Και μόνο στο άκουσμά του νιώσαμε μια ακατανίκητη επιθυμία να το γνωρίσουμε. ΜΟΝΟΠΑΤΙ ΤΗΣ ΒΙΔΡΑΣ! Όνομα παράξενο, ασυνήθιστο, αινιγματικό. Ένα μονοπάτι, χαραγμένο από πολλά χρόνια στην δυτική όχθη του Άραχθου(1) ενός από τους ωραιότερους, τους θεαματικότερους Ελληνικούς ποταμούς.

Μαγική στράτα του Άραχθου ποταμού.
Και μόνον στο άκουσμά του νιώσαμε μια ακατανίκητη επιθυμία να το γνωρίσουμε. ΜΟΝΟΠΑΤΙ ΤΗΣ ΒΙΔΡΑΣ! Όνομα παράξενο, ασυνήθιστο, αινιγματικό. Ένα μονοπάτι, χαραγμένο από πολλά χρόνια στην δυτική όχθη του Άραχθου,(1) ενός από τους ωραιότερους, τους πιο θεαματικούς ελληνικούς ποταμούς.
ΚΑΘ΄ΟΔΟΝ ΠΡΟΣ ΤΟ ΜΟΝΟΠΑΤΙ
Το φθινόπωρο του 2003 η επιμονή της Μαρίας Παπαβασιλείου, από την Ροδαυγή Άρτας, μας παρακίνησε να επισκεφθούμε και να γνωρίσουμε τα Τζουμέρκα. Που κατέχουν, έκτοτε, μια κυρίαρχη θέση ανάμεσα στους αγαπημένους ταξιδιωτικούς μας προορισμούς.
14 χρόνια μετά, από την Μαρία και πάλι, ακούσαμε για την ύπαρξη ενός μονοπατιού στην όχθη του Άραχθου, με την σαγηνευτική ονομασία «Μονοπάτι της Βίδρας». Ήταν πρωί πρωτοχρονιάς του 2017. Το τζάκι στο σαλονάκι του ξενώνα «Μαρούσιω» της Ροδαυγής(2) ήταν αναμμένο από νωρίς, σκόρπιζε γύρω του μια υπέροχη θαλπωρή. Εκεί, πίνοντας ευωδιαστό τσάι των Τζουμέρκων, καταστρώσαμε τις λεπτομέρειες της επίσκεψής μας στο μονοπάτι. Πολύτιμο αρωγό είχαμε τον εκπαιδευτικό Ανδρέα Ζανίκα, από τον γειτονικό οικισμό της Σκούπας, καλό γνώστη του τόπου. Ο Ανδρέας προθυμοποιήθηκε όχι μόνον να μας δώσει πληροφορίες αλλά και να μας συνοδεύσει σ’ ένα τμήμα του μονοπατιού στην νότια αφετηρία του, στην γέφυρα του Τζαρή.
-Αν είμαστε τυχεροί, λέει ο Ανδρέας καθώς ξεκινάμε, μπορεί να συναντήσουμε κάποιον που έχει άρρηκτη σχέση με τον Άραχθο ποταμό.
Έχοντας ως βάση τον ξενώνα «Μαρούσιω» στη Ροδαυγή κατευθυνόμαστε βόρεια και 6 περίπου χιλιόμετρα μετά, κατηφορίζουμε δεξιά προς Κρυονέρι και Γέφυρα Τζαρή. Ακολουθούν μερικές αλλεπάλληλες στροφές και, λίγα χιλιόμετρα πιο κάτω, συναντάμε ένα στενό χωμάτινο δρομάκι που, πολύ γρήγορα τερματίζει σ’ ένα σπίτι μοναχικό.
Ο ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΣ ΠΕΡΑΤΑΡΗΣ ΤΟΥ ΑΡΑΧΘΟΥ
Στο άκουσμα της μηχανής του αυτοκινήτου σ’ αυτή την ερημιά, προβάλλουν δυο άνθρωποι από την εξώπορτα του σπιτιού. Καθώς βλέπουν τον Ανδρέα χαμογελάνε.
– Να σας συστήσω τους φίλους μου, μας λέει ο Ανδρέας, την κυρα-Αναστασία και τον άντρα της, τον μπάρμπα Δημήτρη Λάμπρου, τον τελευταίο περατάρη του Άραχθου.
Οι καλοί άνθρωποι μας υποδέχονται με μεγάλη εγκαρδιότητα. Μας περνάνε σε μια βεράντα, που δεσπόζει στην πρόσοψη του σπιτιού. Από την περιμετρική τζαμαρία διεισδύει ένα ήλιος λαμπρός. Τούτο το χειμωνιάτικο πρωινό είναι -με τις θερμές του ακτίνες- ιδιαίτερα επιθυμητός,
Εκτός από το άπλετο φως η τζαμαρία της βεράντας μας χαρίζει και μια ανεμπόδιστη θέα παντού: στην ευρύτατη κοιλάδα του Άραχθου, στον επιβλητικό όγκο των Τζουμέρκων, στο κατάφυτο «Ξεροβούνι». Λιαζόμαστε και χαλαρώνουμε, με την φύση ολόγυρά μας.
Εμφανίζεται η κυρα-Αναστασία με τα καφεδάκια στο δίσκο και το γλυκό του κουταλιού.
-Έλεγα στους φίλους μας, λέει ο Αντρέας, πως εσύ, μπάρμπα-Δημήτρη, ήσουν ο τελευταίος που περνούσες με την βάρκα σου τον κόσμο, πριν γίνει η γέφυρα του Τζαρή.(3) Τι θυμάσαι από κείνη την εποχή;
-Και τι δεν θυμάμαι, αποκρίνεται ο μπάρμπα Δημήτρης.
Στα 81 του σήμερα, ζωηρός και ακμαιότατος ο καλοσυνάτος άνθρωπος, αφήνει για λίγο τη ματιά του να πλανηθεί μακρυά κι αρχίζει ν’ αναθυμάται το παρελθόν. Τότε που, μικρός ακόμα αυτός, παρακολουθούσε τον πατέρα του, τον μπαρμπα-Νίκο, να περνάει με την βάρκα του, στην αντικρινή όχθη του ποταμού, επιβάτες, πραμάτειες και ζωντανά. Ήταν μια δουλειά, με την οποία καταπιανόταν ήδη από τις αρχές του 20ου αιώνα. Άλλωστε, ο μοναδικός άλλος τρόπος διάβασης πάνω από τον Άραχθο ήταν το γεφύρι της Πλάκας, πολλά χιλιόμετρα βορειότερα.
-Δεν ήταν εύκολη η δουλειά του περατάρη(4), λέει ο μπαρμπα-Δημήτρης. Ούτε ήταν όλοι οι επιβάτες πειθαρχημένοι κι εκπαιδευμένοι. Υπήρχαν νέα παιδιά και ηλικιωμένοι, γυναίκες φοβισμένες ή και μεθυσμένοι, ανέμελοι, με άγνοια του κινδύνου. Μα πολλές φορές υπήρχαν και ζώα, που μπορούσαν να σκιαχτούν με το παραμικρό, να μπατάρει η βάρκα και να βρεθούν όλοι στα νερά του ποταμού.
-Υπήρξαν ποτέ τέτοια μπαταρίσματα;
-Όχι. Απ’ όσο ξέρω, τόσα χρόνια δεν είχε κανένα ατύχημα ο πατέρας μου μα ούτε και σε μένα συνέβη ποτέ κάποια ανατροπή.
-Και η αμοιβή; Ποιος ήταν μπαρμπα-Δημήτρη, ο οβολός για τα περαστικά;
-Συνήθως μία ως δυο δραχμές, ανάλογα με την οικονομική δυνατότητα των χωριανών, που ήταν, βέβαια, σ’ όλους γνωστή. Από κάποιους, ανήμπορους οικονομικά, δεν δεχόταν ο πατέρας μου αμοιβή. Άλλοι πάλι πλήρωναν σε είδος, με προϊόντα ή γεννήματα που τους περίσσευαν. Έτσι πορεύονταν τότε ο κόσμος, ήταν μια πραγματικότητα που την πρόλαβα κι εγώ. Υπήρχαν όμως κι οι τζαναμπέτηδες. Κάποτε, ένας απ’ αυτούς, κατήγγειλε τον πατέρα μου στον αστυνόμο γιατί τον χρέωσε δύο δραχμές. Κι η «εξουσία», τότε, απαγόρεψε στον πατέρα μου να διακινεί, χωρίς άδεια, τον κόσμο.
-Η βάρκα πώς ήταν, μπαρμπα-Δημήτρη;
-Ξύλινη, γύρω στα τεσσεράμισι μέτρα, κατασκευασμένη απ’ τα χέρια του πατέρα μου. Χωρούσε μέχρι 4 άτομα, στην ανάγκη όμως έπαιρνε και κανένα ζώο. Το πέρασμα του ποταμού δεν ήταν εύκολη υπόθεση, απαιτούσε τέχνη και εμπειρία αλλά και υποβοήθηση μ’ ένα μακρύ κοντάρι, ,την «κέντα». Ο κίνδυνος μεγάλωνε όταν φούσκωνε το ποτάμι την άνοιξη, τον χειμώνα ή μετά από δυνατή βροχή. Εκτός από τον πατέρα μου υπήρχε κι άλλος ένας περατάρης, που έκανε τη δουλειά επαγγελματικά.
-Και πώς καταλαβαίνατε ποιοι ήθελαν από την αντικρινή όχθη να περάσουν στην από ’δω μεριά του ποταμού;
-Τότε δεν υπήρχαν τηλέφωνα, ούτε σταθερά ούτε κινητά. Όσοι λοιπόν, ήθελαν να ’ρθουν προς τα δω, ανέβαιναν στον αντικρινό λόφο και φώναζαν ή σφύριζαν. Αν τύχαινε να μην τους ακούμε επειδή λείπαμε, έπρεπε να κάνουν υπομονή. Έτσι ήταν τότε, αργοί οι ρυθμοί.
Αφήνει ελεύθερες τις αναμνήσεις τους ο μπάρμπα Δημήτρης. Υπήρχαν πολλά ψάρια τότε στο ποτάμι: πέστροφες, χέλια, μουστακάδες και δροσίνες. Πολύ συχνά συναντούσε και βίδρες, που ήταν ακόμη καλύτεροι ψαράδες και πιάναν πολλά ψάρια, είχε όμως για όλους το ποτάμι.
Θα μπορούσαμε να μείνουμε στο σπιτικό των καλοσυνάτων ανθρώπων με τις ώρες. Το «Μονοπάτι της Βίδρας», ωστόσο, περιμένει να μας αποκαλύψει τα μυστικά του.
ΠΡΩΤΗ ΓΝΩΡΙΜΙΑ
(Σαν πρώτο ραντεβού)
Βγαίνουμε στην άσφαλτο, κατηφορίζουμε μερικές εκατοντάδες μέτρα και φτάνουμε μπροστά στην φαρδιά, τσιμεντένια γέφυρα του Τζαρή.(5) Από κάτω κυλάει με πλούσια, αρχοντική ροή, ο Άραχθος ποταμός. Για ν’ ανιχνεύσουμε τα νάματά του, εκεί όπου πρωτογεννιέται, πρέπει ν’ ανηφορίσουμε ως τα υψίπεδα του Μετσόβου και του Δάσους της Ρόνας, πάνω απ’ το Χαλίκι. Εκεί, μετά τα πρώτα ρυάκια, θ’ αρχίσουν ν’ αποκτούν υπόσταση δυο μικροπόταμοι, ο Μετσοβίτικος κι ο Ποταμός της Ρόνας. Λίγο νοτιότερα του Μετσόβου, θ’ απαρνηθούν την μοναχική τους πορεία κι αδελφωμένοι πια, θα συνεχίσουν, με κοινή διαδρομή, ως κάτω από την γέφυρα της Μπαλντούμας. Στο σημείο εκείνο, κάνουν την εμφάνισή τους από το Βορρά δύο ποτάμια του Ζαγοριού: ο Βάρδας κι ο Ζαγορίτικος, πραγματικός συνωστισμός. Κάποιοι θα ήθελαν να διατηρήσουν την ανεξαρτησία και τ’ όνομά τους, η φαρδιά κοίτη, ωστόσο, τους προσκαλεί σ’ έναν νέο ποταμό που, από δω και κάτω γίνεται ο παντοδύναμος Άραχθος ποταμός. Που στη συνέχεια δέχεται στην κοίτη του πάμπολλα μικρά και μεγάλα ρέματα με σημαντικότερο το Καλαρρύτικο.
Εδώ, στην γέφυρα του Τζαρή, βρίσκεται πια ο Άραχθος(6) στον κολοφώνα της ακμής του. Ωστόσο, μερικά χιλιόμετρα πιο κάτω, χάνει την υπόστασή του ως ποταμός, δίνει τη θέση του στην τεχνητή λίμνη του Πουρναρίου.(7) Στη συνέχεια ο Άραχθος ξαναγίνεται ποτάμι και, μετά την Άρτα, εκβάλλει στον Αμβρακικό κόλπο, συμβάλλοντας με τα φερτά του υλικά στον σχηματισμό των λιμνοθαλασσών Λογαρούς, Ροδιάς και Τσουκαλιού.
Μια ενημερωτική πινακίδα στην αρχή της γέφυρας μας πληροφορεί ότι βρισκόμαστε στην αρχή του Μονοπατιού της Βίδρας, στην χιλιομετρική ένδειξη «Ω». Το υψόμετρο της αφετηρίας είναι 165,43μ., ενώ το μονοπάτι τερματίζει 14.888 μέτρα παραπάνω στο ιστορικό αλήστου μνήμης, πέτρινο Γεφύρι της Πλάκας.(8)
-Δεν έχουμε ούτε τον χρόνο ούτε την προετοιμασία για να διανύσουμε μέχρι τέλους το μονοπάτι, λέει ο Αντρέας. Προτείνω, όμως, να περιοριστούμε σήμερα στα δυο-τρία πρώτα χιλιόμετρα, που θα παίξουν για σας τον ρόλο του ορεκτικού για το κυρίως πιάτο, το σύνολο του μονοπατιού, όταν θα έχετε τον χρόνο και τη διάθεση γι αυτό!
Έρχεται, λοιπόν, η στιγμή να κατευθύνουμε τα βήματά μας στο Μονοπάτι της Βίδρας. Τα πρώτα 70-80 περίπου μέτρα είναι σ’ ένα λιθόστρωτο, ελαφρά ανηφορικό καλντερίμι. Σ’ ένα λεπτό το μονοπάτι γίνεται χωμάτινο, επίπεδο σχεδόν και μάλιστα τόσο ευχάριστο και ξεκούραστο που είναι ιδανικό ακόμα και για αμάθητους περιπατητές ή και μικρά παιδιά.
Κάπως έτσι, χωρίς την παραμικρή δυσκολία, εξελίσσεται η διαδρομή και στα επόμενα λεπτά. Πολύ σημαντική στην περιπατητική μας ευτυχία είναι η γενναιόδωρη παρουσία του φυσικού περιβάλλοντος, με μια εξαιρετική ποικιλία δέντρων που εναλλάσσονται διαρκώς. Καθώς βαδίζουμε με χαλαρούς ρυθμούς, παρατηρούμε και αναγνωρίζουμε ρείκια, πουρνάρια και γάβρους, σκουροπράσινα φυλλίκια, πλατάνια, φράξους και αριές, κουμαριές που φέρουν ταυτόχρονα λευκά ανθάκια αλλά και κόκκινους ζουμερούς καρπούς. Δεν λείπουν τα σφενδάμια αλλά και οι χρυσοξυλιές(9) που κάθε χρόνο, στην αρχή του φθινοπώρου σπεύδουν, πριν από κάθε άλλο δέντρο να χρωματίσουν τα φυλλαράκια τους με εκθαμβωτικές αποχρώσεις χρυσοκίτρινες, πορτοκαλί και κοκκινωπές.
Μόνιμη και τόσο επιθυμητή συντροφιά στον περίπατό μας έχουμε τα γλυκόφωνα μικροπούλια, αθέατα μέσα στα πυκνά κλαδιά των δέντρων που διατηρούν τα φυλλώματά τους και τον χειμώνα. Πιο αραιές είναι οι πολύχρωμες κίσσες, τα σκουρόχρωμα κοτσύφια και οι τσίχλες που πεταρίζουν στο πέρασμά μας. Αδιαφιλονίκητος πρωταγωνιστής, ωστόσο, σ’ αυτή τη διαδρομή παραμένει ο Άραχθος ποταμός. Κάποιες στιγμές μοιάζει ακριβοθώρητος, όταν η φύση με το δάσος της ορθώνει αδιαπέραστο φράχτη ανάμεσά μας. Τότε, μόνον ο ασίγαστος ήχος του νερού προδίδει την παρουσία του ποταμού. Που δεν αργεί και πάλι να εμφανιστεί με τα -κρυστάλλινης διαύγειας- γαλαζοπράσινα νερά. Κάθε λίγο παρατηρούμε με θαυμασμό τις αδιάκοπες μεταμορφώσεις, τα τόσο διαφορετικά πρόσωπα του μεγάλου ποταμού.(10) Που άλλοτε κατρακυλάει πάνω σε ξασπρισμένα βότσαλα και κροκάλες, βιαστικός, αφρισμένος και βουερός. Σ’ αυτές τις στιγμές της ξέφρενης ροής του είναι, για κάθε άνθρωπο, εχθρικό και επικίνδυνο το ποτάμι. Μόνον οι βίδρες, οι πέστροφες και τα άλλα ψάρια αισθάνονται σαν στο σπίτι τους σ’ αυτά τα γοργοκίνητα νερά. Και δεν μπορούμε να μην θυμηθούμε τις διηγήσεις του μπαρμπα-Δημήτρη του περατάρη, για την επικινδυνότητα των φουσκωμένων νερών του ποταμού.
Να όμως που υπάρχουν και σημεία όπου η κοίτη φαρδαίνει, οι κροκάλες είναι λιγότερες και οι κλίσεις του εδάφους πιο ομαλές. Τότε ο Άραχθος ησυχάζει και γαληνεύει, μοιάζει ν’ αποκοιμιέται. Σαν να θέλει να ξαποστάσει από την μεγάλη, την δαιδαλώδη του διαδρομή, μέσα στα βάραθρα και στις σχισμές των φαραγγιών.
Κάποια στιγμή χάνουμε τον Άραχθο και μαζί του ξεχνάμε και τον ήλιο του πρωινού, βυθιζόμαστε στην απόλυτη σκιά. Μια σκιά υγρή και ψυχρή, που οφείλεται στο πυκνό δάσος με τους πανύψηλους κορμούς των βαλανιδιών. Αυτό που μας εκπλήσσει, ωστόσο, δεν είναι η αιφνίδια μεταβολή του μικροκλίματος και το δραματικό χλώμιασμα του φυσικού φωτισμού. Είναι η ονειρική, παραμυθένια ατμόσφαιρα που δημιουργούν οι κορμοί των βαλανιδιών, όλοι αφύσικα λεπτεπίλεπτοι και ψηλοί, στην αγωνιώδη προσπάθειά τους να ξεπεράσουν ο ένας τον άλλον, για να συναντήσουν το τόσο πολύτιμο ηλιακό φως. Αυτοί οι κορμοί, λοιπόν, είναι «ντυμένοι» από το ατελιέ της φύσης μ’ ένα παχύ περίβλημα από βρύα μαλακά, αφράτα και καταπράσινα, αληθινή βελούδινη φορεσιά. Για όσα λεπτά διαρκεί η διάσχιση του βρυοστόλιστου μονοπατιού, αποφεύγουμε να μιλάμε. Είναι πολύ πιο εύγλωττη με τα δημιουργήματά της η φύση. Μια φύση, όμως, που μας επιφυλάσσει νέες, απρόσμενες εκπλήξεις. Είναι το περίφημο «Στεφάνι του Χριστόφορου».(11) Πρόκειται για ένα στενό, ημικυκλικό πέρασμα, μήκους πολλών δεκάδων μέτρων, λαξευμένο με απαράμιλλη τόλμη και μαστοριά σ’ ένα κατακόρυφο πρανές που ορθώνεται σε ύψος τουλάχιστον 12μέτρων πάνω από την επιφάνεια του νερού του ποταμού. Σταθερά ξύλινα καγκελάκια παρέχουν την απαραίτητη ασφάλεια στους περιπατητές και ιδιαίτερα σε όσους έχουν πρόβλημα ακροφοβίας.
Σταδιακά τα σκοτάδια και τα μυστήρια αραιώνουν, εμφανίζεται και πάλι η κοίτη του ποταμού. Στην αντικρινή όχθη δεσπόζουν εντυπωσιακά συγκροτήματα κάθετων βράχων που θυμίζουν λαξευμένους ογκόλιθους κυκλώπειου τείχους. Έχουμε κιόλας ξεπεράσει τα δύο χιλιόμετρα από την αφετηρία της διαδρομής στην γέφυρα του Τζαρή. Ήδη το Μονοπάτι της Βίδρας μας έχει αποκαλύψει εικόνες σπάνιας ωραιότητας, τόσο στο φυσικό περιβάλλον όσο και κατά τη διάρκεια της ροής του ποταμού. Αυτό το μικρό, τόσο ξεκούραστο τμήμα, δεν θα μπορούσε να είναι ελκυστικότερη πεζοπορική πρόταση για κάθε φυσιολάτρη, για όλη την ελληνική οικογένεια. Είναι ταυτόχρονα μια από τις πιο χαρισματικές, τις πιο προικισμένες από τη φύση διαδρομές που έχουμε πραγματοποιήσει ποτέ.
ΜΕ ΑΦΕΤΗΡΙΑ ΤΟ «ΓΕΦΥΡΙ ΤΗΣ ΠΛΑΚΑΣ»
Στους μήνες που ακολούθησαν, ως τα τέλη του 2017, είχαμε την ευκαιρία -και τη χαρά- να επισκεφθούμε και πάλι το Μονοπάτι της Βίδρας, άλλοτε μόνοι κι άλλοτε με φίλους. Η προσέγγιση, ωστόσο, ήταν πάντα σύντομη και αποσπασματική, ποτέ στο σύνολο της διαδρομής. Μιας διαδρομής καθόλου ευκαταφρόνητης αφού ήταν 15 χιλιόμετρα περίπου -για την ακρίβεια 14.888 μέτρα- από το πετρογέφυρο της Πλάκας, στο βόρειο άκρο, μέχρι την τσιμεντένια γέφυρα του Τζαρή, στην νότια κατάληξη του μονοπατιού. Αυτή η επιθυμία μας, λοιπόν, για μια ολοκληρωμένη εικόνα και συνολική διάσχιση του μονοπατιού παρέμενε ζωντανή και διαρκής. Έμελλε να υλοποιηθεί στα τέλη Ιουλίου του 2018.
Μετά το φιλόξενο κατάλυμα «ΜΑΡΟΥΣΙΩ» στην Ροδαυγή, επιλέγουμε μια πλησιέστερη βάση εξόρμησής μας προς το Μονοπάτι της Βίδρας. Είναι ο εξαιρετικός ξενώνας «ΤΟ ΓΕΦΥΡΙ ΤΗΣ ΠΛΑΚΑΣ» στο Μονολίθι, δίπλα στον κεντρικό δρόμο που ανηφορίζει προς τα Τζουμέρκα. Ο ξενώνας βρίσκεται πολύ κοντά στην σιδερένια γέφυρα του Άραχθου και σχεδόν ένα χιλιόμετρο νοτιότερα του -πάλαι ποτέ- ιστορικού πέτρινου γεφυριού της Πλάκας, που κατέρρευσε την 1η Φεβρουαρίου του 2015.
Εδώ μας καλοδέχονται ο Γιώργος και η Νίκη Νικολάου, που έχουν ξεκινήσει την λειτουργία του ξενώνα τους την 25η Μαρτίου του 2006. Το απομεσήμερο στα τέλη Ιουλίου είναι ζεστό, στον αύλειο χώρο του ξενώνα, ωστόσο, πρωταγωνιστής είναι μια υπέροχη δροσιά. Οφείλεται στο παχύ γρασίδι και στην σκιά που εξασφαλίζουν τα πυκνά φυλλώματα οχτώ μουριών, μιας ειδικής διακοσμητικής ποικιλίας που δεν παράγει καρπό. Τα δέντρα είναι κλαδεμένα από τον πατέρα της Νίκης, τον κυρ-Παντελή, με τέτοιο τρόπο, ώστε τα κλαδιά τους να εκτείνονται οριζόντια και να σχηματίζουν διαδοχικές φυσικές ομπρέλες, τελείως αδιαπέραστες από τις ακτίνες του ήλιου.
Ώρα που είναι, πρέπει να πεινάτε, λέει η Νίκη και δεν πέφτει έξω. Τούτη τη στιγμή έχω έτοιμους κολοκυθοανθούς, κόκορα κρασάτο, αρνάκι λεμονάτο και γεμιστά. Υπάρχουν ακόμα λαχανόπιτα και τυρόπιτα της μητέρας μου, της κυρα-Μαρίας. Μπορώ να σας ετοιμάσω και πέστροφα από τον «Καταρράκτη» των Τζουμέρκων αλλά θ’ αργήσει λίγο. (Τελικά μεταθέσαμε την πέστροφα για το βράδυ. Ήταν το γευστικότερο και πιο ελαφρύ βραδινό έδεσμα).
Μια μεγάλη κανάτα με λαχταριστό, παγωμένο νεράκι Τζουμέρκων, καταφθάνει στο τραπέζι. Το τιμάμε όπως του αξίζει, είναι προνόμιο να ξεδιψάμε μ’ ένα τέτοιο φυσικό, βουνίσιο νερό.
-Αν θέλετε, βέβαια, και κάτι άλλο, εκτός από νερό, έχω για μερακλήδες γνήσιο σπιτικό τσίπουρο του πατέρα μου, πετάει την πρόκληση στον αέρα η Νίκη.
Υποκύψαμε στον πειρασμό και δεν το μετανιώσαμε. Το τσίπουρο του κυρ-Παντελή ήταν, πραγματικά, εκπληκτικό.
Ξεκούραση στο δροσερό μας δωμάτιο, με έξοχη θέα των Τζουμέρκων απ’ το μπαλκόνι. Γεμίζουν τα πνευμόνια μας με ανάσες Τζουμερκιώτικων έλατων και τα μάτια μας με ορεινό ορίζοντα απαράμιλλης ομορφιάς. Για τις βραδινές ώρες τι να πει κανείς! Ολόφρεσκες πέστροφες, μεζεδάκια και τσιπουράκι του Παντελή, ήσυχες κουβέντες μ’ αυτούς τους ωραίους ανθρώπους στο μαλακό χαλί του γρασιδιού. Πιο αργά ακόμη, ανοιχτά παράθυρα, ήχοι της νύχτας και μουρμουρητό των νερών του Άραχθου ανάμεσα στις κροκάλες της κοίτης του μεγάλου ποταμού.
ΤΟ ΜΟΝΟΠΑΤΙ ΤΗΣ ΒΙΔΡΑΣ
(Από την Πλάκα ως τον Τζαρή)
Πρωινό ξύπνημα στις 25 Ιουλίου, στο «Γεφύρι της Πλάκας». 20 λεπτά πριν από τις 7 ο ήλιος μας γνέφει απ’ τα Τζουμέρκα, λίγο δεξιότερα από την χαρακτηριστική βράχινη κορυφή της Ρόκας.(12) Γνωρίζοντας την σημερινή προγραμματισμένη μας πορεία η Νίκη έχει θυσιάσει ένα μέρος του πρωινού της ύπνου για να μας ετοιμάσει καφέ και πρωινό. Λίγη ώρα μετά μας καλημερίζουν ο Γιώργος και η Μαρία Τσιάπαλη.(13) Από την Σκούπα ο Γιώργος κι από την διπλανή Δαφνωτή η Μαρία, έχουν ανταποκριθεί με μεγάλη προθυμία να μας συνοδεύσουν στο μονοπάτι. Ένα μονοπάτι ιστορικό, που ήταν κάποτε μια από τις κύριες αρτηρίες που συνέδεαν τα Βόρεια Τζουμέρκα με την Άρτα. Με αίτημα της Ομοσπονδίας Τζουμερκιωτών το Μονοπάτι της Βίδρας εντάχθηκε στο ΕΣΠΑ 2007-2013 «Αειφόρος Ανάπτυξη και Ποιότητα Ζωής Ηπείρου», με φορείς υλοποίησης τους Δήμους Αρταίων και Βορείων Τζουμέρκων και της Περιφέρειας Ηπείρου.
Το Μονοπάτι της Βίδρας ξεκινάει από την δυτική όχθη του Άραχθου, στο ύψος της γκρεμισμένης γέφυρας της Πλάκας. Εδώ η πινακίδα αναγράφει υψόμετρο 219,74 μέτρα και απόσταση ως την γέφυρα Τζαρή 14.888μ. Για ένα χιλιόμετρο το μονοπάτι κινείται σε έδαφος που αποτελείται κυρίως από σαθρό φλύσχη.(14) Στα πρώτα 100 μέτρα είναι πλακόστρωτο, στα επόμενα 200 περίπου μέτρα έχει ξύλινα κάγκελα και ακολουθούν δυο ξύλινα γεφυράκια. Το τελευταίο τμήμα είναι πλακόστρωτο με λευκή πέτρα, ανάμεσα στα δύο γειτονικά ξενοδοχεία «ΤΕΛΩΝΕΙΟ» και ΓΕΦΥΡΙ ΤΗΣ ΠΛΑΚΑΣ».
Βαδίζοντας 80 περίπου μέτρα ασφαλτόδρομου νότια από το «ΓΕΦΥΡΙ ΤΗΣ ΠΛΑΚΑΣ» συναντάμε αριστερά του δρόμου την συνέχεια του μονοπατιού. Εδώ η πινακίδα μας δίνει υψόμετρο 262,65μ., διανυθείσα απόσταση από την Πλάκα 1.107μ. και υπολειπόμενη απόσταση ως την Γέφυρα Τζαρή 13.781 μέτρα.
07:45’. Εγκαταλείπουμε την άσφαλτο και εισχωρούμε στο μονοπάτι. Που είναι χωμάτινο, ελαφρά κατηφορικό και κινείται μέσα σε δάσος από πουρνάρια, φυλλίκια, ρείκια και γάβρους. Σε δυο λεπτά συναντάμε το πρώτο, καλοφτιαγμένο ξύλινο γεφυράκι. Ήδη έχουν αρχίσει να εμφανίζονται τα πινακιδάκια με την ένδειξη “Αι”, που θα μας συντροφεύουν με πυκνή διάταξη ως το τέλος της διαδρομής.
Στην χλωριδική ποικιλία υπεισέρχονται σταδιακά φράξοι, κοκορεβυθιές και βαλανιδιές, γκορτσιές (αγριαχλαδιές) και χρυσοξυλιές. Δεν λείπουν τα ανθισμένα σπάρτα, τα πεύκα και οι κράταιγοι, που ο Γιώργος στην ντόπια ονομασία τους ονομάζει «μουρζιές». Πολύ χαμηλότερες σε μπόι, με το χαρακτηριστικό λεπτό άρωμά τους είναι οι μωβ, θαμνώδεις λαδανιές, οι «μερτζούνες» στην ντόπια ονομασία. Το μονοπάτι συνεχίζει εξαιρετικό πάντα, με κλίση ανεπαίσθητη. Εμφανίζεται ο Άραχθος, αφρισμένος και βουερός, ενώ πίσω του, στο βάθος, δεσπόζει ο εντυπωσιακός όγκος των Τζουμέρκων.
Συναντάμε δεύτερο ξύλινο γεφυράκι, φαρδαίνει το μονοπάτι και ανηφορίζει ελαφρά, με αρκετές πέτρες που κατεβάζουν τα μικρορρέματα. Μια πινακίδα μας ενημερώνει ότι βρισκόμαστε σε υψόμετρο 236,33μ., ότι απέχουμε ήδη από την Πλάκα 1.671μ., ενώ από την Γέφυρα Τζαρή 13.277 μέτρα.
–Είμαστε στην αρχή ακόμα, λέει ο Γιώργος.
Εμφανίζονται μερικά κυπαρίσσια. Κατηφορίζουμε με πορεία χαλαρή και πλησιάζουμε προς την κοίτη, κατάσπαρτη με κροκάλες.
08:00’. Διασχίζουμε τρίτο ξύλινο γεφυράκι, στερεωμένο πάντα σε ισχυρά πέτρινα βάθρα. Γοργοκίνητος και θορυβώδης ο Άραχθος παρακολουθεί τα βήματά μας από απόσταση 30-40 μέτρων. Στην όχθη του πρωταγωνιστούν ιτιές, σκλήθρα, κουτσουπιές και αβατσινιές. Σε κάποια σημεία της κοίτης, πάνω από τις κροκάλες, εξέχουν ογκώδεις βράχοι.
-Κάποιες φορές το χειμώνα, είναι τόσο πολύ το νερό, που τους σκεπάζει τούτους τους βράχους, σχολιάζει ο Γιώργος.
Το μονοπάτι χαμηλώνει, φτάνει σχεδόν δύο μέτρα πάνω από την επιφάνεια του νερού. Να και το τέταρτο γεφυράκι. Αλλάζει το σκηνικό, λιγοστεύουν οι κροκάλες, ησυχάζει το ποτάμι, γίνεται βελούδινη η ροή του. Μεγάλα πλατάνια επιβάλλονται με τον όγκο τους. Ανηφορίζουμε με σκαλοπάτια, εισχωρούμε σε πυκνό δάσος από γάβρους, πουρνάρια και φυλλίκια, απομακρυνόμαστε από το ποτάμι και το χάνουμε από τα μάτια μας, ατενίζουμε μόνον το υπερθέαμα των Τζουμέρκων.
Μετά το ανηφοράκι ακολουθεί απότομη κατεβασιά με ενδιάμεσα ξύλινα σκαλοπάτια. Το δάσος αραιώνει, ο ορίζοντας ξανοίγει, ο Άραχθος αποκτάει και πάλι τον πρωταγωνιστικό του ρόλο, έρχεται πλάι μας σαν παλιόφιλος, σε απόσταση μόλις 3-4 μέτρων. Είναι η πλησιέστερη παρουσία του στην μέχρι τούδε διαδρομή, μια αμεσότητα απρόσμενη, πραγματικά εντυπωσιακή. Είναι εξαιρετική εμπειρία να συντροφεύει τα βήματά μας ένα τόσο ωραίο ποτάμι.
Tα επόμενα δέκα λεπτά η χλωρίδα εμπλουτίζεται με αρμυρίκια, κέδρα, κουμαριές, αγράμπελη και σπαράγγι (σπαραγγονιά το ονομάζει ο Γιώργος). Να κι ένα πλατάνι, με μια μεγάλη κουφάλα στον κορμό του, που προδίδει την ηλικία του. Ακολουθούν πέτρινα σκαλοπάτια με κροκάλες του ποταμού, ένα πλακόστρωτο δρομάκι 70-80 μέτρων και στις 08:30, φτάνουμε στο πρώτο ξύλινο κιόσκι. Είναι εξαγωνικό, καλοφτιαγμένο, με πλακόστρωτο δάπεδο και εξαιρετική θέα στην «Ρόκα» των Τζουμέρκων. Χαρίζουμε στους εαυτούς μας μια μικροστάση τριών λεπτών. Μετά από διαδρομή 45΄ είμαστε ήδη μουσκεμένοι από ιδρώτα και υγρασία.
Πλατάνια και επίπεδο μονοπάτι, παράλληλα με την κοίτη του Άραχθου. Ένα φαρδύ, χαλικόστρωτο δρομάκι ανηφορίζει ελαφρά. Ψηλά, δεξιά προβάλλει το Ξεροβούνι. Ανηφόρα και αμέσως μετά απότομη κατηφόρα. Έτσι, για να μην πλήττουμε. Ένας πελώριος, μοναχικός βράχος, έχει θρονιαστεί αμετακίνητα -από αμνημονεύτων χρόνων- στην άκρη της κοίτης του ποταμού. Ακολουθεί επίπεδο και πάλι μονοπάτι, μέσα σε δάσος με μεγάλη ποικιλία δέντρων, που περιλαμβάνει και δάφνες.
-Από δω και μετά θα συναντάμε συχνά δάφνες, λέει ο Γιώργος. Έτσι εξηγείται η ονομασία «Δάφνη» του συνοικισμού της Πλατανούσσας, λίγο πιο πάνω.
Για 4 σχεδόν λεπτά ανηφορίζουμε χωματόδρομο φαρδύ, με αγριοφουντουκιές. Την όσφρησή μας τέρπει η τόσο αγαπητή ευωδιά της ρίγανης.
09:00’. Συναντάμε στέγαστρο με χάρτη της διαδρομής. Συνεχίζουμε αριστερά σε καλό αγροτικό δρόμο στρωμένο με χαλικάκι που εμποδίζει την δημιουργία λάσπης. Ένα δεκάλεπτο μετά συναντάμε διακλάδωση, ο δεξιός βραχίονας της οποίας οδηγεί στην άσφαλτο. Εμείς συνεχίζουμε αριστερά προς Λογγά. Μια πινακίδα εδώ μας πληροφορεί ότι βρισκόμαστε σε υψόμετρο 261,35μ., ότι απέχουμε 4.566μ. από την Πλάκα, ενώ υπολείπονται 10.322 μέτρα ακόμη ως την Γέφυρα Τζαρή. 100 μέτρα μετά περνάμε από το δεύτερο κιόσκι. Εμφανίζονται και κρεβατίνες με κληματαριές από την φημισμένη ντόπια ποικιλία «ζαμπέλλα». Στο βάθος, ανάμεσα σε πυκνή βλάστηση, ξεχωρίζουν τα αραιοχτισμένα σπίτια της Δαφνωτής. Διασχίζουμε τον Λογγά με χωμάτινο μονοπάτι. Ακολουθούν ξύλινα σκαλοπάτια. Μια υποψία ήλιου ζωηρεύει τα χρώματα του δάσους. Μετά από ώρα αρχίζουμε να ξανακούμε το ποτάμι.
09:20’. Βρισκόμαστε μπροστά στο τρίτο ξύλινο κιόσκι. Κάτω από το σκέπαστρο υπάρχει πινακίδα με πολλά, χρήσιμα στοιχεία για την Βίδρα. Η Ευρωπαϊκή Ενυδρίδα, λοιπόν, γνωστή και ως Βίδρα (Lutra lutra), είναι είδος συγγενές με το κουνάβι και θεωρείται από τα σπανιότερα και πιο απειλούμενα μικρόσωμα θηλαστικά. Ζει κυρίως στις όχθες ποταμών και λιμνών, μόνον σε πολύ καθαρά νερά. Γι’ αυτό τον λόγο αποτελεί σημαντικό δείκτη υγείας των ορεινών υδάτων και προστατεύεται αυστηρά σε όλες τις χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Στο Λιχτενστάιν, μάλιστα, στις Κάτω Χώρες και στην Ελβετία θεωρείται εξαφανισμένο είδος. Οι πυκνότεροι πληθυσμοί απαντώνται στις Νορβηγικές ακτές, οι οποίες όμως πρέπει να έχουν πρόσβαση σε γλυκό νερό, που είναι απαραίτητο για τον καθαρισμό της γούνας της βίδρας.
Είναι εξαιρετική κολυμβήτρια χάρις στο μακρύ, ευλύγιστο και μυώδες κορμί της. Για την γρήγορη μετακίνησή της στο νερό χρησιμοποιεί τα πίσω πόδια της σαν κουπί, ενώ παράλληλα κουνάει την ουρά και το εύκαμπτο σώμα της. Η τροφή της σε ποσοστό περίπου 80% αποτελείται από ψάρια και συμπληρώνεται από έντομα, πτηνά, βάτραχους και μικρότερα θηλαστικά. Την λεία της αναζητεί συνήθως την νύχτα, ενώ το μεγαλύτερο μέρος την ημέρας το περνάει σε φωλιά που κατασκευάζεται ανάμεσα σε πυκνή βλάστηση με δύο εξόδους. Τα όρια της επικράτειας, στην οποία δραστηριοποιείται μια βίδρα, κυμαίνονται από 1 έως 40 χλμ., με μέσο όρο τα 18 χιλιόμετρα, ανάλογα με την ποσότητα της τροφής. Τα άρρενα και τα θήλεα ζευγαρώνουν μόνο στο νερό. Μετά από περίοδο κύησης 63 ημερών γεννιούνται 1 – 4 κουτάβια, που εξαρτώνται από τη μητέρα τους για ένα περίπου έτος. Ελάχιστα, βέβαια, ασχολούνται τα αρσενικά με την φροντίδα των νεογνών.
Εμείς, φυσικά, έχουμε μηδαμινές πιθανότητες να συναπαντήσουμε βίδρα στο «Μονοπάτι της Βίδρας» και μάλιστα στη διάρκεια της μέρας. Μας αρκεί, ωστόσο, να γνωρίζουμε, ότι υπάρχουν στην περιοχή άνθρωποι που τις έχουν δει και ότι ίσως, μέσα από κάποιο κρυφό λαγούμι, μερικά ματάκια αθέατα μας κοιτούν.
Μετά το τρίτο κιόσκι παίρνουμε κατεύθυνση ΝΔ σε δρομάκι χαλικόστρωτο, μ’ έναν ήλιο αχνό, ευχάριστα ζεστό. Αντικρίζουμε από ψηλά τον Άραχθο. Το αρχικό ανηφοράκι εξελίσσεται σε ανηφόρα κανονική, που περνάει δίπλα από το οινοποιείο του Νταλίτσα. Ένα δεκάλεπτο μετά συναντάμε την γνώριμή μας μεταλλική πινακίδα, που συνοδοιπορεί διαρκώς μαζί μας και μας ενημερώνει ότι, μετά τις ανηφοριές, το υψόμετρό μας έχει ανέβει στα 289,59μ., ότι έχουμε απομακρυνθεί 5.647μ. από την Πλάκα, ενώ μας περιμένουν ακόμα 9.241 μέτρα ως την Γέφυρα του Τζαρή.
Πολύ γρήγορα εμφανίζεται και τέταρτο κιόσκι με σκαρίφημα και διαδρομές. Ακολουθεί ένα ελικοειδές λιθόστρωτο μονοπάτι, με αρκετές δεκάδες κατηφορικά πέτρινα σκαλοπάτια. Στην ατμόσφαιρα πλανάται η γλυκύτατη ευωδιά της δάφνης. Ξύλινο γεφυράκι, πέμπτο κιόσκι και μεταλλική πινακίδα. Μας πληροφορεί, ότι το υψόμετρό μας έχει κατεβεί στα 255,45μ. Πίσω μας είναι η Πλάκα, στα 5.956μ. και μπροστά μας του Τζαρή στα 8.932 μέτρα.
Στις 09:45’, δυο ώρες μετά την αναχώρησή μας, το ισοζύγιο είναι ακόμη αρνητικό.
10:00’. Μετά από αρκετή ώρα ξαναβγαίνουμε στο επίπεδο του ποταμού. Η φαρδειά του κοίτη είναι κατάσπαρτη από κροκάλες, λευκές και γκρίζες. Ψηλά μπροστά μας διακρίνονται τα σπίτια του «Μαχαλά» της Πλατανούσσας, χαμένα μέσα στο κατάφυτο … Ξεροβούνι. Χωρίς ανεβοκατεβάσματα, η πορεία μας είναι ευχάριστη και ξεκούραστη, ανάμεσα σε νεαρό πλατανόδασος. Πάνω από τα κεφάλια μας αραιώνουν τα σύννεφα, γαλαζώνει ο ουρανός. Ήδη συναντάμε το έκτο κιόσκι. Μετά τις κατηφοριές το υψόμετρο έχει πέσει στα 197,95μ. η Πλάκα είναι στα 6.741 και του Τζαρή στα 8.147μ.
Εδώ η κοίτη του ποταμού είναι πολύ θεαματική, αποκτάει κάθετα τοιχώματα γκριζωπών βράχων αλλά και αμμουδιά που θυμίζει πλαζ θαλασσινή. Βρισκόμαστε στην τοποθεσία «Παλιοδιόφυρο» (παλιογέφυρο). Σύμφωνα με τον Νίκο Μάνθο, καθηγητή στο Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων, «είναι ένα από τα ομορφότερα σημεία του μονοπατιού. Στην κοντινότερη απόσταση των βράχων, των δύο πλευρών της κοίτης του ποταμού υπήρχε μονότοξη πέτρινη γέφυρα, πιθανόν παλαιότερη της παλαιάς Γέφυρας της Πλάκας η οποία, σύμφωνα με προφορικές μαρτυρίες, κατέρρευσε την τελευταία δεκαετία του 19ου αιώνα».
Απομακρυνόμαστε από την κοίτη και ανηφορίζουμε χαλικόδρομο, περνάμε από το ρέμα της Πλατανούσσας, μια διακλάδωση ανηφορίζει προς τον Μαχαλά Πλατανούσσας και Δαφνωτής. Στην πινακίδα αναφέρεται απόσταση ως την πηγή νερού «Κέλεν» 1.510μ. Εμείς ακολουθούμε την αριστερή διακλάδωση, που μας οδηγεί σε πυκνό δάσος αλλά και σε ανηφόρα, που με μικροδιαλείμματα διαρκεί τουλάχιστον 10΄.
10:30’. Η ανηφόρα τερματίζει. Είμαστε στα όρια του Μαχαλά της Πλατανούσσας. Στην κατάβαση αρχίζουν τα όρια Δαφνωτής. Ψηλά στο Ξεροβούνι ξεχωρίζει το ξωκκλήσι του Προφήτη Ηλία Δαφνωτής. Πέτρινα σκαλοπάτια και στη συνέχεια ομαλό χορταριασμένο μονοπάτι. Πυκνό δάσος γάβρων, με βρύα στους κορμούς, ρυάκια, σκιά και δροσιά. Οι εναλλαγές στο Μονοπάτι της Βίδρας είναι συναρπαστικές και συνεχείς.
Να και μια «Μεράντζα», λέει ο Γιώργος, είδος συγγενικό με «γράβο» (γάβρο) αλλά με πιο λείο κορμό και μεγαλύτερα φυλλαράκια.
Αρχίζει ανηφοράκι, απότομο και επίπονο που, ευτυχώς, δεν διαρκεί πάνω από 5΄. Συναντάμε δεξιά τον χωματόδρομο που βγάζει στην Δαφνωτή. Εμείς κατηφορίζουμε αριστερά σε δρόμο λασπωμένο, πολύ ενοχλητικό.
10:55’. Για πρώτη φορά βλέπουμε στην πινακίδα την Γέφυρα Τζαρή να απέχει λιγότερο από την Πλάκα: 6.669μ. έναντι 8.218.
Μετά από ώρα εμφανίζεται ο Άραχθος. Περνάμε ξύλινο γεφυράκι και εισχωρούμε σε πυκνό δάσος με όλη την μέχρι τούδε ποικιλία των δέντρων. Ανεβαίνουμε πολλά ξύλινα σκαλοπάτια στην θέση Πλατανιά Δαφνωτής. Μερικά λεπτά μετά, περνάμε χωρίς γεφύρι το ρεματάκι της Δαφνωτής.
-Ετοιμαστείτε για ένα χωματόδρομο με την μεγαλύτερη μέχρι τώρα ανηφοριά λέει ο Γιώργος. Ποτέ δεν κατάλαβα γιατί έχουν φέρει από ’δω τη διαδρομή. Θα μπορούσαν να χρησιμοποιήσουν συντομότερο και πιο ξεκούραστο μονοπάτι.
11:25’ – 11:40’. Για ένα τέταρτο, που μοιάζει ατελείωτο, ανηφορίζουμε αργά, υπομονετικά, χωρίς σκιά και με ήλιο καυτερό. Μετά τον μικρό, δύστροπο γολγοθά ακολουθεί μια υπέροχη διαδρομή μέσα σε δάσος από κουμαριές και καστανιές.
11:45’ – 12:00’. Στάση ανασυγκρότησης με δροσερό νεράκι σε ξύλινο κιόσκι. Το υψόμετρο έχει ανεβεί στα 278μ. Η Πλάκα είναι πίσω μας 10.343μ. και ο Τζαρής μόνον 4.545 μέτρα. Ξεκινάμε και πάλι στις 12, χαρούμενοι και με πολύ υψηλό ηθικό.
Συναντάμε ακακίες και, για 150 περίπου μέτρα, βαδίζουμε σε άσφαλτο. Αμέσως μετά μπαίνουμε αριστερά σε ωραία χορταριασμένη διαδρομή. Χαμηλά, στ’ ανατολικά, ο Άραχθος και ψηλά, στα δυτικά, το Ξεροβούνι. Μας δείχνει ο Γιώργος ένα γιγαντιαίο κατάφυτο κοίλωμα εδάφους, στους πρόποδες του βουνού.
-Το βλέπετε αυτό το βούλιαγμα; Προήλθε από μια πελώρια καθίζηση που έγινε καμιά εικοσαριά χρόνια πριν και η οποία, μαζί με τις διαμαρτυρίες των κατοίκων, δεν επέτρεψε να κατασκευαστεί το φράγμα του Αγίου Νικολάου που θα έκοβε στη μέση το ποτάμι.
Αθέατος απέναντί μας, βρίσκεται ο συνοικισμός «Φράξος». Ψηλότερα, σιλουέττες κυπαρισσιών δείχνουν τη θέση του παλιού γυναικείου μοναστηριού του Αγίου Νικολάου, από το οποίο απομένει σήμερα μόνον ο ναός.
Η φύση μας ανταμείβει με υπέροχα βατόμουρα. Ένα 20λεπτο μετά συναντάμε το επόμενο κιόσκι, με εξαιρετική θέα στο ποτάμι, στο Ξεροβούνι και στα Τζουμέρκα. Είναι το σημείο, ως το οποίο φτάναμε συνήθως από την Γέφυρα Τζαρή. Ένα 5λεπτο μετά, η πινακίδα μας πληροφορεί ότι απέχουμε πια μόνον 3.378 μέτρα ως τον προορισμό μας, ενώ η Πλάκα βρίσκεται ήδη πίσω μας 11.500μ.
Αμέσως μετά αρχίζει ο χωματόδρομος προς την Σκούπα και τους άλλους συνοικισμούς. Συνεχίζουμε αριστερά προς το ποτάμι, περνάμε ξύλινο γεφυράκι και εισχωρούμε σε δάσος σκιερό. Η κοίτη είναι πολύ φαρδιά, κατάσπαρτη με αναρίθμητες κροκάλες. Εδώ ο Άραχθος διασπάται σε δύο παράλληλα ρεύματα, αφρισμένα και βουερά. Το τοπίο είναι πολύ εντυπωσιακό.
Με μακρύ, ξύλινο γεφυράκι, περνάμε πάνω από το θολό Λιαπατέϊκο ρέμα. Βρισκόμαστε ήδη στην επικράτεια της Σκούπας. Αρχίζει στενό, σκιερό, επίπεδο μονοπάτι. Κάποτε, στα μέσα της δεκαετίας του 1950 είχε κατασκευαστεί ένα αρδευτικό αυλάκι, που πότιζε στην περιοχή 250 περίπου στρέμματα με διάφορες καλλιέργειες. Όταν αυτές εγκαταλείφθηκαν, γύρω στο 1975, έπαψε να καθαρίζεται το αυλάκι και εξελίχθηκε στο σημερινό, πανέμορφο μονοπάτι.
Στην αντικρινή όχθη μας εντυπωσιάζουν πανύψηλες, βραχώδεις ορθοπλαγιές.
-Λέγεται, ότι στα χρόνια του εμφυλίου, κάποιος Χαρίτος, για να ξεφύγει από τους διώκτες του, πέρασε το ποτάμι και σκαρφάλωσε σ’ εκείνα τα βράχια, που θα τρόμαζαν ακόμα και κατσίκια, λέει ο Γιώργος.
Πελώρια αγριολεύκη, εκπληκτικό μονοπάτι με απίθανη δροσιά και δίπλα του το ποτάμι ορμητικό και βουερό. Σκέτη ευτυχία!
12:40’. Φτάνουμε μπροστά στην Βρύση της Γιώταινας, μικρή, χτιστή πηγούλα, με εξαιρετικό δροσερό νερό. Η διαδρομή εξελίσσεται πάντα μαγική.
12:50’. Η πινακίδα δείχνει υψόμ. 172,66μ., 12.499 ως την Πλάκα και μόλις 2.389 ως τον Τζαρή. Πασίγνωστος πια ο τόπος από τις προηγούμενες επισκέψεις, δεν παύουμε, ωστόσο, να θαυμάζουμε τα αντικρινά κάθετα βράχια, που θυμίζουν λαξεμένο κυκλώπειο τείχος. Χάνεται τελείως ο ήλιος, βυθιζόμαστε σε σκοτάδι, σχεδόν ψυχρό.
13:00’. Απομένουν 1.867 μέτρα ακόμη. Αμέσως μετά αρχίζει το περίφημο «Στεφάνι του Χρυστόφορου», το ονειρεμένο δάσος δρυών με τα βρύα. Αυτό πια δεν είναι πορεία, είναι αληθινή περιπατητική ευτυχία! Σκύβει ο Γιώργος και μας δείχνει στο έδαφος μια μικρή τρύπα, απ’ όπου αναδύεται μια μόνιμη και έντονη ροή ψυχρού ρεύματος.
-Το πιθανότερο είναι, πως τούτο το στόμιο είναι η είσοδος κάποιου σπηλαίου, λέει ο φίλος μας. Ίσως μια συστηματική έρευνα να αποκάλυπτε κάτι σημαντικό.
13:25’. Απέχουμε μόλις 861 μέτρα. Σ’ ένα πεντάλεπτο φαίνεται, για πρώτη φορά, η Γέφυρα του Τζαρή. Στο σημείο αυτό η ροή του Άραχθου είναι τριπλή. Τελευταίο ανηφοράκι, κατηφορικό καλντερίμι και, στις 13:35, 5 ώρες και 50 λεπτά ακριβώς μετά την αναχώρησή μας φτάνουμε στην Γέφυρα Τζαρή. Η πινακίδα στην άσφαλτο αναγράφει: Υψόμ. 164,43μ., ΧΛΜ. 0 και απόσταση μέχρι Πλάκα 14.888 μέτρα. Με το αυτοκίνητο του Γιώργου, που μας περίμενε εδώ, κατευθυνόμαστε στον συνοικισμό Καπνά της Σκούπας και φτάνουμε σ’ ένα πανέμορφο πλατανοσκέπαστο περιβάλλον με αναστηλωμένο νερόμυλο, μαντάνια και νεροτριβή. Είναι οι τελευταίες εικόνες απ’ αυτή την ωραία περιοχή, πριν πάρουμε με το αυτοκίνητο, τον δρόμο της επιστροφής προς το «ΓΕΦΥΡΙ ΤΗΣ ΠΛΑΚΑΣ».
Αξίζει ν’ αναφέρουμε ότι, 10 μέρες πριν από την επίσκεψή μας στην περιοχή, στις 15 ΙΟΥΛΙΟΥ 2018, τελέσθηκε ο 1ος Αγώνας Δρόμου στο Μονοπάτι της Βίδρας, με την ονομασία «1st Vidra’s Trail». Διοργανωτής ήταν ο Εξωραϊστικός Σύλλογος ΑΓΙΑΣ ΜΑΡΙΝΑΣ Σκούπας, με συνδιοργανωτή τον Σύλλογο Δρομέων Άρτας. Η συνολική απόσταση ήταν 15,6 χλμ. και συμμετείχε ο πολύ σημαντικός αριθμός των 157 δρομέων. Στην διοργάνωση συνέβαλαν επίσης ο Δήμος Βορείων Τζουμέρκων, η Περιφερειακή Ενότητα Άρτας και το Εθνικό Πάρκο Τζουμέρκων.
Για την ιστορία αναφέρουμε τους τρεις πρώτους νικητές με τους αντίστοιχους χρόνους:
Τσιαμπούλας Ιωάννης : 01:20΄:05΄΄
Gobel Sylvain : 01:27΄:37΄΄
Κλίτσης Νικόλαος : 01:35΄:16΄΄
Πρώτη γυναίκα τερμάτισε η Αρετή Αγγέλη με χρόνο 2:04΄:04΄΄
Δική μας ευχή είναι ο VIDRA’s TRAIL να αποκτήσει ευρύτατη πανελλήνια και διεθνή απήχηση και να αποτελέσει έναν σπουδαίο πρεσβευτή για την ανάδειξη των ιδιαιτεροτήτων της υπέροχης αυτής περιοχής.
ΕΥΧΑΡΙΣΤΙΕΣ
Το ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΠΑΝΟΡΑΜΑ οφείλει πολλές ευχαριστίες:
Στον Ανδρέα Ζανίκα, στον Δημήτρη και Αναστασία Λάμπρου. Στην οικογένεια Τσιάπαλη (Γιώργο, Μαρία και Μαρίνα). Στον Γιάννη Μπούτζα, από την ομώνυμη ταβέρνα των Πραμάντων. Τέλος, ιδιαίτερες ευχαριστίες οφείλονται στο εξαιρετικό ξενοδοχείο «ΓΕΦΥΡΙ ΤΗΣ ΠΛΑΚΑΣ» και προσωπικά στην Νίκη για την συνολική φιλοξενία, στον Γιώργο (με τους
υπέροχους καφέδες), στον κυρ-Παντελή (με το εξαίρετο τσίπουρο) και στην κυρα-Μαρία (για τις σπιτικές της πίτες).
ΧΡΗΣΙΜΕΣ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ
ΔΙΑΜΟΝΗ:
Ο επισκέπτης στην περιοχή του Μονολιθίου (στην νέα γέφυρα του Άραχθου) έχει δύο εξαιρετικές δυνατότητες διαμονής:
«ΓΕΦΥΡΙ ΤΗΣ ΠΛΑΚΑΣ»: ΤΗΛ. 26850-31220 και 6945-085762.
«ΤΕΛΩΝΕΙΟ»: ΤΗΛ. 26850-31006 και 6979-419773.
Και οι δύο ξενώνες παρέχουν θαυμάσιες επιλογές εστίασης, με παραδοσιακή κουζίνα, τσιπουρομεζέδες και πίτες.
ΠΟΛΥ ΧΡΗΣΙΜΟΣ ΧΑΡΤΗΣ: Περιστέρι – Κακαρδίτσα – Τζουμέρκα 1:50000 εκδ. Anavasι (2017).
ΣΥΜΠΛΗΡΩΜΑΤΙΚΕΣ ΔΡΑΣΤΗΡΙΟΤΗΤΕΣ: Rafting στον Άραχθο.
ΜΟΝΟΠΑΤΙ ΤΗΣ ΒΙΔΡΑΣ / ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
(1) Με μήκος 110 περίπου χιλιομέτρων ο Άραχθος είναι ο όγδοος μεγαλύτερος ποταμός της Ελλάδας. Στην αρχαιότητα ονομαζόταν «Ίναχος», από τον μυθικό βασιλέα του Άργους Ίναχο, γιο του Ωκεανού και της Τηθύος.
(2) Εμπεριστατωμένο άρθρο για την Ροδαυγή Άρτας υπάρχει στο ΕΛΛ. ΠΑΝΟΡΑΜΑ, τεύχος 37, ΙΑΝ. – ΦΕΒ. 2004.
(3) Η γέφυρα Τζαρή κατασκευάστηκε στα τέλη της δεκαετίας του 1990 για να συνδέσει την ανατολική με την δυτική όχθη του Άραχθου στο ύψος της Σκούπας. Πήρε την ονομασία της από την Τζουμερκιώτικη οικογένεια «Τζαρή», που είχε χωράφια και στις δύο όχθες του ποταμού.
(4) Ο περατάρης ή περαματάρης ήταν ο πορθμέας, αυτός δηλαδή που με δικό του πλωτό μέσο μετέφερε από τη μια όχθη στην άλλη επιβάτες και εμπορεύματα. Για το πέρασμα στην αντικρινή όχθη επέλεγε – με την εμπειρία του – το καταλληλότερο σημείο του ποταμού, που λεγόταν «πέραμα» ή «περαταριά».
(5) Τα τελευταία χρόνια, την ημέρα των Θεοφανείων, έχει καθιερωθεί ο θεσμός του αγιασμού των υδάτων στον Άραχθο ποταμό από την γέφυρα Τζαρή, με πλήθος κόσμου και φορέων από την γύρω περιοχή.
(6) Το όνομα του ποταμού προέρχεται από το αρχαίο ρήμα «αράττω», που σημαίνει κτυπώ, κρούω με δύναμη.
(7) Η τεχνητή λίμνη Πουρναρίου δημιουργήθηκε μετά την κατασκευή, το 1981, του ομώνυμου φράγματος που, μετά το φράγμα του Μόρνου, είναι το δεύτερο μεγαλύτερο στην Ελλάδα.
(8) Το γεφύρι της Πλάκας, το μεγαλύτερο μονότοξο των Βαλκανίων, ανεγέρθηκε από τον πρωτομάστορα Μπέκα το 1886. Έμελλε να σωριαστεί την 1η Φλεβάρη 2015, 149 χρόνια μετά. Σημαντικό άρθρο 15 σελίδων, στο ΕΛΛ. ΠΑΝΟΡΑΜΑ, τεύχος 103, Άνοιξη 2015.
(9) Η Χρυσοξυλιά (Cotinus coggygria ή πορδαλιά) είναι φυλλοβόλος θάμνος ή μικρό δέντρο, που μπορεί να φτάσει σε ύψος μέχρι 6-7 μ. τα φύλλα του είναι ωοειδή – στρογγυλωπά και το φθινόπωρο αποκτούν εντυπωσιακούς χρωματισμούς.
(10) Που θα δικαιούτο και αυτός μερικούς στίχους στο επικό ποίημα «Μεραμορφώσεις» του Οβίδιου, ενός από τους μεγαλύτερους Λατίνους ποιητές.
(11) Το μικρής κλίμακας αλλά αξιοθαύμαστο αυτό έργο πήρε το όνομα του κατασκευαστή του.
(14) Με υψόμετρο 2.080μ. η Ρόκα ή Ρόκκα είναι μια από τις 14 κορυφές των Τζουμέρκων που ξεπερνάνε τα 2.000 μέτρα.
(13) Γονείς της φίλης μας Μαρίνας Τσιάπαλη, Μέλους του Εξωραϊστικού Συλλόγου «Αγία Μαρίνα» Σκούπας.
(14) Ως φλύσχη εννοούμε τα ιζηματογενή πετρώματα που αποτελούνται από στρώματα αργιλικού σχιστόλιθου και χοντρόκοκκου ψαμμίτη.