Ένα από τα σημαντικότερα μοναστήρια της Κρήτης είναι η Ιερά Σταυροπηγιακή Μονή της Κυρίας Ακρωτηριανής, περισσότερο γνωστής ως Μονής Τοπλού. Η ύπαρξή της είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με την περιοχή της Σητείας και ιδιαίτερα τις βορειοανατολικές εσχατιές της Κρήτης.
Πρωτογνωρίσαμε το μοναστήρι σε μία σύντομη επίσκεψή μας το καλοκαίρι του 2001. Εντυπωσιασμένοι τότε από το ιστορικό μνημείο της Ορθοδοξίας είχαμε υποσχεθεί να επιστρέψουμε σε πρώτη ευκαιρία, η οποία έμελλε να καθυστερήσει 18 ολόκληρα χρόνια.
Μονή Τοπλού
Ένα από τα σημαντικότερα μοναστήρια της Κρήτης είναι η Ιερά Σταυροπηγιακή Μονή της Κυρίας Ακρωτηριανής, περισσότερο γνωστής ως Μονής Τοπλού. Η ύπαρξή της είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με την περιοχή της Σητείας και ιδιαίτερα τις βορειοανατολικές εσχατιές της Κρήτης.
Πρωτογνωρίσαμε το μοναστήρι σε μία σύντομη επίσκεψή μας το καλοκαίρι του 2001. Εντυπωσιασμένοι τότε από το ιστορικό μνημείο της Ορθοδοξίας είχαμε υποσχεθεί να επιστρέψουμε σε πρώτη ευκαιρία, η οποία έμελλε να καθυστερήσει 18 ολόκληρα χρόνια.
Στον δρόμο για το μοναστήρι
Ένα θεοσκότεινο, μολυβένιο πρωινό αντικρίζουν τα μάτια μας στο ξεκίνημα της μέρας. Μάταια στην πλευρά της ανατολής προσπαθεί να βρει δίοδο ο ήλιος, είναι εγκλωβισμένος πίσω από βαριά σύννεφα. Δεν αργεί να ξεσπάσει μία βροχή με χοντρές σταγόνες, που, στο τέλος Δεκεμβρίου, θυμίζει μπόρα καλοκαιρινή.
– Φοβάμαι πως οι φωτιστικές συνθήκες δεν θα είναι πολύ ευνοϊκές , λέει η Άννα.
-Στην Ανατολική Κρήτη είμαστε, εδώ δεν κρατάει πολλές ώρες η βροχή.
Η πρωινή χειμωνιάτικη Σητεία, μουσκεμένη όπως είναι, δεν δείχνει πρόθυμη να ξυπνήσει. Ελάχιστοι διαβάτες κυκλοφορούν στους δρόμους και ακόμη λιγότεροι είναι οι θαμώνες στα καφενεία της παραλίας.
Διασχίζουμε αργά την ερημική πόλη και συνεχίζουμε ανατολικά, κατά μήκος της καμπύλης ακτογραμμής. Είναι πολύ όμορφος ο όρμος της Σητείας, με εκτεταμένες αμμουδιές, ιδανικές για κολύμπι. Εντυπωσιακές είναι οι επίπεδες, συνεχόμενες πλάκες, που καλύπτουν σε μεγάλη έκταση τον ρηχό βυθό. Εκεί πάνω σκάζουν, χωρίς σταματημό, τα αφρισμένα κύματα του βοριά, δημιουργώντας εικόνες πολύ θεαματικές.
Εξίσου ευοίωνη είναι η εξέλιξη του καιρού. Η βροχή έχει σταματήσει από ώρα, ένα απαλό φως διαχέεται διακριτικά, σε μεγάλο τμήμα του μολυβένιου ουρανού. Που, κάποια στιγμή, παύει να είναι συνοφρυωμένος και σκοτεινός, παίρνει να «χαμογελάει» διάπλατα με το χρωματιστό χαμόγελο που του χαρίζει ένα γιγάντιο, εκθαμβωτικό ουράνιο τόξο.
Λίγο αργότερα, ο δρόμος κατηφορίζει δίπλα από την ακτή του ορμίσκου Ανάλουκα. Εδώ, στον μυχό του όρμου, προβάλλουν πυκνοχτισμένα και με ευχάριστους χρωματισμούς τα σπίτια του πάλαι ποτέ παραθεριστικού οικισμού Σ.Ο.Ε. που, μετά από διάφορα προβλήματα στη λειτουργία του, έχει σχεδόν εγκαταλειφθεί.
Εντυπωσιακά είναι τα βραχώδη πρανή, που αναπτύσσονται συνεχώς στα πλαϊνά της διαδρομής. Τα πρανή αυτά αποτελούνται από πετρώματα διαφορετικής σύστασης και χρωματισμών είτε δίπλα στο δρόμο είτε σε μικρά φαράγγια και απότομες πλαγιές. Τα πετρώματα είναι λαξευμένα με τέτοιο τρόπο από τη φύση, ώστε σχηματίζουν εκατοντάδες διαφορετικές μορφές. Ανάμεσά τους διακρίνουμε και πολλά “Tafoni” (ταφόνι), γεωλογικούς σχηματισμούς δηλαδή με κυψελοειδή διάβρωση, που δημιουργούνται συνήθως, όταν το αλάτι συγκεντρώνεται στην επιφάνεια διαπερατών πετρωμάτων από γρανίτη, ψαμμίτη ή αμμώδη ασβεστόλιθο. Το αλάτι, φτάνει από τα κύματα των θαλασσών, τον άνεμο ή την ομίχλη, διαβρώνει με την πάροδο των αιώνων τους πόρους των πετρωμάτων και δημιουργεί αυτούς τους κοίλους, εντυπωσιακούς σχηματισμούς. Γενικά είναι μία περιοχή, που για τον προσεκτικό παρατηρητή παρουσιάζει μεγάλο ενδιαφέρον, γεωλογικό και φωτογραφικό.
Στην Ιστορική Μονή Τοπλού
Από μακριά ήδη ξεχωρίζει το, ύψους 33 μέτρων, φρουριακό καμπαναριό. Γράφει ο Παπαδάκης, ότι το μοναστήρι στέκει επιβλητικό στο κέντρο ενός σχετικά άγονου οροπεδίου και διασώζει σε ικανοποιητικό βαθμό την αυθεντική του μορφή παρά τις προσθήκες των διαφόρων ηγουμένων του, οι οποίες όμως σε ελάχιστες περιπτώσεις παραμορφώσαν το μοναστήρι. Ένα μοναστήρι που, 15 χιλιόμετρα ανατολικά της Σητείας, μας υποδέχεται με τον πλακόστρωτο, εκτεταμένο αύλειο χώρο, κατάφυτο με φοίνικες, δάφνες, θεαματικούς κάκτους, πυξάρια και κυπαρίσσια, μία λευκή μπουκαμβίλια ανθισμένη στο καταχείμωνο και πολλούς άλλους θάμνους. Και ακόμη, πέτρινα παγκάκια, τραπέζι που αποτελείται από μία τεραστίων διαστάσεων πέτρα, περίτεχνα βοτσαλωτά δάπεδα και κτιριακές εγκαταστάσεις λιτής φρουριακής κατασκευής.
Περιγράφοντας τη Μονή ο Νίκος Παπαδάκης αναφέρει, ότι έχει σχήμα τετράγωνο και περιβάλλεται από τείχος. Η συνολική επιφάνεια που καταλαμβάνει το κύριο κτίριο είναι 800 τετ. μέτρα, με συνολικό ύψος 10 μέτρων. Μπροστά από το κτίριο υπάρχει μία αυλή που περιβάλλεται από τείχος, στην οποία μπαίνει κανείς από την πόρτα της Λότζιας, (1) η οποία έχει αναστηλωθεί.
Στο χώρο του οικήματος του μοναστηριού εισέρχεται κανείς από χαμηλή πόρτα, ακριβώς απέναντι από την πόρτα της Λότζιας που λεγόταν παλιότερα «Πόρτα του τροχού», που, λόγω του μεγάλου βάρους της εκυλίετο πάνω σε τροχό και έκλεινε ερμητικά για να μην είναι εύκολη η παραβίασή της. Μία άλλη πόρτα βγάζει στη μικρή αυλή του κυρίως μοναστηριού. Πάνω από την δεύτερη αυτή πόρτα υπάρχει εντοιχισμένη μαρμάρινη πλάκα, με παράσταση ανάγλυφου σταυρού που τον στηρίζουν δελφίνια.
Ακριβώς απέναντι υπάρχει ο μικρός ναός, δίκλιτος και διμάρτυρος, στον οποίο είναι καταφανής η επίδραση της δυτικής αρχιτεκτονικής. Το βόρειο κλίτος είναι αφιερωμένο στη Γέννηση της Θεοτόκου ενώ το νότιο, που είναι νεώτερη προσθήκη, είναι αφιερωμένο στον Άγιο Ιωάννη τον Θεολόγο και γιορτάζει στις 26 Σεπτεμβρίου. Στον εξωτερικό τοίχο του ναού, αριστερά και πάνω από την είσοδο, υπάρχουν εντοιχισμένες τέσσερις πλάκες, από τις οποίες οι τρεις είναι ενεπίγραφες, ενώ η τέταρτη παρουσιάζει ανάγλυφη την παράσταση της Παρθένου Μαρίας να κρατά τον Χριστό και γύρω της φέρει την επιγραφή «ΚΥΡΑ Η ΑΚΡΩΤΗΡΙΑΝΗ».
Στο σημείο αυτό αξίζει να αναφέρουμε ότι η αρχική ονομασία της Μονής, όπως αναφέρεται στα επίσημα έγγραφα και σε σφραγίδα του 15ου ή 16ου αιώνα, ήταν εξαιτίας της θέσης της στο ανατολικό άκρο της Κρήτης, «Παναγία η Ακρωτηριανή». Για πρώτη φορά αναφέρεται, ως «Τοπλού Μοναστήρι», σε τουρκικό έγγραφο του 1673. Οι περισσότεροι μελετητές της ιστορικής της ιστορίας της Μονής δέχονται, ότι το όνομα αυτό προήλθε από την τούρκικη λέξη «τοπ», που σημαίνει «κανόνι», επειδή από την εποχή των Ενετών υπήρχε μικρό κανόνι για προφύλαξη από τους πειρατές. Από τις διάφορες άλλες εκδοχές αληθοφανέστερη θεωρείται η υπόθεση, πως η ονομασία μπορεί να προήλθε από την συγκοπή της λέξης «το πλού» (σιο) Μοναστήρι», επειδή διέθετε μεγάλη περιουσία.
Ως προς το χρόνο ίδρυσης της Μονής είναι αβέβαιος. Όσοι ασχολήθηκαν με τον προσδιορισμό του δεν κατόρθωσαν να προσκομίσουν στοιχεία ικανά να πείθουν για τις απόψεις τους. Το βέβαιο είναι, πως ο περιηγητής Βuondelmonti, που το 1415 περιόδευσε την Κρήτη δεν την αναφέρει. Αλλά ούτε και στο χάρτη της Κρήτης του Βuondelmonti απεικονίζεται η Μονή. Στη θέση της σημερινής Μονής τοποθετείται – στον χάρτη – εκκλησία στο όνομα του Αγίου Ισιδώρου. Εκκλησάκι όμως με αυτό το όνομα υπάρχει μόνο στην περιοχή του Κάβο Σίδερο, αρκετά χιλιόμετρα μακριά από την Μονή.
Πάντως θα πρέπει να θεωρηθεί βέβαιο, πως το ναΰδριο που υπάρχει σήμερα στη Μονή και τιμάται στο Γενέθλιο της Θεοτόκου, ήταν ο πρώτος πυρήνας γύρω από τον οποίο δημιουργήθηκε το Μοναστήρι. Οι τοιχογραφίες, μάλιστα, που αποκαλύφθηκαν τα τελευταία χρόνια κάτω από τον ασβέστη από τους τεχνικούς της Αρχαιολογικής Υπηρεσίας, μας οδήγησαν στον 14Ο αιώνα και αποτελούν το παλιότερο χρονολογημένο μέρος των οικοδομημάτων της Μονής.
Το πότε μεταβλήθηκε το μονύδριο σε φρουριακή Μονή είναι αβέβαιο. Κατά τον Επίτιμο Έφορο Βυζαντινών Αρχαιοτήτων Μανόλη Μπορμπουδάκη, (2) «οι σκληρές καταπίεσεις των Βενετών σε βάρος των Ελλήνων, ανάγκασαν πολλούς Κρήτες να καταφύγουν στην τάξη των κληρικών και μοναχών. Έτσι,προς το τέλος του 14ου αιώνα, παρατηρείται μεγάλη ανάπτυξη του μοναστικού βίου και πολλές μικρές μονές, που ιδρύθηκαν την περίοδο αυτή σώζονται ακόμη στην Κρητική ύπαιθρο. Αποτελούνται από ένα τοιχογραφημένο ναΰδριο, το Καθολικό, και από μικρά ισόγεια κτίσματα διαμονής των μοναχών, τα «Κελλιά». Είναι λοιπόν πιθανόν και ότι ο τοιχογραφημένος αυτός ναΐσκος της Παναγίας να αποτελούσε το Καθολικό μικρής Μονής της μορφής αυτής. Οι παλιές λατρευτικές εικόνες, όπως της Παναγίας Αμόλυντης, του τέλους του 14ου ή των αρχών του 15ου αιώνα, ενισχύουν την άποψη αυτή».
Πάντα κατά τον Βυζαντινολόγο Μ. Μπορμπουδάκη, καθοριστική εξέλιξη στην ιστορική διαδρομή της Μονής είχαν οι πειρατικές επιδρομές του τουρκικού στόλου, το 1471 και κυρίως το 1498 όταν, σύμφωνα με Βενετσιάνικες πηγές, η Μονή της Παναγίας λεηλατήθηκε συστηματικά. Οι Βενετσιάνικες αυτές πηγές πιστοποιούν ότι κατά τον 15ο αιώνα υπήρχε Μονή της Παναγίας, προφανώς σημαντική, που να προκαλέσει το ληστρικό ενδιαφέρον των πειρατών.
Μετά τις καταστροφές του 1498 η Μονή, που βρισκόταν στην ερημική περιοχή του ανατολικού άκρου της Κρήτης, ανοικοδομήθηκε με νέα φρουριακή μορφή για να παράσχει τη μεγαλύτερη δυνατή προστασία από τις επιδρομές στους μοναχούς. Τότε η Μονή, εξαιτίας της θέσης της, ονομάστηκε «Ακρωτηριανή» και λειτούργησε αδιατάρακτα καθ’όλο τον 16ο αιώνα, έως το 1612. Το καλοκαίρι εκείνης της χρονιάς, ένας ισχυρότατος σεισμός προκάλεσε σοβαρές ζημιές. Τότε ζητήθηκε η βοήθεια της Ενετικής Συγκλήτου η οποία, θεωρώντας τη Μονή ως προπύργιο άμυνας της Ανατολικής Κρήτης, ενίσχυσε οικονομικά την αποκατάσταση των ζημιών με 200 δουκάτα, ποσό υπέρογκο για εκείνη την εποχή.
Ηγούμενος ήταν τότε ο διαπρεπής κληρικός Γαβριήλ Παντόγαλος που, αξιοποιώντας τα 200 ενετικά δουκάτα, συνδρομές φιλόθρησκων Χριστιανών και ίδιους πόρους της μονής, αποκατέστησε τις φθορές και διαμόρφωσε την φρουριακή μορφή που εξακολουθεί μέχρι σήμερα να έχει το μοναστήρι.
Η ανακαίνιση του Παντόγαλου σηματοδότησε την απαρχή μιας περιόδου ακμής στην ιστορία της Μονής. Τότε αποκτήθηκαν μεγάλες εκτάσεις γης που περιλάμβαναν ολόκληρο το Σαμώνιο Ακρωτήριο (τον σημερινό Κάβο Σίδερο), την πεδιάδα προς τα ανατολικά και την περιοχή προς τα δυτικά, μέχρι τον ορμίσκο του Ανάλουκα και μεγάλο μέρος του κάμπου της Σητείας. Δεν ήταν όμως ανέφελη η συνέχεια της ιστορικής διαδρομής της Μονής Τοπλού. Αρχικά υπήρξε η καταστροφική παρουσία των Ιπποτών της Μάλτας που επιδόθηκαν σε λεηλασίες της υπαίθριας χώρας και διαρπαγές του πλούτου της Μονής. Στη συνέχεια ήλθαν οι δυόμισι αιώνες της τουρκικής κατοχής της Κρήτης, με την βαρύτατη φορολογία και τους επαχθείς όρους ζωής όλων των μοναστηριών.
Για να διασώσει τη Μονή από τα τεράστια – εκ της φορολογίας – χρέη της ο Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως Γαβριήλ, με Σιγύλιο του 1704, την υπήγαγε στην δικαιοδοσία του Οικουμενικού Πατριαρχείου ανακηρύσσοντάς την Σταυροπηγιακή, διευρύνοντας έτσι τα προνόμιά της έναντι τον επισκοπικών μονών.
Με την ανάδειξη του μοναχού Παρθενίου Καφούρου ως Ηγουμένου εγκαινιάζεται μία νέα περίοδος ανασυγκρότησης της Μονής, η οποία ξεπερνάει τα οικονομικά της προβλήματα και αποκτάει αξιόλογες εικόνες σπουδαίων ζωγράφων.
Για τη συμμετοχή της στην Επανάσταση του 1821 η Μονή Τοπλού πλήρωσε βαρύ φόρο αίματος με την θανάτωση 12 μοναχών στην Πόρτα της Λότζας, την 26η Ιουνίου του 1821. Εξάλλου, η συμμετοχή στη μεγάλη Κρητική Επανάσταση του 1866 – 69 προκάλεσε εκ μέρους των Τούρκων νέες αρπαγές των αγαθών του Μοναστηριού. Ήδη όμως το 1870 επανέρχεται σταδιακά η κανονική λειτουργία στη Μονή Τοπλού. Σε απογραφή του 1881 υπήρχε συνολικά προσωπικό 82 ατόμων, από τα οποία 26 ήταν μοναχοί. Ο αριθμός τους όμως το 1928 είχε περιοριστεί στους 9.
Μία ακόμη περιπέτεια έζησε η Μονή κατά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, με τον τουφεκισμό από τους γερμανούς του ηγουμένου Γεννάδιου Συλιγνάκη και του μοναχού Καλλίνικου Παπαθανασάκη. Τα τελευταία χρόνια ηγούμενος είναι ο Αρχιμανδρίτης Φιλόθεος Σπανουδάκης, που βρίσκεται ήδη από το 1960, 58 ολόκληρα χρόνια στο μοναστήρι.
Μία ξενάγηση εξαιρετική
Ο γέροντας Φιλόθεος μας καλοδέχεται στο μεγάλο κελλί του μοναχού Ανανία που χρησιμοποιείται ως Ηγουμενείο. Είν’ ένας ευχάριστος χώρος με θέα στην αυλή, πέτρινο τζάκι, χοντρούς πέτρινους τοίχους και θολωτή οροφή. Τους τοίχους κοσμούν πολλές και ποικίλες εικόνες αλλά και ράφια με σημαντικές εκδόσεις βιβλίων.
Ο γέροντας μας ετοιμάζει στο καμινέτο το πατροπαράδοτο ελληνικό καφεδάκι. Παρατηρώ την σεβάσμια φυσιογνωμία του, τις ήρεμες κινήσεις αλλά και μία αρκετά ασυνήθιστη λεπτομέρεια,για μένα που έχω ψήσει αμέτρητους καφέδες ελληνικούς : μόλις ολοκληρώνει το ψήσιμο και τη μεταφορά του καφέ από το μπρίκι στα φλιτζανάκια, παρατηρεί ότι το καϊμάκι είναι λιγότερο στο ένα φλιτζάνι. Τότε, μ’ ένα κουταλάκι, παίρνει προσεκτικά λίγο καϊμάκι από το ένα φλιτζάνι και συμπληρώνει στο άλλο την ποσότητα που λείπει.
-Για να μην είναι κανένας αδικημένος, λέει χαμογελώντας.
Όση ώρα πίνουμε τον καφέ μας, ο γέροντας Φιλόθεος ολοκληρώνει μία γλαφυρή, συνοπτική αναφορά στην ιστορική διαδρομή της Μονής.
Ύστερα μας προσκαλεί σε μία ξενάγηση στους σημαντικότερους χώρους καθώς και στο Μουσείο εκκλησιαστικών κειμηλίων και στη Συλλογή Χαρακτικών.
Επισκεπτόμαστε αρχικά το μικρό Καθολικό. Από τις τρεις εντοιχισμένες ενεπίγραφες πλάκες οι δύο αναφέρονται στον ιδρυτή της Μονής τον ονομαστό Γαβριήλ Παντόγαλο. Η τρίτη πλάκα, που χρησιμεύει ως ταφόπλακα στη Μονή, ανακαλύφθηκε και εντοιχίστηκε από τον Άγγλο περιηγητή Pasley. Πάνω σε σκληρό, μεγάλο πέτρωμα, είναι χαραγμένη με πυκνή γραφή, η περίφημη «Διαιτησία των Μαγνήτων». Η Διαιτησία αυτή, που περιλαμβάνει τους στίχους 1-86, αφορά στην δικαστική διαμάχη των δύο ισχυρών και αντίζηλων πόλεων της περιοχής, Ιεράπυτνας και Ιτάνου, για την κατοχή και κυριότητα της σημαντικής νήσου Λεύκης, του σημερινού Κουφονησίου.
Κατέφυγαν, λοιπόν, οι δύο πόλεις στην διαιτησία των πεπειραμένων γερόντων, κατοίκων της Μικρασιατικής Μαγνησίας, μιας πόλης που είχε πατροπαράδοτους δεσμούς με τις πόλεις της Κρήτης. Η διαιτησία αυτή έγινε το 133 – 132 π.Χ. ενώ κατ΄άλλους το 112 – 111 π.Χ. και απέδωσε την Λεύκη στους Ιτάνιους. Ωστόσο, μία δεύτερη επιγραφή της ίδιας περιόδου, βρέθηκε το 1919 στο ναό της Λευκοφρυηνής Αρτέμιδας (3) στη Μαγνησία του Μαιάνδρου. (4) Η επιγραφή αυτή, στους στίχους 27-140, περιλαμβάνει την έφεση των Ιεραπυτνίων, που δεν αποδέχονται την απόφαση των Μαγνήτων υπέρ των Ιτανίων. Σχολιάζοντας ο Ν. Παπαδάκης το περιεχόμενο των επιγραφών αναφέρει πως «εκπλήσσεται κανείς από το πρωτοφανές πείσμα των αντιδίκων πόλεων στο δικαστικό αυτό μαραθώνιο που κράτησε πολλά χρόνια».
Εισχωρούμε στο μικρό δίκλιτο Καθολικό που μας υποβάλλει με την ευλαβική του ατμόσφαιρα και τις εξαιρετικές του εικόνες. Εντυπωσιακότερη όλων είναι η μεγάλων διαστάσεων και θαυμαστής τέχνης εικόνα «Μέγας εί Κύριε». Οφείλεται στον ζωγράφο Ιωάννη Κορνάρο. (5) Φέρει 61 συνολικά παραστάσεις εμπνευσμένες από την ομώνυμη ευχή του Μεγάλου Αγιασμού των Θεοφανείων που συνέταξε ο Πατριάρχης Ιεροσολύμων Σωφρόνιος. Σύμφωνα με τον Μ. Μπορμπουδάκη, πρόκειται για μία εξαιρετικά πολυπρόσωπη και πρωτότυπη παράσταση, που έχει συντεθεί με βάση την αισθητική αρχή του «φόβου του καινού» (horror vacui), έτσι ώστε να μην μένουν επάνω στην ζωγραφική επιφάνεια κενά.
Η πληθώρα των παραστάσεων αναδεικνύει τον Κορνάρο ως δεξιοτέχνη της μικρογραφίας. Χαρακτηριστική της σύνθεση είναι η απουσία διαχωριστικών ταινιών, τόσο στις διακοσμητικές ζώνες όσο και στις επιμέρους παραστάσεις. Βασικά θέματα της εικόνας στον κατακόρυφο κεντρικό άξονα είναι, από πάνω προς τα κάτω η Αγία Τριάδα, η Βάπτιση του Χριστού στον Ιορδάνη, η ένθρονη Θεοτόκος πλαισιωμένη από τους πρωτόπλαστους Αδάμ και Εύα και στο τέλος, η Ανάσταση.
Άλλες σημαντικές εικόνες είναι:
-Η εις Άδου Κάθοδος, με επιγραφή ανακαινισμού από τον ιερομόναχο Ματθαίο Βατζάκη και χρονολογία κατασκευής ίσως το 1636.
-Η Παναγία η Αμίαντος, ανακαινισμένη από τον Βατζάκη το 1795.
–Χριστός ένθρονος, ανακαινισμένη το 1769 από τον ίδιο.
-Οι Τρεις Ιεράρχες ανακαινισμένη το 1769 από τον Ηγούμενο Παρθένιο Καφούρο.
Στο παρεκκλήσι επίσης φυλάσσονται με επισημότητα λείψανα των Αγίων Χαραλάμπους, Δομητιανού, Τρύφωνος, Παντελεήμονος, ΣτεφάνουΑβερκίου, Ιακώβου και Οσίας Αναστασίας. Ωστόσο, η πιο σημαντική ίσως αποκάλυψη έγινε μερικά χρόνια πριν στο εσωτερικό του παλαιότερου κλίτους του ναού, όταν τα συνεργεία της Αρχαιολογικής Υπηρεσίας ανακάλυψαν, κάτω από τους νεότερους σοβάδες, την ύπαρξη θαυμάσιων τοιχογραφιών που ειδικοί χρονολογούν μεταξύ 14ου και 15ου αιώνα.
Συνεχίζοντας την περιήγησή μας περνάμε από το εξαίρετο Αρχονταρίκι, με τα πορτραίτα μοναχών και ηγουμένων της Μονής και στη συνέχεια από την επιβλητική αίθουσα της Τράπεζας, αγιογραφημένης από το 1986 έως το 1994 από τον ζωγράφο Μανώλη Μπετεινάκη. Δίπλα από την επίσημη Τράπεζα βρίσκεται και μία μικρότερη. Στον αύλειο χώρο υπάρχει ωραίο βοτσαλωτό δάπεδο με πηγάδι, που κάποτε υδροδοτούσε το μοναστήρι, ενώ και σήμερα εξακολουθεί να έχει νερό. Στον τοίχο του διπλανού κτίσματος διακρίνεται μία σειρά από πολεμίστρες. Ο γέροντας μας δείχνει επίσης τα όρια του παλιού μοναστηριού καθώς κι ένα παλιό λιλιπούτειο κελλί.
Στο ισόγειο στεγάζονται τα δύο σημαντικότερα Μουσεία της Μονής, το Μουσείο Εκκλησιαστικών Κειμηλίων, που λειτουργεί από το 1992 και η Συλλογή Χαρακτικών. Στο μουσείο εκτίθεται οι σημαντικότερες εικόνες, καθώς και πολύτιμα βιβλία, ιερά άμφια και λειτουργικά σκεύη.
Ιδιαίτερη αναφορά πρέπει να γίνει στην εικόνα «Ρόδον το Αμάραντον», που υπογράφεται από τον ζωγράφο Σταματίου με χρονολογία 1771. Η σημασία της εικόνας δεν οφείλεται μόνο στην πρωτοτυπία του θέματος και στη θαυμάσια παράσταση. Μία ιδιαιτερότητά της είναι η απεικόνιση σε μικρογραφία στην κάτω αριστερή γωνία τής τότε, (κατά το 1770) αρχιτεκτονικής μορφής της Μονής, με υπόμνημα των σπουδαιότερων μερών της Αυτή η απεικόνιση υπήρξε και σήμερα εξαιρετικό βοήθημα για την αποκατάσταση των κτιριακών φάσεων του μοναστηριού.
Μία άλλη σπουδαία εικόνα είναι η «Παναγία η Κυρία η Ακρωτηριανή» του 1723. Παριστάνει την Παναγία Δεξιοκρατούσα και αποτελεί το μοναδικό στην Κρήτη παράδειγμα ζωγραφικής πάνω σε μάρμαρο. Αποκαταστάθηκε με την συγκόλληση τριών θραυσμάτων που βρέθηκαν εντοιχισμένα στη Μονή. Άλλες πολύ σημαντικές εικόνες της Παναγίας είναι η Κοίμησις της Παναγίας, του 15ου αιώνα, η Παναγία η Αμόλυντος, των αρχών του 15ου αιώνα, καθώς και η Παναγία του Πάθους με τον Άγιο Νικόλαο, του 1642.
Με την συναρπαστική ξενάγηση του Γέροντα Φιλόθεου περνούν από τα μάτια μας εκθέματα εκπληκτικά κάποια από τα οποία, τελείως ενδεικτικά, είναι:
-Η επίσημη σφραγίδα της Μονής του 1646.
-Το Λεξικό της Σούδας, το πληρέστερο Λεξικό της Ελληνικής, Ρωμαϊκής και Βυζαντινής αρχαιογνωσίας. Η Μονή έχει στην κυριότητά της την πρώτη έκδοση του 1499 που πραγματοποίησε στο Μιλάνο ο Έλληνας λόγιος Δημ. Χαλκοκονδύλης.
-Σταυρός Αγιασμού, εξαιρετικής μικρογλυπτικής τέχνης του 17 αιώνα.
-Χειρόγραφο Τριώδιο του 16ου αιώνα.
-Κώδικας Κτηματολογίου του 1873, που περιλαμβάνει πλήρη καταγραφή των ιδιοκτησιών και κτημάτων της Μονής, τόσο στην γεωργική περιοχή που την περιβάλλει, όσο και σε άλλες περιοχές της Κρήτης.
-Μερικά σπάνια Βυζαντινά χειρόγραφα σε περγαμηνή.
-Πλούσια συλλογή παλαίτυπων βιβλίων λειτουργικής χρήσης, Πατερικών εκδόσεων Αρχαίων Ελλήνων Συγγραφέων.
-Πάμπολλες ακόμη εικόνες με μεγάλη ποικιλία θεματολογίας, Ιερά Άμφια και σκεύη Ευαγγέλια και πολλά ακόμη εκθέματα υψηλής καλλιτεχνικής και ιστορικής σημασίας.
Δεν υπολείπεται σε αξία, καλλιτεχνική και αισθητική, η μνημειώδης και ίσως μοναδική στο είδος της Συλλογή Χαρακτικών, αποτυπώσεις δηλαδή ξυλογραφιών, χαλκογραφιών και λιθογραφιών, με θέματα από την θρησκεία, τέχνη και παράδοση, παρμένα κυρίως από τους εικονογραφικούς κύκλους του Αγίου Όρους και των Ορθοδόξων προσκυνημάτων των Αγίων Τόπων. Τα σπουδαία αυτά έργα προέρχονται, στο σύνολό τους σχεδόν, από την γενναιόδωρη προσφορά του Θεοχάρη Προβατάκη. (6) Πολλά εκθέματα, επίσης, που είχαν κλαπεί, βρέθηκαν πριν από 15 χρόνια στον Καναδά και επεστράφησαν στη Μονή.
Περνάμε από τις προθήκες και θαυμάζουμε τις υπέροχες γκραβούρες και χαρακτικά των τριών τελευταίων αιώνων.
–Είναι, πιθανότατα, η μεγαλύτερη έκθεση του είδους της στην Ελλάδα, εξηγεί ο Γέροντας.
Ανάμεσα στις δεκάδες των έργων διακρίνουμε την απεικόνιση της Μονής Βατοπεδίου του 1790, Χελανδαρίου του 1779, καθώς και Αγίας Αναστασίας Θεσσαλονίκης του 1893. Πριν ξαναβγούμε στο φως της μέρας, περνάμε σε μία διπλανή, μικρή αίθουσα, όπου εκτίθενται παλιά όπλα, το λάβαρο του Μοναστηριού αλλά και ο ιστορικός ασύρματος που υπήρχε σε χρήση στη Μονή Τοπλού κατά τη διάρκεια της Γερμανικής κατοχής. Είναι σε άριστη κατάσταση και, όπως μας βεβαιώνει ο Γέροντας, είναι ακόμη σε θέση να λειτουργήσει.
Θα μπορούσαμε να πούμε πολλά ακόμη για τη σεβάσμια προσωπικότητα του γέροντα Φιλόθεου και τη συναρπαστική εμπειρία της περιήγησης στους χώρους της Μονής. Ήδη όμως μία νέα ξενάγηση, γευστική αυτή τη φορά, μας περιμένει στην αντίπερα πλευρά του δρόμου. Εκεί βρίσκονται οι εκτεταμένες εγκαταστάσεις παραγωγής και τυποποίησης των βιολογικών προϊόντων της Μονής Τοπλού, του εξαιρετικού παρθένου ελαιολάδου, του τσίπουρου και των εκλεκτών ποικιλιών κρασιού.
Ήταν παλιά παράδοση να παράγει τα δικά του βιολογικά προϊόντα το μοναστήρι. Άλλωστε, τα αμμώδη σχιστολιθικά εδάφη, οι δυνατοί άνεμοι από τη θάλασσα, η χαμηλή βροχόπτωση σε συνδυασμό με τις υψηλές θερμοκρασίες σ’ όλη τη διάρκεια του χρόνου, δημιουργούν ένα εξαιρετικό μικροκλίμα στην ευρύτερη περιοχή, που ευνοεί την παραγωγή υψηλής ποιότητας προϊόντων. Την ανάπτυξη του μοναστηριακού αμπελώνα με προδιαγραφές υψηλού επιπέδου ανέλαβε κατά τα τέλη της δεκαετίας του ’90, ο ίδιος ο ηγούμενος της Μονής Φιλόθεος Σπανουδάκης. Σήμερα καλλιεργούνται 300 στρέμματα με βιολογικές μεθόδους και με έμφαση στις ντόπιες ποικιλίες λιάτικο, βηλάνα, θραψαθήρι και μαντηλάρι.
Το οινοποιείο ξεκίνησε τη λειτουργία του το 2005 με όλες τις σύγχρονες οινολογικές τεχνικές. Στην πανέμορφη, υπόγεια αίθουσα γευσιγνωσίας μας υποδέχεται ο οινολόγος Ματθαίος Γιαλιτάκης. Ωραία ατμόσφαιρα, παραδοσιακό περιβάλλον και διάχυτη ευωδιά παλαιωμένων κρασιών. Δοκιμάζουμε μία ευρεία γκάμα βιολογικών οίνων, ξεκινώντας από την λευκή κρητική ποικιλία θραψαθήρι, ένα κρασί του 2017, με λαμπερό χρυσοκίτρινο χρώμα, λεπτά αρώματα και μακρά επίγευση. Σειρά έχει ένα δροσερό ροζέ από την ποικιλία λιάτικο και μετά ένα μονοποικιλιακό Syrah, παλαιωμένο 12 μήνες σε δρύινα βαρέλια. Για το τέλος δοκιμάζουμε ένα εξαιρετικό ερυθρό από Syrah και Merlot.
Κι ενώ πιστεύουμε, ότι οι γευστικές μας προσδοκίες έχουν υπερκαλυφθεί, παρουσιάζει ο Ματθαίος μία συλλεκτική φιάλη με παλαιωμένη τσικουδιά. Tο περιεχόμενό της έχει μία εξαίσια χρυσαφένια απόχρωση που οφείλεται στην παλαίωση του αποστάγματος επί δύο χρόνια σε δρύινα βαρέλια. Η γεύση, το άρωμα αλλά και η μακρά επίγευση αυτής της παλαιωμένης τσικουδιάς είναι μια αξεπέραστη εμπειρία, το πιο πικάντικο κατευόδιο μας από τη Μονή Τοπλού.
Παραπομπές
(1) Λότζια ή Λότζα: α) ειδικός χώρος συνάντησης ή μεγάλη αίθουσα παλατιού. β) ορθογώνιο ενετικό οικοδόμημα με πολλά τοξωτά ανοίγματα και στοά στο ισόγειο, το οποίο αποτελούσε χώρο συγκέντρωσης και αναψυχής των αρχόντων και ευγενών.
(2) «Η ΙΕΡΑ ΣΤΑΥΡΟΠΗΓΙΑΚΗ ΜΟΝΗ ΤΗΣ ΚΥΡΙΑΣ ΑΚΡΩΤΗΡΙΑΝΗΣ ΤΟΠΛΟΥ», Β΄εκδ. 2011.
(3) Ο ναός της Λευκοφρυηνής Αρτέμιδας οικοδομήθηκε από τον Ερμογένη. (τέλος του 3ου αρχές του 2ου αι. π.Χ.
(4) Η Μαγνησία του Μαιάνδρου ήταν η μία από τις δύο πόλεις με το όνομα Μαγνησία που ίδρυσαν οι Μάγνητες στη Μικρά Ασία τον 10ο αι. π. Χ. Η ονομασία «του Μαιάνδρου» προστέθηκε για να ξεχωρίζει από την δεύτερη Μαγνησία, την κοντινή Μαγνησία του Σιπύλου.
(5) Ο Ιωάννης Κορνάρος είναι από τους σημαντικότερους Κρητικού ζωγράφους του β΄ μισού του 18ου αιώνα (1745 – 1806). Μαζί με άλλους συγχρόνους του ο Κορνάρος αντιπροσωπεύει μία τεχνοτροπία που απομακρύνθηκε από την εικονογραφική παράδοση της Κρητικής Σχολής, οδηγώντας ένα έντονο εκδυτικισμού.
(6) Ο Θεοχάρης Προβατάκης ( 12/4/1941 – 3/12/2015) γεννήθηκε στον Χριστό Ιεράπετρας. Σπούδασε Θεολογία, Ιστορία και Αρχαιολογία με υποτροφίες της Ελληνικής και Γαλλικής κυβέρνησης. Υπήρξε επί πολλά χρόνια Διευθυντής του Υπουργείου Πολιτισμού, δίδαξε σε ανώτερες και ανώτατες σχολές και άφησε σπουδαίο συγγραφικό έργο σε επιστημονικά περιοδικά, εγκυκλοπαίδειες και λεξικά. Τιμήθηκε με πολλές διακρίσεις και αξιώματα.
Στο Φοινικόδασος του Βάι
H Αθηνά κοιτάζει έξω από τα παράθυρα του, ήδη σταματημένου αυτοκινήτου, και αντικρίζει πανύψηλους φοίνικες, ξανθή αμμουδιά και γαλαζοπράσινα νερά.
-Πού είμαστε, στη Χαβάη;
-Όχι, στο Βάι.
Γνωρίζοντας ως τώρα μόνο από φωτογραφίες και διηγήσεις το περίφημο Φοινικόδασος του Βάι η Αθηνά, αρχίζει να βηματίζει ενθουσιασμένη στη σκιά των επιβλητικών φοινικόδεντρων, βυθίζει τα βήματά της στη χοντρή ξανθοκίτρινη άμμο, αγναντεύει τη γαλάζια επιφάνεια, όχι του …Ειρηνικού Ωκεανού αλλά του πολύ ταπεινότερου Καρπάθιου Πελάγους. Εκείνη τη στιγμή δύο ώριμες κυρίες με ολόσωμα μαγιό, βγαίνουν από το ήρεμο νερό. Ένα νερό που, στις αρχές του Γενάρη, δεν είναι και το πιο ζεστό θαλασσινό νερό, παρά το – αναμφισβήτητα – ήπιο κλίμα σ’ αυτή τη γωνιά της Κρητικής επικράτειας.
Παρατηρώ την καμπυλόγραμμη παραλία, τελείως ερημική τούτη την εποχή. Την τελευταία φορά που επισκεφθήκαμε το Βάι – πολλά χρόνια πριν – ήταν μεσημέρι καλοκαιριού. Αναρίθμητες ξαπλώστρες και ομπρέλες, παρατεταγμένες με στρατιωτική ακρίβεια, κάλυπταν κατά μήκος και πλάτος την ευρύτατη αμμουδιά, από τους τελευταίους φοίνικες ως την άκρη του νερού. Οι προνομιούχοι, βέβαια, όσοι είχαν καταφθάσει από νωρίς, είχαν φροντίσει να υποκαταστήσουν, με τη φυσική σκιά των φοινικόδεντρων, την τεχνητή των ομπρελών. Ο ίδιος συνωστισμός επικρατούσε και στο χώρο του πάρκινγκ, ασφυκτικά κατειλημμένο από πάμπολλα τροχοφόρα, με επιβάτες από κάθε γωνιά της γης. Αυτή είναι η μοίρα των διασημοτήτων, άψυχων και έμψυχων…
Ένας μοναχικός, νεαρός ποδηλάτης εμφανίζεται ξαφνικά και εισχωρεί με το ποδήλατό του μερικά μέτρα στην αμμουδιά. Εκεί πλαγιάζει το ποδήλατο, κάνει μερικά βήματα πάνω –κάτω, φωτογραφίζει τους φοίνικες και τη θάλασσα. Μοιάζει πολύ ευδιάθετος, μας χαιρετάει χαμογελαστός. Κοκκινομάλλης όπως είναι, μοιάζει αρχικά με Σκωτσέζο ή Σκανδιναβό. Είναι, τελικά, Αμερικανός απ’ το Κολοράντο. Έχει μόλις φτάσει στο Βάι, ποδηλατώντας απ’ τη Φαλάσαρνα, το δυτικότερο σχεδόν άκρο της Κρήτης. Πρώτη φορά έρχεται στην Ελλάδα και δηλώνει γοητευμένος από τον τόπο και τους ανθρώπους. Είναι, επίσης, κατάπληκτος από τις δραματικές αντιθέσεις στο φυσικό περιβάλλον της Κρήτης αρχικά με τις χιονοσκέπαστες οροσειρές των Λευκών Ορέων και του Ψηλορείτη και τώρα, στα τελειώματα της διαδρομής, μ’ αυτό το εξωτικό τοπίο, που θυμίζει χώρα τροπική.
Αφήνουμε τον Αμερικανό στους ρεμβασμούς του και ξεκινάμε έναν χαλαρωτικό περίπατο κατά μήκος της παραλίας. Μιας παραλίας με γενναιόδωρη αμμουδιά, που η καμπύλη της ξεπερνάει τα 200 μέτρα ενώ το πλάτος, από την γραμμή των φοινίκων ως το νερό, δεν είναι καθόλου ευκαταφρόνητο, φτάνει τουλάχιστον τα 40 μέτρα. Να κι ένας μικρός, γραφικός υγρότοπος που αναβλύζει υφάλμυρο νερό ανάμεσα στους φοίνικες και στα βούρλα, στο κέντρο περίπου της παραλίας. Που στα δύο της άκρα, στα βόρεια και στα νότια, είναι περίκλειστη από βράχους. Πίσω από τους βράχους του βόρειου άκρου υπάρχει άλλη μία όμορφη αμμουδιά ενώ, 100 μέτρα στα ανοιχτά, προβάλλουν τα μικρά ερημονήσια «Περιστερόβραχοι». Πιο πίσω ακόμη, στο βάθος του ορίζοντα, εξέχει το ογκώδες περίγραμμα της Ελάσας. Ακριβώς μετά το νότιο άκρο της παραλίας του Βάι εκτείνεται μία μικροσκοπική αμμουδίτσα, η «Ψιλή άμμος» που δεν είναι ευνοημένη από την παρουσία των φοινίκων.
Είναι αληθινό προνόμιο να πλανιέται το βλέμμα μας σ’ έναν τοπίο τόσο ιδιαίτερο και ωραίο όπως το Φοινικόδασος του Βάι. Το όνομα του οποίου οφείλεται στα κλαδιά των φοινίκων, που στη λαϊκή γλώσσα λέγονται «Βάια» και «Βάγια». Κατά τον Ν. Παπαδάκη, η ύπαρξη του φοινικοδάσους ανάμεσα σε δύο μεγάλους αρχαιολογικούς χώρους (την Ίτανο και την Ελεία χώρα Παλαιοκάστρου) έχει δώσει αφορμή σε πολλές ερμηνείες για την προέλευσή του. Πιστεύεται πως είναι έργο τεχνητό και η ύπαρξή του οφείλεται στους Φοίνικες που, κατά μία δοξασία, αποίκισαν πρώτοι την Ίτανο. Πιο πιστευτή είναι η θεωρία, πως το δάσος έγινε από τους Αιγύπτιους στρατιώτες του Πτολεμαίου του Φιλομήτορα που εστάλησαν να βοηθήσουν τους Ιτάνιους στη διαμάχη τους κατά των Πραισίων και των Ιεραπυτνίων, όπως μας είναι γνωστό από διάφορες επιγραφές. Πολλά στοιχεία αληθοφάνειας έχει και η εκδοχή πως δημιουργοί του δάσους ήταν οι Σαρακηνοί επιδρομείς του Αμπού Χάφς Ομάρ το 824, όταν κατέλαβαν την Κρήτη. Τέλος, λιγότερο πιστευτή ιστορία είναι και η εκδοχή πως δημιουργήθηκε από τους σπόρους που απέρριπταν οι στρατιώτες του βασιλιά του Πόντου Μυθριδάτη, που βοηθούσαν τους Πραισίους στη διαμάχη τους με τους Ιεραπυτνίους.
Πέρα όμως απ’ αυτά τα ιστορικά στοιχεία τι άλλο γνωρίζουμε για το Φοινικόδασος του Βάι και το φυτό του φοίνικα; Να πούμε καταρχήν ότι το Φοινικόδασος έχει έκταση 200 περίπου στρεμμάτων. Αναπτύσσεται σε μία ήπια κοιλάδα, με μέγιστο πλάτος 250 και μήκος 750 μέτρων, ενώ η περίμετρος φτάνει τα 2,2 χιλιόμετρα. Αποτελείται από 5.000 περίπου δέντρα, πολλά από τα οποία είναι αιωνόβια. Το Φοινικόδασος του Βάι συγκαταλέγεται ανάμεσα στα 19 «Αισθητικά δάση της Ελλάδας», στα οποία εντάχθηκε το 1973. (1)
Τα αισθητικά δάση είναι προστατευμένες φυσικές περιοχές, που σκοπό έχουν την προστασία του περιβάλλοντος και τη φυσική αναψυχή. Τα δάση αυτά, εκτός από την ομορφιά του τοπίου, μπορούν να περιέχουν σπάνια ή ενδημικά είδη που χρήζουν προστασίας.
Η αναζήτηση στο διαδίκτυο αλλά και η προφορική επαφή μας με τον γεωπόνο Νίκο Θυμάκη, (2) μας παρέχει πολλά και πολύτιμα στοιχεία για το φυτό του Φοίνικα. Το συγκεκριμένο είδος, ανήκει στο είδος «Φοίνικας του Θεόφραστου» (Phoenix theophrastii), ονομασία που του αποδόθηκε μόλις το 1967 από τον Ελβετό βοτανικό Werner Greuter. Μέχρι τότε αυτό το είδος θεωρείτο υποείδος της Xουρμαδιάς (Phoenix dactylifera). Ο Greuter, βέβαια, όπως και όλοι οι βοτανικοί επιστήμονες, είχε επισταμένως μελετήσει το έργο του Θεόφραστου, «πατέρα της βοτανικής». Στην «περί φυτών ιστορία» του ο Θεόφραστος αναφερόταν συχνά στον «κρητικό φοίνικα», χωρίς βέβαια να εννοεί την χουρμαδιά. Ως ελάχιστο, λοιπόν, φόρο τιμής προς τον σπουδαίο αρχαίο ερευνητή ο Greuter έδωσε το όνομά του σε αυτό το είδος του φοίνικα.
Εκτός από το Βάι υπάρχουν άλλα δύο, μικρότερης όμως έκτασης, φοινικοδάση στην Κρήτη: Το πρώτο είναι το πανέμορφο και εξίσου διάσημο Φοινικόδασος της Πρέβελης, που αναπτύσσεται στα νότια του Ρεθύμνου, στη μαγευτική παραλία της Πρέβελης, στις εκβολές του Μέγα Ποταμού. Το δεύτερο είναι σχεδόν παγκοσμίως άγνωστο. Βρίσκεται στις νότιες ακτές του Ηρακλείου, κοντά στην παραλία του Αγίου Νικήτα, σ’ ένα, στενό και με γυμνές πλαγιές φαραγγάκι, σε απόσταση αρκετών εκατοντάδων μέτρων απ’ την ακτή. Μερικές μικροσυστάδες ή και μεμονωμένα άτομα υπάρχουν ακόμη σε κάποια νησιά του Νοτίου Αιγαίου, καθώς και στην περιοχή της Αττάλειας, στη Νότια Τουρκία.
Ο φοίνικας εμφανίζεται στην Ελληνική Μυθολογία και Ιστορία. Σύμφωνα με τον Ν. Θυμάκη, λοιπόν, η παρουσία του συμβόλιζε κάτι πλούσιο, γι’ αυτό και η πρώτη ονομασία των φοινίκων ήταν «Principes». Αυτό, βέβαια, ισχύει σε ένα βαθμό και στις μέρες μας αφού η παρουσία σ’ έναν κήπο φοινικοειδών προσδίδει στο χώρο μία έννοια πολυτελείας. Σύμφωνα με τον Όμηρο, πάλι, ο Απόλλωνας γεννήθηκε από την Λητώ κάτω από έναν φοίνικα, στην νήσο Δήλο. Αλλά και η αδελφή του Άρτεμις βρισκόταν σ’ ένα δάσος από φοίνικες στην Αυλίδα.
Ο περιηγητής Παυσανίας επισημαίνει, ότι οι καρποί των φοινίκων δεν ήταν εδώδιμοι. Επίσης, από στοιχεία άλλων συγγραφέων, παραστάσεις σε πιθάρια και αγγεία αλλά και σε μεταγενέστερες γκραβούρες φαίνεται, ότι το είδος των φοινίκων του Θεόφραστου υπήρχε στην Κρήτη, σε όλη σχεδόν την Πελοπόννησο (Άργος, Μυκήνες, Σπάρτη και Ολυμπία) αλλά και στη Θήβα. Συνήθως εμφανίζονταν σε παραθαλάσσια μέρη ή σε όχθες ποταμών. Οι χουρμαδιές, αντιθέτως, τις οποίες κατά πάσα πιθανότητα έφεραν πρώτοι οι Μίνωες απ’ την Αφρική, ευδοκιμούσαν σε τόπους πιο ηπειρωτικούς και ξηρούς.
Πιστεύουμε, πως αξίζει να αναφέρουμε κάποιες χαρακτηριστικές διαφορές του ενδημικού Κρητικού Φοίνικα ή Φοίνικα του Θεόφραστου από τον εισαγόμενο «Κανάριο Φοίνικα» (Phoenix canariensis), καθώς και το Phoenix dactylifera, την γνωστή σε όλους Χουρμαδιά. Ο φοίνικας του Θεόφραστου λοιπόν, είναι πιο κοντός, με μέγιστο ύψος το πολύ 15 μέτρα, έχει γαλαζογκρίζο χρώμα φύλλων, με τα φύλλα να είναι μικρότερα, πιο στενά και … κοφτερά. (κάτι που το γνωρίζει όποιος τα έχει αγγίξει). Χρειάζονται μόνιμη υγρασία στο χώμα, μπορεί να αναβλαστάνει όμως ακόμη και μετά από φωτιά, είναι δηλαδή πυράντοχος (ο εκ της τέφρας αναγεννώμενος φοίνιξ).
Ο καρπός του, όταν είναι ώριμος, είναι μικρός, σκούρος καφέ και δεν τρώγεται. Αντίθετα, ο καρπός της χουρμαδιάς είναι εδώδιμος και, όταν ωριμάζει, είναι νοστιμώτατος. Μια άλλη, τέλος, σημαντική διαφορά έχει να κάνει με τον αριθμό των παραβλαστημάτων (3) και τον τρόπο της «έκπτυξής» τους, δηλαδή της διεύρυνσης, της διόγκωσής τους. Ο Phoenix theophrasti λοιπόν δημιουργεί παραβλαστήματα από πολύ μικρή ηλικία, τα οποία έχουν τμήμα του κορμού τους υπόγειο, δεν φτάνουν ποτέ σε ύψος το μητρικό φυτό και έχουν μεγάλη γωνία απόκλισης από αυτό. (Είναι κάτι που στο Βάι παρατηρούμε πολύ ρεαλιστικά). Αντίθετα, ο Phoenix canariensis δεν δημιουργεί παραβλαστήματα, ενώ αυτά του Phoenix dactylifera είναι πιο κοντά στον κορμό.
Στη συνέχεια ο Νίκος Θυμάκης αναπτύσσει πολύ αναλυτικά και κατανοητά τους δύο τρόπους πολλαπλασιασμού του φοίνικα, με παραβλαστήματα και με σπόρο, καθώς και χρήσιμα στοιχεία για την καλλιέργειά του. Τέλος, κλείνοντας την πολύ ενδιαφέρουσα αναφορά, του εκφράζει την ευχή να προταθεί ο Phoenix theophrasti ως «Εθνικό φυτό» ή «Δέντρο της Ελλάδος», ως ελάχιστη τιμή προν τον Θεόφραστο. Επίσης δε να επεκταθεί η καλλιέργειά του σε βοτανικούς κήπους, αρχαιολογικούς χώρους και άλλους τόπους με κλίμα μεσογειακό (κυρίως στη Νότια Ελλάδα), κοντά σε θάλασσα ή ποτάμια. Αποτελεί, όπως αναφέρει χαρακτηριστικά, «συλλεκτικό κομμάτι», που αξίζει να διασωθεί.
(1) Η ύπαρξη και καθιέρωση των Αισθητικών Δασών στην Ελλάδα χρονολογείται από το 1971. Τα 19 Αισθητικά Δάση καταλαμβάνουν συνολική έκταση 325.000 στρεμμάτων ή το 0,24% της συνολικής χερσαίας έκτασης της Ελλάδας.
(2) Ο Νίκος Θυμάκης είναι Γεωπόνος και Σύμβουλος Πράσινου, πτυχιούχος του Γεωπονικού Πανεπιστημίου Αθηνών. Ασχολείται με την Ανθοκομία και Κηποτεχνία από το 1998. Έχει κάνει μελέτες και κατασκευές για πάνω από 200 έργα σε Ελλάδα και εξωτερικό, ενώ είναι συνιδρυτής της “Greek Palm Society” για την διάδοση και διάσωση του Κρητικού Φοίνικα. (Phoenix theophrastii).
(3) Το παραβλάστημα είναι βλαστός που φυτρώνει από τη ρίζα του φυτού ή από το υπόγειο τμήμα του κορμού και μπορεί να δημιουργήσει καινούργιο φυτό.