Ως ύψιστο στόχο του οδοιπορικού μας στον Ελικώνα είχαμε θέσει την ανάβαση στην κορυφή του, την Παλιοβούνα. Με υψόμετρο μόλις 1.748 μέτρων έμοιαζε, έστω και στα τέλη του Γενάρη, φιλική. Άλλωστε ο φετινός χειμώνας μόνον κατ΄όνομα ήταν χειμώνας. Ως τα μισά του δεν είχαμε δει ούτε μια «άσπρη μέρα». Ακόμα και στις κορυφές του Ολύμπου το χιόνι ήταν λιγοστό. Ωστόσο, άρκεσαν δυο μέρες χιονόπτωσης στο τρίτο δεκαήμερο του Γενάρη. Ο Ελικώνας που αποκαλύφθηκε στα μάτια μας είχε μια απρόσμενη γοητεία. Και η χαμηλή, φιλική Παλιοβούνα, έγινε ξαφνικά απρόσιτη, φόρεσε το μακρύ, χειμωνιάτικο νυφικό της.

Ως ύψιστο στόχο του οδοιπορικού μας στον Ελικώνα είχαμε θέσει την ανάβαση στην κορυφή του, την Παλιοβούνα. Με υψόμετρο μόλις 1748 μέτρων έμοιαζε, έστω και στα τέλη του Γενάρη, φιλική. Άλλωστε ο φετινός χειμώνας μόνον κατ΄όνομα ήταν χειμώνας. Ως τα μισά του δεν είχαμε δει ούτε μια “άσπρη μέρα”. Ακόμα και στις κορυφές του Ολύμπου το χιόνι ήταν λιγοστό. Ωστόσο, άρκεσαν δυο μέρες χιονόπτωσης στο τρίτο δεκαήμερο του Γενάρη. Ο Ελικώνας που αποκαλύφθηκε στα μάτια μας είχε μια απρόσμενη γοητεία. Και η χαμηλή, φιλική Παλιοβούνα, έγινε ξαφνικά απρόσιτη, φόρεσε το μακρύ, χειμωνιάτικο νυφικό της.
Αφήνω τη σκέψη μου να περιπλανηθεί στα βουνά της Ελλάδας, σε όσα έχω ανέβει και – στα πολύ περισσότερα – που μου είναι άγνωστα ακόμη. Έχω την αίσθηση, λοιπόν, ότι τα ελληνικά βουνά κατέχουν μια παγκόσμια ιδιαιτερότητα. Που δεν οφείλεται στα γεωφυσικά, μορφολογικά ή γεωλογικά τους χαρακτηριστικά αλλά σ΄αυτό το γοητευτικό πλέγμα των αναρίθμητων μύθων και θρύλων, που σαν αόρατο πέπλο τα περιβάλλει.
Ο περίφημος Ισπανός ελληνιστής Πέδρο Ολάγια, μετά από 6 χρόνια εξαντλητικής θεωρητικής και επιτόπιας έρευνας δημιούργησε τον “Μυθολογικό Άτλαντα της Ελλάδας”. Στις σελίδες του εμβληματικού αυτού βιβλίου αναζητώ – και εύκολα εντοπίζω – όλους αυτούς τους μύθους που συνοδεύουν, από την αρχαιότητα ως τις μέρες μας, τα ελληνικά βουνά. Παρελαύνουν από κορυφές, χαράδρες, δάση και πηγές των βουνών, θεοί και θεές του Ολύμπου, ήρωες, νύμφες και μούσες, γίγαντες και τιτάνες και όλοι οι υπόλοιποι πρωταγωνιστές της ανεξάντλητης ελληνικής μυθολογίας. Καθένας τους εμφανίζεται να συνδέεται, άμεσα ή έμμεσα, με κάποιο ή κάποια ελληνικά βουνά. Ο Ελικώνας έχει τη δική του θέση ανάμεσά τους, αφού στις δασωμένες πλαγιές του ήταν το Άλσος των Μουσών, οι οποίες λατρεύονταν εκεί ως “Ελικωνιάδες”.
Στην χιονόλευκη Αγία Άννα
Οι πληροφορίες μας έκαναν λόγο για ένα ορεινό, γραφικό χωριό, σε κομβικό σημείο του Ελικώνα. Δεν ανέφεραν όμως, ότι το δειλινό της 25ης Ιανουαρίου η Αγία Άννα θα ήταν βυθισμένη σε κατάλευκο στρώμα χιονιού. Που με το γοργό πέσιμο της νύχτας και την θερμοκρασία κάτω απ’ το μηδέν θ΄αποκτούσε αυτή την χαρακτηριστική ξερή, κρυσταλλική υφή.
Το ξενοδοχείο “ΑΘΗΝΑ“, η βάση των περιηγήσεών μας, είναι ένα οίκημα με μοντέρνες αρχιτεκτονικές γραμμές, χτισμένο στον κεντρικό δρόμο που διασχίζει την Αγία Άννα. Οι μεγάλες γυάλινες επιφάνειες και ο ελεύθερος περιβάλλων χώρος εξασφαλίζουν ανεμπόδιστη θέα στις εξοχές του χωριού αλλά και άμεση οπτική επαφή με το απότομο ανάγλυφο της χιονόλευκης Παλιοβούνας, ψηλά στα νοτιοδυτικά.
Στον ευχάριστο χώρο του σαλονιού μάς υποδέχονται οι οικοδεσπότες μας, ο Γιώργος κι η Αθηνά. Μεγάλα κούτσουρα τριζοβολούν στο τζάκι. Είναι η πιο “θερμή” εικόνα μετά τους πάγους, τις χαμηλές θερμοκρασίες και το παχύ στρώμα χιονιού. Την ίδια θαλπωρή αισθανόμαστε και μπροστά στο τζάκι της υπέροχης ταβέρνας “Ελικώνιο” του Γιώργου Αποστολίδη στα υψώματα της Αγίας Άννας. Κρασάκι, πολύ κέφι στην μεγάλη μας συντροφιά και εξαιρετική κουζίνα με πρωταγωνιστές τα ντόπια, ψητά κρεατικά.
Αργά το βράδυ στην μεγάλη βεράντα του δωματίου μας, το χιόνι ξεπερνάει τα 30 εκατοστά. Μια χοντρή τζαμόπορτα μάς χωρίζει από την λευκή, παγερή νύχτα της Αγίας Άννας και μας δημιουργεί την ψευδαίσθηση ότι βρισκόμαστε σε κάποια χώρα της Βόρειας Ευρώπης και όχι στα νότια της Ελλάδας.
Από τον χειμώνα στο … καλοκαίρι
Νωρίς το πρωί η εξωτερική θερμοκρασία δεν ξεπερνάει τους -3ο C. Στην Αγία Άννα τα πάντα είναι παγωμένα : τα σκαλοπάτια του ξενώνα, οι δρόμοι, η πρόσκαιρη ρηχή λιμνούλα στο διπλανό χωράφι. Τα ασταθή βήματά μας σπάζουν τον πάγο κι ύστερα βυθίζονται ως τη μέση της γάμπας στην άσπιλη λευκότητα του χιονιού. Σχεδόν είχαμε ξεχάσει, τα τελευταία χρόνια, πόσο όμορφα είναι να ζεις αυθεντικές χειμωνιάτικες στιγμές.
Ένας χλωμός ήλιος ξεμυτίζει πάνω απ΄τους αντικρινούς λοφίσκους, ρίχνει πλάγια τις ανίσχυρες ακτίνες του στην λεία, θαμπή επιφάνεια της λιμνούλας. Η Άννα φωτογραφίζει, τσαλαβουτάει στα παγωμένα νερά, η μύτη, τα δάχτυλα παγώνουν, η καμινάδα της “Αθηνάς” στέλνει μικρά, σταχτόγκριζα συννεφάκια στον βαθυγάλαζο ουρανό. Είναι ώρα για ένα ζεστό τσάι του βουνού πλάι στις φλόγες του τζακιού.
Ο Θανάσης Φορτώσης (1) είναι στην ώρα του ακριβής. Άριστος γνώστης του τόπου του αναλαμβάνει την ξενάγησή μας μ΄ένα σκληροτράχηλο 4 Χ 4. Ξεκινάμε ν΄ανηφορίζουμε ΒΔ της Αγίας Άννας με κατεύθυνση προς Κυριάκι. Το ασφάλτινο οδόστρωμα, αν εξαιρέσουμε μερικές σποραδικές μικρολακκούβες, είναι σε πολύ καλή κατάσταση και πλήρως αποχιονισμένο από τις υπηρεσίες του Δήμου Λιβαδέων.
Η διαδρομή μας εξελίσσεται μέσα σε μια θεαματική κοιλάδα που σχηματίζεται ανάμεσα στις καταπτώσεις, βόρεια της “Καλύβας” και νότια της “Παλιοβούνας” και της “Πλάκας“. Θαμνώδη πουρνάρια και ασβεστολιθικές πέτρες κυριαρχούν στις απότομες, χιονισμένες πλαγιές. Λίγο ψηλότερα επιβάλλονται καταλυτικά με την παρουσία τους τα έλατα. Σταδιακά η στενή κοιλάδα φτάνει στο τέλος της, ο ορίζοντας ξανοίγει. Το τοπίο αλλάζει, ο ανήφορος ημερεύει. 6 χιλιόμετρα μετά την Αγία Άννα φτάνουμε στο περίφημο Οροπέδιο της “Αρβανίτσας”. Εδώ, το φυσικό περιβάλλον του Ελικώνα βρίσκεται στις ωραιότερες, στις πιο ειδυλλιακές του στιγμές. Είναι ένα εκτεταμένο, απολύτως επίπεδο ξέφωτο, που παρεμβάλλεται ειρηνικά ανάμεσα στο πληθωρικό ελατόδασος του βουνού.
– Όλο το χρόνο ο τόπος είναι καλυμμένος από καταπράσινο γρασίδι, λέει ο Θανάσης. Αμφιβάλλω όμως σήμερα αν θα δούμε καθόλου.
Δεν έχει άδικο ο φίλος μας. Σε υψόμετρο 1.040 μέτρων το οροπέδιο της Αρβανίτσας είναι απ’ άκρη σ΄άκρη κατειλημμένο από μια λευκή, βελούδινη επιφάνεια, που σε κάποια σημεία φτάνει σε πάχος και τα 50 εκατοστά. Τα βήματά μας βυθίζονται αθόρυβα σ΄αυτό το απίστευτα απαλό στρώμα του χιονιού. Ολόγυρά μας έλατα πανύψηλα, αιωνόβια, με γιγάντιους κορμούς.
Μερικές δεκάδες μέτρα μετά φτάνουμε μπροστά στο δημοτικό αναψυκτήριο – εστιατόριο “Αρβανίτσα”. Πέτρα, ξύλο, μεγάλες περιμετρικές, γυάλινες επιφάνειες και οξυγώνιες σκεπές για να γλιστράνε εύκολα οι μεγάλες ποσότητες του χιονιού. Παρά τον άπλετο ήλιο, το θερμόμετρο είναι καθηλωμένο στους -2ο C. To κρύο, ωστόσο, είναι υποφερτό, ο αέρας απουσιάζει εντελώς. Τούτη την πρωινή ώρα το κατάστημα είναι κλειστό.
– Το βράδυ θα έρθουμε, με το κρύο και το τζάκι, λέει ο Θανάσης. Πάντως, η καλύτερη περίοδος για ν’ απολαύσετε την Αρβανίτσα είναι το καλοκαίρι. Είναι τότε που πραγματοποιείται το ετήσιο “Μουσικό Φεστιβάλ Δάσους”, ένας θεσμός που έχει καθιερωθεί εδώ και 4 – ήδη – χρόνια, από τον Ελληνικό Ορειβατικό Σύνδεσμο Κυριακίου. Με προσέλευση πολλών χιλιάδων ανθρώπων και με την συμμετοχή σπουδαίων καλλιτεχνών, το φεστιβάλ αποτελεί κάθε καλοκαίρι ένα τριήμερο με επιτυχία μοναδική.
Χαμηλώνουμε με μεγάλες ευθείες στην μακρόστενη κοιλάδα προς το Κυριάκι, το πιο ζωντανό χωριό του Ελικώνα. Στα ΒΔ, με υψόμετρο 1.553 μέτρα υψώνεται η κορυφή της “Μεγάλης Λούτσας” ενώ στα ΝΔ το λίγο χαμηλότερο Λυκόκαστρο, με 1437 μ. Το βάθος του ΒΔ ορίζοντα διαφεντεύει ο κατάλευκος ορεινός όγκος του επιβλητικού Παρνασσού.
– Προτείνω έναν ανεφοδιασμό στο Κυριάκι, λέει ο Θανάσης. Έχουμε μπροστά μας πολύωρη διαδρομή σε ερημικές περιοχές.
Χτισμένο αμφιθεατρικά σε υψόμετρο από 700 – 800 περίπου μέτρα, το Κυριάκι καταλαμβάνει μια ευρύτατη κοίλη πλαγιά, ηλιόλουστη στην μεγαλύτερη διάρκεια της μέρας. Είναι μεγάλο και ωραίο χωριό, με πολλές ενδιαφέρουσες διαδρομές σε πλατείες και γειτονιές. Προς το παρόν περιοριζόμαστε σε μια επίσκεψη στον ευωδιαστό φούρνο με τις ποικίλες τυρονοστιμιές.
Αμέσως μετά την ΒΔ έξοδο του χωριού, ανηφορίζουμε ελαφρά. Στο ύψος του αυχένα αλλάζουμε τελείως κατεύθυνση στρέφουμε προς τα νότια. Για πρώτη φορά αντικρίζουν τα μάτια μας τοπίο θαλασσινό. Είναι ο Κορινθιακός με την βαθυγάλαζη επιφάνεια και την εκτεταμένη ακτογραμμή. Πρωταγωνιστές, ωστόσο, εξακολουθούν να είναι, σε κάθε σημείο του ορίζοντα, τα βουνά. Έχουμε την σπάνια τύχη ν΄αγναντεύουμε ταυτόχρονα μερικά από τα κορυφαία ορεινά συγκροτήματα, της Ρούμελης στα Β – ΒΔ με τον Παρνασσό, τα Βαρδούσια και την Γκιώνα. Στα Ν – ΝΔ εκτείνεται το αδιαπέραστο ορεινό τείχος του Μωριά με τις κατάλευκες οροσειρές της Ζήρειας, του Χελμού, του Ερύμανθου και του Παναχαϊκού.
Ένας βατός χωματόδρομος με αλλεπάλληλες στροφές, που μοιάζουν να μην έχουν τελειωμό, μας κατεβάζει συνεχώς απ΄τα ψηλώματα προς τις ακτές του Κορινθιακού. Ανοίγουν παράθυρα, βγαίνουν μπουφάν, χαλαρώνει το σφίξιμο στα κορμιά. Είναι μια απρόσμενη, ραγδαία μεταβολή, πολύ επιθυμητή. Που για άλλη μια φορά μάς υπενθυμίζει το εύρος και την ποικιλία των κλιματολογικών συνθηκών της Ελλάδας από περιοχή σε περιοχή.
Οδηγώντας αργά για ν’ απολαμβάνουμε το τοπίο, θαλασσινό και στεριανό, φτάνουμε μετά από αρκετή ώρα σ΄έναν αραιοχτισμένο συνοικισμό, πάνω από τον παραθαλάσσιο οικισμό Καλαμιώτισσα με την ομώνυμη εκκλησία της Παναγίας. Ο Θανάσης σταματάει το αυτοκίνητο και σε μισό λεπτό βγαίνουμε σ’ ένα ξάγναντο, ένα επίπεδο φυσικό μπαλκονάκι, που δεσπόζει στην θάλασσα και στ’ αντικρινά βουνά. Εδώ, στα ριζά ενός πελώριου βράχου, σχηματίζεται μια λιλιπούτεια σπηλιά.
– Αυτή η βραχότρυπα, υπήρξε για 60 χρόνια το ταπεινό κονάκι του ερημίτη Σεραφείμ, λέει ο φίλος μας. Που στα 19 του χρόνια, μετά από μια νεανική απόφαση, αποτραβήχτηκε από την κοινωνία των ανθρώπων κι έζησε εδώ ως τον πρόσφατο θάνατό του.
Εισχωρούμε με δυσκολία στο στενό, μισοσκότεινο εσωτερικό. Ελάχιστα ίχνη και κάποια υποτυπώδη αντικείμενα θυμίζουν, ότι μια ανθρώπινη ύπαρξη πέρασε κάποτε, σ’ αυτή την φωλιά αγριμιού, μια ολόκληρη ζωή.
-Το κρεβάτι που ήταν; ρωτάμε τον Θανάση.
-Βλέπετε να μπορούσε κάπου να χωρέσει κρεβάτι;
-Και πού κοιμόταν λοιπόν;
-Διπλωμένος σ’ αυτή την παλιοκαρέκλα. Εδώ τον συνάντησε κι έκανε εκπομπή στην δεκαετία του ’80 ο αείμνηστος Φρέντυ Γερμανός.
Βγαίνουμε στο μπαλκονάκι. Σε αντίθεση με το εχθρικό εσωτερικό, το περιποιημένο φυσικό θεωρείο της σπηλιάς αποκαλύπτει έναν άνθρωπο επινοητικό, μερακλή, που έπιαναν τα χέρια του και έδινε λύσεις σοφές σε πολλές πρακτικές λεπτομέρειες της ζωής του. Θαυμάζουμε για λίγο το πανόραμα που αγνάντευε όλη μέρα από το ερημητήριό του ο Σεραφείμ. Ύστερα κατηφορίζουμε με στροφές προς την παραθαλάσσια Καλαμιώτισσα.
Στενός δρόμος, μικρόσπιτα, ελιόδεντρα ως τη θάλασσα, αυλές με λουλούδια, λεμονιές και πορτοκαλιές. Μια σειρά από πέτρινα σπίτια είναι χτισμένα μπροστά στον αμμουδερό ορμίσκο. Δίπλα του ένα μικρό αλιευτικό καταφύγιο παρέχει προστασία στις βαρκούλες από όστρια και πουνέντε. Είναι τόπος ήρεμος, απόμακρος, μυστικός, που θα γοήτευε κάθε αναχωρητή του καλοκαιριού.
Μια τελείως απότομη, “φυτεμένη” από κακοτράχαλο ασβεστόλιθο πλαγιά, ορθώνεται πάνω από την θάλασσα και προφυλάσσει τον τόπο απ’ το βοριά. Είναι το δυσπρόσιτο “Τσίβερι“, με τις δύο κορυφές του στα 1.511 και 1.561 μέτρα. Είναι ουσιαστικά οι νότιες, άγριες απολήξεις του Ελικώνα στις ΒΑ ακτές του Κορινθιακού.
Συνεχίζουμε την παραθαλάσσια διαδρομή μας με κατεύθυνση Α, προς τον συνοικισμό Ρεβιθαίικα. Το βλέμμα μας μαγνητίζει ξαφνικά, στις υπώρειες της πλαγιάς, ένας πανύψηλος λογχοειδής βράχος, που ορθώνεται κατακόρυφα σε ύψος αρκετών δεκάδων μέτρων. Μοιάζει με μικρογραφία Μετεώρου, καθώς μάλιστα υπάρχει κι ένα μοναστηράκι σκαρφαλωμένο στην κορυφή του. Είναι η Μονή Αγίων Θεοδώρων. Ένας χωματόδρομος μας οδηγεί σε μερικά λεπτά μπροστά στο μοναστήρι. Μας υποδέχεται, ο πατήρ Ισαάκ, που μονάζει ήδη 17 χρόνια εδώ.
Στο πλάτωμα που σχηματίζεται στην κορυφή του βράχου, η πρόσβαση είναι δυνατή με ανελκυστήρα ή με 153 σκαλοπάτια. Ο πατήρ Ισαάκ μας περνάει στο Αρχονταρίκι για το καθιερωμένο μοναστηριακό κέρασμα. Το απολαμβάνουμε σε μια εκπληκτική αίθουσα με τζάκι και περιμετρική τζαμαρία με θέα μοναδική. Τα ανώτερα τμήμα των τοίχων πάνω από την τζαμαρία, είναι διακοσμημένα με εξαιρετική ζωγραφική. Τα θέματα είναι κυρίως ανθογραφίες και τοπογραφίες, ανάμεσα στις οποίες ξεχωρίζουν η περίφημη βυζαντινή Μονή Οσίου Λουκά, η γνωστή μας Μονή Σαγματά, καθώς και η Κωνσταντινούπολη, από την οποία απουσιάζει η Αγία Σοφία.
Από τον αύλειο χώρο και το μπαλκόνι αντικρίζουμε στις πλαγιές του Τσίβερι μερικές άγριες ασβεστολιθικές πλαγιές. Εκεί, μερικούς αιώνες πριν, μόνασαν πάνω από 30 ασκητές. Μερικά χιλιόμετρα δυτικά της Καλαμιώτισσας και πολύ κοντά στην βραχώδη ακτογραμμή του Κορινθιακού, βρίσκεται το μικρό ερημονήσι της Αμπέλου, με το ξωκκλήσι της Αγίας Μαρίνας. Εκεί ασκήτεψε ο Όσιος Λουκάς, πριν την ανέγερση της περίφημης Μονής.
Έξω από το αρχονταρίκι σώζεται από τον 10ο αιώνα, το ανακαινισμένο ήδη, μικροσκοπικό εκκλησάκι των Αγίων Θεοδώρων. Το ελαφρά κυρτωμένο ξύλινο υπέρθυρο διατηρείται σε καλή κατάσταση από την εποχή της κατασκευής.
–Κρατάει ακόμα γιατί είναι από “Μαλόκεδρο”, (2) εξηγεί ο πάτερ Ισαάκ.
Αρκετοί μαλόκεδροι, και μάλιστα μεγάλης ηλικίας, παραμένουν ακόμη στον αύλειο χώρο της Μονής.
Μεσημεράκι. Από το υψόμετρο των 220 μέτρων της Μονής κατηφορίζουμε στον ευρύτατο όρμο της Ζάλτσας. Παραθεριστικές κατοικίες, ελιόδεντρα και βαρκούλες τραβηγμένες στην ακτή. Λευκόγκριζο βοτσαλάκι και μετά αμμουδιά. Ζέστη σχεδόν καλοκαιρινή. Τα χιόνια του Ελικώνα έχουν ξεχαστεί, αθέατα πίσω από τις ξερές κορυφές του Τσίβερι. Εδώ νιώθουμε ότι βρισκόμαστε σε άλλο τόπο, σε άλλη εποχή.
Ξαναπαίρνουμε τις ανηφοριές προς τα ηπειρωτικά. Πολύ γρήγορα συναντάμε πάνω από το δρόμο τον περιφραγμένο χώρο της αρχαίας Βούλιδας. Από την άκρη της περίφραξης ξεχωρίζει τμήμα της ακρόπολης με την εξαιρετική της τοιχοδομία από ογκώδεις λαξευτούς ασβεστόλιθους. Ο Παυσανίας αναφέρει στα “Φωκικά” του (3), ότι με την φωκική γη γειτονεύει (προς την Βοιωτία) η “Βούλις“, η πόλη του Βούλωνα, αρχηγού της αποικίας. Κατά τον Παυσανία, η απόσταση του λιμανιού της Βούλιδας (ο σημερινός όρμος της Ζάλτσας) ως την πόλη είναι επτά περίπου “στάδια”. (184,87μ Χ 7=1.294 μέτρα). Η Βούλις βρίσκεται σε ύψωμα και οι περισσότεροι κάτοικοι, κατά τον Παυσανία, ήταν αλιείς οστράκων πορφύρας. Στην Βούλιδα υπήρχαν ιερά του Διόνυσου και της Άρτεμης, ενώ τα λατρευτικά αγάλματα ήταν κατασκευασμένα από ξύλο.
Συνεχίζοντας τη διαδρομή μας συναντάμε στο πλάι του δρόμου το φαρδύ τσιμεντένιο αυλάκι, που υδροδοτεί την Αθήνα με την πλούσια ροή του Μόρνου ποταμού. Μετά από λίγο το αυλάκι εξαφανίζεται στα ανατολικά, μέσα σε σήραγγα στα έγκατα του βουνού. Πολύ γρήγορα προβάλλει προς τα βόρεια η εντυπωσιακή πέτρινη σιλουέττα της Ι. Μονής του Όσιου Σεραφείμ. Ιδρύθηκε από τον Όσιο στη θέση “Δομβός“, στους Ν.Δ. πρόποδες της Παλιοβούνας, σε υψόμετρο 625 μέτρων. Το περιβάλλον είναι μαγευτικό, σε κοιλάδα προφυλαγμένη από τον Βοριά. Πλούσια βλάστηση και αιωνόβια πεύκα περιβάλλουν το μοναστήρι με την φρουριακή αρχιτεκτονική. Η λειτουργία του από την ίδρυση μέχρι σήμερα ήταν συνεχής, ενώ σημαντική ήταν και η βοήθειά του στον αγώνα του 1821. Δυστυχώς, η μεσημεριάτικη ώρα δεν είναι και η καταλληλότερη για μια επίσκεψή μας στο εσωτερικό. (4)
Μετά την Μονή δεν ανηφορίζουμε βόρεια προς τον Ελικώνα αλλά συνεχίζουμε νότια προς την “Παραλία Σαράντη“. Ήδη ο δρόμος γίνεται ανώμαλος, με στροφές σε κακοτράχαλες πλαγιές. Επανεμφανίζεται το τσιμεντένιο αυλάκι του Μόρνου. Ο δρόμος περνάει κοντά από το μοναστηράκι των Ταξιαρχών που ανεγέρθηκε εκ βάθρων και ιστορήθηκε το 1766, στη θέση παλαιότερου ναού. Πιο κάτω σώζονται και τα υπολείμματα της αρχαίας πόλης “Κορσιαί” ή “Κορσειαί”, με κατοίκηση από το τέλος της Νεολιθικής εποχής μέχρι τον 5ο αι. μ.Χ.
Με ασφαλτόδρομο καταλήγουμε σε μερικά λεπτά στην “Παραλία Σαράντη”, έναν επίπεδο παραθεριστικό οικισμό, πυκνοχτισμένο στον μυχό του ομώνυμου όρμου, εκτεθειμένου μόνον στο νοτιά. Είναι φανερό, ότι τους θερινούς μήνες είναι πολύ ζωντανός ο οικισμός, τούτη την εποχή όμως είναι βυθισμένος στη σιωπή. Ανακαλύπτουμε, ωστόσο, μια ταβερνούλα ανοιχτή, 20 μέτρα απ’ την ακροθαλασσιά. Ωραία ατμόσφαιρα, ξυλόσομπα αναμμένη και τσιπουράκι. Αγναντεύουμε τη θάλασσα, το κύμα που σκάζει στα βότσαλα της ακτής.
-Αν κουραστήκατε, λέει ο Θανάσης, μπορούμε να στρίψουμε βόρεια και να φτάσουμε γρήγορα στην Αγία Άννα, ολοκληρώνοντας την κυκλική μας διαδρομή. Αν, όμως επιθυμείτε περιπλανήσεις αλλά και ωραίο κρασάκι σε παραδοσιακό οινοποιείο τότε θα κατευθυνθούμε ανατολικά. Θα συναντήσουμε την Άσκρη, που διατηρεί την αρχαία ονομασία, στην συνέχεια την Κοιλάδα των Μουσών και, πιο πάνω, τις βόρειες πλαγιές του “Ζαγαρά“. Εκεί θα ξαναβρούμε τον χειμώνα και θα έχουμε -ίσως- περιπέτειες. Τι λέτε λοιπόν;
-Ψηφίζουμε ανατολικά.
Θίσβη, Δομβραίνα, πεδινά τοπία σε μακρόστενη κοιλάδα, Νεοχώρι και στο τέλος Άσκρη. Είναι η πολιτεία που ίδρυσαν -κατά την μυθολογία- οι γίγαντες Ώτος και Εφιάλτης, γιοι του Ποσειδώνα. Αυτοί αφιέρωσαν και τον Ελικώνα στις τρεις Μούσες, Μελέτη, Μνήμη και Αοιδή (5). Στην Άσκρη, την “πολυστάφυλο” και “πολύκαρπο“, ήδη από τα χρόνια της αρχαιότητας, γεννήθηκε ο Ησίοδος, ένας από τους μεγαλύτερους ποιητές της αρχαίας Ελλάδας. Στα ποιήματά του αναφέρεται για πρώτη φορά και ο “Βίβλινος οίνος“, κρασί από την ποικιλία “βιβλίνη” η οποία ευδοκιμεί στην περιοχή της Άσκρης.
Σ’ αυτή την περιοχή, όπου το αμπέλι παραμένει σήμερα η κύρια καλλιέργεια, βρίσκεται το “Κτήμα Μουσών” των αδελφών Ζαχαρία. Στον όμορφο χώρο του οινοποιείου συναντάμε τον οινολόγο Νίκο Ζαχαρία, συζητάμε για την οινική παράδοση μισού αιώνα της οικογένειας, για τις ποικιλίες του αμπελώνα και τους τύπους των κρασιών. Ύστερα δοκιμάζουμε τον λευκό “Χρυσόλιθο” και τον ερυθρό “Λισγάρι“, κρασιά εκπληκτικά. Το πιο ιδιαίτερο, ωστόσο, είναι ένα μονοποικιλιακό, με χρώμα βαθύ πορφυρό. Προέρχεται από την σπάνια και ξεχασμένη ποικιλία “Μούχταρο” που υπάρχει αποκλειστικά και μόνον στην Κοιλάδα των Μουσών. Οι ήπιες λοφοπλαγιές είναι κατάφυτες από μικρά- ως επί το πλείστον- αμπελάκια. Κινούμαστε παράλληλα με την ροή του αρχαίου ποταμού Τερμησσού ή Περμησσού. Δεν λείπουν και οι αρχαιολογικές θέσεις σε διάφορα σημεία της κοιλάδας, όπως ο τετράγωνος πύργος του 4ου π.Χ. αιώνα της Άσκρας, στην κορυφή του δύσβατου λόφου Πυργάκι. Κάποια στιγμή αντικρίζουμε απέναντί μας μια πλαγιά με χαρακτηριστικές κλίσεις του εδάφους. Είναι το υποτυπώδες κοίλο ενός θεάτρου που υπήρχε εκεί περί τα τέλη του 3ου αι. π.Χ.
ΧΕΙΜΩΝΑΣ ΚΑΙ ΠΑΛΙ
Καθώς κερδίζουμε υψόμετρο ο δρόμος γίνεται πολύ κακοτράχαλος, κάνουν την εμφάνισή τους τα πρώτα χιόνια. Είναι μια απόλυτα φυσιολογική εξέλιξη, αφού η διαδρομή είναι απόλυτα βορεινή και το μέσο υψόμετρο κυμαίνεται στα 800 μέτρα.
16:45′ Φτάνουμε στη θέση “Χαλίκι“, σε υψόμετρο 900 μέτρων. Εδώ κυριαρχούν υπέροχα έλατα, ενώ από μια χτιστή κρήνη τρέχει εξαιρετικό νερό. Από το σημείο αυτό ξεκινάει μονοπάτι προς το “Κρύο Πηγάδι“, όπου υπήρχε η αρχαία πηγή “Ιπποκρήνη“. Στην συνέχεια το μονοπάτι ανηφορίζει στην κορυφή Μοτσάρα στα 1.525 μέτρα. Είναι μια ωραία πεζοπορική – ορειβατική αλλά για πιο ήπιες εποχές. Τούτη την ώρα στο Χαλίκι η συννεφιά είναι βαριά και το κρύο διαπεραστικό. Εδώ και ώρα το χωμάτινο οδόστρωμα είναι εξαφανισμένο κάτω από χιόνι, που σε κάποια σημεία ξεπερνάει τα 40-50 εκατοστά. Ο Θανάσης, ωστόσο, με το σκληροτράχηλο 4Χ4 συνιστούν έναν απόλυτα αξιόπιστο συνδυασμό.
Κατηφορίζουμε με αλλεπάλληλες κλειστές στροφές για τον οικισμό της Ευαγγελίστριας, τον παλιό Ζαγαρά. Με χαμηλό -ήδη- φυσικό φωτισμό διασχίζουμε την Ευαγγελίστρια, σε υψόμετρο 600 μέτρων. Ένα κεφαλόβρυσο έχει θαυμάσιο νερό. Συνεχίζουμε με πορεία δυτική, αφήνοντας δεξιά μας τον οικισμό της Κορώνειας. Μετά από μάχη με τα χιόνια και τις λάσπες φτάνουμε επιτέλους, νύχτα πια, στην τόσο επιθυμητή άσφαλτο, στα ενδιάμεσα περίπου της διαδρομής Αγίας Τριάδας- Αγίας Άννας. Έχουμε ολοκληρώσει έναν τεράστιο κύκλο γύρω από το ορεινό συγκρότημα του Ελικώνα που, με όλες τις ενδιάμεσες διαδρομές, έχει ξεπεράσει τα 150 χιλιόμετρα. Ωστόσο δεν καταλήγουμε στο ξενοδοχείο μας, “η νύχτα είναι πολύ νέα ακόμη”. Άλλωστε, οφείλουμε μια αναμνηστική επίσκεψη στην Αρβανίτσα.
Το νυχτερινό σκηνικό στο υψόμετρο των 1.040 μέτρων διαφέρει δραματικά από το πρωινό. Την θέση του ζωηρού, φωτοδότη ήλιου έχει πάρει ο τεχνητός, χλωμός φωτισμός του ηλεκτρισμού. Η θερμοκρασία έχει κατέβει στους -5ο C. Τα έλατα μοιάζουν σαν μαρμαρωμένα στο παγωμένο χιόνι. Μετά την πολύωρη αλλά πρόσκαιρη καλοκαιρινή παρένθεση της μέρας έχουμε ξαναγυρίσει στις αυθεντικές συνθήκες του χειμώνα. Έτσι όμως γίνεται ακόμη πιο επιθυμητό το αναμμένο τζάκι στο εσωτερικό της Αρβανίτσας. Εκεί, δίπλα του, μας ταχτοποιεί ο Γιώργος Κόλλιας απ’ το Κυριάκι, που δουλεύει από το 2009 το μαγαζί.
-Τι τραβάει η όρεξή σας; ρωτάει ο Γιώργος.
– Ό,τι ταιριάζει μ’ αυτό το ιδιαίτερο κρασί, λέει ο Θανάσης, και βγάζει το μπουκάλι με το μονοποικιλιακό “Μούχταρο”, που μας χάρισε στην Άσκρη ο Νίκος Ζαχαριάς.
Αγριογούρουνο Ελικώνα στιφάδο, τράγος κοκκινιστός με χυλοπίτες, μανιταρόπιτα και φέτα εκπληκτική συνοδεύουν με τρόπο ιδανικό το υπέροχο κρασί. Μεγάλα κούτσουρα στο τζάκι έχουν την δική τους συμμετοχή στην ατμόσφαιρα της βραδιάς. Έξω ακριβώς από την πανοραμική τζαμαρία σε απόσταση μερικών μόλις εκατοστών, κυριαρχεί η απόλυτη λευκότητα του μαγικού χιονιού.
ΑΓΙΑ ΑΝΝΑ-ΑΓΙΑ ΤΡΙΑΔΑ
Το δεύτερο ξημέρωμά μας στην Αγία Άννα είναι λευκό και παγερό, όμοιο με το πρώτο. Υπάρχει, ωστόσο, κάποια διαφορά: η θερμοκρασία έχει ήδη αρχίσει να σκαρφαλώνει προς το μηδέν. Ορατή συνέπεια αυτής της μεταβολής είναι η μείωση του πάχους του χιονιού, που στα επίπεδα σημεία γίνεται λάσπη, ενώ στις κατηφοριές μεταμορφώνεται σε ρυάκια.
Μετά τις εξοχές του Ελικώνα σειρά έχουν οι κατοικημένες περιοχές. Και πρώτα η έδρα μας η Αγία Άννα. Στους ΒΑ πρόποδες της Παλιοβούνας η Αγία Άννα, είναι χτισμένη με ήπια αμφιθεατρικότητα, σε μέσο υψόμετρο 750 μέτρων. Η παλιά ονομασία του χωριού ήταν “Κούκουρα“, το 1955 όμως μετονομάστηκε σε Αγία Άννα. Έδρα κοινότητας από το 1912, εντάχθηκε το 1998 στον νεοσύστατο Δήμο Κορώνειας. Με την εφαρμογή του προγράμματος “Καλλικράτης”, ανήκει από το 2011 διοικητικά στον Δήμο Λεβαδέων.
Τα Κούκουρα πρωτοεμφανίζονται στα οθωμανικά φορολογικά κατάστιχα το 1466, ενώ το 1821 ενίσχυσαν τον αγώνα με χρήματα και “σφαχτά”. Πήραν, μάλιστα, από τους Κριεζιώτη και Μακρυγιάννη έγγραφες αποδείξεις, ότι η “Πατρίδα τούς οφείλει“.
Παίρνοντας τις ανηφοριές και τα στενά φτάνουμε πολύ γρήγορα στην πλατεία με τις ταβέρνες και τα πλατάνια, το ερειπωμένο πέτρινο σπίτι, το γρανιτένιο Ηρώο και την πετρόχτιστη εκκλησία του Όσιου Σεραφείμ. Κάποια πέτρινα σπίτια σώζονται ακόμη ανάμεσα στα καινούργια. Με σκαλοπάτια φτάνουμε σ’ ένα υπερυψωμένο σημείο, στον Προφήτη Ηλία. Στο κέντρο περίπου της Αγίας Άννας ο λοφίσκος, μάς χαρίζει εκπληκτική θέα στην κορυφή της Παλιοβούνας, στο χωριό και σ’ όλη την γύρω περιοχή. Βγαίνοντας για λίγο προς τα ΒΑ με κατεύθυνση προς Δομβραίνα, έχουμε πανοραμική άποψη, από άλλη οπτική γωνία της Αγίας Άννας, με την κορυφή της Παλιοβούνας να δεσπόζει στα απότομα ύψη της πάνω από το χωριό.
Διασχίζουμε το χωριό με Β κατεύθυνση, προς τον οικισμό της Αγίας Τριάδας. Πλάι στον δρόμο συναντάμε το εκκλησάκι της Αγίας Άννας, ενώ στην αντικρινή πλαγιά εμφανίζονται οι κάθετες τομές των πετρωμάτων ενός λατομείου. Κατηφορίζουμε ήδη προς την Αγία Τριάδα. Προβάλλει χαμηλά με ελάχιστα ίχνη χιονιού, αφού το μέσο της υψόμετρο κυμαίνεται στα 400 μέτρα. Το χωριό αναπτύσσεται στον διαμήκη άξονα μια γραφικής κοιλάδας, με διεύθυνση από βορρά προς νότο. Είναι έντονα στενόμακρο το σχήμα του οικισμού που περικλείεται στ’ ανατολικά και στα δυτικά από δύο απότομες βουνοπλαγιές.
Σ’ αυτή την παράξενη τοπογραφία είναι χτισμένη, με αρκετή αμφιθεατρικότητα, η Αγία Τριάδα. Αφήνουμε στον -μονής κατεύθυνσης- δρόμο το αυτοκίνητο και ξεκινάμε να γνωρίσουμε τον τόπο με τα πόδια. Παίρνουμε τις ανηφοριές. Ένα στενό, πλακόστρωτο δρομάκι, με γοργοκίνητο ρυάκι στο αυλάκι του απ’ το λιωμένο χιόνι, μας βγάζει πολύ γρήγορα στην πλατειούλα της Αγίας Τριάδας. Είναι αρκετά μεγάλη και όμορφη η εκκλησία. Δυστυχώς, εξωτερικά είναι καλυμμένη από παχύ σοβά, που ελάχιστα αφήνει να αποκαλυφθεί η πέτρινη τοιχοποιΐα της αρχικής ανέγερσης του ναού.
50 μέτρα βορειότερα της Αγίας Τριάδας και χτισμένη πάνω σε πλάτωμα απόκρημνου βράχου, βρίσκεται η μικρότερη αλλά παλιότερη εκκλησούλα των Ταξιαρχών Μιχαήλ και Γαβριήλ. Η θέα από τον μικρό αύλειο χώρο είναι εντυπωσιακή σε μεγάλο τμήμα του χωριού, στον κάμπο και στις αντικρινές βουνοπλαγιές. Δοκιμάζουμε να μπούμε στο εσωτερικό αλλά η χαμηλή πορτούλα είναι κλειστή. Τη στιγμή που ετοιμαζόμαστε -απογοητευμένοι- να αποχωρήσουμε, καταφθάνει μια κυρούλα. Μας καλημερίζει ευγενικά.
-Υπάρχει τρόπος να δούμε από μέσα την εκκλησούλα;
-Περιμένετε, θα πάρω απ’ την γειτόνισσα το κλειδί.
Σε δύο λεπτά η κυρά-Σοφία χτυπάει την πόρτα της γειτόνισσας παίρνει το κλειδί και μας ανοίγει την “Παλιοκκλήσα“, όπως είναι γνωστή στους ντόπιους η εκκλησούλα. Λιτός και με περιορισμένες διαστάσεις ο ναΐσκος των Ταξιαρχών. Στα χτιστά τέμπλα και στους τοίχους σώζονται αρκετές παλιές, λαϊκής τεχνοτροπίας τοιχογραφίες. Ευχαριστούμε την κυρα-Σοφία και την ρωτάμε αν είναι ανοιχτή και η Αγία Τριάδα.
-Ά, το κλειδί της το έχει η νεωκόρος, η κυρα-Ξανθή. Ελάτε μαζί μου, θα πάμε να την βρούμε.
Εντυπωσιασμένοι από την εξυπηρετικότητά της ακολουθούμε την κυρούλα. Πετυχαίνουμε την κυρα-Ξανθή, καθώς ανεβαίνει τα σκαλοπάτια της πλατείας. Σε μισό λεπτό ενημερώνεται για τα πάντα.
-Είσαστε τυχεροί, έχω πάνω μου το κλειδί
-Εμένα ο ρόλος μου τελείωσε, λέει η κυρα-Σοφία, τώρα σας αναλαμβάνει η Ξανθή.
Τρίκλιτη, σταυροειδής με τρούλο η Αγία Τριάδα, με ευρύχωρο εσωτερικό και τοιχογραφίες από τα μέσα της δεκαετίας του 50. Το ξύλινο τέμπλο είναι σύγχρονο αλλά καλοδουλεμένο. Ευχαριστούμε τις κυρίες κι ετοιμαζόμαστε να τις αποχαιρετήσουμε.
-Δεν περνάμε από το σπίτι για ένα καφεδάκι; προτείνει η κυρα-Ξανθή.
Είναι τόσο ευγενικό το κάλεσμα, που δεν μπορούμε να αρνηθούμε. Την ακολουθούμε για μερικά λεπτά στα στενά, πλακόστρωτα δρομάκια. Νερά κυλούν από παντού. Σε κάποια ανήλιαγα σημεία τα νερά είναι παγωμένα.
Στο ΒΔ άκρο του χωριού, δίπλα στον περιφερειακό δρόμο, το σπιτάκι της κυρα-Ξανθής είναι μικρό αλλά συμμαζεμένο και συμπαθέστατο. Ο πιο επιθυμητός χώρο είναι το χαριτωμένο σαλονάκι, με το τζάκι του και το μεγάλο παράθυρο που, ακριβώς απ’ έξω, βλέπει στην κατάφυτη ρεματιά. Η ομορφιά του τοπίου είναι εσωτερική κι η ηρεμία μοναδική.
-Απ’ αυτό το παράθυρο παρακολουθούσα τις προηγούμενες μέρες τον τρελό χορό των νιφάδων του χιονιού, λέει η κυρα-Ξανθή.
Δεν ξέρει τι καλύτερο να κάνει για να μας ευχαριστήσει η κυρούλα. Μετά τους διπλούς καφέδες με τα παξιμάδια και τα κουλουράκια φέρνει φρούτα αλλά κι ένα εξαιρετικό ντόπιο τυρί. Προσπαθεί να μας πείσει να μείνουμε για το μεσημέρι. Πολύ θα το θέλαμε. Πρέπει όμως να αξιοποιήσουμε τον ωραίο καιρό. Την αποχαιρετούμε με την υπόσχεση να επιστρέψουμε, με περισσότερο χρόνο στη διάθεσή μας.
Η ΕΜΠΕΙΡΙΑ ΤΗΣ ΕΠΙΣΚΕΨΗΣ ΣΤΟ ΚΥΡΙΑΚΙ
500 περίπου μέτρα από την νότια έξοδο της Αγίας Τριάδας, σταματάμε για λίγο στο πέτρινο εκκλησάκι του Αη-Γιώργη, χτισμένο το 1848. Δίπλα στα θεμέλια οι πηγές, τρέχουν άφθονο, βουνίσιο νερό. Αγία Άννα, ηλιόλουστη Αρβανίτσα πάντα χιονόλευκη, και κατηφορίζουμε για Κυριάκι.
Μετά την πρώτη, σύντομη ενημέρωσή μας από τον Θανάση Φορτώση, την σκυτάλη της ξενάγησής μας παίρνει ένας άλλο Κυριακιώτη, ο μαρμαρογλύπτης Φωκίωνας Πούλος. Μαζί του εισδύουμε στα άδυτα του χωριού, ανακαλύπτουμε όλες εκείνες τις αθέατες -στα μάτια του διαβατικού επισκέπτη- αλλά πολύ σημαντικές γωνιές και λεπτομέρειες, που προσδιορίζουν την ξεχωριστή φυσιογνωμία ενός τόπου.
Γνωρίζουμε, λοιπόν, την μικρή και γραφική πλατειούλα. “Η Γειτονιά των Προέδρων“, που ονομάστηκε έτσι, επειδή έχει βγάλει πολλούς Προέδρους της -πάλαι ποτέ- Κοινότητας Κυριακίου. Σε διάφορα σημεία του χωριού εντοπίζουμε τις τέσσερις μπρούτζινες προτομές, μερικών από τους επιφανέστερους άνδρες της Αρχαίας Ελλάδας: του Ησίοδου, του Αριστοτέλη, του Πίνδαρου και του Πλούταρχου. Ουδέποτε έχουμε συναντήσει ως τώρα, το αρχαιοελληνικό πνεύμα να τιμάται με τέτοιο τρόπο σε μια μικρή γωνιά της ελληνικής περιφέρειας.
Εμπνευστής και δωρητής των σπουδαίων αυτών έργων υπήρξε ο Κυριακιώτης Ανδρέας Τσούρας(6), τα προπλάσματα φιλοτεχνήθηκαν από τον Γεώργιο Καλακαλλιά(7) , ενώ την τελική κατασκευή και επιμέλεια είχε ο Φωκίων Πούλος. Μια ακόμη μπρούτζινη προτομή, σύγχρονου όμως σπουδαίου Έλληνα, κοσμεί τον χώρο μπροστά από το εξαίρετο πέτρινο συγκρότημα του Λαογραφικού Μουσείου Κυριακίου. Είναι η προτομή που στήθηκε προς τιμή του Μενέλαου Παλλάντιου(8). Στην πλατεία με το μνημείο των Ηρώων Πεσόντων δεσπόζει ένας μπρούτζινος ανδριάντας Έλληνα στρατιώτη. Αξιοπρόσεχτη είναι η “Κυριακιώτισσα“(9), η ανάγλυφη μορφή γυναίκας, έργο του Φωκίωνα Πούλου. Αμέσως πιο πάνω βρίσκεται η πετρόχτιστη εκκλησιά της Παναγίας, χτισμένη σε διάφορες χρονικές περιόδους του παρελθόντος, που είναι ορατές και στην τοιχοποιία του ναού.
Λίγο πιο πάνω βρίσκεται η εμβληματική “Μεγάλη Βρύση“, καμαροσκέπαστη με πλάκα και κατασκευασμένη με πελεκητή πέτρα το 1887. Η Μεγάλη Βρύση χρησιμοποιείτο στο παρελθόν και για πότισμα των ζώων, ενώ ο χώρος αποτελούσε και σημείο συνάθροισης των κατοίκων. Σήμερα η Μεγάλη Βρύση είναι και αφετηρία της ανηφορικής ορειβατικής διαδρομής προς την κορυφή “Μεγάλη Λούτσα” του Ελικώνα (υψ. 1.553 μ.) στα ΝΑ του χωριού.
Στην κεντρική, μικρή σχετικά πλατεία του Κυριακίου, δεσπόζει ο εντυπωσιακός πετρόχτιστος ναός του Τιμίου Προδρόμου, και το “Λιοντάρι“, η βρύση με την μορφή λιονταριού. Σε μια ωραία μαρμάρινη στήλη του Ορειβατικού Συνδέσμου Κυριακίου είναι χαραγμένο το υψόμετρο, στο σημείο εκείνο του χωριού: 772 μέτρα. Αξιοπρόσεχτο είναι το οδόστρωμα των κεντρικών δρόμων, από σκουρόγκριζους παραλληλεπίπεδους κυβόλιθους.
–Προέρχονται από το φημισμένο “Μαύρο Μάρμαρο Λιβαδειάς“, εξηγεί ο Φωκίωνας. Η λάξευση έγινε στο εργαστήρι Μαρμαροτεχνίας, στο οποίο συνεχίζω την οικογενειακή παράδοση, ως τρίτης γενιάς γλύπτης-μαρμαροτεχνίτης. Την σκυτάλη της τέταρτης γενιάς την έχει πάρει ο γιός μου.
-Και το σπάνιο όνομα “Φωκίων”, πώς προέκυψε;
-Τα αρχαιοελληνικά ονόματα είναι πολύ δημοφιλή στο Κυριάκι, λέει ο φίλος μας. Εδώ θα συναντήσετε Πίνδαρο, Αλκιβιάδη, Λεωνίδα, Επαμεινώνδα, Δημοσθένη. Δεν λείπουν, βέβαια ο Οδυσσέας, ο Αριστομένης, ο Αχιλλέας, ο Περικλής και δεν θυμάμαι πόσοι άλλοι.
Ανηφοριές και κατηφοριές, γραφικά σοκάκια αλλά και επίπεδοι δρόμοι, πιο φαρδιοί. Σπίτια σύγχρονα, με περιποιημένες αυλές και ανάμεσά τους κάποια λίγα πετρόχτιστα, όσα κατάφεραν να σωθούν το 1943-1944 από την καταστροφική μανία των Ιταλών και Γερμανών. Περιδιαβαίνοντας στο χωριό συναντάμε ποικίλα μαγαζιά, καφετερίες και ουζερί, φούρνους που μοσχοβαλάνε πίτες και φρέσκο ψωμί, ταβερνούλες με τα ελκυστικά κρεατικά της περιοχής. Υπάρχουν ακόμη και μερικά καταλύματα για τους επισκέπτες του τόπου, περιηγητές, φυσιολάτρες και ορειβάτες. Είναι ένας γραφικός, ζωντανός τόπος το Κυριάκι, “Μητρόπολη” πραγματική του μυθικού Ελικώνα. Θα επανέλθουμε το επόμενο πρωινό.
Ο “ΗΦΑΙΣΤΟΣ” ΤΟΥ ΚΥΡΙΑΚΙΟΥ
Αποχαιρετάμε τους οικοδεσπότες μας και τους ευχαριστούμε για τις φιλόξενες ώρες στον ξενώνα “ΑΘΗΝΑ”. Παίρνουμε για άλλη μια φορά τις ανηφοριές για την Αρβανίτσα. Παρά την ηλιοφάνεια και την γενική άνοδο της θερμοκρασίας, στο υψόμετρο των 1040 μέτρων και στη σκιά των ελάτων, η ένδειξη στο θερμόμετρο εξακολουθεί να είναι κάτω απ’ το μηδέν. Ωστόσο, μερικά λεπτά μετά, το Κυριάκι μάς υποδέχεται καλοδιάθετο και ανοιξιάτικο. Σε κεντρική καφετερία συναντάμε τον Θανάση Φορτώση και τον Φωκίωνα Πούλο και πίνουμε μαζί τους ένα ελληνικό καφεδάκι εξαιρετικό.
-Πριν αναχωρήσετε, μήπως θα θέλατε να γνωρίσετε έναν άνθρωπο πολύ ιδιαίτερο; ρωτάει ο Φωκίωνας. Είναι από τους τελευταίους που εξακολουθούν να είναι ρομαντικά προσηλωμένοι στο παρελθόν.
Δεν έχει άδικο ο φίλος μας. Πολύ κοντά στην καφετερία, μερικά σκαλοπάτια χαμηλώνουν από τον κεντρικό δρόμο και μας επιστρέφουν στο… παρελθόν, στο “ΠΑΛΑΙΟΝ ΣΙΔΗΡΟΥΡΓΕΙΟΝ Ο ΗΦΑΙΣΤΟΣ“. Μας υποδέχεται ο… Ήφαιστος, δηλαδή ο σιδηρουργός Γιάννης Κακαράπης ή “Μπελιούλιας“. Κληρονόμησε το σιδηρουργείο από τον πατέρα του τον Γιώργο Κακαράπη, που πρωτάρχισε να χτυπάει το αμόνι του ήδη από το 1920.
Με μέτριο ανάστημα, λεπτός και νευρώδης στα 82 του χρόνια ο μπαρμπα-Γιάννης, έχει βρει τον τρόπο να αποφεύγει συστηματικά το ραντεβού του με το χρόνο. Που μοιάζει να τον έχει ξεχάσει, να μην ασχολείται μαζί του, εδώ και πολύ καιρό. Θαυμάζουμε την ζωτικότητα, την ευχάριστη διάθεσή του, που μεταδίδει και σε μας.
-Που, λέτε, τούτο το αμόνι έχει μεγάλη παράδοση στον τόπο, λέει ο μπαρμπα-Γιάννης και του δίνει μια δυνατή σφυριά.
Ξεπηδάει από το συμπαγές, ατσάλινο εργαλείο ένας ήχος οξύς, διαπεραστικός, αλλά και παράξενα μελωδικός.
– Στα χρόνια του πατέρα μου αλλά και στα δικά μου ακόμα, το “Αμόνι του Ηφαίστου” ήταν το καλύτερο ξυπνητήρι στο χωριό. Ακουγόταν σε μεγάλη απόσταση και πετούσε στη στιγμή απ’ τα κρεβάτια τους, αγρότες και κτηνοτρόφους, λέει ο μπαρμπα – Γιάννης. Άντε, ώρα να ξυπνήσουμε, λέγαν να πάμε στο χωράφι. Πάλι μάς πρόλαβε το αμόνι.
Ρίχνει άλλη μια ξεγυρισμένη σφυριά ο φίλος μας, καλύπτουμε με τα χέρια μας τα αυτιά μας.
– Και το επίθετο “Κακαράπης” πώς προέκυψε ;
– Α, είναι το παρατσούκλι που είχανε δώσει, λόγω του μαυριδερού του δέρματος, στον προ – προπάππο μου, Αρχιληστή Κακαράπη, που ήταν θείος του άλλου διάσημου ληστή του Νταβέλη, λέει ο Γιάννης. Όπως βλέπετε, οι πρόγονοί μου ήταν ζωηρά παιδιά.
Μετά το αμόνι, ο ” Ήφαιστος του Κυριακίου” κατευθύνεται στο καμίνι, την καρδιά του σιδηρουργείου. Είναι εκεί, που με τη βοήθεια του φυσερού πυρώνουν τα κάρβουνα, ανεβάζουν υψηλή θερμοκρασία και στη συνέχεια πυρώνουν και μαλακώνουν τα κομμάτια του μέταλλου, που σφυρηλατεί στο αμόνι ο σιδεράς. Παρακολουθούμε μαγεμένοι αυτή την λιτή αλλά τόσο γοητευτική αναβίωση της παράδοσης. Μιας παράδοσης, που δεν ξέρουμε για πόσα ακόμη χρόνια θα υφίσταται στην Ελλάδα. Ούτε βέβαια ξέρουμε αν και για πόσο θα εξακολουθήσουν να υπάρχουν σιδηρουργεία, πραγματικά λαογραφικά μουσεία σαν του Γιάννη Κακαράπη. Που, εκτός από τα άριστα τακτοποιημένα εργαλεία της δουλειάς του, μας δείχνει και μια απρόσμενη συλλογή οδοντιατρικών εργαλείων του 1900. Υπάρχει ακόμη μια μικροσκοπική, ιδιόμορφη πένσα εξαιρετικής κατασκευής, περίπου από το 1850.
– Μ΄αυτή την πενσούλα ο προπάππος μου Αθανάσιος Πούλος (και προπάππος του Φωκίωνα, με τον οποίο είμαστε πρώτα ξαδέλφια), έκανε εξαγωγές δοντιών τα χρόνια εκείνα στο Κυριάκι.
Προσπαθούμε να φέρουμε στη σκέψη μας τη συνολική σκηνή : τον “οδοντογιατρό” – σπουδαγμένο ή αυτοδίδακτο -, την πολυθρόνα και τον τρομοκρατημένο – στη θέα της πένσας – ασθενή. Σαν εικόνα από ανάκριση της Ιεράς Εξετάσεως.
Αποχαιρετάμε τον μπαρμπα – Γιάννη, “μπαρουτοκαπνισμένο” από τα 15 του στο σιδεράδικο του πατέρα του.
– Δεν σας περίμενα σήμερα. Την άλλη φορά που θαρθείτε, θα σας έχω ένα δωράκι.
ΣΤΗΝ ΚΟΡΥΦΗ ΤΟΥ ΠΑΛΙΟΚΑΣΤΡΟΥ
Πολύ κοντά, στα ΒΔ του χωριού, ορθώνεται ένας μοναχικός, απότομος λόφος, με σχήμα κωνικό. Στην κορυφή του βρίσκονται τα υπολείμματα του Παλιόκαστρου που, πιθανότατα, ήταν η ακρόπολη της αρχαίας Φωκικής πόλης Φλυγόνιο. Ήταν μία από τις πόλεις που κατέστρεψαν τα στρατεύματα του Ξέρξη, στην διέλευσή τους από την Φωκίδα, όπως αναφέρει ο Παυσανίας στα “Φωκικά” του. Το Φλυγόνιο επίσης καταστράφηκε το 346 π.Χ. από τον βασιλέα της Μακεδονίας Φίλιππο Β’. Ήταν η ποινή που επιβλήθηκε από τους Αμφικτύονες των Δελφών στους Φωκείς επειδή καλλιεργούσαν εδάφη που ανήκαν στο Μαντείο των Δελφών.
Εξ’ άλλου, κατά τον Αρχαιολόγο Φώτη Ντάσιο (Φωκικά Χρονικά, τόμος Δ, 1992), ο τόπος κατοικήθηκε από τους κλασσικούς χρόνους, ήδη από τον 5ο και 4ο αι. π.Χ.
Για τα ίχνη της οχύρωσης στην κορυφή του λόφου, διαβάζουμε στο εξαίρετο βιβλίο του Ανδρέα Τσούρα (10), ότι η οχύρωση αναπτύσσεται σε τρία άνδηρα (αναχώματα), απ’ τα οποία τα δύο ψηλότερα σχηματίζουν ένα είδος ακρόπολης, περικλειομένης από τείχος τραπεζιόσχημης τοιχοδομίας. Θεμέλια κτισμάτων υπάρχουν στον χώρο της ακρόπολης. Το τρίτο και χαμηλότερο άνδηρο φέρει τείχιση από αργές και πολυγωνικές πέτρες. Η σημασία του οχυρού του Κυριακίου για τον έλεγχο της πρόσβασης στον Ελικώνα από τα δυτικά είναι εμφανής.
Στην κορυφή του λόφου δεσπόζει, το λευκό περίγραμμα της εκκλησούλας του Αγίου Νεκταρίου. Για να φτάσουμε ως εκεί, βγαίνουμε στην ΒΔ έξοδο του χωριού (προς Στείρι και Δίστομο). Εκεί συναντάμε την αρχή ενός βατού χωματόδρομου που ανηφορίζει προς τον λόφο. Ακριβώς ένα χιλιόμετρο μετά συναντάμε το πρώτο τμήμα του οχυρωματικού περιβόλου, μήκους αρκετών δεκάδων μέτρων. Η τοιχοποιία – όση έχει ανασκαφεί και είναι εμφανής – αποτελείται από καλολαξευμένους ορθογώνιους ασβεστόλιθους μεγάλων διαστάσεων. Πυκνά πουρνάρια στα απότομα πρανή καλύπτουν και άλλα τμήματα της αρχαίας οχύρωσης στην ΒΑ και Α πλευρά του λόφου, προς την κατεύθυνση του χωριού. Που προβάλλει χαμηλά με μια κάτοψη εκπληκτική.
Στο επίπεδο πλάτωμα δεσπόζει το υπερυψωμένο εκκλησάκι του Αγίου Νεκταρίου, σταυροειδές με τρούλλο και λιτό εσωτερικό. Καθόμαστε στα σκαλοπάτια της εκκλησούλας με μέτωπο προς τα τρία κορυφαία ορεινά συγκροτήματα της Ρούμελης : τον Παρνασσό, τα Βαρδούσια και την Γκιώνα. Στην ευθεία με τον Παρνασσό αλλά χαμηλότερα και πολύ πιο κοντά ξεχωρίζει, κυκλωμένο από την σκουρόχρωμη βλάστησή του, το εμβληματικό, βυζαντινό μοναστηριακό συγκρότημα του Οσίου Λουκά.
Κατηφορίζοντας από το Παλιόκαστρο παίρνουμε την βόρεια έξοδο του χωριού προς Λιβαδειά. Αρχίζει μια διαδρομή σε εκπληκτικά όμορφη κοιλάδα με καλό οδόστρωμα, χορταριασμένα ξέφωτα και ελατοσκέπαστες πλαγιές στις ΒΔ καταπτώσεις της Μεγάλης Λούτσας. Η έκπληξη μάς περιμένει μερικά χιλιόμετρα μετά. Στην ασφάλιτινη διακλάδωση προς τον οικισμό του Ελικώνα ( το παλιό “Ζερίκι“) σχηματίζεται χαμηλότερα του δρόμου μια επίπεδη έκταση αρκετών εκατοντάδων στρεμμάτων. Είναι καλυμμένη από νερό που, παρά την ηλιοφάνεια, εξακολουθεί σε πολλά σημεία – εξαιτίας των χαμηλών θερμοκρασιών της νύχτας – να είναι παγωμένο.
Περπατώντας μερικά λεπτά σε χιονισμένο, κακοτράχαλο έδαφος φτάνουμε στην ακρολιμνιά. Στο λεπτό στρώμα του πάγου και στα αβαθή νερά πηγαινοέρχονται αρκετά πουλιά, ανάμεσά τους κι ένας λευκοτσικνιάς. Κινεί την προσοχή μας ένας θόρυβος συνεχής, σαν απαλό γουργουρητό. Είναι ένα στενό αυλάκι στο άκρο της λιμνούλας, μέσω του οποίου το νερό διοχετεύεται σε καταβόθρα και χάνεται. (11) Την θερινή περίοδο η λιμνούλα ξεραίνεται, μεταμορφώνεται σε μια εύφορη πεδιάδα, που την αξιοποιούν οι κάτοικοι του Ελικώνα καλλιεργώντας κυρίως φακές και λαθούρι, απ’ όπου βγαίνει η φάβα.
Την ώρα που φτάνουμε στο Ζερίκι το χωριό είναι, στο μεγαλύτερο τμήμα του, βυθισμένο στην σκιά που ρίχνει πάνω του η Μεγάλη Λούτσα. Ο Β – ΒΑ προσανατολισμός και το υψόμετρο των 850 μέτρων έχουν ως αποτέλεσμα να διατηρείται παχύ στρώμα χιονιού, ενώ οι πλακόστρωτοι δρόμοι είναι παγωμένοι. Η πλατειούλα με την πέτρινη εκκλησία και τις ταβέρνες πρέπει να είναι το καλοκαίρι όαση δροσιάς. Τούτη την ώρα όμως είναι έρημη και ψυχρή, οι ταβέρνες είναι κλειστές. Προσδοκούμε να γνωρίσουμε τον τόπο σε μιαν άλλη εποχή.
Μια συνεχόμενη, αρκετών χιλιομέτρων, κατηφόρα μάς οδηγεί γρήγορα στον κάμπο και στην πόλη της Λιβαδειάς. Εδώ δεν υπάρχουν πάγοι και χιόνια αλλά μια ζέστη, ασυνήθιστη γι΄αυτή την εποχή. Τα χιόνια του Ελικώνα έχουν περάσει ήδη στη σφαίρα των ευχάριστων αναμνήσεών μας.
Ευχαριστούμε θερμά:
Την Περιφέρεια Στερεάς Ελλάδας. Την Δήμαρχο Λιβαδέων Γιώτα Πούλου. Τον Αντιδήμαρχο Λιβαδέων Θανάση Φορτώση. Τον Μαρμαρογλύπτη Φωκίωνα Πούλο. Τον παραδοσιακό Σιδηρουργό Γιάννη Κακαράπη. Τον Νίκο Ζαχαριά από τον “Κτήμα Μουσών”. Τον π. Ισαάκ, στην Ι. Μονή Αγ. Θεοδώρων. Τον Γιώργο Αποστολίδη στην ταβέρνα “Ελικώνιο” στην Αγία Άννα. Την κυρία Σοφία και την κυρία Ξανθή Κλαρίδη στην Αγία Τριάδα. Τον Γιώργο Κόλλια στο καφέ – εστιατόριο “Αρβανίτσα“. Τέλος, ευχαριστούμε τους οικοδεσπότες μας Αθηνά και Γιώργο για την πρόθυμη φιλοξενία τους στο ωραίο ξενοδοχείο “Αθηνά“.
Βιβλιογραφία
– Ανδρέα Σ. Τσούρα, “ΚΥΡΙΑΚΙ, ΕΛΛΗΝΕΣ ΑΡΒΑΝΙΤΕΣ – ΑΡΧΑΙΟ ΦΛΥΓΟΝΙΟ”, Εκδ. Κοινότητας Κυριακίου, 2006.
– Ιωάννη Α. Πέππα, “3650 ΧΡΟΝΙΑ ΣΤΗΝ ΚΟΙΛΑΔΑ ΤΩΝ ΜΟΥΣΩΝ”, Εκδ. Ιδεοθέατρον, 2007.
– Πέδρο Ολάγια, “Μυθολογικός Άτλας της Ελλάδας”, Road Εκδόσεις, Β’ εκδ. 2003.
– ΠΑΥΣΑΝΙΟΥ ΕΛΛΑΔΟΣ ΠΕΡΙΗΓΗΣΙΣ, ΒΟΙΩΤΙΚΑ – ΦΩΚΙΚΑ, Εκδοτική Αθηνών, Αθήναι 2004.
Χρήσιμες Πληροφορίες
Αποστάσεις Αγ. Άννας από
Αθήνα : Μέσω Αττικής Οδού / Λαμίας : 138 χλμ | Μέσω Μάνδρας – Θηβών : 119 χλμ.
Θεσ/νίκη: Μέσω Μπράλου – Λιβαδειάς : 401 χλμ | Μέσω Μαλεσίνας: 445 χλμ.
Λιβαδειά: Μέσω Αγίας Τριάδας 26 χλμ | Μέσω Κυριακίου 38 χλμ
Χάρτης Ελικώνας 1 : 50 000 Anavasi
Παραπομπές
(1) Αντιδήμαρχος του Δήμου Λεβαδέων. Πρόεδρος Ορειβατικού Συλλόγου Κυριακίου.
(2) Είναι το γνωστό Juniperus foetidissima (κεδροκυπάρισσο), που άλλοτε ήταν ευρύτατα διαδεδομένο. Η εξάπλωσή του έχει περιοριστεί, επειδή το πολύτιμο ξύλο του, που δεν σαπίζει, έχει χρησιμοποιηθεί για την κατασκευή γεωργικών εργαλείων αλλά και ως δομικό υλικό.
(3) Εκδοτική Αθηνών, Παυσανίου Ελλάδος Περιήγησις, Βοιωτικά – Φωκικά, Τόμος 5 σελ 447-448 (37.2)
(4) ‘Ωρες για το κοινό (μόνον άνδρες): 08:00 – 12:30 και 16:00 – 18:00. Τηλ. επικοινωνίας: 6977 462 720.
(5) Αυτές οι τρεις ήταν οι αρχαιότερες Μούσες, ενώ οι νεώτερες εννιά ήταν θρακικής καταγωγής. (Παυσανίας 29.6)
(6) Ο Κυριακιώτης Ανδρέας Τσούρας είναι Λογοτέχνης και Ποιητής, βραβευμένος από την Ακαδημία Αθηνών. Έργα του έχουν μεταφραστεί σε πολλές γλώσσες.
(7) Γεννημένος στον Τύρναβο ο γλύπτης Γεώργιος Καλακαλλάς, είναι Ομότιμος Καθηγητής της Σχολής Αρχιτεκτόνων του Ε.Μ.Π. Έργα του έχουν πάρει πολλά βραβεία και κοσμούν δημόσιους χώρους, Μουσεία, Πινακοθήκες και Ιδιωτικές Συλλογές.
(8) Ο Μενέλαος Παλλάντιος (1914 – 2012) υπήρξε σημαντικός Μουσουργός, με μεγάλο συμφωνικό έργο και πολλές διακρίσεις, ελληνικές και διεθνείς. Το 1969 εκλέχθηκε τακτικό μέλος της Ακαδημίας Αθηνών.
(9) Η “Κυριακιώτισσα” φιλοτεχνήθηκε σε ανάμνηση της εκτέλεσης κατοίκων του Κυριακίου το 1942 από τους Ιταλούς. Επιπλέον το Κυριάκι κάηκε δύο φορές από τους Ιταλούς το 1943 και μια φορά από τους Γερμανούς το 1944.
(10) Α.Σ. Τσούρας, “ΚΥΡΙΑΚΙ, ΕΛΛΗΝΕΣ ΑΡΒΑΝΙΤΕΣ – ΑΡΧΑΙΟ ΦΛΥΓΟΝΙΟ”.
(11) Επανεμφανίζεται αρκετά χιλιόμετρα πιο κάτω, στο φαράγγι του ποταμού της αρχαίας Έρκυνας. Πηγάζοντας από τον Προφήτη Ηλία, βόρεια της Λιβαδιάς, η Έρκυνα καταλήγει, 10 χλμ. μετά, στον Βοιωτικό Κηφισό.