Η πρώτη μου γνωριμία με την Μονή του Οσίου Λουκά πραγματοποιήθηκε γύρω στα τέλη της δεκαετίας του ’70, κάπου 35 χρόνια πριν. Αφορμή υπήρξε -γιατί να το κρύψω;- ένας Γερμανός φίλος ο MICHAEL HARTLIEB από το Wϋrzburg.
-Καλά, δεν έχεις πάει στην μονή του Οσίου Λουκά; Στο οδηγό μου για την Ελλάδα σημειώνεται με τρία “*”, όπως η Ακρόπολη, οι Δελφοί, ή Ολυμπία, οι Βάσσες και κάποια άλλα κορυφαία σας μνημεία.
Δεν είχε άδικο ο MICHAEL ούτε ο γερμανικός του οδηγός. Το μνημείο με την αρχιτεκτονική και τα μοναδικά του ψηφιδωτά ήταν πραγματικά συγκλονιστικό.
Τα χρόνια πέρασαν από τότε. Πολλές φορές βρέθηκα στις παρυφές της περιοχής αλλά ποτέ δεν λοξοδρόμησα για ένα αναμνηστικό προσκύνημα στον “Όσιο Λουκά. Θεωρούσα ότι είχα βγει από την υποχρέωσή μου απέναντι στο μνημείο. Ως τον περασμένο χειμώνα, στα πλαίσια του οδοιπορικού μας στην Δεσφίνα (τεύχος 98, Μαρ-Απρ. 2014). Τότε επανήλθαν οι μνήμες αλλά και η ανάγκη να σταθώ, με ευλάβεια και δέος, απέναντι στο δημιούργημα του Βυζαντίου, που εδώ και μια χιλιετία αποπνέει μεγαλοπρέπεια και κάλλος.
Την ημέρα της δεύτερης αυτής επίσκεψής μου με την Άννα είχαμε συντροφιά μας μια δυνατή, επίμονη βροχή. Που, ωστόσο, δεν στάθηκε ικανή να μας αποτρέψει να θαυμάσουμε για ώρα πολλή το μνημείο, εσωτερικά και εξωτερικά.
Ο καλός φίλος και συνεργάτης Μπάμπης Παυλόπουλος έχει ασχοληθεί ιδιαίτερα με την Μονή του Όσιου Λουκά. Το άρθρο του, για όσους γνωρίζουν το μνημείο, θα είναι μια επιστροφή στη αναμνήσεις τους, ενώ για τους υπόλοιπους ίσως αποτελέσει μια παρακίνηση, κάποια στιγμή να το επισκεφθούν.
Θεόφιλος Μπασγιουράκης
Το μοναστήρι του Οσίου Λουκά βρίσκεται στο νομό Βοιωτίας, στις δυτικές υπώρειες του όρους Ελικώνας, νοτιοδυτικά της πόλης της Λιβαδειάς, κοντά στο χωριό Στείρι. Στο σημείο αυτό βρισκόταν αρχαίος ναός αφιερωμένος στη Στειρίτιδα Δήμητρα. Αποτελεί ένα μοναδικό βυζαντινό μνημείο, το οποίο η UNESCO έχει εντάξει στον κατάλογο των μνημείων της «Παγκόσμιας Πολιτιστικής Κληρονομιάς». Άλλωστε, αρκεί να αναφερθεί ότι οι προσκυνητές του 18ου αιώνα θεωρούσαν το καθολικό της μονής ως το σημαντικότερο βυζαντινό μνημείο, μετά την Αγία Σοφία στην Κωνσταντινούπολη. Το μοναστηριακό ίδρυμα αποτελούσε για αιώνες το καύχημα των κατοίκων της Ρούμελης, ενώ ήταν αντικείμενο θαυμασμού περιηγητών και προσκυνητών κατά τα νεώτερα χρόνια. Υπήρξε πνευματικό και μοναστικό κέντρο τόσο στην βυζαντινή εποχή, όσο και στη μεταβυζαντινή.
Ιδρυτής της μονής είναι ο Όσιος Λουκάς ο Στειριώτης, ο οποίος φαίνεται ότι εγκαταστάθηκε στην περιοχή κατά το 946, παραμένοντας ως τον θάνατό του το 953. Πληροφορίες περί του Οσίου, αλλά και της ίδρυσης της μονής αντλούμε από τον Βίο Αυτού, έργο ανωνύμου του 962, το οποίο θεωρείται αξιόπιστο, καθώς και από τις Ακολουθίες της Κοιμήσεως και Ανακομιδής του λειψάνου του Οσίου.
Λόγω της σημασίας του αλλά και των χρημάτων που ξοδεύτηκαν για την οικοδόμηση της μονής, θα μπορούσαμε να υποθέσουμε ότι πρόκειται για αυτοκρατορικό ίδρυμα. Όμως, ήταν ίδρυμα του στρατηγού της Ελλάδος, Κρηνίτη και ορισμένων ντόπιων χορηγών, όπως ο ηγούμενος Φιλόθεος.
Το πρώτο κτίσμα ήταν πιθανότατα το κελί του Οσίου, για να ακολουθήσουν τα κελιά άλλων ασκητών που εγκαταστάθηκαν κοντά στον Όσιο. Ως πρώτος ναός του πρώιμης αυτής εγκατάστασης αναφέρεται εκείνος της Αγίας Βαρβάρας που πιθανώς άρχισε να οικοδομείται όσο ακόμα ζούσε ο Όσιος Λουκάς. Ο ναός αυτός ταυτίζεται από πολλούς ερευνητές, χωρίς όμως να έχει τεκμηριωθεί αυτό, με τον έναν από τους δύο ναούς του συγκροτήματος, εκείνον της Παναγίας. Ο ναός της Παναγίας δεν είναι γνωστό πότε χτίστηκε. Είναι σίγουρα παλαιότερος του σημερινού καθολικού και ο καθηγητής Χ. Μπούρας τον τοποθετεί μεταξύ 961 και 995. Το καθολικό χτίστηκε το 1011 από τον ηγούμενο Φιλόθεο, ο οποίος πραγματοποίησε και την ανακομιδή των λειψάνων του Οσίου.
Κατά την περίοδο της Φραγκοκρατίας μετά το 1204 στο μοναστήρι εγκαταστάθηκαν Λατίνοι μοναχοί, για να επιστρέψουν οι ορθόδοξοι με την έναρξη της Τουρκοκρατίας. Το μοναστήρι γνώρισε πολλές καταστροφές κατά την διάρκεια των αιώνων.
Έτσι σήμερα το ίδρυμα περιλαμβάνει δύο ναούς, οι οποίοι μάλιστα βρίσκονται χτισμένοι σε επαφή, ενώ επικοινωνούν μεταξύ τους. Ο ναός της Παναγίας βρίσκεται βόρεια βορειοδυτικά του καθολικού και ακουμπά σε αυτό με το μισό περίπου έμπροσθεν (δυτικό) τμήμα της νότιας όψης του.
Εκτός από τους ναούς το εκτεταμένο συγκρότημα περιλαμβάνει πολλά μοναστηριακά κτίσματα, όπως την υπέροχη τράπεζα, πτέρυγες με κελιά, νοσοκομείο, βορδονάρειο (σταύλος), φωτάναμα, ενώ πολλά κτίσματα έχουν ερειπωθεί και καταστραφεί, αλλοιώνοντας ουσιαστικά την γενική μορφή του κτηριακού συνόλου. Παρόλα αυτά διατηρεί όλα τα σημαντικά του στοιχεία και σπάνιας αξίας αρχιτεκτονικό και διακοσμητικό πλούτο. Οι εργασίες αποκατάστασης των κτηρίων ξεκίνησαν το 1938.
Εμφανίζει δύο πύλες, μία στη νοτιοδυτική γωνία και μία στην βορειοανατολική, όπου η κάθε μία οδηγεί σε διαφορετικό χώρο, αφού το συγκρότημα διαθέτει δύο ανεξάρτητες και αυτόνομες αυλές. Η κύρια πύλη, τοξωτή με χαμηλωμένο τόξο και διαβατικό, είναι η νοτιοδυτική, δίπλα στην οποία υψώνεται πύργος που έχει διαμορφωθεί σε κωδωνοστάσιο. Σύμφωνα με τις πληροφορίες που υπάρχουν ο πύργος αυτός χρονολογείται στον 11ο αιώνα και η μετατροπή του σε κωδωνοστάσιο έγινε το 1864. Πράγματι τα κατώτατα του πύργου θυμίζουν τη λιθοδομή του καθολικού και δείχνουν να χτίστηκαν με παρόμοιο τρόπο και υλικά, σε κοντινό χρόνο, αν όχι συγχρόνως. Αντίθετα, τα ανώτερα του πύργου είναι από τελείως διαφορετικό υλικό, το οποίο πιθανώς να προστέθηκε αργότερα στο αρχικό κτίσμα ή σε ότι είχε μείνει από αυτό. Μάλιστα, ο πύργος φέρει χαρακτηριστική πολεμίστρα που στοχεύει σε όποιον κινείται προς την πύλη, στοιχείο που ισχυροποιεί την άποψη ότι αρχικά επρόκειτο για ένα αμυντικό οικοδόμημα.
Ο επισκέπτης μέσω της κύριας πύλης οδηγείται στην αυλή έμπροσθεν του καθολικού, σημείο στο οποίο το αίσθημα υποδοχής εμφανίζεται άμεσο και έντονο. Σύμφωνα με τον καθηγητή Κων. Παπαϊωάννου, ο χώρος αυτός διαγράφεται με μεγάλη σαφήνεια σαν ένα άρτιο καθαρό ορθογώνιο, όπου η τόσο φανερή ενότητα του χώρου τείνει να πάρει την απόχρωση του στατικού αισθήματος. Μάλιστα, στο σημείο αυτό και κάτω από την ίδια επίδραση, σημειώνει την ύπαρξη ενός γενικού κέντρου στάσης, το οποίο εδώ συμπίπτει με το κέντρο της αυλής, όπου κορυφώνεται το αίσθημα υποδοχής και ολοκληρώνεται η έννοια βίωσης του χώρου.
Ο χώρος αυτός δεν απέχει πολύ από το να αποκτήσει πλήρη αυτονομία και στατικό χαρακτήρα. Άλλωστε κυριαρχούν τα έντονα ύψη των κτισμάτων του περιβόλου, ύψη ως τεσσάρων ορόφων, με τα οποία συμβαδίζει και το μεγάλο ύψος του καθολικού. Τα ύψη, βέβαια, χαμηλώνουν στη νότια πλευρά, αλλά φαίνεται να μην επηρεάζουν τόσο την καθαρότητα του χώρου, τουλάχιστον όσον αφορά την πρώτη εντύπωση.
Από την άλλη μεριά, συνεχίζει ο καθηγητής Κων. Παπαϊωάννου, η στενότητα του χώρου και η εντύπωση του έντονου περιορισμού που υποβάλλεται, ακριβώς από τα μεγάλα αυτά ύψη, επιτρέπουν στο μνημειακό ύφος να εκδηλωθεί απροκάλυπτα. Πιθανώς βέβαια, το σημαντικότερο ρόλο στα παραπάνω να παίζει η επιβλητική και μεγαλόπρεπη πρόσοψη του ναού.
Ο Κων. Παπαϊωνάννου κάνει μία ακόμα παρατήρηση, η οποία αφορά τους δύο κύριους άξονες στη μοναστηριακή αρχιτεκτονική, εκείνον του καθολικού και εκείνον της κύριας εισόδου. Στη συγκεκριμένη περίπτωση οι άξονες αυτοί τέμνονται σχεδόν κάθετα και μάλιστα στο σημείο που αποτελεί το γεωμετρικό κέντρο της αυλής, το οποίο συμπίπτει με το κέντρο στάσης της περιοχής αυτής.
Νότια και παράλληλα του καθολικού βρίσκεται η τράπεζα, κτίσμα του 11ου αιώνα. Η θέση αυτή συνηθιζόταν στη μοναστηριακή διάταξη των κτισμάτων όταν δεν υπήρχε χώρος έναντι του νάρθηκα του καθολικού. Το κτήριο στέκεται ελεύθερο από όλες του τις όψεις. Πρόκειται για ιδιαίτερα φροντισμένη, ορθογώνια επιμήκη κατασκευή, μήκους 26,80 μέτρων. Είναι ισόγειο, αλλά από την νοτιοανατολική του όψη εμφανίζει και χαμηλότερη στάθμη, λόγω της διαμόρφωσης του χώρου. Στη νότια όψη που είναι και η πρόσοψη εμφανίζει τρίβηλο, δηλαδή τριπλή θύρα, ενώ στην απέναντι στενή όψη εμφανίζει κόγχη. Φέρει δίλοβα παράθυρα και καλύπτεται από ξύλινη δίριχτη στέγη. Τα ανοίγματα είναι τοξωτά και τα τόξα σχηματίζονται από κεραμικούς θολίτες. Κυρίως στα ανώτατα εμφανίζει πλινθοπερίκλειστο σύστημα δόμησης, ενώ φέρει και κεραμοπλαστικό διάκοσμο, όπως οδοντωτές ταινίες και γείσο. Το κτίσμα έχει αποκατασταθεί πιστά, σύμφωνα με τα σωζόμενα στοιχεία.
Περνώντας ανάμεσα στη νότια όψη του καθολικού και στη βόρεια της τράπεζας και κάτω από τα τόξα αντιστήριξης του καθολικού ο επισκέπτης βγαίνει στην άλλη αυλή, η οποία βλέπει τις ανατολικές και νοτιοανατολικές όψεις των ναών. Εδώ βρίσκεται και το φωτάναμα, χώρος στον οποίο συντηρούνταν μονίμως φωτιά για να ζεσταίνονται οι μοναχοί. Η κάπνα από τον χώρο έφευγε μέσω κάθετων αεραγωγών. Η στέγη εσωτερικά διαμορφώνεται από σταυροθόλια που πατούν σε κίονες. Ακόμα, γύρω από τη δεύτερη αυλή διατάσσονται και τα υπόλοιπα κτίσματα, όπως το νοσοκομείο του 17ου αιώνα και βέβαια η βορειοανατολική πύλη.
Χωρίς αμφιβολία όμως τα σημαντικότερα κτίσματα στο κτηριακό συγκρότημα είναι οι δύο ναοί.
Ο παλαιότερος όπως ήδη αναφέρθηκε είναι εκείνος της Παναγίας (961 – 995). Ο ναός που διατηρείται σε εξαιρετική κατάσταση εμφανίζει, σύμφωνα με τον καθηγηγητή Χ. Μπούρα, ασυνήθιστη για τη μεσαιωνική αρχιτεκτονική δημιουργικότητα και τόλμη, η οποία μάλιστα δύσκολα ερμηνεύεται, αφού παρά τη σίγουρη σχέση του στρατηγού Κρηνίτη και κάποιων ηγουμένων με την Κωνσταντινούπολη, μιλάμε για περιβάλλον επαρχιακό και άρα συντηρητικό. Ένα τέτοιο περιβάλλον δύσκολα θα μπορούσε από μόνο του να δώσει ένα τέτοιο άλμα στην αρχιτεκτονική, χωρίς την ύπαρξη ενός έμπειρου δημιουργού εφοδιασμένου με όλα τα μέσα και βέβαια χρήματα. Όλα τα παραπάνω χαρίζουν στο οικοδόμημα μία εξέχουσα θέση στην ιστορία της βυζαντινής αρχιτεκτονικής στην Ελλάδα.
Το οικοδόμημα χαρακτηρίζεται από εξαιρετική ακρίβεια κατασκευής και την παρουσίαση νέων στοιχείων, όπως το τέλειο πλινθοπερίκλειστο σύστημα δόμησης, τις κεραμοπλαστικές διακοσμήσεις, τις οδοντωτές ταινίες, το μεγάλο αψίδωμα με αέτωμα που εξωτερικεύει τις εγκάρσιες καμάρες του κυρίως ναού και βέβαια την κιονοστήρικτη λιτή. Ανήκει στον αρχιτεκτονικό τύπο του σύνθετου τετρακιόνιου σταυροειδή εγγεγραμμένου ναού με τρούλλο, με αυτοδύναμο τριμερές το ιερό, τύπος που χαρακτηρίζει την αρχιτεκτονική σχολή της Κωνσταντινούπολης. Το δάπεδο είναι πολυτελές μαρμαροστρωμένο, ενώ ορθομαρμαρώσεις στολίζουν τις εσωτερικές τοιχοποιίες. Σημαντική δε, θεωρείται η εκλέπτυνση στη διάρθρωση των εξωτερικών επιφανειών και βέβαια ο εξαιρετικός πλούτος στον αρχιτεκτονικό διάκοσμο. Ο σκαλισμένος σε λευκό μάρμαρο γλυπτικός διάκοσμος είναι μοναδικού πλούτου για την Ελλάδα, εμφανίζοντας στυλιστική ωριμότητα και ποικιλία θεμάτων, όπως τα προερχόμενα από την αρχαιοελληνική παράδοση ανθέμια, τα ιωνικά κιονόκρανα του τέμπλου και οι λεοντοκεφαλές – υδρορροές στον τρούλλο. Επίσης εμφανίζονται αραβικά καλλιγραφημένα γράμματα και φυτικά πολύπλοκα θέματα. Τα ισλαμικά μοτίβα μάλιστα πρέπει να θεωρούνται ουσιαστικά ξένα προς τη βυζαντινή αρχιτεκτονική, αλλά παρόλα αυτά έχουμε συχνές συναντήσεις μαζί τους σε ναούς της «ελλαδικής σχολής», κυρίως κατά τον 11ο αιώνα και λίγο αργότερα. Τα αραβικά (κουφικά) γράμματα έχουν κυριάρχη θέση και στον κεραμοπλαστικό διάκοσμο του ναού. Ως «κουφικά» ορίζονται τα διακοσμητικά μοτίβα που μιμούνται την πρώτη αραβική γραφή, η οποία εμφανίστηκε τον 7ο αιώνα στην Κούφα της Μεσοποταμίας (σημερινό Ιράκ).
Ο ναός φέρει έναν ιδιαίτερα κομψό τρούλλο, με οκτάπλευρο τύμπανο, κιονίσκους στις γωνίες και τοξωτά μαρμάρινα γείσα ως επιστέψεις των πλευρών του. Ο τρούλος αυτός έγινε το υπόδειγμα για πολλούς ναούς σε ελλαδικές εκκλησίες και αποκλήθηκε «αθηναϊκός». Είναι χαρακτηριστικό ότι εκτός από τον ευρύχωρο νάρθηκα (λιτή) δεν έχουν χρησιμοποιηθεί spolia (αρχαία οικοδομικό υλικό σε δεύτερη χρήση) στην κατασκευή του ναού. Η λιτή του ναού θεωρείται το αρχαιότερο παράδειγμα τέτοιας κατασκευής στην Ελλάδα. Δυτικά του νάρθηκα έχει προστεθεί εξωνάρθηκας, ο οποίος θα μπορούσε να χαρακτηριστεί τουλάχιστον ως ιδιότυπος, αποτελούμενος από ανοικτό προστώο με δύο κλειστά διαμερίσματα στα άκρα που προεξείχαν από το περίγραμμα του κυρίως ναού. Το νότιο έχει ενσωματωθεί στο νεότερο καθολικό.
Το καθολικό (1011) αποτελεί μία βαριά κατασκευή σε απόλυτη αρμονία με το αρχαίο υλικό που έχει ενσωματωθεί στα κατώτερά του, όπως τονίζει ο Χ. Μπούρας. Είναι μεγαλύτερο από το ναό της Παναγίας, μνημειακού ύφους, αλλά αρμονικό και άριστης κατασκευής. Ο αρχιτεκτονικός του τύπος είναι τελείως νεωτεριστικός και μοναδικής πρωτοτυπίας. Ανήκει στον τύπο των ηπειρωτικών οκταγωνικών ναών και θεωρείται ο πρώτος τέτοιου τύπου ναός που χτίστηκε, αποτελώντας το πρότυπο για τους μεταγενέστερους. Στους οκταγωνικούς ναούς ουσιαστικά μόνο η στήριξη του θόλου είναι οκταγωνική, με τον κεντρικό κάτωθεν χώρο να παραμένει τετράγωνος, αποτελώντας μία παραλλαγή του σταυροειδούς εγγεγραμμένου. Ο τρούλλος του ναού έχει διάμετρο 9 μέτρα και λόγω της κατασκευής του, φαίνεται να αιωρείται πάνω από τον αντίστοιχα διευρυμένο χώρο κάτω από αυτόν. Ο διευρυμένος αυτός χώρος αποτελεί πλεονέκτημα που προσφέρει ο ιδιαίτερος αυτός τύπος, σε αντίθεση με τους απλούς σταυροειδείς εγγεγραμμένους. Οκτώ ογκώδεις πεσσοί, κάποιοι ενσωματωμένοι στις τοιχοποιίες που γεφυρώνονται σε μεγάλο ύψος από τέσσερα τόξα, ανάμεσα σε τέσσερα ημιχώνια, φέρουν το βάρος του τρούλλου του καθολικού. Παρεκκλήσια πλαισιώνουν τον τετράγωνο πυρήνα.
Η συσχέτιση του μνημείου με το ναό της Αγίας Σοφίας στην Κωνσταντινούπολη πιθανώς οφείλεται στη διαρρύθμιση του εσωτερικού χώρου με τον μεγάλο τρούλλο και τις διαβαθμίσεις του φυσικού φωτός. Οι καλλιτεχνικές αναζητήσεις δεν λείπουν και από αυτό το ναό, όπως ο πλούσιος γλυπτικός διάκοσμος και το μεγάλο, σύνθετης κατασκευής, άνοιγμα στον άξονα της νότιας όψης. Εσωτερικά, χρωματιστά μάρμαρα καλύπτουν το δάπεδο, αλλά και τις κατακόρυφες επιφάνειες των τοίχων (ορθομαρμαρώσεις). Τα ψηφιδωτά που κοσμούν τις ανώτερες επιφάνειες του ναού είναι τα σημαντικότερα ψηφιδωτά σύνολα της μεσοβυζαντινής τέχνης, χρονολογημένα στη δεύτερη και τρίτη δεκαετία του 11ου αιώνα, άρα πρωιμότερα από αυτά της Νέας Μονής Χίου και της μονής Δαφνίου που συμπληρώνουν την τριάδα των μεγάλων ψηφιδωτών συνόλων του ελλαδικού χώρου.
Συγχρόνως με το καθολικό χτίστηκε η κρύπτη, κάτω από αυτό, όπου στεγάζεται ο αρχικός τάφος του Οσίου Λουκά. Η κρύπτη έχει σχήμα τετρακιόνιου σταυροειδούς ναού.
Ο περιβάλλον χώρος του κτηριακού συνόλου είναι ιδιαίτερα προσεγμένος, κάτι που αναδυκνείει το σπάνιο αυτό βυζαντινό μνημείο.
Βιβλιογραφία:
Κωνσταντίνος Παπαϊωάννου: «Τα Ελληνικά Μοναστήρια σαν Αρχιτεκτονικές Συνθέσεις», Εκδοτική Ερμής ΕΠΕ, Αθήνα 2007.
Χαράλαμπος Μπούρας: «Βυζαντινή και Μεταβυζαντινή Αρχιτεκτονική στην Ελλάδα», Εκδοτικός Οίκος Μέλισσα, Αθήνα 2001.
Αναστάσιος Ορλάνδος: «Μοναστηριακή Αρχιτεκτονική», Βιβλιοθήκη της εν Αθήναις Αρχαιολογικής Εταιρίας Αρ. 64, Ανατύπωση της Δεύτερης Έκδοσης του 1958, Αθήνα 1999.