά από ένα κρυφό καρτέρι περάσματος πουλιών.
Περνώντας και από τον τελευταίο θύλακα του καρτεριού ανασαίνω, ενώ τα βράχια δίπλα από την κοίτη “μαζεύονται” και σφηνώνουν. Φτάνοντας στο πιο στενό σημείο της χαράδρας, όπου το νερό του Σελινούντα συνωθείται σε μια στενή και βαθιά λεκάνη, διακρίνω στη δεξιά όχθη ένα κόκκινο σημάδι που καθοδηγεί την πορεία – διάσχιση του φαραγγιού, ψηλότερα από το ορμητικό ρεύμα της ποτάμιας κοίτης. Καβατζάρω ένα μυστικό πέρασμα και βρίσκομαι πίσω από τα πρώτα στενά της χαράδρας. Για λίγο ανοίγει ο θύλακας του ποταμού, αλλά σύντομα ξανασφίγγει η τανάλια του, για να σμίξουν πιο πολύ τα δυό αντίπαλα βράχια. Και πάλι όμως έχουν επινοηθεί μυστικά και ευέλικτα περάσματα, δίπλα ή πιο ψηλά από τα κάθετα βράχια, με αποτέλεσμα να υπάρχουν διέξοδοι στην προώθηση της χαράδρας.
Ετσι προχωρώ για κάμποσο μέσα σε αυτή την απρόσκοπτη στένωση και προωθούμαι πια βαθιά μέσα στο φαράγγι του Σελινούντα. Όταν τα βράχια υψωθούν, αμετάκλητα και απαγορευτικά, τότε πια πρέπει να μπω στη ροή του ποταμού, για να προχωρήσω βαθύτερα μέσα στο ποτάμι που φαραγγίζει με σκαλωσιές.
Φτάνω μέχρι ένα σημείο που στρίβει σε μιαν έξοχη φυσική ροπή, από όπου έχω μια συντριπτική εικόνα του φαραγγιού και καθώς δεν διαθέτω, τα κατάλληλα εφόδια αναρρίχησης, αναγκάζομαι να γυρίσω πίσω, για να προλάβω να επισκεφθώ τα μοναστήρια.
Επιστρέφοντας στη διασταύρωση, λίγο μετά το χωριό Μελίσσια, παίρνω τον ασφαλτόδρομο που ανηφορίζει για τη Μονή Ταξιαρχών. Κάτι περισσότερο από χίλια μέτρα χρειάζονται για να προσεγγίσω το παλιό και πολύ αξιόλογο αυτό μοναστήρι.
Η Μονή είναι χτισμένη σε μια πανέμορφη λάκα, ψηλά και σχεδόν πάνω από τον Σελινούντα. Ιδρυτής της Μονής είναι ο Όσιος Λεόντιος, που ασκήτευσε σε απόκρημνο βράχο του Κλωκού.
Η μονή Ταξιαρχών έχει κτισθεί γύρω στο 1430 από τους δεσπότες της Πελοποννήσου Θωμά και Δημήτριο Παλαιολόγο. Υπέστη διαδοχικές καταστροφές, ενώ μετά την αποτυχία των Ορλωφικών έγινε στάχτη από τα στίφη των Αλβανών. Ξανακτίσθηκε στη σημερινή της θέση. Μετά την ίδρυση του ανεξάρτητου ελληνικού κράτους δημιουργήθηκε στη Μονή πνευματικό κέντρο παραγωγής ιεροδιδασκάλων, ιεροκηρύκων και καθηγητών θεολογίας. Η ακμή του μοναστηριού βασιζόταν και στην οικονομική του ευρωστία, απόρροια της σημαντικής ακίνητης περιουσίας του.
Φτάνω στη μεγάλη και καλοφτιαγμένη είσοδο. Ένα μικρό δασύλλιο από κυπαρισσόπευκα, ένα υποστατικό, μια κρήνη με παπόχηνες κι ένα λιοτριβιό δεξιά της μονής, εισάγουν με μια μυστήρια και θρησκευτική γαλήνη στην πνευματική ατμόσφαιρα του ιερού χώρου.
Χτυπώ το κουδούνι κι εμφανίζεται ένας νεαρός κι ευγενέστατος μοναχός. Με οδηγεί στο υπέροχο καθολικό της μονής, δίπλα από τον ιστορικό Πύργο του 1700 που έμεινε αλώβητος, στον ζωγραφιστό και κατάγραπτο νάρθηκα, αλλά και στο θαυμαστό ξυλόγλυπτο τέμπλο, κάτω από το οποίο φυλάσσονται τα οστά του Οσίου Λεόντιου.
Πέρα από αυτά στο μοναστήρι συντηρείται αίθουσα κειμηλίων και πολύ σημαντική βιβλιοθήκη. Επίσης εδώ λειτουργούσε, τα μετεπαναστατικά χρόνια, Ελληνικό Σχολείο, στο οποίο φοίτησαν σπουδαίες πνευματικές προσωπικότητες. Κυρίαρχη θέση κατέχουν τα συγγράμματα των Πατέρων, καθώς και βιβλία με σχόλια των αρχαίων συγγραφέων. Ιδιαίτερα μεγάλης αξίας είναι οι Κώδικες της μονής που βρίσκονται στο Κειμηλιοφυλάκιο. Στον ίδιο χώρο φυλάγονται και τα πατριαρχικά σιγίλλια (έγγραφα), με τα οποία επικυρώνονταν τα προνόμια του μοναστηριού ως Πατριαρχικής και Σταυροπηγιακής Μονής.
Στην αυλή του καθολικού πιάνω κουβέντα με τον καλόγερο, που με ρωτάει από πού είμαι. Του απαντώ κι αμέσως με ενημερώνει πως απεδώ ξεκίνησε την ιεροσύνη του ο πολύ σημαντικός κι εξαίρετος πρώην Μητροπολίτης Δημητριάδος Ιωακείμ, που πρώτα έγινε Μητροπολίτης Βοστώνης κι έπειτα Δημητριάδος, στα χρόνια της κατοχής. Μάλιστα πέρυσι γιορτάστηκε, εδώ στο μοναστήρι, η μνήμη του με ειδική τελετή.
Εγκαταλείποντας τη μονή κάνω μια περίεργη στροφή γύρω από το μοναστήρι, από όπου ένας φαρδύς χωματόδρομος με οδηγεί, σε ενάμιση χιλιόμετρο, στον εκπληκτικό βράχο – ασκηταριό του Όσιου Λεόντιου.
Είναι πράγματι εντυπωσιακή η θέση και η μορφολογία του βράχινου τοπίου. Σώζονται μερικά από τα αρχικά τμήματα του Παλιομονάστηρου, δηλαδή της πρώτης θέσης του παλιού μοναστηριού των Ταξιαρχών. Σε ένα κόκκινο βράχο, ύψους εκατό μέτρων και σε μια κοιλωματική κρύπτη του μέσα είναι ζουφωμένο αυτό το θεσπέσιο έργο της ερημίας και της ασκητικής.
Από το ύψος της Σκήτης του Οσίου Λεοντίου φαίνεται ολόκληρο το τελευταίο κομμάτι ροής του Σελινούντα. Η θέα από εδώ είναι συναρπαστική και μεγαλειώδης, αλλά εξίσου σπουδαία είναι και η θέση αυτού του εκπληκτικού και ιδιότυπου ασκηταριού.
ΜΟΝΗ ΠΕΠΕΛΕΝΙΤΣΑΣ
Ξεκινώντας από την ίδια αφετηρία, με την προηγούμενη, φτάνω στην πρώτη διασταύρωση μετά από δύο περίπου χιλιόμετρα, από τον Εθνικό δρόμο της Κορίνθου. Αντί να πάω αριστερά, παίρνω το δεξιό και βασικότερο δρόμο, που ανηφορίζει για Κουνινά, Ρακίτα και Λαπαναγούς.
Η περιοχή, δεξιά της κοίτης του Σελινούντα, είναι διάσπαρτη από διαδοχικά αμπέλια με σταφίδα, τα ωραιότερα, όπως λένε, της Πελοποννήσου.
Θα χρειαστούμε περίπου δέκα χιλιόμετρα, με το αυτοκίνητο, για να προσεγγίσουμε το σημείο του Σταυρού που θα εγκαταλείψουμε την οδήγηση και θα κατηφορίσουμε για την απρόσιτη και καλά κρυμμένη Μονή της Πεπελενίτσας.
Θα περνάμε διαρκώς από όμορφα σταφιδάμπελα, μια εικόνα πολύ χαρακτηριστική και ιδιόμορφη, έως ότου φτάσουμε στα χείλη ενός πευκόδασου, στην άκρη του γκρεμού. Από εκεί θα κατηφορίσουμε πολύ έντονα και, με κλίσεις διαρκείς και αλλεπάλληλες, θα φτάσουμε στο πλάτωμα της Μονής, πάνω ακριβώς από την κοίτη του Σελινούντα.
Το τοπίο γίνεται επιβλητικό και πολύ άγριο, είναι απομονωμένη αυτή η γωνιά της ερημικής μονής και δύσκολα μπορεί κανείς να την εντοπίσει.
Σε μία σχισμή των βράχων, αθέατη ακόμη κι από την είσοδό της, κατηφορική, περίκλειστη κι εντυπωσιακά σφραγισμένη, η μονή αυτή των “Απελπισμένων”, δικαιούται να θεωρείται η πιο απόκρυφη γωνιά θρησκευτικής λατρείας του Μοριά.
Βαθιά κάτω από τη Μονή ρέει το ποτάμι του Σελινούντα, ενώ απέναντι από την κοίτη του διακρίνεται η Μονή των Ταξιαρχών, η Σκήτη του Οσιου Λεόντιου και ο απότομος ορεινός όγκος του Κλωκού.
Το παλιότερο όνομα της Μονής ήταν “η Ελπίς των Απελπισμένων”. Κτίσθηκε την ίδια περίπου εποχή με τη Μονή των Ταξιαρχών, τον 15ο αιώνα κι έχει με κείνη παράλληλη ιστορία.
Σχετικά με την ετυμολογία της Πεπελενίτσας επικρατούν δύο εκδοχές: Σύμφωνα με την πρώτη, το όνομα προέρχεται από την Ελένη Παλαιολογίνα, σύζυγο του αυτοκράτορα Μανουήλ Παλαιολόγου ή από την Μπεμπέλ Ελενίτσα, κόρη του ηγεμόνα της Αχαϊας Θωμά Παλαιολόγου που συγκαταλέγονταν στους ιδρυτές της Μονής. Κατά τη δεύτερη εκδοχή, το όνομα Πεπελενίτσα προέρχεται από τη σλαβική λέξη «πεπέλ» (τέφρα, στάχτη) που σημαίνει τεφροδοχείο, τόπος εξαγνισμού από τις αμαρτίες.
Κι αυτό το μοναστήρι καταστράφηκε από τους Τουρκαλβανούς μετά τα Ορλωφικά, που υπήρξαν για ολόκληρη την Πελοπόννησο, μαρτυρικό ξεσήκωμα, αλόγιστων συνεπειών. Σφάχτηκαν δε όλες οι καλόγριες από τους θηριώδεις αλβανούς.
Το μοναστήρι εκείνο ήταν χτισμένο χαμηλά, κοντά στην κοίτη του Σελινούντα, αλλά μετά τη σφαγή, ήρθε και χτίστηκε εδώ πάνω, μέσα στα σιφόνια των ψηλόσωμων βράχων, για λόγους προστασίας. Η μονή σταδιακά έπαψε να έχει αυτονομία, παρά τη μεγάλη ακίνητη περιουσία που διέθετε και στο τέλος περιέπεσε να γίνει μετόχι της Μονής Ταξιαρχών.
Ξακουστά έγιναν τα υφαντά των καλογριών από τα παλιά χρόνια, φημολογείται δε ότι στην Παγκόσμια Εκθεση των Υφαντουργών το 1867, πήραν στο Παρίσι το πρώτο βραβείο.
Σήμερα διατηρείται ένα σύνολο ημιερειπωμένων κτισμάτων που δεν δίνουν την εικόνα μοναστηριού. Το καθολικό είναι σχεδόν εξαφανισμένο μέσα στα υπόλοιπα κτίσματα, ωστόσο ο ναός του είναι βασιλικού ρυθμού κι έχει ωραίο τέμπλο και ψηφιδωτές εικόνες. Είναι αφιερωμένος στην Κοίμηση της Θεοτόκου.
Απαιτείται προσπάθεια για να κατέβει κανείς ως το μοναστήρι από το δρόμο. Ένα στριφογυριστό μονοπάτι κατηφορίζει μες από τους θηριώδεις θάμνους και τα πεύκα, για να αποκαλυφθεί, την τελευταία στιγμή, το οχυρωμένο αυτό οικιστικό τάγμα.
Σήμερα (το 2006 το επισκεφθήκαμε) ζουν μερικές μοναχές που τα φέρνουν δύσκολα βόλτα. Ωστόσο επικρατεί μια σπάνιας εσωτερικής κι εξωτερικής γαλήνης ατμόσφαιρα και μια άγρια ομορφιά πλανιέται γύρω και μέσα σε τούτο το μεσαιωνικό κατάλοιπο.
Ο Σελινούντας ασπρίζει στο βάθος, καθώς φιδοσέρνεται μες από τους βράχινους σφιγκτήρες. Υπάρχει κι ένα γραφικό κι απότομο μονοπάτι που ελίσσεται μες από τα βράχια, κατηφορίζοντας ως την κοίτη του ποταμού».
Εδώ τελειώνει το οδοιπορικό του φίλου μας στις δύο Μονές. Συνεχίζει με τους γνωστούς μας ήδη οικισμούς της Ρακίτας, των Λαπαναγών και τη Μονή της Μακελλαριάς.
Επίλογος
Μετά την ολοήμερη περιπλάνησή μας με όλους τους καιρούς, επιστρέφουμε στη ζεστή αγκαλιά της «Μικρής Αρχόντισσας». Μπροστά στο αναμμένο τζάκι μας καλωσορίζει ο δημιουργός της μονάδας, ο Παναγιώτης Κοτσίρης. Κάθε λέξη του, κάθε φράση, αποπνέει την μεγάλη αγάπη για την ιδιαίτερη πατρίδα του. Αυτή η αγάπη, άλλωστε, τον παρακίνησε να αναλάβει το παράτολμο εγχείρημα της δημιουργίας του υπέροχου αυτού ορεινού ξενώνα στο χωριό.
–Είμαι βαθειά δεμένος με τον τόπο μου, καταλήγει ο Παναγιώτης. Ποτέ δεν ξεχνάω τα πρώτα, δύσκολα παιδικά χρόνια, τότε που κάθε φθινόπωρο ξεκινούσα το σχολείο στα ορεινά, για να συνεχίσω το χειμώνα και την άνοιξη στον κάμπο. Όπως ακριβώς επέβαλλαν οι βιοποριστικές ανάγκες της κτηνοτροφικής μας οικογένειας. Κι ούτε βέβαια ξεχνάω τη ρίγανη και το τσάι του βουνού που πουλούσα στους παραθεριστές για ν’ αγοράσω τα απαραίτητα.
Γεμίζουμε όλοι με ντόπιο κρασάκι τα ποτήρια, τσουγκρίζουμε και πίνουμε. Ευχόμαστε να’ μαστε γεροί, να ξαναβρεθούμε σ’ αυτό το ωραίο τόπο με ηπιότερους, ανοιξιάτικους καιρούς. Για να μπορέσουν τα βήματά μας να μας ανεβάσουν στις άγνωστες, χιονοσκέπαστες τούτη την εποχή κορυφές.
ΥΠΟΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
- ΧΟΡΗΓΙΑ ΤΟΥ ΕΚΔΟΤΙΚΟΥ ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΥ ΛΙΒΑΝΗ
- Η απόσταση στην πραγματικότητα είναι 11,7 χλμ.
- Αθαν. Μπιλιάνου, «ΙΕΡΑ ΜΟΝΗ ΠΑΝΑΓΙΑΣ ΜΑΚΕΛΑΡΙΑΣ», ΠΑΤΡΑ 2010
- Νίκος Νέζης, «ΤΑ ΕΛΛΗΝΙΚΑ ΒΟΥΝΑ, ΓΕΩΓΡΑΦΙΚΗ ΕΓΚΥΚΛΟΠΑΙΔΕΙΑ» ΤΟΜΟΣ 1 σελ. 44