Mε την Πελοπόννησο μας συνδέουν άρρηκτοι δεσμοί. Στις πολύχρονες περιηγήσεις μας έχουμε διανύσει αναρίθμητα χιλιόμετρα σε δρόμους και μονοπάτια, σε ύπαιθρο και σε πόλεις, σε κάμπους και βουνά, παραλίες και μικρονήσια, περίφημα σπήλαια, σπουδαίους αρχαιολογικούς χώρους και παραδοσιακούς οικισμούς. Μα όσο κι αν ψηλαφούμε το πελώριο κορμί της Πελοποννήσου, ανακαλύπτουμε πάντα απόκρυφες γωνιές, κρυμμένους θησαυρούς. ‘Η, πάλι, νιώθουμε μέγιστη ευτυχία να ξαναβλέπουμε τόπους ωραίους, αγαπημένους από παλιά. Όπως τούτη την Άνοιξη, στις νότιες άκρες της Μεσσηνίας και Λακωνίας.
Mε την Πελοπόννησο μας συνδέουν άρρηκτοι δεσμοί. Στις πολύχρονες περιηγήσεις μας έχουμε διανύσει αναρίθμητα χιλιόμετρα σε δρόμους και μονοπάτια, σε ύπαιθρο και σε πόλεις, σε κάμπους και βουνά, παραλίες και μικρονήσια, περίφημα σπήλαια, σπουδαίους αρχαιολογικούς χώρους και παραδοσιακούς οικισμούς. Μα όσο κι αν ψηλαφούμε το πελώριο κορμί της Πελοποννήσου, ανακαλύπτουμε πάντα απόκρυφες γωνιές, κρυμμένους θησαυρούς. ‘Η, πάλι, νιώθουμε μέγιστη ευτυχία να ξαναβλέπουμε τόπους ωραίους, αγαπημένους από παλιά. Όπως τούτη την Άνοιξη, στις νότιες άκρες της Μεσσηνίας και Λακωνίας.
Παράλια Λακωνίας και Μεσσηνίας
Καθώς οι ενδείξεις στο αλτίμετρο συνεχίζουν να ανεβαίνουν, νιώθουμε να εισδύουμε όλο και περισσότερο στα εσώψυχα του Ταϋγέτου. Κάποια στιγμή το αλτίμετρο σταθεροποιείται στα 1.260 μέτρα. Βρισκόμαστε ήδη στο υψηλότερο σημείο, στον αυχένα της θρυλικής ορεινής διαδρομής που, ως ελάχιστα χρόνια πριν, ήταν η βασική οδός σύνδεσης της Καλαμάτας με τη Σπάρτη. Εδώ βρίσκεται και το ταβερνείο «Ταΰγετος». Είναι το ιδανικό σημείο για μία χαλαρωτική, γευστική στάση, πριν πάρουμε τις κατηφοριές για την Καλαμάτα και ολοκληρώσουμε την επταήμερη περιήγησή μας στα νότια παράλια της Πελοποννήσου. Εισπνέουμε βαθιά τον ελαφρύ, αιθέριο αέρα του Ταϋγέτου, αρωματισμένο από αθέατα βότανα, ρετσίνι έλατων και πεύκων. Ξεδιψάμε με το κρυστάλλινο νερό της πετρόχτιστης κρήνης. Μ’ αυτό το νεράκι και όχι με αλκοόλ συνοδεύουμε την ντοματοσαλάτα με το μπόλικο λαδάκι, την πικάντικη φέτα Ταϋγέτου και το παστό χοιρινό που απιθώνει στο τραπέζι μας ο Κώστας.
Δύο ώρες μετά, απ’ τα υψίπεδα του βουνού βρισκόμαστε στο επίπεδο της θάλασσας, στο μικρό, «οικογενειακό» αεροδρόμιο της Καλαμάτας. Που είναι αφιερωμένο στη μνήμη του πρωτοπόρου οραματιστή – επενδυτή του τόπου, του καπτάν Βασίλη Κωνσταντακόπουλου. Σαν να μην πέρασε καθόλου ο χρόνος από το απόγευμα της περασμένης Δευτέρας, στις 13 Μαΐου, όταν προσγειωθήκαμε στο ίδιο τούτο αεροδρόμιο με την απευθείας πτήση από το αεροδρόμιο «Μακεδονία» της Θεσσαλονίκης.
Στην πόλη της Καλαμάτας
Την Άνοιξη του 2006 – 13 χρόνια πριν – η φίλη και συνεργάτις Μαίρη Μπελογιάννη(1), είχε γράψει ένα εξαιρετικό άρθρο για την Καλαμάτα, που είχε φιλοξενηθεί στο τεύχος 50 του περιοδικού. Στον υπότιτλο του άρθρου χαρακτήριζε την Καλαμάτα «Πόλη να ζεις». Το διαπιστώνουμε από τα πρώτα λεπτά της εισόδου μας στην πόλη καθώς, με έκπληξή μας διαπιστώνουμε, ότι 9 στους 10 – ή μήπως 10 στους 10;- οδηγοί σταματούν το αυτοκίνητό τους, τη στιγμή που κάποιος πεζός απλά εκδηλώνει την πρόθεσή του να διασχίσει κάθετα έναν δρόμο(2).
Αυτή η στάση προς τους πεζούς επεκτείνεται και στη συνολική οδηγική συμπεριφορά των Καλαματιανών οδηγών, που ελάχιστα μοιάζει με τον ανταγωνιστικό και σχεδόν νευρωτικό τρόπο οδήγησης που γενικά επικρατεί στους δρόμους της Ελλάδας. Σ’ αυτό βοηθάει η εξαιρετική ρυμοτομία, με το Ιπποδάμειο Σύστημα(3) να ισχύει στο μεγαλύτερο τμήμα του κέντρου της πόλης.
Ακόμη περισσότερη ηρεμία και ευχαρίστηση εισπράττουμε βαδίζοντας στα φαρδειά, φιλικά στον περιπατητή πεζοδρόμια, άλλοτε σε μεγάλους, κεντρικούς δρόμους, κι άλλοτε σε στενορρύμια, που κόβουν κατά κανόνα κάθετα τους μεγάλους δρόμους. Σ’ αυτά τα δρομάκια ανακαλύπτουμε πολλές γοητευτικές λεπτομέρειες, με ποικίλα μικρομάγαζα, που επιμένουν να αντέχουν στον χρόνο ήδη από τα μέσα – ή και νωρίτερα ακόμη του – περασμένου αιώνα.
Είναι αδύνατον ν’ αντισταθούμε στη γοητεία ενός τέτοιου μικρομάγαζου, του παραδοσιακού καφενείου και καφεκοπτείου «Σπίνος», που υφίσταται στην Καλαμάτα από το 1926! Με πέντε διαφορετικά χαρμάνια δικής του σύνθεσης, έντασης και αρώματος ο Σπίνος, με το εξαιρετικά φιλικό και ευγενικό προσωπικό του, είναι σημείο αναφοράς για κάθε μερακλή του ελληνικού – και όχι μόνον – καφέ. Τα δε λευκά, χοντρά φλυτζανάκια με το λογότυπο και τον έξοχα αποτυπωμένο, πολύχρωμο σπίνο, αποτελούν την ομορφότερη διαχρονική ανάμνηση απ’ αυτό το εμβληματικό στέκι του καφέ, στο 5 της οδού Γερμανού.
Ελκυστική είναι η ευωδιά του καφέ που καβουρδίζει στις εγκαταστάσεις του και το blossom owl, στο 7 της Βαλαωρίτου, ένας χώρος εξαιρετικής αισθητικής, πολύ νεότερης ηλικίας από τον Σπίνο αλλά με προτάσεις πρωινού και γλυκισμάτων, που μπορούν να βάλουν σε πειρασμό ακόμη και τους πιο εγκρατείς.
Στην πλατεία Βασιλέως Γεωργίου δεσπόζουν δύο εμβληματικά all day cafe restaurant bar, το «Βistroteca» και το «Platea». Με την εντυπωσιακή εξωτερική όψη των κτιρίων, τη φινέτσα και κομψότητα των εσωτερικών χώρων αλλά και την υψηλή ποιότητα προσφερόμενων προϊόντων και υπηρεσιών, οι δύο αυτές επιχειρήσεις της Καλαμάτας θα μπορούσαν να σταθούν επάξια στις διασημότερες πρωτεύουσες Ευρώπης.
Δεν θα μπορούσαμε να παραλείψουμε την ιστορική οικογενειακή επιχείρηση ζαχαροπλαστικής «Αθανασίου», που δραστηριοποιείται από το 1938. Αφήνουμε τα εντυπωσιακά κτίρια, τις λάμπες βιτρίνες και λεωφόρους και κατευθυνόμαστε βορειότερα, στο «Ιστορικό Κέντρο» της πόλης.
Καθώς η μεγάλη οδός Αριστομένους (4) φτάνει στο τέλος της, εξαφανίζεται – ως δια μαγείας- η συμμετρικότητα και γεωμετρική πειθαρχία των αλληλοτεμνόμενων οριζόντιων και κάθετων δρόμων. Ήδη, στον οικοδομικό ιστό της πόλης αρχίζει να επικρατεί μία γλυκειά αναρχία, ένας γραφικός συνωστισμός από δρομίσκους, πλατειούλες, αδιέξοδα και στενά. Ανάμεσά τους διαγκωνίζονται, για μία καλή θέση στη γειτονιά, χαμόσπιτα, μικρομάγαζα με διάφορα προϊόντα, παραδοσιακές οικογενειακές επιχειρήσεις που εξακολουθούν να επιζούν από τον περασμένο αιώνα, από τις δεκαετίες του ‘30 του ‘40 και του ’50.
Κυρίαρχη θέση στην επιχειρηματική δραστηριότητα του Ιστορικού Κέντρου καταλαμβάνουν όλα τούτα τα μαγαζούδια, που έχουν κατακλύσει τις ελληνικές πόλεις τα τελευταία χρόνια: νεανικά μπαράκια και καφέ, τσιπουράδικα, μεζεδοπωλεία και ταβερνάκια, που προσφέρουν σπιτική κουζίνα ή ένα πρόχειρο γεύμα με πίτα, σουβλάκι και γύρο. Από παντού ξεχύνονται γαργαλιστικές μυρωδιές, πόσο μπορεί ν’ αντισταθεί κανείς!
Ιδανικά σημεία στάσης για μία δροσερή μπύρα με γύρο είναι τα μαγαζιά με τα υπαίθρια τραπεζάκια, αραδιασμένα στην πλατειούλα της 23ης Μαρτίου. Είναι μία ημερομηνία ιστορική για την Καλαμάτα, αφού την ημέρα εκείνη, το 1821, η Καλαμάτα υπήρξε η πρώτη ελληνική πόλη που απελευθερώθηκε από τους Τούρκους, με την είσοδο των κορυφαίων οπλαρχηγών Κολοκοτρώνη, Νικηταρά, Πετρόμπεη Μαυρομιχάλη και Παπαφλέσσα.
Σ’ αυτή την πλατεία, λοιπόν, μπροστά από την εκκλησία των Αγίων Αποστόλων(5), οι ιερείς ευλόγησαν τις σημαίες των αγωνιστών. Μερικές εκατοντάδες μέτρα πιο πάνω, στο τέλος της οδού Υπαπαντής και πάντα στο Ιστορικό Κέντρο, δεσπόζει, με την επιβλητική του αρχιτεκτονική, ο ναός της Υπαπαντής του Σωτήρος. Ο αρχιτεκτονικός του τύπος ανήκει στον σταυροειδή εγγεγραμμένο ναό με τρούλο μεγάλου μεγέθους, νάρθηκα και διπλό κωδωνοστάσιο. Θεμελιώθηκε το 1860 και εγκαινιάστηκε το 1873, πολύ κοντά στο σημείο όπου, μέχρι το 1770, βρισκόταν ο παλαιός ναός. Στα ερείπιά του βρέθηκε, κατά την παράδοση, η περίφημη εικόνα της Υπαπαντής. Ο ναός εορτάζει στις 2 Φεβρουαρίου με λιτανεία της εικόνας, που κάθε χρόνο πραγματοποιείται ανελλιπώς από το 1889.
Σημαντική ιδιαιτερότητα στην πλατεία του ναού είναι οι τοποθετημένες στη σειρά μαρμάρινες προτομές οχτώ Μητροπολιτών της Μεσσηνίας, από τον αρχαιότερο Ιωσήφ (1833-1844) ως τον τελευταίο Χρυσόστομο Θέμελη (1965-2007). Τέλος, εξίσου εντυπωσιακό είναι και το κατάγραφο εσωτερικό του ναού.
Ένα άλλο μνημείο δεσπόζει λίγο ψηλότερα από το ναό της Υπαπαντής. Είναι το Κάστρο της Καλαμάτας, στην κορυφή του βραχώδους πευκόφυτου λόφου. Η μακραίωνη ιστορία του ξεκινάει το 1500 π.Χ., με την αρχαία ακρόπολη και την πόλη Φαραί, που ιδρύθηκε από τον μυθολογικό ήρωα Φάρις. Στα χρόνια που ακολούθησαν κατέλαβαν διαδοχικά το Κάστρο οι Βυζαντινοί, οι Φράγκοι οι Ναβαρέζοι ιππότες, οι Ενετοί και οι Τούρκοι, ώσπου το 1715 ερημώθηκε οριστικά.
Ήδη, μετά από λίγο, συναντάμε την φαρδειά τσιμεντένια κοίτη, με την γοργοκίνητη ροή του Νέδοντα ποταμού(6). Ξαναβγαίνουμε στην αρχή της μεγάλης οδού Υπαπαντής. Εδώ, μετά από υπόδειξη ντόπιων φιλών, βρίσκουμε το Καφενείο-Ουζερί «Ο Θίασος». Στο ζεστό απομεσήμερο μας υποδέχονται δύο γέρικα πλατάνια, με στρόγγυλα σιδερένια τραπεζάκια και ψάθινες καρέκλες στο πλακόστρωτο δάπεδο, στη σκιά.
Το ταβερνείο χρονολογείται από το 1914 (!), όπως και τα δύο πλατάνια, φυτεμένα απ’ τον προπάππο. Βρίσκουμε το ιδανικό τραπεζάκι, πάνω στη ρότα του δροσερού ρεύματος που κατηφορίζει από το Κάστρο. Ρίχνουμε μία ματιά στους θαμώνες, Έλληνες και ξένους. Είν’ όλοι χαμογελαστοί, συζητάνε ζωηρά, δείχνουν ευτυχισμένοι. Εξίσου χαμογελαστοί και εξωστρεφείς είναι και οι δύο νεαροί ιδιοκτήτες του μαγαζιού.
-Μία καλή κυρία μας στέλνει εδώ, τους λέει η Άννα. Είπε ακόμη, πως αν καθίσουμε θα έρθουν στο τραπέζι πατάτες και γουρνοπούλα.
-Αν την παραγγείλετε θα ‘ρθει, της απαντάνε γελώντας.
Καταφθάνει η «γουρνοπούλα» με κρέας που λιώνει στο στόμα και με μία πέτσα ροδοψημένη και τραγανή, η νοστιμώτερη που έχουμε δοκιμάσει ποτέ. Εξίσου εκπληκτικές είναι και οι καλαματιανές πατάτες φούρνου καθώς και η ντόπια ντομάτα, μέσα σε μπόλικο αγουρέλαιο, απαράμιλλης γεύσης και ευωδιάς. Οι τελευταίες γεύσεις έχουν ζάχαρα αυξημένα, είναι οινόμελο και χαλβαδάκι σιμιγδαλένιο, υπέροχα και τα δύο.
Στο Ιστορικό Κέντρο δεν προφταίνουμε ν’ ανακαλύπτουμε εικόνες απ’ τα παλιά: καπελλάδικο «Κάστορας» απ’ το 1923, και δίπλα του το καπελλάδικο του «Κουδούνη», απ΄το 1920, αιωνόβιες σχεδόν επιχειρήσεις, από γενιά σε γενιά. Στα σουβλάκια «Ο Τζίμης» περιδιαβαίνει το βλέμμα στις παλιές διαφημίσεις. Να κι ένα εμπορικό του 1898, ενώ γηραιότερη είναι η μπύρα «Μάμος» από το 1876.
Το βράδυ της ίδιας μέρας ο «Θίασος» βρίσκεται και πάλι στο επίκεντρο του ενδιαφέροντός μας για λόγους, όχι κυρίως γαστρονομικούς αλλά «μουσικοακουστικούς». Τρίτη καθώς είναι – όπως άλλωστε και τα βράδια των Κυριακών -, πρωταγωνιστεί στον Θίασο ζωντανή ρεμπέτικη μουσική. Είν’ ένα ολιγομελές σχήμα: κιθάρα, μπουζουκάκι, βιολί και τρεις φωνές, μία γυναικεία και δύο αντρικές. Λευκό βιολογικό Ghardonnay, “σφέλα” (7) σαγανάκι και ντοματούλα και μουσικές στιγμές ρεμπέτικες, μελωδικές, που μας γεμίζουν με νοσταλγία για μία εποχή αυθεντική, που έχει οριστικά χαθεί.
Ώρες μπορεί ο επισκέπτης να περιδιαβάζει ευχάριστα στην πόλη της Καλαμάτας, στους φιλικούς δρόμους, στις πλατείες και στα στενά. Ένα σημείο της πόλης, ιδιαίτερα ελκυστικό για τους πεζούς, αλλά και για όλη την οικογένεια είναι – αναμφισβήτητα – το Υπαίθριο Δημοτικό Πάρκο Σιδηροδρόμων. Το συναντάμε στο τέρμα της οδού Αριστομένους, εκεί όπου βρίσκεται το Μνημείο Πεσόντων Πυροσβεστών και ο μονόδρομος της Πλάτωνος. Ήδη, στην είσοδο του Πάρκου, μας εντυπωσιάζει η εξαιρετική γλυπτική δημιουργία του καταξιωμένου γλύπτη Θόδωρου Παπαγιάννη, ένα άγαλμα με δύο υπερμεγέθεις μορφές από γκριζόλευκο μάρμαρο συμπαγές (8). Με νότιο προσανατολισμό, προς την κατεύθυνση της θάλασσας, ξεκινάμε μια ευχάριστη περιήγηση στους πεζόδρομους του Πάρκου. Είναι ένας επίπεδος, παραλληλόγραμμος χώρος 54 στρεμμάτων, που αποτελούσε την περιοχή του σιδηροδρομικού σταθμού «Καλαμάτα Λιμήν». Σήμερα είναι το μοναδικό υπαίθριο μουσείο του είδους του στην Ελλάδα, γνωστό σε πολλούς φίλους Σιδηροδρόμων ανά τον κόσμο.
Το πάρκο οφείλεται σε πρωτοβουλία του Δήμου Καλαμάτας, εγκαινιάστηκε το 1986 αλλά, λόγω του σεισμού του Σεπτεμβρίου του ίδιου έτους, λειτούργησε το 1990. Συναντάμε μεγάλη ποικιλία σκιερών δέντρων και θάμνων, γρασίδι, παγκάκια, παιδική χαρά, γήπεδα βόλεϊ και μπάσκετ, Μεσσηνιακό Ερασιτεχνικό Θέατρο, Δημοτικό Σχολείο με φωνακλάδικα παιδιά.
Στη διάρκεια του περιπάτου μας παρελαύνουν σταδιακά τα εκθέματα του Πάρκου: σιδηροδρομική γραμμή με κλειδιά αλλαγής και φανούς, δύο ντρεζίνες (9), έναν χειροκίνητο γερανό του 1890, τέσσερις πλατφόρμες επιβίβασης, υδατόπυργο, τρεις κρουνούς ατμαμαξών με τιμονιέρες, μεταλλική πεζογέφυρα μήκους 28 μέτρων. Κυρίαρχη θέση κατέχουν επτά ατμάμαξες από την περίοδο του 1885 και, μια ντηζελάμαξα, τρία επιβατηγά βαγόνια Α΄ θέσης, πέντε Α΄-Β΄ θέσης του 1885, καθώς και οχτώ φορτηγά οχήματα διαφόρων τύπων από το 1885 ως το 1947. Δεν λείπει, βέβαια, ο ανακαινισμένος διώροφος οικίσκος του Σταθμαρχείου με την παραδοσιακή του αρχιτεκτονική που λειτουργεί ως αναψυκτήριο στο ισόγειο. Πολύ ευχάριστη έκπληξη είναι η συμπτωματική λειτουργία, τούτες τις μέρες, της ετήσιας ανθοέκθεσης, που διενεργείται κάθε Μάιο και διαρκεί 10 μέρες.
Διασχίζοντας αυτή την πανδαισία χρωμάτων και αρωμάτων βγαίνουμε από το Πάρκο Σιδηροδρόμων και πολύ γρήγορα φτάνουμε στο λιμάνι. Μπροστά μας, ως την άκρη του ορίζοντα, απλώνεται η γαλάζια απεραντοσύνη του Μεσσηνιακού κόλπου. Στ’ ανατολικά διαγράφεται μία ήπια ακτογραμμή δυόμισι περίπου χιλιομέτρων, με άμμο και βοτσαλάκι, που αποτελεί την Παραλία της Καλαμάτας, το δημοφιλέστατο, καλοκαιρινό κυρίως κομμάτι της πόλης, με αναρίθμητους χώρους διασκέδασης και εστίασης. Δεν γνωρίζω πολλές πόλεις στην Ελλάδα να προσφέρουν στους κατοίκους τους το προνόμιο να κολυμπούν, δύο βήματα απ’ το σπίτι τους, σε τόσο υπέροχα νερά.
Δυτικά του λιμανιού εξελίσσονται οι εκτεταμένες εγκαταστάσεις της Μαρίνας της Καλαμάτας, με εκατοντάδες αλιευτικά και σκάφη αναψυχής και αρκετά γευστικά στέκια αραδιασμένα στην προκυμαία. Μετά την Μαρίνα και το δομημένο περιβάλλον παίρνει τη σκυτάλη η φύση, με την γραφική αμμουδερή παραλία, που φιλοξενεί το στενό στόμιο των εκβολών του Νέδοντα ποταμού. Θα μπορούσαμε να πούμε πολλά ακόμη για την πόλη της Καλαμάτας, για τα Μουσεία της, για το 5ο Διεθνές Φεστιβάλ Ντοκυμανταίρ και – κυρίως – για το Διεθνές Φεστιβάλ Χορού Καλαμάτας που φέτος, από τις 19 έως τις 28 Ιουλίου, γιορτάζει τα 25 χρόνια της ζωής του. Τελικά, ό,τι κι αν πούμε για την Καλαμάτα, θα καταλήξουμε στα λόγια της Μαίρης Μπελογιάννη: «Η Καλαμάτα είναι μία πόλη να ζεις».
Περιήγηση στη Μεσσηνία
Να εύχεσαι να είναι μακρύς ο δρόμος
Έχοντας ως ιδανική έδρα την Καλαμάτα, καταστρώνουμε ένα πλάνο στοχευμένων εκδρομών στο νότιο τμήμα της Μεσσηνίας, που θα μας αποκαλύψουν τις απίστευτες περιηγητικές δυνατότητες αυτού του τόπου. Ενός τόπου που μπορεί να συναρπάσει, να συγκινήσει, να γοητεύσει στον ύψιστο βαθμό ακόμη και τον απαιτητικότερο ταξιδευτή.
Αποφασίζουμε να ακολουθήσουμε μία κυκλική διαδρομή, αρχικά βόρεια και στη συνέχεια δυτικά, νότια και ανατολικά, ως την επιστροφή μας στην Καλαμάτα. Πρώτη στάση μας η Αρχαία Μεσσήνη, δίπλα στο σημερινό χωριό Μαυρομμάτι.
Τη Μεσσήνη ίδρυσε, στους πρόποδες του όρους Ιθώμη, τον χειμώνα του 370 π.Χ., ο Θηβαίος στρατηγός Επαμεινώνδας, μετά τη νίκη του επί των Σπαρτιατών στη μάχη των Λεύκτρων. Η πόλη πήρε την ονομασία της από τη μυθική βασίλισσα Μεσσήνη, κόρη του βασιλιά του Άργους Τρίοπα. Τους κυριότερους οικιστές της αποτέλεσαν φυγάδες Μεσσήνιοι που είχαν διασκορπιστεί σε διάφορους τόπους μετά τους Μεσσηνιακούς Πολέμους. Ακολούθησαν οι Γότθοι του Αλάριχου και σλαβικοί πληθυσμοί ενώ η πόλη, ως μεγάλος οικισμός, συνέχισε την παρουσία της ως τον Ύστερο Μεσαίωνα.
Ένας εκπληκτικό τείχος, με περίμετρο 9 χιλιομέτρων, περιβάλλει την πόλη που, ήδη στην εποχή του Παυσανία, ήταν εξ ολοκλήρου λιθόκτιστο. Σε τακτά διαστήματα ενισχύετο από διώροφους τετράγωνους και στρογγυλούς πύργους. Είχε δύο μνημειακές πύλες τη “Λακωνική”, που δεν σώζεται και την “Αρκαδική”, στην Β ΒΔ πλευρά του οχυρωματικού περιβόλου. Εκατέρωθεν της Πύλης το τείχος διατηρείται σε πολύ καλή κατάσταση, με ογκώδη λαξευτά αγκωνάρια που φτάνουν ως τις επάλξεις. Αυτή την τοιχοποιία είχε παρατηρήσει και περιγράψει με θαυμασμό ο περιηγητής Παυσανίας όταν, κατά το 2ο αιώνα μ.Χ., επισκέφθηκε την πόλη.
Το 1831 ξεκίνησαν οι πρώτες, περιορισμένες ανασκαφές, από Γαλλική αποστολή και συνεχίστηκαν από την Ελληνική Αρχαιολογική Εταιρεία, με γνωστότερο Ανασκαφέα τον Ακαδημαϊκό Αναστάσιο Ορλάνδο. Από το 1986 μέχρι σήμερα, ψυχή των ανασκαφών αλλά και της γενικότερης ανάδειξης της Αρχαίας Μεσσήνης είναι ο καθηγητής Πέτρος Θέμελης.
Στον μεγάλο αρχαιολογικό χώρο θαυμάζουμε το Ασκληπιείο, το Θέατρο, το ιερό της Ήσιδος και Σαράπιδος, το ιερό του Διός Σωτήρος, την Κρήνη Αρσινόη, το Γυμνάσιο και το Στάδιο. Καταλήγουμε στο μικρό αλλά αξιόλογο Μουσείο. Όταν εγκαταλείπουμε τον τόπο είμαστε απόλυτα πεπεισμένοι για την σημαντικότητα και την αίγλη της αρχαίας πόλης.
Επιστρέφουμε στην κωμόπολη της σύγχρονης Μεσσήνης και στη συνέχεια κατευθυνόμαστε δυτικά. Πηγαίνουμε να συναντήσουμε ένα άλλο μνημείο, της φύσης τούτη τη φορά. Είναι το συγκρότημα λιμνών και καταρρακτών που αναπτύσσεται ανάμεσα στα βουνά “Λυκόδημος” (960 μ.) και “Μαγκλαβάς” (712 μ.). Πρόκειται, βέβαια, για το περίφημο “Πολυλίμνιο Χαραυγής”. Γνωστό μόνο στους ντόπιους πριν μερικά χρόνια, έγινε αργότερα διάσημο και κοσμαγάπητο, όχι μόνο στη Μεσσηνία αλλά και έξω από τα σύνορα της Πελοποννήσου και της Ελλάδας. Είχαμε την τύχη να γνωρίσουμε το Πολυλίμνιο στα πρώτα του ακόμα διστακτικά βήματα πάνω στο …κόκκινο χαλί της δημοσιότητας. Ήταν καλοκαίρι του 2003 και ο Καλαματιανός φίλος μας Τάκης Κατσίρας ήταν βέβαιος, πως το «Ελληνικό Πανόραμα» δεν θα αντιστεκόταν στη γοητεία ενός άγνωστου φαραγγιού, προικισμένου από τη φύση με αλλεπάλληλους καταρράκτες, οργιαστική βλάστηση, μικρές λίμνες με κρυστάλλινα νερά. Δεν είχε άδικο. Η γνωριμία με το Πολυλίμνιο υπήρξε για μας μια πραγματική “υδάτινη αποκάλυψη” (10).
Σήμερα, 16 χρόνια μετά, τα βήματά μας μάς ξαναφέρνουν προσκυνητές στο Πολυλίμνιο, που μας μαγεύει και πάλι με την πληθωρική ομορφιά του. Ευχάριστη έκπληξη αποτελεί η βελτίωση κάποιων υποδομών στην περιοχή, όπως ο χωματόδρομος πρόσβασης και ο χώρος στάθμευσης. Πολύ σημαντική για τους επισκέπτες είναι η λειτουργία – τα τελευταία χρόνια – της ταβερνούλας “Καταρράκτης”, όπως και του θαυμάσιου ξύλινου αναψυκτηρίου, σε στρατηγική θέση πριν από το φαράγγι.
Μετά τη μεγαλειώδη φύση του Πολυλίμνιου κατευθυνόμαστε ΒΔ, για να συναντήσουμε ένα μνημειώδες αν και ερειπωμένο, κτιριακό συγκρότημα του απώτατου παρελθόντος, γνωστό ως Ανάκτορο ή Παλάτι του Νέστορα. Θεωρείται ότι κτίστηκε τον 13ο αιώνα από τον βασιλιά Νέστορα.
Το παλάτι βρίσκεται στην κορυφή του λόφου του Επάνω Εγκλιανού, σε υψόμετρο 150 μέτρων και καταλαμβάνει έναν χώρο 170Χ90 μέτρων. Οι ανασκαφές από τον Καρλ Μπλέγκεν το 1939 και από το 1952 ως το 1964 έφεραν στο φως 1.000 περίπου πινακίδες της Γραμμικής Β (11), καθώς και πολλά καλλιτεχνικά αντικείμενα που χρονολογούνται από το 1300 π. Χ. Εντυπωσιακό είναι το χαλύβδινο σκέπαστρο που καλύπτει όλο το παλάτι και μας επιτρέπει – μέσω των υπερυψωμένων μεταλλικών διαδρομών – να έχουμε μία πλήρη κάτοψη των χώρων του Ανακτόρου. Δεν παραλείπουμε να επισκεφτούμε και το αρχαιολογικό μουσείο της Χώρας από το οποίο – δυστυχώς – για λόγους ασφαλείας, έχουν μεταφερθεί τα περίφημα χρυσά αντικείμενα που έχουν βρεθεί.
Κατηφορίζουμε από το Ανάκτορο του Νέστορα και τα ηπειρωτικά και, πολύ γρήγορα, φτάνουμε στα δυτικά παράλια της Μεσσηνίας. Δεν είναι ένα τόπος συνηθισμένος. Περιλαμβάνει – και μάλιστα διαδοχικά – το ένα μετά το άλλο, μερικά από τα συγκλονιστικότερα αξιοθέατα, γεωφυσικά και ιστορικά. Και πρώτα τη μοναδική Βοϊδοκοιλιά, την παγκοσμίως διάσημη για το ολοστρόγγυλο σχήμα της παραλία, που θυμίζει έντονα το κεφαλαίο γράμμα “Ω”. Αυτό το υδάτινο, πελώριο φυσικό Ω είναι συνήθως ήρεμο, προφυλαγμένο σχεδόν απ’ όλους τους καιρούς. Η μόνη επικοινωνία της Βοϊδοκοιλιάς με τα ανοιχτά νερά του Ιονίου είναι ο στενός δίαυλος προς τα δυτικά.
Μια στενή λωρίδα αμμόλοφων είναι το όριο ανάμεσα στη Βοϊδοκοιλιά και στη διπλανή, γαλήνια λιμνοθάλασσα της Γιάλοβας. Με έκταση 6.000 στρεμμάτων η λιμνοθάλασσα, που είναι γνωστή και ως “Διβάρι”, είναι πολύ σημαντικός υγρότοπος, αφού αποτελεί τον πρώτο σταθμό για τα μεταναστευτικά πουλιά, κατά τη διάρκεια του μακρινού τους ταξιδιού από την Αφρική.
Θηλαστικά, ερπετά, αμφίβια και ψάρια είναι οι μόνιμοι κάτοικοι του υγροτόπου. Ο σημαντικότερος, ωστόσο, και ιδιαίτερα σπάνιος θαμώνας, που κινδυνεύει με εξαφάνιση, είναι ο Αφρικανικός χαμαιλέοντας (12), ένα άκακο και αξιαγάπητο ερπετό, που είχαμε την εξαιρετική τύχη – μία και μοναδική φορά μέχρι τώρα – να συναντήσουμε και να φωτογραφίσουμε. Η κορυφαία θέα της Βοϊδοκοιλιάς, αυτή η απίστευτη κάτοψη που είναι διάσημη στον κόσμο, υπάρχει σε ένα και μόνο σημείο αυτής της περιοχής. Είναι το Παλιόκαστρο Ναυαρίνου, που από υψόμετρο 135 μέτρων, αγναντεύει κυριαρχικά και συνολικά την μεγάλη καμπύλη της Βοϊδοκοιλιάς. Εδώ, στην κορυφή της Χερσονήσου Κορυφασίου, υπήρχε στην κλασσική αρχαιότητα, η Ακρόπολη της αρχαίας Πύλου στην οποία, το 425 π.Χ. οχυρώθηκε ο Δημοσθένης στον Νικηφόρο πόλεμο κατά των Σπαρτιατών. Περί τον 6ο αι. μ.Χ. το κάστρο κατελήφθη από τους Αβάρους, από τους οποίους προήλθε το όνομα “Ναυαρίνο”. Με την σημερινή του, βέβαια, μορφή το εντυπωσιακό Μεσσηνιακό κάστρο είναι κτισμένο στα 1278 από τον Φλαμανδρό Νικόλαο Β’ Σαιντ Ομέρ.
Δεν χρειαζόμαστε παραπάνω από μία ώρα για να καλύψουμε τη διαδρομή ως το κάστρο, αρχικά ανάμεσα από αμμόλοφους και στη συνέχεια με ανηφορικό μονοπάτι ως στις επάλξεις. Μια συντομότερη, κυκλική διαδρομή μας οδηγεί και πάλι στις αμμουδιές της Βοϊδοκοιλιάς. Αν συνεχίσουμε να κινούμαστε από το νότιο άκρο της Χερσονήσου Κορυφασίου προς το εσωτερικό της ακτογραμμής, θα βρεθούμε στην εκτεταμένη αμμουδερή παραλία του όρμου του Ναυαρίνου. Παρατηρώντας το κυκλικό σχήμα του διαπιστώνουμε ότι μοιάζει με μία, κατά πολύ διευρυμένη, Βοϊδοκοιλιά.
Ο Όρμος του Ναυαρίνου είναι άρρηκτα συνδεδεμένος με την περίφημη Ναυμαχία του Ναυαρίνου. Ήταν 20 Οκτωβρίου του 1827 όταν η πολύ μικρότερη συμμαχική ναυτική δύναμη με 27 πλοία, των Άγγλων με τον Κόδριγκτον, των Γάλλων με τον Δεριγνύ και των Ρώσων με τον Χέϋδεν, καταναυμάχησε τον τουρκοαιγυπτιακό στόλο του Ιμπραήμ με 89 πλοία. Στις 6 το απόγευμα όλα είχαν τελειώσει, οι συμμαχικές απώλειες ήταν 654 νεκροί, ενώ των τουρκοαιγυπτίων 6.000, μαζί με 60 πλοία που κατέληξαν για πάντα στο βυθό της θάλασσας, ανατολικά της απόκρημνης νήσου Σφακτηρίας. Αυτή ήταν η τελευταία σημαντική ναυμαχία στην ιστορία, που διεξήχθη εξ ολοκλήρου με ιστιοφόρα σκάφη. Αξίζει να σημειωθεί, επίσης, ότι ποτέ σε ναυμαχία ιστιοφόρων δεν βρέθηκαν τόσο πολλά πλοία, που συγκρούσθηκαν σε τόσο περιορισμένο χώρο, με τέτοια δύναμη πυρός.
Αν και η Ναυμαχία του Ναυαρίνου δεν υπήρξε η τελευταία σύγκρουση της Ελληνικής Επανάστασης(13), εν τούτοις ήταν αυτή που σήμανε την απαρχή της ανεξαρτησίας της Ελλάδας από τους Τούρκους. Και είναι στ’ αλήθεια μία μοναδική εμπειρία να μπορούμε σήμερα, 190 χρόνια μετά, να επισκεπτόμαστε με καραβάκι τις απόκρημνες βραχονησίδες και τη νήσο Σφακτηρία και να αποτίουμε φόρο τιμής και ευγνωμοσύνης στα μνημεία των πεσόντων Άγγλων, Γάλλων και Ρώσων.
Εξίσου συναρπαστική είναι η εμπειρία της διάσχισης του μακρόστενου κορμού της Σφακτηρίας, με μία πορεία ελαφρά ανηφορική που, 45 περίπου λεπτά μετά, θα μας οδηγήσει στο βορειότερο άκρο, στην κορυφή του νησιού. Εκεί, στην αρχαία Ακρόπολη, της οποίας σώζονται μόνο τα υπολείμματα, ήταν το 425 π.Χ. οχυρωμένοι 420 Σπαρτιάτες που, μετά από πολιορκία, παραδόθηκαν στο στρατηγό των Αθηναίων, τον Δημοσθένη. Η θέα απ’ αυτό το ακραίο σημείο της Σφακτηρίας προς το αντικρινό Παλαιόκαστρο, τη Γιάλοβα, την Βοϊδοκοιλιά και τον θεαματικό δίαυλο της Συκιάς είναι, απλά, συγκλονιστική.
Κάστρο Μεθώνης και νήσος Σαπιέντζα
Αφήνουμε πίσω μας τη γαλήνια απεραντοσύνη του περίκλειστου κόλπου του Ναυαρίνου και, μετά από 12 σχεδόν χιλιόμετρα, φτάνουμε στο νοτιοδυτικότερο άκρο της Μεσσηνιακής γης. Εδώ δεσπόζει η “αμφιθάλασσος” Μεθώνη, όπου συναντιούνται τα κύματα του Ιονίου και του Αιγαίου.
Σημείο αναφοράς για την πολιτεία της Μεθώνης είναι το κάστρο της, η οχύρωση του οποίου είναι από τις καλύτερα διατηρημένες της Μεσογείου. Είναι πολυκύμαντη η ιστορική διαδρομή της πόλης, από τα χρόνια της αρχαιότητας ως την τουρκοκρατία. Σπαρτιάτες στα τέλη του 8ου αιώνα π. Χ., Μακεδόνες του Φιλίππου Β, το 338 π.Χ. και στη συνέχεια, Αχαϊκή Συμπολιτεία και Ρωμαίοι. Περίοδος ακμής στα χρόνια του Βυζαντίου και αργότερα οι Βενετοί, που την οχύρωσαν με το πανίσχυρο κάστρο της και την μετέτρεψαν σε σημαντικό εμπορικό κέντρο. Το 1500 η πόλη πέφτει στα χέρια των Τούρκων, το 1686 την καταλαμβάνει ο Βενετός ναύαρχος Μοροζίνι, ενώ το 1715 περιέρχεται και πάλι στην κατοχή των Οθωμανών. Το 1825 εγκατέστησε στη Μεθώνη το διοικητήριό του ο Ιμπραήμ, ενώ το 1829 ο στρατηγός Μαιζών την απελευθερώνει οριστικά, μαζί με άλλες πόλεις της Πελοποννήσου που ήταν υποταγμένες στους Τούρκους.
Μα αν η Μεθώνη παρουσιάζει μεγάλο ιστορικό ενδιαφέρον, εξίσου σημαντικό ενδιαφέρον – φυσιολατρικό και οικολογικό – συγκεντρώνει η αντικρινή, ακατοίκητη νήσος Σαπιέντζα. Γράφαμε στο τεύχος 35 του Σεπτεμβρίου Οκτωβρίου 2003: “Από την πρώτη στιγμή της άφιξής μας στη Μεθώνη, μας έχουν εντυπωσιάσει – ένα μόλις μίλι απέναντί μας – οι πτυχώσεις του εδάφους, οι κατάφυτες πλαγιές, το περίγραμμα του ορεινού όγκου με τις κορυφές και τους αυχένες, η βραχώδης ακτογραμμή της Σαπιέντζας” (14).
Πώς προήλθε όμως και τι σημαίνει η ονομασία Σαπιέντζα ; Καταρχήν το όνομα Σαπιέντζα είναι ιταλικής προέλευσης και σημαίνει “Σοφία”. Από παλιά, λοιπόν, ήταν γνωστή στην περιοχή μία φράση, μία προτροπή προς τους ναυτικούς που ταξίδευαν στις θάλασσες της Σαπιέντζας: “να ταξιδεύουν με σύνεση, με σοφία”. (Navigare con Sapientze). Η προτροπή αυτή ήταν απόλυτα δικαιολογημένη γιατί “απρόβλεπτα θαλάσσια ρεύματα, δυνατοί μαΐστροι, ύπουλοι ύφαλοι και ξέρες, ήταν οι επικίνδυνοι εχθροί των πλοίων, που από τα αρχαία χρόνια επιχειρούσαν να διαπλεύσουν τα νερά της Σαπιέντζας. Έτσι, πολλά ναυάγια έχουν συμβεί ήδη από τους αρχαίους χρόνους και – σε συνθήκες νηνεμίας – είναι ορατά από την επιφάνεια, διάσπαρτα στο βυθό”.
Ένα από τα ναυάγια περιείχε τις κολώνες από το μεγάλο περιστύλιο που είχε χτίσει ο Ηρώδης στην Καισάρεια της Παλαιστίνης τον 1ο αι. μ.Χ., ενώ ένα άλλο περιέχει σημαντικές ρωμαϊκές σαρκοφάγους. Νοτιοδυτικά της Σαπιέντζας βρίσκεται και το βαθύτερο σημείο της Μεσογείου γνωστό ως “Τάφρος” ή “Φρέαρ των Οινουσσών” με βάθος 5.121μ. (15)
Είναι πολλές, οι ιδιαιτερότητες του νησιού. Για να τις ανακαλύψουμε, είναι απαραίτητο να διαθέσουμε κάποιο χρόνο και πεζοπορική προσπάθεια σε επιλεγμένα σημεία της Σαπιέντζας. Έτσι, αν αποβιβαστούμε στο Πόρτο Λόγγο, στα νότια του νησιού, μπορούμε να καλύψουμε σε 30 σχεδόν λεπτά, το ανηφορικό και – κατά τόπους – κακοτράχαλο μονοπάτι των 1.500 περίπου μέτρων ως τον Φάρο, στο νότιο άκρο του νησιού.
Ο φάρος είναι χτισμένος το 1885 από Άγγλους τεχνικούς μετά από αίτημα της βασίλισσας Βικτωρίας της Αγγλίας. Είναι ένα οκταγωνικό κτίσμα με εξαίρετη τοιχοποιία από πελεκητά αγκωνάρια, με ύψος πύργου 8 μέτρα και εστιακό ύψος, δηλαδή ύψος από την επιφάνεια της θάλασσας, 110 μέτρα. Ως το 1989 ο φάρος ήταν επανδρωμένος με φαροφύλακες, τα κάτοπτρά του φωτίζονταν με λάμπες αμιάντου και η φωτοβολία του έφτανε τα 50 μίλια! Μετά το 1989 ο μηχανισμός έγινε αυτόματος, με ενέργεια από ηλιακές κυψέλες και η φωτοβολία του περιορίστηκε στα 27 μίλια. Μία άλλη ιδιαιτερότητα του νησιού είναι τα αείφυλλα πλατύφυλλα είδη βλάστησης(16). Τέτοια είδη είναι το πουρνάρι, το φυλίκι, ο σχοίνος, η αγριελιά και η κουμαριά. Στη Σαπιέντζα έχουν αναπτυχθεί σε τέτοια πυκνότητα και ύψος, ώστε σχηματίζουν Υψηλό Παρθένο Δάσος, στο οποίο τα φυλίκια και οι κουμαριές ξεπερνούν και τα 12 μέτρα ! Το δάσος αυτό, έκτασης 240 στρεμμάτων και μοναδικό στη νησιωτική Ελλάδα, έχει κηρυχθεί το 1986 “Διατηρητέο Μνημείο της Φύσης”.
Πολύ θεαματική, ασυνήθιστη και – οπωσδήποτε – μοναδική φυσική λεπτομέρεια, δίπλα στο Δάσος Κουμαριάς, είναι η “Σπαρτόλακκα”. Πρόκειται για μία επίπεδη έκταση, 20 περίπου στρεμμάτων, τελείως γυμνή από βλάστηση και με χρώμα κεραμιδοκόκκινο, πολύ χαρακτηριστικό. Σύμφωνα με τους ερευνητές, η ξερή και σκληρή του κρούστα εδάφους οφείλεται σε τεράστιες ποσότητες γύρης, που έχουν συσσωρευτεί από χιλιάδες χρόνια σ΄ αυτή την περιοχή.
Εξαιρετικό ενδιαφέρον, οικολογικό και αισθητικό, παρουσιάζουν οι μόνιμοι κάτοικοι του – ακατοίκητου από ανθρώπους – νησιού. Είναι τα πανέμορφα, ήμερα και τρισχαριτωμένα θηλαστικά της Σαπιέντζας: ο Κρητικός Αίγαγρος (Capra aegagrus creticus), που εισήχθη στη Σαπιέντζα από την Κρήτη, καθώς και τα Αγριοπρόβατα “Μουφλόν” (Ovis ammon), που θεωρούνται ο ένας από τους δύο προγόνους όλων των σημερινών εξημερωμένων προβάτων. Αυτά τα υπέροχα ζώα έχουμε την τύχη να συναντήσουμε και να φωτογραφίσουμε σε διάφορα σημεία του νησιού.
Μία εξαιρετικά ευχάριστη έκπληξη, που μας επιφυλάσσει η Σαπιέντζα, ως ανταμοιβή για τις πεζοπορικές διαδρομές, είναι η παραλία “Άμμος”. Είναι ένας λιλιπούτειος ορμίσκος στο βορειότερο άκρο του νησιού με λεπτή λευκή αμμουδιά και τυρκουάζ νερά εξωτικής ομορφιάς. Σ’ αυτό το παραδεισένιο περιβάλλον δεν είναι ασυνήθιστη η παρουσία κάποιων Μουφλόν με τα πανέμορφα μικρά τους, που ξεπροβάλλουν από την πυκνή βλάστηση και, μετά από κάποιους δισταγμούς, μας πλησιάζουν αρκετά.
Η τελευταία ιδιαιτερότητα του νησιού, σε απόσταση μερικών λεπτών βορειότερα της Άμμου, είναι ένα ερειπωμένο οικοδόμημα, χαμένο μέσα στην πυκνή θαμνώδη βλάστηση. Η σωζόμενη σε χαμηλό ύψος τοιχοποιία του, με τους ενδιάμεσους πλίνθους, παραπέμπει σε κτίσμα βυζαντινής εποχής.
Αξίζει, τέλος, να αναφέρουμε ότι η Σαπιέντζα είναι το δεύτερο σε μέγεθος νησί, μετά τη Σχίζα, του λεγόμενου συμπλέγματος των «Μεσσηνιακών Οινουσσών» που, επίσης περιλαμβάνουν το Βενέτικο, την Αγία Μαριανή και ακόμη τις βραχονησίδες Δύο Αδέλφια, Μπόμπα και Αυγό, στο σύνολό τους οκτώ.
Στην ιστορική Κορώνη
Εγκαταλείπουμε με απροθυμία τον τυρκουάζ παράδεισο της Σαπιέντζας και ξαναβγαίνουμε στα νότια παράλια της Μεσσηνίας. Επόμενος προορισμός μας στ’ ανατολικά η ιστορική Κορώνη. Συναντάμε την εντυπωσιακή πολιτεία στο άκρο του αιχμηρού κάβου, που βρίσκεται στο δυτικότερο σημείο, στην είσοδο του Μεσσηνιακού κόλπου. Ένας στενός κατηφορικός δρόμος μας οδηγεί στο λιμάνι, όπου είναι αμφιθεατρικά χτισμένα τα μικρόσπιτα του γραφικού οικισμού.
Σ’ όλο το μήκος της παραλίας είναι αραδιασμένα καφέ, ταβερνάκια και ουζερί με πολλές ψαρολιχουδιές, πραγματικός πόλος γευστικής έλξης, ρεμβασμού και χαλάρωσης για ντόπιους και ξένους επισκέπτες.
Παίρνοντας από το τέλος της προκυμαίας τις ανηφοριές και τα στενά φτάνουμε πολύ γρήγορα στο Κάστρο. Αν ανατρέξουμε στην ιστορία της Κορώνης, θα βρούμε στη θέση της την Αρχαία Ασίνη, που προστατευόταν από ισχυρή ακρόπολη. Ήταν μία από τις 7 πόλεις, που είχε προσφέρει ο Αγαμέμνονας στον Αχιλλέα, στην προσπάθειά του να εξευμενίσει τον θυμό του.
Η οχύρωση της Ασίνης ενισχύθηκε από τους βυζαντινούς κατά τον 6ο – 7ο αι. μ.Χ. Την περίοδο εκείνη οι κάτοικοι της πρωτοβυζαντινής Κορώνης, που βρίσκονταν στο σημερινό Πεταλίδι, την εγκατέλειψαν εξαιτίας των επιδρομών και βρήκαν καταφύγιο στην Ακρόπολη της Ασίνης, που μετονομάστηκε σε Κορώνη. Έκτοτε η Κορώνη, όπως και όλη η Πελοπόννησος, ζει μία ταραγμένη ιστορική περίοδο, κύριο χαρακτηριστικό της οποίας είναι η διαδοχή διαφόρων κατακτητών. Έτσι το 1205 υπάγεται στους Φράγκους και στο πριγκιπάτο της Αχαΐας, ενώ το 1209 παραχωρείται στους Ενετούς.
Στα τέλη του 13ου αιώνα ολοκληρώνεται η ισχυροποίηση του Κάστρου, που το 1500 καταλαμβάνεται απ’ τους Τούρκους. Οι περιπέτειες της Κορώνης συνεχίζονται με καταιγιστικούς ρυθμούς: το 1532 καταλαμβάνεται από τις χριστιανικές δυνάμεις του Αντρέα Ντόρια, το 1534 πέφτει πάλι στους Τούρκους, το 1685 κυριαρχούν οι Ενετοί και το 1715 επιστρέφουν οι Τούρκοι. Το 1828 η πόλη απελευθερώνεται από το Γάλλο Μαιζών.
Περιδιαβαίνοντας το εσωτερικό του Κάστρου συναντάμε κάποια μικρόσπιτα που εξακολουθούν να κατοικούνται, σε αντίθεση με τη συντριπτική πλειοψηφία των κάστρων που δεν έχουν ίχνος ζωής. Από τις επάλξεις ατενίζουμε τη θάλασσα. Επισκεπτόμαστε τις εκκλησίες που σώζονται ακόμη. Παλαιότερη είναι η Βυζαντινή τρίκλιτη Βασιλική της Αγίας Σοφίας του 7ου αιώνα, κοντά της βρίσκεται ο ναός του Αγίου Χαραλάμπους, που αρχικά ήταν Καθολική Εκκλησία αφιερωμένη στον Άγιο Ρόκκο, αργότερα μετατράπηκε σε οθωμανικό τέμενος και στους νεότερους χρόνους σε ορθόδοξο ναό. Τέλος, στο δυτικό άκρο του Κάστρου, υπάρχει η μονή του Τιμίου Προδρόμου, ένα μοναστήρι παλαιοημερολογιτών που ιδρύθηκε στις αρχές του 20ού αιώνα.
Γεύση Μάνης – Νότια Λακωνία
Η περιήγησή μας στο νότιο τμήμα της Μεσσηνίας, δυτικά της πόλης της Καλαμάτας, φτάνει στο τέλος της. Μέσα σε λίγες μέρες μια απρόσμενη, όσο και συναρπαστική αλληλουχία αξιοθέατων έχει καταγραφεί, διεκδικώντας μία ξεχωριστή θέση στις αναμνήσεις μας. Φυσικό περιβάλλον εκπληκτικό, αρχαιολογικοί χώροι και ιστορικά κάστρα, απίθανες παραλίες, οικοσυστήματα και νησιά μάς έχουν εντυπωσιάσει με την ιδιαιτερότητα, την ιστορική σημασία, την εκθαμβωτική τους ομορφιά. Ήδη όμως μία άλλη σπουδαία γεωγραφική ενότητα μονοπωλεί την περιηγητική μας «βουλιμία»: Η θρυλική Μάνη, που την διαδέχεται η νότια Λακωνία.
Καρδαμύλη. Πρωτεύουσα Δυτικής ή Έξω Μάνης
Καθώς βγαίνουμε από την πόλη της Καλαμάτας και παίρνουμε κατεύθυνση προς τα νότια το οδικό δίκτυο μεταβάλλεται εμφαντικά: διασχίζει συνεχόμενες κατοικημένες περιοχές, ακολουθεί αλλεπάλληλες κλειστές στροφές και, το χειρότερο, στενεύει δραματικά. Δεν παραπονιόμαστε, είμαστε στη Μάνη, το αποδεχόμαστε στωικά.
Στα ανατολικά, μάς ατενίζει από τα ύψη της η ραχοκοκκαλιά του Ταϋγέτου, ένα αδιαπέραστο βράχινο τείχος που έχει ορθώσει η φύση από τα βόρεια προς τα νότια, με διαδοχικές κορυφές που ξεπερνούν τα 2.000 μέτρα. Αποκορύφωμά τους είναι ο Αη-Λιας, η θρυλική «Πυραμίδα» του Ταϋγέτου, στα 2.405 μ.
Στα δυτικά το βλέμμα μας γαληνεύει, η ένταση από την τραχύτητα των κορυφών δίνει τη θέση της στη χαλάρωση, στον θαλάσσιο ρεμβασμό. Περνάμε από ωραίους τόπους με πυκνή βλάστηση και πέτρινους οικισμούς, τον Πύργο των Καπετανάκηδων, τον «Κάμπο» της Αβίας με τον εντυπωσιακό Βυζαντινό ναό των Αγίων Θεοδώρων, τον Πύργο του Κουμουνδούρου και το Λάστρο της Ζαρνάτας. Και ακόμη, σκληρό ασβεστολιθικό τοπίο, κακοτράχαλες ραβδώσεις και ξερολιθιές, ένα πρόσωπο της Μάνης τραχύ αλλά γνώριμο και αυθεντικό. Που από κάθε σημείο αποπνέει την ψυχή της Μάνης, την αδούλωτη πορεία της στους αιώνες.
Με ελικοειδή διαδρομή 35 χιλιομέτρων, που καλύπτουμε σε μία ώρα, φτάνουμε στα ψηλώματα κι αγναντεύουμε χαμηλότερα την υπέροχη εικόνα της Καρδαμύλης. Αληθινή αρχοντική πολιτεία, η πρωτεύουσα της Δυτικής Μάνης, αναφέρεται για πρώτη φορά στην Ιλιάδα του Ομήρου με το όνομα «Καρδαμύλη». Περιδιαβαίνουμε στους δρόμους και στα στενά, θαυμάζουμε την τοιχοποιία των σπιτιών με την πελεκητή πέτρα και τα μαρμάρινα σκαλιστά φουρούσια των μπαλκονιών, εξαίρετα δείγματα Μανιάτικης αρχιτεκτονικής. Ύστερα βγαίνουμε από την κίνηση της πόλης και σε ελάχιστα λεπτά βρισκόμαστε στην Παλιά Καρδαμύλη. Είναι ένα οχυρωμένο συγκρότημα από πυργόσπιτα, χτισμένα γύρω από τον εκπληκτικής αρχιτεκτονικής ναό του Αγίου Σπυρίδωνα του 18 αι. Εδώ βρέθηκε στις 22 Μαρτίου του 1821 ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης, όταν ξεκίνησε τον απελευθερωτικό αγώνα μαζί με 2.500 Μανιάτες.
Σήμερα, ένα μέρος του συγκροτήματος έχει διαμορφωθεί στο μικρό ξενοδοχείο «Πιερίδες», ενώ από την αυλή του, από τα τραπεζάκια του cafe restaurant «Παλιά Καρδαμύλη», μπορούμε να αγναντεύουμε μία πανέμορφη εικόνα της παλιάς και νέας πόλης.
Καθώς εγκαταλείπουμε την Καρδαμύλη με πορεία προς τα νότια, δεν παραλείπουμε να στρέψουμε το βλέμμα στο ερημονήσι «Μερόπη» και στο «Καλαμίτσι» ως ένδειξη τιμής προς τον περίφημο βρετανό συγγραφέα Πάτρικ Λι Φέρμορ, που έζησε πολλά χρόνια και πέθανε το 2011, στο υπέροχο σπίτι που έχτισε εκεί.
Εισχωρούμε όλο και πιο βαθιά στη Μάνη μετά την Καρδαμύλη. Κάθε οικισμός, κάθε τόπος αξίζει μία μικρή ή μεγάλη περιήγηση. Περνάμε κοντά από τους παραθαλάσσιους οικισμούς της Στούπας και του Αγίου Νικολάου, συναντάμε τους χαρακτηρισμένους «παραδοσιακούς οικισμούς» «Θαλάμες» και «Λαγκάδα», θαυμάζουμε τους συχνούς διατηρημένους Πολεμόπυργους και Πύργους, τόσο αντιπροσωπευτικούς της μανιάτικης παράδοσης και αρχιτεκτονικής. Εντυπωσιακοί για την αρχιτεκτονική και τον τοιχογραφικό τους διάκοσμο είναι οι πάμπολλοι βυζαντινοί ναοί, χτισμένοι τον 11ο και 12ο αιώνα αλλά και μεταγενέστερα. Ίσως μόνο στο νησί της Νάξου έχουμε συναντήσει μία τόσο πυκνή και αξιόλογη παρουσία βυζαντινών ναών.
Λίγο κάτω από τον Άγιο Νίκωνα, το τελευταίο χωριό της Μεσσηνιακής Μάνης, εισχωρούμε στην επικράτεια της Λακωνικής Μάνης. Δεν αργούμε να φτάσουμε στο πανέμορφο Οίτυλο, αρχαία πόλη που αγναντεύει τον θεαματικό Όρμο του Λιμενίου. Νότια του Οιτύλου, στη νοτιότερη απόληξη της οροσειράς του Ταϋγέτου, δεσπόζει σε υψόμετρο 243 μέτρων το Κάστρο της Κελεφάς.
Μία ώρα μετά την αναχώρησή μας από την Καρδαμύλη φτάνουμε στο Αρεόπολη, την ιστορική έδρα της Λακωνικής ή Μέσα Μάνης (17). Η Αρεόπολη είναι η πατρίδα των Μαυρομιχαλαίων και έχει κριθεί διατηρητέος οικισμός. Εδώ συγκεντρώθηκαν οι πρώτες ένοπλες ομάδες, που ύψωσαν τη Σημαία της Επανάστασης στις 17 Μαρτίου του 1821, νωρίτερα από κάθε άλλη πόλη. Η εμβληματική εκείνη Σημαία της Αρεόπολης, λευκή με διάφορα εθνικά σύμβολα, διασώθηκε και εκτίθεται στο Εθνικό Ιστορικό Μουσείο Αθηνών.
Σπήλαιο Βλυχάδας Διρού
Δέκα μόλις χιλιόμετρα μας χωρίζουν από το Σπήλαιο Βλυχάδας Διρού, «Το αθέατο μεγαλείο της Μάνης», όπως το χαρακτηρίζει ο σπουδαίος Σπηλαιολόγος και φωτογράφος Γιώργος Αβαγιανός (18). Σύμφωνα με τον Αβαγιανό, τρία σπήλαια θεωρούνται από την Παγκόσμια Σπηλαιολογική Κοινότητα ως τα ομορφότερα του κόσμου: το «Λετσουγκίλα» του Μεξικού, τα νέα τμήματα του σπηλαίου «Φρασάσι» στην Ιταλία και το σπήλαιο του Διρού. Η είσοδος του σπηλαίου βρίσκεται στο νότιο τμήμα του μοιχού του όρμου Διρού. Στην ουσία το σπήλαιο έχει σχηματιστεί πριν από εκατοντάδες χιλιάδες χρόνια στην υπόγεια κοίτη του ποταμού Βλυχάδα ή Γλυφάδα, που εκβάλλει στην θάλασσα. Το μεγαλύτερο μέρος του σπηλαίου καλύπτεται από υφάλμυρο νερό σταθερής θερμοκρασίας 14ο C Κελσίου, ενώ η θερμοκρασία του αέρα κυμαίνεται από 16ο έως 19ο C.
Πρώτος ανακάλυψε το σπήλαιο ο ντόπιος Πέτρος Αραπάκης, το 1898. Η συστηματική μελέτη του όμως ξεκίνησε το 1949 από τους θρυλικούς Σπηλαιολόγους Ιωάννη και Άννα Πετροχείλου. Έως το 1960 είχαν εξερευνηθεί και χαρτογραφηθεί 1.600 μέτρα, ενώ σήμερα είναι χαρτογραφημένα 14.700 μέτρα διαδρομών.
Οι πόρτες του σπηλαίου άνοιξαν για πρώτη φορά στους επισκέπτες το 1967. Από τα 1.500 μ. της τουριστικής διαδρομής τα 1.200 είναι λιμναία με διάρκεια 25’ και τα υπόλοιπα γίνονται στην ξηρά με διάρκεια 15’. Το μέγιστο βάθος του σπηλαίου φτάνει τα 80 μ. σε σημείο εκτός της τουριστικής διαδρομής. Έχουν εντοπιστεί σταλακτίτες σε βάθος 71 μ. κάτω από την επιφάνεια του νερού, που σχηματίστηκαν πριν από πολλές χιλιάδες χρόνια, όταν η επιφάνεια της θάλασσας βρισκόταν πολύ χαμηλότερα από το σημερινό επίπεδο.
Αξίζει να αναφέρουμε, ότι πολύ σημαντικά είναι τα απολιθωμένα οστά ζώων που έχουν βρεθεί στο σπήλαιο από πάνθηρα, ύαινα, λιοντάρι ελάφι, κουνάβι καθώς και η μεγαλύτερη συγκέντρωση οστών ιπποπόταμου στην Ευρώπη. Η επίσκεψη στο σπήλαιο Διρού είναι μία συναρπαστική εμπειρία, όσες φορές κι αν το επισκεφτεί κανείς. Το να προσπαθήσει να περιγράψει κάποιος είτε την εντύπωση της όρασης είτε τη συνολική αίσθηση είναι πολύ δύσκολο όχι μόνο με λόγια αλλά και με εικόνα.
Στην επικράτεια της Λακωνίας
Γύθειο – Ελαία – Νεάπολη
Μία διάσχιση της μανιάτικης Χερσονήσου από την Αρεόπολη προς τα Α – ΒΑ μας οδηγεί, 25 χλμ μετά, στη διοικητική έδρα της Ανατολικής Μάνης, το Γύθειο. Είναι χτισμένο αμφιθεατρικά με σπίτια ωραίας αρχιτεκτονικής, στους ανατολικούς Πρόποδες του όρους Λαρύσιο. Αποτελεί το κυριότερο λιμάνι του Λακωνικού κόλπου και το δεύτερο της νότιας Πελοποννήσου μετά την Καλαμάτα. Ως τοπωνύμιο το Γύθειο εμφανίζεται κατά τον 5ο αι. π.Χ., ενώ αρχαία είναι και η νησιδούλα Κρανάη, με τον ομώνυμο οκτάγωνο φάρο που έχει συνδεθεί με μικρή προβλήτα με τη στεριά.
Σε απόσταση 40 χλμ Α του Γυθείου συναντάμε την παραθαλάσσια Ελαία. Στάση στην πανέμορφη λιλιπούτεια παραλία της Βιανδύνης για ένα χαλαρωτικό μπανάκι και τσίπουρο στη σκιά. Ήδη κατευθυνόμαστε νότια, προς τη δεύτερη βάση μας μετά την Καλαμάτα, τη Νεάπολη.
Η Νεάπολη Βοιών, γνωστή και με την ντόπια ονομασία «Βάτικα», ήταν κάποτε έδρα του Δήμου Βοιών ενώ πλέον, με το πρόγραμμα Καλλικράτης, ανήκει στον Δήμο Μονεμβασίας με πρωτεύουσα τους Μολάους.
Οι Βοιές ήταν μία αρχαιότατη πόλη που δημιουργήθηκε, ανάμεσα στο 1.050 και στο 950 π.Χ. από τον Ηρακλείδη Βοία. Ως εμπορικό λιμάνι γνώρισε ιδιαίτερη ακμή κατά τους ρωμαϊκούς χρόνους ενώ αργότερα παρήκμασε. Στη συνέχεια εμφανίστηκαν διάφοροι οικισμοί που, κατά παραφθορά της λέξης Βοιάτικα, πήραν την ονομασία Βάτικα. Η σημερινή πόλη, που είναι η νοτιότερη της ηπειρωτικής Ελλάδας, σχεδιάστηκε το 1837 από τον Βαυαρό αρχιτέκτονα Μπίρμαχ, ο οποίος έχει επίσης σχεδιάσει την Κάρυστο και τη Σπάρτη.
Μας υποδέχεται η θαλασσινή πολιτεία στο φως του δειλινού. Στον όρμο της Νεάπολης καθρεφτίζεται ο ουρανός σε ήρεμα νερά. Είναι ώρα για μία ξεκούραστη βόλτα στην προκυμαία και το λιμάνι, τα μαγαζάκια στη σειρά, το ορειχάλκινο άγαλμα του Βατικιώτη Θαλασσινού. Πολύ κοντά, στα δυτικά, διαγράφεται το ήπιο περίγραμμα της Ελαφονήσου, ενώ ανοιχτά στο πέλαγος, διαφεντεύει τον ορίζοντα ο μεγάλος όγκος των Κυθήρων.
Βραδάκι πια εγκαταλείπουμε τα θέλγητρα της θάλασσας και μεταφερόμαστε στα ηπειρωτικά για να γνωρίσουμε θέλγητρα γευστικά. Στον γραφικό, ημιορεινό οικισμό του Αγίου Νικολάου, σε υψόμετρο 200 μέτρων, μας περιμένει η «Νεράιδα». Είναι η φημισμένη ταβέρνα των καλών μας φίλων Παντελή Μεϊμέτη και Αντώνη Δαμιανάκη. Εδώ δεν ξέρει τι να πρωτοθαυμάσει κανείς: το δροσερό, υπέροχο περιβάλλον, την εγκάρδια φιλοξενία και περιποίηση ή τα έξοχα εδέσματα και γλυκά που αποπνέουν μεράκι, μαγειρική τέχνη, αγνές πρώτες ύλες του τόπου και γεύσεις αυθεντικές. Στα τόσα χρόνια που γνωρίζουμε τη Νεράιδα παραμένουν αναλλοίωτα όλα εκείνα τα χαρακτηριστικά της, που την έχουν καθιερώσει ως σημείο γαστρονομικής αναφοράς υψηλού επιπέδου στην ευρύτερη περιοχή.
Από τη Νεάπολη στην Μονεμβασιά
Το ξύπνημα στο «Limira Mare», εδώ στην ακρώρεια του νότου είναι, για τον άνθρωπο της πόλης, το ιδανικό ξεκίνημα της μέρας. Με την έξοχη θέση στην προκυμαία, την εμπνευσμένη αρχιτεκτονική, τους φροντισμένος πολύχρωμους κήπους και την μοναδική θέα στα Κύθηρα, στην Ελαφόνησο και στο πέλαγος, το Limira Mare αποτελεί, εδώ και δεκαετίες, το εμβληματικό ξενοδοχείο της Νεάπολης και του νότιου τούτου άκρου της Λακωνίας. Αξιοσημείωτο είναι και το επίπεδο των υπηρεσιών, στις οποίες περιλαμβάνεται και ο εξαιρετικός μπουφές, στην πανέμορφη αίθουσα πρωινού.
Σημερινός προορισμός είν’ ένας τόπος ιστορικός, η θρυλική καστροπολιτεία της Μονεμβασιάς. Μία καινούργια, πολύ συντομότερη και υψηλού φυσικού κάλλους διαδρομή, μας οδηγεί σε λιγότερο από 50’ στα ριζά του διάσημου «Βράχου». Ενός ασβεστολιθικού βράχου πελώριου, που με μήκος 1,5 χλμ. μέγιστο πλάτος 600 μέτρα και μέγιστο ύψος 200 μ. ορθώνεται μοναχικός και αγέρωχος, αγριωπή παραξενιά της φύσης, απέναντι από τα ήπια παράλια της «Γέφυρας». Από αυτά τα παράλια αποκόπηκε -κατά το πρόσφατο γεωλογικό παρελθόν- ο βράχος και αποτέλεσε νησίδα. Σήμερα, με την 130 μέτρων μήκους γέφυρα που την συνδέει με την αντικρινή ακτή, ο βράχος της Μονεμβασιάς έχει τη μορφή χερσονήσου.
Αυτή η στενή λωρίδα στεριάς είναι και η μοναδική χερσαία πρόσβαση στο βράχο, η «Μόνη Έμβασις». Απ’ αυτές τις δύο ελληνικές λέξεις -άλλωστε- προέρχεται η σύνθετη λέξη «Μονεμβασιά»(19). Από όποιο σημείο κι αν παρατηρήσει κάποιος τον βράχο, η θέασή του προκαλεί δέος και, τηρουμένων των αναλογιών, φέρνει στο νου τον βράχο του Γιβραλτάρ. Δεν είναι, λοιπόν, τυχαίο το προσωνύμιο «Γιβραλτάρ της Ανατολής» που του έχει δοθεί. Αν θέλαμε να ανιχνεύσουμε το αρχαίο παρελθόν της Μονεμβασιάς, θα το συναντούσαμε στις περιγραφές του περιηγητή Παυσανία και του γεωγράφου Στράβωνα, που την αναφέρουν ως «Άκρα Μινώα» και «Φρούριο Μινώα».
Μεγάλο περιηγητικό και πεζοπορικό ενδιαφέρον παρουσιάζει το μονοπάτι που είναι χαραγμένο στα ριζά του βράχου, στην κυκλική ακτογραμμή. Η αφετηρία του βρίσκεται στην αρχή της Χερσονήσου, πάνω από την δυτική βραχώδη ακτή. Στη συνέχεια το μονοπάτι, με ανεπαίσθητες υψομετρικές διακυμάνσεις, κινείται με κατεύθυνση ανατολική, μερικά μέτρα πάνω από την επιφάνεια της θάλασσας. Πολύ γρήγορα συναντάμε μία εντυπωσιακή Βυζαντινή κινστέρνα και αργότερα κάποια κομμάτια βραχώδους διαδρομής που παρουσιάζουν μία σχετική δυσχέρεια πρόσβασης.
Με χαλαρή πορεία, συντομότερη της μίας ώρας, περνάμε δίπλα από επιβλητικό φάρο, χτισμένο με πελεκητή πέτρα το 1896. Ένα πεντάλεπτο μετά το φάρο εισδύουμε στην ανατολική πύλη του κάστρου, ολοκληρώνοντας την πολύ ωραία κυκλική μας διαδρομή.
Εξίσου συναρπαστική είναι και η χαλαρή περιπλάνησή μας εντός των τειχών, στα λαβυρινθώδη λιθόστρωτα καλντερίμια με τις ανηφοριές, κατηφοριές, τα γραφικά μαγαζάκια, τα ταβερνάκια και τα καφέ. Πολλά απ’ αυτά, με τα εξαιρετικά τους μπαλκόνια, προσφέρουν υπέροχη θέα στο πέλαγος, στους ωχροκίτρινους τοίχους των παραδοσιακών κτιρίων και στις κυματοειδείς κεραμοσκεπές.
Σημαντικότερο Βυζαντινό μνημείο στην Κάτω πόλη είναι ο ναός του Ελκομένου Χριστού, που χρονολογείται από το 12ο αιώνα και οφείλει την ονομασία του στην περίφημη εικόνα του «Ελκομένου Χριστού». Ο σημερινός ναός ιδρύθηκε στην ίδια θέση το 1697, ενώ η νέα εικόνα του 1700 περίπου, είναι έργο εξαιρετικής ποιότητας και αξίας. Πολύ πιο εντυπωσιακό εκκλησιαστικό αρχιτεκτονικό μνημείο, του 12ου αιώνα, είναι ο ναός της Αγίας Σοφίας, στην Άνω Πόλη. Πρόκειται για έναν οκταγωνικό τρουλαίο ναό με προσκτίσματα στη νότια πλευρά που, μέχρι το 1821, ήταν αφιερωμένος στην Παναγία Οδηγήτρια. Μετά την Επανάσταση αφιερώθηκε στην του Θεού Σοφία, σε ανάμνηση και ως αντίγραφο -σε σμίκρυνση- της περίφημης Αγίας Σοφίας της Κωνσταντινούπολης. Ο γλυπτός διάκοσμος του ναού χρονολογείται στον 12ο αιώνα, ενώ οι εξαιρετικής τέχνης τοιχογραφίες ανάγονται στα τέλη του 12ου με αρχές του 13ου αιώνα. Αληθινό δέος προκαλεί το σημείο όπου είναι χτισμένος ο ναός, κυριολεκτικά στο χείλος του αβυσσαλέου γκρεμού.
Δεν θα μπορούσαμε να εγκαταλείψουμε τη Μονεμβασιά, χωρίς μία συνολική περιήγηση στην Επάνω Πόλη και στην Ακρόπολη Η Ακρόπολη δεσπόζει στο υψηλότερο σημείο του βράχου και αποτελείται από έναν οχυρωματικό περίβολο τραπεζιόσχημο, τον «Γουλά» που προστατεύεται σε κάθε γωνιά του από πύργο. Η οχύρωση δεν είναι συνεχής αλλά διακόπτεται, σε όσα σημεία ο απρόσιτος γκρεμός αναλαμβάνει την προστασία.
Ένας ελικοειδής λιθόστρωτος δρόμος, οι «Βόλτες», ανηφορίζει από την Κάτω Πόλη, εισχωρεί από τη μοναδική πύλη στο νότιο τμήμα του τείχους και οδηγεί στην Επάνω Πόλη. Ο οικισμός ήταν μεγάλος, εκτεινόταν σε 150 περίπου στρέμματα. Σώζονται πολλά οικοδομικά λείψανα, που ήταν ή στρατιωτικές εγκαταστάσεις ή κατοικίες της ντόπιας άρχουσας τάξης. Σώζονται επίσης κρήνες, ένα λουτρό της οθωμανικής περιόδου και τρεις ανοιχτές στέρνες, που ήταν απαραίτητες για την επιβίωση του πληθυσμού σε περιπτώσεις πολιορκίας ή ξηρασίας.
Από την Μονεμβασιά στο «Λιμάνι» του Γέρακα
Από τη Μονεμβασιά κατευθυνόμαστε βόρεια, παράλληλα με την ακτογραμμή. Πέντε χιλιόμετρα μετά στρίβουμε δεξιά (ανατολικά), με προορισμό το λιμάνι του Γέρακα. Ήδη το βλέμμα μας χαλαρώνει στην ευρύτατη καμπύλη του όρμου της «Παλαιάς Μονεμβασιάς». Είναι μία παραλία φιλική, με άμμο και βοτσαλάκι, ακριβώς απέναντι από την αφιλόξενη ακτογραμμή του Βράχου. Πεντακάθαρα ελκυστικά νερά, σκιέρ -αρμυρίκια και ντους -που παραδόξως λειτουργούν- σε αυτή την ερημιά, μας προσκαλούν για μία χαλαρωτική βουτιά. Η έκπληξη, ωστόσο, προέρχεται από την απρόσμενη εμφάνιση μιας στιβαρής οχύρωσης. Είναι η ακρόπολη της αρχαίας πόλης Επιδαύρου Λιμηράς, κατασκευασμένη σε στρατηγικές θέσεις ενός χαμηλού απότομου λόφου, από ογκώδεις λαξευτούς ασβεστόλιθους γκριζωπούς. Το εντυπωσιακό αυτό τείχος χτίστηκε πιθανότατα κατά τον 4ο αιώνα π. Χ., είναι ευδιάκριτο σε μεγάλο μήκος, ενώ το σωζόμενο ύψος του φτάνει τα 2 περίπου μέτρα. Η θέση της Επιδαύρου Λιμηράς, όπως προκύπτει από τα όστρακα που έχουν βρεθεί, έχει κατοικηθεί ήδη από τα προϊστορικά χρόνια. Κατά τους κλασσικούς χρόνους φαίνεται, ότι ήταν η σημαντικότερη πόλη της ανατολικής ακτής της Χερσονήσου του Μαλέα. Κατά τη διάρκεια του Πελοποννησιακού Πολέμου καταστράφηκε δύο φορές από τους Αθηναίους. Ο χώρος πρέπει να κατοικήθηκε τουλάχιστον μέχρι τα τέλη του 6ου αιώνα μ.Χ., οπότε μεταφέρθηκε στο χώρο της γειτονικής Μονεμβασιάς.
Επόμενος και τελευταίος, πολύ σημαντικός σταθμός της περιήγησής μας στην Ανατολική λακωνική ακτή, είναι το Λιμάνι του Γέρακα ή για να κυριολεκτούμε, το Φιόρδ του Γέρακα. Κι αν αναρωτιέται κανείς πού οφείλεται αυτός ο χαρακτηρισμός που παραπέμπει στη Νορβηγία, δεν έχει παρά ν’ αγναντέψει αυτή την τόσο ιδιαίτερη γεωφυσική διαμόρφωση της ακτογραμμής. Μιας ακτογραμμής, η συνοχή της οποίας διακόπηκε από μία, στενή λωρίδα θάλασσας που εισχώρησε βαθειά στην ξηρά, μετά από βίαιες τεκτονικές διεργασίες στο μακρινό γεωλογικό παρελθόν της περιοχής. Πάνω από τη βόρεια είσοδο του φυσικού λιμανιού του Γέρακα ορθώνεται μία χερσόνησος με ακρόπολη, το οχυρωματικό τείχος της οποίας χρονολογείται από τους ελληνιστικούς χρόνους. Η ανατολική πλευρά της ακρόπολης είναι τελείως απρόσιτη, γιατί καταλήγει με απόκρημνους βράχους στη θάλασσα. Η βόρεια και η δυτική πλευρά προστατεύονται από ισχυρό ακανόνιστο πολυγωνικό τείχος, που σώζεται σε σημαντικό ύψος. Το αρχαίο όνομα της πόλης ήταν Ζάραξ ή Ζάρακας και -κατά τον Παυσανία- όφειλε το όνομά της στον Ζάρακα, γιο του βασιλιά της Καρύστου Πετραίου. Η πόλη άκμασε κατά τους ρωμαϊκούς χρόνους, όταν ανήκε στο Κοινό των Ελευθερολακώνων. Εκείνη την περίοδο ανοικοδομήθηκε ο ναός του Απόλλωνα, ένα καμαροσκέπαστο ρωμαϊκό κτίριο και μια τρίκλιτη Βασιλική. Η πόλη εγκαταλείφθηκε μετά τον μεγάλο σεισμό της Κρήτης το 365 μ.Χ.(20).
Σήμερα ο αρχαίος Ζάρακας είναι ερειπωμένος, στη θέση του όμως μας υποδέχεται το Λιμάνι του Γέρακα, ο μικροσκοπικός γραφικότατος οικισμός με τα λευκά σπιτάκια και τις παραθαλάσσιες ταβερνούλες. Ολόφρεσκα πελαγίσια ψάρια ψαρεμένα από τους ντόπιους ψαράδες, χταποδάκι και τσιπουράκι δίπλα στη θάλασσα αποτελούν το ωραιότερο, το πιο γευστικό κατευόδιο του τόσο ιδιαίτερου αυτού τόπου.
Στο δάσος των απολιθωμένων φοινίκων
Πριν την εγκαταλείψουμε, η γη της Λακωνίας μας επιφυλάσσει μερικές εικόνες μοναδικής αξίας, παλαιοντολογικής και αισθητικής. Είναι το περίφημο, μοναδικό στο είδος του, Απολιθωμένο Φοινικόδασος της Νεάπολης (21). Συναντάμε τις διαδοχικές απολιθωματοφόρες θέσεις στην βραχώδη ακτογραμμή, στη διαδρομή του μονοπατιού ανάμεσα στο ξωκκλήσι του Προφήτη Ηλία και της Αγίας Μαρίνας. Σύμφωνα με τον καθηγητή Παλαιοντολογίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, Ευάγγελο Βελιτζέλο, οι απολιθωμένοι κορμοί των φοινίκων είναι ηλικίας 2-3 εκατομμυρίων ετών. Ιδιαίτερης επιστημονικής σημασίας είναι ο τρόπος της απολίθωσής τους, που δεν οφείλεται σε πυριτίωση από τις τέφρες κάποιου ηφαιστείου αλλά σε ασβέστωση, εξαιτίας της ανύψωσης της στάθμης της θάλασσας και της δράσης του ανθρακικού ασβεστίου. Αξίζει να σημειωθεί, ότι την μακρινή εκείνη περίοδο το κλίμα που επικρατούσε στην Ελλάδα ήταν υποτροπικό, με μέση ετήσια θερμοκρασία που κυμαινόταν στους 18 βαθμούς. Η εξάπλωση του δάσους των φοινίκων έφτανε μέχρι την ακτή. Κλείνουμε τις εντυπώσεις μας με ένα απόσπασμα του κειμένου που είχε γραφτεί το 2008: «Όπου κι αν γυρίσουμε το βλέμμα μας μάς συντροφεύει η πέτρινη ομορφιά με τέτοια ποικιλία σχημάτων και μορφών, που είναι αδύνατον να αισθανθούμε κορεσμό ή να αποφανθούμε ποια φόρμα είναι ωραιότερη. Κάποιοι μάλιστα κορμοί παρουσιάζουν μία ιδιαιτερότητα που τους κάνει μοναδικούς: το κοίλο τμήμα τους συνεχίζει αρκετά βαθιά μέσα στο βράχο που από κάτω είναι κούφιος και επικοινωνεί με τη θάλασσα. Έτσι, κάθε φορά που υπάρχει κυματισμός, το νερό εισχωρεί βίαια και με χαρακτηριστικό σφυριχτό ήχο μέσα σε αυτό το φυσικό σιφώνι. Στη συνέχεια εκτοξεύεται στον αέρα με ορμή, σαν τους πασίγνωστους πίδακες των θερμών πηγών». Αυτό το οδοιπορικό στο μακρινό γεωλογικό παρελθόν έχει καταγραφεί στη μνήμη μας ως ένα από τα συναρπαστικότερα που μπορεί να ονειρευτεί κανείς.
Παραπομπές
(1) Φιλόλογος, Δρ Αρχαιολογίας.
(2) Την ίδια ανθρώπινη συμπεριφορά έχουν υιοθετήσει εδώ και χρόνια οι οδηγοί των Τρικάλων και κάποιων άλλων – ελάχιστων – πόλεων στην Ελλάδα.
(3) Το «Ιπποδάμειο Σύστημα» ήταν σύστημα ρυμοτομίας που εξελίχθηκε και εφαρμόστηκε σε αρκετές πόλεις της Αρχαίας Ελλάδας από τον Ιππόδαμο τον Μιλήσιο, αρχιτέκτονα, πολεοδόμο, φυσικομαθηματικό, έναν πολυεπιστήμονα δηλαδή, που θεωρείται ο «πατέρας της πολεοδομίας». (498-408 π.Χ.)
(4) Ο Αριστομένης, μαζί με τον βασιλιά Αριστόδημο, υπήρξε ο σημαντικότερος ήρωας και αρχηγός των Μεσσηνίων στη διάρκεια του Β’ Μεσσηνιακού Πολέμου (685-668 π.Χ.), με πολλές στρατιωτικές επιτυχίες κατά των Λακεδαιμονίων.
(5) Ο ιστορικός και πανέμορφος ναός των Αγίων Αποστόλων ανεγέρθηκε κατά την Βυζαντινή περίοδο, γύρω στο 1.050 με 1.150. Αρχικά ήταν μικρότερος αλλά επεκτάθηκε κατά την περίοδο 1685-1715.
(6) Η ονομασία Νέδων ή Νέδοντας είναι αρχαιότατη και αναφέρεται από τον Στράβωνα στα «Γεωγραφικά» του. Ο ποταμός πηγάζει από τις δυτικές πλαγιές του Ταϋγέτου, σε υψόμετρο 1.100 μ. Μετά από πορεία 30 χλμ εκβάλλει στον Μεσσηνιακό κόλπο, δυτικά της πόλης της Καλαμάτας.
(7) Η Σφέλα είναι παραδοσιακό τυρί που παρασκευάζεται από αιγοπρόβειο γάλα στη Ν. Πελοπόννησο και συγκεκριμένα στους νομούς Μεσσηνίας και Λακωνίας. Έχει γεύση ελαφρώς αλμυρή και πικάντικη και οφείλει την ονομασία της στον τρόπο τεμαχισμού της σε λεπτές λωρίδες, αφού «σφέλα» σημαίνει «λωρίδα».
(8) Το άγαλμα είναι φιλοτεχνημένο τον Αύγουστο του 2000 στο Α’ Συμπόσιο Γλυπτικής.
(9) Η Ντρεζίνα ή Δρεζίνα είναι μικρό τετράτροχο σιδηροδρομικό όχημα, που χρησιμοποιείται για σύντομες υπηρεσιακές μετακινήσεις σιδηροδρομικών.
(10) Ελληνικό Πανόραμα, τεύχος 35, 2003.
(11) Η Γραμμική Β ανακαλύφθηκε στις αρχές του 20ου αιώνα στην Κνωσό από τον Άρθουρ Έβανς, που την ονόμασε έτσι επειδή χρησιμοποιούσε γραμμικούς χαρακτήρες – και όχι εικονιστικούς – χαραγμένους σε πήλινες πινακίδες. Συνολικά έχουν βρεθεί περί τα 5.000 κείμενα σε Γραμμική Β, από τα οποία τα 3.000 προέρχονται από την Κνωσό και γύρω στα 1.400 από την Πύλο. Η αποκρυπτογράφηση της Γραμμικής Β επιτεύχθηκε το 1952 από τον αρχιτέκτονα Μάικλ Βέντρις και τον κλασσικό φιλόλογο Τζων Τσάντγουικ.
(12) Στην Ελλάδα απαντώνται δύο είδη χαμαιλέοντα: ο «Μεσογειακός» (Chamaeleo chamaeleon) που συναντάται πλέον μόνο στη Σάμο και ο Αφρικανικός (Chamaeleo africanus) που εντοπίζεται στη Μεσσηνία.
(13) H τελευταία μάχη του ‘21 νικηφόρα για τα ελληνικά στρατεύματα, υπό την αρχηγία του Δημητρίου Υψηλάντη, έγινε στην Πέτρα της Βοιωτίας, στις 12 Σεπτεμβρίου του 1829.
(14) H μακρόστενη και ακατοίκητη τα τελευταία χρόνια νήσος Σαπιέντζα έχει έκταση 9 τετ. χλμ, μήκος 6,5 χλμ και μέγιστο πλάτος 2.800 περίπου μέτρα. Το υψηλότερο σημείο είναι η κορυφή «Φοβερή» με 219 μέτρα, στο Β τμήμα του νησιού.
(15) «Αείφυλλα» ή «αειθαλή» ονομάζονται τα φυτά που δεν χάνουν τα φύλλα τους κατά το φθινόπωρο, όπως τα φυλλοβόλα, αλλά τα ρίχνουν και τα αντικαθιστούν προοδευτικά, καθ’όλη τη διάρκεια του έτους. Γι’ αυτό και ονομάζονται «αείφυλλα», μοιάζουν δηλαδή να έχουν πάντα φύλλα και «αειθαλή», δηλαδή πάντα θάλλουν. Σε κλίματα όπου οι θερμοκρασίες πέφτουν κάτω από -30ο C, τα αείφυλλα πλατύφυλλα δύσκολα επιβιώνουν. Στις περιοχές εκείνες ευδοκιμούν τα κωνοφόρα, που έχουν βελονοειδή, μικρότερης επιφάνειας φύλλα και επομένως ελαττωμένη διαπνοή.
(16) Σύμφωνα με άλλες πηγές, το Φρέαρ των Οινουσσών έχει βάθος 5.267 ή και 5.269 μέτρα.
(17) Διοικητική έδρα της Λακωνικής Μάνης είναι το Γύθειο.
(18) Ελληνικό Πανόραμα, τεύχος 62, Μάρτιος- Απρίλιος 2008.
(19) Άλλες λέξεις που χρησιμοποιούνται για τη Μονεμβασιά, είναι Μονεμβάσια, Μονεμβασία ή και Μονοβάσια, ενώ στους Φράγκους ήταν γνωστή ως Mαλβαζία.
(20) Στις 21 Ιουλίου του 365 μ.Χ. συνέβη μεγάλος σεισμός με επίκεντρο κοντά στις δυτικές ακτές της Κρήτης. Το μέγεθός του υπολογίζεται μεταξύ 8,3 και 8,7 βαθμών της κλίμακας Ρίχτερ.
(21) Εκτενές άρθρο στο Ελληνικό Πανόραμα, τεύχος 63, Μάιος – Ιούνιος 2008.