Όταν την ατενίζουμε απ’ τους αντικρινούς Φούρνους, μας δείχνει έναν γυμνό ορεινό όγκο με δίδυμες, αφιλόξενες κορυφές. Είναι η νήσος Θύμαινα με τις κορυφές της Βάρδια και Πάππα. Αυτή, όμως, η απωθητική, ίσως μακρινή εικόνα ελάχιστα αποκαλύπτει από τα συναρπαστικά σημεία του νησιού: την αμφιθεατρική Χώρα με το λιμανάκι και τα παμπάλαια σκαλοπάτια, την όμορφη ενδοχώρα με το θεαματικό ξωκκλήσι του Αγίου Γεωργίου, την απόκρυφη και μοναχική Κεραμειδού, με τα δωμάτια και την ταβερνούλα, τους υπέροχους κολπίσκους, την θεϊκή γαλήνη και ηρεμία. Στο περίπλου της ακτογραμμής συναντάμε θαλασσοσπηλιές και ορμίσκους μαγευτικούς.
-Το μονοπάτι της Σελάδας κοιτάς ακόμα;
Κουνάω το κεφάλι μου καταφατικά.
-Ναι, Μανώλη, η κορυφή του Πάππα δεν λέει να βγεί απ’ το μυαλό μου.
-Ε, δεν έχεις κι άδικο, μετά απ’ όσα τράβηξες εκεί πάνω.
Μ’ αυτά τα λόγια ο Μανώλης Μαρκάκης απιθώνει στο τραπέζι τον πρώτο μου πρωινό ελληνικό καφέ. Ύστερα κάθεται δίπλα μου. Αφήνω το βλέμμα γι’ άλλη μια φορά να πλανηθεί στον αντικρινό, κωνικό όγκο της Θύμαινας. Πάνω από τον οικισμό εντοπίζω το ανεπαίσθητο ίχνος του ανηφορικού μονοπατιού ως τη «Σελάδα». Είναι ο καμπύλος αυχένας με σχήμα σέλας, ανάμεσα στις δυο ψηλότερες κορυφές του νησιού, της Βάρδιας και του Πάππα.
Επανέρχονται οι μνήμες του περσινού καλοκαιριού από την ανάβαση στον Πάππα: η καταρρακτώδης βροχή, οι ομίχλες, η καταστροφή της μηχανής. Ήταν οδυνηρή η εμπειρία μας από το εγχείρημα στον Πάππα. Εξίσου μεγάλη όμως ήταν η αποφασιστικότητά μας να επιστρέψουμε κάποια μέρα.
–Σκοπεύεις λοιπόν να ξανανέβεις στον Πάππα; ρωτάει ο Μανώλης.
-Οπωσδήποτε. Δεν βλέπω την ώρα ν’ αγναντέψω τους Φούρνους από κει πάνω. Χωρίς ομίχλες και βροχές. Σκέφτομαι, μάλιστα, να σου προτείνω να συμμετάσχεις.
-Εγώ; Θ’ αστειεύεσαι, βέβαια. Πάνε τριάντα χρόνια που ανέβηκα στον Πάππα, τώρα πια θα’ ναι δύσκολο για μένα.
-Καλά, Μανώλη. Όταν θα’ ρθει εκείνη η ώρα, τα ξαναλέμε…
ΣΤΗΝ ΓΑΛΗΝΗ ΤΗΣ «ΚΕΡΑΜΕΙΔΟΥΣ»
13 λοιπόν μήνες μετά τον Ιούνιο του 2010, ξαναβρισκόμαστε στους Φούρνους. Όλα μάς φαίνονται οικεία και φιλικά, σαν να μή λείψαμε καθόλου. Μέσα σ’ ελάχιστα λεπτά γεφυρώνεται στη μνήμη το χρονικό κενό των 13 μηνών. Ξαναπίνουμε τον πρωινό καφέ μας στη σκιά των αρμυρικιών, χαζεύουμε τα ολοζώντανα ψάρια και αστακούς που φέρνουν στο λιμάνι τα καϊκάκια, τρέχουμε από αμμουδιά σε αμμουδιά και βουτάμε σε κρυστάλλινα νερά, χαιρόμαστε κάθε στιγμή σ’ αυτό τον ωραίο τόπο, τον τόσο αγαπητό σε Έλληνες και ξένους.
Ωστόσο, δεν φεύγει απ’ το μυαλό μας και η Θύμαινα. Το μόνο που ως τώρα γνωρίσαμε απ’ αυτήν ήταν η κορυφή της, τυλιγμένη στις ομίχλες, ανεμοδαρμένη και μουσκεμένη απ’ τη βροχή. Είναι ώρα ν’ ανακαλύψουμε τι άλλο κρύβει πίσω από το αυστηρό παρουσιαστικό του το νησί.
Στον πηγαιμό μας για τη Θύμαινα «δεν είναι μακρύς ο δρόμος». Μόλις ένα 10λεπτο κρατάει το ταξίδι μας από το λιμάνι των Φούρνων ως το μικρολίμανο του νησιού. Θα μπορούσαμε να μείνουμε στον κύριο οικισμό, με τα καφενεία και ταβερνάκια, την κίνηση του λιμανιού, τις έντονες κλίσεις και τα πάμπολλα σκαλοπάτια. Προτιμάμε την απόλυτη γαλήνη του συνοικισμού της Κεραμειδούς. Για να φτάσουμε ως αυτό το ιδιωτικό ησυχαστήριο, είμαστε υποχρεωμένοι να περπατήσουμε σχεδόν μισή ώρα απ’ το λιμάνι.(1)
Μετά τον ανηφορικό χωματόδρομο, φτάνουμε σε αυχένα με το εκκλησάκι του Αγ. Δημητρίου. Από εκεί αγναντεύουμε για πρώτη φορά χαμηλότερα τον γοητευτικό όρμο και τον συνοικισμό της Κεραμειδούς. 187 ασβεστοχρισμένα και ξεκούραστα σκαλοπάτια μας οδηγούν στο επίπεδο της θάλασσας. Τρία εκκλησάκια, καμιά δεκαριά μικρόσπιτα, ένα ταβερνάκι κι από πάνω τρία ενοικιαζόμενα δωμάτια. Αυτή είναι όλη κι όλη η υποδομή του τόπου. Λιτότατη, σχεδόν οικογενειακή. Στα διάφανα νερά του όρμου είναι αραγμένα λιγοστά μικροκάϊκα και βαρκούλες. Στην αμμουδερή παραλία κυριαρχούν με τον εντυπωσιακό τους όγκο και την παχειά σκιά μερικά γέρικα αρμυρίκια. Είναι τα πολυτιμότερα και πιο σκληροτράχηλα δέντρα των ελληνικών ακτογραμμών.
Σ’ αυτή την σκιερή όαση, τρία μόλις μέτρα απ’ το νερό, μας στρώνει το τραπέζι η Νίκη Κοτταρά. Ένα ασίγαστο δροσερό μελτέμι μεταβάλλει το θερμό καλοκαιριάτικο μεσημέρι σε μια απόλυτα ευχάριστη εποχή, που συναντάει κανείς μόνον στα νησιά. 10 χρόνια τώρα λειτουργεί το ταβερνάκι της οικογένειας Κοτταρά, του Αργύρη, της κυρα-Πόπης και της Νίκης. Σ’ αυτά τα χρόνια έγινε πασίγνωστη η κουζίνα του μαγαζιού. Όχι για γευστικές δημιουργίες εξωτικές και πολύπλοκες αλλά για την παραδοσιακή ελληνική κουζίνα της οικογένειας με τα αγνά υλικά του τόπου, όπως το κατσικάκι Θύμαινας κοκκινιστό ή λεμονάτο, νοστιμώτατος μουσακάς και γεμιστά, ουζομεζέδες και διάφορα κεφτεδάκια, ολόφρεσκα ντόπια ψάρια και καλαμάρι. Δεν θα μπορούσε να λείπει η περίφημη αστακομακαρονάδα.
–Υπάρχει καμιά πράσινη σαλάτα, τίποτε βλήτα; ρωτάω τη Νίκη.
-Βλήτα όχι, έχουμε όμως «μόπλευρο».
-Και τί είναι το μόπλευρο;
-Θα σας φέρω να δοκιμάσετε.
Είναι βραστή πράσινη σαλάτα με λάδι και ξυδάκι, που θυμίζει λίγο τα βλήτα αλλά έχει τη δικιά του πολύ ωραία γεύση.
–Φυτρώνει στο Αλατσονήσι, το βρίσκουμε όμως και στη Χρυσομηλιά των Φούρνων αλλά και στην αντικρινή Ικαρία, μας εξηγεί η Νίκη.
Απομεσήμερο Ιούλη. Σ’ όλη την ηπειρωτική Ελλάδα τούτη η ώρα είναι φλογερή. Όχι όμως και στη Θύμαινα και, πολύ περισσότερο, στο κατάλυμα της Κεραμειδούς. Το δωμάτιό μας, εκτός από την θαυμάσια θέα του μπαλκονιού, είναι απολύτως διαμπερές. Έτσι το μελτέμι εισχωρεί ανεμπόδιστα και μας χαρίζει μια, σχεδόν μόνιμη δροσιά.
ΠΑΡΑΠΛΕΟΝΤΑΣ ΤΗΝ ΑΚΤΟΓΡΑΜΜΗ
Με φουσκωτό σκάφος, που αψηφάει το δυνατό μελτέμι, καταφθάνουν ενισχύσεις από τους Φούρνους. Καπετάνιος ο Μάνος Μύτικας από τη Θύμαινα, στέλεχος του Δήμου Φούρνων. Πλήρωμα ο φίλος του Κώστας Κορόζης, φιλόλογος, στεριανός από τη Θήβα αλλά ενθουσιώδης -αν και όψιμος- λάτρης της θάλασσας και των Φούρνων.
-Ήρθαμε να σας πάρουμε για μια βόλτα στις ακτές, λέει ο Μάνος.
-Πού θα βγούμε έξω με τούτο τον καιρό;
-Θα κινηθούμε στις νότιες παραλίες, που απαγκειάζουν.
Απ’ το ξύλινο μολάκι της Κεραμειδούς πηδάμε στην «Άπνοια», το φουσκωτό σκάφος του Μάνου. Καθώς η «Άπνοια» εγκαταλείπει την άπνοια του κόλπου, μας βρίσκει ένα ελαφρό μελτέμι, που μόλις ρυτιδώνει το νερό. Σ’ ένα δίλεπτο μπαίνουμε στην ήρεμη αγκαλιά του όρμου Λάκκος. Είναι ωραία, διάφανα νερά, απόλυτα προφυλαγμένα απ’ το βοριά.
–Να’ ρθετε οπωσδήποτε εδώ για μια βουτιά, λέει ο Μάνος. Το μονοπάτι απ’ την Κεραμειδού είναι σύντομο και βατό.
Ωστόσο, όσο βελούδινα είναι τα νερά του κόλπου, άλλο τόσο άγριες είναι οι πλαγιές που καταλήγουν στην ακτή. Στα δυτικά, ιδιαίτερα, όπου δεσπόζει ο βραχώδης λόφος «Τσίμπες», είναι πολύ απότομα τα πρανή. Μοναδική ήπια, όσο και απρόσμενη παρένθεση στην τραχειά ακτογραμμή είναι το «Νεράκι», μια λιλιπούτεια βοτσαλωτή ακτή, ολότελα απρόσιτη από το μέρος της στεριάς. Να και οι βραχονησίδες «Λεμονόπετρες».
–Εδώ συχνάζει και μια φώκια, σχολιάζει ο Μάνος.
Μερικά μίλια στ’ ανοιχτά ορθώνεται το ογκώδες Αλατσονήσι.(2) Παραπλέουμε την βραχώδη ακτή μετά τις Λεμονόπετρες. Ο ογκώδης λόφος Τσίμπες κρατάει τα νερά προφυλαγμένα απ’ το βοριά. Ωστόσο, καθώς καβαντζάρουμε τον κάβο «Σκαλί», μας βρίσκει καταπρόσωπο ο καιρός μ’ όλα του τα μποφόρ. Το χτύπημα στα κύματα δεν κρατάει παραπάνω από τρία λεπτά. Όσο πλησιάζουμε στην ακτή ησυχάζουν τα νερά και κάποια στιγμή γαληνεύουν εντελώς. Βρισκόμαστε στο διάσημο «Κλεφτολίμανο», έναν όρμο απαράμιλλης ομορφιάς, με την είσοδό του αθέατη ως την τελευταία στιγμή. Είναι μια φυσική πισίνα με διαυγέστατα νερά, που παρέχει απάνεμο αραξοβόλι σχεδόν με όλους τους καιρούς. Δένουμε το σκάφος, πηδάμε στα βράχια της ακτής και βγαίνουμε σε μια βοτσαλωτή, μικροσκοπική ακτή. Με άνοιγμα μόλις 10 μέτρων ένα μοναδικό γέρικο αρμυρίκι, η ακτούλα είναι εντελώς ιδιωτική.
Καθόμαστε στη δροσιά της πολύτιμης σκιάς. Κάποιοι βουτούν στα διάφανα νερά. Παρακολουθούμε την επιφάνεια του Κλεφτολίμανου, άλλοτε ακίνητη κι άλλοτε ελαφρά ρυτιδωμένη από τα στροβιλίσματα του ανέμου.
Εγκαταλείπουμε το Κλεφτολίμανο συνεχίζοντας προς τα δυτικά. Απόλυτα βραχώδης ακτογραμμή, αφιλόξενη και αλίμενη. Το μόνο της πλεονέκτημα είναι η προστασία απ’ τους βοριάδες. Αναφέρει ποικίλες ντόπιες ονομασίες ο Μάνος. Η πιο χαρακτηριστική είναι τα «Πολεμικά», ένα σχετικά προσιτό τμήμα της ακτής με τέσσερα μικρά τσιμεντένια μολάκια. Εκεί μπορούν να δένουν κατά τη διάρκεια ασκήσεων μικρά σκάφη του Πολεμικού μας Ναυτικού. Μεσολαβούν διαδοχικοί όρμοι, που περιβάλλονται από ασβεστολιθικούς γκρεμούς, κάθετους σχεδόν, όπου το μόνο που φυτρώνει είναι λιγοστές φίδες, διάσπαρτες εδώ κι εκεί.
Πλησιάζουμε τον κάβο «Τραχήλι», τον δυτικότερο του νησιού.
-Παιδιά ετοιμαστείτε, λέει ο καπετάνιος μας, έξω από τον κάβο υπάρχει πιθανότητα να βραχούμε. Ίσως μάλιστα να μην καταφέρουμε να συνεχίσουμε την πορεία μας.
Το Τραχήλι είναι η τελευταία μας προστασία. Αμέσως μετά, έρμαιο στο βοριά, εκτείνεται το φοβερό μπουγάζι του Ικαρίου Πελάγους, φόβητρο των ναυτικών από την αρχαιότητα ως τις μέρες μας. Κοχλάζει μπροστά μας η επιφάνεια της θάλασσας, οι αφροί των κυμάτων διασκορπίζονται σε αμέτρητα σταγονίδια απ’ το φύσημα του βοριά. Έτσι, δεν προλαβαίνουμε να κάνουμε ούτε 20 μέτρα κόντρα στον καιρό. Τρώμε μερικά άγρια χτυπήματα, γευόμαστε την αλμύρα των κυμάτων και, σαν κυνηγημένοι, σπεύδουμε να βρούμε καταφύγιο πίσω απ’ τον όγκο του Τραχηλιού.
Στη διαδρομή της επιστροφής συναντάμε αρκετούς κορμοράνους, «καλοκατσούδες» στην τοπική ονομασία. Μετά την Κεραμειδού συνεχίζουμε βόρεια στο διαπόρι, ανάμεσα στην Θύμαινα και την μακρόστενη Κισηριά.(3) Εδώ είναι άγριος ο καιρός, ορθάνοιχτος στο βοριά. Με ελαττωμένη ταχύτητα περνάμε ανοιχτά από το λιμάνι της Θύμαινας και πολύ σύντομα φτάνουμε στην Φωκοσπηλιά, με τα ήρεμα νερά. Δένουμε το σκάφος και βουτάμε για τη σπηλιά.
Καθώς εισχωρούμε στη σκιά των τοιχωμάτων, η διαφορά της θερμοκρασίας είναι αισθητή. Βγαίνουμε στην βοτσαλωτή ακτή, με άνοιγμα όχι παραπάνω από 15 μέτρα. Τα τοιχώματα είναι διακοσμημένα με λιτούς παραπετασματοειδείς σταλακτίτες, ενώ το μέγιστο ύψος της οροφής πλησιάζει τα 7 μέτρα. Παρατηρούμε τους ποικίλους χρωματισμούς των τοιχωμάτων, τις παράξενες αποχρώσεις που παίρνουν τα νερά. Είναι όμορφα στην Φωκοσπηλιά. Και θα’ ταν πολύ ωραιότερα ακόμη, αν μας έκανε τη χάρη να εμφανιστεί κάποια φώκια με το μικρό της…
ΣΤΟ ΞΩΚΚΛΗΣΙ ΤΟΥ ΑΗ-ΓΙΩΡΓΗ
–Σας προσκαλώ τώρα σε μια περιήγηση στεριανή, ως το ξωκκλήσι του Αη-Γιώργη. Το έχτισε ο παππούς μου, λέει ο Μάνος.
Από την παραλία της Κεραμειδούς ανηφορίζουμε την γνωστή μας ασβεστωμένη σκάλα με τα 187 ξεκούραστα σκαλοπάτια.
–Κάποτε, σε ηλικία 15 χρόνων, δούλεψα εδώ, λέει ο Μάνος.
Σκύβει στο 20ο σκαλοπάτι και μας δείχνει τα χαραγμένα στο τσιμέντο αρχικά «ΜΜ» του ονόματός του (Μανώλης Μύτικας).
–Έτσι συνδέθηκε ανεξίτηλα το όνομά μου με την σκάλα, λέει ο φίλος μας γελώντας.
Παίρνουμε τον χωματόδρομο από την κορυφή της σκάλας. Η εικόνα του όρμου της Κεραμειδούς είναι και πάλι εκπληκτική. Φτάνουμε στον αυχένα, αφήνουμε χαμηλότερα τον οικισμό της Θύμαινας και συνεχίζουμε τον χωματόδρομο αριστερά προς την περιοχή του «Κάμπου». Αρχίζει μια γλυκύτατη κοιλάδα, η μεγαλύτερη της Θύμαινας, με ωραίους μαντρότοιχους, μερικές αγροτικές κατοικίες, πολλά ελιόδεντρα, συκιές και αμυγδαλιές. 25 σχεδόν λεπτά μετά την αναχώρησή μας φτάνουμε σε γηπεδάκι 5×5. Εδώ τελειώνει ο χωματόδρομος.
-Αν συνεχίζαμε δυτικά, σε μονοπάτι όχι ιδιαίτερα φανερό, θα φτάναμε σε 15 ως 20 λεπτά πάνω από το Κλεφτολίμανο, λέει ο Μάνος. Τώρα όμως ανηφορίζουμε προς τον Αη-Γιώργη.
Ν-ΝΔ από το γηπεδάκι βρίσκουμε ευκολοδιάβατο μονοπάτι που ανηφορίζει προς τις Τσίμπες. Κτήματα και ωραίες περιφράξεις με ενδιάμεσες σκουροκόκκινες πέτρες. Κάθε στιγμή εναλλάσσονται απέναντί μας εικόνες με πολύπλοκους συνδυασμούς από θάλασσες και στεριές, που συνιστούν αυτό το υπερθέαμα των Φούρνων, πραγματικά μοναδικό. Μακρυά στα ΒΑ εκτείνεται η μακρυά ράχη με τις κορυφές του Κόρακα και Φανά ενώ πιο πίσω, ψηλότερα ακόμη, ο ορίζοντας καταλήγει στον αυστηρό όγκο του Κέρκη. Περνάν τα βήματά μας ανάμεσα από χαμηλά πουρνάρια, σχοίνους και λαδανιές. Οι πιο ευωδιαστοί, βέβαια, εκπρόσωποι της χλωρίδας είναι το θυμάρι, η ρίγανη και το φασκόμηλο, η «αλιφασκιά», όπως την ονομάζει ο Μάνος. Υπάρχει, ωστόσο, και κάποιο άλλο βοτάνι, πολύ αρωματικό, που πρώτη φορά τυχαίνει να δω. Ούτε οι φίλοι μας το γνωρίζουν. Βάζω λοιπόν μερικά κλαδάκια στην τσέπη μου για να ρωτήσω κάποιον ηλικιωμένο του νησιού.
Σε 45’, με ελάχιστες μικροστάσεις, φτάνουμε στο ξωκκλήσι του Αη-Γιώργη. Είναι χτισμένο σε υψόμετρο 180 μέτρων, λίγο χαμηλότερα από την κορυφή Τσίμπες, στα 218 μέτρα. Πανέμορφο το ξωκκλήσι, μικροσκοπικό και πετρόχτιστο, με τσιμεντένιο μπαλκονάκι, που αγναντεύει τους Φούρνους και το πέλαγος, ως την Πάτμο, τους Αρκιούς και τους Λειψούς. Δίπλα υπάρχει δεξαμενή νερού και μικρό κελλί με τζάκι, λιτά έπιπλα και σκεύη, απλό κρεβάτι και παράθυρο στο πέλαγος.
–Σ’ αυτό το κελλάκι πέρασα μερικές από τις ωραιότερες στιγμές μου, λέει με νοσταλγία ο Μάνος.
Με ανηφορικό μονοπάτι βγαίνουμε μερικά μέτρα πάνω απ’ το ξωκκλήσι. Η θέα είναι περιμετρική και μοναδική, αποκαλύπτει όλες τις λεπτομέρειες της διαδρομής μας κι επιπλέον ένα τμήμα από τον ορεινό όγκο της Ικαρίας. Εδώ το μελτέμι φυσάει ασταμάτητα, πιο πολύ από οπουδήποτε αλλού. Για κάθε επισκέπτη της Θύμαινας αξίζει οπωσδήποτε μια ανάβαση ως τις Τσίμπες και το ξωκκλήσι του Αη-Γιώργη.
ΟΙΚΙΣΜΟΣ ΘΥΜΑΙΝΑΣ ΚΑΙ ΞΩΚΚΛΗΣΙ ΑΗ-ΝΙΚΟΛΑΚΗ
-Αξίζει να επισκεφτούμε άλλο ένα ξωκκλήσι, λέει ο Μάνος. Όχι στο βουνό αλλά στο επίπεδο της θάλασσας. Είναι ο Άγιος Νικόλαος, ο «Αη-Νικολάκης» των Θυμαινιωτών, στο βορειότερο άκρο του νησιού.
Ξεκινάμε λοιπόν με κατεύθυνση προς τα βόρεια. Σκαλοπάτια Κεραμειδούς -τόσο φιλικά πια-, χωματόδρομος και στη συνέχεια ο αυχένας. Παίρνουμε την διακλάδωση που κατηφορίζει προς το λιμάνι και φτάνουμε σε 25 συνολικά λεπτά. Ένας υγιεινός, πρωινός περίπατος.
Αν κάτι χαρακτηρίζει την Θύμαινα, αυτό είναι οι έντονες κλίσεις του οικισμού και τα πανταχού παρόντα σκαλοπάτια. Που για έναν ντόπιο αποτελούν, από τα πρώτα του κιόλας βήματα, αναπόσπαστο κομμάτι της ζωής του. Είμαι βέβαιος, πως ευκολότερα ένας Θυμαινιώτης ανεβοκατεβαίνει σκαλοπάτια, παρά βαδίζει σε ίσιους δρόμους. Που εδώ άλλωστε, αν εξαιρέσουμε μερικά μικρά ενδιάμεσα κομμάτια, είναι ανύπαρκτοι. Φιλοσοφώντας το λοιπόν παίρνουμε απ’ το λιμάνι τις ανηφόρες. Ο Μάνος βρίσκεται στα λημέρια του, εδώ πέρασε όλη τη ζωή του. Βαδίζει μπροστά και, για να μας παρακινήσει προφανώς, ανεβαίνει δυο-δυο τα σκαλοπάτια. Δεν τον προφταίνουμε, σταματάει πού και πού και μας περιμένει.
Πάνω απ’ το λιμάνι συναντάμε το καφενείο του «Κολοκοτήρη», με το γέρικο αρμυρίκι. Ακολουθούν νέα σκαλοπάτια, ξεκούραστα, φαρδειά, στη σκιά συνεχόμενων συκιών. Όλα είναι ασβεστωμένα και πεντακάθαρα.
100 περίπου τέτοια σκαλοπάτια μας οδηγούν στο εκκλησάκι του Σταυρού, το παλιότερο του χωριού. Στο ξύλινο ζωγραφιστό τέμπλο αναγράφεται η χρονολογία 1894. Συνεχόμενα με το εκκλησάκι του Σταυρού χτίστηκε λίγα χρόνια αργότερα το πανομοιότυπο του Αγίου Γεωργίου, πολιούχου του τόπου, με ανεξάρτητη είσοδο αλλά και εσωτερική επικοινωνία με του Σταυρού. Μπροστά στα εκκλησάκια, μια τσιμεντένια ταράτσα προσφέρει υπέροχη θέα στους Φούρνους, στο πέλαγος και στη Σάμο.
Καινούργια σκαλοπάτια, μεγάλη αμυγδαλιά και αμέσως πιο πάνω ο εμβληματικός πλάτανος του χωριού, με τον χοντρό κορμό, τα πλούσια φυλλώματα, την θαυμάσια δροσιά.
-Το πλατάνι είναι φυτεμένο από τον πατέρα του 78χρονου μπαρμπα-Νικόλα, μας λέει ο Μάνος. Έτσι η ηλικία του πρέπει να ξεπερνάει τα 100 χρόνια.
Δίπλα στο πλατάνι υπάρχει βρύση, ενώ η πλακόστρωτη πλατειούλα με τα πεζούλια γύρω-γύρω είναι σημείο αναφοράς, τόπος συγκέντρωσης για τις παρέες του χωριού.
Φτάνουμε στα υψηλότερα σημεία του οικισμού. Εδώ τελειώνουν οι σκάλες, συναντάμε τον χωματόδρομο. Μερικά μόλις χρόνια πριν, στη θέση του υπήρχε μονοπάτι, που συνέδεε το χωριό με το βορειότερο τμήμα του νησιού.
Με το παλιό αγροτικό του Γιώργη Βρανά ξεκινάμε τον χωματόδρομο προς τα βόρεια. Στα δυο περίπου χιλιόμετρα αφήνουμε χαμηλότερα το παραθαλάσσιο εκκλησάκι του Αγ. Δημητρίου. Αμέσως μετά συναντάμε την αρχή ανεπαίσθητου κατηφορικού μονοπατιού, που σ’ ένα λεπτό φτάνει στην «Βαγιά». Είναι πηγή δροσερού νερού που πηγάζει απ’ το βουνό και συγκεκριμένα την Βάρδια. Ωραίος τόπος, με αρκετή βλάστηση και ορατές πεζούλες, που κάποτε φιλοξενούσαν μερικά από τα ωραιότερα αμπέλια του νησιού.
Ξεδιψάμε με το απρόσμενο αυτό πηγαίο νεράκι και συνεχίζουμε. Ενάμισι χιλιόμετρο μετά ο δρόμος τερματίζει μπροστά σ’ ένα αγροτόσπιτο συγγενών του Μάνου. Βρισκόμαστε στο βορειότερο άκρο του νησιού, ακριβώς πάνω από την παραλία του Λιμνιώνα. Καθώς βγαίνουμε από το αυτοκίνητο, ο τόπος μας αφήνει έκπληκτους με την ιδιαιτερότητα των χαρακτηριστικών του. Που συνοψίζονται στον όρμο του Λιμνιώνα, στο ξωκκλήσι του Αη-Νικόλα και στην νησιδούλα Θυμαινάκι. Είναι τόσο απέριττη η ομορφιά τους αλλά και τόσο αρμονική η συνύπαρξή τους, που, είμαι βέβαιος, κάθε τοπιογράφος θα ήταν ευτυχής να απέδιδε με τον χρωστήρα του.
Κατηφορίζουμε ένα μονοπάτι, που έχει μεταβληθεί σε δύσβατο χαντάκι από τις, πρωτοφανείς σε ένταση, βροχές της περασμένης άνοιξης στα νησιά. Με άνοιγμα 40 περίπου μέτρων η παραλιούλα του Λιμνιώνα διαθέτει τα πάντα: βράχια, χοντρή άμμο και βοτσαλάκι. Η πρόσβαση στα καθάρια της νερά είναι φιλική. Τον μυχό του όρμου προφυλάσσει απ’ το βοριά ο κάβος Χριστίνα, ενώ ακοίμητος φρουρός στα δυτικά, απέναντι στο φύσημα του πουνέντε, είναι το Θυμαινάκι. Παρατηρώντας τον συμπαγή όγκο, τις δυο αντικριστές κορυφούλες κι ανάμεσά τους τη «σελάδα» -τον αυχένα που τις ενώνει-, θα μπορούσαμε να θεωρήσουμε την νησιδούλα μια μικρογραφία της Θύμαινας. Με έδαφος ολότελα άγονο και ξερό, με ακτές αφιλόξενες και βραχώδεις αλλά και μ’ ένα περίγραμμα καμπυλόγραμμο, ισορροπημένο και γλυκύτατο, δεν είναι παράξενο πώς εκπέμπει τόση γοητεία το Θυμαινάκι.
Εξίσου ειδυλλιακό και ειρηνικό είναι και το ξωκκλήσι του Αη-Νικολάκη. Χτισμένο το 1958, ακριβώς πάνω απ’ τα κύματα του πουνέντε, είναι λιτό και βαμμένο γαλανόλευκο. Δυό μεγάλα αρμυρίκια ρίχνουν τη σκιά τους στην ταράτσα της εκκλησούλας. Δίπλα βρίσκεται το παλιό, μικρό κελλί με το πηγάδι στο εσωτερικό του και στη συνέχεια το μεταγενέστερο, μεγαλύτερο κελλί.
-Εδώ περνάμε τη νύχτα μας κάθε χρόνο στις 5 του Δεκέμβρη, παραμονή της γιορτής του Αγ. Νικολάου, λέει ο Μάνος. Το πρωί παρακολουθούμε την θεία λειτουργία και μετά γευματίζουμε όλοι μαζί, με χειμωνιάτικους καιρούς πολύ συναρπαστικούς.
Ένα απόλυτα πετρώδες μονοπάτι, λαξευμένο μερικά μέτρα πάνω απ’ την βραχώδη ακτή, συνεχίζει προς τα Δ-ΝΔ, αφήνει πίσω του το Θυμαινάκι και σε μισή περίπου ώρα καταλήγει στον Ικαριώτικο όρμο απέναντι ακριβώς από τις Ικαριώτικες ακτές. Είναι μια πεζοπορική εμπειρία πολύ ιδιαίτερη το βάδισμα στο πετρώδες έδαφος με τις δυνατές πνοές του μελτεμιού και τα βουερά κύματα στους βράχους της ακτής.
Απομεσήμερο στην Κεραμειδού. Ακριβώς πάνω από την ταβέρνα του Κοτταρά αρχίζει ένα ομαλό, ευδιάκριτο μονοπάτι, που σε 7-8 λεπτά μας οδηγεί στην αθέατη παραλία του Λάκκου. Εδώ δεν υπάρχουν μελτέμια, μόνον έμμεσα ρυτιδώνεται η επιφάνεια των νερών. Που είναι πεντακάθαρα αλλά και ιδιαίτερα δροσερά. Μερικά χωμάτινα σκαλοπάτια καταλήγουν στην μικροσκοπική ακτή, που έχει βότσαλα, χοντρή άμμο και πρόσβαση αρκετά φιλική. Υπάρχει κι ένα μοναδικό γέρικο αρμυρίκι, που μας προστατεύει αποτελεσματικά από τις ακτίνες του ήλιου.
Ο όρμος του Λάκκου, νότια της Κεραμειδούς, είναι μια πολύ καλή κολυμβητική επιλογή, που αξίζει να γνωρίσει κανείς.
ΚΟΡΥΦΗ ΠΑΠΠΑΣ
13 ΜΗΝΕΣ ΜΕΤΑ
Στα τελευταία σπίτια της Θύμαινας, σε υψόμετρο 100 μέτρων, βρίσκεται η δεξαμενή νερού. Από εκεί ξεκινάει το μονοπάτι για τον Πάππα. Εκεί είναι και το σημείο συνάντησης της ομάδας. Μιας ομάδας με σύνθεση απρόσμενα πολυμελή και ενδιαφέρουσα. Λίγο πριν τις 8 λοιπόν καλημερίζουμε τον Μάνο Μύτικα και τον φίλο του τον Κώστα αλλά και τρεις ακόμη άντρες, άγνωστους σε μας. Είναι ο Γιάννης Μύτικας, πατέρας του Μάνου, ο Μάρκος Μύτικας, αδελφός του Γιάννη και θείος του Μάνου και μαζί τους ο μπαρμπα Νίκος Μελιγκάρης, ζωηρός και κοτσονάτος στα 78 του χρόνια. Είναι όλοι τους Θυμαινιώτες, γνώστες του βουνού απ’ τα μικρά τους χρόνια, άλλοτε βόσκοντας κι άλλοτε κυνηγώντας.
–Περιμένουμε κανέναν άλλο; ρωτάω τον Μάνο.
-Ε, ναι, περιμένουμε έναν ακόμα.
Δυο λεπτά μετά αναρωτιέμαι μήπως με γελούν τα μάτια μου. Ο Μανώλης Μαρκάκης, απ’ την καφετέρια του οποίου αγναντεύαμε τις προηγούμενες μέρες το μονοπάτι της Σελάδας, ανεβαίνει τα τελευταία σκαλοπάτια, χαμογελαστός και ιδρωμένος.
–Ε, αυτό κι αν είναι έκπληξη, φωνάζουμε με την Άννα.
–Μπαμπά, θ’ ανέβει κι ο Μανώλης στην κορυφή; με ρωτάει ψιθυριστά η Αθηνά.
-Και βέβαια. Έχει όλα όσα του χρειάζονται. Ορειβατικό μπαστούνι, καπελάκι, σακίδιο πλάτης. Κυρίως όμως μπόλικη θέληση.
Σφίγγουμε ενθουσιασμένοι το χέρι του Μανώλη. Που, παρά τα παραπανίσια του κιλά βρίσκεται εδώ μαζί μας, έτοιμος για τον Πάππα. Η χαρά μου δεν περιγράφεται και δεν κάνω καμιά προσπάθεια να την κρύψω.
Στις 8 ακριβώς η ομάδα ξεκινάει. Ανηφοράκι με γαρμπίλι, μελτέμι και πρωινή δροσιά. Πέρδικες μας συντροφεύουν με τις φωνές τους.
8:15’. Στάση δυο λεπτών στην είσοδο της σπηλιάς, σε υψόμετρο 215 μέτρων. Συνεχίζουμε λοξά ανηφορικά σε μονοπάτι ευδιάκριτο και βατό. Στις 8:35’ φτάνουμε στον αυχένα της Σελάδας, σε υψόμετρο 325 μέτρων. Ο αθέατος ως τώρα δυτικός ορίζοντας αποκαλύπτεται απέναντί μας ως τον όγκο της Ικαρίας. Ανεμπόδιστα πια μας δροσίζει το αεράκι, οι συνθήκες είναι ιδανικές. Έρχονται στο νου μου κάποιες στιγμές σ’ αυτό τον τόπο, όταν απεγνωσμένα προσπαθούσαμε κάτω από τις φίδες, να προφυλαχτούμε με την Άννα από την ασταμάτητη βροχή.
–Λίγο ακόμα και πατάμε κορυφή, λέει κάποιος απ’ την ομάδα.
–Εμάς δεν μας βολεύει τούτη η ώρα, γιατί θα έχουμε αντίθετο φωτισμό, παρατηρεί η Άννα. Πρέπει να περιμένουμε κάποιες ώρες, να γυρίσει λίγο ο ήλιος.
–Ε, τότε ας συνεχίσουμε ως το «Καριώτικο», προτείνει ο Μανώλης, στο πηγάδι με το νερό.(4)
-Κάντε μια στάση, να ταΐσω τις κατσικούλες μου, λέει ο μπαρμπα-Νικόλας.
Αναγνωρίζοντας τη φωνή του αφεντικού τους κάποια κατσίκια, που βόσκουν ελεύθερα στο βουνό, τον περικυκλώνουν και μερικά παίρνουν απ’ τα χέρια του την τροφή.
Κατηφορίζουμε ελαφρά με κατεύθυνση δυτική. Στη θάλασσα, πίσω από τον πετρώδη όγκο του Τραχηλιού, προβάλλουν οι δυο ακατοίκητες νησιδούλες, τα Κατεργάκια. Βρισκόμαστε ήδη πάνω από την βαθειά ρεματιά «Σαργός», που καταλήγει στην μικροσκοπική παραλία «Καριώτικο» ή «Καμπί».(5) Από πάνω ορθώνονται οι απόκρημνες Δ-ΝΔ απολήξεις του όγκου της Βάρδιας. Το μονοπάτι γίνεται αρκετά κατηφορικό και σαθρό. Οι πλαγιές είναι καλυμμένες από θυμάρι κι αλιφασκιά.(6) Να και το άγνωστο αρωματικό χόρτο που είχα πρωτοσυναντήσει στις πλαγιές του Αη-Γιώργη.
-Μα, αυτό είναι το «Δεσποινόχορτο», μου λένε. Πίνεται όπως η αλιφασκιά κι έχει ωραίο άρωμα και γεύση.
Τα κατσίκια εξακολουθούν να μας συνοδεύουν με κουδουνάκια και βελάσματα. Είμαστε μια ομάδα πολύ βουκολική.
9:25’. Φτάνουμε στην περιοχή «Αλωνάκι», επίπεδη και κατάφυτη με φιλίκια, ελιόδεντρα και σχοίνους. Λίγο χαμηλότερα είναι οι «Μάντρες», όπου τυροκομούσαν και διέμεναν Θυμαινιώτες.
-Κάποτε εδώ καλλιεργούσαν και σπανάκι, παρατηρεί ο μπαρμπα-Νικόλας. Βλέπεις τις αντικρινές πεζούλες; Εκεί έβαζαν φάβα.
Σκέφτομαι πόσο ενδιαφέρον αποκτά η περιήγηση σ’ έναν τόπο, όταν συνοδεύεται από στοιχεία και πληροφορίες των ντόπιων.
10:00’. Δύο ακριβώς ώρες μετά την αναχώρησή μας φτάνουμε στο πηγάδι, σε υψόμετρο 115 μέτρων. Η τοποθεσία λέγεται «Πάνω Καριώτικο». Ένα πελώριο πουρνάρι, απροσδιόριστης ηλικίας, ρίχνει από πάνω τη σκιά του.
-Παλιά υπήρχαν πολλά μεγάλα πουρνάρια, αλλά τα έκοψαν για να τα κάμουν κάρβουνα, σχολιάζει ο μπαρμπα-Νίκος.
Μετά τη ζέστη της τελευταίας ώρας, καθένας ψάχνει να βρει μια καλή σκιά. Εν τω μεταξύ ο Μάρκος δεν χάνει τον καιρό του. Σηκώνει το βαρύ σιδερένιο καπάκι, που σκεπάζει το στόμιο του πετρόχτιστου πηγαδιού.
-Το πρόλαβα τούτο το πηγάδι, όταν ήταν ακόμα λάκκος, πριν 70 τόσα χρόνια, λέει ο μπαρμπα-Νίκος. Το’ χτισε αργότερα ένας θειός μου, ο Ηλίας ο Μαρκάκης, που τον ήξεραν με το παρατσούκλι «Λιόνταρη» στο χωριό.
Το βάθος του πηγαδιού ξεπερνάει τα 10 μέτρα. Το νερό που ανεβάζει με τον κουβά ο Μάρκος είναι εύγευστο και δροσερό.
–Και πολύ χωνευτικό, λένε οι Θυμαινιώτες.
–Τρως μισό κατσίκι, πίνεις νερό του πηγαδιού και σε δυο ώρες ξαναπεινάς, συμπληρώνω εγώ.
–Πού το ξέρεις; με ρωτάνε απορημένοι.
-Ε, σ’ όλη την ελληνική ύπαιθρο, το ίδιο υποστηρίζουν για τα νερά τους. Ωστόσο, τούτο δω μοσχοβολάει κιόλας. Ή μήπως κάνω λάθος;
–Όχι, δεν κάνεις λάθος, λέει χαμογελώντας ο μπαρμπα-Νίκος. Πριν βγάλει νερό ο Μάρκος σκούπισε τον κουβά με αλιφασκιά.
-Να λοιπόν γιατί γίνεται τόσο ευωδιαστό το κρέας και το τυρί των ντόπιων κατσικιών. Γιατί η τροφή τους περιέχει αλιφασκιές, θυμάρια κι άλλα βότανα του τόπου.
Πίνουμε και ξαναπίνουμε δροσερό νερό. Κι ας μην έχουμε φάει κατσίκι για να χωνέψουμε. Δίπλα μου κάθεται ο καλός μου φίλος, ο Μανώλης Μαρκάκης. Έχει πια καταλαγιάσει στο μέτωπό του ο ιδρώτας.
–Πώς με είδες στο δρόμο; με ρωτάει.
-Με κατέπληξες. Εσύ είσαι έτοιμος για Όλυμπο!
Κάποιοι τσιμπολογάνε ελαφρό κολατσιό. Αρχίζουν οι κουβέντες της παρέας, ώσπου να ψηλώσει λίγο ο ήλιος στον ουρανό.
–Που λέτε, ο μακαρίτης ο πατέρας μου έφτασε τα 100, λέει ο μπαρμπα-Νίκος. Μου’ λεγε ότι πρόλαβε με ελάχιστα σπίτια το χωριό, πέτρινα και χωμάτινα. Μα και το ρεύμα άργησε να έρθει, μόλις το 1981. Είχαμε ανέχειες, τυραγνισμένη ζωή, δουλεύαμε στα χωράφια από τον ήλιο ως το φεγγάρι. Αν σου πω όμως, ότι είμασταν πιο ευτυχισμένοι, θα το πιστέψεις;
-Και βέβαια, μπαρμπα-Νίκο. Όλοι κάποτε είμασταν καλύτερα.
–Τρώγαμε απλά και υγιεινά, προϊόντα του τόπου μας, συνεχίζει ο ηλικιωμένος Θυμαινιώτης. Δεν είχαμε άγχος κι ούτε πολλές απαιτήσεις απ’ τη ζωή. Και κάτι ακόμα: νοιαζόμασταν περισσότερο ο ένας τον άλλον. Μαζευόμασταν πολλοί μαζί, βάζαμε το γάλα απ’ τα ζώα μας και τυροκομούσαμε. Ανάλογα με το γάλα του ο καθένας, έπαιρνε και το μερτικό του σε τυρί. Σήμερα δεν τυροκομάει επαγγελματικά, κανένας.
Περνάει η ώρα, κανείς δεν δείχνει πρόθυμος ν’ αφήσει τη σκιά και τη δροσιά. Στις 11:30’, ωστόσο, ξεκούραστοι πια και ξεδιψασμένοι, ξαναπαίρνουμε την ανηφόρα. Ήλιος και ζέστη, οι συνθήκες δεν είναι ιδανικές. Και γίνονται δυσκολότερες ακόμη, όταν, πριν φτάσουμε στον αυχένα της Σελάδας, αποφασίζουμε ν’ ακολουθήσουμε κάθετα την πλαγιά προς τον Πάππα. Ό,τι κερδίζουμε σε απόσταση, το χάνουμε σε προσπάθεια και χρόνο. Το τραχύτατο έδαφος, η απουσία μονοπατιού, οι έντονες κλίσεις και η ζέστη, μεταβάλλουν σ’ ένα μικρό μαρτύριο τη διάσχιση της πλαγιάς. Η μικρή Αθηνά διαμαρτύρεται με το δίκαιο της. Δεν έχει συνηθίσει, για πολλή ώρα, τέτοιες πορείες το παιδί.
12:50’. Σε 1 ώρα και 20’ από το πηγάδι, αγναντεύουμε από την κορυφή του Πάππα το Αρχιπέλαγος των Φούρνων. Το αλτίμετρο, όπως και 13 μήνες πριν, δείχνει 470 μέτρα πάνω από την επιφάνεια της θάλασσας.
Ο Μανώλης σκουπίζει τον ιδρώτα του, περιφέρει το βλέμμα του ολόγυρα, μαγεμένος.
-Χάρις σε σένα ξαναβρίσκομαι εδώ πάνω μετά από τόσα χρόνια.
-Κι εσύ όμως απέδειξες, πως η ψυχή μπορεί να παραμερίσει όλες τις δυσκολίες.
Πολύ χαρούμενη, μετά την προσπάθεια, είναι η Αθηνά.
–Μπράβο σου, της λέει ο Μάνος. Είσαι μάλλον το μικρότερο κορίτσι που έχει ανέβει στον Πάππα.
Για λίγα λεπτά αγναντεύουμε το υπερθέαμα του πελάγους και των Φούρνων. Θα προτιμούσαμε βέβαια να ήταν ηλιοβασίλεμα. Ίσως κάποια άλλη φορά.
–Προτείνω να κατέβουμε από ένα πέρασμα που ξέρουν οι κτηνοτρόφοι και τα κατσίκια, λέει ο Μάρκος. Θα φτάσουμε γρηγορότερα.
Από την υψηλότερη κορυφή του Πάππα βαδίζουμε ως τη χαμηλότερη. Η αμεσότητα της θέας είναι συγκλονιστική, χάσκει όμως και ένας απίστευτος γκρεμός. Μάλλον θα αστειεύεται ο Μάρκος.
–Μη φοβάστε, μας καθησυχάζει. Θα πάρουμε με λίγη προσοχή τη γιδόστρατα και θα βγούμε.
13:30’. Αρχίζει η κάθετη κατάβαση απ’ τον Πάππα. Απότομη, ολισθηρή, απόλυτα απαγορευτική για κάποιον αμάθητο στο βουνό. Με τον Μάρκο, ωστόσο, οδηγό μας αποκτούμε γρήγορα εμπιστοσύνη και συνηθίζουμε εύκολα τις κακοτοπιές. Η Αθηνά ελίσσεται σαν άφοβο κατσικάκι, άλλοτε δίπλα στον Μάρκο και άλλοτε στον Γιάννη, τον πατέρα του Μάνου.
14:10’. Μετά από μάχη 40’ με τις σάρες και τον γκρεμό, φτάνουμε με ασφάλεια στο σκιερό, δροσερό κοίλωμα της σπηλιάς. Για αρκετή ώρα απολαμβάνουμε τον κόπο μας, θαυμάζουμε τη θέα. Ύστερα παίρνουμε το τελευταίο μικρό κομμάτι ως τη δεξαμενή. Τα θαύματα όμως δεν έχουν τελειώσει ακόμη. Υπάρχει άλλη μια στάση, γαστρονομική τούτη τη φορά.
–Η οικογένειά μου σας προσκαλεί για μια κρύα μπύρα, λέει ο Γιάννης Μύτικας.
Σ’ αυτή τη δελεαστική πρόταση κανείς δεν μπορεί να αντισταθεί. Η μητέρα του Μάνου, η Χαρούλα, μας έχει στρώσει στην αυλή. Ειν’ ένα γεύμα ηγεμονικό, με παγωμένες μπύρες, σαλάτες, παστίτσιο, ποικίλα μεζεδάκια κι ένα ντόπιο κατσικάκι, απ’ αυτά που τριγυρνάνε ελεύθερα στο βουνό. Κάθε σχόλιο περιττεύει. Στη Θύμαινα είναι μια από τις σπάνιες φορές, που αν και βρισκόμαστε σε νησί, δεν αισθανόμαστε την επιθυμία ούτε την έλλειψη του ψαριού.
Βράδυ στην Κεραμειδού. Το φεγγάρι στον ουρανό είναι γεμάτο, παραμονές πανσέληνου. Κανένας δεν πάει νωρίς για ύπνο μια τέτοια νύχτα. Βγάζουμε το τραπεζάκι στην αμμουδιά, πλάι στο κύμα. Φέρνει η Νίκη μεζέδες και τσιπουράκι. Παύει η μουσική, ακούγεται μόνον ο φλοίσβος και το μελτέμι στα αρμυρίκια. Αφήνουμε να κυλάει αβίαστα ο χρόνος. Που μοιάζει να έχει σταματήσει σ’ αυτή την μοναχική παραλία του νησιού. Ευτυχώς στην Ελλάδα, μπορούμε να ζούμε ακόμα στιγμές γαλήνιες, μαγικές…
ΕΥΧΑΡΙΣΤΙΕΣ
Για τις αξέχαστες μέρες που ζήσαμε στη Θύμαινα ευχαριστούμε θερμά:
-Τα μέλη της ομάδας που μας συνόδεψαν στον Πάππα: τον μπαρμπα-Νίκο Μελιγκάρη, τον Μανώλη Μαρκάκη, τον Κώστα Κορόζη, τους αδελφούς Μύτικα, Μάρκο και Γιάννη.
-Την Χαρούλα Μύτικα για την περιποίηση και τις γευστικές εμπειρίες της μαγειρικής της.
-Την οικογένεια Κοτταρά στην Κεραμειδού, για την υπέροχη φιλοξενία και όλες τις εξυπηρετήσεις.
-Τον Θυμαινιώτη Γιώργη Βρανά.
-Τον Μάνο Μύτικα για όλα όσα έκανε για μας.
-Τέλος, ιδιαίτερα ευχαριστούμε, τον Δήμαρχο Φούρνων Γιάννη Μαρούση, για το αμέριστο ενδιαφέρον αλλά και για όλες τις βοήθειες και τα μέσα που έθεσε στη διάθεσή μας για να ολοκληρώσουμε το έργο μας.
ΧΡΗΣΙΜΕΣ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ
Διαμονή: Ενοικιαζόμενα δωμάτια
Στην Θύμαινα, Ευάγγελος Μαρκάκης: 6972-570279 και 6908-682324
Στην Κεραμειδού, Νικολίτσα Κοτταρά: 22750-32797 και 6981-566351
Δήμος Φούρνων: 22753-50600
Λιμενικός Σταθμός: 22750-51207
Μετάβαση από Φούρνους: Με το τοπικό καραβάκι «ΣΠΥΡΙΔΟΥΛΑ» σε 10’
Πληροφορίες: τηλ……
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
(1) Αν επιλέξουμε την ξεκούραστη μετάβασή μας με το καραβάκι της γραμμής, θα πληρώσουμε, για την 5λεπτη θαλάσσια διαδρομή μας, ένα δυσανάλογα μεγάλο ποσό.
(2) Με έκταση 298 στρεμμάτων, το Αλατσονήσι είναι το 8ο σε μέγεθος νησί του Αρχιπελάγους των Φούρνων.
(3) Με έκταση 662 στρεμμάτων, η Κισηριά είναι το 4ο σε μέγεθος νησί των Φούρνων.
(4) Αν ανηφορίσει κάποιος απ’ τη Σελάδα με προσανατολισμό Ν-ΝΔ (200ο) μπορεί να φτάσει με οπτική επαφή ανάμεσα στις δυο κορυφές του Πάππα. απαιτείται χρόνος 25-30 λεπτών σε έδαφος δύσβατο, χωρίς μονοπάτι.
(5) Ονομάστηκε Καριώτικο, επειδή εδώ αποβιβάζονται από την αντικρινή Ικαρία.
(6) Στο πολύ θυμάρι οφείλει το όνομά του το νησί.