Όταν περνάει κάποιος από κάτω με αυτοκίνητο, είναι αδύνατον να υποπτευθεί τι κρύβει στα έγκατά της η κατακόρυφη κόψη των βράχων. Αν όμως σηκώσει τα μάτια του ψηλά, πολλά μέτρα πάνω από το κεφάλι του, θα διακρίνει ένα μνημείο της Ορθοδοξίας θαυμαστό, φωλιασμένο εκεί από αιώνες :
τη Μονή Κηπίνας.
Όταν περνάει κάποιος από κάτω με αυτοκίνητο, είναι αδύνατον να υποπτευθεί τι κρύβει στα έγκατά της η κατακόρυφη κόψη των βράχων. Αν όμως σηκώσει τα μάτια του ψηλά, πολλά μέτρα πάνω από το κεφάλι του, θα διακρίνει ένα μνημείο της Ορθοδοξίας θαυμαστό, φωλιασμένο εκεί από αιώνες : την Μονή Κηπίνας. Το μοναστηράκι δεν επιβάλλεται με τα μεγέθη και τον όγκο του, δεν εντυπωσιάζει με την πολυτέλεια της κατασκευής του. Αντίθετα, συγκινεί με την ταπεινότητά του, την έντονη ιερότητα που αποπνέει. Μα πάνω απ’ όλα συγκλονίζει με τον τρόπο της κατασκευής του και με τον τόπο που είναι χτισμένο.
Όπως μας περιγράφει ο δάσκαλος και ερευνητής Δευκαλίων Μαντζίλας, η πλαγιά κάτω από τον Αϊ-Γιώργη του Συρράκου είναι σχεδόν κάθετη, έχει βάθος πολλών εκατοντάδων μέτρων και μεγάλο μήκος. Το μοναστήρι της Κηπίνας είναι χτισμένο σχεδόν στο τέλος της πλαγιάς, προς τη μεριά της Ανατολής, μέσα σε σπηλιά μαχαιροκομμένου βράχου και σε ύψος αρκετών δεκάδων μέτρων απ’ το έδαφος. Πολλά μοναστήρια και εξωκκλήσια έχουν χτιστεί πάνω σε βράχους, ελάχιστα όμως μπορούν να συγκριθούν με την Κηπίνα.
Απέναντί της και σε απόσταση αρκετών εκατοντάδων μέτρων είναι η μονή της Βύλιζας.
Η παράδοση λέει ότι πολύ παλιά, χίλια περίπου χρόνια πριν, στη διαδικασία της επιλογής ηγουμένου για τη μονή της Βύλιζας, ένας των υποψηφίων για τη θέση αυτή θεώρησε άδικη την εκλογή ενός άλλου. Αποχώρησε λοιπόν μαζί με τους «οπαδούς» του καλόγερους, με σκοπό να ιδρύσουν αλλού το δικό τους μοναστήρι. Ψάχνοντας στην περιοχή έφτασαν στην Κηπίνα κι αντίκρυσαν μια απόκρημνη σπηλιά. Η πρόσβαση όμως στη σπηλιά ήταν αδύνατη. Ο βράχος από πάνω της συνέχιζε σαν κομμένος με μαχαίρι και ψηλός. Το έδαφος στα ανατολικά επέτρεπε το πλησίασμα, μεσολαβούσε όμως μια χαράδρα με κενό που είχε πλάτος πάνω από έξι μέτρα. Τότε οι καλόγεροι γεφύρωσαν με μακρυά ξύλα τη χαράδρα και πέρασαν αντίκρυ στη σπηλιά. Έκπληκτοι διαπίστωσαν πως η σπηλιά συνεχίζονταν βαθιά, μέσα στα σπλάχνα του πελώριου βράχου. Πράγματι, η τρύπα ψηλά στον βράχο ήταν κάποτε η κοίτη υπόγειου ποταμού, που από σεισμό η καθίζηση άλλαζε κοίτη και σήμερα ορατά στα ριζά του βράχου, κάτω απ’ την Κηπίνα. Συνεχίζει για λίγο υπόγεια και ύστερα τα νερά του χύνονται στη ρεματιά, που βρίσκεται πιο κάτω.
Την εποχή εκείνη ο μεγαλύτερος κίνδυνος για τα μοναστήρια ήταν οι ληστρικές επιδρομές. Δεν ήταν λοιπόν τυχαία από τους καλόγερους η επιλογή αυτής της θέσης. Έχτισαν ψηλό τοίχο και ασφάλισαν το άνοιγμα της σπηλιάς προς τη χαράδρα, κατασκεύασαν πόρτα ανθεκτική με αγριόξυλα και την ενίσχυσαν εσωτερικά με υποστυλώματα. Γεφύρωσαν το κενό της χαράδρας με ξύλινη γέφυρα συρρόμενη. Όταν υπήρχε κίνδυνος, έσερναν τη γέφυρα στη σπηλιά, σφράγιζαν την πόρτα και είχαν απόλυτη ασφάλεια.
Στα χείλη του βράχου η σπηλιά είχε μεγάλες διαστάσεις, λίγα μέτρα όμως πιο μέσα η κοίτη του πρώτου υπόγειου ποταμού είχε μικρότερες διαστάσεις, που αυξομειώνονταν όσο προχωρούσε κανείς μέσα σ’ αυτήν. Γι’ αυτό η εξερεύνηση του εσωτερικού της κοίτης είναι σχετικά εύκολη, με διαδρόμους παράλληλους μεταξύ τους, διάκοσμο, στενώματα και τρύπες στο δάπεδο, από όπου όμως δεν περνάει άνθρωπος. Στο τέλος του σπηλαίου υπάρχει αίθουσα που χαμηλώνει απότομα και καταλήγει σε πέρασμα στενό, που μόνον με σκαπτικά εργαλεία μπορεί κανείς να το διανοίξει και να το περάσει. Όλη η αίθουσα έχει αρκετή λάσπη και το μήκος της είναι περίπου 270 μ. Το σπήλαιο έχει εξερευνηθεί το 1957 από την θρυλική Πετροχείλου με την ομάδα της και τον Οκτώβριο του 1993 από τον Σπηλαιολογικό Ελληνικό Εξερευνητικό Όμιλο (ΣΠΕΛΕΟ) υπό τον Στέφανο Νικολαίδη.
Σ’ αυτό το μεγαλειώδες δημιούργημα της φύσης συνταίριαζε αρμονικά το δημιούργημα του ανθρώπου. Η Κηπίνα όμως δεν είναι μοναδική μόνον για τη θέση της. Είναι μοναδική και για τα χτίσματά της. Δεξιά της σπηλιάς λαξεύτηκε ο βράχος κα δημιουργήθηκε ο χώρος της εκκλησίας. Η οροφή σμιλεύτηκε στην κυριολεξίας, και μεταβλήθηκε σ’ έναν άψογο θόλο, που τελειώνει σε κύκλο με τονισμένη σε πάχος τη γραμμή της περιφέρειάς του. αριστερά ο βράχος είχε κοίλωμα με διαστάσεις τεσσάρων περίπου μέτρων ύψος, δέκα μέτρων μήκους και τριών πλάτους. Σ’ αυτό το κοίλωμα χτίστηκαν τα κελλιά των μοναχών, με τζάκια, εντοιχισμένα ντουλάπια και όλα τα απαραίτητα για τη διαβίωσή τους. Τελευταίο χτίσμα στα δυτικά των κελιών ήταν το αποχωρητήριο, που για βόθρο είχε το χάος.
Συμπερασματικά η μοναδικότητα της Κηπίνας εντοπίζεται στην περίτεχνη δόμηση και στην προσεγμένη καλαίσθητη εμφάνιση των χτισμάτων, στην άριστη εκμετάλλευση του χώρου και προπαντός στην εφευρετικότητα τρόπων επίλυσης των δυσκολιών. Δείγμα της εφευρετικότητα είναι ένα ντουλάπι στα κελιά. Ανοίγοντας τα δύο του φύλλα βλέπουμε το εσωτερικό του ντουλαπιού με τα ράφια του. Αν όμως τραβήξαμε της ξύλινη πλάτη του, αυτή περιστρέφεται και μας αποκαλύπτει πίσω της κρυψώνα, που άνετα χωράει μέσα άνθρωπο.
Το καθολικό της μονής είναι μια μικρή τρίκλιτη εκκλησία, που μας καθηλώνει με την υποβλητικότητα του χώρου. Αποτελείται από τον νάρθηκα και τον κυρίως ναό-Ιερό Βήμα. Το εσωτερικό του κυρίως ναού και του Ιερού Βήματος είναι κατάγραφο από αγιογραφίες, μαυρισμένες από την καπνιά της μακραίωνης χρήσης των κεριών. Το ωραίο ξυλόγλυπτο τέμπλο κοσμείται με τις Δεσποτικές εικόνες της Κοίμησης της Θεοτόκου, της Παναγίας, του Χριστού και του Προδρόμου. Στα ωραία ξυλόγλυπτα Βημόθυρα της Ωραίας Πύλης εικονίζονται, ο Ευαγγελισμός της Θεοτόκου, ο Γρηγόριος ο Θεολόγος, ο Ιωάννης ο Χρυσόστομος, ο Μέγας Βασίλειος, ο Νικόλαος Μύρων και οι προφητάνακτες Δαυίδ και Σολομών.
Από τον πρόναο, που δεν είναι τοιχογραφημένος, μία πύλη στην νότια πλευρά οδηγεί στο καθολικό, ενώ μια άλλη σκοτεινή είσοδος οδηγεί στα έγκατα του σπηλαίου.
Η ίδρυση της Μονής της Κοίμησης της Θεοτόκου, γνωστότερης ως Κηπίνας από τον ομώνυμο οικισμό, ανάγεται κατά τον Παπακώστα (Ηπειρωτικά, Αθήνα 1967) στο 1349, όπως προέκυπτε από την κτητορική της επιγραφή, που δεν είναι σήμερα αναγνώσιμη. Κατά τον ίδιο, αποτελεί ένα από τα ελάχιστα μοναστήρια της περιοχής, που δεν καταστράφηκε από ληστρικές επιδρομές: «Και μόνον εν μοναστήριον, τετράωρον απέχον των Μελισσουργών, κτισθέν εντός σπηλαίου απροσίτου βράχου το 1349, η Ιερά Μονή Κηπίνης, τιμωμένης εις μνήμην Κοιμήσεως της Θεοτόκου εν τη περιφερεία Καλαρρυτών-Συρράκου, διέφυγε την καταστροφών, ως απροσπέλαστον».
Εξ άλλου ο Λαμωρίδης στα «Ηπερωτικά Μελετήματα» αναφέρει τα εξής για την Μονή και για την επίσκεψη στο σπήλαιο του Άγγλου εξερευνητή ……: «Αξιοσημείωτος είναι και η της Κοιμήσεως (Μονή) εις απόστασιν 1 ώρας από Καλαρρύτας, εις ην προ της Βερολινείου συνθήκης υπήγετο, Κιπίνα δ’ επωνομουμένων δι’ άγνωστον ημίν λόγον. Κείται εντός σπηλαίου, ου μόνον το μέτωπον είναι εκτισμένον, ως το της Πελοποννήσου Μέγα Σπήλαιον, μικροσκοπικού όμως, προς εκείνο συγκρινόμενον, μεγέθους. Έχει μικράν εκκλησίαν και δυο σειράς κελίων, όπισθεν των οποίων εκτείνεται εις απέραντου βάθος σπηλαίου, ένθα και στήλαι σταλακτιτών. Σημειωτέον δε, ότι ο Λήκι το χάσμα τούτο ηκολούθησεν επί 20 λεπτά μόνον, επειδή ο αήρ από στιγμής εις στιγμήν καθίστατο ψυχρότερος και ομιχλώδης, η δε λαμπάς δυσκόλως διετηρείτο».
Τέλος ο Ελληνοδιδάσκαλος Δ. Μέρανος, που υπηρέτησε στο Συρράκο από το 1915 ως το 1917μ γράφει στο «Σημειωματάρι» του:
«1917, Μαίου 18. μετέβην μετά του Γ. Οικονόμου και Γ. Μουλαρά εις την Ι. Μονήν Κηπίνης, όπου εφιλοξενήθημεν υπό του Ηγουμένου της Γλυκερίου. Εκεί είδον και μία σφραγίδα της Μονής με χρονολογίαν 1730, εικόνας ιστορηθείσας το 1736, το σπήλαιον και μίαν επιγραφήν, δυσδιάκριτον δια την πολυκαιρίαν και μισοσβησμένων».
Μετά από λίγα χρόνια το μοναστήρι απέμεινε χωρίς κανένα μοναχό!
Το έθιμο όμως των Συρρακιωτών «ν’ ανοίγουν» τις εκκλησίες τους επεκτάθηκε και στην Κηπίνα. Τουλάχιστον μια-δυο φορές κάθε καλοκαίρι την επισκέπτονταν, μαζί με τον παπά που καθόριζε την ημέρα της επίσκεψης.
Μετά την τοποθεσία Πουλιάνα υπήρχε μονοπάτι προς τα ανατολικά, που έφτανε μέχρι του σημείου εκείνου, όπου η κορυφογραμμή ανατολικά του Α-Γιώργη γυρίζει, σχεδόν σε ορθή γωνία, προς βορράν. Από εκεί ένα δύσβατο μονοπάτι οδηγούσε μετά από μια περίπου ώρα στην έξοδο μιας κακοτράχαλης ρεματιάς, πολύ κοντά στην είσοδο της μονής.
Πρώτη μέριμνα των προσκυνητών ήταν η ετοιμασία του χώρου διανυκτέρευσης, στον χώρο που μεσολαβούσε ανάμεσα στην εκκλησία και στα κελιά. Όταν τα μέλη της ομάδας ήταν πολλά και ο χώρος δεν επαρκούσε, χρησιμοποιούτο επικουρικά και τα κελιά. Μετά τον εσπερινό αρκετοί προσκυνητές – στην πλειοψηφία τους παιδιά -, εφοδιάζοντο με φακούς και με κεριά και ξεκινούσαν την εξερεύνηση του σπηλαίου. Γέμιζαν τότε τα τοιχώματα των βράχων με τα διάφορα χαράγματα, που μαρτυρούσαν το πέρασμα των εξερευνητών από το σπήλαιο. Τα χαράματα της επόμενης μέρας τελείτο η θεία λειτουργία και αμέσως μετά έπαιρνε η ομάδα τον δρόμο της επιστροφής.
Το φθινόπωρο του 1997 αρχαιοκάπηλοι λεηλάτησαν το μοναστήρι, αφαιρώντας το αριστουργηματικό τέμπλο, καθώς και παμπάλαιες εικόνες και κειμήλια μεγάλης αξίας, που δεν βρέθηκαν ποτέ. Ακόμη και χωρίς αυτά όμως η μονή της Κηπίνας διατηρεί την μοναδικότητα και την αίγλη της.
Πίσω από τα κλειστά παράθυρα των κελιών ατενίζουμε για τελευταία φορά τον φοβερό γκρεμό που χάσκει από κάτω κι ύστερα αφήνουμε το βλέμμα μας να πλανηθεί στην απεραντοσύνη της κοιλάδας και στον μεγαλειώδη όγκο των Τζουμέρκων. Γύρω μας το ταπεινό περιβάλλον του κελιού. Με το πέτρινο τζάκι και τη λιτή επίπλωση. Μακάρι κάποτε ν’ αξιωθούμε να ζήσουμε την εμπειρία μιας νύχτας σ’ αυτό τον ιερό χώρο της Μονής.
ΧΡΗΣΙΜΕΣ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ
Η Μονή της Κηπίνας βρίσκεται ένα περίπου χιλιόμετρο από τον ομώνυμο οικισμό, στον ασφαλτοστρωμένο δρόμο για Καλαρρύτες, από τους οποίους απέχει σχεδόν 6 χιλιόμετρα. το κλειδί για την επίσκεψή μας μπορεί να το προμηθευτεί κάποιος από το καφενεδάκι της κυρίας – Θεοδώρας στην Κηπίνα (τηλ. 26590/61186).