Το Μουσείο της Ελιάς και του Ελληνικού Λαδιού είναι το πρώτο στο είδος του στην Ελλάδα και από ορισμένες απόψεις διεκδικεί παγκόσμια μοναδικότητα, δεδομένου ότι καλύπτει μια διαχρονική παρουσίαση που ξεκινά από τους προϊστορικούς χρόνους και φθάνει ως τις μέρες μας.
Eνα κτίριο, το οποίο εκεί γύρω στο πρώτο τέταρτο του 20ου αι. στέγασε την Ηλεκτρική Εταιρεία Σπάρτης Α.Ε. που ίδρυσαν οι αδελφοί Παναγιώτης και Ιωάννης Παπαδολιάς.
Eπιπλέον ένα κοινωφελές ίδρυμα, το Πολιτιστικό ίδρυμα Ομίλου Πειραιώς (ΠΙΟΠ), το οποίο από το 1986 δραστηριοποιείται επιτυχώς σε πολλούς αλληλοσυμπληρούμενους τομείς με καταστατικούς σκοπούς που αναφέρονται στη διάσωση, καταγραφή και ανάδειξη της πολιτιστικής κληρονομιάς της χώρας μας.
Το Μουσείο της Ελιάς και του Ελληνικού Λαδιού είναι το πρώτο στο είδος του στην Ελλάδα και από ορισμένες απόψεις διεκδικεί παγκόσμια μοναδικότητα, δεδομένου ότι καλύπτει μια διαχρονική παρουσίαση που ξεκινά από τους προϊστορικούς χρόνους και φθάνει ως τις μέρες μας.
Eνα κτίριο, το οποίο εκεί γύρω στο πρώτο τέταρτο του 20ου αι. στέγασε την Ηλεκτρική Εταιρεία Σπάρτης Α.Ε. που ίδρυσαν οι αδελφοί Παναγιώτης και Ιωάννης Παπαδολιάς.
Eπιπλέον ένα κοινωφελές ίδρυμα, το Πολιτιστικό ίδρυμα Ομίλου Πειραιώς (ΠΙΟΠ), το οποίο από το 1986 δραστηριοποιείται επιτυχώς σε πολλούς αλληλοσυμπληρούμενους τομείς με καταστατικούς σκοπούς που αναφέρονται στη διάσωση, καταγραφή και ανάδειξη της πολιτιστικής κληρονομιάς της χώρας μας.
Ο Δήμος Σπάρτης, ο οποίος το 1998 παραχώρησε με χαρά τη χρήση του κτιρίου της Ηλεκτρικής Εταιρείας στο ΠΙΟΠ, για να στεγαστεί το Μουσείο της Ελιάς και του Ελληνικού Λαδιού. Επίσης ένας εμπνευσμένος αρχιτέκτονας, ο Δημ. Διαμαντόπουλος, ο οποίος ευφυώς κράτησε τον εξωτερικό πέτρινο τοίχο του κτιρίου “σαν χειρονομία προς την πόλη, τη συλλογική μνήμη των κατοίκων της”, αλλά πίσω του δημιούργησε ένα μουσείο σύγχρονο και ατμοσφαιρικό, με το σίδερο, το ξύλο και το τούβλο να παντρεύονται ιδανικά, ένα μου-σείο δεμένο απόλυτα με τον περιβάλλοντα χώρο – μια θάλασσα από ελιές και στο βάθος το μεγαλοπρεπή Ταΰγετο.
Μια πλειάδα εκλεκτών επιστημόνων, μουσειολόγων, αρχαιολόγων, ιστορικών, γεωπόνων, μηχανολόγων, φιλολόγων, με προεξάρχουσα τη Γενική Διευθύντρια του ΠΙΟΠ, Ασπασία Λούβη, οι οποίοι κατέθεσαν τις γνώσεις τους αλλά και την αγάπη τους για το αντικείμενο της ευθύνης τους και έστησαν με μεράκι και φαντασία τη συλλογή. Κοντά σ΄ αυτούς το άριστα εκπαιδευμένο προσωπικό που υποδέχεται και εξυπηρετεί με ευγένεια τους επισκέπτες.
Αν σε όλα τα παραπάνω προσθέσουμε κι ένα θέμα μοναδικά ελληνικό, την ελιά με τα ασημένια φύλλα και το “χρυσό” καρπό, έχουμε ένα εντυπωσιακό μουσείο που το 2005 κέρδισε επάξια το βραβείο του Ελληνικού Ινστιτούτου Αρχιτεκτονικής για την αρχιτεκτονική και μουσειολογική του σύλληψη, ένα μουσείο – κόσμημα που επιβάλλεται να το επισκεφτούν όλοι, Έλληνες και ξένοι, μικροί και μεγάλοι, γιατί έχουν να διδαχθούν πολλά και σε πολλά επίπεδα.
Το Μουσείο της Ελιάς και του Ελληνικού Λαδιού που βρίσκε-ται στη Σπάρτη, επί της οδού 1/4θωνος-Αμαλίας 129, άνοιξε για το κοινό το Δεκέμβριο του 2002. Το έργο όμως δε θεωρείται ολοκληρωμένο, κατά τα λεγόμενα της κ. Στάικου, η οποία επιθυμεί να ανοίξει τα φτερά του “όταν θα βρεθεί σε πλήρη ανάπτυξη, δηλαδή όταν θα προστεθεί η ημιυπαίθρια έκθεση με το προϊστορικό, ελληνιστικό και το βυζαντινό ελαιοτριβείο καθώς και η αίθουσα πολλαπλών χρήσεων και διαφόρων πολυμεσικών παρουσιάσεων που θα εμπλουτίσουν τη μόνιμη συλλογή”. Αυτά θα υλοποιηθούν πολύ σύντομα καθώς έχουν ήδη ενταχθεί στο Δ΄ ΚΠΣ. Ωστόσο ακόμη κι έτσι είναι ένα μουσείο γενναιόδωρο σε πληροφοριακό υλικό και σε εκθέματα, ίσως γιατί το θέμα που παρουσιάζεται σ’ αυτό α- φορά κάτι τόσο ζείδωρο. Πόσα και πόσα μπορούν να ειπωθούν για την ελιά και τον ευλογημένο καρπό της. Ειδικά εδώ στην Ελλάδα που κατατάσσεται τρίτη σε παγκόσμιο επί-πεδο βάσει της παραγωγής ελαιολάδου, δεύτερη σε ευρωπαϊκό επίπεδο βάσει παραγωγής ελιών και σε μία από τις πρώτες θέσεις στην Ευρωπαϊκή Ένωση βάσει της παραγωγής πυρηνελαίου.
Η πληθώρα των πληροφοριών όμως, που είναι αποτέλεσμα ενός πολύ αξιόλογου τρίχρονου ερευνητικού έργου, το οποίο προηγήθηκε του στησίματος της έκθεσης, δημιούργησε ένα σημαντικό πρόβλημα διαχείρισής τους, καθώς όλα όσα έγιναν γνωστά ήταν αδύνατο να παρουσιασθούν, γιατί αυτό θα κούραζε τον επισκέπτη και θα τον απομάκρυνε από το σκοπό που είναι η πληροφόρηση σε πρώτο επίπεδο και σε δεύτερο η αναζήτηση πρόσθετων στοιχείων, τα οποία μπορούν να προσφέρουν οι εκδόσεις, τα πρακτικά συνεδρίων, οι κατάλογοι κ.λ.π.
Οι δύο μουσειολόγοι, η Ειρήνη Νάκου αρχικά και κυρίως η Λένα Κατσανίκα που είχε την επιμέλεια του εξαιρετικού στησίματος που βλέπουμε σήμερα πέτυχαν το ιδανικό: να εκθέσουν μ’ έναν πολύ έξυπνο τρόπο αυτά που θα μείνουν ανεξίτηλα στη μνήμη και θα προκαλέσουν το ενδιαφέρον για συ- ζήτηση, προβληματισμό ακόμα και για έρευνα.
“Έγιναν πολλές αλλαγές σεναρίων, θα μου πει η Στέλλα Δεμέστιχα, Προϊσταμένη Υπηρεσίας Μουσείων ΠΙΟΠ, για να φθάσουμε να δημιουργήσουμε μια ενδιαφέρουσα έκθεση που να διδάσκει και παράλληλα να ψυχαγωγεί, ώστε να μην είναι βαρετή, να μην είναι δηλαδή ένα βιβλίο στον τοίχο και φυσικά να δένει με το κτίριο.”
Για να εξοικονομηθεί χώρος, μιας και δεν υπάρχουν οι μεγάλες λευκές επιφάνειες που γνωρίζουμε από άλλα μουσεία, χρησιμοποιήθηκαν πανό που κρέμονται από ψηλά, ακόμα και προθήκες με εκθέματα κρέμονται από ψηλά και το πιο εντυπωσιακό, δεκατέσσερις μεγάλοι αμφορείς, αντίγραφα αμφορέων μεταφοράς λαδιού – μυκηναϊκοί ψευδόστομοι αμ- φορείς του 13ου αι. π.Χ., αρχαϊκοί Κορινθιακοί αμφορείς (7ος – 4ος αι. π.Χ.) και παλαιοχριστιανικοί σφαιρικοί αμφορείς (5ος – 6ος αι. μ.Χ.). Μοιάζουν σα να θέλουν να πετάξουν μαζί μας, για να μας μεταφέρουν στο χθες και να μας βοηθήσουν να παρακολουθήσουμε την ιστορία του αιωνόβιου δένδρου που δέθηκε όσο κανένα άλλο με το ελληνικό “γίγνεσθαι” από αρχαιοτάτων χρόνων μέχρι σήμερα.
Η ιστορία ξεκινά αμέσως μόλις ο επισκέπτης περάσει την πόρτα του μουσείου. Προηγουμένως έχει πληροφορηθεί μέσω ευσύνοπτων κειμένων και ενδιαφερουσών φωτογραφιών για το κτίριο, που είναι δεμένο με τη νεώτερη ιστορία της Σπάρτης. Σ’ αυτόν εδώ το χώρο στεγάσθηκε, όπως ήδη ειπώθηκε, η Ηλεκτρική Εταιρεία Σπάρτης Α.Ε. Η Εταιρεία αυτή ιδρύθηκε το 1928 με αφορμή την πρωτοβουλία δύο χαρισματικών εμπόρων να δημιουργήσουν το 1925 μια μικρή μονάδα παραγωγής ηλεκτρικού ρεύματος. Στους αδελφούς Παναγιώτη και Ιωάννη Παπαδολιά καθώς και στους Ιω. Φιλιππόπουλο, Π. Βαλασάκη και Μ. Δερτιλή δόθηκε το αποκλειστικό προνόμιο ηλεκτροδότησης της Σπάρτης για τριάντα χρόνια κάτι που είχε ως αποτέλεσμα τη ραγδαία οικονομική και κοινωνική ανάπτυξη της πόλης. Το 1959 η ΔΕΗ εξαγόρασε την Ηλεκτρική Εταιρεία και αφαίρεσε όλο το μηχανολογικό εξοπλισμό, για να τον επαναχρησιμοποιήσει αλλού. Το κτίριο αποδόθηκε στο Δήμο Σπαρτιατών, ο οποίος το παραχώρησε τριάντα εννέα χρόνια αργότερα στο ΠΙΟΠ.
Μπαίνουμε στο Μουσείο. Αριστερά μας ένας μεγάλος χάρ- της έχει ως θέμα του την εξάπλωση της ελιάς στη Μεσόγειο. Στον κάτω όροφο, ένας άλλος χάρτης μας πληροφορεί για τις περιοχές της Μεσογείου, στις οποίες έχουν στη-θεί Μουσεία της Ελιάς. Σχεδόν όλα λειτουργούν στο εσωτερικό παλαιών ελαιοτριβείων, από τα οποία έχει διατηρηθεί το κέλυφος. Αυτά όμως που αναφέρονται στην ιστορία της ελιάς που έχουν δηλαδή φιλοσοφία παρόμοια με του Μου-σείου της Σπάρτης, είναι πολύ λίγα. “Τα περισσότερα είναι πα- λαιά ελαιοτριβεία με κάποια μικρή μουσειακή πλαισίωση” θα μου πει η κ. Δεμέστιχα. Από την ίδια έμαθα “πως σε λίγο χρονικό διάστημα θα λειτουργήσει στην Αγία Παρασκευή της Μυτιλήνης το Μουσείο Βιομηχανικής Ελαιουργίας, ενταγμένο κι αυτό στο Δίκτυο Μουσείων του ΠΙΟΠ. Πρόκειται για ένα ατμοκίνητο ελαιοτριβείο των αρχών του 20ου αι., το οποίο λειτούργησε ως το 1967. Ουσιαστικά θα είναι η θεαματική συνέχεια του Μουσείου της Σπάρτης, αλλά θα είναι επικεντρωμένο στην τεχνολογική εξέλιξη και τις αλλαγές που αυτή έφερε στον τρόπο επεξεργασίας της ελιάς και της εξαγωγής του λαδιού”.
Ας πάμε όμως με τη βοήθεια των εκθεμάτων του Μουσείου πολλούς αιώνες πίσω, συγκεκριμένα στις απαρχές της “συνάντησης” της ελιάς με τον προϊστορικό άνθρωπο. Η ανάλυση κόκκων γύρεως απέδειξε την παρουσία ποικιλιών ελιάς σε διάφορες περιοχές της Ελλάδας, ήδη από το 6.000 π.Χ., στο δε νεολιθικό οικισμό της Αλεπότρυπας του Διρού στη Μάνη η ανασκαφική σκαπάνη έφερε στο φως κατάλοιπα ελιάς που χρονολογούνται στην 4η χιλιετία π.Χ. Είναι πλέον γνωστό πως από την 3η χιλιετία π.Χ. οι προϊστορικοί άνθρωποι είχαν εντάξει στο διαιτολόγιό τους καρπούς της άγριας ελιάς, ασχολήθηκαν όμως συστηματικά με την καλλιέργειά της από την 3/4στερη εποχή του Χαλκού (1600-1100 π.Χ.).
Από τις πρώτες φωτογραφίες που έλκουν την προσοχή είναι σίγουρα αυτή που παρουσιάζει τα απολιθώματα των φύλλων της ευρωπαϊκής ελιάς, ηλικίας 50.000-60.000 ετών, τα οποία εντοπίσθηκαν στα τοιχώματα της ηφαιστειακής καλντέρας στο νησί της Θήρας, ο επισκέπτης μάλιστα μπορεί να δει και ορισμένα από αυτά να εκτίθενται σε προθήκη. Είναι τώρα απολύτως βέβαιος πως η ελιά, η “e-ra-wa” (ελαία) των μυκηναϊκών πινακίδων Γραμμικής Β γραφής, έχει πολύ μακρινό παρελθόν και πως το “e-ra-wo” (έλαιον) ήταν πολύτιμο προϊόν, γιατί εχρησιμοποιείτο όχι μόνο στη διατροφή, αλλά και ως προσφορά σε θεότητες, για την παρασκευή αρωμάτων, απαραίτητων στην ενίσχυση του κοινωνικού γοήτρου, στην άθληση και στο φωτισμό.
Το ότι η ελιά και το λάδι κατείχε εξέχουσα θέση στην οικονομία της αρχαίας Ελλάδας επιβεβαιώνεται από το γεγονός ότι η αθηναϊκή νομοθεσία παραχωρούσε στην πολιτεία το δικαίωμα μονοπωλίου, προκειμένου να εξασφαλισθεί η επάρκεια των πόλεων σε λάδι. Είναι προφανές πως επρόκειτο για αναντικατάστατο αγαθό, γι’ αυτό το βλέπουμε να στολίζει αρχαία νομίσματα. Τιμής ένεκεν παράσταση κλάδου ελαίας υπάρχει και στο νόμισμα του ενός EURO.
Στους βυζαντινούς χρόνους σπουδαία ελαιοπαραγωγή είχαν οι χώρες της Εγγύς Ανατολής κι όταν αυτές απωλέσθηκαν από την αυτοκρατορία ο κλήρος έπεσε στην ελληνική χερσόνησο, τα νησιά και τα παράλια της Μ. Ασίας.
“Το λάδι ήταν είδος πολυτελείας με αρκετά υψηλή τιμή. Στο λιανικό εμπόριο της Κωνσταντινούπολης επωλείτο μόνον από τη συντεχνία των Σαλμαδαρίων, είδος παντοπωλών και η εξαγωγή του γινόταν σύμφωνα με ειδικές νομοθετικές ρυθμίσεις” διαβάζουμε στο πανό με τα στοιχεία για το Βυζάντιο.
1/4ταν η Ελλάδα πέρασε στον έλεγχο των Ενετών το λάδι εξαγόταν στη Βενετία που είχε τον πρώτο και τον τελευταίο λόγο στην καλλιέργεια, την παραγωγή και το εμπόριο του προϊόντος. Επί Τουρκοκρατίας, και πάλι το λάδι εξαγόταν, αυτή τη φορά στη Γαλλία και πιο συγκεκριμένα στη Μασσαλία για τις ανάγκες της σαπωνοποιίας.
Μετά την απελευθέρωση το νέο ελληνικό κράτος (1830) ενίσχυσε όσο μπορούσε τις ελαιοπαραγωγικές περιοχές, που πλέον είχαν συγκεκριμενοποιηθεί (Πελοπόννησος, Κρήτη, Λέσβος, Επτάνησα), ωστόσο οι δυνατότητες βιομηχανικής αξιοποίησης του λαδιού δεν μπορούσαν να έχουν το εύρος που είχαν στις χώρες της Νότιας Ευρώπης κι έτσι η ελαιουργία βρέθηκε στο περιθώριο της βιομηχανικής ανάπτυξης που σημειώθηκε τον 19ο αι.
Την εξέλιξη των μέσων που βοηθούν στην εξαγωγή ελαίου ο επισκέπτης μπορεί να την παρακολουθήσει στον κάτω όροφο του Μουσείου, στον οποίο φθάνει, αφού διασχίσει τη γέφυρα και κατέβει τα σκαλοπάτια. Στο τέλος της σκάλας η ματιά του καρφώνεται στην αφίσα με τη γιγαντιαία ελιά από τον ελαιώνα του Ξηροκαμπίου, η οποία κατά πάσαν πιθανότητα ανάγεται στα βυζαντινά χρόνια.
Προχωρά με το ενδιαφέρον να αυξάνεται συνεχώς και τη ματιά του να εστιάζεται με δυσκολία πια στα πανό με το πληροφοριακό υλικό, το οποίο παρουσιάζει τα χειροκίνητα ελαιοτριβεία, που, όπως φαίνεται, έχουν διαχρονική αξία (η χρήση τους ξεκινά από την 3/4στερη εποχή του Χαλκού και φθάνει μέχρι και τους νεότερους χρόνους), αφού μπορεί όχι απλώς να δει αλλά και να ακουμπήσει μια μεγάλων διαστάσεων ξύλινη διπλή πρέσα λαδιού από το Ξηροκάμπι Λακωνίας, δωρεά του Δήμου Φάριδος.
1/4σο για τη συνέχεια το υδροκίνητο, το ατμοκίνητο και το πετρελαιοκίνητο ελαιοτριβείο, έξοχες αναπαραστάσεις σε μακέτα, μπαίνουν σε λειτουργία με το πάτημα ενός κουμπιού και όχι μόνο λύνουν κάθε απορία αλλά και ενθουσιάζουν μικρούς και μεγάλους.
Άλλα ενδιαφέροντα εκθέματα αποτελούν δέκα μεγάλα πιθάρια, εκ των οποίων πέντε τζάρες Κορωναίικες για την αποθήκευση του λαδιού, ένα καζάνι (“χαρανί”) με σαπούνι, αφορμή για να πληροφορηθούμε για τη σαπωνοποιία, οικιακή, προ-βιομηχανική και βιομηχανική, μια βιομηχανική πλάστιγγα του εργοστασίου Λιναρδάκη (19ος αι.), προσωρινό δάνειο του Δήμου Καλαμάτας, αλλά και σφραγίδες και σαπούνια του φημισμένου εργοστασίου (όλα δωρεά της οικογενείας Ηλία Λιναρδάκη) που αξιοποίησε τους ελαιοπυρήνες κι έκανε την πυρηνελαιουργία, τη ραφιναρία και τη βιομηχανική σαπουνοποιεία συνώνυμη με την πόλη της Καλαμάτας.
Το τελευταίο πανό μας πληροφορεί για την εξέλιξη της ελαιουργίας στην Ελλάδα. Διαβάζουμε πως “η ελαιουργία στη χώρα μας παρέμεινε ένας κλάδος παραδοσιακός που δεν θεωρήθη-κε ποτέ ελκυστικός για τους επενδυτές”. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα την έλλειψη σταθερότητας σχετικά με την ελαιοπαραγωγή και φυσικά τη μη δημιουργία μεγάλων ελαιουργικών μονάδων. Οι μικρές αποδόσεις και η χαμηλή ποιότητα έθεσαν τα ελληνικά ελαιουργικά προϊόντα σε μειονεκτική θέση με άμεση συνέπεια ο ξένος ανταγωνισμός να κλονίσει ανεπανόρθωτα την εξέλιξη του κλάδου.
Δεν μπορείς να μην προβληματισθείς με τις τελευταίες διαπιστώσεις. Ξέρεις όμως πως όλα αυτά είναι το τίμημα κακών ή άκαιρων χειρισμών σε επίπεδο πολιτικής κυρίως. Γιατί όταν λαμβάνονται οι σωστές αποφάσεις και αξιοποιούνται τα κατάλληλα πρόσωπα, η συνταγή της επιτυχίας είναι εξασφαλισμένη, όπως συνέβη μ’ αυτό το εξαιρετικό Μουσείο. Έκανα αυτές τις σκέψεις τρώγοντας ένα υπέροχο ντόπιο γλυκό, το σαμουσά, κι αγναντεύοντας το θεϊκό Ταΰγετο από τον υπαίθριο χώρο του Μουσείου. Έφυγα ενθουσιασμένη. Το ίδιο ενθουσιασμένοι φεύγουν όλοι οι επισκέπτες. “Η γενική εντύπωση που προκύπτει διαβάζοντας κανείς τα σχόλια στο βιβλίο των επισκεπτών, θα πει η πρόεδρος Σ. Στάικου, είναι η ικανοποίηση από την επίσκεψη στο σύνολό της: τόσο το κτίριο και η έκθεση όσο και η υποδοχή και η εξυπηρέτηση παρουσιάζονται ως μία ευχάριστη έκπληξη. Θα σταθώ στα χαριτωμένα σχόλια που γράφουν μικροί επισκέπτες οι οποίοι διασκέδασαν με τις κινούμενες μακέτες, στα νοσταλγικά μηνύματα των μεγαλύτερων σε ηλικία που έχουν προσωπικές αναμνήσεις από την ελαιοκομία και τις πρακτικές της, στις παροτρύνσεις όσων θεωρούν την προσπάθειά μας ως παράδειγμα προς μίμηση και, τέλος, στα καλά λόγια που μας έκανε την τιμή να γράψει ο πρώην Πρόεδρος της Δημοκρατίας, κ. Κωστής Στεφανόπουλος, ο οποίος επισκέφθηκε το Μουσείο μας πριν από λίγους μήνες”.
Ευχαριστίες
Θα ήθελα να ευχαριστήσω θερμά για τη συνεργασία μας την Πρόεδρο του ΠΙΟΠ Σοφία Στάικου, τη Γενική Διευθύντρια Ασπασία Λούβη, ιδιαιτέρως την Προϊσταμένη Υπηρεσίας Μου-σείων ΠΙΟΠ Στέλλα Δεμέστιχα, τον Υπεύθυνο Διαχείρισης και Λειτουργίας Δικτύου Μου-σείων ΠΙΟΠ Ανδρέα Λαπούρτα και όλο το προσωπικό του Μουσείου. Θερμές ευχαριστίες και στον Γιώργο Αργυρόπουλο για τη βοήθειά του στην απομαγνητοφώνηση των κειμένων.
Μουσείο Ελιάς και Ελληνικού Λαδιού, 1/4θωνος-Αμαλίας 129, Σπάρτη.
Τηλ. 27310-89315 www.piop.gr,
e-mail: piop@piraeusbank.gr.
Ώρες λειτουργίες:
Θερινό ωράριο
(10.00 π.μ.-18.00 μ.μ.)
Χειμερινό ωράριο
(10.00 π.μ.-17.00 μ.μ.)