“Οποιος αναζητήσει στο χάρτη ένα μέρος του κόσμου που να παρουσιάζει την πιο πλούσια διαμόρφωση, θα σταματήσει στην Ελλάδα. Ο επισκέπτης του ελληνικού τοπίου συναντά τα στοιχεία “γη”, “νερό”, “αέρας” που διεισδύουν παντού κι όμως διακρίνονται με σαφήνεια το ένα από το άλλο…”
Bruno Snell “Η ανακάλυψη του πνεύματος”, μετ. Δανιήλ Ιακώβ, ΜΙΕΤ.
“Οποιος αναζητήσει στο χάρτη ένα μέρος του κόσμου που να παρουσιάζει την πιο πλούσια διαμόρφωση, θα σταματήσει στην Ελλάδα. Ο επισκέπτης του ελληνικού τοπίου συναντά τα στοιχεία “γη”, “νερό”, “αέρας” που διεισδύουν παντού κι όμως διακρίνονται με σαφήνεια το ένα από το άλλο…”
Bruno Snell “Η ανακάλυψη του πνεύματος”, μετ. Δανιήλ Ιακώβ, ΜΙΕΤ.
Ο καπετάν Γιάννης Αναγνωστάκης, από τις Ανω Γούβες Ηρακλείου, ένας αυθεντικός μ ι ν ω ϊ τ η ς Kρητικός, ήταν ο άνθρωπος που με οδήγησε στα μυστικά του “Δία”, στο ηφαιστειώδες νησάκι που βρίσκεται απέναντι από το Ηράκλειο της Κρήτης. Σ’ έναν κόσμο σκεπασμένο από την αχλύ του μυστηριώδους και του καταποντισμένου, μέσα από ένα άγριο κι ανελέητο οδοιπορικό, γεμάτο απρόοπτα, συγκινήσεις και περιπέτειες.
Τον “Δία” (ή Ντία, όπως το λένε οι Κρητικοί) τον παρατηρούσα κάθε που περνούσα από δίπλα του, επιβάτης των πελώριων οχηματαγωγών που έφταναν καθημερινά στο μεγάλο λιμάνι της Κρήτης.
Η επιμονή μου να μάθω κάτι παραπάνω γι αυτό το ερημονήσι με τις γρανιτένιες ράχες, στάθηκε η αιτία και η τύχη να γνωρίσω αυτόν τον καταπληκτικό μύστη που με οδήγησε στο απάνεμο και γλυκύτατο λιμανάκι της γνώσης και της ιστορικής περιπέτειας.
Αλλά ας αφηγηθώ τα πράγματα με τη σειρά που αξίζει ν’ αναφερθούν.
Δ ί α ς! Ο αρχαίος, στρυφνός, απάνθρωπος, εξουσιαστής, κλέφτης και μοιχός θεός της ελληνικής μυθολογίας. Ο Δίας, λέει ο σχετικός μύθος, αγκυλωμένος στο σκοτεινό του άντρο, κοιτούσε το πέλαγο από τον εξώστη της σπηλιάς που τον γέννησε η Ρέα. Κάποια μέρα είδε να περνάει εξωπέλαγα ένα τέρας που δεν έμοιαζε με τα συνηθισμένα αρχαϊκά θεριά. Είχε πολλά πλοκάμια και το θωρούσε να κολυμπάει με δυνατές απλωτές επάνω στο κύμα, μια δρασκελιά έξω από την Κρήτη.
Όμως επειδή το θεριό δεν έδειχνε να νοιάζεται και πολύ για θεούς και κουραφέξαλα, ο Δίας θύμωσε και τούριξε – λέει ο μύθος – δυό μεγάλα κομμάτια από παξιμάδια, για να το προσελκύσει κι έτσι, ο θεός, κατάφερε να το αιχμαλωτίσει και να το πετρώσει καταμεσής του πέλαγου. Μαζί με το θεριό που πετρωμένο φαντάζει σαν ένα πολύπτυχο τερατώδες βραχονήσι, πετρώθηκαν και τα δύο παξιμάδια που εκσφενδόνισε ο Δίας κι έτσι δημιουργήθηκαν οι δύο δορυφορικές μικρονησίδες που τις λένε Παξιμάδι και Πεταλίδι.
Το νησί του Δία ήτανε τα παλιά χρόνια κατοικημένο, όπως φαίνεται και από πλήθος ευρήματα. Εξ αιτίας ενός ισχυρού σεισμού που έπληξε το 1450 π.Χ. το Αιγαίο, από έκρηξη του θηραϊκού ηφαιστείου, καταβυθίστηκε σημαντικό τμήμα του αιγαιακού χώρου.
Το νησί του Δία έπαιξε σημαντικό ρόλο στη ναυσιπλοϊα κατά την αρχαιότητα και ιδιαίτερα κατά τους μινωϊκούς χρόνους, αλλά και αργότερα κατά τους μεσαιωνικούς. Για τους πρώϊμους ναυτικούς που έπλεαν ανοιχτά του Κρητικού πελάγους ο Δίας αποτελούσε φυσικό σημάδι για την προσέγγιση της κρητικής ακτής, αλλά συνάμα βοηθούσε στον ελλιμενισμό των πλεούμενων δημιουργώντας ένα φράγμα στους πνέοντες βόρειους ανέμους.
Κατά τους μινωϊκούς χρόνους, αλλά και παλιότερα, το νησί κατοικούνταν, καθώς εντοπίστηκαν αρχαία τείχη από έναν λιμενικό Οικισμό. Για τον εντοπισμό αυτό η ομάδα του Ζακ -Υβ Κουστώ, κατά τα έτη 1974-5 έκανε πολύμηνες μελέτες και καταδύσεις φέρνοντας στο φως επτά αρχαία ναυάγια κι έναν τεχνητό λιμενοβραχίονα που τον αποκάλεσαν “Κυκλώπεια Τείχη”.
*
Σήμερα το νησί του Δία είναι εντελώς ακατοίκητο. Το καλοκαίρι έρχονται καραβάκια από τις Γούβες ή τη Χερσόνησο με ξένους, κυρίως ερευνητές και επισκέπτες, για να θαυμάσουν το ξερικό τοπίο, τις υπέροχες αμμουδιές και να ξενυχτίσουν κάτω από το φως του Γαλαξία και των Πλειάδων.
Βρίσκεται σε απόσταση έξη μιλίων από την κρητική στεριά και θεωρείται προστατευόμενο νησί από το σύστημα της Νatura, λόγω της τεράστιας σημασίας της βιοποικιλότητάς του.
Εχει ανάπτυγμα πέντε χιλιομέτρων και πλάτος τρία, με συνολικό εμβαδόν 12 τετραγωνικών χιλιομέτρων. Η βόρεια πλευρά είναι άγρια κι αποτελείται από φυσικούς γκρεμούς που είναι απρόσιτοι, ενώ η νότια πλευρά, αυτή που βλέπει προς την Κρήτη, διαθέτει τέσσερις υπήνεμους όρμους, καθώς και το γραφικό κολπάκι του Αγίου Γεωργίου, στο οποίο αναπτύσσεται όλη η ανθρώπινη δραστηριότητα στο νησί. Ο κόλπος του Αγίου Γεωργίου έχει στην άκρη του ένα πανέμορφο εξωκλήσι, κυκλαδικού ρυθμού, από κάτω μια υποτυπώδη χερσαία αποβάθρα, ένα καταφύγιο, για ώρα ανάγκης, και την εγκατάσταση νεότερης λιμενικής σκάλας.
Μετά τον κόλπο του Αγίου Γεωργίου αναπτύσσονται κατά σειρά ο φυσικός αλίμενος όρμος της Κάπαρης, ο μεγάλος όρμος της Παναγιάς, με τη σπηλιά και το υποτυπώδες ναϋδριο μέσα σε αυτή και ο όρμος της Αγριελιάς στην ανατολική άκρη του νησιού.
Το ύψος του ερημόνησου δεν ξεπερνάει τα 220 μέτρα, ενώ οι βόρειοι εντυπωσιακοί γκρεμοί κατρακυλούν από ύψος περίπου 60 μέτρων στη θάλασσα. Είναι ολόγυμνο εκτός από ένα φυσικό δασάκι – που σήμερα είναι περιφραγμένο – στο κέντρο της βραχονησίδας. Το μοναδικό τοπίο σε αυτό το βραχονήσι είναι οι θάμνοι και οι καταγάλανοι φυσικοί όρμοι.
Η πανίδα του νησιού λόγω της ερημικής του σύστασης περιλαμβάνει αγριοπερίστερα, γεράκια και άγρια κουνέλια, η δε χλωρίδα του διατηρεί τυπικά μεσογειακά είδη.
*
Απ’ εδώ πέρασε ο στόλος του Μεγαλεξάνδρου, κάτω από τις διαταγές του Νέαρχου και καταναυμάχησε τους πειρατές και τους Αφρικανούς. Το θέμα αυτό που μού το αφηγήθηκε ο καπετάν Γιάννης, αποτελεί και το ενδιαφέρον μοτίβο από το βιβλίο που επεξεργάζεται ο έμπειρος καπετάνιος.
Ο καπετάν Γιάννης μου δείχνει τα διάφορα σημεία όπου, κατά την άποψή του, είναι βυθισμένα πολλά από τα καράβια εκείνης της ναυμαχίας, γύρω από το νησί. Ηδη έχει κατευθύνει ο ίδιος κάποιες προκαταρκτικές εργασίες, αλλά πέραν αυτού τίποτα περισσότερο δεν έχει γίνει, με αποτέλεσμα ο βυθός του Δία να είναι ένα πεδίο αρχαίων ναυαγίων που μένει ακατάγραπτο.
Ένα άλλο σημαντικό ιστορικό θέμα που έχει σχέση με το νησί του Δία είναι το πέρασμα των Αράβων και η μεγάλη σφαγή που ακολούθησε, από το στρατό του Νικηφόρου Φωκά. Εδώ είχαν καταφύγει πολλοί εξόριστοι της εποχής, τους οποίους απελευθέρωσε ο Κρατερός.
Στην παραλία της Αμνισού (Γούβες) αποβιβάστηκε ο βυζαντινός στρατηγός Κρατερός για την ανάκτηση της Κρήτης από τους Σαρακηνούς (το νησί είχε ήδη πέσει στα χέρια των Αράβων γύρω στο 824 μ.Χ.). Παρά το γεγονός ότι ο βυζαντινός στρατηγός θα καταφέρει καίρια πλήγματα στους Σαρακηνούς, το νησί της Κρήτης δεν θα απελευθερωθεί παρά το 961 από το Νικηφόρο Φωκά.
Στο νησί, εκείνα τα χρόνια, είχε επίσης καταφύγει μια σπουδαία προσωπικότητα ερημίτη, ο Ακύλας που μόνασε στην τρύπα – σπηλιά, που είναι ορατή στον εσώκλειστο όρμο της Παναγίας.
*
Είναι πρωϊ κι ο καπετάν Γιάννης έχει συγκεντρώσει καμιά δεκαριά Γερμανούς που ενδιαφέρονται για το Δία – πρώτα λόγω του ονόματος κι έπειτα λόγω της ερημιάς του –. Ετσι βάζει πλώρη για το νησάκι της Ντίας, όπως το ξέρουν οι Ηρακλειώτες.
Ετούτοι οι διαφορετικοί ταξιδευτές, οι ανήσυχοι γερμανόγλωσσοι συνεπιβάτες μου, ψάχνουν μυρωδιές από αφρόσκονη και σχίνο.
Ο πλους από τις Γούβες για τον Δία διαρκεί μια ώρα και κάτι. Παραπλέουμε τις νότιες ακτές, αποφεύγοντας τον δαρμό του μαϊστρου. Ηδη έχει αρχίσει την αφήγησή του ο καπετάν Γιάννης, για τα ναυάγια και τις σπηλιές, τις ναυμαχίες, τις σφαγές και τους εξόριστους. Κι είναι σα να ζούμε κάθε στιγμή της ιστορίας, δίπλα από τα κοφτά βράχια του Δία ακούγοντάς τον να μυθεύεται με μαεστρία έχοντας σεγόντο το γλουγλούκισμα των απόνερων.
Περνάμε κάτω από τον παλιό ψηλό φάρο που χρησιμεύει για πλωτήρας των μικρών πλεούμενων. Κοντά στον όρμο της Παναγιάς στρίβει απότομα στην εμπασιά της ερημιάς. Ένα μικρό τρυπητό σπήλιο με έναν ξυλόσταυρο στον εξωνάρθηκα του σκοτεινού στομίου απεικονίζει έναν κόσμο θεών και ανθρώπων που ζουν κάτω από τις ευλογίες της απαράμιλλης φύσης.
Υστερα προσεγγίζει το γραφικό λιμανάκι του Αϊ-Γιώργη από τ’ ανοιχτά. Ψηλά στο σύρραχο του κάβου αστράφτει το εξωκλήσι του Αϊ-Γιώργη. Σχεδόν δίπλα του ένας σύγχρονος ερημίτης ζει σ’ ένα περιποιημένο και σκιερό καλύβι που χρησιμοποιείται για ώρα ανάγκης από τους διάφορους ερευνητές και περαστικούς του ερημόνησου.
Αράζει το σκάφος στο μόλο και μου δείχνει ένα μονοπάτι, κατά το βορρά, αφήνοντάς με να πάρω μονάχος το δρόμο, δίχως καμιάν οδηγία ή άλλη πληροφορία.
“Σε τρεις ώρες”, μου λέει “θα σε περιμένω να πιούμε καμιά ρακή. Μην αργήσεις”…
*
Παίρνω το μονοπάτι που πατάει στέρεα πάνω στα μυτερά βράχια. Φαρδύ, καλογραμμένο, κατακόκκινο. Διαδοχικές αμμουδιές, διάσπαρτες ανάμεσα στα βράχια, ξεδιπλώνονται η μία ύστερα από την άλλη. Σε χίλια περίπου μέτρα έχω φτάσει στην Ανάληψη και σε ένα μεγάλο κτίσμα, που αναπτύσσεται σε δυό επίπεδα. Στην μπροστινή αμμουδερή παραλία είναι μπηγμένο ένα κυματιστό γεφύρωμα που έχει λυγίσει απ’ τους ανέμους και τ’ αγριοκαίρια και σουρώνει μες στο νωπό γαλάζιο της θάλασσας. Δυό μεγάλα Zondiac έχουν αδειάσει καμιά δεκαριά νοματαίους που ξεζαλικώνονται υποβρύχιες στολές και τις ετοιμάζουν για την κατάδυση που θα ακολουθήσει. Ο τόπος είναι παράδεισος για τους ελεύθερους βουτηχτές και η ιχθυοπανίδα πλούσια και αστέρευτη.
Ανηφορίζω για το “βουνό”. Boυνό δεν είναι βέβαια, αλλά έτσι που ανεβαίνει μια περιποιημένη πέτρινη στράτα στα ψηλώματα του νησιού έχω την εντύπωση πως καβατζάρω τις πλαγιές για τα ύψη. Λοφάκια είναι αλλεπάλληλα και διαδοχικά, δίχως ένα δέντρο ή θάμνο, ντυμένα με μια γύμνια ολόφωτη.
H στράτα γίνεται όμορφη για πεντακόσια μέτρα μέχρι που διαγράφει μια ανηφορική καμπύλη και φτάνει σε ξύλινο κτίσμα του δασαρχείου. Στη συνέχεια ακολουθεί νότια πορεία και καταλήγει σε έναν ψευτοοικισμό από πεντέξη πρόχειρα σπιτάκια – καλύβες.
Από εδώ διαγράφονται δύο κατευθύνσεις. Σταματάει η ομαλή στράτα κι αρχίζουν πετρωτά μονοπάτια.
Eνα στην ανατολή κι άλλο στη δύση. Περπατώντας ανατολικά συναντώ το μοναδικό περιφραγμένο άλσος του νησιού. Κέδρα, τραχεία πεύκη και θαμνώνες.
Από την άλλη άκρη του άλσους μεσ’ από τις χωστές πέτρες πετιέται ένας αγριοκούνελος που πασχίζει να κρυφτεί πίσω από τα μεγάλα κοτρώνια.
Αστοιβίδες, χηνόποδα και τεύκρια, ενδημικά της κρητικής γης αποκαλύπτονται ολομπροστά μου.
Βαδίζω επάνω σε ένα σύρραχο που οδηγεί σε ένα σιάδι κι από κει σε διάφορους αβλέμονες του άγριου νησιού. Η περιπέτεια της κοφτής πέτρας και των γκρεμότοπων τώρα δα αρχίζει.
Σκιά δεν υπάρχει μήτε σαν υποψία. Τα βουνόκορφα με ζαλίζουν. Ο ήλιος το ίδιο και περσότερο. Ωστόσο ολόκληρο το πλέγμα του νησιού αποπνέει ομορφιά και γαλήνη, καθώς το κάθε μου βήμα σαρώνει τα λιθάρια και τις γκρεμοτοπιές αυτού του ανελέητου τοπίου.
Γύρω μου απλώνεται ο “κόσμος” ολάκερος, βαλαντώνει η απέραντη θάλασσα, σφοντυλάνε τα πολύχρωμα θάματα, οι αμείλικτες αχτίδες κάτω από ένα πολλαπλό στρώμα αιθέριου και κατάστιλπου κενού, αναβράζει και φλογώνει το κάθε μικρό πετραδάκι. Στυλώνω τα μάτια μου κι αυτιάζομαι το ακατέργαστο βουητό, τον πρώτο αχό της ζωής, χιμάνε οι αίσθησες κι οι μυστικές ροπές του ανθρώπου, όλα τα ιπτάμενα μηνύματα της αληθινής ζωής.
Η πορεία μου μια διείσδυση στο υπερπέραν, ένας αξονικός τομογράφος της ψυχής αρχίζει να γράφει μέσα μου εικόνες και στίγματα ονείρου, αλλά και παλμούς ενός απειρόχρονου ταξιδιού.
Δοκιμάζω εναλλακτικές διαδρομές και παίρνω τυχαίες κατευθύνσεις, Χάνω τον μπούσουλα της πορείας μου, καθώς δίνομαι ολόψυχα σε αυτή την καταιγιστική στροφοδίνη των επίγειων και ουράνιων ρευμάτων. Ακροβούνια ανάμιχτα με στρογγυλούς λόφους, όρμοι αλίμενοι και βραχώδεις ανάμιχτοι με σουρωτούς αβλέμονες, αρτέμηδες και μύχοι με κάθετες εφορμήσεις και λιθοσωροί, στιλβωμένοι σαν ημιπολύτιμοι λίθοι και ανάμιχτοι με τεκτονικούς βωμούς των ορυγμάτων της πέτρας που φαντάζουν ως αργιλώδεις σχηματισμοί μιας διαρκώς μεταβαλλόμενης επιφάνειας διαδοχικών στρωμάτων. Κι εκείνος ο ουράνιος θόλος, ο πρυτανικός τρούλος της άνωθεν ψυχής, που μαλακώνει το σφάχτη του βλέμματος κι ολοκληρώνει τη θέαση του αισθητικού και του άϋλου οράματος, από αυτήν εδώ τη μικρογωνιά του κρητικού πέλαγου.
Τρεις ολόκληρες ώρες με πήρε το εκστατικό ταξίδι στη γυμνότητα του ορίζοντα, σε τούτη δω τη ρακένδυτη επιφάνεια της πέτρας, την απερίτμητη αρχιτεκτονική του απείρου, στην καρδιά των ανεπιτήδευτων αέρηδων.
*
Όταν επέστρεψα, οι κολυμβητές και το πλήρωμα είχαν επιδοθεί σε ένα τσιμπούσι ευωχίας και κραιπάλης, όμοιο με εκείνο που είχα “βιώσει” λίγη ώρα πριν στα άδυτα της πέτρας και των ερημικών αδύτων.
Ο καπετάν Γιάννης έστρωσε επάνω στην κουβέρτα του καϊκιού μιαν αμβροσία, που είχε προέλευση την κρητική γη και καθώς όλα τούτα τα καλούδια ήρθε να τα επιστέψει ο κρητικός αμπελώνας, με τις μεθυστικές χοές του, το ταξίδι στο νησί του Δία έμελλε να το σφραγίσει η χάρη και η δωρεά των θεών…