Στην πρώτη –με αξιώσεις- προσέγγισή μας στην Τήνο δεν μας προσέλκυσε μόνον η περίφημη Παναγία η Μεγαλόχαρη. Μας μάγεψε για πολλές μέρες το σπάνιο φυσικό και δομημένο περιβάλλον του νησιού, τα αμέτρητα υπέροχα μονοπάτια
Προλάβαμε να γνωρίσουμε το μονοπάτι του Φάρου της Λιβάδας, στο ανατολικότερο άκρο του νησιού. Το θαυμάσιο, άλλοτε λιθόστρωτο κι άλλοτε χορταριασμένο μονοπάτι από το Φαλατάδο ως την γεωλογική μοναδικότητα της Βωλάξ. Τον εντυπωσιακό βράχο με το κάστρο του Ξώμπουργκου και το περίφημο μονοπάτι μέχρι την Χώρα. Ακόμη βαδίσαμε τα χλοερά μονοπάτια από τον Κάμπο στην Κώμη και από το Αγάπι στο Σκλαβοχώρο. Και, βέβαια, ανακαλύπτουμε και θαυμάζουμε συνεχώς τους θρυλικούς Περιστεριώνες της Τήνου και τα γραφικότατα χωρία.

Ξημερώνει με φως λαμπρό, όπως αρμόζει σ’ ένα κυκλαδονήσι. Εντυπωσιακή είναι κι η διαύγεια της ατμόσφαιρας. Μέρες τώρα οι βοριάδες διαφεντεύουν το Αιγαίο. Ο ορίζοντας στο βάθος διαγράφεται χωρίς ίχνος καταχνιάς. Αντίκρυ μας η Σύρος. Τα σπίτια της Ερμούπολης αποτυπώνονται με κάθε λεπτομέρεια.
Βρισκόμαστε στην Τήνο. Ήταν, από την αρχαιότητα ακόμα, ξακουστό «ανεμονήσι». Στο όρος «Γύρος», τον σημερινό Τσικνιά, είχε το ορμητήριο του ο θεός των ανέμων, ο Βορέας. Εκεί στην κορυφή θρηνούσε με τις πνοές του τον θάνατο των Βορεαδών, των δυο γιών του, του Ζήτι και του Κάλαϊ, που είχε φονεύσει ο Ηρακλής… (1)
Αφήνω το βλέμμα μου ν’ αγναντεύει τα ταραγμένα νερά του Αιγαίου. Και τη μνήμη μου να προσπαθεί ν’ ανασυνθέσει εικόνες και στιγμές, κάπου 13 χρόνια πριν. Από εκείνη την πρώτη προσέγγιση της Τήνου. Μια προσέγγιση με τουριστική, ξώφαλτση ματιά. Η ουσιαστική, ωστόσο, γνωριμία ενός τόπου αρχίζει μόνον με την ψηλάφηση του εδάφους, την αργή επαφή των ποδιών με σοκάκια, μονοπάτια και καλντερίμια.
–Και μάλιστα τα Τηνιακά, λέει ο φίλος μας ο Κυριάκος. Τα περισσότερα και ωραιότερα μονοπάτια του Αιγαίου. Τώρα την άνοιξη είναι αληθινά «μονοπάτια των ονείρων».
ΠΡΩΤΕΣ ΕΙΚΟΝΕΣ: ΤΟ ΜΟΝΟΠΑΤΙ ΤΟΥ ΦΑΡΟΥ
-Ναι, τα έχω βαδίσει τα μονοπάτια του νησιού, απαντάει ο γεννημένος στην Ιρλανδία από Σκωτσέζους γονείς, George Kennedy.
Πρωί στο πανοραμικό ταρατσάκι του ξενώνα VEGA. Με διάσπαρτα τα σπιτάκια του στην λουλουδιασμένη, απότομη πλαγιά, το συγκρότημα ατενίζει με ασύγκριτη θέα το Αιγαίο και τη Σύρο. Απολαμβάνουμε τον καφέ και το θαυμάσιο πρωινό που μας ετοιμάζουν η Βίκη και ο πατέρας της Πέτρος. 8 χρόνια πεζοπόρος της Τήνου ο George, συνοδεύει μαζί με τον Αυστριακό φίλο του Κάρολο Μέρλιν, ομάδες ξένων -και σπανιότερα Ελλήνων- φυσιολατρών και πεζοπόρων στα μονοπάτια του νησιού. Ο Κάρολος από την πλευρά του είναι εδώ και 15 χρόνια πρωτοπόρος στην ανάδειξη, σήμανση και καταγραφή των Τηνιακών μονοπατιών. Δεν μου προκαλεί καμία έκπληξη η δραστηριοποίηση, σ’ αυτό τον τομέα, των ξένων. Οι Έλληνες που κάνουν κάτι αντίστοιχο για τον τόπο τους είναι ελάχιστοι, σχεδόν ανύπαρκτοι.
-Σε δύο μέρες θα έχω την δυνατότητα να σας συνοδεύσω, λέει ο George και μας εύχεται «καλό βάδισμα».
Λίγη ώρα αργότερα πίνουμε καφεδάκι ελληνικό στο καφέ «Επίλεκτο» του Πέτρου Δελατόλλα. Κεντρικό το σημείο, μερικές δίπλα στην προκυμαία και το λιμάνι. Παραδίπλα αρχίζει η διάσημη ανηφορική ευθεία οδός προς την Εκκλησία της Παναγίας. Παραμονές του Πάσχα, κίνηση και κόσμος πολύς, ντόπιοι και ξένοι.
Βγαίνουμε από την πόλη, ανηφορίζουμε προς τα βόρεια με στροφές. Αποφασίζουμε να ξεκινήσουμε με το μικρό μονοπάτι του Φάρου της Λειβάδας, στο ανατολικότερο άκρο του νησιού.
Λευκά σπίτια, πού και πού περίτεχνοι περιστεριώνες. Ήδη ψηλά, προς τα Β-ΒΔ ορθώνεται κυριαρχικά ο βράχινος όγκος του θρυλικού Ξώμπουργκου. Φτάνοντας στο οροπέδιο στρίβουμε δεξιά προς Στενή. Να κι ένας περιστεριώνας με περίτεχνη κατασκευή. Διασχίζουμε το χωριό και παίρνουμε κατεύθυνση ΒΑ. Μετά τον μικρό οικισμό της Μυρσίνης αρχίζει μια θεαματική διαδρομή πάνω από την μακρόστενη κοιλάδα της Λειβάδας. Ρέμα στην κοίτη και μονοπάτι, πλούσια βλάστηση και ταμιευτήρας νερού, εντυπωσιακοί βραχώδεις σχηματισμοί και στο τέλος της κοιλάδας ένας πανέμορφος όρμος με ανοιχτογάλαζα νερά.
7.5 χλμ. μετά την Στενή σταματάμε το αυτοκίνητο. Χαμηλά μπροστά μας, στη μύτη του ακρωτηρίου Παπάργυρος, δεσπόζει ο Φάρος της Λειβάδας. Κάτω από το δρόμο ξεκινάμε το υποτυπώδες, κάθετο μονοπάτι. Είναι στενό και πετρώδες αλλά όχι ιδιαίτερα κακοτράχαλο. Σ’ ένα 10λεπτο φτάνουμε στον φάρο. Σύμφωνα με τα στοιχεία του Γιάννη Σκουλά (2), είναι χτισμένος το 1910, με ύψος πύργου 10 και εστιακό ύψος 41 μέτρα. Έχοντας ήδη συμπληρώσει έναν αιώνα ζωής και χωρίς φαροφύλακες τις τελευταίες δεκαετίες, ο φάρος έχει υποστεί πολλές φθορές, τόσο εσωτερικά όσο κι εξωτερικά. Σε πολύ καλή κατάσταση διατηρούνται οι λαξευτοί μαρμάρινοι γωνιόλιθοι και παραστάδες στα παράθυρα και στις πόρτες καθώς και η μαρμάρινη βάση του συνολικού οικοδομήματος.
Μια κλειδωμένη σιδερένια πόρτα απαγορεύει την είσοδο προς την εσωτερική σκάλα, προφανώς για λόγους ασφαλείας.
ΦΑΛΑΤΑΔΟΣ – ΒΩΛΑΞ: ΤΑ ΓΡΑΝΙΤΕΝΙΑ ΜΝΗΜΕΙΑ ΤΗΣ ΦΥΣΗΣ
Θαυμάζουμε στη διαδρομή τα ποικίλα χειροποίητα έργα των Τηνιακών: τους περιστεριώνες, τους μύλους, τα ξωκκλήσια, τα κατάλευκα χωριά. Το πιο ταπεινό -φαινομενικά- έργο, αυτό που εκ πρώτης όψεως απαιτεί την λιγότερη μαστοριά, είναι οι «αιμασιές», οι ξερολίθινες πεζούλες δηλαδή, που διατρέχουν σ’ όλο το μήκος και το πλάτος του το νησί. Θ’ αναθεωρήσουμε όμως τις απόψεις μας, αν αναλογιστούμε τι αντιπροσωπεύει το σεμνό τοιχαλάκι μιας ξερολιθιάς. Είναι η συγκινητική προσπάθεια αιώνων, του Τηνιακού να τιθασσέψει κάθε επικλινή επιφάνεια εδάφους, να το προστατέψει από τη διάβρωση με πέτρινα αντιστηρίγματα, να αξιοποιήσει στη συνέχεια κάθε σπιθαμή καλλιεργήσιμης γης κι έτσι να εξασφαλίσει την επιβίωσή του σε μια γη άγονη, ανεμοδαρμένη κι ηλιοκαμένη. Όπως χαρακτηριστικά αναφέρουν οι Δ. Βαλιάνου – Δ. Βώκου για τον Τηνιακό (3): «λες και η αφθονία της πέτρας τον προκαλούσε να την πιάσει στα χέρια του και να της δώσει χρησιμότητα στα σπίτια του, στις «κατοικιές» του, στους περιστεριώνες, στις άπειρες αιμασιές του».
Επιστρέφουμε στη Στενή και κατευθυνόμαστε λίγο βορειότερα, στον διπλανό οικισμό Φαλατάδος. Από το υψίπεδο του Πεντόστρατου αγκαλιάζουμε με το βλέμμα ένα άλλο τοπίο, πολύ διαφορετικό από αυτό που έχουμε συνηθίσει ως τώρα. Εδώ δεν μας εντυπωσιάζουν τα χειροποίητα έργα των ανθρώπων αλλά τα δημιουργήματα της φύσης. Είναι οι παράξενες, οι μυστηριώδεις «μπάλες» από γρανίτη, που καλύπτουν όλη την γύρω περιοχή. «Αυτές οι γρανιτικές σφαίρες», γράφει ο Δρ. Γιώργος Στουρνάρας (4) «παραπέμπουν σε μύθους, θρύλους και δοξασίες. Τους είπαν μετεωρίτες και ίχνη πετροπολέμου γιγάντων. Ωστόσο, η ιστορία του γρανίτη της Βωλάξ και του Εξώμπουργου είναι πολύ διαφορετική… Αρχίζει πριν από εκατομμύρια χρόνια, σε έναν πλανήτη Γη, που προσπαθούσε τότε να διαμορφώσει το τελικό σχήμα και τη μορφή του».
Αυτό το εκτεταμένο γρανιτικό πεδίο διατρέχουν διάφορα μονοπάτια από το Φαλατάδο προς τη Βώλαξ. Αποτελούν ένα κάλεσμα με γοητεία ακατανίκητη για κάθε φυσιολάτρη και πεζοπόρο. Για την προσέγγιση στη Βωλάξ επιλέγουμε το μονοπάτι με κατεύθυνση ΒΔ. 500 μόλις μέτρα Δ του Φαλατάδου, ξεκινάμε από τον χωματόδρομο το μονοπάτι, με αριθμό «5» στην κοκκινόλευκη πινακίδα. Στο πρώτο τμήμα της διαδρομής το μονοπάτι ακολουθεί την κοίτη ενός ρυακιού, βαθειά και στενή, που δυσκολεύει τα βήματά μας. Γρήγορα όμως ομαλοποιείται το μονοπάτι. Το έδαφος γίνεται χορταριασμένο και απαλό, βαδίζουμε κυκλωμένοι από αμέτρητα λουλούδια, που δίνουν χώρο ανάμεσά τους σε μωβ, λεπτεπίλεπτες ορχιδέες.
Αρχίζουν ήδη να αναπτύσσονται γύρω μας οι πρώτοι γρανίτινοι όγκοι. Χαμηλότερα, η κοιλάδα που περιβάλλει τον οικισμό της Βωλάξ, αποκαλύπτει μια εικόνα πραγματικά μοναδική. Ανοιξιάτικο απομεσήμερο, μ’ έναν ήλιο ευχάριστα ζεστό. Αδύνατον να φανταστούμε ιδανικότερη εποχή για περίπατο σ’ αυτό το εξωπραγματικά όμορφο μονοπάτι της Τήνου. Προβάλλουν νεαρές βαλανιδιές με τα πρώτα φρέσκα φυλλαράκια τους στα κλαδιά. Να και μερικές γέρικες με χοντρούς κορμούς, που έχουν από χρόνια οριζοντιωθεί στην προσπάθεια τους ν’ αντισταθούν στη σφοδρότητα του βοριά.
Βγαίνουμε για λίγο σε χωματόδρομο. Πάνω από τον φράχτη εκτείνεται ένα μικρό, χορταριασμένο λιβάδι, διακοσμημένο με γρανίτες παράξενων σχημάτων και με μεγάλες βαλανιδιές. Εξίσου ωραία είναι η μικρή «κατοικιά», χτισμένη με περίτεχνη, ξερολιθιά. Η πιο συναρπαστική της λεπτομέρεια είναι οι παραστάδες της πόρτας, από ογκώδεις, γρανιτένιους μονόλιθους.
Το μονοπάτι γίνεται καλοφτιαγμένο καλντερίμι, με φυσικούς φράχτες από σχοίνα και μυρτιές. Μια ώρα μετά την αναχώρηση μας φτάνουμε -με πολύ χαλαρούς ρυθμούς- στην άσφαλτο, 200 περίπου μέτρα νότια της Βωλάξ. Κατάσπαρτος είναι ο τόπος από γρανίτινους όγκους, όχι μόνον στις εξοχές αλλά κι ανάμεσα στα σπίτια, θέαμα πρωτόγνωρο για ελληνικό χωριό. Γράφει ο Κώστας Αγγελόπουλος: (5) «Σε πολλά κατώγια του χωριού θα δεις ένα κομμάτι του τοίχου νάναι από θεόρατη, μονοκόμματη πέτρα. Δύσκολα μπορούν να την κουνήσουν οι ανθρώποι που κτίσαν εκεί, και τούτη τη δυσκολία την κάναν όφελος και γλίτωσαν έτσι θεμέλια και κτίσιμο σ’ ένα μέρος του κατωγιού».
Περιδιαβαίνουμε το χωριό. Είν’ ένας περίπατος ανάμεσα σε σοκάκια, με σπίτια καινούργια και παλιά. Στους τοίχους υπάρχουν πινακίδες, όχι συνηθισμένες αλλά μαρμάρινες ανάγλυφες, που μας κατευθύνουν στα αξιοθέατα του τόπου. Πριν από την πλατειούλα πετυχαίνουμε εν δράσει τον καλαθοπλέκτη Ιάκωβο Σιγάλα, τον γνωστό Γιακουμή, να πλέκει ένα πανέρι. Στον ήλιο στεγνώνουν βέργες από καλάμια, λυγαριές και ιτιές, που στην Τήνο τις λένε «σταβαριές».
–Το καλοκαίρι ξεραίνεται το κλαδί και βγαίνει δύσκολα η φλούδα, λέει ο Γιακουμής. Γι’ αυτό και την βγάζουμε τούτη την εποχή.
Από γενιά καλαθάδων ο Γιακουμής, όπως και τόσοι άλλοι στο χωριό. Καλαθάς ο αδελφός του Αντώνης, ο πατέρας του ο Αντρέας και ο παππούς του Μάρκος. Μακρά παράδοση στην καλαθοπλεχτική έχει ο τόπος.
Η ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΣΤΟ ΦΑΛΑΤΑΔΟΣ
–Αν θέλετε να κάνετε κυκλική διαδρομή, πρέπει να βγείτε από το άλλο μέρος του χωριού και να βρείτε τη ρεματιά, μας λέει στην ταβέρνα του ο Ρόκος Αρμακόλας. Ύστερα θ’ ανηφορίσετε για πάνω το μονοπάτι. Μα τι κάθομαι και σας τα λέω από δω. Καλύτερα να σας τα δείξω.
Και μ’ αυτά τα λόγια ο Ρόκος αφήνει το μαγαζί του και μας συνοδεύει στον κατηφορικό τσιμεντόδρομο στ’ ανατολικά του χωριού. Αποχαιρετάμε τον ευγενικό άνθρωπο και αμέσως φτάνουμε στην κοίτη της ρεματιάς όπου κελαρύζει πεντακάθαρο νερό. Μερικές δεκάδες μέτρα μετά συναντάμε ένα μονοπάτι που ανηφορίζει με κατεύθυνση ΒΑ ανάμεσα σε ξερολιθιές. Σε αρκετά σημεία –κυρίως ανηφορικά- γίνεται λιθόστρωτο καλντερίμι με σκαλοπάτια. Πού και πού συναντάμε περίτεχνες πέτρινες «κατοικιές». Απομεσήμερο ήρεμο και γλυκό. Το βάδισμα είναι μέγιστη ευχαρίστηση.
Ένα 20λεπτο μετά βγαίνουμε σε υψίπεδο μαγικό. Είν’ ένας τόπος με χλοερά λιβαδοτόπια, αγριολούλουδα και πεζούλες, ξερολιθιές και αναρίθμητους γρανίτινους όγκους κάθε μεγέθους και μορφής. Όποιος δεν βρέθηκε σ’ έναν τόπο σαν κι αυτόν δεν μπορεί ν’ αντιληφθεί και να εκτιμήσει την απαράμιλλη γοητεία, την μοναδικότητα του τοπίου της Βωλάξ. Νιώθουμε πολύ προνομιούχοι που τα βήματά μας μας έχουν οδηγήσει σ’ αυτή την τόσο ιδιαίτερη γωνιά της Τήνου. Προσπαθούμε με την Αθηνά να ανακαλύψουμε γρανίτινους όγκους όσο γίνεται πιο σφαιρικούς. Η Άννα, πάλι, φωτογραφίζει ασταμάτητα τα δημιουργήματα της φύσης. Μιας φύσης που «έπιασε δουλειά» πολύ νωρίς, για να φέρει σε πέρας αυτό το παράξενο, έργο που τόσο πολύ μας εντυπωσιάζει και μας εκπλήσσει.
Ο ΣΧΗΜΑΤΙΣΜΟΣ ΤΟΥ ΓΡΑΝΙΤΗ ΤΗΣ ΒΩΛΑΞ
Ποια είναι όμως η επιστημονική ερμηνεία του φαινομένου της Βωλάξ; Σύμφωνα με τον καθηγητή Υδρογεωλογίας και Τεχνικής Γεωλογίας του Πανεπιστημίου Αθηνών Δρ. Γιώργο Στουρνάρα (6), με πολύ συνοπτικό και απλοποιημένο τρόπο, η γεωλογική ιστορία του γρανίτη της Βωλάξ ξεκινάει κατά την εποχή του Κατώτερου-Μέσου Μειόκαινου, δηλαδή 15 ως 25 εκατομμύρια χρόνια πριν. Τότε το μάγμα από το εσωτερικό της γης διεισδύει στον εξωτερικό στερεό φλοιό. Εκεί ο γρανίτης ψύχεται από τους 500o C στους 300ο C και αποκτά τις πρώτες παραμορφώσεις του. Από τη θερμοκρασία των 120ο C αρχίζει η τελική και ουσιαστική ψύξη του γρανιτικού σώματος, περίπου στα 11 εκατομμύρια χρόνια πριν.
Τι συμβαίνει όμως μετά; Από τη στιγμή που ο γρανίτης θα εμφανιστεί στην επιφάνεια της γης, δέχεται τη δράση ποικίλων εξωγενών δυνάμεων. Είναι η Διάβρωση (που οφείλεται στη δράση του νερού), η Αποσάθρωση, η Εξαλλοίωση (οι ορυκτολογικές δηλαδή μεταβολές), η Διάλυση (η μετάβαση δηλαδή από την στερεά κατάσταση σε κατάσταση υδατικού διαλύματος) και η Ενυδάτωση (η πρόσληψη νερού).
Από αυτά τα στάδια περνά κάθε πέτρωμα μέχρι την τελική μεταβολή του σε έδαφος, σε χώμα. Είναι μια διαδικασία, που για το σύνολο των πετρωμάτων στη γήινη επιφάνεια οδηγεί στη συνεχή μείωση του ανάγλυφου, με τελική κατάληξη το Πανεπίπεδο. Έτσι και ο γρανίτης αποσαθρώνεται, σε γεωλογικούς πάντα χρόνους, με τελική κατάληξη το γρανιτικό έδαφος, την «αρένα». Οι γρανίτες, ωστόσο, είναι από τα πετρώματα που αποσαθρώνονται πιο αργά, λόγω του μεγάλου ποσοστού χαλαζία στη σύστασή τους. Η στρογγύλευση των όγκων αυτών από τη δράση των εξωτερικών παραγόντων (άνεμος, μεταβολές θερμοκρασίας και υγρασία) είναι το αποτέλεσμα που βλέπει κανείς σήμερα σε γρανιτικά πεδία, όπως αυτό της Βωλάξ. Η ιδιαιτερότητα του συγκεκριμένου πεδίου είναι ότι εμφανίζει πολύ καλό βαθμό στρογγυλοποίησης και, κυρίως, σε μεγάλη και συνεχή έκταση.
ΜΟΡΦΕΣ TAFONI ΚΑΙ ALVEOLES
Σε κάθε μας βήμα ο θαυμασμός είναι ατελείωτος στο γρανιτικό πεδίο της Βωλάξ. Ανηφορίζοντας ελαφρά για ένα 10λεπτο περίπου τον χωματόδρομο, συναντάμε στα δεξιά ένα καλοφτιαγμένο καλντερίμι. Με ωραία λίθινα σκαλοπάτια φτάνουμε στο ξωκλήσι της Παναγίας της Θεοσκέπαστης. Βρισκόμαστε σε υψόμετρο 330 μέτρων και η θέα είναι εκπληκτική. Βγαίνουμε σε αυχένα και συνεχίζουμε προς τα νότια. Το μονοπάτι γίνεται στενό, ολότελα καλυμμένο από χόρτα και λουλούδια. Έτσι όπως τα πόδια μας ακουμπούν συνεχώς ανάμεσά τους, νιώθουμε σαν να διασχίζουμε την Άνοιξη. Η λουλουδιασμένη αυτή πορεία γρήγορα τελειώνει. Σ’ ένα 10λεπτο φτάνουμε στην άσφαλτο και, λίγα λεπτά μετά, στο αυτοκίνητο. Με συνολική λοιπόν, ξεκούραστη πορεία 2 ωρών -που θα μπορούσε να κρατήσει και ολόκληρη μέρα- έχουμε την μέγιστη ικανοποίηση να ολοκληρώσουμε μια κυκλική διαδρομή, με αφετηρία το Φαλατάδο και ενδιάμεση στάση στη Βωλάξ, σ’ ένα από τα πιο παράξενα και απρόσμενα τοπία, όχι μόνον της Τήνου αλλά και ολόκληρης της Ελλάδας.
ΣΤΟ ΞΩΜΠΟΥΡΓΚΟ
Το Σαββατιάτικο πρωινό μας υποδέχεται με βοριαδάκι ψυχρό και συννεφιά. Ωστόσο, καθώς προχωράει η μέρα, ξανοίγει ο καιρός. Πριν ξαναβγούμε στις εξοχές, κάνουμε έναν χαλαρωτικό περίπατο στην -πολύ φιλική για τους πεζούς- πρωτεύουσα του νησιού, με την άνετη προκυμαία, τους στενούς και φαρδείς δρόμους της παλαιάς και νέας πόλης. Στον χώρο του λιμανιού είναι σε εξέλιξη μια λιλιπούτεια λαϊκή αγορά, με λιγοστούς πάγκους που πουλάνε ζαρζαβάτια του νησιού και ανάμεσά τους αγκινάρες και κουκιά. Ιδιαίτερα τιμητική θέση έχουν οι λιαστές ντομάτες, κρεμασμένες σε αρμαθιές.
Στην πιάτσα των ταξί αφήνουμε το αυτοκίνητό μας και μ’ ένα ταξί ανηφορίζουμε ως τους πρόποδες του περίφημου Ξώμπουργκου (7). Εδώ βρίσκεται η Μονή της Ιεράς Καρδιάς. Ακριβώς από πάνω ορθώνεται ο απότομος λόφος του Ξώμπουργκου. Σύμφωνα με την αρχαιολόγο Νότα Κούρου (8) «η στρατηγική θέση του Ξώμπουργκου με πλήρη οπτικό έλεγχο όχι μόνον όλων των διόδων του νότιου τμήματος του νησιού αλλά και όλων σχεδόν των Κυκλάδων τριγύρω, σε συνδυασμό με την πολύ ισχυρή οχύρωση, προσέφεραν την ποθητή ασφάλεια στους κατοίκους του νησιού κατά τους λεγόμενους «Σκοτεινούς Αιώνες» (1100-900 π.Χ.). Ο χρόνος εγκατάστασης συμπίπτει με την έναρξη των σκοτεινών αιώνων στο Αιγαίο αλλά η άφθονη κεραμική του 10ου, 9ου και 8ου αιώνα π.Χ. που ανευρίσκεται στην περιοχή, δείχνει ότι ο οικισμός αναπτύχθηκε σύντομα σε μεγάλο κέντρο και μάλλον το σημαντικότερο της εποχής. Ό,τι απομένει ορατό σήμερα από αυτή την εγκατάσταση είναι τμήμα ενός πελώριου κυκλώπειου τείχους που έχει πλάτος 3 μέτρα».
Εκτός από το κυκλώπειο τείχος, ο οικισμός στο Ξώμβουργο, λίγο μετά τα μέσα του 6ου αιώνα π.Χ., οχυρώνεται με ένα μεγάλο και ισχυρό τείχους, πλάτους επίσης 3 μέτρων, το οποίο προστατεύει πλέον και τα σπίτια του οικισμού που είχαν κτισθεί έξω από το παλαιό, κυκλώπειο τείχος. Τα κατάλοιπα αυτών των οχυρώσεων περνούν από τα μάτια μας, καθώς ανηφορίζουμε στα πρανή του λόφου το θαυμάσιο λιθόστρωτο καλντερίμι, άψογα συντηρημένο και καθαρισμένο από τα χόρτα.
Μετά το πρώτο ανηφορικό του τμήμα το καλντερίμι συνεχίζει επίπεδο σχεδόν, ανάμεσα σε ίχνη παλιάς κατοίκησης, λιθοσωρούς, αγκάθια και χόρτα. Πιο πάνω ένα μεγάλο ερειπωμένο κτίριο με πέντε αψιδωτές πόρτες. Καστρόπορτα πουθενά. Καθώς κερδίζουμε υψόμετρο πάνω στον βράχο ο αέρας της Τήνου δυναμώνει. Έγραφε ο Γιάννης Γκίκας στις αναμνήσεις του από το κάστρο (9): «Ισχυρά ρεύματα ενός απαίσιου γαρμπή μ’ αναγκάσανε να πέσω πρηνηδόν… Ο σφοδρός αγέρας δεν αστειεύεται… μπορεί να σ’ αρπάξει και να σε σβουρίξει σαν φτερό. Εσείς που θ’ ανέβετε στο Ξώμπουργο… ίσως συλλογιστείτε πως υπερβάλλω. Ωστόσο, έχω υποχρέωση να σας συμβουλέψω, να μην ανεβαίνετε με άσχημες καιρικές συνθήκες σε τέτοια κάστρα, που ‘ναι από παράδοση τα προσφιλή περάσματα του Αίολου, του προαιώνιου θεού και άρχοντα των ανέμων. Όχι τίποτ’ άλλο, αλλά για να μη ταλαιπωρηθείτε, αφού η εκδρομή και η ανάβαση σ’ ένα κάστρο πρέπει να ‘ναι και ξέδωμα, ψυχικό και σωματικό».
230 περίπου σκαλοπάτια χρειάζεται ν’ ανεβούμε συνολικά, ώσπου να φτάσουμε στην ακρόπολη του κάστρου. Εδώ, σε υψόμετρο 560 μέτρων, δεσπόζει μαρμάρινος σταυρός. Η θέα είναι μοναδική, σ’ όλη την επικράτεια της Τήνου και σε κάμποσα νησιά. Κατεβαίνουμε από το Ξώμπουργκο, που είναι γνωστό και ως Κάστρο Αγ. Ελένης, και ξεκινάμε την περίφημη, παμπάλαια στράτα προς τη Χώρα.
ΑΠΟ ΤΟ ΞΩΜΠΟΥΡΓΚΟ ΣΤΗ ΧΩΡΑ
Βρίσκουμε το μονοπάτι ακριβώς πάνω από την Ιερά Καρδιά, μερικές δεκάδες μέτρα πριν από το ξωκκλήσι του Αγ. Μηνά. Η κοκκινόλευκη πινακιδούλα αναγράφει τον αριθμό «2», ενώ υπάρχει και ξύλινη πινακίδα με την ένδειξη «ΤΡΙΠΟΤΑΜΟΣ». Κατηφορίζουμε, όπως πάντα, ανάμεσα σε ωραίες ξερολιθιές. Λιθόστρωτο το έδαφος, πού και πού με φαρδιά σκαλοπάτια αλλά και χώμα με πεζούλες. Στον μακρινό ορίζοντα αγναντεύουμε τη Χώρα, το πέλαγος, τη συνολική φύση του νησιού. Πολύ κοντά μας οι φοβερές ορθοπλαγιές του βράχου, που αποτελούν σύμφωνα με πινακιδούλα το αναρριχητικό πεδίο «ΤΙΝ 1».
Πανύψηλα τα χόρτα από τις πολλές φετινές βροχές. Τα βήματά μας χρειάζονται προσοχή. Μερικές δεκάδες μέτρα αριστερά του μονοπατιού διακρίνουμε τμήμα οχύρωσης με εξαίρετη λιθοδομή. Εδώ βρίσκονται τα ίχνη γεωμετρικού οικισμού του 900 π.Χ. 200 περίπου μέτρα παρακάτω, συναντάμε πάνω στο μονοπάτι την εκκλησία της «Παναγίας στα Θυρίδια», άλλη μια εκκλησούλα στην απόλυτη ερημιά (10).
Στο νότιο τμήμα της εκκλησούλας καταλήγει χωματόδρομος, που φτάνει από την διασταύρωση του Τριπόταμου. Δυτικά της εκκλησίας το μονοπάτι συνεχίζει με διακλάδωση. Ο χάρτης μας δείχνει, ότι η ΝΔ διακλάδωση κατευθύνεται προς Ανεμόμυλους, ενώ η ΔΒ προς τον οικισμό της Ξυνάρας. Επιλέγουμε αυτό τον προορισμό. Που πολύ γρήγορα εξελίσσεται σε μια συνεχή διάσχιση αλλά και μάχη με πανύψηλα χόρτα και μάλιστα τσουκνίδες. Ευτυχώς το ορειβατικό μπαστούνι ανοίγει τον δρόμο. Ένα 10λεπτο μετά το μονοπάτι καθαρίζει. Προβάλλει ο οικισμός της Ξυνάρας αλλά κι ένας πανέμορφος περιστεριώνας, διακοσμημένος με τουλάχιστον δέκα ολόλευκα περιστέρια.
Το μονοπάτι μας καταλήγει πίσω από τον μεγάλο ναό του Αγ. Πέτρου. Μια πινακιδούλα μας οδηγεί σ’ ένα λεπτό στις πηγές του Αγίου Νικολάου, καμαροσκέπαστες και με άφθονο νερό. Δίπλα βρίσκεται το ομώνυμο εκκλησάκι, χτισμένο το 1790. Μεσημέρι, ζεστός καιρός. Κάνουμε μικρή στάση στο πλακόστρωτο πεζουλάκι, μετά από μιάμιση ώρα στο μονοπάτι (ο καθαρός χρόνος πορείας δεν ξεπερνάει τα 40’).
Ο οικισμός της Ξυνάρας είναι πραγματική αποκάλυψη. Περιποιημένος, με αυλές, λουλούδια και λεμονιές, καμαροσκέπαστα σπιτάκια και σκαλοπάτια. Ξεχωρίζουν μερικά σπίτια, εξαίρετης αρχιτεκτονικής, με ανάγλυφα οικόσημα και χρονολογίες του παρελθόντος, όπως μια του 1781. Στην νότια έξοδο του χωριού δεσπόζει η επιβλητική εκκλησία της Παναγίας του Ροδαρίου, Αρχιεπισκοπής των Καθολικών. 50 μέτρα μετά συναντάμε την πινακιδούλα του μονοπατιού προς Τριπόταμο και Μύλους.
Αρχίζει ένα μονοπάτι στενό, λιθόστρωτο και πανέμορφο. Λίγο αργότερα συναντάμε στ’ αριστερά την διακλάδωση (με αριθμό 3) που κατευθύνεται προς την «Παναγία στα Θυρίδια».
Σε λιγότερο από ένα τέταρτο φτάνουμε στους ανεμόμυλους. Ξαφνικά δυναμώνει ο βοριάς. Δεν είναι τυχαία η επιλογή του αυχένα για την εγκατάσταση των μύλων. Η ωραιότητα του συνολικού τοπίου είναι μοναδική και η θέα του Ξώμπουργκου πραγματικά εντυπωσιακή. Αμέτρητα λουλούδια και πανέμορφες μωβ ορχιδέες διακοσμούν το πλούσιο χορτάρι που καλύπτει τον αυχένα.
Απρόθυμα εγκαταλείπουμε τον ωραίο αυτό τόπο και κατηφορίζουμε για την άσφαλτο, που την συναντάμε σ’ ένα 5λεπτο. Εδώ βρίσκονται και οι εγκαταστάσεις του τυροκομείου της Ε.Α.Σ. Τήνου. Κάτω από την άσφαλτο (και δεξιά από το STUDIO HALARI) μια πινακίδα οδηγεί προς «ΠΛΑΤΩΜΑ ΑΓΙΑΣ ΞΕΝΗΣ». Αρχίζει φαρδύ λιθόστρωτο μονοπάτι, με πολλά νερά. Είναι από τις πλούσιες πηγές κάτω από πέτρινο τοξωτό γεφύρι, δίπλα στο εκκλησάκι του Αγ. Γεωργίου.
Στεγνό πια το καλντερίμι ανηφορίζει ελαφρά. Εξαιρετικά κατασκευασμένο πάντα, είναι μια από τις συναρπαστικότερες πεζοπορικές εμπειρίες, που μπορεί κάποιος να έχει σε μονοπάτι. Διάφορες δευτερεύουσες διακλαδώσεις φεύγουν δεξιά του κυρίως καλντεριμιού. Ήδη προς τα δυτικά αποκαλύπτονται ωραίες εικόνες οικισμών και εκκλησιών. Είναι η Υπαπαντή η Μεγαλομάτα, ο Τίμιος Σταυρός, ο μισοερειπωμένος οικισμός Καλουμενάδος, που μεταφέρθηκε στον Κτικάδο.
Φτάνουμε σε κομβικό σημείο της διαδρομής μας, στην ωραιότατη εκκλησούλα της Κυρα-Ξένης. Δίπλα στην εκκλησία υπάρχει (πρόσφατα αναστηλωμένο) ένα ιστορικό Χάνι, που αποτελούσε σημείο ανεφοδιασμού και διανυκτέρευσης για τους πεζοπόρους και αγωγιάτες του μεσαίωνα, στην μακρινή τους διαδρομή από τον Πύργο ως τη Χώρα.
Αντικρύζουμε χαμηλά την πρωτεύουσα της Τήνου. Μοιάζει ακόμα να ‘ναι πολύ αλαργινή. Αρχίζουμε να κατηφορίζουμε με κλίση ξεκούραστη, διασχίζουμε για λίγο έναν χωματόδρομο και θαυμάζουμε στ’ αριστερά μας, μέσα στα χωράφια, μερικούς παλιούς, εξαιρετικής τέχνης περιστεριώνες. Το λιθόστρωτό μας είναι ήδη καλυμμένο με πελώριες επίπεδες πλάκες, άριστα συναρμοσμένες μεταξύ τους. Είναι μια κατασκευή σπάνιας τέχνης και ομορφιάς.
Πλησιάζοντας στη Χώρα συναντάμε διακλάδωση και λοξεύουμε αριστερά. Εδώ συναντάμε τα πρώτα υπολείμματα αρχαίας οχύρωσης, με σκούρες ορθογώνιες πέτρες μεγάλων διαστάσεων. Είμαστε στον λόφο Πόλες, όπου, μετά την μεταφορά του διοικητικού κέντρου από το Ξώμπουργκο, αναπτύχθηκαν μικρές κώμες, που εξελίχθηκαν στο μεγάλο αστικό κέντρο, με την ονομασία «Άστυ». Η άνθιση της νέας πόλης κατά τον 4ο αι. π.Χ. διαπιστώνεται από πολλά αρχαιολογικά ευρήματα των σωστικών ανασκαφών στην ευρύτερη περιοχή γύρω από την Παναγία της Μεγαλόχαρης. Η τοιχοδομία του 4ου π.Χ. αι. στρίβει και κατηφορίζει προς τον νότο, με σωζόμενο ύψος που δεν υπερβαίνει τα 2 μέτρα αλλά με μήκος σημαντικό, κάποιων εκατοντάδων μέτρων.
16:30’. Τεσσεράμιση ώρες μετά την αναχώρησή μας (δυόμιση περίπου ώρες καθαρής πορείας) φτάνουμε στην άσφαλτο. Μετά από τόσες ώρες σε χώμα, χόρτα, λιθόστρωτο και λουλούδια, μοιάζει πολύ μίζερο το οδόστρωμα της ασφάλτου. Ήδη όμως ορθώνεται μπροστά μας η εκκλησία της Μεγαλόχαρης. Μεγαλόπρεπο καμπαναριό, μια πελώρια καμπάνα και μπροστά η πλατεία της Αγίας Πελαγίας με βοτσαλωτό περίτεχνο, μεγάλων διαστάσεων. Εδώ πλέον η φύση έχει δώσει τη θέση της στα έργα των ανθρώπων.
ΑΠΟ ΤΟΝ ΚΑΜΠΟ ΣΤΗΝ ΚΩΜΗ
Συνεπής στην υπόσχεσή του ο Ιρλανδός φίλος μας GEORGE KENNEDY πίνει μαζί μας τον πρωινό του καφέ. Μας προτείνει μια διαδρομή στο κέντρο της Τήνου, βόρεια του Κάμπου ως την Κώμη. Φυσάει από νωρίς ένας δυνατός, ψυχρός βοριάς. Ντυμένοι καλά, ξεκινάμε 200 μέτρα ανατολικά του Κάμπου, σε υψόμετρο 350 περίπου μέτρων. Κατηφορίζουμε ελαφρά ένα υπέροχο καλντερίμι με ενδιάμεσα σκαλοπάτια. Γύρω μας αναδύεται μια ευρύτατη κοιλάδα μέσα από τον ασφυκτικό εναγκαλισμό μιας Άνοιξης καταπράσινης και πολύχρωμης.
Σε 45’ φτάνουμε στο χαμηλότερο σημείο της ρεματιάς. Περνάμε πάνω από ζωνιανό ρέμα με καθαρό νερό, ανάμεσα σε μεγάλες ιτιές και καλαμιές. Ανηφορίζουμε στα πρώτα σπίτια των Λουτρών. Εδώ δεσπόζει η φρουριακής κατασκευής Μονή Ιησουιτών του 1861. Συνεχίζουμε αριστερά της εκκλησίας, στο μονοπάτι με τον αριθμό «2». Τσιμεντόδρομος για λίγο, λεμονιές και αγκινάρες, μικρή στάση στο εκκλησάκι του Αγ. Αντωνίου. Μπροστά μας στα ΒΔ ο οικισμός της Περάστρας. Το θαυμάσιο μονοπάτι κινείται ομαλά πάνω από μια ρεματιά, κατάφυτη με πολλές και μεγάλες βαλανιδιές. Πολλοί ορεινοί τόποι της ηπειρωτικής Ελλάδας θα ζήλευαν την πυκνότητα και την ποικιλία της βλάστησης της Τήνου. Πού και πού προβάλλουν περιστεριώνες. Νά κι η παράξενη εκκλησούλα της Αγίας Άννας, αλλά κι ένα θέαμα, που για μας τουλάχιστον, είναι απόλυτα ασυνήθιστο: σ’ έναν θάμνο σπάρτου μια βασίλισσα μελισσών έχει δημιουργήσει ένα καινούργιο σμήνος, που κρέμεται σαν τσαμπί.
2 ώρες μετά την αναχώρησή μας (με αρκετές στάσεις) φτάνουμε στην Περάστρα. Μας υποδέχονται χήνες με δυνατές φωνές. Εναλλάσσονται οι εικόνες καθώς διασχίζουμε το χωριό: σκεπαστή πηγή νερού, σοκάκια και σκαλοπάτια, πέτρινο γεφύρι πάνω από το ρέμα, πελώριες αγριόλευκες, μεγάλη καθολική εκκλησία και δεύτερο γεφυράκι.
Βαδίζοντας τον τσιμεντόδρομο παράλληλα με το ρέμα μπαίνουμε σε μερικά λεπτά στα πρώτα σπίτια της Κώμης. Μεγάλο χωριό η Κώμη και ιδιαίτερα μακρύ, το διασχίζουμε κατά μήκος. Πλακόστρωτα δρομάκια, πλατεία με πλατάνια, μεγάλος καθολικός ναός και καμαροσκέπαστα στενά. Σε μαρμάρινο υπέρθυρο χρονολογία του 1824. Ένα πρατήριο άρτου, «Το Σπιτικό», λειτουργεί από το 1828. Τελειώνει η Κώμη και αρχίζει η πεδιάδα, η μεγαλύτερη της Τήνου. Συναντάμε τον Κάρολο Μέρλιν με την γυναίκα του και τις κόρες του, που από την παιδική τους ηλικία ακολουθούν τα χνάρια των γονιών τους στα μονοπάτια της Τήνου. Λίγη ώρα μετά η χαρούμενη πεζοπορική μας συντροφιά καταλήγει στην είσοδο του Κρόκου, στο «Παραδοσιακό Καφενείο της κυρα-Λένης». Ο εγγονός της ο Αντώνης μας φέρνει εξαιρετικές αγκινάρες Κώμης με λεμόνι και ομελέττες «φουρτάλια» με πιπεριές, λουκάνικο Τήνου, πατάτες και ό,τι άλλο λαχανικό επιλέγει κανείς. Πίνουμε το ωραίο κρασί του από την ποικιλία «Λευκό Ποταμίσιο» της περιοχής του Τριπόταμου.
Μια ακόμη υπέροχη μέρα τερματίζει στην Τήνο.
ΣΤΟ ΜΙΚΡΟ ΜΟΝΟΠΑΤΙ ΑΠΟ ΤΟ ΑΓΑΠΙ ΣΤΟ ΣΚΛΑΒΟΧΩΡΙ
Μερικά χιλιόμετρα ΒΔ της ΒΩΛΑΞ βρίσκεται ο οικισμός «Αγάπι», χτισμένος πάνω από τις όχθες μιας ρεματιάς, σε υψόμετρο 70 περίπου μέτρων. Ένας πλακόστρωτος δρομίσκος διασχίζει με νότια κατεύθυνση ανηφορικά το χωριό. Περνάμε κάτω από το κεντρικό καμαροσκέπαστο σοκάκι, που παρά τους ηλεκτρικούς λαμπτήρες του είναι σκοτεινό, αφού το μήκος του κάτω από την καμάρα πλησιάζει τα 50 μέτρα! Το χωριό μας αποκαλύπτει συνεχώς σοκάκια που φεύγουν από τον κεντρικό δρομίσκο με σκαλοπάτια, πολλές και ωραίες λιθανάγλυφες παραστάσεις στα υπέρθυρα των σπιτιών. Στα δυτικά του χωριού, οι πλαγιές της ρεματιάς είναι κατάσπαρτες από παλιούς και ωραίους περιστεριώνες.
Σ’ ένα 10λεπτο φτάνουμε σε εκκλησούλα, στο νότιο άκρο του χωριού. Από εδώ ξεκινάνε δύο μονοπάτια: ένα με κατεύθυνση προς Βωλάξ κι ένα άλλο προς Σκλαβοχώρι. Κατηφορίζουμε για τον αντικρινό μικρό οικισμό. Σκαλοπάτια και ρεματιά με αρκετό νερό, που προέρχεται από τα υψίπεδα της Βωλάξ. Περνάμε απέναντι με τσιμεντένιο γεφυράκι. Καλντερίμι και λίθινα σκαλοπάτια ανηφορίζουν ανάμεσα σε ζούγκλα, συνηθισμένο φαινόμενο στα αχρησιμοποίητα μονοπάτια. (Όλος ο κόσμος φτάνει στο Σκλαβοχώρι με αυτοκίνητο κι όχι με τα πόδια από τ’ Αγάπι). Σ’ ένα 20λεπτο από την εκκλησία φτάνουμε στο μικρό χωριό, σε υψόμετρο 160 μέτρων. Στην πλατειούλα μας υποδέχεται η εκπληκτική μαρμάρινη προτομή μιας μεγάλης μορφής της ελληνικής ζωγραφικής του 19ου αιώνα, του Νικόλαου Γύζη, γεννημένου στο Σκλαβοχώρι (1842-1901).
ΘΑΥΜΑΖΟΝΤΑΣ ΤΟΥΣ ΘΡΥΛΙΚΟΥΣ ΠΕΡΙΣΤΕΡΙΩΝΕΣ ΤΗΣ ΤΗΝΟΥ
Για τους Περιστεριώνες της Τήνου τί να πει κανείς! Έχουν τόσα πολλά γραφτεί, έχουν τόσο πολύ φωτογραφηθεί. Είναι, όπως γράφει ο Αλέκος Φλωράκης (11) «το χαρακτηριστικό οικοδόμημα της τηνιακής υπαίθρου. Διώροφοι, λιθόκτιστοι, με γεωμετρικό διάκοσμο από μικρές σχιστολιθικές πλάκες, ξεπερνούν τους χίλιους, χτισμένοι σε μέρη κατάλληλα για να έχουν τα περιστέρια «καλή πεταξιά». (12) Πολλούς περιστεριώνες έχουμε ήδη συναντήσει σ’ αυτή την σχεδόν άγνωστη -στις λεπτομέρειές της- αλλά υπέροχη ενδοχώρα. Γράφει σχετικά η Δ. Βώκου: (13) «έκπληξη και θαυμασμό προκαλούν στον ανυποψίαστο επισκέπτη της Τήνου αυτά τα περίεργα χτίσματα που ξεφυτρώνουν παντού, στο χρώμα της πέτρας ή σε αστραφτερή λευκότητα… διαχέοντας ολόγυρα την αίσθηση μιας κρυμμένης αξίας, που ξεπερνάει τα στενά όρια της αξίας χρήσης του, της απλής στέγασης περιστεριών».
Οι Περιστεριώνες στην Τήνο
Από πότε όμως υπάρχουν στην Τήνο περιστεριώνες και περιστέρια; Το περιστέρι ήταν γνωστό στην Μεσαιωνική Ευρώπη και φυσικά στους Ενετούς, που έφτασαν στην Τήνο το 1207 και έφυγαν το 1715. Ωστόσο, δεν υπάρχει καμιά ιστορική μαρτυρία για ύπαρξη περιστεριών και περιστεριώνων από την εποχή των Ενετών. Η πιο παλιά αξιόπιστη πληροφορία για περιστεριώνα είναι το 1726, στην διαθήκη ενός καθολικού παπά.
Αρχιτεκτονική των περιστεριώνων
Στο θαυμάσιο βιβλίο για τους «Περιστεριώνες της Τήνου», διαβάζουμε ακόμη, ότι ένας μέτριος, απλός περιστεριώνας, μπορεί να είναι ένα απλό ορθογώνιο κτίσμα, διαστάσεων 3x4x5 περίπου, κλειστό και καλά προστατευμένο, με μια είσοδο για τον ιδιοκτήτη και μικρά ανοίγματα για το πέρασμα των πουλιών.
Όλοι οι περιστεριώνες της Τήνου, με εξαίρεση ένα μοναδικό παράδειγμα καμπυλόγραμμου – κυκλικού περιστεριώνα έξω από την Χώρα, είναι κτίρια ευθύγραμμα, ανεξάρτητα και, κατά κύριο λόγο, αυτοτελή μέσα στο χώρο. Άλλοι είναι απομονωμένοι, απομακρυσμένοι ο ένας από τον άλλο, συνήθως όμως βρίσκονται συγκεντρωμένοι σε μικρή απόσταση μεταξύ τους. Εκεί σχηματίζουν «συνοικίες» στις καταλληλότερες περιοχές, όπως στις λαγκαδιές του Ταραμπάδου, της Αγάπης, του Κρόκου. Περάστρας, της Λειβάδας, της Ποταμιάς.
Ο προσανατολισμός των περιστεριώνων είναι πάντα προς τη ρεματιά και μάλιστα προς την πιο απάνεμη πλευρά. Η διακόσμηση των εξωτερικών επιφανειών βρίσκεται πάντα στις προστατευμένες πλευρές και είναι χωρισμένη σε οριζόντια διαζώματα, από ένα έως πέντε. Τα πολλά διαζώματα είναι αυτά που κυρίως επιτείνουν την εντύπωση του μεγάλου, υψηλού και πολυώροφου κτιρίου.
Τελειώνουμε το άρθρο μας για την Τήνο με μερικά αποσπάσματα από τον Επίλογο του θαυμάσιου βιβλίου των Δ. Βαλλιάνου – Δ. Βώκου: «Οι περιστεριώνες της Τήνου, εξαπλωμένοι σ’ όλη την έκταση του νησιού, ορθώνονται σαν πύργοι στις λοφοπλαγιές και ρεματιές, μέσα στα χωράφια και στα μποστάνια. Κοσμημένοι με πέτρινα κεντίδια, ολόλευκοι ή στο χρώμα της πέτρας, πολυάριθμοι σε άπειρες παραλλαγές δικαιώνουν την περηφάνεια των Τηνιακών, που ισχυρίζονται πως «από τους χίλιους περιστεριώνες του νησιού κανείς δεν είναι όμοιος με τον άλλον…
Κι ο συναγωνισμός ιδιοκτητών και μαστόρων για τον πιο όμορφο, τον πιο πλούσιο, ήταν η κινητήρια δύναμη για να δημιουργηθούν αυτά τα μοναδικά στον κόσμο μνημεία της λαϊκής τέχνης. Άγνωστοι στους πολλούς, όπως άλλωστε και η ίδια η Τήνος με τους άπειρους θησαυρούς της, πρέπει κάποτε επιτέλους να καταλάβουν τη θέση που δικαιωματικά τους ανήκει».
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
(1) Σύμφωνα με τον μύθο, κατά την επιστροφή από την Αργοναυτική εκστρατεία ο Ηρακλής, που είχε έχθρα με τον Βορέα, κυνήγησε τους δυο γιους του, τον Ζήτι και τον Κάλαϊ. Αυτοί, φτερωτοί όπως ήταν, πέταξαν στην Τήνο, εκεί όμως τους πρόλαβε και τους φόνευσε ο Ηρακλής. Στους τάφους τους πάνω στην κορυφή του βουνού, τοποθετήθηκαν δυο ογκόλιθοι, που εσείοντο αέναα, άλλοτε περισσότερο κι άλλοτε λιγότερο, ανάλογα με την ένταση που φυσούσε ο πατέρας τους ο Βορέας.
(2) «ΦΑΡΟΙ, ΠΕΤΡΑ ΚΑΙ ΦΩΣ», 1997.
(3) «Οι Περιστεριώνες της ΤΗΝΟΥ», ΑΘΗΝΑ 2001.
(4) «ΒΩΛΑΞ-ΕΞΩΜΠΟΥΡΓΚΟ, ΕΝΑ ΓΡΑΝΙΤΙΚΟ ΠΕΔΙΟ», στο λεύκωμα του Αντώνη Νικολόπουλου «Βωλάξ, τα γλυπτά της φύσης στην Τήνο».
(5) ΤΗΝΟΣ, ΤΟ ΜΙΚΡΟ ΟΔΟΙΠΟΡΙΚΟ, ΑΘΗΝΑ 1993.
(6) «ΒΩΛΑΞ-ΕΞΩΜΠΟΥΡΓΚΟ, ΕΝΑ ΓΡΑΝΙΤΙΚΟ ΠΕΔΙΟ», οπ.π.
(7) Για την ιστορία το κόστος είναι 14.5 ευρώ.
(8) «ΣΥΝΤΟΜΗ ΕΠΙΣΚΟΠΗΣΗ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΤΗΝΟΥ», στο βιβλίο «ΤΗΝΟΣ ΙΣΤΟΡΙΑ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ», ΤΟΜΟΣ Α’, σελ. 77 και επόμ.
(9) «ΚΑΣΤΡΑ-ΤΑΞΙΔΙΑ», 1985.
(10) Πιστεύεται, ότι οι εκκλησίες και τα ξωκκλήσια στην Τήνο, πρέπει συνολικά να πλησιάζουν τις 2000!
(11) «Ο ΛΑΪΚΟΣ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ ΤΗΣ ΤΗΝΟΥ», στο βιβλίο «ΤΗΝΟΣ, ΙΣΤΟΡΙΑ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ», ΤΟΜΟΣ Β’, 2006.
(12) Σύμφωνα με πληροφορία του Κάρολου Μέρλιν ο αριθμός τους ανέρχεται στους 1135!
(13) «ΟΙ ΠΕΡΙΣΤΕΡΙΩΝΕΣ ΤΗΣ ΤΗΝΟΥ», 2001.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
-(Ομάδα επιστημόνων) «ΤΗΝΟΣ ΙΣΤΟΡΙΑ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ», ΤΟΜΟΣ Α’ – ΤΟΜΟΣ Β’, επιμ. Εκδ. Π. Μάρκος Φώσκολος, Δήμος Εξώμβουργου Τήνου 2005, εκδ. «ΔΕΔΕ-ΜΑΔΗ», ΑΘΗΝΑ.
-Δ. Βαλλιάνου – Δ. Βώκου, «Οι Περιστεριώνες της ΤΗΝΟΥ», εκδ. ΕΡΙΝΝΗ, ΑΘΗΝΑ 2001.
-Κώστας Γ Αλεξόπουλος, «ΤΗΝΟΣ ΤΟ ΜΙΚΡΟ ΟΔΟΙΠΟΡΙΚΟ», εκδ. ΕΡΙΝΝΗ, ΑΘΗΝΑ 1993.
-Γιάννης Π. Γκίκας, «ΚΑΣΤΡΑ-ΤΑΞΙΔΙΑ», Γ’ ΤΟΜΟΣ, εκδ. ΟΙΚΟΣ «ΑΣΤΗΡ», ΑΘΗΝΑ 1985.
-Εταιρεία Τηνιακών Μελετών, «ΤΗΝΟΣ ΤΑ ΚΑΤΩ ΜΕΡΗ», ΑΘΗΝΑ 2001.
-Εταιρεία Τηνιακών Μελετών, «ΤΗΝΙΑΚΑ, ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΗ ΠΕΡΙΟΔΙΚΗ ΕΚΔΟΣΗ», ΤΟΜΟΣ 1, ΑΘΗΝΑ 1996.
-Αντώνης Νικολόπουλος, «Βωλάξ τα γλυπτά της φύσης στην Τήνο», εκδ. Graphic Art Δημιουργίες, Τήνος 2003.
-Γιάννης Σκουλάς, «ΦΑΡΟΙ ΠΕΤΡΑ ΚΑΙ ΦΩΣ», εκδ. ΑΜΜΟΣ, ΑΘΗΝΑ 1997.
ΕΠΙΛΟΓΟΣ
Κράτησα για ΕΠΙΛΟΓΟ ένα κείμενο του Κυριάκου Παπαγεωργίου. Το’ γραψε στην Δυτική Τήνο, τον Μάη του 2004. Από τότε ο καλός μας φίλος μας παρακινούσε συνεχώς, να επισκεφτούμε επιτέλους το πανέμορφο νησί.
ΕΞΩ ΜΕΡΙΑ ΤΗΝΟΥ: ΤΟ ΜΟΥΣΕΙΟ ΜΙΑΣ ΣΠΑΝΙΑΣ ΚΛΗΡΟΝΟΜΙΑΣ
Ολόκληρη η εξοχή της Τήνου αποτελεί ένα μουσείο λαϊκής μαστοριάς και σπάνιας αρχιτεκτονικής ύλης.
Όσες φορές κι αν βρεθεί και περιοδεύσει κανένας το υπαίθριο αυτό μουσείο, θα έχει κάτι καινούργιο να ιδεί και να θαυμάσει. Είναι πρωτότυπο και διαθέτει μια ξεχωριστεί δυναμική, γι αυτό και θεωρείται μοναδικό σε ολόκληρο το αρχιπέλαγος.
Για το λόγο λοιπόν αυτό αποφάσισα να περιοδεύσω το μουσείο της τηνιακής ενδοχώρας, αφήνοντας κατά μέρος την Επάνω και την Κάτω Μεριά του νησιού -όπως τις αποκαλούν οι ντόπιοι- και βαδίζοντας τις εξοχές της Έξω Μεριάς της Τήνου.
Έχω αφήσει πίσω μου τ’ αερικά και τα ξώμπουργα. Έχω καβαλλήσει βώλακες, πλαγιές κι αυχένες. Αλλά κι εκείνη τη θάλασσα, τη ρουφήχτρα των καημών, την έχω απαρατήσει. Κι ας είναι κλώστρα γόων και στεναγμών.
Στέκομαι πια μπροστά στους πίνακες των λόφων και των πρανών, με τα στέκια των περιστεριών και τα γλυπτά ξωκκλήσια.
Αναμετρώ τους όγκους, τις γραμμές, τα χρώματα.
Ποιά Αναγέννηση -στοχάζομαι- μπορεί καλύτερα ν’ αποδώσει ετούτη την impression της λαϊκής σοφίας; Αλλά και ποιά φαντασία μπορεί ν’ αναβλύσει από τα σύμβολα της καφετιάς πετραδερής ύλης;
Πίσω ασφαλώς από τα στεγανά διαμερίσματα του φωτός αναδύεται η μυστική σχέση του καλλιτέχνη με την πρώτη του ύλη. Το γυμνό σχέδιο…
Στην αρχή οι πίνακες αυτοί μού φαίνονται άχρονοι και στενόχωροι.
Σαν όμως το βλέμμα ασκηθεί και λίγο εμβαθύνει -κι άλλο τόσο επιμείνει- σ’ αυτό το αχανές γκρίζο, των βράχων και των θάμνων -αλλά και γκρίζο του αναπάντεχου λευκού, που αναβλύζει απ’ τα ράμφη των περιστεριών και τις ρωγμές των κωδωνοστασίων- το βλέμμα λοιπόν ετούτο, με το ακαταπόνητο εργαλείο του στοχασμού, θ’ αποκαλύψει στην εκστατική ψυχή όλο το μεγαλείο της τέχνης που παραμένει έως τότε μυστική και αθέατη.
Γιατί, ύστερα από τ’ αποκαλυπτήρια, το βλέμμα και η ψυχή αποκτούν τέτοια προσληπτικότητα, που ο κάθε ερεθισμός ανατρέπει όλες τις κοινές ισορροπίες.
Φτάνω στο έσχατο τηνιοχώρι, το Μαρλά. Κυαλάρω το ξωκκλήσι στον Προφητηλία, που φαίνεται σα μια κουκίδα στο βάθος του πίνακα και μεταποιεί τη φαντασία, την ανακαλεί κι έτσι αρχίζει ν’ αρθρώνεται μια καινούργια γλώσσα -μια νέα αλφαβήτα της εικόνας- εύφλεκτη και εύλεκτη μαζί. Νά το ατόφιο μοντέλο του καλλιτέχνη!
Τα ισότοπα της Εικόνας μετατρέπονται βαθμιαία σε πολυχώρους του Φωτός που αρχή και τέλος έχουν την ενεργειακή φόρτιση της ψυχής.
Ακόμα κι η μεταφυσική εικόνα, που αναβλύζει από τα μάτια της αντικρινής Άνδρου, με αντικατοπτρισμούς, σηματοδοτεί την υπεροχή και το θαύμα αυτής της κολπικής μαγείας που σφηνώνει στην απέναντι άκρη -στον Κουμελά και στο Μαλί-, εκεί κάτω στα Κόκκινα Γκρέμνα, πέρα από κάθε οπτική κατεργασμένη μνήμη. Ένα λαξεμένο χερσονήσι, τυλιγμένο μ’ αφιλόξενα βράχια και μόνιμους κάτοικους δυό θαλασσοκόρακες, λίγα ερίφια, θηλιασμένα χερόποδα και μια λευκότητα, στιβαρή εναντίωση στο θλιβερό γκρίζο….
Δε μιλώ για το φόντο σε όλους αυτούς τους πίνακες της ενδοχώρας: Περιττεύει να στοχαστώ τη θάλασσα από το ύψος μιας Παναγίτσας ή ενός Αγιο-Σώστη, γιατί κινδυνεύω να εξανθρωπίσω τη θεία ενατένιση.
Αφήνω την έννοια -και τη μήτρα- της Αγιοθάλασσας, για τους μελλοντικούς κριτές των Σημείων.
Πιάνω όμως απ’ τα μαλλιά όλες τις πλαγιές και τις βαθιές λεκάνες της τηνιακής γης. Από την Αγία Υπακοή ως τη Θεοσκέπαστη. Καταλήγοντας σ’ αυτό το χωριό που ακούει στο κραταιό όνομα Αγάπη. Με την υπέροχη θαυμαστή λαγκαδιά, τους περιστεριώνες, τα ξινάρια (1), το μέγα ρέμα (ναι, μέγα ρέμα), τα ρακεζιά (2), τις επάλξεις, τις ρούγες, καθώς και κείνη την απαράμιλλη τεκτονική των λαϊκών μαστόρων. Και τότε δοκιμάζω την πιο μεγάλη έκπληξη! Θωπεύω με τα μάτια -μάτια αθεράπευτα εξονυχιστικά- όλη την Ομορφιά και την αφόρητη ακολασία της σχέσης Υποκειμένου-Ύλης…
Η κάθε πέτρα, το κάθε χόρτο, -το ασκαλιάρι (3) κι η ριγανίτσα- η πιο μικρή ανάταση ζωής, που κρύβεται σ’ αυτούς τους πίνακες, θεριεύει, κινείται κι εν τέλει γίνεται ένα πολυδύναμο κριτήριο ζωής. Κι ένα κατακλυσμιαίο έργο τέχνης.
Τότε, ο κάθε Προφητηλίας κι η κάθε Παναγίτσα, που εξομολογούνται την ερημία τους στο άπειρο φως, αποτελούν, μαζί με τον ασβέστη, το σχιστόλιθο και το ασκαλιάρι της εξοχής, το αειθαλές στοιχείο αυτής της υψηλόπνοης Τέχνης.
Δυτική Τήνος, 15-5-2004
(1) Ξινάρι – διαμορφωμένος σκεπαστός χώρος πηγής και πέτρινου πλυσταριού, με κεφαλάρι, πέτρινες λεκάνες, υδρορροές, αλλά και τόπος συνάντησης των γυναικών του χωριού.
(2) Ρακεζιά – Τα ρακοκάζανα κι οι αποστακτήρες.
(3) Ασκαλιάρι – Ενδημικό φυρό της Τήνου.