Μια περιήγηση – αστραπή στην ευρύτερη ορεινή ζώνη του Γράμμου μου αποκάλυψε πριν μερικά χρόνια έναν τόπο με απίστευτο φυσικό κάλλος, ποικιλομορφία και ιδιαιτερότητες. Κι έναν ντόπιο πληθυσμό, που, παρά τον συγχρωτισμό του με τις δεκάδες χιλιάδες των επισκεπτών του River Party, παραμένει αγνός και ανεπηρέαστος ακόμη από τις σειρήνες του μαζικού τουρισμού.
Ο μόνος ήχος που προαιώνια ακουγόταν πλάι στο Νεστόριο, προήρχετο από την ασίγαστη ροή των νερών του Αλιάκμονα, άλλοτε απαλό μουρμουρητό και άλλοτε φοβερή βουή, μετά τις βροχές και τα χιόνια του χειμώνα.
Και τότε, το καλοκαίρι του 1978, κάποιοι άλλοι ήχοι, πρωτόγνωροι ως εκείνη τη στιγμή στην περιοχή, ήρθαν να προστεθούν στον ήχο του νερού. Ήταν οι πρώτες δειλές νότες από κάποια νεανικά συγκροτήματα, το πρώτο «μουσικό ρυάκι» που πήγασε πλάι στον μεγάλο Αλιάκμονα, κάτω απ’ το Νεστόριο. Κανείς δεν φανταζόταν τότε την πορεία του μουσικού ρυακιού ούτε τη μεταμόρφωσή του σε «μουσικό ποτάμι», διάσημο στα χρόνια που ακολούθησαν και μοναδικό σε όλη την Ελλάδα. Το περίφημο “RIVER PARTY” είχε γεννηθεί, εκεί στις όχθες του Αλιάκμονα και έγινε ταυτόσημο με τον τόπο καταγωγής του, το Νεστόριο.
Ωστόσο, και παρά τη φήμη που το συνόδευε, άργησα υπερβολικά να ανακαλύψω το Νεστόριο, αφού το ενδιαφέρον μου στην περιοχή μονοπωλούσε η απαστράπτουσα από ομορφιά και σημαντικότητα πόλη της Καστοριάς.
Μια περιήγηση – αστραπή με Καστοριανούς φίλους στην ευρύτερη ορεινή ζώνη του Γράμμου μου αποκάλυψε πριν μερικά χρόνια έναν τόπο με απίστευτο φυσικό κάλλος, ποικιλομορφία τοπίου και ιδιαιτερότητες. Κι έναν ντόπιο πληθυσμό, που παρά τον συγχρωτισμό του με τις δεκάδες χιλιάδες των επισκεπτών του River Party, παραμένει αγνός και φιλόξενος και ανεπηρέαστος ακόμη από τις σειρήνες του μαζικού τουρισμού.
Μετά από τρεις επισκέψεις σε διαφορετικές χρονικές στιγμές, επιχειρούμε να συνοψίσουμε και να σας μεταδώσουμε τις εντυπώσεις και εμπειρίες μας αλλά και τα προβλήματα – όσα τουλάχιστον μπορέσαμε να διαπιστώσουμε – στην ακριτική αυτή περιοχή των βορείων συνόρων μας.
Θα επιθυμούσαμε να διαθέτουμε πολύ περισσότερο χώρο από τα πλαίσια ενός άρθρου, για να γινόταν ακόμη περισσότερο αντιληπτή η συνολική συναρπαστικότητα του τόπου του Νεστορίου. Επαφίεται σ’ εσάς, αγαπητοί μου αναγνώστες, ν’ ανακαλύψετε με την επίσκεψή σας λεπτομέρειες και εικόνες, που εμείς δυστυχώς αδυνατούμε να συμπεριλάβουμε.
ΞΥΠΝΗΜΑ ΣΤΟΝ ΑΛΙΑΚΜΟΝΑ
Καθώς περνούν οι ώρες οι φλόγες κατατρώγουν τα μεγάλα κούτσουρα, στο τζάκι απομένουν μόνον κάρβουνα. Στην αίθουσα του καθιστικού τα φώτα σβήνουν, οι τελευταίοι επισκέπτες αποσύρονται στα δωμάτιά τους. Στο υψόμετρο των 900 μέτρων, στις ανατολικές υπώρειες του Γράμμου, το κρύο της χειμωνιάτικης νύχτας κάτω από τον έναστρο ουρανό πέφτει δριμύ. Αυτό ωστόσο δεν μ’ εμποδίζει ν’ αφήσω ανοιχτή μια μικρή χαραμάδα στην μπαλκονόπορτα. Όχι τόσο για να μετριάσω την – ούτως ή άλλως – υψηλή θερμοκρασία του δωματίου. Όσο κυρίως για να παρατείνω – ως τη στιγμή του ύπνου – την απόλαυση να ακούμε τον αδιάκοπο ήχο των νερών του Αλιάκμονα. Γοργοκίνητος και θολός μετά τις τελευταίες βροχές, κυλάει μεγάλος ποταμός τα βουερά νερά του στις αμέτρητες κροκάλες, μ’ έναν ήχο που θυμίζει ανταριασμένη θάλασσα.
Βρισκόμαστε στον ορεινό ξενώνα ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ, στο Νεστόριο, μόλις μερικές δεκάδες μέτρα πάνω από την κοίτη του Αλιάκμονα. Μαζί μας και ο βολιώτης φίλος μας Κυριάκος Παπαγεωργίου, λάτρης του Γράμμου και του Νεστόριου από χρόνια. Λίγες ώρες πριν μας υποδέχτηκε και πάλι, όπως πριν από ένα χρόνο, η φιλόξενη οικογένεια του Μιχάλη Νταούτη, με τη γυναίκα του Ελένη και τους δυο γιούς του, το Θωμά και τον Αλέξανδρο. Είχε πια έλθει η ώρα να υλοποιήσουμε την παλιά μας επιθυμία, για ένα οδοιπορικό στο Νεστόριο και στο Γράμμο. Το ταξίδι μας- ευτυχώσ- δεν επηρεάστηκε από τις «δημοσιογραφικές πληροφορίες» και τις συνεχείς ανακοινώσεις των ραδιοφωνικών και τηλεοπτικών σταθμών για κακοκαιρία στη Β. Ελλάδα. Αυτές οι γεμάτες αγωνία ανακοινώσεις αποδείχτηκαν για πολλοστή φορά υπερβολικές και αναξιόπιστες αφού, « τα χιόνια στα ορεινά της Καστοριάς», δεν ήταν στην πραγματικότητα τίποτε παραπάνω από μια λευκή πινελιά στις κορυφές του Γράμμου και μάλιστα σε υψόμετρα πάνω από 2200 μέτρα! Πόσοι όμως θ’ αποτολμούσαν ένα ταξίδι στο Νεστόριο ή σε κάποια αντίστοιχη περιοχή ακούγοντας φράσεις όπως, «επιδείνωση της κακοκαιρίας στη Β. Ελλάδα», ή «χιόνια στα ορεινά της Καστοριάς»; Μόνον το επίσημο Δελτίο Καιρού από την Ε.Μ.Υ. ή η άμεση τηλεφωνική επαφή με κάποια ντόπια αρχή θα έπρεπε να αποτελούν πληροφορίες σοβαρές και αξιόπιστες. Αυτούς θα έπρεπε να συμβουλεύονται οι κινδυνολόγοι εκφωνητές, πριν ενσπείρουν τον πανικό στο κοινό με τις «ειδήσεις» τους.
Εμείς βέβαια, έχοντας κλείσει τ’ αυτιά μας στις «σειρήνες», απολαμβάνουμε τον πρωινό καφέ μας πλάι στο αναμμένο τζάκι του ξενώνα, με το ωραίο ζυμωτό ψωμί από τον ξυλόφουρνο της γιαγιάς Αλεξάνδρας, το ντόπιο μέλι και τυρί και τις σπιτικές μαρμελάδες της Ελένης. Έξω από τα παράθυρά μας μαίνεται η «κακοκαιρία», μ’ έναν ήλιο λαμπρό που παιχνιδίζει με τα σύννεφα και αναδεικνύει τα πολυποίκιλα χρώματα των δέντρων στην αντικρινή πλαγιά του Αλιάκμονα. Η θερμοκρασία όμως είναι χαμηλή παραμένει καθηλωμένη στους 2 βαθμούς κάτω απ’ το μηδέν. Η απουσία ωστόσο ανέμου και υγρασίας κάνει το κρύο υποφερτό.
ΑΝΗΦΟΡΙΖΟΝΤΑΣ ΣΤΑ ΓΡΑΜΜΟΧΩΡΙΑ
Ο ξενώνας ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ είναι χτισμένος στη ΝΔ έξοδο του Νεστόριου. Ξεκινώντας λοιπόν με κατεύθυνση δυτική βρισκόμαστε αμέσως έξω απ’ το χωριό. Ξεναγό μας έχουμε τον μεγαλύτερο γιο του Μιχάλη, τον Θωμά. Η διαδρομή μας αρχίζει σε καλό ασφαλτοστρωμένο δρόμο πλάι στην κοίτη του Αλιάκμονα. Μισό μόλις χιλιόμετρο μετά προβάλλει χαμηλά ο χώρος με τις εγκαταστάσεις εξυπηρέτησης του River Party. Παρατηρώντας τις όχθες του Αλιάκμονα έρημες και σιωπηλές, πολύ δύσκολα μπορούμε να τις φανταστούμε να δονούνται από ήχους μουσικής και να είναι πλημμυρισμένες από δεκάδες χιλιάδες επισκέπτες.
Ακολουθούμε πάντα πορεία αντίστροφη με τη ροή του Αλιάκμονα, ανηφορίζοντας από την ΒΔ (δεξιά) πλευρά της κοίτης του. Στην ελικοειδή διαδρομή του το ποτάμι δημιουργεί συνεχώς εικόνες εντυπωσιακές, που, στο τέλος του φθινοπώρου, γίνονται ακόμη ωραιότερες με την συναρπαστική χρωματική εναλλαγή της πλούσιας παραποτάμιας βλάστησης, με την μεγάλη ποικιλία των φυλλοβόλων και κωνοφόρων.
Είναι μεγάλη τύχη να έχουμε σχεδόν μόνιμα, οπτική επαφή άμεση με το ποτάμι, εκτός από τις λίγες περιπτώσεις που ο δρόμος παρεκκλίνει παροδικά προς το εσωτερικό. Είναι ίσως η μοναδική περίπτωση στον Ελληνικό χώρο – αν εξαιρέσουμε τη σιδηροδρομική γραμμή στα στενά του Νέστου – που οδική αρτηρία παρακολουθεί τόσο πιστά και για τόσο μεγάλη απόσταση τον ρου ενός ποταμού.
9 χιλιόμετρα μετά την αναχώρησή μας από τον ξενώνα εγκαταλείπουμε την άσφαλτο που συνεχίζει αριστερά προς τον οικισμό «Πεύκος» και συνεχίζουμε σε χωματόδρομο, που απομακρύνεται για λίγο απ’ το ποτάμι. Η βλάστηση μεταβάλλεται, κυριαρχούν οι βαλανιδιές, τα πεύκα και τα κέδρα. Ανάμεσά τους πεταρίζουν κίσσες, τσίχλες και κοτσύφια. Ένας μικρός αλλά όμορφος καταρράκτης κυλάει δίπλα στο δρόμο τα πεντακάθαρα νερά του. Ο δρόμος σε πολλά σημεία είναι λασπωμένος και δεν συνίσταται κατά τη χειμερινή περίοδο σε συμβατικά αυτοκίνητα.
Έρχεται η στιγμή να γνωρίσουμε στη διαδρομή μας τα πανέμορφα Γραμμοχώρια, που κάποτε ευημερούσαν κατά μήκος της κοιλάδας του Αλιάκμονα. Πρώτο συναντάμε το Λιβαδοτόπι, σε απόσταση 14 χιλιομέτρων απ’ το Νεστόριο. Το όμορφο χωριό – ή μάλλον ό, τι έχει απομείνει απ’ αυτό – είναι χτισμένο σε υψόμετρο 1050 περίπου μέτρων και έχει ωραίο κοινοτικό ξενώνα, που λειτουργεί το καλοκαίρι, προς το παρόν με τα πρότυπα ορειβατικού καταφυγίου (για πληροφ. Τηλ. 24670-82444, κ. Κοράνης Πέτρος, Πρόεδρος Πολιτιστικού Συλλόγου Λιβαδοτοπίου). Τα υπόλοιπα σπίτια του χωριού κατοικούνται από λιγοστούς ντόπιους μόνον κατά την θερινή περίοδο ή περιστασιακά κατά τα Σαββατοκύριακα του χειμώνα, όταν η κατάσταση του δρόμου και οι καιρικές συνθήκες το επιτρέπουν. Κι όμως το Λιβαδοτόπι, που ως οικισμός χρονολογείται από το 1800, έφτασε κάποτε να έχει 140 μόνιμους κατοίκους, που ασχολούντο με την γεωργία, την κτηνοτροφία και την υλοτομία. Στη διάρκεια της Γαλλικής κατοχής κατά τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, της Ιταλο-Γερμανικής κατά τον Β΄ αλλά και κατά τον εμφύλιο πόλεμο, το χωριό υπέφερε πολλά και οι κάτοικοί του διασκορπίστηκαν στην Καστοριά, στη Θεσσαλονίκη, στην Αμερική και στην Αυστραλία.
Μετά το Λιβαδοτόπι συνεχίζουμε για το Γιαννοχώρι. Ο Αλιάκμονας εμφανίζεται δίπλα μας θολός και ορμητικός. Στη διάρκεια της διαδρομής μας αντικρύζουμε αριστερά, πέρα από το ποτάμι, τον ορεινό όγκο του «Τσάρνου», με υψόμ. 1672μ., που αποτελεί σημαντικό βιότοπο για το ζαρκάδι και την αρκούδα.(1)
Η περιοχή του Τσάρνου καλύπτεται από πλούσια δασική βλάστηση, που συνθέτουν αιωνόβιες οξυές, βελανιδιές, σφενδάμια, έλατα, μαυρόπευκα, σκλήθρα, λεύκες και ιτιές. Καθώς το δάσος αυτό δεν έχει υλοτομηθεί από το 1930, έχουν σχηματισθεί ώριμες συστάδες δέντρων, κατάλληλες για τη φιλοξενία του σπάνιου Μαύρου Δρυοκολάπτη (2). Στη διατήρηση της μεγάλης ποικιλότητας των ειδών χλωρίδας και πανίδας της περιοχής, συνετέλεσε ο χαρακτηρισμός και η διαχείρησή της ως «Καταφύγιο Άγριας Ζωής», έως και το 1998.(3)
7 περίπου χιλιόμετρα μετά το Λιβαδοτόπι συναντάμε το Γιαννοχώρι, με την ωραία εκκλησία της Κοίμησης της Θεοτόκου, που χτίστηκε στη θέση της παλαιότερης του Αγ. Νικολάου. Η εκκλησία είναι η μοναδική στα Βαλκάνια με διπλό γυναικωνίτη και έχει περίτεχνο ξυλόγλυπτο τέμπλο.
Κατά τον Μ. Ι. Κωστόπουλο (4) είναι άγνωστο πότε χτίστηκε το Γιαννοχώρι. Η παράδοση αναφέρει, ότι οι πρώτοι κάτοικοί του ήταν κτηνοτρόφοι και χτίστες που κατάγονταν απ’ την Ήπειρο. Το όνομα «Γιαννοχώρι» οφείλεται στον Γιάννη Ματούση, που είχε 8 παιδιά, όταν εγκαταστάθηκε στον οικισμό. Ο εποικισμός του χωριού θεωρείται ότι έγινε τουλάχιστον το 179, αφού τότε ανεγέρθηκε η πρώτη εκκλησία του χωριού. Μετά το τέλος του εμφυλίου πολέμου οι Γιαννοχωρίτες δεν επέστρεψαν για να κατοικήσουν στο χωριό τους αλλά προτίμησαν να παραμείνουν οριστικά στην Καστοριά και σε άλλες πόλεις της Ελλάδας, ενώ πολλές οικογένειες μετανάστευσαν στην Αμερική, στην Αυστραλία και στον Καναδά.
Λίγα μόνον σπίτια χρησιμοποιούνται σήμερα ως περιστασιακή κατοικία κατά την θερινή περίοδο.
Συνεχίζοντας τη διαδρομή μας στα εκπληκτικά τοπία της περιοχής αλλά πάντα μέσα σε μια ατμόσφαιρα ερημιάς και εγκατάλειψης, φτάνουμε μετά από δυόμισι χιλιόμετρα περίπου σε διασταύρωση, που δεξιά οδηγεί προς τον οικισμό της Διποταμίας και τον Δήμο Ακριτών. Αθέτος μερικές εκατοντάδες μέτρα δεξιά του δρόμου βρίσκεται ο ερειπωμένος οικισμός του Μονόπυλου, με ελάχιστα σπίτια που κατοικούνται περιστασιακά μόνον κατά την θερινή περίοδο. Διατηρείται ωστόσο ένας ξενώνας, που χρησιμοποιείται το καλοκαίρι από τα μέλη του Πολιτιστικού Συλλόγου Μονόπυλου. Στις 13 Οκτώγρη του 1943 το χωριό καταστράφηκε από τους Γερμανούς και Βούλγαρους, στη συνέχεια ανοικοδομήθηκε αλλά καταστράφηκε και πάλι ολοκληρωτικά το 1949 στη διάρκεια των μαχών του εμφυλίου πολέμου. Έκτοτε οι κάτοικοι δεν δέχθηκαν να επιστρέψουν στο χωριό τους.
Επιστρέφουμε στο αρχικό χωμάτινο οδικό δίκτυο και συνεχίζουμε προς τον Τρίλοφο, την παλιά Σλήμνιτσα, που απέχει 26,5 χιλιόμετρα από το Νεστόριο. Το χωριό είναι χτισμένο σε θαυμάσια τοποθεσία και σε υψόμετρο που ξεπερνάει τα 1200 μέτρα. Αντικρύζοντάς το από μακρυά αντιλαμβανόμαστε αμέσως το μέγεθος και την παλιά του ακμή.
Πράγματι, πριν από το 1880 αριθμούσε η Σλήμνιτσα περίπου 200 οικογένειες και ήταν το μεγαλύτερο από τα χωριά της περιοχής. Και το 1940 ακόμη διατηρούσε 850 κατοίκους και Σχολείο. Μετά τον εμφύλιο οι κάτοικοί του διασκορπίστηκαν στην Καστοριά, στη Θεσσαλονίκη και στην Αθήνα, ενώ άλλοι προτίμησαν να μεταναστεύσουν στην Αυστραλία, την Αμερική και Καναδά. Σήμερα οι κάτοικοι προσπαθούν να ξαναδώσουν ζωή στον οικισμό και με μεγάλες θυσίες έχουν αναστηλώσει 14 σπίτια, που χρησιμοποιούνται κυρίως κατά τη διάρκεια της θερινής τους διαμονής. Ας ελπίσουμε, ότι σύντομα η Πολιτεία θα ξυπνήσει από τη νάρκη της και θα ασφαλτοστρώσει το κακό αυτό οδικό δίκτυο, που συνδέει τα πανέμορφα χωριά με την έδρα του Δήμου στο Νεστόριο. Είναι ένα έργο μεγάλης εθνικής προτεραιότητας, που θα επαναφέρει σταδιακά τη ζωτικότητα και θα συμβάλει αποφασιστικά στην ήπια τουριστική αξιοποίηση των σημερινών έρημων χωριών.
Γοητευτική από κάθε άποψη στον Τρίλοφο είναι η παρουσία του ναού του Αγ. Αθανασίου. Είναι ένα επιβλητικών διαστάσεων πετρόχτιστο οικοδόμημα, που δεσπόζει στην κορυφή ενός ωραίου λοφίσκου στα νότια του χωριού. Η στέγη της εκκλησίας είναι καλυμμένη με σχιστόπλακες και η εξαίρετη τοιχοποιία της αποτελείται από κιτρινωπές πελεκητές πέτρες και θαυμάσιους γωνιόλιθους. Όλο το κτίσμα αποπνέει μια στιβαρή, φρουριακή κατασκευή, με ογκώδεις τοίχους και μικρά σιδερόφρακτα παράθυρα. Εξίσου εντυπωσιακός είναι και ο δεκάπλευρος τρούλος, που εξέχει αρκετά πάνω απ’ τη σκεπή. Στο πέτρινο υπέρθυρο είναι ανάγλυφα αποτυπωμένη η χρονολογία 1872. Η εικόνα του Αγ. Νικολάου που είναι τοποθετημένη από πάνω του δημιουργεί αρχικά την εντύπωση ότι η εκκλησία χτίστηκε προς τιμήν του Αγ. Νικολάου, ενώ στην πραγματικότητα είναι αφιερωμένη στον Αγ. Αθανάσιο.
Σ’ έναν άλλο λοφίσκο, στην έξοδο του χωριού, ορθώνεται ένα ακόμη κτίριο με στοιχεία τοιχοποιίας όμοια με της εκκλησίας. Είναι το σχολείο του χωριού, που διατηρείται σε άριστη κατάσταση και έχει παραχωρηθεί από την Κοινότητα Τριλόφου για τη στέγαση του στρατιωτικού φυλακίου της περιοχής. Δυστυχώς το φυλάκιο είναι ενεργό μόνον κατά την θερινή περίοδο, ενώ θάπρεπε να λειτουργεί όλο το χρόνο σ’ αυτή την ευαίσθητη θέση των βορείων συνόρων μας.
Αμέσως μετά το φυλάκιο, σε υπερυψωμένο σημείο πλάι στο δρόμο, κινεί την προσοχή μας ένα ερειπωμένο κτιριακό συγκρότημα. Είναι τα υπολείμματα του Ναού της Κοίμησης της Θεοτόκου, κτίσματος του 1843, από το οποίο απομένουν μόνον οι τοίχοι. Το εσωτερικό είναι κατάσπαρτο από λιθοσωρούς και από λαξευτές κυλινδρικές πέτρες, που ήταν προφανώς τμήματα από τις κολόνες του ναού. Έστω και σ’ αυτή την κατάσταση το οικοδόμημα μας εντυπωσιάζει με τις μεγάλες διαστάσεις και την εξαίρετη τοιχοποιία του, ενώ η εκπληκτική πέτρινη είσοδος με την εικόνα της Παναγίας διατηρείται σε πολύ καλή κατάσταση και φέρει περίτεχνη κτητορική επιγραφή. Στον ερειπωμένο εσωτερικό χώρο του ναού οι Σύλλογοι Σλημνιτσιωτών Η.Π.Α. και Αυστραλίας έχουν κτίσει μικρή νεότερη εκκλησία. Η τελευταία εντυπωσιακή εικόνα προέρχεται από δύο μνημεία της φύσης.
Είναι δύο ισοϋψή και κολοσσιαία έλατα ένθεν και ένθεν της εκκλησίας, που φυτεύτηκαν πιθανότατα κατά την εποχή ανέγερσής της αλλά, σε αντίθεση μ’ αυτήν, παραμένουν αλώβητα στο πέρασμα των αιώνων.
Μετά το χωριό ο δρόμος στρέφεται νότια, περνάει ανάμεσα από μεικτά δάση οξυάς, βελανιδιάς και πεύκων και ξανασυναντάει τη ροή του Αλιάκμονα σ’ ένα θεαματικό φαράγγι. Στα 32,5 χλμ. από τον ξενώνα συναντάμε στα δεξιά μας ένα ανηφορικό παρακλάδι δασικού δρόμου και αποφασίζουμε να το εξερευνήσουμε. Πολύ γρήγορα μετανιώνουμε για την απόφασή μας. Κάτω από το βάρος των φορτωμένων με ξύλα φορτηγών το μαλακό χωμάτινο οδόστρωμα έχει φρικτά παραμορφωθεί, ενώ οι τελευταίες δυνατές βροχές το έχουν μετατρέψει σ’ έναν απέραντο λασπότοπο. Προσπαθούμε με αγωνία να βρούμε τρόπο να γυρίσουμε γιατί, παρά την τετρακίνηση, κινδυνεύουμε κάθε στιγμή να βυθιστούμε μέσα στη λάσπη. Τελικά, μετά από τρία περιπετειώδη χιλιόμετρα, βρίσκουμε ένα υποτυπώδες πλάτωμα, ακριβώς σ’ ένα σημείο, όπου ο δρόμος έχει γίνει κυριολεκτικά αδιάβατος. Καταφέρνουμε να στρίψουμε και επιτέλους να ξαναγυρίσουμε στο κεντρικό οδικό δίκτυο.
Δυόμιση χιλιόμετρα μετά συναντάμε μια διασταύρωση, που προς τα νότια (αριστερά) σηματοδοτεί την αφετηρία της κυκλικής μας επιστροφής, ενώ προς τα δυτικά (δεξιά) καταλήγει στον Γράμμο, το έσχατο Γραμμοχώρι κάτω απ’ την κορφή. Παίρνουμε φυσικά αυτή την κατεύθυνση, αφού εκεί βρίσκεται το τελικό σημείο της διαδρομής μας.
Ανηφορίζουμε συνεχώς, τα ορεινά τοπία διαδέχονται το ένα το άλλο με συναρπαστική ποικιλομορφία. Άγριοι βραχώδεις σχηματισμοί, φοβερό φαράγγι «Καταφίκι» όπου κάποτε ήταν το νοσοκομείο των Ανταρτών, ερειπωμένος οικισμός Βερτενίκ που εγκαταλείφθηκε μετά τον εμφύλιο, πέτρινη βρύση με χώρο ξεκούρασης και ξύλινη πινακίδα προς το μονοπάτι «Ερείπια Βέτερνικ-Φούσια» μήκους 4,940 μέτρων. Λίγο πιο πάνω φτάνουμε σε αυχένα εκτεθειμένο σε σφοδρό, παγωμένο άνεμο. Για πρώτη φορά ορθώνεται απέναντί μας τόσο άμεσα το υπερθέαμα των χιονισμένων κορυφών του Γράμμου, που με υψόμετρο 2.520 μέτρα, είναι η τέταρτη σε ύψος Ελληνική κορυφή. Χαμηλά στους πρόποδες του πανύψηλου βουνού, διακρίνονται τα υπολείμματα του οικισμού Γράμμος, της πάλαι ποτέ ακμάζοντας «Γράμμουστας».
Κατηφορίζουμε. 41 περίπου χιλιόμετρα μετά το Νεστόριο συναντάμε δεξιά μας ορεινό δρόμο που καταλήγει στις τοποθεσίες «Μπαρούγκα», «Μούζα» και τον ερειπωμένο οικισμό «Φούστα». Συνεχίζουμε για Γράμμο. Βρισκόμαστε ήδη στο επίπεδο της τεράστιας λεκάνης απορροής του Αλιάκμονα, που στο σημείο αυτό δεν διαφέρει από χείμαρρο. Απ’ όλες τις γύρω πλαγιές ξεπηδούν ρυάκια, που δυναμώνουν συνεχώς τη ροή του ποταμού.
43 χιλιόμετρα μετά το Νεστόριο βρισκόμαστε στον Γράμμο, σε υψόμετρο 1390 μέτρων. Στο κέντρο του χωριού σταματάμε μπροστά στα συγκλονιστικά ερείπια του ναού της Παναγίας. Τα πάντα, εκτός από τρεις όρθιους τοίχους, κείτονται σε ερείπια. Η αγριότητα των πολέμων έχει αφήσει εδώ ανεξίτηλα σημάδια, όπως σ’ όλα τα Γραμμοχώρια.
Η θλιβερή αυτή εικόνα, ωστόσο, δεν μας εμποδίζει να αντιληφθούμε την εξαίρετη τοιχοποιία της πάλαι ποτέ μεγαλόπρεπης βασιλικής του 16ου αιώνα, από πελεκητούς γκρίζους και λευκόγκριζους λίθους, γωνιόλιθους και πολλές αψίδες. Δίπλα στην μισοκατεστραμμένη εκκλησία είναι χτισμένη μια νεότερη, που βέβαια δεν μπορεί να συγκριθεί ούτε στο μέγεθος ούτε στην αρχιτεκτονική με την παλιά. Αχτίδα αισιοδοξίας για τον ερειπωμένο Γράμμο είναι κάποια αναστηλωμένα σπίτια, το ωραίο κοινοτικό κατάστημα που μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως κατάλυμα, καθώς και η προοπτική να επεκταθεί ως εδώ ο ασφαλτόδρομος.
Ένας παγωμένος βοριάς σαρώνει το έρημο χωριό. Ρίχνουμε μια τελευταία ματιά στα ΝΔ, στην λευκή πυραμίδα της κορυφής και προσπαθούμε να μαντέψουμε τη θέση της αθέατης «Γκιστόβας», της θρυλικής αλπικής λίμνης του Γράμμου που, σε υψόμετρο 2.350 μέτρων, είναι αναμφισβήτητα η πιο ορεινή λίμνη των Βαλκανίων.
Ας παρακολουθήσουμε για λίγο το χρονικό της ανάβασης ως την Γκιστόβα, όπως μας το περιγράφει ο Κυριάκος Παπαγεωργίου.
Η ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΣΤΟ ΝΕΣΤΟΡΙΟ
Απομεσήμερο πια εγκαταλείπουμε το Γράμμο και τα γυμνά λιβαδοτόπια του και κατηφορίζουμε προς το Νεστόριο. Στα 6,8 χλμ. συναντάμε τη διασταύρωση με την πρωινή μας διαδρομή. Ξαναβρίσκουμε τα δάση Μαύρης Πεύκης (5) και τον Αλιάκμονα, αληθινό ποτάμι πια, μετά τη μορφή των μικρορρεμάτων που παρουσίαζε στις υπώρειες του Γράμμου. Συνεχίζουμε ευθεία, περνάμε από τους ερειπωμένους οικισμούς του Αγ. Ζαχαρία και Λιανοτοπίου, που έχουν τόσο πολύ ξεθεμελιωθεί από τους πολέμους, που πολύ δύσκολα γίνεται η ύπαρξή τους αντιληπτή.
Στα 9.0 χλμ. (από τον Γράμμο) βρισκόμαστε μπροστά σε μια βασική διασταύρωση, που στην ευθεία οδηγεί στην κοιλάδα του Σαραντάπορου και στα χωριά Πευκόφυτο και Χρυσή. Κατευθυνόμαστε αριστερά (ανατολικά) και στα 10,5 χλμ. (πάντα από τον Γράμμο) συναντάμε στ’ αριστερά την παράκαμψη προς τον περίφημο ναό του Αγ. Ζαχαρία. Είναι μια διαδρομή 5,3 χλμ. σε φοβερά λασπωμένο και ολισθηρό χωματόδρομο, ανάμεσα σε αμιγές δάσος Μαύρης Πεύκης. Όπως την πρώτη φορά, πριν από χρόνια, έτσι και τώρα αισθάνομαι την ίδια συγκίνηση μπροστά στο Καθολικό της μονής του 17ου αιώνα, το μοναδικό κτίσμα που παραμένει ακέραιο. Ο ναός είναι ένα κομψοτέχνημα αρχιτεκτονικής, σταυροειδής με 8πλευρο τρούλο, πολύπλοκη σκεπή καλυμμένη με σχιστόπλακες και λίθινη τοιχοποιία εξαιρετική. Η κατασκευή είναι φρουριακή με χοντρούς τοίχους, πολύ μικρά ανοίγματα, τόξα και διακοσμητικά τουβλάκια στα παράθυρα.
Αν, ωστόσο, η εξωτερική εικόνα του ναού μας εντυπωσιάζει με την αρχιτεκτονική της πλαστικότητα και χάρη, το εσωτερικό μόνον συναισθήματα θλίψης και οργής μας προκαλεί για την αδιαφορία και την εγκατάλειψη. Οι τοίχοι είναι κατάγραφοι από τοιχογραφίες, μαυρισμένες και ασυντήρητες σε τέτοιο βαθμό, που πολλές έχουν καταστραφεί ανεπανόρθωτα. Ακόμα όμως και σ’ αυτή την κατάσταση, όσες διασώζονται προκαλούν το θαυμασμό μας με την υπέροχη τεχνική τους. Επιτέλους ας ευαισθητοποιηθούν κάποτε, η Πολιτεία με τις υπηρεσίες της και η Εκκλησία με την περιουσία της, για τη συντήρηση και διάσωση τόσων και τόσων θαυμαστών μνημείων στην Ελλάδα, που αποτελούν ένα από τα σημαντικότερα κομμάτια της πολιτιστικής μας κληρονομιάς.
Αφήνουμε τη Μονή του Αγ. Ζαχαρία στην αιώνια σιωπή της και βγαίνουμε και πάλι στο αξιόπιστο κεντρικό δίκτυο. Κατευθυνόμαστε αριστερά (ανατολικά) προς Πεύκο και μετά από 9,5 χλμ. (από τη διασταύρωση του Αγ. Ζαχαρία) φτάνουμε στα πρώτα σπίτια του χωριού. Χτισμένο σε κοιλάδα και δασωμένες λοφοπλαγιές, το Πεύκο είναι ένας πανέμορφος οικισμός, που σ’ ένα βαθμό κατοικείται και το χειμώνα. Κατά την παράδοση το πρώτο σπίτι στο χωριό χτίστηκε από κάποιον Πυρσογιαννίτη μάστορα γύρω στο 1800. Αργότερα εγκαταστάθηκαν και άλλες οικογένειες από την Θεσπρωτία, την Κορυτσά και τα Τζουμέρκα, που ασχολήθηκαν με την γεωργία, κτηνοτροφία και χτίσιμο.
Η αρχική ονομασία του οικισμού ήταν «Τούχουλη», το 1928 όμως μετονομάσθηκε σε Πεύκο. Κοντά στο χωριό είναι χτισμένο μέσα σε πευκοδάση το Μοναστήρι της Ζωοδόχου Πηγής, ενώ από τις τρεις εκκλησίες μεγαλύτερη είναι η της πολιούχου Αγ. Παρασκευής. Καθώς ο ήλιος χαμηλώνει, παίρνουμε τον ασφάλτινο δρόμο της επιστροφής προς το Νεστόριο, που απέχει 15 χλμ. απ’ το Πεύκο. Ολοκληρώνουμε έτσι μια κυκλική διαδρομή 70 περίπου χιλιομέτρων στις ανατολικές υπώρειες του Γράμμου, ένα οδοιπορικό με αναρίθμητες εναλλαγές τοπίου και απαράμιλλη ομορφιά, σε μια Ελλάδα ακριτική και σιωπηλή, που χρόνια περιμένει το ενδιαφέρον της Πολιτείας για να βγει επιτέλους από την ερημιά και απομόνωση.
Μαζευόμαστε όλοι γύρω από το αναμμένο τζάκι του «ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ». Πρώτα, ένα ευωδιαστό τσιπουράκι με ντόπιο κεφαλοτύρι και την παραδοσιακή τυρόπιτα από τον ξυλόφουρνο της γιαγιάς-Αλεξάνδρας. Αργότερα, νοστιμώτατη γίδα στη γάστρα με έξοχο κόκκινο κρασί από την ποικιλία «ξινόμαυρο» του Ναουσαίικου αμπελώνα. Στις ώρες της μακριάς νύχτας του Νοέμβρη έχουμε πολλά να συζητήσουμε για τις εντυπώσεις και εμπειρίες της ολοήμερης περιήγησης.
Η ΕΡΕΙΠΩΜΕΝΗ ΜΟΝΗ ΤΣΟΥΚΑΣ
ΜΙΑ ΠΕΡΙΔΙΑΒΑΣΗ ΣΤΟ ΝΕΣΤΟΡΙΟ
Ξαστεριά και παγωνιά. Νωρίς το πρωί το θερμόμετρο δείχνει 5 βαθμούς κάτω απ’ το μηδέν. Ο ήλιος ωστόσο είναι λαμπρός, η ατμόσφαιρα διαυγέστατη και οι συνθήκες για περιήγηση ιδανικές. Βγαίνουμε από το Νεστόριο με κατεύθυνση προς Καστοριά. Πέντε χιλιόμετρα μετά στρίβουμε αριστερά προς τον μικρό οικισμό της Αγίας Άννας, που διατηρεί αρκετά παλιά κτίσματα, κάποια απ’ τα οποία ερειπωμένα. Ήδη απέναντι από τον οικισμό προς τα ΝΔ, ξεχωρίζει στο χείλος ενός εντυπωσιακού βάραθρου η ιστορική Μονή της Τσούκας, που οφείλει την ονομασία της στο ομώνυμο εγκαταλελειμμένο χωριό, βόρεια της Αγίας Άννας. Διασχίζοντας με καινούργιο ασφαλτοστρωμένο δρόμο ένα ωραίο δρυοδάσος, φτάνουμε μετά από 1,7 χλμ. (8 συνολικά από το Νεστόριο) σε μικρό πλάτωμα πάνω απ’ τη μονή. Πριν περιηγηθούμε ό,τι απομένει απ’ το παμπάλαιο μοναστήρι, παρατηρούμε με δέος την πελώρια φυσική χοάνη χαμηλά, που με τις κατακόρυφες πλαγιές της προκαλεί τον ίλιγγο. Στο κέντρο του βάραθρου, πάνω στην συμπαγή κεκλιμένη επιφάνεια τεράστιων βράχων, κυλάει με την αδύνατη ροή του ένα ρέμα, που σχηματίζει μια υποψία καταρράκτη. Λίγο καιρό αργότερα τα πάντα αλλάζουν στο φαράγγι. Με τις έντονες βροχοπτώσεις του χειμώνα, το αθώο ρέμα μεταμορφώνεται σε ποτάμι βουερό και η αδύνατη ροή πάνω στους βράχους γίνεται καταρράκτης θεαματικός, που, όχι σπάνια, παγώνει!
Το πρώτο κτίσμα της μονής που συναντάμε στον ειδυλλιακό δρυοσκέπαστο λοφίσκο, είναι ο ναός της Ζωοδόχου Πηγής. Είναι μια βασιλική με λιτές και αρμονικές αρχιτεκτονικές γραμμές. Το χαμηλότερο τμήμα της τοιχοποιίας είναι άριστα δομημένο με λαξευτούς γκρίζους λίθους, που φέρουν στις επιφάνειές τους εμφανή τα ίχνη του χρόνου. Αμέσως μετά οι προσθήκες στην τοιχοποιία είναι ευδιάκριτες, διατηρούν όμως σε μεγάλο βαθμό την αρχική ταυτότητα της κατασκευής. Αυτό που είναι κυριολεκτικά απαράδεκτο και προσβάλλει βάναυσα τη συνολική φυσιογνωμία του ναού, είναι το νεότευκτο καμπαναριό, ένα κακόγουστο συνονθύλευμα από τσιμεντόλιθους και τούβλα!
Φαντασθείτε! Τσιμεντόλιθοι και τούβλα – τα ευτελέστερα δηλαδή υλικά – πλάι τους γωνιόλιθους της Βυζαντινής μονής που χρονολογείται από τις αρχές του 13ου αιώνα!
Η κατάσταση δεν είναι πολύ καλύτερη στο εσωτερικό. Ασβεστοχρισμένο όπως είναι και με ξύλινη επίπλωση χαμηλής κατασκευαστικής αξίας και ποιότητας, δεν αποπνέει την κατάνυξη που θα περίμενε κανείς. Οι μόνες τοιχογραφίες που διασώζονται είναι στις κόγχες του Ιερού με απαλά χρώματα λευκοκίτρινου, ώχρας, κεραμιδί και λουλακιού. Οι τοιχογραφίες είναι καλής τέχνης αλλά μέτριας κατάστασης διατήρησης. Η τοιχογραφία μάλιστα της Γέννησης του Χριστού στη δεξιά κόγχη του Ιερού, καλύπτεται σε μεγάλο τμήμα της επιφάνειάς της από το ασβεστόχρισμα που έρρευσε άφθονο από τη βούρτσα κάποιου «ευσεβούς», που επεξέτεινε το καλλιτεχνικό του τάλαντο από τους τοίχους στις μορφές της τοιχογραφίας! Το εκπληκτικό είναι, ότι έκτοτε κανείς δεν πρόσεξε ή δεν ευαισθητοποιήθηκε να αποκαταστήσει αυτή τη βαρβαρότητα!
Κατηφορίζουμε μερικά μέτρα από το ναό και αμέσως βρισκόμαστε ανάμεσα στα υπολείμματα των κελλιών και των λοιπών εγκαταστάσεων της μονής. Παντού λιθοσωροί και σπασμένα αγκωνάρια, τοίχοι πέτρινοι που διατηρούνται σε ελάχιστο ύψος πάνω από το έδαφος. Ένα παμπάλαιο καλντερίμι – που παραδόξως διατηρείται σε άριστη κατάσταση – μας οδηγεί στον δεύτερο ναό. Είναι ένας μικροσκοπικός πλακοσκέπαστος ναΐσκος, σταυροειδής με τρούλλο. Είναι χτισμένος στο χείλος του γκρεμού, με ιδιαίτερη αρχιτεκτονική κομψότητα αλλά και με εμφανή τα ίχνη της εγκατάλειψης, ιδιαίτερα στο εσωτερικό. Γύρω του είναι εμφανή τα υπολείμματα της τοιχοποιίας των κελλιών, ενώ σε κάποια σημεία του εδάφους διασώζονται πελεκητές πέτρες μεγάλων διαστάσεων.
40 περίπου μέτρα ΝΔ του ανώνυμου ναΐσκου και σκαρφαλωμένος στο τελευταίο επίπεδο σημείο εδάφους πάνω από τον κατακόρυφο γκρεμό, βρίσκεται ο ναός των Ταξιαρχών, ο τρίτος της μονής. Η αρχική δόμησή του από κιτρινωπά λαξευτά αγκωνάρια είναι αξιόλογη, υπάρχουν όμως και αρκετές νεότερες επεμβάσεις, ενώ μεγάλα τμήματα της επιφάνειας της τοιχοποιίας είναι καλυμμένα από πυκνούς κισσούς και δέντρα. Στο ασβεστοχρισμένο εσωτερικό δεν διασώζεται καμιά τοιχογραφία και όλες οι σύγχρονες προσθήκες είναι, όπως και στον ναό της Ζωοδόχου Πηγής, κακότεχνες.
Σ’ ένα αγκωνάρι της ΝΑ εισόδου διακρίνουμε αμυδρά ένα λιθανάγλυφο με χρονολογία 1900. Εκεί από κάτω υπάρχει και η βρύση με άφθονη ροή νερού, που συναντάει το ρέμα στην κοίτη του φαραγγιού.
Μετά τη μονή επισκεπτόμαστε το Δημαρχείο Νεστορίου. Ο Δήμαρχος Χρήστος Γκοσλιόπουλος μας υποδέχεται με μεγάλη εγκαρδιότητα. Θέτει τη διάθεσή μας κάθε στοιχείο για το Νεστόριο, καθώς και μια σημαντική μελέτη με τεχνικά και οικονομικά στοιχεία για την συνολική ανάπλαση και αξιοποίηση της Μ. Τσούκας. Εκτός από τις εκτεταμένες αποκαταστάσεις των ναών και του περιβάλλοντα χώρου, προβλέπονται επίσης ανακατασκευές κελλιών φιλοξενίας κληρικών, δημιουργία συνεδριακού χώρου, Μοναστηριακή Τράπεζα και Αρχονταρίκι, καθώς και ανακατασκευή διώροφου ξενώνα φιλοξενίας λαϊκών. Επίσης η ιδιότυπη «αρχιτεκτονική της πέτρας» στην περιοχή, που είναι ευρύτερα γνωστή ως «Πέτρα της Αγ. Άννας», προσφέρεται ώστε να αποτελέσει η περιοχή χώρο μαθητείας για νέους στην τέχνη της λιθοξοΐας και λιθοδομής. Είναι ένα σχέδιο φιλόδοξο, που, εφόσον ευοδωθεί, θα προσδώσει την παλαιά αίγλη στο συγκρότημα και θα καταστήσει πόλο έλξης χιλιάδων επισκεπτών, αυτόν τον απαράμιλλης ομορφιάς τόπο του Νεστορίου.
Με ξεναγό τον οικοδεσπότη μας Μιχάλη Νταούτη ξεκινάμε μια περιήγηση γνωριμίας με το Νεστόριο. Ο οικισμός στην ουσία αποτελείται από δύο μονοκεντρικές συνοικίες, το Άνω και το Κάτω Νεστόριο, που είναι ανεπτυγμένες πάνω σε μια προσηλιακή πλαγιά, πάνω από την κοίτη του Αλιάκμονα. Η υψομετρική διαφορά ανάμεσα στα χαμηλότερα και υψηλότερα σημεία του οικισμού είναι μεγάλη και κυμαίνεται από τα 850 μ. έως και πάνω από τα 950 μέτρα. Κορυφαίο σημείο, που ορθώνεται απότομα και σε συνέχεια του Άνω Νεστορίου είναι το «Κάστρο», μια φυσική ακρόπολη σε υψόμετρο πάνω από 1000 μέτρα. Στο ανώτερο σημείο του λόφου σχηματίζεται ένα ομαλό οροπέδιο 20 περίπου στρεμμάτων με γρασίδι, πέτρινο κιόσκι και το εξωκκλήσι της Αγ. Τριάδας. Η θέα είναι πανοραμική στους δύο συνοικισμούς του Νεστορίου, στον Γράμμο και στο Βίτσι και σ’ όλο τον ορίζοντα. Η πρόσβαση είναι ευχερέστατη, αφού ένας ασφαλτοστρωμένος δρόμος καταλήγει σε ελάχιστα λεπτά πλάι στην κορυφή.
Κέντρο της Κάτω Συνοικίας είναι η πλατεία με τον ναό της Κοίμησης της Θεοτόκου. Είναι η παλαιότερη εκκλησία του οικισμού, χτισμένη το 1816 σε ρυθμό τρίκλιτης βασιλικής. Έχει σημαντικό ξυλόγλυπτο τέμπλο, παλιές εικόνες και εκκλησιαστικά βιβλία του 18ου και 19ου αιώνα. Αξιόλογο είναι το ύψους 15 μέτρων πολυγωνικό καμπαναριό. Όμοιας τεχνοτροπίας είναι και η εκκλησία του Αγ. Αθανασίου του 1884, λίγο πιο πάνω από την κοίτη του Αλιάκμονα. Κοντά στην εκκλησία υπάρχει ένα ωραίο κιτρινωπό νεοκλασικό, καθώς και ένα παλιό πλακοσκέπαστο σπιτάκι.
Στην πλατεία της Άνω Συνοικίας δεσπόζει ο ναός των Παμμεγίστων Ταξιαρχών, ρυθμού τρίκλιτης βασιλικής του 1858, με ξυλόγλυπτο τέμπλο που προκαλεί τον θαυμασμό με την περίτεχνη κατασκευή του.
Διάσπαρτα σ’ όλο το Νεστόριο συναντάμε αρκετά πετρόχτιστα σπίτια παραδοσιακής αρχιτεκτονικής. Τα περισσότερα και καλύτερα διατηρημένα από αυτά βρίσκονται συγκεντρωμένα στο ανώτερο τμήμα της Άνω Συνοικίας και έχουν θαυμάσια τοιχοποιία, με λαξευτούς λίθους και αγκωνάρια. Σ’ ένα μεγάλο τριώροφο διακρίνουμε την χρονολογία 1909, ενώ ένα άλλο έχει παλιά ξύλινη, διακοσμημένη πόρτα. Μερικών το ανώτερο τμήμα της τοιχοποιίας αποτελείται από πλιθιές και τσατμά. Όλα σχεδόν τα σπίτια έχουν κεραμοσκεπή, ενώ κάποια, πολύ λίγα, διατηρούν στέγη καλυμμένη με σχιστόπλακες. Στο τέρμα της Άνω Συνοικίας, που ουσιαστικά αποτελεί το τελευταίο σημείο του οικισμού πριν απ’ το βουνό, υπάρχουν αρκετές αραιοχτισμένες αχυρώνες, με ευρύτατη χρήση πλίνθων και τσατμά. Οι αρκετοί μισογκρεμισμένοι τοίχοι, τα περιβολάκια, τα οικόσιτα ζώα και τα δέντρα φέρνουν στο νου παραδοσιακό αγροτικό οικισμό, που έχει αναπτυχθεί στις παρυφές του αστικού περιβάλλοντος του Νεστορίου.
Τις δύο συνοικίες, εκτός από τους εσωτερικούς δρόμους, συνδέει και ένας περιφερειακός ασφαλτόδρομος, που περνάει πάνω από τις εγκαταστάσεις του River Party. Σ’ ένα από τα υψηλότερα σημεία της Άνω Συνοικίας βρίσκεται το μεγάλο κτίριο του παλιού Δημοτικού Σχολείου, όπου το 2005 θα λειτουργήσει το Ινστιτούτο Επαγγελματικής Κατάρτισης Ορεινού και Εναλλακτικού Τουρισμού. Η Σχολή αυτή θα λειτουργήσει πιλοτικά στον Δήμο Νεστορίου για πρώτη φορά στην Ελλάδα. Θα ακολουθήσουν οι ανάλογες Σχολές στο Λιτόχωρο, Καλαμπάκα, Καρπενήσι και Καλάβρυτα. Η απόφαση δημιουργίας αυτών των Σχολών από την Πολιτεία οφείλεται ουσιαστικά στη Μελέτη Σκοπιμότητας που εκπόνησε ο Δήμος Νεστορίου για τη στήριξη του ανθρώπινου δυναμικού στον ορεινό και εναλλακτικό τουρισμό.
Αξίζει να σημειωθεί, ότι η φοίτηση στα I.E.K. Ορεινού Τουρισμού θα διαρκεί 4 εξάμηνα και θα περιλαμβάνει μια εξαιρετικά ενδιαφέρουσα και ποικίλη ύλη μαθημάτων, όπως τεχνικές ξενάγησης, τουριστική γεωγραφία, χαρτογραφήσεις, χαράξεις διαδρομών και μονοπατιών, Ελληνική πολιτιστική κληρονομιά, γαστρονομία, πρώτες βοήθειες, ξένες γλώσσες, κλπ, κλπ. Η συνολική δυναμικότητα της Σχολής του Νεστορίου θα είναι και για τα 4 εξάμηνα 120 μαθητές. Είναι προφανής η μεγάλη σημασία λειτουργίας του Ι.Ε.Κ., αφ’ ενός γιατί θα δημιουργούνται συνεχώς στελέχη με εξειδίκευση στον Ορεινό Τουρισμό και αφ’ ετέρου γιατί η παρουσία των σπουδαστών στον οικισμό θα συμβάλλει στην τόνωση της τοπικής οικονομίας.
Οι βραδινές ώρες στην πόλη της Καστοριάς έχουν μια ιδιαίτερη γοητεία, που δύσκολα μπορούμε να αποφύγουμε. Άλλωστε το Νεστόριο απέχει μόλις 25 χιλιόμετρα. Οι «Καστοριανοί μεζέδες» αρχικά και αργότερα το ποτό στο θαυμάσιο σαλόνι του Ναυτικού Ομίλου, με την αξεπέραστη θέα προς την πόλη και τη λίμνη, αποτελούν τον ιδανικότερο συνδυασμό για το τελείωμα της μέρας.
ΜΙΑ ΜΕΡΑ ΣΥΝΑΡΠΑΣΤΙΚΗ
ΣΤΑ ΟΡΕΙΝΑ ΤΟΥ ΓΡΑΜΜΟΥ
Η θερμοκρασία έχει κατέβει κάθετα με τη συνεχιζόμενη ξαστεριά. Έτσι, νωρίς το πρωί, το θερμόμετρο δείχνει 7 βαθμούς κάτω απ’ το μηδέν.
– Ντυθείτε καλά, μας προτρέπει ο Μιχάλης. Ώσπου να βραδιάσει θα τριγυρνάμε στα βουνά.
Δεν χρειάζεται να ρωτήσω τι θα φάμε στην εξοχή. Τον βλέπω να γεμίζει μια σακούλα με διάφορα καλούδια.
– Το μόνο που φοβάμαι είναι μήπως δε μας φτάσει το τσίπουρο, λέει ο φίλος μας και κοιτάζει με δυσπιστία το μπουκάλι του ενός λίτρου που βάζει στη σακούλα.
Κατηφορίζουμε από τον ξενώνα με νότια κατεύθυνση. Μετά από 600 μέτρα διασχίζουμε τη γέφυρα του Αλιάκμονα και αμέσως ανηφορίζουμε δεξιά για Κοτύλη. Καθώς κερδίζουμε υψόμετρο στο Νεστόριο μας χαρίζει μια υπέροχη εικόνα με τις ηλιόλουστες συνοικίες του, νωχελικά απλωμένες στην πλαγιά. Είναι μια διαδρομή υπέροχή, που την έχουμε γνωρίσει χιονισμένη, όταν για πρώτη φορά προσεγγίζαμε απ’ αυτό το σημείο το Νεστόριο. Περνάμε ανάμεσα από μικρές καλλιεργημένες εκτάσεις σε γραφικές λοφοπλαγιές, βοσκοτόπια και λιβάδια, απέραντα δρυοδάση με εκτυφλωτικά χρώματα και πολύπλοκο ανάγλυφο. Μας συντροφεύει περιμετρικά ένας ορίζοντας συναρπαστικός, άλλοτε προς τις κατάλευκες κορφές του Γράμμου, άλλοτε προς το Βίτσι, το Σινιάτσικο και το Βόιο και άλλοτε μακρυά, στο αχνό περίγραμμα των κορυφών του Ολύμπου.
Σε κάποια σημεία της διαδρομής με ρυάκια το νερό έχει παγώσει και δημιουργεί εικόνες παραμυθένιας ομορφιάς.
12 χιλιόμετρα μετά την αναχώρησή μας φτάνουμε στο οροπέδιο της Ν. Κοτύλης, που, με υψόμετρο 1450 μέτρων, μαζί με την Σαμαρίνα οι ορεινότεροι Ελληνικοί οικισμοί. Το οροπέδιο είναι ηλιόλουστο και η θέα του ανεμπόδιστη, η θέση του όμως είναι απόλυτα εκτεθειμένη στους ανέμους και ιδιαίτερα στους ψυχρούς βοριάδες, με αποτέλεσμα το χειμώνα η θερμοκρασία να κατεβαίνει πολλούς βαθμούς κάτω απ’ το μηδέν και το χιόνι να διατηρείται για μεγάλα διαστήματα. Αυτός είναι και ο κυριότερος λόγος, που οι οξυγώνιες σκεπές αποτελούνται στη μεγάλη τους πλειοψηφία από λαμαρίνα, κάτι που οπωσδήποτε επιδρά αρνητικά στη γραφικότητα του ορεινού οικισμού. Πολύ δύσκολα μπορούμε να βρούμε κάποια παραδοσιακή αρχιτεκτονική στον οικισμό, αφού η Ν. Κοτύλη έχει μόλις μισού αιώνα ηλικία.
Δημιουργήθηκε μετά την εγκατάλειψη της Π. Κοτύλης στις αρχές της δεκαετίας του ’50. Ο δρόμος ανηφορίζει πάνω απ’ την Κοτύλη και μετά από δύο χιλιόμετρα φτάνει σε αυχένα. Για πρώτη φορά αποκαλύπτονται στα ΝΔ οι πανύψηλες χιονισμένες κορυφές της Τύμφης και του Σμόλικα. Στο σημείο αυτό ο ασφαλτοστρωμένος δρόμος κατηφορίζει προς τα νότια, διασχίζοντας αρχικά ένα εκπληκτικό φαράγγι με παραπόταμο του Σαραντάπορου, δάση φυλλοβόλων, ελάτων και πεύκων και αλλεπάλληλους γεωλογικούς σχηματισμούς με θεαματικές πτυχώσεις, τόσο χαρακτηριστικές στην ευρύτερη περιοχή. Λίγο αργότερα ο ίδιος αυτός δρόμος συναντάει την κύρια κοιλάδα του Σαραντάπορου και καταλήγει στο εθνικό οδικό δίκτυο, που, παρακολουθώντας στον ρου του ποταμού, οδηγεί είτε στην Κόνιτσα και τα Ιωάννινα είτε στην Κόλαση. Είναι μια από τις πιο αγαπημένες μας διαδρομές, που μας έχει τέρψει κατά καιρούς είτε με εκπληκτικά φθινοπωρινά χρώματα είτε και με χιόνια.
Σήμερα βέβαια θα ξεφύγουμε για μερικές ώρες από τις ασφάλτινες διαδρομές, θα προτιμήσουμε και πάλι τα ορεινά του Γράμμου. Στο υψηλότερο αυτό σημείο του Αυχένα, 14 χιλιόμετρα ακριβώς από το Νεστόριο, φεύγει προς τα δεξιά (δυτικά) ένας φαρδύς και καλοστρωμένος χωματόδρομος, που κατευθύνεται προς Γράμμο και «Αρένες». Δυστυχώς η μεγάλη ενημερωτική πινακίδα κείτεται – ποιος ξέρει από πότε – γκρεμισμένη πλάι στο δρόμο. Καμιά υπηρεσία ή φορέας δεν έχει ενδιαφερθεί να την αποκαταστήσει. Προσπαθούμε να την στερεώσουμε σε μια κολόνα, είναι όμως βέβαιο, πως με το πρώτο φύσημα του αέρα θα ξαναπέσει στο έδαφος. Στοιχίζει άραγε τόσο πολύ η επανατοποθέτησή της;
Από την αρχή του χωματόδρομου αρχίζουμε νέα χιλιομέτρηση. 500 μέτρα μετά συναντάμε στ’ αριστερά του δρόμου ένα μονοπάτι που κατηφορίζει και καταλήγει μετά από 1 περίπου ώρα στην Π. Κοτύλη. Στα 2,7 χλμ. ξεκινάει ακόμη ένα μονοπάτι για την Π. Κοτύλη, πολύ πιο δύσβατο όμως από το προηγούμενο.
Εδώ βρίσκεται και η αρχή του περίφημου «Μονοπατιού των Ανταρτών», που ανηφορίζει ελαφρά και καταλήγει μετά από λίγη ώρα, σε μια από τις εντυπωσιακότερες τοποθεσίες, όχι μόνον του Γράμμου αλλά και της χώρας, τους «Πύργους της Κοτύλης» ή «Σπανούρα». Είναι ένα γεωλογικό φαινόμενο εκπληκτικό, ένα βραχώδες συγκρότημα πελωρίων διαστάσεων, που ορθώνεται αρχικά με ήπιες κλίσεις και αργότερα κατακόρυφα, πάνω από την κοιλάδα της Κοτύλης και τον ερειπωμένο οικισμό. Ο βράχος αυτός, με ύψος που ξεπερνάει τα 200 μέτρα, είναι ευρύτερα γνωστός με την ονομασία ο «Χάρος της Κοτύλης», που οφείλεται στις σκληρότατες μάχες που διαδραματίστηκαν εδώ κατά τη διάρκεια του Εμφυλίου Πολέμου. Ξεστρατίζουμε για λίγο με τον Κυριάκο από το ασφαλές Μονοπάτι των Ανταρτών και κινούμαστε για μερικές δεκάδες μέτρα με μεγάλη προσοχή στο φρύδι του γκρεμού, κάτω ακριβώς από τη φοβερή ορθοπλαγιά του Χάρου. Εκεί, για μερικά λεπτά, αισθανόμαστε όλο το δέος και τον ίλιγγο, που αποπνέει το απροσπέλαστο και μοναδικό σε αγριότητα σημείο της περιοχής. Κάτω από τα πόδια μας το χάος του φαραγγιού κόβει την ανάσα και δικαιολογεί την επιλογή του ως λημέρι των ανταρτών.
Στη ασφάλεια του καλού χωματόδρομου και πάλι διασχίζουμε υπέροχα δάση από πανύψηλες οξυές, έλατα και μαυρόπευκα. Στα 5,2 χλμ. συναντάμε δεξιά μια παράκαμψη, που μετά από ένα δύσβατο χιλιόμετρο καταλήγει στην κορυφή του λόφου με το «Πυροφυλάκιο Πύργου». Εδώ , από το υψόμετρο των 1700 μέτρων, η θέα είναι μεγαλειώδης προς κάθε σημείο του ορίζοντα. Ξεκινώντας την οπτική περιήγησή μας στις 360 μοίρες της νοητής περιφέρειας του κύκλου συναντάμε στα δυτικά τη λευκή πυραμίδα του Γράμμου και λίγο νοτιότερα την Επάνω και Κάτω Αρένα. Πιο κάτω την τόσο χαρακτηριστική πριονωτή κορυφογραμμή της Τύμφης, που είναι χιονισμένη, όπως και η πανύψηλη κορυφή του Σμόλικα. Στο βάθος του ανατολικού ορίζοντα σχηματίζεται θαμπά το περίγραμμα του Ολύμπου. Βορειότερα και κοντά μας ορθώνεται το Βίτσι, ενώ πολύ πιο πίσω ασπρίζει αμυδρά η μύτη του Καϊμακτσαλάν. Ο κύκλος τελειώνει με τις κορφές του Βαρνούντα πάνω από τις Πρέσπες. Σχεδόν όλες οι υψηλές και διάσημες Ελληνικές κορυφές ορθώνονται ολόγυρά μας. Ωστόσο, παρά την λαμπρή ηλιοφάνεια, ο αέρας είναι παγωμένος και το κρύο δριμύ. Η θερμοκρασία είναι καθηλωμένη στους 6 βαθμούς κάτω απ’ το μηδέν.
– Αυτή την ώρα άλλοι πίνουν τον καφέ τους, εμείς όμως θα πιούμε λίγο τσίπουρο, λέει ο Μιχάλης και βγάζει από τη σακούλα το γυάλινο μπουκάλι με το ευωδιαστό του περιεχόμενο.
Τίποτε ωραιότερο δεν θα μπορούσαμε να πιούμε στο παγωμένο αυτό πρωινό αγναντεύοντας τις στέγες της Ελλάδας. Πρέπει όμως να συνεχίσουμε, τα θαύματα του Γράμμου δεν έχουν τελειώσει ακόμη. Ξαναβγαίνουμε στο κεντρικό οδικό δίκτυο και αρχίζουμε να κατηφορίζουμε, αγναντεύοντας χαμηλά τα ερείπια της Π. Κοτύλης. Οι κατακόρυφες επιφάνειες του «Χάρου» προβάλλουν απίστευτα θεαματικές. Θα μπορούσαν να αξιοποιηθούν με τη δημιουργία ενός αναρριχητικού πεδίου διαφόρων βαθμών δυσκολίας. Στα 8,7 χλμ. από την αρχή της χωμάτινης διαδρομής μας φτάνουμε στην τοποθεσία «Λιβάδια Κοτύλης», ένα εκπληκτικό οροπέδιο σε υψόμετρο 1400 περίπου μέτρων με θαυμάσια θέα στις κορυφές του Γράμμου. Εδώ, ανάμεσα σε κυματοειδείς λοφοπλαγιές με υπεραιωνόβια μαυρόπευκα, έλατα και οξυές, έχει δημιουργηθεί το «Πάρκο Εθνικής Συμφιλίωσης», με ημιτελείς ακόμη εγκαταστάσεις καταλυμάτων και κτιρίου πολλαπλών χρήσεων, που στοχεύει αφενός στην αποφόρτιση της περιοχής από τις μνήμες του Εμφυλίου Πολέμου και αφ’ ετέρου στην τουριστική της αξιοποίηση.
Στα 12,7 χλμ. φτάνουμε σε βασική διασταύρωση με ενημερωτικές πινακίδες. Στα δεξιά μας κατευθύνουν προς Πεύκο (12), Νεστόριο (27) και Μονή Αγ. Ζαχαρία, ενώ στα αριστερά προς Πευκόφυτο (9), Χρυσή (12), Επταχώρι (22) και βέβαια προς την ορεινή περιοχή «Αρένες», που είναι ο αμέσως επόμενος προορισμός μας.
Στα 14,7 χλμ. συναντάμε μια δύσβατη παράκαμψη (προς Λιανοτόπι, Αρένες και Αγ. Ζαχαρία) που την αγνοούμε, ενώ 400 μ. μετά, στα 15,1 χλμ. βρισκόμαστε μπροστά στην βασική διασταύρωση, που δεξιά ανηφορίζει προς Αρένες, ενώ αριστερά οδηγεί προς το Πευκόφυτο και τους άλλους οικισμούς. Από το σημείο αυτό αρχίζουμε νέα χιλιομέτρηση.
Ο δρόμος είναι γενικά καλός, την θερινή περίοδο κανένα αυτοκίνητο δεν θα συναντήσει δυσκολίες. Το χειμώνα όμως, με τις λάσπες και τα χιόνια, απαιτείται τετρακίνηση, που ίσως δεν είναι πάντα επαρκής. Διασχίζουμε αρχικά δάση Μαύρης Πεύκης με εκτεταμένες υλοτομήσεις. Στα 3,4 χλμ. συναντάμε αριστερά του δρόμου πηγή με αδιάκοπη ροή. Καθώς κερδίζουμε υψόμετρο εμφανίζονται οι πρώτες οξυές, με στοίβες υλοτομημένων κορμών κατά μήκος της διαδρομής. Στα 6,3 χλμ. βρίσκουμε στα δεξιά μας το δρόμο, που έρχεται από την ήδη γνωστή μας περιοχή των ερειπίων Λιανοτοπίου και Αγ. Ζαχαρία. Είναι μια εναλλακτική διαδρομή από Νεστόριο προς Αρένες, που επισημάναμε κατά την πρώτη μέρα της περιήγησής μας, είναι όμως δύσβατη κατά την χειμερινή περίοδο.
Ο δρόμος εξακολουθεί ν’ ανηφορίζει με ήπιες κλίσεις και στροφές. Η μοναδική πια βλάστηση είναι οι οξυές κι ανάμεσά τους μερικά σποραδικά έλατα. Στα 11 χλμ. ακριβώς ο ανήφορος τελειώνει, βρισκόμαστε στο οροπέδιο των Αρενών, σε υψόμετρο 1750 μέτρων. Ανάμεσα στα, γυμνά από φυλλώματα, κλαδιά προβάλλει ένας γυαλιστερός καθρέφτης, που πάων του αντανακλά το φως του ήλιου, τον ουρανό και τους κορμούς των δέντρων. Είναι η λίμνη «Μουτσάλια», με την επιφάνειά της παγωμένη και ακίνητη, από τη μια άκρη ως την άλλη.
– Πέρασαν κιόλας 10 χρόνια, λέω στην Άννα. Φθινόπωρο ήταν και τότε, στην αρχή του, τα φύλλα στις οξυές ήταν πολλά, σχεδόν έκρυβαν τη λίμνη. Μια λίμνη που τα νερά της ρυτίδυνε το αεράκι του βουνού.
Από το παγωμένο έδαφος ξεκολλάω με δυσκολία μία πέτρα και την πετάω στη λεία επιφάνεια για να δω την αντοχή της. Η πέτρα εξοστρακίζεται και γλιστράει μακρυά, σαν νάχει χτυπήσει σε τσιμέντο. Η λίμνη, ωστόσο, μόνον φαινομενικά είναι αδρανής και ακίνητη. Κάποιοι υπόκωφοι ήχοι, άλλοτε δυνατοί και άλλοτε ανεπαίσθητοι, ταράζουν τη γαλήνη και αποκαλύπτουν τα σημεία εκείνα, όπου η παγωμένη επιφάνεια χάνει τη συνοχή της και ραγίζει.
Κάτω από τον λαμπρό μεσημεριάτικο ήλιο το θερμόμετρο παραμένει αμετακίνητο στους 5 βαθμούς κάτω απ’ το μηδέν. Με γάντια, σκούφους και ερμητικά κλειστά μπουφάν ξεκινάμε μια μικρή πορεία με κατεύθυνση Α-ΝΑ. Σε λιγότερο από ένα 10λεπτο περνάμε ρεματάκι με όχθες από κρύσταλλο, ανηφορίζουμε για λίγο το μονοπάτι μέσα από δάσος οξυάς, διασχίζουμε ένα μικρό οροπέδιο και σ’ ένα τέταρτο βρισκόμαστε στην άκρη του ωραιότερου εξώστη προς την κοιλάδα του Σαραντάπορου. Δάση από έλατα, πεύκα, βαλανιδιές και οξυές, αναρίθμητες χαραδρώσεις και πτυχώσεις, βραχώδη συγκροτήματα και απόκρημνες πλαγιές, ένα θέαμα ασύγκριτο σε μια μέρα παγωμένη αλλά ηλιόλουστη, στους πρόποδες των δύο κορυφών των Αρενών. Θα μπορούσαμε να μείνουμε στη θέση μας αδιαμαρτύρητα για ώρα, αποθαυμάζοντας το υπερθέαμα του τόπου. Η ώρα όμως περνά, η στοίβα των ξύλων της οξυάς μας περιμένει πλάι στη λίμνη. Με τη βοήθεια λίγου δαδιού οι φλόγες τυλίγουν τα δαδόξυλα και ζεσταίνουν χέρια και ψυχές.
– Τώρα θα διαπιστώσουμε την αξία του τσίπουρου, λέει ο Μιχάλης και δεν έχει άδικο.
Μέσα σε λίγη ώρα ο φίλος μας έχει τα πάντα έτοιμα: σαλάτα, ελιές, φέτα, κεφαλοτύρι και υπέροχα λουκάνικα Καστοριάς. Τι περισσότερο θα μπορούσε να επιθυμήσει κανείς σ’ αυτό το ανυπέρβλητο τοπίο του Γράμμου;
Από το νότιο άκρο της λίμνης ο δρόμος δείχνει να συνεχίζεται.
– Είναι μια χάραξη της τελευταίας 5ετίας, εξηγεί ο Μιχάλης, που καταλήγει στην Αετομηλίτσα.
Αετομηλίτσα! Πολλές αναμνήσεις, παλιές και νέες, απ’ αυτή την αετοφωλιά, που είναι χτισμένη στα 1430 μ. στους πρόποδες του Γράμμου.
Κοιτάζω το Μιχάλη ερωτηματικά.
– Ο δρόμος είναι δύσβατος, ξεκινάει να λέει.
Αμέσως όμως μετά: – Δε βαριέσαι, θα τα καταφέρουμε, συμπληρώνει.
Στα 1,4 χλμ. από το Ν άκρο της λίμνης ανηφορίζουμε δεξιά. Το υψόμετρο στον αυχένα ξεπερνάει τα 1800 μέτρα και η θέα είναι παντού εκπληκτική. Αμέσως μετά αρχίζουμε να κατηφορίζουμε σε δρόμο πολύ δύσβατο.
Στα 3 χλμ. φτάνουμε σε λιβάδι, ένα υπέροχο βοσκοτόπι ανάμεσα σε αμιγές δάσος οξυάς. Εδώ υπάρχει βρύση και ποτίστρα για τα ζώα, που δεν είναι όμως τσιμεντένια αλλά λαξευμένη σε μονοκόμματο κορμό οξυάς, που το μήκος του ξεπερνάει τα 14 μέτρα! Το νερό βέβαια στην ποτίστρα είναι πάγος συμπαγής.
Αρχίζουν οι περιπέτειες. Φοβερά νεροφαγώματα και απίστευτες ποσότητες λάσπης ανάμεσά τους. Έρχονται στιγμές που νιώθουμε παγιδευμένοι και ανίσχυροι. Τελικά όλα εξελίσσονται ευνοϊκά και στα 9,2 χλμ. συναντάμε το δρόμο, που ανηφορίζει προς την Αετομηλίτσα από το εθνικό δίκτυο Κοζάνης – Ιωαννίνων. Στα 12 χλμ. σταματάμε μπροστά στο Ορεινό Καταφύγιο του Γράμμου (τηλ: 26550-31345 και 6974-389788). Στην ηλιόλουστη αίθουσα το τζάκι είναι αναμμένο, μια παρέα πίνει τα τελευταία τσίπουρα του απομεσήμερου. Ελάχιστα μόλις χρόνια πριν η Αετομηλίτσα δεν διέφερε από χωριό-φάντασμα σε όλη τη χειμερινή περίοδο. Σήμερα λειτουργεί όλο το χρόνο ο ξενώνας και μάλιστα το 2005 ολοκληρώνεται η επέκτασή του. Ο Θόδωρος Φερφέλης μας κερνάει καφεδάκι. Του ευχόμαστε καλό χειμώνα και καλή αντάμωση.
Κατηφορίζουμε από Αετομηλίτσα, στρίβουμε αριστερά προς Κοζάνη και μετά από 9 περίπου χιλιόμετρα ανηφορίζουμε προς Νεστόριο και Καστοριά. Είναι η ωραία και γνωστή μας διαδρομή, που τη φορά αυτή μας επιφυλάσσει εκπλήξεις, αφού ακολουθούμε δύο διακλαδώσεις που δεν είχαμε γνωρίσει έως τώρα. Η μία, με χωματόδρομο 2 χλμ. μας οδηγεί στα ερείπια της Παλιάς Κοτύλης. Το τοπίο που αντικρύζουμε μας αφήνει έκπληκτους με την ομορφιά και την ποικιλομορφία του. Πρόκειται στην ουσία για ένα ευρύτατο οροπέδιο με κυματοειδές ανάγλυφο, που περικλείεται προστατευτικά από λόφους και βουνά, με πιο εντυπωσιακή στα βόρεια των μεγαλειώδη βραχοπλαγιά του «Χάρου της Κοτύλης». Το μόνο ανοιχτό σημείο του ορίζοντα βρίσκεται προς τα Ν-ΝΑ και προσφέρει ευρύτατη θέα προς την κορυφογραμμή της Τύμφης και τον Σμόλικα.
Ο έρημος και ερειπωμένος οικισμός της Π. Κοτύλης – που χρονολογείται από το 1780 και είναι από τους παλιότερους οικισμούς της περιοχής – είναι χτισμένος ανάμεσα σε μικρά ξέφωτα, λιβαδάκια και λοφίσκους, που αναπτύσσονται γύρω από ένα ρέμα συνεχούς ροής, παραπόταμο του Σαραντάπορου. Αυτό το ρέμα χωρίζει με την κοίτη του τον οικισμό σε δύο συνοικίες, που συνδέονται είτε με περιφερειακό χωματόδρομο είτε με μονότοξο πέτρινο γιοφύρι πάνω από το ρέμα.
Πολλά σπίτια είναι μισογκρεμισμένα και πολλά ακόμη κείτονται σε λιθοσωρούς. Αρκετά όμως – και μάλιστα μεγάλων διαστάσεων – παραμένουν όρθια, ιδιαίτερα στην ΒΔ συνοικία του χωριού. Όλα αποκαλύπτουν την πολύ καλή τοιχοποιία τους, με ενδιάμεσες ξυλοδεσιές και σχιστόπλακες. Σε άριστη κατάσταση διατηρείται η εκκλησία του Αγ. Γεωργίου, κτίσμα του 1913.
Ο ήλιος χαμηλώνει νωρίς πίσω απ’ τα βουνά. Ένας παγωμένος βοριάς κατηφορίζει από το «Χάρο», το κρύο γίνεται ανυπόφορο. Καμιά καμινάδα δεν καπνίζει, να μας ζεστάνει λίγο την ψυχή. Η μόνη ύπαρξη ζωής προέρχεται από τους μακρινούς ήχους που φτάνουν από τα κουδουνάκια ενός αθέατου κοπαδιού.
– Πριν σκοτεινιάσει, προτείνω ακόμη μια παράκαμψη, λέει ο Μιχάλης. Εκεί θα είναι όλα διαφορετικά από την Κοτύλη.
Βγαίνουμε στον κεντρικό δρόμο και κατηφορίζουμε για μερικά χιλιόμετρα, ως την πινακίδα που μας κατευθύνει προς Κυψέλη.
Μετά από 7,5 χλμ. ανηφορικού ασφαλτόδρομου με στροφές αποκαλύπτεται το χωριό κυκλωμένο από δασωμένους λ΄φους με συναρπαστικό ανάγλυφο. Χτισμένος σε υψόμετρο 1200 περίπου μέτρων με σπίτια παραδοσιακά ο οικισμός της Κυψέλης είναι πιθανότατα ο ομορφότερος της περιοχής. Εκείνο όμως που θα μείνει χαραγμένο ανεξίτηλα στη μνήμη μας είναι το δειλινό, ένα από τα πιο δραματικά που μας έχει χαρίσει η φύση μέχρι τώρα. Η Άννα φωτογραφίζει συνεχώς, η μια φωτογραφία είναι ωραιότερη από την άλλη, πόσες όμως μπορούν να συμπεριληφθούν σ’ ένα άρθρο;
Μερικές καμινάδες καπνίζουν στο χωριό, μια όμως απ’ αυτές είναι η πιο ελκυστική. Ανήκει στην τεράστια ξυλόσομπα της ταβέρνας του Νίκου του Ντίνη, στο κέντρο του χωριού. Ένα ταβερνάκι συμπαθητικότατο, όπου τα πάντα έχουν γεύση αυθεντική, η σαλάτα, το σαγανάκι, οι πατάτες, η νοστιμότατη τηγανιά. Το σημαντικότερο όμως είναι, ότι το ταβερνάκι αυτό παραμένει ανοιχτό όλο το χρόνο, σ’ ένα χωριό που το χειμώνα κατοικείται από μονοψήφιο αριθμό κατοίκων. Αξίζει να το επισκεφθεί κανείς για να εκτιμήσει τις ωραίες ντόπιες γεύσεις και τη φιλόξενη συμπεριφορά του Νίκου και της γυναίκας του ( τηλ. 24670-81092 / 86440. Απόσταση από Νεστόριο: 27 χλμ. προς την κατεύθυνση της Ν. Κοτύλης και του Επταχωρίου).
ΕΠΙΛΟΓΟΣ
Ο Γράμμος δεν τελειώνει, δεν θα μπορούσε να τελειώσει μ’ ένα άρθρο. Είναι ανεξάντλητος σε φυσική ομορφιά, βιοποικιλότητα, ανθρωπογενές περιβάλλον. Απλά το άρθρο αυτό είναι μια πρώτη προσέγγιση ανάμεσα σ’ αυτές που ελπίζουμε πως θ’ ακολουθήσουν. Είναι κάτι που το οφείλουμε στην ευαίσθητη, ακριτική και – εν πολλοίς – άγνωστη και γεμάτη ιδιαιτερότητες αυτή περιοχή των βορείων συνόρων της πατρίδας μας. Μακάρι το άρθρο αυτό ν’ αποτελέσει την αφορμή να τον γνωρίσουν όσο το δυνατόν περισσότεροι ταξιδευτές και φυσιολάτρες.