Είμαι βέβαιος, ότι πολλές πόλεις στην Ελλάδα θα επιθυμούσαν διακαώς να συγκεντρώνουν την εύνοια της φύσης και τις ιδιαιτερότητες της Νάουσας. Ανεξάντλητα πηγαία νερά, λοφοπλαγιές καλυμμένες από φημισμένους αμπελώνες και οπωρώνες, ένα ορεινό συγκρότημα – το Βέρμιο – με βλάστηση και φύση εκπληκτική και με δυο από τα πιο διάσημα χιονοδρομικά της χώρας σε απόσταση μόλις 16 χιλιομέτρων από την πόλη. Και ακόμη, μια αρχαιότατη ιστορία της λαμπρότερης περιόδου της Μακεδονίας, μια βιομηχανική διαδρομή από τον 19ο αιώνα ως τις μέρες μας, ένα αποκριάτικο έθιμο απαράμιλλης ομορφιάς και μια οινική παράδοση από τις σημαντικότερες της χώρας.
Δεν υπάρχει επισκέπτης, από τον απλό τουρίστα των λίγων ωρών τον απαιτητικότερο ταξιδιώτη – αρχαιολάτρη, φυσιολάτρη, φίλο του χιονιού, του καλού φαγητού και του κρασιού -, που να μην μένει γοητευμένος από τη Νάουσα. Και δεν υπάρχει εποχή του χρόνου, που να μην κοσμεί με τις δικές της συναρπαστικές και ιδιαίτερες πινελιές αυτή την πόλη. Απλωμένη με απαλή αμφιθεατρικότητα στους πρόποδες του ανατολικού Βερμίου, μοιάζει μ’ έναν τεράστιο εξώστη, που αγναντεύει από μέσο υψόμετρο 350 μέτρων, έναν πολυποίκιλο ορίζοντα. Ένα τμήμα του είναι καλυμμένο από δασωμένες λοφοπλαγιές και κορφοβούνια κι ένα άλλο ορθάνοιχτο στον ευρύτατο κάμπο της Ημαθίας, ως τη Θεσσαλονίκη και τη θάλασσα.
Πόσο καλά όμως ξέρουμε το απώτατο και το πρόσφατο παρελθόν αυτής της πόλης, που είναι τόσο κοντά μας κι έχουμε επισκεφθεί τόσες φορές; Το οδοιπορικό που επιχειρούμε στον τόπο και στο χρόνο, μας επιφυλάσσει πολλές και απρόσμενες εκπλήξεις.
Είμαι βέβαιος, ότι πολλές πόλεις στην Ελλάδα θα επιθυμούσαν διακαώς να συγκεντρώνουν την εύνοια της φύσης και τις ιδιαιτερότητες της Νάουσας. Ανεξάντλητα πηγαία νερά, λοφοπλαγιές καλυμμένες από φημισμένους αμπελώνες και οπωρώνες, ένα ορεινό συγκρότημα – το Βέρμιο – με βλάστηση και φύση εκπληκτική και με δυο από τα πιο διάσημα χιονοδρομικά της χώρας σε απόσταση μόλις 16 χιλιομέτρων από την πόλη. Και ακόμη, μια αρχαιότατη ιστορία της λαμπρότερης περιόδου της Μακεδονίας, μια βιομηχανική διαδρομή από τον 19ο αιώνα ως τις μέρες μας, ένα αποκριάτικο έθιμο απαράμιλλης ομορφιάς και μια οινική παράδοση από τις σημαντικότερες της χώρας.
Δεν υπάρχει επισκέπτης, από τον απλό τουρίστα των λίγων ωρών τον απαιτητικότερο ταξιδιώτη – αρχαιολάτρη, φυσιολάτρη, φίλο του χιονιού, του καλού φαγητού και του κρασιού -, που να μην μένει γοητευμένος από τη Νάουσα. Και δεν υπάρχει εποχή του χρόνου, που να μην κοσμεί με τις δικές της συναρπαστικές και ιδιαίτερες πινελιές αυτή την πόλη. Απλωμένη με απαλή αμφιθεατρικότητα στους πρόποδες του ανατολικού Βερμίου, μοιάζει μ’ έναν τεράστιο εξώστη, που αγναντεύει από μέσο υψόμετρο 350 μέτρων, έναν πολυποίκιλο ορίζοντα. Ένα τμήμα του είναι καλυμμένο από δασωμένες λοφοπλαγιές και κορφοβούνια κι ένα άλλο ορθάνοιχτο στον ευρύτατο κάμπο της Ημαθίας, ως τη Θεσσαλονίκη και τη θάλασσα.
Πόσο καλά όμως ξέρουμε το απώτατο και το πρόσφατο παρελθόν αυτής της πόλης, που είναι τόσο κοντά μας κι έχουμε επισκεφθεί τόσες φορές; Το οδοιπορικό που επιχειρούμε στον τόπο και στο χρόνο, μας επιφυλάσσει πολλές και απρόσμενες εκπλήξεις.
ΜΙΑ ΜΑΤΙΑ ΣΤΟ ΑΡΧΑΙΟ ΠΑΡΕΛΘΟΝ
Είναι αδύνατον ν’ αποδοθούν στα πλαίσια αυτού του άρθρου – και στην έκταση που τους αξίζει – οι συναρπαστικές λεπτομέρειες των σημαντικότατων ευρημάτων στην περιοχή της Νάουσας. Αρκούμαστε λοιπόν – προς το παρόν- σε μια συνοπτικότατη αναφορά αντλώντας στοιχεία από την γλαφυρή περιγραφή του Θωμά Γαβριηλίδη για τα «Νέα Αρχαιολογικά Ευρήματα της Νάουσας» (1).
Στα αρχαιότατα λοιπόν χρόνια η περιοχή της Νάουσας κατοικήθηκε από τους Βρίγες, που ήρθαν στην Ευρώπη πριν από τον Τρωικό Πόλεμο και, σύμφωνα με τον Θουκυδίδη και τον Στράβωνα, καταδιώχθηκαν από τον ιδρυτή του Μακεδονικού κράτους Κάρανο. Από τον συγγραφέα Στέφανο Βυζάντιο (6ος – 7ος αι. μ.Χ.) μαθαίνουμε, ότι στα μυθικά χρόνια βασίλευε στην περιοχή της Νάουσας ο Βέρης, γιος του Μακεδόνα και εγγονός του Δία. Από τις δυο του κόρες πήραν τα ονόματά τους οι δυο γειτονικές πόλεις, η Βέροια και η Μίεζα, ενώ από τον γιο του Όλγανο το ποτάμι της Νάουσας, η σημερινή «Αράπιτσα». Και ενώ η Βέροια παρέμεινε αμετακίνητη στη θέση της και κράτησε ανέπαφο το όνομά της, τα ίχνη της Μίεζας, ανάμεσα στο 350-400 μ.Χ., χάνονται. Πολύ αργότερα, στα ύστερα βυζαντινά χρόνια (14ος-15ος αι.) εμφανίζεται στην ευρύτερη περιοχή μια πόλη με το όνομα «Νιάουστα». Υπήρχαν όμως ήδη πληροφορίες για τη θέση της αρχαίας πόλης από τον Λατίνο συγγραφέα Πλίνιο, τον Βυζαντινό Στέφανο Βυζάντιο και κυρίως από τον Πλούταρχο, που ανέφερε, ότι στο Νυμφαίο της Μίεζας είχε ιδρύσει ο βασιλιάς της Μακεδονίας Φίλιππος ο Β΄. σχολή, όπου δίδαξε ο μεγάλος Σταγειρίτης φιλόσοφος Αριστοτέλης τον μεγάλο μαθητή του Αλέξανδρο.
Ήταν ευτυχής η στιγμή, όταν το 1965 μια καταιγίδα που ξερίζωσε ένα δέντρο στην τοποθεσία «Ισβόρια», έγινε η αφορμή να αρχίσουν ανασκαφές από τον αρχαιολόγο Φώτη Πέτσα και να αποκαλυφθούν τα λείψανα του Νυμφαίου της Μίεζας και της περίφημης Σχολής. Και είναι μεγάλη η συγκίνησή μας καθώς, μετά από 23 αιώνες, βρισκόμαστε σ’ αυτόν τον ίδιο χώρο της σοφίας και της γνώσης, πατάμε τα ίδια χώματα και τις ίδιες πέτρες, όπου κάποτε βημάτιζαν και διαλέγονταν ο μεγάλος φιλόσοφος και ο μετέπειτα μεγάλος στρατηλάτης.
Δεν είναι βέβαια μόνον τον Νυμφαίο της Μίεζας και η Σχολή του Αριστοτέλη. Είναι και τα υπόλοιπα λαμπρά ανασκαφικά ευρήματα της περιοχής, όπως τα αρχαίο θέατρο, οι μεγαλόπρεποι Μακεδονικοί τάφοι – συλημένοι και ασύλητοι -, η προτομή του Όλγανου και η περίφημη επιτύμβια στήλη με περίγραμμα χαραγμένο σ’ αυτήν, που αποδεικνύουν τα χρόνια δόξας και ακμής, που γνώρισε η αρχαία πρόγονος της Νάουσας, η Μίεζα.
Η ΙΔΡΥΣΗ ΤΗΣ ΝΕΩΤΕΡΗΣ ΠΟΛΗΣ
Από τα ενδιάμεσα περίπου του επαρχιακού δρόμου που συνδέει τη Βέροια με την Έδεσσα ανηφορίζουμε δυτικά με κατεύθυνση προς Νάουσα. Η πρώτη εικόνα που φανερώνεται στα μάτια μας είναι μια σειρά από σπίτια, χτισμένα το ένα δίπλα στο άλλο, στο χείλος ενός απότομου πρανούς, περίπου όμοιου με αυτό της Έδεσσας. Λίγο αργότερα αποκαλύπτεται από τα ψηλώματα το σύνολο του οικοδομικού ιστού της πόλης. Είναι ένα μωσαϊκό από λευκούς όγκους οικημάτων και κόκκινες κεραμοσκεπές, που καταλαμβάνει την έκταση ολόκληρου του οροπεδίου, αυτού του θεαματικού εξώστη πάνω από τον κάμπο της Ημαθίας.
Πότε όμως χρονολογείται η οίκηση αυτής της πόλης; Μετά την εισβολή των Τούρκων στο σύνολο της Βαλκανικής Χερσονήσου το 1354, οι κάτοικοι της Κεντρικής Μακεδονίας απομακρύνονται έντρομοι από τα πεδινά και βρίσκουν καταφύγιο στα δάση και στις δυσπρόσιτες ορεινές περιοχές του Βερμίου και του Ολύμπου. Αργότερα οι Τούρκοι προσπαθούν να συγκεντρώσουν τους διασκορπισμένους πληθυσμούς για την αξιοποίηση των φυσικών πόρων. Η επανεγκατάσταση λοιπόν των κατοίκων στην περιοχή της σημερινής Νάουσας τοποθετείται στα χρόνια ανάμεσα στην κατάληψη της Βέροιας (1385-86) και την άλωση της Κωνσταντινούπολης (1453).
Τις πρώτες, ωστόσο, πληροφορίες για την οργάνωση του οικισμού αντλούμε από τους Τούρκους περιηγητές του 17ου αιώνα Χατζή Κάλφα και Εβλιγιά Τσελεμπή. Η Νάουσα περιγράφεται ως ένα μεγάλο χριστιανικό χωριό με χίλια σπίτια, αμπέλια, κήπους, παζάρι και αγορά, που αποτελεί τμήμα της ιδιοκτησίας του βακουφιού του Γαζή Εβρενός μπέη. Το γεγονός αυτό της δίνει ιδιαίτερα προνόμια, που της επιτρέπουν να αναπτύξει την χειροτεχνία και κυρίως την οπλουργία, χρυσοχοΐα και υφαντουργία. Έναν αιώνα αργότερα ο Μελέτιος στη «Γεωγραφία» του (1738) αναφέρει για την κωμόπολη της Νάουσας, ότι «είναι γνωστή δια τον εξαίρετον οίνον της». Η πόλη εξελίσσεται σταδιακά σε σημαντικό οικονομικό κέντρο και τον 18ο αιώνα διανύει περίοδο ακμής.
Οι κατοικίες ανέρχονται πλέον σε 2000 και λειτουργούν περίπου 40 εργαστήρια χειροτεχνίας. Τα προϊόντα της υφαντουργίας επωλούντο όχι μόνον στις Ελληνικές πόλεις αλλά και στο εξωτερικό, όπως στην Βιέννη, Μόσχα, Γερμανία, Οδησσό.
Περιζήτητα ήταν τα όπλα, «δια τε την στερεότητα, ελαφρότητα, καλλιτεχνίαν και προπάντων δια την ευθυβολίαν των. Αι μάχαιραι, τα ξίφη, τα τραπεζομάχαιρα και πλείστα άλλα είδη της τέχνης τούτης εξήγοντο καθ’ άπακαν την Μακεδονίαν».(2)
Μια άλλη σημαντική δραστηριότητα ήταν η γεωργία, που είχε ως συμμάχους τα εύφορα εδάφη και τα άφθονα νερά. Ιδιαίτερα αναπτύχθηκε η καλλιέργεια της αμπέλου και, όπως αναφέρει ο Ε. Στουγιαννάκης, «οι κάτοικοι εκαλλιέργησαν μετά προθυμίας και επιμονής τους επί των λόφων αμπελώνας δημιουργήσαντες σπουδαιότατον πόρον ζωής και πλουτισμού».
Γρήγορα το Ναουσαίικο κρασί έγινε φημισμένο και περιζήτητο για τα ποιοτικά του χαρακτηριστικά. Στις ταξιδιωτικές του εμπειρίες αναφέρει ο Πουκεβίλ, ότι «ο οίνος της Νάουσας είναι εκ των καλυτέρων της Μακεδονίας. Αι σταφυλαί αι παράγουσαι τον οίνον τούτον έχουν γεύσιν οξύ-στυπτικήν, ου ένεκα ο οίνος πίνεται το τέταρτον ή πέμπτον έτος από του τρυγητού». Ένας άλλος ταξιδευτής, ο Γάλλος Cousinery, γράφει χαρακτηριστικά: «Ο οίνος της Νάουσας είναι εν Μακεδονία ό,τι ο Βουργούνδίας εν Γαλλία. Τον πωλούν πάντοτε εις τιμήν διπλασίαν των άλλων οίνων. Δύναμαι να βεβαιώσω μάλιστα, ότι εξαιρουμένου του της Τενέδου, ο οίνος αυτός είναι πράγματι ο καλύτερος των οίνων όλης της Τουρκίας».
Έτσι λοιπόν τέθηκαν τα θεμέλια μιας μεγάλης οινικής παράδοσης, που διατηρείται αναλλοίωτη ως τις μέρες μας από τους 19 (!) οινοπαραγωγούς που παράγουν και εμφιαλώνουν το κρασί στην περιφέρεια της Νάουσας.(3)
ΟΙ ΠΕΡΙΠΕΤΕΙΕΣ ΤΗΣ ΝΑΟΥΣΑΣ
Ο 18ος αιώνας πλησίαζε στο τέλος του και, όπως αναφέρει ο Στουγιαννάκης, «ήθελε διαρκέσει επί πολύ έτι η ακμή αύτη και η πρόοδος της πόλης, αν η πλεονεξία και απληστία του Αλή Πασά, δεν εξήγειρε την επιθυμία του να κατακτήσει την πλουσίαν και ακμάζουσα πόλιν, περί της ευπορίας της οποίας ήκουε πολλά να λέγονται και υποστηρίζονται».
Το 1795 εκδηλώθηκε έμπρακτα για πρώτη φορά η βουλιμία του Αλή για την υποταγή της Νάουσας. Από τότε και για 17 ολόκληρα χρόνια, μέχρι τον Φεβρουάριο του 1812, η ζωή της πόλης επηρεάσθηκε καταλυτικά από αναρίθμητα πολεμικά γεγονότα, που κατέληγαν πάντα σε ταπεινωτικές ήττες των πολυαριθμότερων Αλβανών. Στο διάστημα αυτό (1795-1798) ολοκληρώθηκε και η οχύρωση της πόλης με πύργους και πολεμίστρες σε εννέα επίκαιρα σημεία. Χαρακτηριστικά αναφέρει ο Στουγιαννάκης, ότι «η δραστηριότης, μεθ’ ης ειργάζοντο πάντες ανεξαιρέτως, οι από 10 ετών και άνω μέχρι βαθέος γήρατος, μαρτυρεί την σημασίαν ην απέδιδον εις το τείχος».
Δυο φορές η Νάουσα αναγκάσθηκε, για λόγους στρατηγικής, να συνθηκολογήσει με τον Αλή. Μ’ αυτό τον τρόπο διασώθηκε η πόλη από την καταστροφή και οι κάτοικοι έζησαν, ανάμεσα στις συνεχείς πολεμικές συρράξεις, και μερικά χρόνια ειρηνικά. Σημαντικό ρόλο στις τύχες της πόλης έπαιξαν μερικές ισχυρές προσωπικότητες, όπως ο Θωμάς Χατζηχειμώνας, ο οπλαρχηγός Δήμος Δεληδήμος και, περισσότερο απ’ όλους, ο Ζαφειράκης Λογοθέτης, που το 1811 εξελέγη παμψηφεί Άρχοντας της πόλης.
Οι παραμονές της Επανάστασης βρίσκουν τη Νάουσα να απολαμβάνει σχεδόν μια δεκαετία ηρεμίας και οικονομικής ανάκαμψης υπό την ηγεσία του Ζαφειράκη. Ήδη όμως τα μυνήματα ενθουσιασμού έφταναν από κάθε σημείο της εξεγερμένης Ελλάδας. Η μέρα της οριστικής αποτίναξης του Τουρκικού ζυγού πλησίαζε και, παρά την αποτυχία της επανάστασης στη Χαλκιδική, η Νάουσα άρχισε να προετοιμάζεται για πόλεμο ενισχύοντας την οχύρωσή της και κατασκευάζοντας νέα εξελιγμένα όπλα. Ο Στουγιαννάκης αναφέρει, ότι «ετελειοποίησαν 150 τουφέκια εκσφενδονίζονται σφαίρας βάρους 25 δραμιών μετά πολλών άλλων μικρότερων τεμαχίων εις απόστασιν χιλίων βημάτων! Δεν ηδυνήθησαν όμως να αποτερατώσουν ουδέτερον των δυο υπό κατασκευήν τηλεβόλων».
Την 19ην Φεβρουαρίου 1822, Κυριακή της Ορθοδοξίας, η Νάουσα ύψωσε στον τότε Μητροπολιτικό Ναό του Αγ. Δημητρίου τη δική της Σημαία της επανάστασης, που έφερε ερυθρόλευκο σταυρό. Ήταν η αφετηρία του δραματικού – στην κατάληξή του – αλλά απερίγραπτα ηρωικού αγώνα της πόλης κατά των πολυάριθμων στιφών του Αβού Λουβούτ Πασά, που μόνον μετά από προδοτική ενέργεια, μπόρεσε να παραβιάσει την οχύρωση της Νάουσας την νύχτα της 10ης προς 11ης Απριλίου.(4)
Κορυφαία πράξη αυτοθυσίας υπήρξε ο θάνατος των Ναουσαίων γυναικών στον καταρράκτη της Αράπιτσας. Αναφέρει ο Στουγιαννάκης: «Το αίσθημα της τιμής, ακμαίων διατηρούμενον εις τον γυναικείον κόσμον εν Ναούση, απεδείχθη περιτράνως «εκ του ηρωϊκού θανάτου δέκα και τριών νεανίδων. Αύται καταδιωκόμεναι επί πολύ υπό στρατιωτικών και θέλουσαι να αποφύγωσι την αναμένουσαν αυτάς ατιμίαν, προτίμησαν τον θάνατον. Κρατούμεναι όθεν διά των χειρών έφθασαν παρά την Αράπιτσαν και, ως άλλαι Σουλιώτισσαι, ερρίφθησαν εις αυτών από του μεγάλου ύψους των αποτόμων οχθών. Και νυν έτι δε ο επισκεπτόμενος τον υγρόν εκείνον τάφον των νεανίδων καταλαμβάνεται υπό αισθημάτων φρίκης και μελαγχολίας».
«Αύται καταδιωκόμεναι επί πολύ υπό στρατιωτών και θέλουσαι να αποφύγωσι την αναμένουσαν αυτάς ατιμίαν, προτίμησαν τον θάνατον. Κρατούμεναι όθεν διά των χειρών έφθασαν παρά την Αράπιτσαν και, ως άλλαι Σουλιώτισσα, ερρίφθησαν εις αυτήν από του μεγάλου ύψους των αποτόμων οχθών. Και νυν έτι δε ο επισκεπτόμενος τον υγρόν εκείνον τάφον των νεανίδων καταλαμβάνεται υπό ησθημάτων φρίκης και μελαγχολίας».
Εμείς θα προσθέταμε επιπλέον και τα συναισθήματα εθνικής περηφάνειας και θαυμασμού, καθώς αντικρίζουμε το βάραθρο με τον καταρράκτη της Αράπιτσας και το μνημείο που έχει ανεγερθεί για τις ηρωίδες της Νάουσας στους Στουμπάνους. Κάθε χρόνο την Κυριακή του Θωμά, με τον λαμπρό εορτασμό της επετείου του Ολοκαυτώματος, η μνήμη διατηρείται ζωντανή και περνάει από γενιά σε γενιά όχι μόνο των Ναουσαίων αλλά και κάθε επισκέπτη.
Η ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΚΉ ΕΓΚΑΤΑΣΤΑΣΗ ΤΗΣ ΝΑΟΥΣΑΣ
Η Αράπιτσα με τα ανεξάντλητα νερά της δεν υπήρξε μόνον σύμβολο θυσίας και αυταπάρνησης. Μερικές δεκαετίες μετά την επανάσταση και καταστροφή της Νάουσας έγινε με την δύναμη των νερών της η κοιτίδα και η αφετηρία μιας άλλης επανάστασης, ειρηνικής αυτή τη φορά και μακροχρόνιας. Ήταν η «Βιομηχανική Επανάσταση» της Νάουσας, που σχεδόν για 130 χρόνια συνδέθηκε άρρηκτα με την οικονομική αλλά και πολιτιστική ακμή της τοπικής κοινωνίας και της ευρύτερης περιοχής. Ας ρίξουμε λοιπόν μια σύντομη ματιά σ’ αυτό το συναρπαστικό παρελθόν και στην άδοξη κατάληξη που είχε στις μέρες μας.
Αντλώντας στοιχεία από το βιβλίο «ΝΑΟΥΣΑ 19ος – 20ος ΑΙΩΝΑΣ», πρέπει αρχικά να πούμε, ότι η ανάπτυξη της βιομηχανίας στις περιοχές της κεντρικής Μακεδονίας και ιδιαίτερα στο ανατολικό Βέρμιο δεν ήταν τυχαία. Υπήρχε ήδη μακρά παράδοση, τόσο στην υφαντική και κλωστική, όσο και σε άλλα είδη χειροτεχνίας. Ως τα τέλη του 18ου αιώνα η βιοτεχνία ακμάζει σ’ ολόκληρη την Μακεδονία και μέχρι το 1800 υπάρχουν στην περιοχή πάνω από 10.000 αργαλειοί. Με την εκμετάλλευση του άφθονου ενεργειακού δυναμικού των υδατοπτώσεων λειτουργούν από την αρχή ακόμα του 19ου αιώνα, μικρά εργαστήρια μεταξουργίας, υφαντουργίας και νημάτων. Τα εργαστήρια αυτά προήλθαν από τους νερόμυλους οι οποίοι, με την προσθήκη ορισμένων πρωτόγονων μηχανημάτων, αξιοποίησαν τη δύναμη του νερού σε λαναριστήρια, πριονιστήρια, νηματουργεία και υφαντήρια. Και, όπως επισημαίνει ο Γ. Ν. Κοφινάς το 1914, «η αρχέγονος εκείνη βιομηχανία υπήρξε η αφετηρία προς ανάπτυξιν του βιομηχανικού πνεύματος…».
Ο Τάκης Μπάϊτσης σημειώνει χαρακτηριστικά(5): «Αυτή τη βιομηχανία την έστεισαν άνθρωποι πλούσιοι, που διέθεσαν κεφάλαια, οράματα και μόρφωση αλλά και άνθρωποι φτωχοί που διέθεσαν τον εαυτός τους στο χώρο της δουλειάς, αψηφώντας παντελώς τους κινδύνους, ακόμη και για την ίδια τους τη ζωή. Όλοι αυτοί οι επώνυμοι και ανώνυμοι δουλευτές, ο καθένας από το δικό του μετερίζι, κατάφεραν και στόλιζαν τη μικρή μας πόλη με ό,τι καλύτερο υπήρχε στην Ευρώπη. Όλα τα σχολεία, οι εκκλησίες, τα νοσοκομεία, το στάδιο και τόσα άλλα ακόμη, είναι καρπός της πετυχημένης βιομηχανικής ανάπτυξης και της αγάπης των παιδιών της Νάουσας γι’ αυτήν».
Το πρώτο Μακεδονικό εργοστάσιο ήταν το νηματουργείο «Λόγγου-Κύρτση-Τουρπάλη», που ιδρύθηκε το 1874 στη Νάουσα. Είχε 1000 αδράχτια και ανώτατο όριο παραγωγής 65.000 κιλά νήματος ετησίως. Από αυτό το εργοστάσιο ξεπήδησε η βιομηχανία στη Νάουσα, που εξελίχθηκε με τα χρόνια στο «Μάντσεστερ των Βαλκανίων». Στο νηματουργείο προστέθηκαν στη συνέχεια αλευρόμυλος και πολλές άλλες εγκαταστάσεις, συνολικού εμβαδού 6.000 τ.μ. και ανθρώπινου δυναμικού άνω των 250 εργαζομένων.
Δυστυχώς η δυναμική πορεία του συγκροτήματος σταμάτησε το 1936, όταν καταστράφηκε σχεδόν ολοσχερώς η πυρκαγιά.
Προς τα τέλη του 19ου αιώνα ιδρύονται πολλά καινούργια εργοστάσια. Το 1887, κάτω από την τοποθεσία «Κίοσκι» ξεκινάει το ολοκληρωμένο κλωστήριο βάμβακος «Μπίλη-Τσίτση» με 120 εργάτες, η νηματουργία «Κόκκινο» με 125 εργάτες, το 1890 η υφαντουργία «Γκούτας-Καράτζιας» με προσωπικό 240 ατόμων και στις αρχές του 20ου αιώνα οι εριοβιομηχανίες «ΕΡΙΑ» και «Λαναρά-Πεχλιβάνου» με αντικείμενο την πλήρη κατεργασία ερίων και την κατασκευή μάλλινου υφάσματος (χακί), που χρησιμοποιείτο κυρίως για τις ανάγκες του στρατού. Στις αρχές του 20ου αιώνα λειτουργούσαν επίσης τέσσερις μεγάλοι αλευρόμυλοι και 26 μικρότεροι, καθώς και υδροπρίονα, εργοστάσιο τανίνης, σησαμελαιοτριβείο, μεταξουργείο, σχοινοποιείο, καθαριστήρια ρυζιού και κεραμοποιείο. Ήταν μια κοσμογονία που συντελείτο στις όχθες του ποταμού Αράπιτσα, από τα διαδοχικά φράγματα του οποίου αντλούνταν οι απαραίτητες ποσότητες νερού για την κίνηση των υδροτουρμπίνων των διαφόρων εργοστασίων. Μετά τη χρήση τους τα νερά επέστρεφαν στο ποτάμι και χρησίμευαν για την κίνηση των επόμενων εργοστασίων. Δίκαια οι κάτοικοι της Νάουσας θεωρούντο ο συμπαγέστερος ίσως βιομηχανικός πληθυσμός της Ελλάδας.
Κατά τη διάρκεια της Κατοχής και του Εμφυλίου πολλές μονάδες καταστράφηκαν μετά το 1950 όμως ανανεώνονται και δημιουργούν νέες δραστηριότητες, όπως την κατασκευή των πασίγνωστων κουβερτών, την κονσερβοποιία και κυρίως την οινοποιία, που θα μας απασχολήσει διεξοδικά σε επόμενο άρθρο.
Από τα αρχικά εκείνα εργοστάσια που έβαλαν τα θεμέλια της εκβιομηχάνισης της Νάουσας κανένα δεν λειτουργεί. Από την διακοπή δεν της λειτουργίας τριών μεγάλων εργοστασίων την τελευταία 15ετία έχουν χάσει τη δουλειά τους πάνω από 1000 εργαζόμενοι, που προσπαθούν να προσανατολισθούν σε άλλες μορφές απασχόλησης και κυρίως σε υπηρεσίες που σχετίζονται με τον τουρισμό.
ΠΕΡΙΔΙΑΒΑΙΝΟΝΤΑΣ ΤΗΝ ΠΟΛΗ
Η Νάουσα έχει μια παραξενιά. Αρκείται πεισματικά ν’ αποκαλύψει τα μυστικά της, τόσο στον αδιάφορο επισκέπτη, όσο και στον περαστικό, που απλά διασχίζει την πόλη για να κατευθυνθεί στα δυο χιονοδρομικά ή στο άλσος του Αγ. Νικολάου. Η εξήγηση είναι απλή: ο οικοδομικός ιστός της πόλης – με εξαίρεση ελάχιστους κεντρικούς δρόμους και πλατείες – είναι λαβυρινθώδης, με αναρίθμητα στενάκια που τα περισσότερα είναι αθέατα κυριολεκτικά πίσω από τις ογκώδεις προσόψεις των νεότερων οικοδομών. Ανάμεσα σ’ αυτά τα στενάκια όμως επιβιώνει – όσο είναι ακόμα δυνατόν – η ιστορική φυσιογνωμία της πόλης, όπως αποτυπώθηκε στις πρώτες και μεταγενέστερες δεκαετίες μετά την καταστροφή του 1822 από τους Τούρκους. Ένα άλλο σημείο αναφοράς για το αρχιτεκτονικό αλλά και βιομηχανικό παρελθόν της Νάουσας είναι οι απότομες και κατάφυτες όχθες της Αράπιτσας, ελάχιστα ορατές στα μάτια του απλού περαστικού.
Για να γνωρίσουμε την παραδοσιακή ταυτότητα της πόλης και παράλληλα ν’ αντιληφθούμε την αρχιτεκτονική αλλοίωσή της από την άναρχη δόμηση των τελευταίων δεκαετιών, ένας μόνον τρόπος υπάρχει: ν’ αφήσουμε κάπου το αυτοκίνητο, να οπλισθούμε με υπομονή και να ξεκινήσουμε με τα πόδια. Ας πάρουμε ως αφετηρία το Δημοτικό Πάρκο, γνωστότερο ως «Κιόσκι». Είναι μια επίπεδη έκταση αρκετών δεκάδων στρεμμάτων, που απλώνεται πάωνω από τα απότομα πρανή του ανατολικού τμήματος της Νάουσας. Εκτείνεται πολύ κοντά στην ανατολική είσοδο της πόλης σαν μια όαση στις παρυφές του πυκνού οικοδομικού ιστού με πλακόστρωτους διαδρόμους, παγκάκια, βρύσες, πολλά αιωνόβια πλατάνια, έλατα, πεύκα, καλλωπιστικούς θάμνους και πολλά άλλα δέντρα. Οι εποχές στο Κιόσκι εναλλάσσονται συναρπαστικά και είναι πολύ σημαντικό να τις ζει δίπλα του ο άνθρωπος της πόλης.
Το Κιόσκι όμως φημίζεται και για άλλον ένα λόγο: για την κορυφαία του θέα στον ευρύτατο κάμπο της Ημαθίας, αυτό το πελώριο γήινο παζλ με τις τόσες καλλιέργειες, τα τόσα διαφορετικά σχήματα και χρώματα. Τις βραδινές ώρες, με καθαρή ατμόσφαιρα, το βλέμμα συναντάει στο βάθος του ανατολικού ορίζοντα τις ανταύγειες των μυριάδων φώτων της Θεσσαλονίκης.
Μέσα σ’ αυτό το γαλήνιο περιβάλλον λειτουργεί η δημοτική επιχείρηση «Κιόσκι», με μεγάλη αίθουσα εκδηλώσεων και πολύ καλές υπηρεσίες καφετέριας και εστίασης. Την θερινή ιδιαίτερα περίοδο, με τα τραπεζάκια μέσα στη φύση, είναι πόλος έλξης για ντόπιους και επισκέπτες, όπως άλλωστε και όλα τα καφέ, μπαρ και ουζερί, που είναι αραδιασμένα κατά μήκος της Μ. Αλεξάνδρου δίπλα στο Κιόσκι,
Ακολουθώντας αυτό το δρόμο συναντάμε πολύ γρήγορα την όχθη του ποταμού. Ήδη, ψηλότερα από κάθε άλλο κτίριο, διαγράφεται στο φόντο του ουρανού η πανύψηλη καμινάδα της «Βέτλανς», της μεγαλύτερης σύγχρονης βιομηχανίας της Νάουσας, που η διακοπή της λειτουργίας της, αρχικά τον Δεκέμβριο του 1990 και οριστικά τον Μάρτιο του 1997, στέρησε τη δυνατότητα απασχόλησης σε 850 εργαζομένους.
Στρίβουμε δεξιά και ανηφορίζουμε ελαφρά την παραποτάμια διαδρομή προς τα δυτικά. Πηγάζοντας από τον ανεξάντλητο υδροφόρο ορίζοντα του άλσους του Αγ. Νικολάου, η Αράπιτσα κόβει στα δυο την πόλη της Νάουσας με κατεύθυνση ΝΔ-ΒΑ. Η διαδρομή δίπλα στις όχθες του ποταμού είναι ταυτόχρονα μια αναδρομή στο βιομηχανικό και οικιστικό παρελθόν της πόλης.
Γέφυρα «Παπαγιάννη», πλατεία Ειρήνης και μετά η γέφυρα «Μπατάνια». Στην αντικρινή (αριστερή) όχθη ορθώνεται πάνω από το ποτάμι ο μύλος του «Μάκη», ένα ογκώδες ερειπωμένο οίκημα με παραδοσιακή αρχιτεκτονική. Έξω από το οίκημα διατηρούνται ακόμη τα υπολείμματα των εγκαταστάσεων με τα «μπατάνια», όπου πλένονταν χαλιά, κιλίμια και βελέντζες. Παντού βρύσες από πωρόλιθο με ανεξάντλητο νερό, σκαλοπάτια που κατηφορίζουν ως την κοίτη, σπίτια παμπάλαια εξαιρετικής αρχιτεκτονικής, με πυκνές ξυλοδεσιές που σχηματίζουν πλέγμα, για να συγκρατούνται οι πέτρες και η λάσπη. Τα περισσότερα είναι ερειπωμένα και ακατοίκητα, κανείς δεν ενδιαφέρεται για τη διάσωση αυτού του αρχιτεκτονικού θησαυρού. Ο πεζόδρομος για μερικά λεπτά ακόμη συνεχίζει ως τους «Στουμπάνους», στο «Χώρο Θυσίας». Προβλέπεται να συνεχιστεί ως το Άλσος του Αγ. Νικολάου.
Φτάνουμε στην μικροσκοπική πλατειούλα «Μπουλιάνα» με ωραιότατη βρύση του 1987. Από πάνω η Πολιτιστική Εταιρεία «ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗΣ» σε λιθόκτιστο αρχοντικό, δωρεά του Χρ. Θ. Λαναρά. Κατηφορίζουμε την κυβολιθόστρωτη οδό Σωφρονίου. Εδώ δεσπόζει το επιβλητικότερο ίσως παραδοσιακό οίκημα της Νάουσας, ο τριώροφος μύλος του Χριστόδουλου Ματθαίου, χτισμένος το 1912 με εξαίρετη τοιχοδομία από λαξευτό πωρόλιθο, αψίδες, μπαλκόνια με σιδερένια κάγκελα και στην κορυφή μικρή σοφίτα. Καθώς θαυμάζουμε το οικοδόμημα, γνωριζόμαστε τυχαία με έναν από τους απογόνους του Ματθαίου, την ευγενικότατη εγγονή του Αικατερίνη Ματθαίου, που έζησε στο μεγαλόπρεπο οίκημα για 12 χρόνια, μέχρι το 2000.
Απέναντι ακριβώς είναι το Λαογραφικό Μουσείο του Συλλόγου Βλάχων Νάουσας, ενώ πίσω από την οδό Σωφρονίου ορθώνεται η ωραία εκκλησία της Μεταμόρφωσης, με το μεγαλόπρεπο από πωρόλιθο καμπαναριό της. εδώ και το υπέροχο «Σεφέρτζειο» Δημοτικό Σχολείο και η άνετη πλατεία Ηρώων Πολυτεχνείου. Είναι μια ήρεμη και συνολικά πολύ όμορφη γειτονιά, όπου η παραδοσιακή αρχιτεκτονική αντιμάχεται με επιτυχία την έλλειψη καλαισθησίας της σύγχρονης. Λίγο πιο πάνω συναντάμε το εκκλησάκι της Υπαπαντής με τις χαρακτηριστικές πέτρινες αντηρίδες. Αν και είναι αστική εκκλησούλα, δεν αποτελεί ενοριακό ναό αλλά παρεκκλήσι και διατηρεί ένα πολύ καλό εξάγωνο πωρολίθινο καμπαναριό, χτισμένο το 1915.
Φτάνουμε στο Χώρο Θυσίας και ακολουθούμε την οδό Ηρωίδων που διασταυρώνεται με την Αγ. Νικολάου. Εδώ βρίσκονται και οι εγκαταστάσεις των κλωστηρίων Λαναρά που δεν λειτουργούν. Την ίδια εγκατάλειψη είχαμε διαπιστώσει και νωρίτερα στην πάλαι ποτέ ακμάζουσα «ΕΡΙΑ», που μόνον το – σβηστό πια – φουγάρο της θυμίζει την ακμή της. Στην πόλη μόνον ο μύλος του Βαρβαρέσου εξακολουθεί να λειτουργεί.
Κατηφορίζουμε την Αγίου Δημητρίου, με το Λαογραφικό Μουσείο Νάουσας μετά την εκκλησία. Ο κατηφορικός δρόμος περνάει μπροστά από το Εργατικό Κέντρο με την θαυμάσια βρύση από πωρόλιθο του 1882. Σ’ αυτή τη γειτονιά εγκαταστάθηκαν οι πρώτοι Μικρασιάτες πρόσφυγες το 1922. Κάποια χαρακτηριστικά σπιτάκια του εποικισμού διατηρούνται ακόμη. Ακολουθούμε την οδό Κοραή μέχρι τη διασταύρωση της με την οδό Δεληδήμου. Εδώ καθηλώνει το βλέμμα μας ο υπεραιωνόβιος «Στραβός Πλάτανος», ζωντανός μάρτυρας της θηριωδίας των Τούρκων, που χρησιμοποιούσαν τα κλαδιά του για να απαγχονίζουν τους Ναουσαίους. Ο τεράστιος κορμός του είναι ανοιγμένος στα δύο και καμμένος μέχρι ψηλά, ενώ στη ρίζα του είναι ενσωματωμένη μια βρυσούλα από πωρόλιθο.
Από την οδό Αγ. Παρασκευής συναντάμε την οδό Ανταρτών που μας οδηγεί στην παραδοσιακή συνοικία «Αλώνια», με μικρή βοτσαλωτή πλατειούλα, πλατάνι και βρύση από πωρόλιθο του 1918. Λίγο πιο πάνω η οδός Αγ. Θεοφάνους μας οδηγεί στην ομώνυμη εκκλησία του προστάτη της πόλης. Δίπλα βρίσκεται και το «Γαλάκειο» Δημοτικό Σχολείο. Ήδη βρισκόμαστε κοντά στην οδό Δημαρχίας με το Δημαρχιακκό Μέγαρο και το περίφημο πωρολίθινο εξάγωνο Ρολόι, σύμβολο της πόλης που εξακολουθεί να λειτουργεί. Ακολουθώντας την οδό Δημαρχίας φτάνουμε σε δυο λεπτά στο εμπορικό κέντρο, όπου βρίσκεται και η απλόχωρη πλατεία Καρατάσου. Ολοκληρώνουμε έτσι μια ενδεικτική περιγραφή ενός κλειστού κύκλου της Νάουσας, που βέβαια έχει πολλές ακόμη γραφικές και αθέατες γωνιές.
Το μεσημέρι μας βρίσκει στο Άλσος Αγ. Νικολάου, αυτό τον παραδεισένιο τόπο στους πρόποδες του Βερμίου, τρία χλμ. έξω από τη Νάουσα. Πανύψηλα πλατάνια, κρυστάλλινα νερά, χώροι ξεκούρασης και περιπάτου, ταβερνάκια με ζωντανή πέστροφα συνθέτουν τον δημοφιλέστερο χώρο αναψυχής στη Β. Ελλάδα, που έχει πάρει πανευρωπαϊκό βραβείο για την ανάπλασή του και είναι αδύνατον να μην συμπεριλάβουν στους προορισμούς τους σύλλογοι, σχολεία και ιδιώτες. Εδώ το ξενοδοχείο – εστιατόριο «ΒΕΡΜΙΟ» είναι η ωραιότερη Δημοτική επιχείρηση που έχουμε δει ποτέ. Τόσο στους κοινόχρηστους χώρους όσο και στα δωμάτια, η πέτρα, το ξύλο και η εξαιρετική διακόσμηση αποπνέουν διακριτική πολυτέλεια και αρχοντιά. Εξαίρετη είναι και η κουζίνα με μεγάλη ποικιλία εδεσμάτων και κρασιών. Απολαμβάνουμε πέστροφα ψητή ολοζώντανη και στο τέλος καφεδάκι Ελληνικό στη χόβολη, δίπλα στα γάργαρα νερά. Και βέβαια η διαμονή στο Ξενοδοχείο «ΒΕΡΜΙΟ» είναι μια ξεχωριστή εμπειρία κάθε εποχή του χρόνου.
ΙΔΙΑΙΤΕΡΕΣ ΓΕΥΣΕΙΣ ΚΑΙ ΓΩΝΙΕΣ
Ας ξεκινήσουμε τώρα ένα οδοιπορικό διαφορετικό, με πρωταγωνιστές τη γεύση και τις ιδιαίτερες γωνιές, κάποιες απ’ τις οποίες μόνον τυχαία μπορεί ν’ ανακαλύψει ο επισκέπτης.
Πρώτος γευστικός σταθμός είναι το Αρκοχώρι, 8 χλμ. έξω από τη Νάουσα. Η πανέμορφη ταβέρνα «ΧΑΡΑΜΑ» του Στέφανου Λαφάρα μας ανταμείβει με μια πανδαισία πρωτότυπων πιάτων στον ξυλόφουρνο και θαυμάσια κρέατα ψητά.
Αν κατηφορίσουμε πρωί την οδό Αγ. Δημητρίου, σταματάμε για παραδοσιακό κουλούρι και σταφιδόψωμο στο φούρνο του Γιατζιτζόπουλου.
«Γλυκειά» στάση στην μικρή πλατεία Τρόμπακα στο Αρτοζαχαροπλαστείο Τζέπος από το 1945. αδύνατον ν’ αντισταθεί κανείς στο εκπληκτικό Προφιτερόλ και Αρμενοβίλ. Ωραίες πίτες, 35 είδη ψωμιού, αμέτρητα γλυκά και παγωτά.
Αλλάζουμε γευστικούς προσανατολισμούς. Λίγο πιο κάτω μπαίνουμε στα στενάκια και στη γραφικότητα της Λαϊκής Αγοράς. Φρούτα, ζαρζαβάτια και ψαράδικα. Μαγαζάτορες γελαστοί και ανοιχτόκαρδοι. Στον πάγκο του Γιώργου είναι αραδιασμένες φέτες γουλιανού. Ένας 6κιλος είναι ακόμα ζωντανός. «Και που να βλέπατε εκείνον που ψαρεύτηκε στο φράγμα της Σφηκιάς και ζύγιζε 280 κιλά!», λέει ο Γιώργος και γεμίζει τα ποτήρια με τσιπουράκι.
Στη διπλανή πλατειούλα η ταβέρνα «Ναουσαίικο», με πέτρα ξύλο και κουζίνα εκλεκτή.
Η έκπληξη προέρχεται από το διπλανό κουτουκάκι της κυρά-Σοφίας. Εδώ δεν χρειάζεται ν’ ανοίξεις καταλόγους και να ρωτήσεις την κυρά-Σοφία αν το ψάρι της είναι φρέσκο. Πας απέναντι, ψωνίζεις ό,τι θέλεις, στο καθαρίζουν οι ψαράδες και το φέρνεις. Αυτή σου το ετοιμάζει. Το ίδιο κάνουν και μερικές νοικοκυρές που βαριούνται το τηγάνισμα.
Στην πλατεία Καρατάσου επανερχόμαστε στα καθιερωμένα. Εδώ είναι η «ΣΠΟΝΔΗ» με κατάλογο εδεσμάτων και κρασιών, τραπεζομάντιλα ατσαλάκωτα και προσεγμένο περιβάλλον. Ωραία κουζίνα, ωραία θέα στην πιάτσα «φλογέρες» με τρία τυριά και λιαστή ντομάτα και ο λογαριασμός κρυμμένος σε ξύλινο κουτάκι με κάρτα του μαγαζιού και καραμελίτσες.
Το βράδυ μας βρίσκει στο ουζερί – ορθάδικο του «Πατσίκα». Δεν έχει τραπεζάκια αλλά πάγκους με σκαμνιά. Ο Άκης επιμένει, ότι το μαγαζί του είναι 15 τετραγωνικά, εγώ δεν το κάνω ούτε 12. Στη γωνία των κεντρικών οδών Ζαφειράκη και Δημαρχίας, το μαγαζί έχει όλη την πιάτσα μπροστά στη τζαμαρία του. Οι πελάτες του αντιπροσωπεύουν όλα τα κοινωνικά στρώματα του αρσενικού πληθυσμού της Νάουσας.
Το βράδυ διαπιστώνουμε βαριάς μορφής υπογλυκαιμία. Ώρα για μια πουτίγκα στου «Θωμά», δίπλα στο Κιόσκι. Έχουμε δοκιμάσει πουτίγκα σε πολλές πόλεις της Ελλάδας. Τούτη όμως εδώ δεν συγκρίνεται με καμία. Βασίζεται σε μυστική συνταγή του παππού Θωμά από το 1953, που την συνεχίζει ο συνώνυμος εγγονός του. αξεπέραστος είναι και ο χειροποίητος espresso, μάρκας Lamborghini, παρακαλώ, που μας ετοιμάζει ο συμπαθέστατος Lorenzo από τη Σικελία.
Μια καλή πρόταση πρωινού είναι οι «Πίτες της Ευγενίας», πολύ κοντά στο Νοσοκομείο. Πανέμορφο γωνιακό μαγαζί με τραπεζάκια, χειροποίητες πίτες με 18 γεύσεις ανάλογα με την εποχή και πολλά ποιοτικά παραδοσιακά προϊόντα.
Μετά το Κιόσκι, δίπλα στην όχθη του ποταμού, βρίσκεται η γραφική ταβέρνα «ΑΡΑΠΙΤΣΑ». Σπεσιαλιτέ της είναι η «μπριζόλα αγελάδας». Δοκιμάστε την για την εμπειρία.
Δεν θα μπορούσαμε να παραλείψουμε τα «ΟΙΝΟΜΑΓΕΙΡΕΜΑΤΑ», σταθερή αξία στις γευστικές επιλογές της πόλης. Βρίσκεται στην οδό Βενιζέλου, πάνω από το Κιόσκι. Το 1930 ήταν μια παράγκα από τον παππού Δημήτρη. Σήμερα ο εγγονός Δημήτρης συνεχίζει. Σαρμαδάκια, χοιρινό στη γάστρα, μοσχάρι με μελιτζάνα. Πλούσια κάβα. Τουαλέτα με πεντακάθαρες πετσετούλες μιας χρήσης. Θέα σε ωραίο φυσικό περιβάλλον και θαυμάσια εξυπηρέτηση.
Αφήνουμε τελευταία τη «Συνταγή της Γιαγιάς» στην έξοδο της πόλης με θαυμάσιες πίτες και παραδοσιακά προϊόντα με άριστα υλικά.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
– Ε. Ι. Στουγιαννάκη, «ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΠΟΛΕΩΣ ΝΑΟΥΣΗΣ», Γ΄ ΕΚΔΟΣΗ, ΘΕΣ/ΝΙΚΗ 1993 (εκδ. ΠΟΛΙΤΙΣΤΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΝΑΟΥΣΑΣ «ΑΝΑΣΤΑΣΙΟΣ ΜΙΧΑΗΛ Ο ΛΟΓΙΟΣ»).
– «ΝΑΟΥΣΑ 19ος – 20ος ΑΙΩΝΑΣ», ΝΑΟΥΣΑ 1999 (ΑΝΑΣΤΑΣΙΟΣ ΜΙΧΑΗΛ Ο ΛΟΓΙΟΣ)
-Τ. Μπάϊτση, «ΝΑΟΥΣΑ, ΟΙ ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΕΣ ΤΟΥ ΧΘΕΣ».
ΕΥΧΑΡΙΣΤΙΕΣ
Ευχαριστούμε θερμά:
– Τον Δήμαρχο Δήμου Νάουσας Αναστάσιο Καραμπατζό και τον Πέτρο Συμεωνίδη από το Γραφείο Τύπου για τις βοήθειές τους.
– Την οικογένεια Δημήτρη και Ρένας Μάντζιου για την αξέχαστη φιλοξενία στο Ξενοδοχείο «ΕΣΠΕΡΙΔΕΣ» και τις πληροφορίες τους.
– Τον καλό φίλο και συγγραφέα Τάκη Μπάιτση για τα βίβλια, τις πληροφορίες και τον χρόνο που διέθεσε για μας.
– Τον καλό φίλο Στέφανο Λαφάρα για τις ξεναγήσεις και τις βοήθειές του.
– Τους φωτογράφους της Νάουσας Κυριάκο Ιωαννίδη και για το φωτογραφικό τους αρχείο.
ΧΡΗΣΙΜΕΣ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ
Δημαρχείο: 23320-53000
Αποστάσεις Νάουσας: Από Βέροια 20 χλμ.
Έδεσσα 40, Θεσ/νίκη 90 και Αθήνα 510 χλμ.
Διαμονή: