Φθινόπωρο στη Μακεδονία. Η θεαματικότερη εποχή του έτους, σε μερικά από τα πιο εντυπωσιακά ελληνικά βουνά. Γαύροι, πλατάνια και σφενδάμια, βαλανιδιές, καστανιές και οξυές δημιουργούν έναν απίθανο χρωματικό συνδυασμό, που συναντάμε στα ορεινά της Νάουσας, στο εκπληκτικό μονοπάτι που οδηγεί στην εκκλησούλα της Υπαπαντής. Εκεί, οι Ναουσαίοι φίλοι μας έχουν από νωρίς μπουμπουνίσει την ξυλόσομπα, έχουν ρίξει λουκάνικα στη θράκα, ενώ το μυρωδάτο τσιπουράκι αναλαμβάνει να διώξει το κρύο από το σώμα και την ψυχή.
Η Νάουσα μπορεί, χωρίς υπερβολή, να θεωρηθεί ως μια από τις ωραιότερες, τις πιο γραφικές και ενδιαφέρουσες πόλεις της Ελλάδας. Όχι μόνον για τα παραδοσιακά σπίτια τα βιομηχανικά κτίρια με τις εμβληματικές τους καμινάδες αλλά και για το τόσο ιδιαίτερο φυσικό της περιβάλλον. Πράγματι, δεν υπάρχουν πολλές πόλεις μ’ ένα ονειρεμένο πλατανόδασος σαν αυτό του Αγίου Νικολάου, ή με αστείρευτες πηγές κρυστάλλινου νερού, σαν αυτές της Αράπιτσας. Αλλά και ο ορεινός όγκος του Βερμίου, δεν υστερεί σε πληρωθική ποικιλία τοπίων, σε ομορφιά και πυκνότητα δασών. Που σε απόσταση λίγων μόλις χιλιομέτρων από την πόλη, μπορούν να χαρίσουν σε κάθε φυσιολάτρη, την εμπειρία πεζοπορικών διαδρομών σε μονοπάτια απαράμιλλου κάλλους.
Σ’ ένα τέτοιο αισθητικό μονοπάτι μας παρακίνησαν να τους ακολουθήσουμε ο Κώστας Μάϊνος, γυμναστής και ο Δήμος Αποστολίδης, μηχανικός πληροφορικής. Είναι το Μονοπάτι της Υπαπαντής, στις πυκνοδασομένες πλαγιές του Βερμίου. Ως ορμητήριό μας έχουμε τον θαυμάσιο ορεινό ξενώνα «ΘΕΑ». Χτισμένος στο ωραιότερο φυσικό μπαλκόνι της περιοχής, ο ξενώνας δικαιώνει απόλυτα την ονομασία του αφού αγναντεύει, από υψόμετρο 500 μέτρων, τα πάντα: την πόλη της Νάουσας, τα γύρω βουνά και τον απέραντο κάμπο ως τη θάλασσα.
Με τέτοιους ανοιχτούς ορίζοντες στο ξεκίνημα της μέρας αναχωρούμε από τον Ξενώνα για την αφετηρία της πεζοπορικής μας διαδρομής. Παίρνουμε κατεύθυνση προς το άλσος του Αγίου Νικολάου και στα 2,3 χιλ. 100 μέτρα πριν βγούμε στον κεντρικό δρόμο, ανηφορίζουμε απότομα δεξιά προς το Χιονοδρομικό των 3-5 Πηγαδιών. Στα 3,5 χλμ (από τον ξενώνα) εγκαταλείπουμε την άσφαλτο και συνεχίζουμε σε διακλάδωση δασικού δρόμου αριστερά. Μια πινακίδα αναγράφει: ΑΓ. ΤΑΞΙΑΡΧΗΣ, ΜΥΛΟΙ, ΠΡΟΦΗΤΗΣ ΗΛΙΑΣ, ΥΠΑΠΑΝΤΗ. Το οδόστρωμα δεν συνιστάται σε χαμηλά αυτοκίνητα. Σε βροχερό καιρό, μάλιστα, ο δρόμος λασπώνει και γίνεται ακατάλληλος για συμβατικά αυτοκίνητα.
Μετά από ανηφοράκι 1,8 χλμ (5,3 χλμ συνολικά από τον ξενώνα) συναντάμε το ξωκκλήσι του Αγίου Ταξιάρχη. Στο αριστερό τμήμα του δρόμου, απέναντι ακριβώς από τον ναΐσκο, είναι ορατή η σήμανση του μονοπατιού προς τον Προφήτη Ηλία και την Υπαπαντή. Εδώ το υψόμετρο είναι 740 μέτρα.
–Στα πρώτα λεπτά έχουμε έντονη ανηφόρα. Για την καλύτερη προσαρμογή μας προτείνω ν’ ακολουθήσουμε χαλαρό ρυθμό, λέει ο Κώστας.
Είναι ανηφορικό αλλά απίστευτα ωραίο το μονοπάτι. Το χωμάτινο έδαφος είναι μαλακό από το παχύ στρώμα ξερόφυλλων οξυάς και καστανιάς. Πού και πού, εμφανίζονται κορμοί αιωνόβιων καστανιών. Δυστυχώς, τα περισσότερα απ’ αυτά τα μνημεία της φύσης, είναι κομμένα από τη ρίζα, θύματα της απληστίας αλλά και της απόλυτης περιφρόνησης των ανθρώπων, προς το φυσικό περιβάλλον του βουνού.
Σταδιακά οι απότομες κλίσεις ημερεύουν. 15 λεπτά μετά την αναχώρησή μας φτάνουμε σ’ ένα υπέροχο σημείο του δάσους, σε υψόμετρο 850 μέτρων. Εδώ, πρωταγωνιστής είναι η χτιστή κρήνη Γιοβάννα, φημισμένη για το εξαιρετικής ποιότητας, πολύ κρύο νερό, που πηγάζει μέσα από το δάσος οξυάς. Χαρίζουμε μερικά λεπτά στάσης στους εαυτούς μας, όχι για ξεκούραση αλλά για απόλαυση της ωραιότητας του τόπου, και του ήχου του νερού, που ασταμάτητα κελαρύζει.
Ξεδιψάμε, γεμίζουμε τα παγούρια μας μ’ αυτό το αιθέριο νερό και συνεχίζουμε για το ξωκκλήσι του Προφητηλία. Δεν χρειαζόμαστε παραπάνω από ένα 5λεπτο για να φτάσουμε στο ξέφωτο του ναού. Η θέα στην πόλη της Νάουσας, στον κάμπο και στα γύρω βουνά είναι εκπληκτική. Μια ιδιαιτερότητα του τόπου είναι ένα αυτοφυές δάσος δρυός, ανάμεσα στις οξυές και καστανιές. Το υψόμετρο στον Προφήτη Ηλία ανέρχεται στα 880 μέτρα. Ξεκινάμε το τελευταίο τμήμα της διαδρομής για την Υπαπαντή. Εξαίρετο πάντα το μονοπάτι, διεισδύει με ήπια κλίση στο σκιερό δάσος, όπου κυριαρχούν οι οξυές, χωρίς όμως να λείπουν οι βαλανιδιές, τα σφενδάμια, οι αγριοφουντουκιές και οι καστανιές. Ευτυχώς εδώ, ανάμεσα στους κομμένους σύριζα κορμούς, έχουν διασωθεί και αρκετά πελώριων διαστάσεων δέντρα καστανιάς με ηλικία απροσδιόριστη αλλά οπωσδήποτε πολλών αιώνων.
Ένα 5λεπτο μετά την αναχώρησή μας από τον Προφητηλία τα χαρακτηριστικά της διαδρομής μεταβάλλονται εντελώς. Το δάσος οξυάς παύει να υπάρχει, τη θέση του παίρνει μια απότομη πλαγιά, πυκνοδασωμένη από γαύρους και πυξάρια. Το μονοπάτι, επίσης, χάνει την ομαλότητά του, γίνεται πετρώδες, ανηφορικό και στενό. Είναι μια αλλαγή ευχάριστη, που δίνει ποικιλία στην μέχρι τώρα διαδρομή. Περνάμε δίπλα από παγκάκι στερεωμένο σε κορμό μεγάλης καστανιάς. Αμέσως μετά συναντάμε ένα πολύ χαρακτηριστικό συγκρότημα μεγάλων βράχων.
20’ μετά την αναχώρησή μας από τον Προφήτη Ηλία φτάνουμε σε βραχώδες πλάτωμα, σχηματισμένο στο χείλος του γκρεμού. Η εικόνα της Νάουσας χαμηλά μας χαρίζει μια εικόνα εκπληκτική. Μικρό εικονοστάσι , υψόμετρο 980 μέτρων και λιγόλεπτη στάση, για να θαυμάσουμε τον ανοιχτό ορίζοντα και ν’ αφουγκραστούμε τον αχό της πόλης, που φτάνει ως τ’ αυτιά μας.
Στ’ αριστερά μας ορθώνονται διαδοχικά οι ορεινοί όγκοι του Πίνοβου, της Τζένας και στη συνέχεια του Πάϊκου, ενώ μακρυά, στον μυχό του Θερμαϊκού κόλπου, διακρίνεται σαν ανοιχτόχρωμη λωρίδα, το εκτεταμένο οικοδομικό συγκρότημα της Θεσσαλονίκης.
Δύο λεπτά μετά αντικρύζουμε για πρώτη φορά, στην αντικρινή δασωμένη πλαγιά, την Υπαπαντή. Κατηφορίζουμε για λίγο, περνάμε στα ριζά μεγάλων κάθετων βράχων και αμέσως μετά παίρνουμε ένα τελευταίο ανηφοράκι. Είναι καλυμμένο με ξερόφυλλα ποικίλων χρωματισμών από οξυές, σφενδάμια, βαλανιδίες, φράξους και καστανιές. Είναι σαν, όλα τα θεαματικά δέντρα του φθινοπώρου, να φόρεσαν τις πιο λαμπρές στολές τους και να συμφώνησαν να συναντηθούν εδώ, στο τελευταίο τμήμα της διαδρομής της Υπαπαντής.
45 λεπτά μετά την αναχώρησή μας από το εκκλησάκι του Ταξιάρχη βρισκόμαστε στο εκπληκτικό μπαλκόνι της Μονής της Υπαπαντής. Εκτός από την ασβεστοχρισμένη εκκλησία, χτισμένη με ακανόνιστες ντόπιες σιδερόπετρες, υπάρχουν στο χώρο τρία σπιτάκια, πηγή νερού, πολλά τραπεζοκαθίσματα και μια υπαίθρια ψησταριά. Ωστόσο, αν και πλησιάζει μεσημέρι, η ψύχρα στο υψόμετρο των 1040 μέτρων είναι αισθητή.
–Καλημέρα! Ελάτε στη σόμπα να ζεσταθείτε, ακούγεται μια φωνή. Είναι ο Γιάννης Νέστορας, που μαζί με τον Σπύρο Γιάγκα, μας καλωσορίζει σ’ ένα απ’ τα μικρόσπιτα. Όρθιοι κοντά στη σόμπα οι φίλοι μας τσιμπολογάνε μεζεδάκια και κουτσοπίνουν. Βγάζει ο Κώστας απ’ το σακίδιό του μερικά συμπληρωματικά καλούδια αλλά και τσίπουρο που απόσταξε την προηγούμενη νύχτα σε παραδοσιακό καζαναριό.
Ο χώρος αποδεικνύεται ξαφνικά ανεπαρκής. Επιστρατεύεται λοιπόν, ο μακρύς ξύλινος πάγκος, που απαλλάσσεται από κάθε περιττό αντικείμενο και έτσι συμμετέχουμε κι εμείς σ’ ένα απίθανο τραπέζι, που έχει όλο τον αυθορμητισμό και την γοητεία του απρογραμμάτιστου και απρόσμενου. Και μάλιστα με συνδαιτυμόνες, που ελάχιστα λεπτά πριν, αγνοούσαμε τελείως την ύπαρξή τους.
–Δεν περνάτε άσχημα εδώ πάνω.
–Φροντίζουμε να συνδυάζουμε την φυσιολατρία και την πεζοπορία με ευχάριστες ανθρώπινες στιγμές, λέει ο Γιάννης. Άλλωστε, στους Ναουσαίους η Υπαπαντή είναι πολύ αγαπητή. Το αποκορύφωμα είναι τη μέρα της γιορτής της, στις 2 του Φλεβάρη κάθε χρόνο. Τότε γίνεται εδώ μεγάλο πανηγύρι που συγκεντρώνει πλήθος κόσμου.
–Μα, σε τούτο το υψόμετρο στις 2 του Φλεβάρη, πώς είναι ο καιρός;
–Βαρυχειμωνιά τις περισσότερες φορές με πολύ κρύο και μπόλικο χιόνι, αποκρίνεται ο Σπύρος.
–Και με τέτοιες συνθήκες, πώς φτάνει ο κόσμος ως εδώ;
-Ά, εμείς στην Νάουσα είμαστε συνηθισμένοι, δεν το φοβόμαστε ούτε το κρύο ούτε το χιόνι, ζούμε μ’ αυτά από μικροί, λέει ο Γιάννης. Και μ’ αυτά τα λόγια μάς δείχνει μερικές φωτογραφίες χαρακτηριστικές του πανηγυριού. Σε κάποιες το χιόνι ξεπερνάει το γόνατο, σε άλλες είναι πιο λίγο, κοινό χαρακτηριστικό όμως όλων είναι το κέφι και η χαρούμενη διάθεση στα πρόσωπα των συμμετεχόντων, μεγάλων και μικρών.
–Στο αρχείο μου έχω πολύ περισσότερο φωτογραφικό υλικό, από πολλούς εορτασμούς, λέει ο Γιάννης. Πιστέψτε με, όμως, τίποτε δεν μπορεί να συγκριθεί με τις εμπειρίες και τα βιώματα της προσωπικής συμμετοχής. Κανονίστε, λοιπόν, τον Φλεβάρη που μας έρχεται να είσαστε μαζί μας. Αυτό που θα ζήσετε, θα το θυμόσαστε για καιρό.
Αρχίζουν ο Σπύρος και ο Γιάννης να θυμούνται λεπτομέρειες από την γιορτή της Υπαπαντής, μια γιορτή που είναι τόσο βαθειά ριζωμένη στην ψυχή των Ναουσαίων. Αφηγούνται περιστατικά από το βράδυ της παραμονής, με τον εσπερινό και την διανυκτέρευση στις χειμωνιάτικες συνθήκες του βουνού. Περιγράφουν στη συνέχεια την κατανυκτική θεία λειτουργία που γίνεται τη μέρα της γιορτής, με χαμηλές θερμοκρασίες και συνήθως, χιόνι. Οι ξυλόσομπες, ωστόσο, είναι παντού αναμμένες και πάνω στις φωτιές, μέσα στα μεγάλα καζάνια, σιγοβράζει η φασολάδα.
–Όλοι βοηθάμε για την επιτυχία της γιορτής, καταλήγει ο Γιάννης. Τα τελευταία, μάλιστα, χρόνια έχουμε πολύτιμο συμπαραστάτη και τον Σπύρο Γιάγκα, που έχει αναδειχθεί σ’ έναν από τους στυλοβάτες του γιορτασμού. Θα ‘ θελα, τέλος να επισημάνω κι έναν άλλο χώρο, που απέχει μόλις ένα 5λεπτο κάτω από την Υπαπαντή. Είναι το πασίγνωστο βραχώδες σπήλαιο, που κατά την παράδοση επισκέπτονται ζευγάρια με προβλήματα τεκνοποίησης.
Μεσημέρι πια. Ο ήλιος έχει από ώρα διαλύσει τις ομίχλες και μας ζεσταίνει. Αγναντεύουμε το βουνίσιο περιβάλλον, την αντικρινή βαθειά χαράδρα με τις απόκρημνες πλαγιές. Πάνω από το ξέφωτο, που βρισκόμαστε, συνεχίζει με έντονες κλίσεις και με πλούσιο δάσος, το βουνό. Καταλήγει στην κορυφή Άγιο Πνεύμα όπου οδηγεί ένα μονοπάτι που, τουλάχιστον στην αφετηρία του, μοιάζει πολύ ωραίο και βατό.
–Με περισσότερο χρόνο στην διάθεσή μας και με καλές καιρικές συνθήκες αξίζει ν’ ανεβούμε στο Άγιο Πνεύμα και ν’ απολαύσουμε από κει μια θέα μοναδική, λέει ο Γιάννης.
Αφήνουμε τους Ναουσαίους φίλους μας ν’ απολαμβάνουν την ηρεμία του απομεσήμερου στο βουνό. Εμείς παίρνουμε να κατηφορίζουμε την υπέροχη διαδρομή της επιστροφής.
-Καλή αντάμωση, μας φωνάζει ο Γιάννης. Έπιασε τόπο η ευχή του. Και μάλιστα πολύ συντομότερα απ’ όσο θα φανταζόμασταν εκείνη τη στιγμή.
ΥΠΑΠΑΝΤΗ
ΠΡΟΟΡΙΣΜΟΣ ΓΙΑ ΠΕΡΙΗΓΗΤΕΣ
Με συνοπτικές διαδικασίες αποφασίζουμε να εντάξουμε, στην προαποφασισμένη εκδρομή του Ομίλου στην Νάουσα, και την ανάβαση στην Υπαπαντή. Δύο εβδομάδες, λοιπόν, μετά την πρώτη μας γνωριμία, παίρνουμε και πάλι τις ανηφοριές για τα ονειρεμένα υψίπεδα του Βερμίου. Είναι Σάββατο 1 Δεκέμβρη, η πρώτη μέρα του τελευταίου μήνα του έτους.
Στο εκκλησάκι του Ταξιάρχη μάς υποδέχεται ένας θαυμάσιος καιρός, με μια ηπιότητα και μια θερμοκρασία, που δύσκολα παραπέμπουν σε χειμώνα. Τα μέλη του Ομίλου χαίρονται το κάθε τους βήμα στο πολύχρωμο μονοπάτι. Ένα μονοπάτι σαν μαλακό και παχύ χαλί απ’ τα συσσωρευμένα ξερόφυλλα των δέντρων του φθινοπώρου.
Πλησιάζοντας στην Υπαπαντή διακρίνουμε καπνό να στροβιλίζεται στον γαλάζιο ουρανό. Κι επειδή «καπνός χωρίς φωτιά είναι αδύνατον να υπάρχει», σε ελάχιστα λεπτά βρισκόμαστε μπροστά σε ωραία φωτιά. Χαιρετιόμαστε πια σαν παλιόφιλοι με τον Γιάννη.
-Τη φωτιά σας την άναψα, είναι έτοιμη και η σχάρα.
-Κι εμείς φέραμε τον μπάτζο και τα λουκάνικα.
Τα επόμενα λεπτά επικρατεί στον υπαίθριο χώρο μεγάλη κινητικότητα. Οι άντρες μεταφέρουν τα βαριά τραπέζια και τους πάγκους, οι γυναίκες ταχτοποιούν τα τρόφιμα και τα σκεύη, γεμίζουν τα ποτήρια με τσίπουρο και κρασί. Ο Γιάννης έχει την γενική επίβλεψη στο ψήσιμο των νοστιμότατων χωριάτικων λουκάνικων, ενώ ο ντόπιος μπάτζος, άγνωστος στους περισσότερους, αποδεικνύεται ένα λευκό σκληρό τυρί με γεύση εκπληκτική. Όταν, δύο ώρες αργότερα, αποχαιρετάμε την Υπαπαντή, δεν υπάρχει ούτε ένας που να μην είναι χαμογελαστός και ευτυχισμένος.
ΜΕΡΑ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΩΝ
ΜΙΑ ΑΣΥΝΗΘΙΣΤΗ ΕΜΠΕΙΡΙΑ
Μας ήταν ήδη γνωστό, ότι φέτος για πρώτη φορά οι δημοτικές αρχές της Νάουσας και οι επιχειρηματίες θα φρόντιζαν να στολίσουν για την περίοδο των γιορτών το άλσος του Αγίου Νικολάου. Και να το μεταμορφώσουν σ’ ένα σύνολο ακόμη πιο φαντασμαγορικό και ονειρικό. Σκεφτήκαμε λοιπόν , μετά την «Ονειρούπολη της Δράμας» και τον «Μύλο των Ξωτικών στα Τρίκαλα», να γνωρίσουμε και το «Χριστουγεννιάτικο Χωριό στον Άγιο Νικόλαο της Νάουσας».
Πλήθος κόσμου, με πάμπολλα μικρά παιδιά, αψηφώντας τη νυχτερινή ψύχρα και υγρασία, περιπλανιόταν στο έξοχο φυσικό περιβάλλον με τα κολοσσιαία πλατάνια, τους πλακόστρωτους διαδρόμους και τα κρυστάλλινα νερά. Παντού περίπτερα και ξύλινα σπιτάκια, κατάφωτα και στολισμένα γιορταστικά, άλλα φορτωμένα με παιχνίδια, άλλα με γλυκά και διάφορες λιχουδιές και άλλα, τέλος, με δραστηριότητες κάθε είδους για μικρά και μεγάλα παιδιά. Ήταν όμορφες ώρες, μια παραμονή Χριστουγέννων αυθεντική και ρομαντική.
Εξίσου ωραία ήταν η διανυκτέρευσή μας στον πανέμορφο ξενώνα ΘΕΑ. Με την θαλπωρή του αναμμένου τζακιού, τους φιλόξενους ανθρώπους και τα παραδοσιακά σπιτικά γλυκά της κυρίας Ντίνας.
Ξημερώνει ένα πρωινό Χριστουγέννων, ηλιόλουστο, λαμπρό. Έξω η φύση, ισορροπώντας αναποφάσιστη ανάμεσα στα τελευταία χρώματα του Φθινοπώρου και στα πρώτα γκριζωπά γυμνόκλαδα του χειμώνα, μας προσκαλεί να εγκαταλείψουμε τη ραστώνη της γιορτινής μέρας και να βγούμε να την χαρούμε.
–Τι θα λέγατε να περπατήσουμε λιγάκι; προτείνει η Άννα.
–Ωραία, στον Άγιο Νικόλαο, λέει με χαρά η Αθηνά.
–Δεν εννοούσα σεργιάνι στα παιχνιδάδικα, αλλά σ’ ένα όμορφο μονοπάτι. Όπως, ας πούμε, αυτό της Υπαπαντής.
Δεν δείχνει ευτυχισμένη η Αθηνά. Πως θα μπορούσε άλλωστε; Ωστόσο, σε μια έξαρση αυταπάρνησης, συμφωνεί ν’ ανηφορίσει μαζί μας στο βουνό. Το μεσημέρι, είμαστε ολομόναχοι στο ηλιόλουστο μπαλκόνι της εκκλησίας της Υπαπαντής. Με απεριόριστο ορίζοντα απέναντί μας γευόμαστε την έξοχη πίτα και τα άλλα καλούδια της κυρίας Ντίνας. Για πρώτη ίσως φορά μακρυά από παραδοσιακό χριστουγεννιάτικο τραπέζι. Δεν ξέρω πόσο όμορφα ή ευχάριστα καταγράφηκαν τα φετινά Χριστούγεννα στη μνήμη της Αθηνάς. Σίγουρα όμως ήταν τα πιο ασυνήθιστα και πρωτότυπα, όχι μόνον για κείνη αλλά και για μας.
Επιθυμία και ευχή, αγαπητοί μου φίλοι, είναι να είμαστε γεροί και να καταφέρουμε να παρευρεθούμε στη γιορτή της Υπαπαντή στις 2 Φλεβάρη. Η πρόσκληση είναι ανοιχτή για όλους και η ενδεχόμενη παρουσία μας θα δώσει και στους υπόλοιπους Ναουσαίους, μεγάλη χαρά.