Το τρένο της επιστροφής πότε- πότε βουλιάζει ανάμεσα στους λόφους μέχρι που το καταπίνει κάποιο τούνελ. Όλες τις άλλες στιγμές ο ορίζοντας είναι ανοιχτός και όμορφος μέσα στη φθινοπωρινή του αίγλη, με τις όμορφες βουνοπλαγιές και τους εκτενείς κάμπους της μακεδονικής φύσης. Τα σκονισμένα τζάμια του τρένου δυστυχώς περιορίζουν την οπτική μου δυνατότητα, μα ακόμη κι έτσι τα χρώματα είναι έντονα. Έβρεξε πολύ τις προηγούμενες μέρες και η υγρασία έχει φωτίσει το πράσινο του χορταριού, το κίτρινο των τελευταίων φύλλων και το καφέ των οργωμένων χωραφιών, που τώρα μοιάζουν με μεγάλα λαχταριστά κομμάτια σκούρας σοκολάτας.
Κάπως έτσι το τρένο άφησε πίσω του με σταθερό ρυθμό την όμορφη πόλη της Έδεσσας. Έδεσσα! Η πόλη του νερού όπως την ονομάζουν πολλοί. Πράγματι ποια πόλη της Ελλάδος είναι ταυτισμένη με το νερό περισσότερο από αυτήν; Ποια άλλη πόλη τη διασχίζουν γραφικά κανάλια με τρεχούμενα νερά, σε μια αέναη πορεία που καταλήγει εντυπωσιακά στους καταρράκτες της; Ποιας πόλης ο ήχος είναι συνυφασμένος με το τραγούδισμα του νερού, αντί μ’ εκείνον των αυτοκίνητων;

Το τρένο της επιστροφής πότε- πότε βουλιάζει ανάμεσα στους λόφους μέχρι που το καταπίνει κάποιο τούνελ. Όλες τις άλλες στιγμές ο ορίζοντας είναι ανοιχτός και όμορφος μέσα στη φθινοπωρινή του αίγλη, με τις όμορφες βουνοπλαγιές και τους εκτενείς κάμπους της μακεδονικής φύσης. Τα σκονισμένα τζάμια του τρένου δυστυχώς περιορίζουν την οπτική μου δυνατότητα, μα ακόμη κι έτσι τα χρώματα είναι έντονα. Έβρεξε πολύ τις προηγούμενες μέρες και η υγρασία έχει φωτίσει το πράσινο του χορταριού, το κίτρινο των τελευταίων φύλλων και το καφέ των οργωμένων χωραφιών, που τώρα μοιάζουν με μεγάλα λαχταριστά κομμάτια σκούρας σοκολάτας.
Κάπως έτσι το τρένο άφησε πίσω του με σταθερό ρυθμό την όμορφη πόλη της Έδεσσας. Έδεσσα! Η πόλη του νερού όπως την ονομάζουν πολλοί. Πράγματι ποια πόλη της Ελλάδος είναι ταυτισμένη με το νερό περισσότερο από αυτήν; Ποια άλλη πόλη τη διασχίζουν γραφικά κανάλια με τρεχούμενα νερά, σε μια αέναη πορεία που καταλήγει εντυπωσιακά στους καταρράκτες της; Ποιας πόλης ο ήχος είναι συνυφασμένος με το τραγούδισμα του νερού, αντί μ’ εκείνον των αυτοκίνητων; Μονάχα στην Έδεσσα μπορεί κάποιος να θαυμάσει το ταξίδι του νερού μέσα σ’ ένα σύγχρονο αστικό τοπίο σε όλο του το μεγαλείο.
Θα ήταν όμως μεγάλο ατόπημα για κάποιον που επισκέπτεται την Έδεσσα να αρκεστεί στη θέα των καταρρακτών της. Θα ήταν σαν να βρισκόταν στο Παρίσι και να θαύμαζε μονάχα τον Πύργο του Άιφελ, ενώ θα αδιαφορούσε για την ιστορία της πόλης, όπως τη λένε τα κτίρια και τα στενά της, τη βουή του κέντρου, τα μέρη που συγκεντρώνεται ο κόσμος στην καθημερινότητά του, τα φαγητά και τα πιοτά της. Και το ψηφιδωτό της Έδεσσας συνθέτουν κι άλλες πολλές ψηφίδες, που τοποθετήθηκαν μία μία στο σύντομο ετούτο ταξίδι μας κι έφτιαξαν μια μοναδική εικόνα.
Από το παράθυρο του τρένου εναλλάσσονται ασταμάτητα φωτογραφικά καρέ: δέντρα ημίγυμνα παραταγμένα σα στρατιώτες σε αναφορά, χιονισμένες βουνοκορφές και μικρά σταθμαρχεία, όπου οι λιγοστοί άνθρωποι σφίγγουν τους γιακάδες των παλτών τους, περιμένοντας να επιβιβαστούν στο τρένο για τη συμπρωτεύουσα. Όταν το τρένο τους πλησιάζει, βγάζει μακρόσυρτα κορναρίσματα, οι ράγες τρίζουν αντιδρώντας στην προσπάθειά του να σταματήσει και διαταράσσουν τον απολογισμό του ταξιδιού.
Προσεγγίζοντας την πόλη
Στους πρόποδες του Βερμίου, σ’ ένα υψίπεδο 310 μέτρων, το οποίο οι ντόπιοι το ονομάζουν Βράχο, είναι χτισμένη η Έδεσσα. Στην άκρη του διαγράφονται μερικά προνομιούχα κτίσματα, που ατενίζουν ανενόχλητα τον μακεδονικό ορίζοντα μέχρι το Θερμαϊκό κόλπο. Ένα απέραντο τοπίο στα χρώματα, που τόσο καλά ξέρει να συνταιριάζει το φθινόπωρο. Ετούτα τα κτίσματα, λοιπόν, από μακριά υπονοούν την ύπαρξη μιας πόλης, σε ξεχωριστή, αλλά και στρατηγική τοποθεσία: ελέγχει τη βόρεια διάβαση του Βερμίου ανάμεσα σε αυτό και το όρος Βόρας ή Καϊμακτσαλάν και βρίσκεται στο φυσικό πέρασμα, από το οποίο διέρχεται ένας πανάρχαιος οδικός άξονας, που από το 2ο αιώνα π.Χ. ονομάστηκε Εγνατία Οδός. Αυτός ο άξονας συνδέει την πεδινή με την ορεινή Μακεδονία και την Αδριατική με το Αιγαίο.
Καθώς προβάλλει ο Βράχος από την πεδιάδα μοιάζει να είναι, όπως έγραφε ο Μενέλαος Λουντέμης στο έργο του «Συννεφιάζει», «το σκαλοπάτι που πατά ο Θεός για να ανέβει στον ουρανό». Και τούτη τη μουντή μέρα ο ουρανός φαίνεται να μην είναι και τόσο μακριά, αλλά αγγίζει με τα χνότα του τις ταράτσες των σπιτιών και τους κουκουλωμένους διαβάτες, που ανοίγουν το βήμα τους για να τον αποφύγουν.
Μαζί με τη βροχή και το κρύο, μας καλωσορίζει στην Έδεσσα και το συνακόλουθο κυκλοφοριακό κομφούζιο, που δεν λείπει ούτε από αυτή τη μικρή πόλη. Οι τροχονόμοι, που έχουν τοποθετηθεί στα κομβικά σημεία προσπαθούν μάταια να προωθήσουν την κυκλοφορία και να αντισταθμίσουν την έλλειψη φαναριών. Ψάχνοντας για το ξενοδοχείο τα μάτια κινούνται νευρικά από επιγραφή σε επιγραφή αλλά παρασύρονται από τα τόσα νέα ερεθίσματα. Η γνωστή φλογερή ανησυχία που διαγράφεται στο βλέμμα κάποιου, όταν συναντά ένα νέο προορισμό, κοιτά και ψάχνει όπως έχει ξεχάσει να το κάνει στο μέρος που ζει.
Παρά την κίνηση και τη βροχή δεν είναι δύσκολο να προσανατολιστούμε στο μικρό κέντρο. Έτσι, σύντομα βρισκόμαστε στο λόμπυ του ξενοδοχείου Άλφα να ξεφορτώνουμε τα πράγματά μας.
Το τέλος της πρώτης μέρας
«Το νερό είναι η ευλογία αυτού του τόπου, αλλά έχει υπάρξει και η καταστροφή του, καθώς οι πλημμύρες, στο παρελθόν κυρίως, ήταν συχνό φαινόμενο. Τότε τα νερά του Εδεσσαίου ξεχύνονταν με όλη τους τη δύναμη μέσα στην πόλη προκαλώντας ζημιές σε σπίτια, επιχειρήσεις και δημόσιους χώρους. Σήμερα έχουν γίνει τα ανάλογα αντιπλημμυρικά έργα και δεν υπάρχει τέτοιος φόβος», μου εξηγεί μεταξύ άλλων ο Βαγγέλης Κυριακού λίγη ώρα αργότερα.
Ο Βαγγέλης Κυριακού είναι ο Υπεύθυνος Τουρισμού της Έδεσσας. Στην κάρτα που μου έδωσε δε θα δυσκολευόμουν να προσθέσω τον υπότιτλο «ο κατάλληλος άνθρωπος», μιας και σε αρκετές περιπτώσεις οι Υπεύθυνοι Τουρισμού φροντίζουν μάλλον για το δικό τους τουρισμό. Οπότε ήμουν ευτυχής που συνάντησα έναν άνθρωπο με διάθεση, μίλησα μαζί του και νοερά έκανα την πρώτη μου βόλτα στην Έδεσσα, την μακρά ιστορία, τις εκδηλώσεις αγροτουρισμού και τις δραστηριότητες των ανθρώπων της.
«Λοιπόν, όπως είπαμε, αύριο το πρωί ραντεβού στο Πάρκο Καταρρακτών», συνέχισε και πρόσθεσε, «ελπίζω μόνο να μας κάνει καλό καιρό!».
«Ο καιρός δεν είναι εμπόδιο», είπα εγώ και τον ευχαρίστησα για την διαφωτιστική κουβέντα μας.
Επιστρέφοντας στο ξενοδοχείο τα φώτα του δρόμου είχαν κιόλας ανάψει. Η μικρή διάρκεια της μέρας έγινε ακόμη μικρότερη από το σκοτεινό και μουντό καιρό, τόσο που αναρωτιόσουν αν ξημέρωσε καθόλου. Περάσαμε από την κεντρική πλατεία της πόλης, την πλατεία Τημενιδών, μια μαρμαρόστρωτη υπερυψωμένη πλατεία με φύλακές της δύο πανύψηλα πλατάνια, που τώρα φωτίζονταν κι αυτά. Ένα σιντριβάνι ανασήκωνε πολλούς χαμηλούς πίδακες νερού και απέναντί της ακριβώς έτρεχαν τα νερά ενός παραπόταμου σ’ ένα κανάλι. Από το σημείο αυτό τα γεφυράκια και τα δέντρα ολόγυρά του σχημάτιζαν ένα επαναλαμβανόμενο τοπίο, που χανόταν στο βάθος.
Ο«Τζίνος» ήταν ό, τι ζητούσαμε. Ένα ταβερνάκι παραπλεύρως της πλατείας, μικρό και φιλόξενο, με καλά μαγειρεμένα και κυρίως καθαρά φαγητά. Στους τοίχους είχε μερικές ασπρόμαυρες φωτογραφίες της παλιάς πόλης, όπως οφείλει να έχει κάθε παραδοσιακό ταβερνάκι, και η διακόσμηση απέπνεε χωριάτικη θαλπωρή. Η ζεστή ατμόσφαιρα και η ζεστή θερμοκρασία με απροθυμία μας έκαναν να επιστρέψουμε στο ξενοδοχείο προς αναμονή της καινούριας μέρας.
Στο «Φρύδι της Πόλης»
Α. Το Πάρκο Καταρρακτών
Μόλις τράβηξα τις κουρτίνες του παραθύρου το φως που μπήκε μέσα στο δωμάτιο δεν έκανε καμία απολύτως διαφορά. Οι δρόμοι ήταν μουσκεμένοι σαν να έβρεχε όλη τη νύχτα. Ένα φθινοπωρινό αστικό τοπίο με τα όλα του.
Έξω η θερμοκρασία είναι πολύ χαμηλή και ρίχνει το τελευταίο ψιλόβροχο. Τα μαγαζιά και τα καφέ έχουν κιόλας υποδεχτεί τους πρώτους σφιγμένους από το κρύο πελάτες τους.
Ακολουθούμε την πινακίδα «προς καταρράκτες». Σε κάθε βήμα μας ο υπόκωφος ήχος του νερού μεγαλώνει, μέχρι που μας οδηγεί στο Πάρκο Καταρρακτών, μια μεγάλη κατάφυτη έκταση με πλακόστρωτα δρομάκια. Στο Δημοτικό Κέντρο των Καταρρακτών, το εστιατόριο-αναψυκτήριο του πάρκου, συναντήσαμε τον Βαγγέλη Κυριακού. Σύντομα θα αντικρίζαμε τον Κάρανο, τον πιο επιβλητικό από τους καταρράκτες, που θα μας έκοβε την ανάσα.
Αυτές είναι οι σημειώσεις που μπόρεσα να κρατήσω από τα ενδιαφέροντα λεγόμενα του Βαγγέλη:
Οι καταρράκτες της Έδεσσας δεν υπήρχαν πάντα όπως είναι σήμερα. Έως τα τέλη του 14ου αιώνα μια μικρή λίμνη, που βρισκόταν δυτικά της πόλης συγκρατούσε τον κύριο όγκο των νερών του Εδεσσαίου. Η υπερπλήρωση αυτής της λεκάνης σε συνδυασμό με κάποιο γεωλογικό ή καιρικό φαινόμενο τα νερά αλλάζουν ρου, βρίσκουν διέξοδο προς την πόλη και χύνονται θεαματικά από το βράχο της, δημιουργώντας πολλά μικρά ποτάμια και καταργώντας τη λίμνη απ’ όπου προήλθαν.
Για πολλά χρόνια μετά το σχηματισμό τους οι καταρράκτες ήταν ένα άσημο μέρος κρυμμένο πίσω από την οργιώδη βλάστηση. Θεωρούταν μια μικρή περιπέτεια να κατέβει κανείς τα δύσβατα μονοπάτια εκείνης της εποχής για να τους χαζέψει Από τα τέλη του 19ου αιώνα όμως, στην περιοχή άρχισαν να εγκαθίστανται πολλά εργοστάσια κλωστοϋφαντουργίας. Κατά τη διάρκεια της Κατοχής ο χώρος αναπλάσθηκε με αρχιτεκτονικό ύφος αρμονικό με το τοπίο, και διαμορφώθηκαν δύο πισίνες και μικροί κήποι. Μετά τον πόλεμο ο χώρος παραδόθηκε στο Δήμο. Στις αρχές του 1960 βελτιώθηκε η υποδομή πρόσβασης στους καταρράκτες και κατασκευάστηκαν σημεία που προσφέρουν ποικιλία θέασης.
Μόλις άδειασαν τα φλιτζάνια του πρωινού καφέ και η βροχή καταλάγιασε βγαίνουμε έξω και κατηφορίζουμε τα σκαλοπατάκια. Στα τελευταία μέτρα του καναλιού το νερό κυλάει νευρικά λες και φοβάται την επερχόμενη πτώση του. Ο δρόμος, που οδηγεί στον καταρράκτη είναι φαρδύς και πλακοστρωμένος, περιτριγυρισμένος από καταπράσινα παρτέρια. Στα επόμενα σκαλοπάτια ξεπροβάλλει ο Κάρανος, όπως ονομάζεται ο μεγαλύτερος από τους καταρράκτες. Μόλις τον αντικρίζουμε η επιβλητικότητά του μας καθηλώνει. Στεκόμαστε εκεί και χαζεύουμε τα νερά του Εδεσσαίου. Η ελεύθερη πτώση τους φτάνει περίπου τα 70 μέτρα. Εκατομμύρια μικρές ψιχάλες ξεσηκώνονται από την πρόσκρουση του νερού στα βράχια και ενώνονται με εκείνες της βροχής. Πλησιάζουμε περισσότερο και μας πλημμυρίζει το δέος. Ο δυνατός συνεχόμενος γδούπος, που κάνει το νερό αντηχεί σαν δυνατό χτυποκάρδι. Ο ποταμός που κυλά ειδυλλιακά στα κανάλια της πόλης και ηρεμεί τα πνεύματα των περαστικών, τώρα αποκτούσε ορμητική, άγρια και τρομακτική όψη.
Ακολουθούμε το δρομάκι που περνάει πίσω από τον καταρράκτη. Από εκεί κοιτάζουμε την απλόχωρη θέα που αντικρίζει ο Κάρανος και νιώθουμε ακόμη πιο έντονη τη δύναμή του και τη μαγεία της αέναης πορείας του. Κάτω ακριβώς από τον καταρράκτη βρίσκεται ένα μικρό σπήλαιο. Χρειάστηκε χιλιάδες χρόνια να σχηματιστεί από το νερό, που περνά μέσα από τις ρωγμές των ασβεστολιθικών πετρωμάτων. Κατηφορίζοντας πήραμε το μονοπατάκι, που οδηγεί σ’ έναν μικρότερο διπλό καταρράκτη. Μπορεί ο Κάρανος να του κλέβει όλη τη δόξα, όμως κι αυτός δεν στερείται ομορφιάς.
Κάρανος στη δωρική διάλεκτο σημαίνει βασιλιάς κι έτσι αναφέρεται αλλιώς ο Περδίκκας, από τον ομώνυμο τίτλο του. Σ’ αυτόν οφείλει τ’ όνομά του ο περίφημος καταρράκτης. Ο Περδίκκας ήταν απόγονος του Τήμενου, βασιλιά του πελοποννησιακού Άργους, και του Ηρακλή. Σύμφωνα με τον Ηρόδοτο και το Θουκυδίδη, εγκατέλειψε το Ορεστικόν Άργος κατά τον 9ο αιώνα π.Χ. και ίδρυσε τη μακεδονική δυναστεία των Αργεαδών ή Τημενιδών. Πρωτεύουσα του βασιλείου του έγιναν οι Αιγές, τις οποίες κατέλαβε απωθώντας τους Φρύγες.
Δύσκολα χορταίνεται η θέα των καταρρακτών. Με την υπόσχεση να επιστρέψουμε συνεχίσαμε την περιήγησή μας στον ευρύτερο χώρο των καταρρακτών, που αποτελεί ένα υπό διαμόρφωση Υπαίθριο Μουσείο Νερού. Το μουσείο φιλοδοξεί να αναδείξει την σπουδαία βιομηχανική ιστορία της πόλης, από τα προβιομηχανικά εργαστήρια ως τα εργοστάσια κλωστοϋφαντουργίας των αρχών του 20ου αιώνα. Τότε που η Έδεσσα είχε τη φήμη του Μάντσεστερ της Ανατολής.
Β. Οι Μύλοι και το Κανναβουργείο
Ανάμεσα στο Πάρκο Καταρρακτών και το Βαρόσι, κατά μήκος του λεγόμενου «Φρυδιού της Πόλης», συναντήσαμε την παλιά βιομηχανική ζώνη της Έδεσσας. Η περιοχή είναι γνωστή ως «Μύλοι». Εκτείνεται κι αυτή στην ανατολική πλευρά της πόλης, στην άκρη του βράχου. Τα κτίσματα των «Μύλων» αποτελούν αντιπροσωπευτικό δείγμα βιομηχανικής αρχιτεκτονικής του 19ου αιώνα κι έχουν αποκατασταθεί, καθώς και ο χώρος που τα περιβάλλει. Αποτελούν ένα σημαντικό αξιοθέατο της πόλης ακόμη κι αν τα σχέδια του Δήμου για τη δημιουργία ενός Υπαίθριου Μουσείου, που θα περιλαμβάνει την περιοχή των Μύλων, το Κανναβουργείο και το εργοστάσιο Εστία κινούνται με πολύ αργούς ρυθμούς.
Ήδη από τα ρωμαϊκά χρόνια η αφθονία των υδάτων και οι έντονες κλίσεις του εδάφους οδήγησαν τους κατοίκους στην εκμετάλλευση της υδροκίνησης. Εκείνη την εποχή οργανώθηκαν στην περιοχή οι πρώτες εγκαταστάσεις: αλευρόμυλοι, σησαμοτριβεία, βυρσοδεψεία και νεροτριβεία. Μάλιστα, περιηγητές που επισκέφτηκαν την πόλη κατά τον 17ο και 18ο αιώνα αναφέρουν ότι εδώ λειτουργούσαν 70 νερόμυλοι και 300 οικοτεχνίες.
Συστηματικότερη εκμετάλλευση του νερού έγινε από τα τέλη του 19ου αιώνα, όταν στην περιοχή εγκαταστάθηκαν υδροκίνητα εργοστάσια κλωστοϋφαντουργίας. Αυτές οι μονάδες ήκμασαν κατά την περίοδο του Μεσοπολέμου. Ωστόσο, η άνθισή τους θα κλονιστεί από τη μεγάλη πυρκαγιά και τις πλημμύρες του 1935, που κατέστρεψαν μεγάλο μέρος της πόλης, και θα διακοπεί από τη Γερμανική Κατοχή και τον Εμφύλιο πόλεμο. Από τα τέλη της δεκαετίας του 1950 η λειτουργία των εργοστασίων άρχισε να φθίνει μέχρι που έκλεισαν οριστικά. Ο κυριότερος λόγος για τη φθίνουσα πορεία της βιομηχανίας ήταν η πώληση των υδατικών δικαιωμάτων των υδροκίνητων εργοστασίων στη ΔΕΗ. Την περίοδο 1962-66 οι Εδεσσαίοι με μια πρωτοφανή για την εποχή περιβαλλοντική διαμαρτυρία, αντιτέθηκαν και κατάφεραν τελικά να αποτρέψουν ένα άλλο σχέδιο της ΔΕΗ, να κατασκευάσει άλλο ένα εργοστάσιο καταστρέφοντας τους καταρράκτες και τη γύρω περιοχή.
Στην περιοχή των «Μύλων» θαυμάζουμε μερικά από τα μοναδικά αυτά δείγματα των προβιομηχανικών μνημείων: τον Αλευρόμυλο Σαλαμπάση και το Μπατάνι ή νεροτριβείο, που εκτίθενται σε κοινή θέα για τους επισκέπτες. Λίγο αργότερα δύο μεγάλοι γυάλινοι ανελκυστήρες μας οδηγούν κάτω από το Πάρκο Καταρρακτών, σ’ ένα πλάτωμα του βράχου, όπου βρίσκονται οι εγκαταστάσεις του ξακουστού Κανναβουργείου Έδεσσας. Από ψηλά διαγράφονται οι αλλεπάλληλες κεραμωτές δικλινείς στέγες των εγκαταστάσεών του μέσα σ’ ένα κατάφυτο τοπίο.
«Ποια βάρδια είμαστε εμείς;», ρωτάει περιπαικτικά ο Πέτρος.
«Μάλλον η δεύτερη!», απαντάει χαμογελώντας ο Βαγγέλης. «Πάντως οι εργάτες δυστυχώς δεν είχαν την τύχη να κατεβαίνουν με τα ασανσέρ. Να σας προειδοποιήσω πως θα μπορέσουμε να μπούμε μέσα αλλά ακόμη ο χώρος δεν έχει διαμορφωθεί σε μουσείο», συνεχίζει ο Βαγγέλης. «Στο μέλλον σκοπεύουμε να συντηρήσουμε τα μηχανήματα, όπως και τα μηχανήματα των Μύλων, και να τα λειτουργήσουμε κυρίως για εκπαιδευτικούς σκοπούς».
Το Κανναβουργείο ιδρύθηκε το 1908 και λειτούργησε από το 1913 ως το 1967, παράγοντας 1.200 κιλά σχοινιά ημερησίως. Ήταν το μοναδικό στον Ελλαδικό χώρο, με εξαίρεση μια κερκυραϊκή βιοτεχνία, και ήκμασε από το 1928-1940. Τελικά δεν γλίτωσε από την τύχη που είχαν και τ’ άλλα εργοστάσια της Έδεσσας.
Στο εσωτερικό του κτιρίου παραγωγής, στο μπροστινό του τμήμα, σήμερα λειτουργεί ένα άλλο Κανναβουργείο, το ομώνυμο εστιατόριο. Είναι διακοσμημένο με υψηλή αισθητική και η κουζίνα του προσφέρει ποικιλία από διεθνείς γεύσεις. Το καλοκαίρι τα τραπεζάκια και οι καρέκλες του βγαίνουν στο προαύλιο, που μοιάζει με φυσικό πάρκο, ενώ από τα ηχεία ακούγονται διακριτικές μελωδίες.
Ωστόσο, από το τζάμι που το χωρίζει από το υπόλοιπο κτίριο διακρίνεται ο κόσμος μιας άλλης εποχής. Τότε που η εκκωφαντική κακοφωνία των μεταλλικών μηχανών αντηχούσε ασταμάτητη. Εργάτες στέκονταν πλάι τους και ρύθμιζαν κουμπιά, λεβιέδες, καθάριζαν, έστριβαν και καρούλιαζαν τα σχοινιά σ’ ένα ατελείωτο πανδαιμόνιο. Τώρα οι βαριές μηχανές παραμένουν βουβές, τοποθετημένες σε κανονικά διαστήματα, σ’ έναν νεκρό χώρο. Η ακινησία γίνεται αντιληπτή εντονότερα κάπου που συνήθιζε να έχει τόση ενέργεια, σαν μια διαρκή παύση σ’ ένα μουσικό πεντάγραμμο.
Φεύγοντας από το Κανναβουργείο περνάμε από ένα καλντερίμι. Ξεκινάει από την περιοχή των Μύλων και οδηγεί στο Λόγγο, στον κάμπο δηλαδή, όπου βρίσκεται η αρχαία πόλη. Κάποτε αυτό το μονοπάτι ήταν η είσοδος της πόλης, 18 ώρες Θεσσαλονίκη- Έδεσσα με το μουλάρι.
Μας περιμένει ακόμη μια στάση στο Ενυδρείο της Έδεσσας, που στεγάζεται στο νερόμυλο Γιαννάκη. Λειτουργεί από το 2001 και φιλοξενεί ενδημικά ψάρια του γλυκού νερού, αμφίβια, ερπετά και καρκινοειδή. Στο πίσω μέρος μέσα σ’ ένα μεγάλο γυάλινο κλουβί είναι δύο κροκόδειλοι, που πυροδότησαν τη συζήτηση για το κατά πόσο είναι θεμιτό να φιλοξενούνται σ’ αυτό το ενυδρείο. Όσο η συζήτηση άναβε εγώ παρατηρούσα την ανέλπιδη προσπάθεια μιας νεοφερμένης μικρής οχιάς να σκαρφαλώσει σ’ αυτό που νόμιζε για βράχο, αλλά δεν ήταν παρά μόνο η ταπετσαρία στο πίσω μέρος του κλουβιού.
Γ. Το ιστορικό Βαρόσι
Πολύ κοντά στο Πάρκο Καταρρακτών βρίσκεται το Βαρόσι, ο μοναδικός πυρήνας που έχει διασωθεί από το ιστορικό κέντρο της Έδεσσας. Το Βαρόσι ήταν η πρώτη χριστιανική συνοικία που δημιουργήθηκε, στην ουσία αποτελώντας συνέχεια του βυζαντινού οικισμού και αποτυπώνει την εικόνα της πόλης έως και το τέλος της Τουρκοκρατίας. Το 1944 οι Γερμανοί έκαψαν το μεγαλύτερο μέρος του, επειδή λόγω της θέσης του χρησίμευε ως κέντρο αντιστασιακής δράσης.
Οι δρόμοι του Βαροσίου με τα χαμηλά παλιά σπίτια γεμάτα ιστορικές αναμνήσεις είναι πράγματι γοητευτικοί. Βέβαια, πολλά από αυτά είναι εγκαταλελειμμένα και δυστυχώς δεν λείπουν οι παρεμβάσεις, που αλλοιώνουν τη γραφική αυτή συνοικία. Τα ερειπωμένα κτίρια μπορεί να αποπνέουν θλίψη στην όψη τους, όμως φέρουν ακόμα τα σημάδια της αλλοτινής αρχιτεκτονικής τους ομορφιάς.
Τα σπίτια που σώζονται αποτελούν χαρακτηριστικό δείγμα της μακεδονίτικης αρχιτεκτονικής. Χρονολογούνται στο 19ο αιώνα και στην πλειονότητά τους είναι λαϊκές κατοικίες, υπάρχουν όμως και αρκετά αξιόλογα αρχοντικά, όπως το αρχοντικό Βαλάσα, η οικία Γιούσμη και η οικία Σκίπη-Φράγκου στην οδό Μακεδονομάχων και η οικία Τσάμη στην οδό Αρχ. Μελετίου 44.
Ορισμένοι αξιόλογοι ξενώνες, όπως το Χαγιάτι, το Βαρόσι και το Βαρόσι 4 Εποχές, έχουν ξαναζωντανέψει το αλλοτινό χρώμα της περιοχής. Μάλιστα μέσα στον ξενώνα Βαρόσι 4 εποχές μπορεί κανείς να θαυμάσει το αρχαίο τείχος της Έδεσσας μέσα από το γυάλινο δάπεδο.
Τη γραφική εικόνα του Βαροσίου συμπληρώνουν δύο θαυμάσιοι βυζαντινοί ναοί, η Κοίμηση της Θεοτόκου, που ήταν η παλιά Μητρόπολη, και εκείνος των Αποστόλων Πέτρου και Παύλου. Δυστυχώς ο ναός της Κοίμησης της Θεοτόκου δεν είναι επισκέψιμος. Η ανέγερσή του χρονολογείται στο δεύτερο μισό του 14ου αιώνα και είναι χτισμένος στη θέση αρχαίου ναού αφιερωμένου στον Ύψιστο Δία, γι’ αυτό και πολλά μέλη του ναού προέρχονται από τον αρχαίο ναό. Αρχικά ο ναός είχε το όνομα Αγία Σοφία. Κατά το 17ο αιώνα όμως πήρε το σημερινό του όνομα για να αποτραπεί η μετατροπή του σε τζαμί, διότι, μια διαταγή του σουλτάνου Σουλαϊμάν Β’ προέβλεπε πως όποια εκκλησία λεγόταν Αγία Σοφία έπρεπε να μετατραπεί σε τέμενος.
Ο ναός Πέτρου και Παύλου βρίσκεται στο ίδιο οικοδομικό τετράγωνο με την παλιά Μητρόπολη. Λόγω των αλλεπάλληλων επισκευών η ακριβής χρονολόγησή του είναι δύσκολη. Στη σημερινή του μορφή η εκκλησία είναι μια μικρών διαστάσεων τρίκλιτη βασιλική, με υπερυψωμένο μεσαίο κλίτος. Δύο τοξοστοιχίες, με δύο κίονες η καθεμιά, αποτελούν τον πυρήνα του βυζαντινού ναού, ενώ οι τοιχογραφίες που έχουν αποκατασταθεί μερικώς χρονολογούνται το 1370-85.
Στον περίβολο της παλιάς Μητρόπολης είναι χτισμένο ένα ακόμη σημαντικό κτίσμα στο Βαρόσι, το Παρθεναγωγείο. Πρόκειται για ένα λιτό ισόγειο, κεραμοσκεπές κτίριο με νεοκλασικές επιδράσεις, το οποίο λόγω της κλίσης του εδάφους έχει έναν ακόμη όροφο προς την πλευρά του Λόγγου. Η χρονολογία κατασκευής του είναι γραμμένη σε επιγραφή πάνω από την κύρια είσοδο: 1872 – 1877. Σήμερα φιλοξενεί περιοδικές εκθέσεις διαφόρων καλλιτεχνών.
Το απόγευμα μας βρίσκει στην άκρη του Βαροσίου, στον «Ψηλό Βράχο», μια τοποθεσία με εντυπωσιακή θέα προς τις κοιλάδες της Έδεσσας και της Πέλλας ως τις πλαγιές του Βερμίου. Κάτω χαμηλά το Ριζάρι, η Σκύδρα και το Μαυροβούνι, η αρχαία πόλη στο Λόγγο και η μονή της Αγίας Τριάδας. Αυτή την ώρα το τοπίο τυλίγει μια γοητευτική μελαγχολία, έτσι σκεπασμένο από τους άσπρους αχνούς της υγρασίας.
Η μέρα πέρασε πολύ γρήγορα κι άρχιζε κιόλας να σουρουπώνει. Εκεί που είχαμε ξεκινήσει τη μέρα μας τώρα την τελειώναμε: στο Δημοτικό Κέντρο Καταρρακτών. Όπως διαπιστώσαμε δεν βρίσκεται μόνο στο δημοφιλέστερο σημείο της πόλης, αλλά έχει και περιποιημένη κουζίνα με ωραίους μεζέδες. Δοκιμάσαμε το περίφημο τσομπλέκι, το τοπικό έδεσμα της Έδεσσας, σπεσιαλιτέ του μαγαζιού: κομματάκια κρέας κοκκινιστό με μελιτζάνες, πιπεριές Φλωρίνης, πατάτες και τυρί σε πήλινο. Με τη συνοδεία ενός φίνου κρασιού από τη Νάουσα και το τζάκι να καίει, μια γλυκιά νύστα κυρίευσε την παρέα.
Στο κέντρο της πόλης
Σήμερα, όπως και κάθε Πέμπτη όλος ο κόσμος κατευθύνεται στο Παζάρι, που γίνεται στα δυτικά της πόλης, στην τοποθεσία Κιουπρί. Έξω φυσάει παγερός αέρας που ξεσηκώνει τα πεσμένα φύλλα των δέντρων. Αφού διαγράψουν ακανόνιστες πορείες στα πεζοδρόμια, τους δρόμους και τα πάρκα, ξανακάθονται, ώσπου κάποιο βιαστικό αμάξι τα παρασέρνει ή κάποιος μαγαζάτορας τα διώχνει με τη σκούπα του και πάει λέγοντας. Ο ήλιος τονίζει με ακρίβεια το περίγραμμα της πόλης. Λίγο καταφέρνει, ωστόσο, να μαλακώσει το κρύο, καθώς ο καθαρός ορίζοντας είναι ο καλύτερος αγωγός του.
Πηγαίνουμε λοιπόν, προς το Κιουπρί και δίχως να βιαζόμαστε κάνουμε επ’ ευκαιρία τη βόλτα μας στο κέντρο. Ανάμεσα από τις πολυκατοικίες ξεχωρίζει το Ρολόι της πόλης. Πρόκειται για ένα ψηλό κτίσμα από πωρόλιθο του 1900. Λειτούργησε για πρώτη φορά την ημέρα της απελευθέρωσης της Έδεσσας, στις 18 Οκτωβρίου 1912. Τα γύρω κτίρια το πνίγουν κι έτσι δεν διακρίνεται καλά. Θα έλεγε κανείς πως το προφυλάσσουν από τους χειμωνιάτικους αέρηδες.
Οι πεζόδρομοι έχουν τη συνηθισμένη τους κίνηση. Άνθρωποι κάθε ηλικίας μοιράζονται ένα ζεστό φλιτζάνι και κουβεντιάζουν στα καφέ, φοιτητές της Πανεπιστημιακής Σχολής πηγαινοέρχονται με τις τσάντες στους ώμους και εμποροϋπάλληλοι πηγαίνουν στις δουλειές τους. Σε αντίθεση με τα καφέ τα υπόλοιπα μαγαζιά είναι άδεια. Στην πλειονότητά τους είναι μικρές επιχειρήσεις τοπικού χαρακτήρα: μπουτίκ και κομμωτήρια με γυναικεία ονόματα, ζαχαροπλαστεία και ψητοπωλεία με αντρικά. Μάλλον διανύουν κι αυτά την κρίση των καιρών μας.
Δίπλα στην κεντρική αγορά συναντάμε τους γραφικούς Μικρούς Καταρράκτες, που σχηματίζονται λόγω μιας ελαφριάς κλίσης του εδάφους. Βρίσκονται μέσα σ’ ένα όμορφο πάρκο με παρτέρια. Τα πλατάνια αφήνουν τα μακριά κλαδιά τους στο χάδι του τρεχούμενου νερού. Η καλύτερη εικόνα για να δείξει κανείς πως στην Έδεσσα το υγρό στοιχείο πάει χέρι χέρι με το πράσινο. Η Έδεσσα είναι από τις λίγες πόλεις που μπορούν να υπερηφανεύονται γι’ αυτό. Η πλατεία Μεγάλου Αλεξάνδρου, το πάρκο της 25ης Μαρτίου είναι μερικοί από τους φροντισμένους χώρους αναψυχής, με σιντριβάνια και παιδικές χαρές, που ομορφαίνουν την πόλη και τη βόλτα μας.
Απέναντι από την πλατεία της 25ης Μαρτίου βρίσκεται το υψηλών προδιαγραφών Δημοτικό Στάδιο της πόλης, που μας θυμίζει την ποδοσφαιρική της παράδοση με τον Εδεσσαϊκό, έναν από τους πρωταγωνιστές της Β’ Εθνικής κατηγορίας. Όσο απομακρυνόμαστε από το κέντρο οι δρόμοι γίνονται πιο φαρδιοί και ησυχάζουν. Κάπου κάπου προβάλλουν οι γυαλισμένες τζαμαρίες κάποιου παραδοσιακού καφενείου ή κάποιου μίνι μάρκετ. Οι πολυκατοικίες τώρα απέχουν μεταξύ τους κι έχουν ένα μικρό κηπάκι με προσεγμένα παρτέρια και γλάστρες.
Όταν φτάνουμε στο Κιουπρί το Παζάρι βρίσκεται κιόλας στο απόγειό του. Ένα φωνακλάδικο μπουλούκι από γυναίκες και άντρες με τα καροτσάκια τους πηγαινοέρχεται από πάγκο σε πάγκο και στριμώχνεται στο διάδρομο. Την τιμητική τους έχουν τα φρούτα της εποχής: μούσμουλα, ρόδια, κυδώνια, μανταρίνια, πορτοκάλια και τα λαχανικά, λάχανα, μαρούλια, μπρόκολα. Τα περισσότερα από καλλιέργειες του νομού. Δε λείπουν βέβαια τα ψάρια, τα λουλούδια και τα ρουχικά. Μανάβηδες, ψαράδες και μπακάληδες διαλαλούν την πραμάτεια τους. Σωστή κοσμοχαλασιά! Σαν να χτύπησε κάποιος μια κυψέλη κι όλο το μελίσσι ξεχύθηκε αναστατωμένο στο δρόμο.
Στο Κιουπρί ο Εδεσσαίος χωρίζεται σε δύο ποταμοβραχίονες, που περιβάλλονται από ένα ακόμη όμορφο πάρκο. Στο χώρο δεσπόζει μια πέτρινη μονότοξη γέφυρα, την οποία οι ντόπιοι αποκαλούν βυζαντινή. Αυτή έχει δώσει το όνομά της στην περιοχή καθώς κιουπρί στα τούρκικα σημαίνει γεφύρι. Το λιθόστρωτο κατάστρωμά της έχει χορταριάσει, σαν να έχει στρώσει πράσινο χαλί για να υποδεχθεί τους διερχόμενους.
Η Αρχαία Πόλη στο Λόγγο
Η Έδεσσα διαθέτει πλούσιο ιστορικό παρελθόν και το μαρτυρούν τα σημαντικά ευρήματα που έχουν αποκαλυφθεί στην περιοχή και χρονολογούνται στην αρχαιότητα, στους ρωμαϊκούς ή τους βυζαντινούς χρόνους και στην Τουρκοκρατία. Μάλιστα, πολλοί ερευνητές ταυτίζουν την Έδεσσα με την πρώτη πρωτεύουσα της Αρχαίας Μακεδονίας, τις Αιγές. Αυτή η άποψη ενισχύεται από τις μαρτυρίες πολλών ιστορικών της ρωμαϊκής εποχής και από τις επιγραφές μελετητών ή περιηγητών του 19ου αιώνα. Άλλοι ερευνητές όμως, ιδιαίτερα μετά τις ανασκαφές στη Βεργίνα, θεωρούν ότι η Έδεσσα και οι Αιγές είναι δυο διαφορετικές πόλεις. Σε κάθε περίπτωση όμως η Έδεσσα ήταν σημαντική πόλη της αρχαιότητας.
Η περιοχή κατοικείται ήδη από τους νεολιθικούς χρόνους. Ακόμη περισσότερα είναι τα αρχαιολογικά ευρήματα που χρονολογούνται στην εποχή του χαλκού και εκείνη του σιδήρου. Οχυρώσεις στην ακρόπολη της πόλης χρονολογούνται στο 1500 π.Χ. πράγμα που μαρτυρά τη συνεχή ύπαρξή της πάνω από 3.500 χρόνια.
Οι πρώτοι κάτοικοί της Έδεσσας ήταν Βρύγες, θρακικός λαός που είχε κοινές ρίζες με τους Φρύγες της Μικράς Ασίας και κατέκτησε την περιοχή πριν από τη δωριομακεδονική μετανάστευση. Στη συνέχεια εγκαταστάθηκαν εδώ μακεδονικά φύλα, τα οποία εκδίωξαν τους προηγούμενους κατοίκους.
Κατά τον 6ο-5ο αιώνα π.Χ. η πόλη αναπτύχθηκε αρκετά σε δύο επίπεδα: την ακρόπολη, στη θέση της σημερινής πόλης, και νοτιοανατολικά της στη θέση Λόγγος. Οι ανασκαφικές εργασίες στην κάτω πόλη έφεραν στο φως αξιόλογα αρχαιολογικά ευρήματα. Η Νότια Πύλη του τείχους είναι ένα από τα σημαντικότερα. Περιλαμβάνει κυκλική αυλή εγγεγραμμένη σε ορθογώνιο πύργο και απηχεί τις αρχές της οχυρωματικής τέχνης. Επίσης σημαντική είναι η μνημειακή κεντρική πλακοστρωμένη οδός, που διέσχιζε όλη την πόλη κι ένωνε τη βόρεια με τη νότια πύλη. Περιστοιχίζεται από μαρμάρινους κίονες και χτιστούς πεσσούς. Ο ένας κίονας είναι κατάγραφος από απελευθερωτικές επιγραφές.
Η αρχαία πόλη που βλέπουμε είναι της ελληνιστικής περιόδου. Η μακεδονική πόλη βρίσκεται ακριβώς από κάτω, και για να κατανοήσει κανείς το μέγεθός της αρκεί να αναφερθεί, ότι κάτω από την κεντρική οδό υπάρχει αποχετευτικός αγωγός ύψους 3 μέτρων.
Από τα ευρήματα της αρχαίας πόλης ξεχωρίζει το τείχος, ένα από τα πιο αξιόλογα οχυρωματικά έργα της αρχαιότητας. Πρόκειται για μνημειακό σύνολο, η κατασκευή του οποίου έλαβε υπόψη τη διαμόρφωση του εδάφους και τη ροή των νερών. Το τείχος περιέβαλλε την πόλη και την ακρόπολή της και ενισχυόταν με διαδοχικούς πύργους. Η πρώτη φάση οικοδόμησης του τείχους ανάγεται στον 4ο ή 3ο αιώνα π.Χ.
Στο τέλος του 6ου και στις αρχές του 7ου αιώνα διαπιστώνεται μια σταδιακή εγκατάλειψη της κάτω πόλης και περιορισμός της κατοίκησης στην ακρόπολη, που θα εξελιχθεί σε βυζαντινό φρούριο και στη συνέχεια στη σημερινή Έδεσσα.
Ο Λόφος 606
Η Έδεσσα ανήκει σ’ ένα οικοσύστημα με σπάνιο φυσικό κάλλος για το οποίο θα χρειάζονταν πολλά τέτοια αφιερώματα για να εξαντλήσουμε. Ο υγροβιότοπος Άγρας – Βρυτών – Νησίου, απ’ όπου και πηγάζει ο Εδεσσαίος ποταμός, βρίσκεται 7 μόλις χιλιόμετρα ΒΔ της Έδεσσας, το Καϊμακτσαλάν 39 χλμ, τα περίφημα Λουτρά Πόζαρ 32 χλμ. Η περιοχή προσφέρεται για αναρρίχηση, ορεινή ποδηλασία, ορεινή πεζοπορία, βαρκάδα, rafting, σκι, περιηγήσεις και υπαίθριες δραστηριότητες σε πανέμορφες τοποθεσίες δίχως τέλος.
Υπάρχει όμως κι ένας άγνωστος τόπος στις βορειοανατολικές παρυφές περίπου 6 χλμ έξω από την πόλη: ο Λόφος 606. Βέβαια στους Εδεσσαίους είναι μια από τις πιο προσφιλείς τοποθεσίες για ημερήσιες αποδράσεις. Το όνομά του προέρχεται από το υψόμετρό του. Μπορεί να μην είναι ιδιαίτερα εντυπωσιακό όμως η θέα από την κορυφή είναι απαράμιλλη.
Η διαδρομή περνά μέσα από το Δάσος της Γαβαλιώτισσας. Ο δρόμος είναι στρωτός χωμάτινος. Στις πινακίδες που λένε Ι.Μ. Προφήτη Ηλία και Π.Β. Κλεισοχωρίου ακολουθούμε τον ανηφορικό δεξί δρόμο που σχηματίζει αμβλεία γωνία. Από εκεί κι έπειτα συνεχίζουμε δίχως να στρίψουμε πουθενά και μέχρι το φυλάκιο του δασαρχείου, που περιμένει τον αναβάτη στην κορυφή του λόφου
Από την κορυφή του έχουμε πανοραμική θέα σε όλα τα βουνά: Όλυμπος, Βόρας, Βέρμιο, Τζένα, Πάϊκο και Πίνοβο, φράζουν τον βορινό ορίζοντα με το ανυπέρβλητο μεγαλείο τους. Οι λευκές τους κορυφές χαράζουν τον αέρα. Στη μέση αυτού του τεράστιου σφιχταγκαλιασμένου ορεινού συγκροτήματος οι πεδιάδες της Μακεδονίας, απέραντες και σταχτιές κάτω από τον απογευματινό ουρανό. Από την Αλμωπία, την Έδεσσα, τη Νάουσα, τη Βέροια ως τη Θεσσαλονίκη. Τα φώτα της συμπρωτεύουσας αντανακλώνται στον ουρανό σ’ ένα ροζ-μωβ χρώμα, που ξεχωρίζει από τον υπόλοιπο θόλο. Και η Έδεσσα από ψηλά να δέχεται τις τελευταίες αδύναμες ηλιαχτίδες της ημέρας.
Επίλογος: Ο Σταθμός
Ο Σιδηροδρομικός Σταθμός της Έδεσσας, στο βόρειο άκρο της, είναι ένα από εκείνα τα μέρη που μπαίνουν μονομιάς στην καρδιά σου. Χτίστηκε το 1893 όταν η Έδεσσα συνδέθηκε για πρώτη φορά με το σιδηρόδρομο και διατήρησε όλα αυτά τα χρόνια την παραδοσιακή του ατμόσφαιρα. Φαντάζομαι πως θα γινόταν σίγουρα το αγαπημένο μέρος κάποιου ζωγράφου ή κάποιου που θα ήθελε να διαβάσει ένα βιβλίο και να περάσει στοχαστικά τις ώρες του. Η γραφικότητά του σε συνδυασμό με το ωραίο εστιατόριο-αναψυκτήριο, κάνει το σταθμό κάτι περισσότερο από ένα μέρος που το επισκέπτεσαι μονάχα όταν ταξιδεύεις.
Σταματημένο πάνω στις ράγες σκεπάζεται από θεόρατα πλατάνια ένα μικρό τρένο με δύο ή τρία βαγόνια. Έχει την τύχη να εκτελεί ένα από τα πιο ωραία δρομολόγια στην Ελλάδα: Θεσσαλονίκη – Φλώρινα.
Το τρένο της επιστροφής πότε- πότε βουλιάζει ανάμεσα στους λόφους μέχρι που το καταπίνει κάποιο τούνελ. Όλες τις άλλες στιγμές ο ορίζοντας είναι ανοιχτός και όμορφος μέσα στη φθινοπωρινή του αίγλη, με τις όμορφες βουνοπλαγιές και τους εκτενείς κάμπους της μακεδονικής φύσης…
Κέντρο Πληροφόρησης Επισκεπτών:
Πάρκο Καταρρακτών Έδεσσας
Τηλ. 23810 20300
Καθημερινά 10.00-20.00
E- mail: tourism@edessacity.gr
www.edessacity.gr
Βιβλιογραφία:
Ορεινή Πέλλα, εκδόσεις EXPLORER, Αθήνα 2005.
Ανεξερεύνητη Δυτική Μακεδονία, Αντώνης Ιορδάνογλου, εκδόσεις ROAD, Αθήνα 2002.
Ευχαριστώ θερμά τον Βαγγέλη Κυριακού και τον Γιάννη Δαλκαράνη για τη βοήθειά τους.