Ο μυχός του φιόρδ μοιάζει με ρηχή λιμνοθάλασσα όπου, ανάμεσα σε καλάμια και ήρεμα νερά, βηματίζουν ερωδιοί. Απέναντι, στην βόρεια ακτή του όρμου αναπτύσσεται ο Γέρακας, ένας πανέμορφος παραθαλάσσιος οικισμός, που περισσότερο θυμίζει Κυκλαδονήσι.
Γραφικές ταβερνούλες πάνω απ΄το νερό με ολόφρεσκα ντόπια ψάρια, ψαρόβαρκες και καΐκια και το εμβληματικό “Παντοπωλείο του Σοφού”, συμπληρώνουν το όμορφο σκηνικό.
Βόρεια του λιμανιού, στην επίπεδη κορυφή του λόφου, μας εντυπωσιάζει η Ακρόπολη του Ζάρακα, χτισμένη με ογκώδεις ασβεστόλιθους, ορθογώνιους ή πολυγωνικούς. Η θέα από ψηλά, στο στόμιο του όρμου, είναι μοναδική. Ερειπωμένοι τοίχοι, λιθοσωροί αλλά και μια επιτύμβια στήλη με έξοχες ανάγλυφες παραστάσεις.
Το 272 π.Χ. οι Σπαρτιάτες κατέστρεψαν την πόλη, στα Μεσαιωνικά όμως χρόνια κατοικείτο, όπως αποδεικνύεται από τον εντυπωσιακό ερειπωμένο, χριστιανικό ναό.
Τα υπαίθρια τραπεζάκια στις ταβέρνες της προκυμαίας παραμένουν άστρωτα, ερημικά. Καθόλου παράξενο. Όλοι οι πελάτες προτιμούν τη ζεστούλα στο εσωτερικό των μαγαζιών. Ποιος ν’ αποφασίσει μέσα στο καταχείμωνο να καθίσει δίπλα στ’ ακροθαλάσσι. Και να ‘χει για παρέα του τις υγρές ανάσες του γαρμπή!
Αρχές Γενάρη στο λιμανάκι του Γέρακα, στο ανατολικό άκρο της Λακωνικής ακτογραμμής. Μιας ακτογραμμής κατακερματισμένης από την αέναη δράση των κυμάτων στους αιώνες. Ανάμεσα στα μικρά και μεγάλα ακρωτήρια, στους αλλεπάλληλους όρμους και κόλπους, ξεχωρίζει το γεωλογικό παράδοξο του Γέρακα. Είναι το στενόμακρο φιόρδ, που διεισδύει ελικοειδώς ένα περίπου μίλι μέσα στη στεριά. Και δημιουργεί ένα φυσικό αραξοβόλι, τέλεια προφυλαγμένο απ’ όλους σχεδόν τους θαλασσινούς καιρούς.
Τόπος πολύ ιδιαίτερος και ωραίος το Λιμάνι του Γέρακα. Με σπιτάκια ασβεστωμένα, μπλε πορτοπαράθυρα, μικρά ψαροκάϊκα και βαρκούλες αραγμένες σε αυτοσχέδιες ξύλινες “σκάλες”, η μια πλάι στην άλλη. Είν’ ένα αυθεντικό ψαροχώρι, που θυμίζει παραδοσιακό κυκλαδίτικο νησί. Δεν λείπουν, βέβαια, οι μικρές ψαροταβέρνες. Που, εκτός από τον χειμωνιάτικο χώρο, έχουν και ελκυστικά υπαίθρια τραπεζάκια, αραδιασμένα στην προκυμαία. Ένα τέτοιο τραπεζάκι, ακριβώς πάνω απ’ το νερό, μαγνητίζει την επιθυμία μας για μια γευστική στάση, τούτο το ψυχρό απομεσήμερο του Γενάρη. Μπουφάν λοιπόν, σηκωμένοι γιακάδες, λιαστό χταποδάκι, πρωινή αθερίνα και τσιπουράκι. Πίσω από τα σύννεφα μάς κρυφοκοιτάζει ένας ήλιος χλωμός. Αν και αδύναμες, είναι καλοδεχούμενες οι ακτίνες του, νιώθουμε την ζεστασιά τους, όχι στο σώμα αλλά βαθύτερα, στην ψυχή…
ΤΡΕΙΣ ΜΗΝΕΣ ΜΕΤΑ
Η ανάμνηση του Γέρακα μας συντρόφευε για καιρό. Πολύ συχνά αναπολούσαμε με νοσταλγία το μακρόστενο φυσικό λιμάνι, τα ψαροκάϊκα και τις βάρκες που λικνίζονταν στο νερό, το ακριανό τραπεζάκι μας που αν και χειμωνιάτικο, ήταν τόσο επιθυμητό. Δεν ξεχνούσαμε, βέβαια, και την απόλυτη φρεσκάδα των ψαρομεζέδων του Μυρτώου Πελάγους. Αυτό που αγνοούσαμε ήταν ότι ο Γέρακας και η περιοχή του, εκτός από τις φανερές τούτες ιδιαιτερότητες, έκρυβαν και αρκετά ακόμη, πολύ συναρπαστικά χαρακτηριστικά.
Έμελλε να τα ανακαλύψουμε μόλις τρεις μήνες μετά, όταν επιστρέψαμε στην περιοχή της Μονεμβασιάς.
ΣΤΑ ΕΡΕΙΠΙΑ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙAΣ ΕΠΙΔΑΥΡΟΥ ΛΙΜΗΡΑΣ
Θεωρούμε προνόμιο να ξεκινάμε την περιήγησή μας έχοντας στη διάθεσή μας δύο, ταυτόχρονα, ξεναγούς: έναν σύγχρονο, τον σπηλαιολόγο, ορειβάτη και αρχαιολάτρη Χρήστο Παναγιωτόπουλο και έναν αρχαίο, τον θρυλικό περιηγητή Παυσανία.
–Τα δικά του χνάρια θ’ ακολουθήσουμε σήμερα, λέει ο Χρήστος. Θα περάσουμε από τους τόπους που επισκέφθηκε και περιγράφει ο μεγάλος περιηγητής, 1900 σχεδόν χρόνια πριν.
Με αφετηρία τον παραθαλάσσιο οικισμό της Γέφυρας, απέναντι από τον βράχο της Μονεμβασιάς, ξεκινάμε προς τα βόρεια. Πολύ γρήγορα μια πινακίδα μάς κατευθύνει στην “ΠΛΑΖ ΠΟΡΙ”. Στην κατάσπαρτη από χαμηλούς βράχους ακτογραμμή παρατηρούμε τα εμφανέστατα, βαθειά ίχνη παράλληλων αμαξοτροχιών. Είναι το αποτύπωμα από τις άμαξες των αρχαίων , στον δρόμο που συνέδεε την Επίδαυρο Λιμηρά με άλλες πόλεις στην περιοχή της Μονεμβασιάς.
Πιο πάνω, βρίσκουμε την διασταύρωση προς Γέρακα και στρίβουμε σε κλειστή στροφή δεξιά. Ο δρόμος κατευθύνεται στον μυχό του ευρύχωρου όρμου της Παλαιάς Μονεμβασιάς. Είναι ο μακρός γιαλός με τα ποικίλων αποχρώσεων χαλίκια, για τα οποία κάνει λόγο ο Παυσανίας. Ένας ογκώδης, κακοτράχαλος λόφος ορθώνεται πολύ κοντά στην ακτογραμμή. Στις απότομες πλαγιές του, μας εντυπωσιάζουν τα υπολείμματα από τα στιβαρά τείχη της Επιδαύρου Λιμηράς. Είναι χτισμένα με μεγάλων διαστάσεων λαξευτούς ασβεστόλιθους παραλληλεπίπεδους ή πολυγωνικούς. Τα επιβλητικά πολυγωνικά τείχη ανήκουν στον 5ο ή 4ο π.Χ αιώνα και μαρτυρούν την ακμή της πόλης αυτήν την εποχή (1). Η Επίδαυρος Λιμηρά, στον Πελοποννησιακό Πόλεμο ήταν κέντρο Λακωνικό και γι΄ αυτό οι Αθηναίοι την λεηλάτησαν στα 424 και στα 414 π.Χ. Σύμφωνα μάλιστα με τον Παυσανία, οι κάτοικοί της ισχυρίζονται πως δεν είναι Λακεδαιμόνιοι αλλά Επιδαύριοι από την Αργολίδα. Την εγκατάστασή τους ο Παυσανίας την σχετίζει με την λατρεία του Ασκληπιού και χρονολογικά δεν τη θεωρεί παλιά. Η ανακάλυψη, ωστόσο, μυκηναϊκών τάφων στην περιοχή δεν αφήνει αμφιβολία, πως κάποιος αξιόλογος συνοικισμός ή συνοικισμοί υπήρχαν κατά τους προϊστορικούς χρόνους σ’ αυτή την περιοχή.
Ως προς το επίθετο “Λιμηρά”, τούτο μπορεί να σχετισθεί είτε με την λέξη “λιμός”, οπότε σημαίνει την πόλη που πεινάει εξαιτίας της φτώχειας του εδάφους της είτε με την λέξη “λιμήν” οπότε σημαίνει τόπο “ευλίμενο”. (2) Οι κάτοικοι της πόλης αναφέρονται στις επιγραφές απλά ως “επιδαύριοι”.
Η πρόσβαση στον απότομο λόφο μπορεί να γίνει με οπτική επαφή από οποιοδήποτε βατό σημείο, αφού δεν υπάρχει σήμανση ή αφετηρία μονοπατιού. Ο Χρήστος, ωστόσο, σταματάει σ’ ένα μικρό εικονοστάσι στο πλάι του δρόμου και βρίσκει, ανάμεσα στα πανύψηλα χόρτα, ένα αδιόρατο μονοπάτι. Διασχίζοντας σπαρμένα χωραφάκια, ξερολιθιές και τσουκνίδες συναντάμε σε πέντε λεπτά μια απρόσμενη εικόνα. Μισοκρυμμένο ανάμεσα στα αγριόχορτα προβάλλει ένα τετράγωνο κτίσμα χωρίς σκεπή και με τρία μόνον, χαμηλού ύψους, τοιχαλάκια. Το δάπεδο είναι καλυμμένο από χαλικάκι, που έχει τοποθετηθεί για προστασία ενός αθέατου-κάτω από την επιφάνεια του εδάφους- ψηφιδωτού. Αυτό που μας εντυπωσιάζει είναι η εσωτερική επιφάνεια του βόρειου τοίχου. Αποτελείται από έξι διαδοχικές τετραγωνισμένες πέτρες, που φέρουν βαθειά χαραγμένες επιγραφές. Ανάμεσά τους η ευδιάκριτη λέξη “ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ”. Πολύ κοντά διατηρούνται, σε αρκετό ύψος, οι ερειπωμένοι τοίχοι κάποιων άλλων κτισμάτων. Η τοιχοποιΐα τους από αργολιθοδομή, ασβεστοκονίαμα και κεραμιδάκια, παραπέμπει σε μεταγενέστερες εποχές.
Από τις νότιες υπώρειες του λόφου ανηφορίζουμε στην πλαγιά. Πεζούλες με ξερολιθιές, συρμάτινος φράχτης και, ξαφνικά, λίγο πριν φτάσουμε στην κορυφή του λόφου, ένας γκριζωπός ασβεστολιθικός βράχος, με υπέροχα λαξευμένα σκαλοπάτια. Είναι, στ΄ αλήθεια, πολύ ωραία η αίσθηση να κατευθύνουμε τα βήματά μας εκεί όπου βάδιζαν οι κάτοικοι της αρχαίας πολιτείας, 25 περίπου αιώνες πριν.
Από το ύψος της κορυφής, που δεν ξεπερνάει τα 80 μέτρα από την επιφάνεια της θάλασσας, ατενίζουμε τα πάντα: Τα ευρύχωρα αγκυροβόλια της Παλιομονεμβασιάς και του Κρεμμυδιού, τα τμήματα των σωζόμενων αρχαίων τειχών, την απεραντοσύνη του Μυρτώου Πελάγους και, απέναντι μας στα νότια, τον συγκλονιστικό όγκο του βράχου της Μονεμβασιάς. Είναι μια θέση απόλυτα στρατηγική, ιδανική για την εγκατάσταση της Ακρόπολης. Στο σημείο αυτό ας παραδώσουμε για λίγο την σκυτάλη της ενημέρωσης σ’ έναν τρίτο ξεναγό μας, ο καθηγητής Γεώργιος Κουτσογιαννόπουλος, που σαν σύγχρονος Παυσανίας, έχει περιηγηθεί όλη αυτή την περιοχή, και αναφέρει: (3) “…Και μπορεί, βέβαια, η πόλη της Επιδαύρου Λιμηράς να είναι χτισμένη πάνω σ΄ ένα κατάξερο βράχο και να δείχνει φτωχιά, όμως οι δύο πλούσιες κοιλάδες νότια-της Αγίας Τριάδας και της Χρανάπας– καθώς και η ίδια η ιστορική της πορεία, δείχνουν ότι κάθε άλλο παρά φτωχική και πειναλέα υπήρξε. Ο λόφος, πάντως, της Επιδαύρου Λιμηράς είχε κατοικηθεί από πολύ νωρίτερα, τουλάχιστον από τη Νεολιθική περίοδο (4η π.Χ χιλιετηρίδα). Θραύσματα αγγείων που έχουν βρεθεί κοντά στο λόφο καθώς και ευρήματα (όστρακα, υπολείμματα οψιανού) σε κοντινά σπήλαια, σ’ αυτό το συμπέρασμα μας οδηγούν.”
Και συμπληρώνει πιο κάτω: “Σήμερα πάνω στην Ακρόπολη δεν έχουν απομείνει- ή τουλάχιστον δε φαίνονται, εφ΄ όσον δεν έχουν γίνει ανασκαφές- κάποια δείγματα Μυκηναϊκής εγκατάστασης, εκτός από μερικά θραύσματα Μυκηναϊκών αγγείων. Οι τάφοι, πάντως, που ανασκάφηκαν στην γύρω περιοχή και τα 86 συνολικά αγγεία που διασώθηκαν, αποδεικνύουν αφ’ ενός ότι το νεκροταφείο αυτό κάλυπτε όλη την Μυκηναϊκή περίοδο, ως το 1100 περίπου π.Χ. και αφ΄ ετέρου, ότι τα αγγεία αυτά προέρχονται και από άλλες περιοχές του Μυκηναϊκού κόσμου.”
Σ’ ένα νεώτερο βιβλίο του (4) ο Κουτσογιαννόπουλος αναφέρεται στην σημαντική ιστορική διαδρομή της Επιδαύρου Λιμηράς, στα μεγαλόπρεπα κτίριά της αλλά και στην υφαρπαγή κατά τον μεσαίωνα, των λευκών μαρμάρων και οικοδομικών υλικών και τη μεταφορά τους στην Καστροπολιτεία της Μονεμβασιάς. Από εκείνη τη μεγαλοπρέπεια το μόνο που σήμερα απομένει είναι τα “Κυκλώπεια τείχη” της πόλης, την στιβαρή κατασκευή των οποίων έχουν κατά καιρούς θαυμάσει πολλοί περιηγητές. Ανάμεσα στους οποίους, βέβαια, κι εμείς.
Ξαναβγαίνουμε στην άσφαλτο και περιδιαβαίνουμε για λίγο την απέραντη παραλία με το λεπτό βοτσαλάκι και τον ρηχό βυθό. Λίγο αργότερα συναντάμε τον μικρό οικισμό της Παλαιάς Μονεμβασιάς. Στο φυσικό αραξοβόλι του οικισμού είναι αραγμένα αρόδο πολλά μικρά ψαροκάϊκα και βαρκούλες. Πάνω από τον όρμο, στην κορυφή του απότομου λόφου, δεσπόζει ένας ερειπωμένος πύργος, που προφανώς χρησιμοποιείτο ως φρυκτωρία, για μετάδοση μηνυμάτων.
“ΛΟΓΓΑΡΙ”. Η ΓΟΗΤΕΙΑ ΤΗΣ ΕΡΗΜΙΑΣ.
Συνεχίζοντας, μετά την Παλαιά Μονεμβασιά προς τον Γέρακα, τραβάει την προσοχή μας μια πινακίδα: “ΛΟΓΓΑΡΙ 5.7 ΧΛΜ”.
–Τι είναι το Λογγάρι; ρωτάμε τον Χρήστο.
– Ένας παλιός εγκαταλελειμμένος οικισμός στα ορεινά.
–Έχει απομείνει κάτι εκεί;
– Το σύνολο των σπιτιών του, που δυστυχώς μέρα με τη μέρα ερειπώνουν.
Ξεκινάμε για το Λογγάρι, αρχικά σε στενό τσιμεντόδρομο. Πιο πάνω, με μικρή παράκαμψη αριστερά, συναντάμε το βυζαντινό εκκλησάκι του Αγίου Ταξιάρχη. Είναι χτισμένο στα τέλη του 13ου αιώνα, με αργολιθοδομή και κεραμιδάκια. Στον περίβολο του ναού υπάρχει μια στέρνα, ενώ στο εσωτερικό σώζονται κάποιες τοιχογραφίες με αρκετές φθορές.
Επιστρέφουμε στον χωματόδρομο προς Λογγάρι, έναν χωματόδρομο τελείως ακατάλληλο για συμβατικά αυτοκίνητα. Με αρκετή ταλαιπωρία, φτάνουμε κάποτε στο χωριό. Χτισμένο σ’ ένα σχετικά ομαλό υψίπεδο, σε υψόμετρο 500 σχεδόν μέτρων, το Λογγάρι συγκεντρώνει όλα τα χαρακτηριστικά ενός μοναχικού ορεινού οικισμού. Σπίτια πέτρινα, ασοβάντιστα στο σύνολό τους, χτισμένα με την ασβεστολιθική πέτρα του τόπου. Είναι μονώροφα ή διώροφα, με εξωτερικό ξυλόφουρνο και σχεδόν όλα, χωρίς σκεπή. Έτσι, μπορεί ανεμπόδιστα το νερό της βροχής να διαβρώνει τους τοίχους και να επιταχύνει την κατάρρευση των σπιτιών. Ένα άλλο χαρακτηριστικό είναι οι δεξαμενές βρόχινου νερού, κάτω από το κεφαλόσκαλο της εξωτερικής σκάλας των σπιτιών.
–Οι δεξαμενές ήταν απολύτως απαραίτητες για τις ανάγκες των κατοίκων, επισημαίνει ο Χρήστος, αφού το διαπερατό ασβεστολιθικό έδαφος του τόπου, δεν ευνοεί την συγκράτηση του νερού και την ύπαρξη πηγών.
Τα σπίτια στο Λογγάρι είναι διάσπαρτα, χωρίς την παραμικρή έννοια ρυμοτομικού σχεδίου. Επικοινωνούν μεταξύ τους με κακοτράχαλα – ως επί το πλείστον- μονοπάτια, ενώ ενδιάμεσα παρεμβάλλονται βαλανιδιές, αιωνόβια πουρνάρια, σφενδάμια και μια πελώρια κοκορεβυθιά (αγριοφυστικιά). Να κι ένα σηματοδοτημένο μονοπάτι, που ανηφορίζει από το κέντρο του χωριού.
–Είναι μια θαυμάσια πεζοπορική διαδρομή προς τα ΝΔ, που ελίσσεται μέσα στην ρεματιά της Λαγκάδας, εξηγεί ο Χρήστος. Σε κάποια σημεία το μονοπάτι συναντάει τοιχία αντιστήριξης και υπολείμματα του παλιού καλντεριμιού. Μετά από δυόμιση περίπου ώρες καταλήγει στον οικισμό του Αγίου Ιωάννη.
Περνάμε μπροστά από τη σοβαντισμένη εκκλησία του Προφητηλία, συναντάμε ένα σπίτι με χρονολογία 1938, μερικά μεγάλα διώροφα αλλά κι ένα μακρόστενο θολοσκέπαστο, στον μοναδικό χώρο του οποίου στεγαζόταν όλη η οικογένεια. Εγκαταλείπουμε το Λογγάρι με την επιθυμία να επιστρέψουμε κάποτε για το μονοπάτι του Αγίου Ιωάννη.
Ο τόπος, ωστόσο, έκρυβε μερικές ακόμη λεπτομέρειες, αθέατες στα μάτια του βιαστικού και αδιάφορου επισκέπτη. Στην επιστροφή μας, λοιπόν, εντοπίζουμε έξω από το δρόμο, ανάμεσα σε σχισμές βράχων και θάμνους, κάποιες συγκεντρώσεις κυκλάμινων. Θ’ αναρωτηθείτε, βέβαια, ποιο ήταν το αξιοπερίεργο στα κυκλάμινα, που είναι ένα αγριολούλουδο της ελληνικής φύσης τόσο συνηθισμένο και γνωστό. Μα φυσικά το χρώμα τους, ένα βαθύ μωβ, ζωηρό κι εντυπωσιακό, τελείως διαφορετικό από το ανοιχτόχρωμο ροζ που είναι σε όλους γνωστό. Και δεν μπορούμε, βέβαια, να ξεχάσουμε, πως τούτα τα κυκλάμινα είναι παρόμοια με εκείνα, που για πρώτη φορά είχαμε συναντήσει στο παραθαλάσσιο Κυπαρίσσι, δέκα ακριβώς χρόνια πριν.
Ένα άλλο πανέμορφο λουλουδάκι του Κυπαρισσιού που ξαναβρίσκουμε εδώ, είναι μερικές κόκκινες τουλίπες, που εξαιτίας του σκληρού, άνυδρου εδάφους είναι ιδιαίτερα μικροσκοπικές. (5) Εξίσου λιλιπούτειες είναι και οι άγριες ορχιδέες του τόπου. Παρατηρώντας προσεχτικά ανάμεσα στα χόρτα, καταφέρνουμε ν’ αναγνωρίσουμε έξι είδη. Πολύ όμορφες είναι και οι ανεμώνες, όλες κατακόκκινες , χωρίς καμία ροζ.
Μια παράκαμψη του δρόμου καταλήγει, μετά από 200 περίπου μέτρα, σ΄ ένα ειδυλλιακό λιβαδάκι. Εδώ κυριαρχούν δύο υδατοδεξαμενές κατασκευασμένες κάποτε για τα γιδοπρόβατα από τους κατοίκους του Λογγαριού. Είναι κυκλικές, με καλοφτιαγμένο πέτρινο τοιχαλάκι και γεμάτες με νερό. Την εικόνα συμπληρώνει μια λαξευτή πέτρινη “καρούτα” (γούρνα νερού για τα ζώα) καθώς και τα σκαψίματα του εδάφους από τα αγριογούρουνα που αφθονούν στην περιοχή. Ωραίος τόπος, έχει πολύ ενδιαφέρον ν’ ανακαλύπτουμε τις απόκρυφες λεπτομέρειές του.
Στην άσφαλτο και πάλι, με κατεύθυνση προς τον Γέρακα. Περνάμε έξω από τα λιγοστά σπίτια της Αριάνας, του μεσαιωνικού οικισμού που πήρε την ονομασία του από τα δέντρα της αριάς. Ένας στενός δρομίσκος διακλαδίζεται δεξιά, περνάει δίπλα από χτιστό εικονοστάσι με παράξενο σχήμα και καταλήγει στην αφιλόξενη παραλία της Αριάνας. Στ΄ ανοιχτά προβάλλει το ογκώδες βραχονήσι “Δασκαλειό”, που λειτουργούσε ως μονεμβασιώτικο λιμάνι στα πρώιμα βυζαντινά χρόνια (6ος, 7ος αι.).
Ξαναβγαίνουμε στον κεντρικό δρόμο και περνάμε δίπλα από το μικρό μαντρί και το τυροκομείο της Ελένης Καραγάνη, που χρησιμοποιώντας τον παραδοσιακό τρόπο, τα “πυτιά”, παρασκευάζει ένα θαυμάσιο τυρί. (τηλ. 27320-23913)
Μετά την Αριάνα, ανηφορίζουμε ελαφρά. Καθώς φτάνουμε στο υψηλότερο σημείο αποκαλύπτεται χαμηλότερα το παράξενο, το τόσο ιδιαίτερο τοπίο του Γέρακα. Ρηχότατος ο όρμος, κυρίως στο μυχό, που μοιάζει με λιμνοθάλασσα. Καλάμια, κατάφυτο νησάκι κι ένας σταχτοτσικνιάς που βηματίζει αργά στα ήρεμα νερά. Στην αντικρινή ακτή το λιμάνι του Γέρακα και τα σπιτάκια του οικισμού.
ΣΤΑ ΕΡΕΙΠΙΑ ΤΟΥ ΑΡΧΑΙΟΥ ΖΑΡΑΚΑ
Στην είσοδο του οικισμού, στο επίπεδο της θάλασσας, μας υποδέχεται μια πινακίδα που αναγράφει ΑΚΡΟΠΟΛΗ ΑΡΧΑΙΟΥ ΖΑΡΑΚΑ. Ο Ζάρακας αποτελεί το νότιο τμήμα της οροσειράς του Πάρνωνα, που περιλαμβάνει τους ορεινούς όγκους Χιονοβούνι, Τούρλα και Κουλοχέρα. Το όνομά του το οφείλει ο Ζάρακας στον βασιλόπαιδα Ζάρακα, γιο του βασιλιά της Καρύστου και δισέγγονο του Κενταύρου Χείρωνα. Ο Ζάρακας έχτισε το ομώνυμο κάστρο εκεί όπου είναι σήμερα το λιμάνι του Γέρακα, δίνοντας έτσι το όνομά του κα σε ολόκληρο τον ορεινό όγκο του νότιου Πάρνωνα.
Ξεκινάμε να γνωρίσουμε την αθέατη, αρχαία πόλη. Σ’ ένα δεκάλεπτο φτάνουμε σε εκτεταμένο, επίπεδο χώρο, σε υψόμετρο 50 μέτρων. Ανάμεσα στους θάμνους, τα δέντρα και τα λουλούδια προβάλλουν λιθοσωροί, τοιχία ξερολιθιάς αλλά και μεγάλα τμήματα της εντυπωσιακής κυκλώπειας οχύρωσης της πόλης. Η οχύρωση αυτή εκτεινόταν στην δυτική και βόρεια πλευρά της πόλης, αφού τα ανατολικά και τα νότια τελούσαν κάτω από την προστασία του απόκρημνου βράχου και της θάλασσας. Τα τείχη χρονολογούνται από τον 5ο μέχρι τον 4ο αι. π. Χ. , σε ορισμένα όμως σημεία μοιάζουν προϊστορικά. Για την κατασκευή τους έχουν χρησιμοποιηθεί ογκώδεις δόμοι από σκουρόχρωμο ασβεστόλιθο, τετραγωνισμένοι ή πολυγωνικοί. Το εντυπωσιακότερο σημείο βρίσκεται στο ΝΑ άκρο, ακριβώς πάνω από την θάλασσα και το ελικοειδές στόμιο του φιόρδ. Στο σημείο αυτό το πλάτος της οχύρωσης φτάνει τα 3 μέτρα. Αμέσως μετά αρχίζει ο απόλυτος γκρεμός.
Ένα βέλος και κόκκινα σημάδια μάς δείχνουν προς τα νότια την κατεύθυνση της κυκλικής μας επιστροφής. Σε δυο λεπτά συναντάμε δυο ερειπωμένους αλλά πανύψηλους τοίχους, με κεραμοπλαστικό διάκοσμο και άριστη κατασκευή. Είναι ό,τι απέμεινε από ένα μεγάλο κτίσμα, που θα μπορούσε να είναι “ανάκτορο του βασιλέως” ή “διοικητήριο”. Εδώ, ανάμεσα στα αγριόχορτα, κείτεται μια τεμαχισμένη επιτύμβια στήλη με ανάγλυφες παραστάσεις. Το θέμα της είναι ο γυναικείος καλλωπισμός. Διακρίνεται καθρέφτης, χτένα και η επιγραφή ΔΑΜΟΥCΑ ΚΑΛΛΙCΤΡΑΤΟΥ.
Κατά τον Γ. Κουτσογιαννόπουλο, λόγω της θέσης της, η πόλη εξουσιάζει όλη την ορεινή περιοχή του Ζάρακα. Έτσι, πολύ γρήγορα αναπτύχθηκε και γνώρισε μια μακρά περίοδο ακμής. Είχε όμως την ατυχία να βρίσκεται σε μια περιοχή, την οποία ήδη από τον 8ο π.Χ αιώνα διεκδικούσαν το Άργος και η Σπάρτη. Καθώς ο Ζάρακας βρισκόταν στα σύνορα των δύο πόλεων υπέφερε πολλά από την διαμάχη τους. Σχετικά σημειώνει ο Παυσανίας: “ο Ζάραξ…έχει υποστεί τις πιο πολλές δοκιμασίες από όλες τις πολίχνες των ελευθερολακώνων…
Το 338 π.Χ, μετά τη Μάχη της Χαιρώνειας, ο Φίλιππος, ο βασιλιάς της Μακεδονίας, προσέφερε την πόλη στους Αργείους. Το 272 π.Χ οι Σπαρτιάτες, με αρχηγό τον Κλεώνυμο, κατέστρεψαν τελείως τον Ζάρακα. Αργότερα, κατά τη διάρκεια της Ρωμαϊκής κυριαρχίας, η πόλη ανασυγκροτήθηκε και γνώρισε περίοδο ευημερίας. Όταν όμως την επισκέφθηκε ο Παυσανίας, στο τέλος του 2ου αι. μ.Χ, τη βρήκε εγκαταλειμμένη και σημειώνει: “…Στο Ζάρακα δεν υπάρχει τίποτε άλλο από ένα ναό του Απόλλωνα, στο πέρας του λιμανιού, με άγαλμά του που κρατεί κιθάρα…”.
Στα Μεσαιωνικά χρόνια το κάστρο και η πόλη κατοικούνται, όπως αποδεικνύεται από χριστιανικό ναό χτισμένο στην ακρόπολη του κάστρου. Περιηγητές που επισκέφθηκαν αργότερα την περιοχή, αναφέρονται συχνά στο λιμάνι του Γέρακα. Το 1805 ο Leake μάς πληροφορεί, ότι οι Ενετοί χρησιμοποιούσαν το λιμάνι ως αγκυροβόλιο και ασφάλιζαν την είσοδό του με αλυσίδα. Γι’ αυτό και το ονόμαζαν PORTO CADENA, δηλ, “λιμάνι αλυσίδα”.
Πριν κατηφορίσουμε για το λιμάνι του Γέρακα, αγναντεύουμε από ψηλά, για τελευταία φορά, το στόμιο του φιόρδ. Έτσι όπως είναι διαμορφωμένο ελικοειδώς ανάμεσα στα βραχώδη ακρωτήρια της ακτής, δύσκολα από τη μεριά της θάλασσας μπορεί να ανιχνευθεί. Αυτό το στόμιο που θαυμάζαμε από ψηλά, θα είχαμε μετά από λίγη ώρα την τύχη να γνωρίσουμε από κοντά, πολύ ρεαλιστικά.
ΣΤΟ ΛΙΜΑΝΙ ΤΟΥ ΓΕΡΑΚΑ
Κατηφορίζουμε τα σκαλοπάτια πλάϊ στο λευκό εκκλησάκι του Αη Νικόλα και βγαίνουμε στην τσιμεντένια προκυμαία του λιμανιού. Ωραία μέρα σήμερα, ηλιόλουστη και ζεστή. Στα δυο ταβερνάκια επικρατεί- μέσα κι έξω- συνωστισμός. Η εικόνα είναι πολύ διαφορετική από κείνη τη χειμωνιάτικη, τρεις μήνες πριν.
Έχουμε την πληροφορία, ότι στο λιμάνι του Γέρακα μπορεί κάποιος να βρει το φημισμένο τουλουμοτύρι.
Δεν χρειάζεται να ψάξουμε πολύ. Εντοπίζουμε το τουλουμοτύρι στο “Παντοπωλείο του Σοφού”. (τηλ. 27320-23914)
-Ναι, μού έχει μείνει λίγο ακόμα, λέει ο 81χρονος μπαρμπα-Γιάννης Σοφός.
Μικρούλι το μπακαλικάκι- καφενεδάκι, λειτουργεί στην ίδια θέση από τα μέσα του 19 ου αιώνα, σχεδόν 150 χρόνια πριν, με μόνη διακοπή στα χρόνια της κατοχής. Όλη η νεώτερη ιστορία του τόπου πέρασε από ‘δω.
Το κατσικίσιο τυρί προέρχεται από τσομπάνη στα ορεινά της περιοχής. Την φροντίδα, ωστόσο, και τη συσκευασία του στο παραδοσιακό δερμάτινο τουλούμι έχει ο μπαρμπα-Γιάννης. Η γεύση του είναι, απλά, μοναδική. Και, βέβαια, μπορεί να παραμείνει αναλλοίωτη για μεγάλο διάστημα στην κατάψυξη.
Εμφανίζεται ένας από τους γιους του μπαρμπα Γιάννη, ο Παναγιώτης. Ψαράς ο Παναγιώτης έχει αραγμένο το καϊκάκι του στην προκυμαία, μπροστά στο μαγαζί.
–Πόσο δύσκολο είναι να πάμε ως την μπούκα του κόλπου;
–Καθόλου δύσκολο, σε μερικά λεπτά θα ‘μαστε εκεί.
Μαζί μας επιβιβάζεται στο καΐκι και η συμπαθέστατη, τετραμελής οικογένεια του Βασίλη και της Γεωργίας Κούρλα, από τον-φημισμένο για τα εσπεριδοειδή του-Βλαχιώτη της Λακωνίας.
Ήρεμα τα νερά στο προφυλαγμένο φιόρδ, σ’ ελάχιστα λεπτά περνάμε έξω από το πολύ στενό στόμιο μιας θαλασσοσπηλιάς. Προσπαθούμε, χωρίς επιτυχία όμως να εντοπίσουμε λεπτομέρειες από το μισοσκότεινο εσωτερικό.
-Αν ήμασταν με τη βάρκα θα μπορούσαμε να εισχωρήσουμε στα έγκατα της σπηλιάς, σχολιάζει ο Παναγιώτης και συνεχίζει για την- αθέατη ακόμη- είσοδο του φιόρδ. Το στόμιο δεν αργεί ν΄ αποκαλυφθεί. Το πλάτος του μετά βίας ξεπερνάει τα 200 μέτρα, ενώ το βάθος είναι στα 20 περίπου.
–Σύμφωνα με την παράδοση, οι Ενετοί ασφάλιζαν το στόμιο με χοντρή αλυσίδα, λέει ο Παναγιώτης.
–Και πώς παρέμενε στην επιφάνεια με τόση απόσταση ανάμεσα στα δυο άκρα;
–Την στήριζαν πάνω σε βαρέλια-πλωτήρες. Γι’ αυτό ίσως ο Γέρακας ονομαζόταν και PORTO DES TONNEAUX, δηλ. “Λιμάνι των Βαρελιών”.
Καθώς πλησιάζουμε στην έξοδο του φιόρδ, ταράζονται τα νερά και μαζί τους το καϊκάκι . Το τοπίο αγριεύει, οι βράχοι γίνονται κατακόρυφοι, με ύφος που ξεπερνάει τα 50 μέτρα. Εκεί πάνω χτίστηκε η ακρόπολη του Ζάρακα, απρόσιτη από τη θάλασσα.
Τα πόδια μας πατούν και πάλι στο σταθερό έδαφος της προκυμαίας του λιμανιού. Αποχαιρετάμε την καλή παρέα κι εγκαταλείπουμε τον Γέρακα και την επιφάνεια του νερού. Επόμενος προορισμός μας είναι τα βόρεια ορεινά.
ΜΟΝΑΣΤΗΡΙ ΕΥΑΓΓΕΛΙΣΤΡΙΑΣ ΚΑΙ ΑΓΙΟΥ ΓΕΩΡΓΙΟΥ
Παίρνουμε ν΄ ανηφορίζουμε και σ’ ελάχιστα λεπτά φτάνουμε από το λιμάνι στον οικισμό του Γέρακα, σε μέσο υψόμετρο 130 περίπου μέτρων. Είναι ωραίο χωριό, χτισμένο αμφιθεατρικά σε μιας πλαγιά προστατευμένη απ΄ το βοριά. Τα περισσότερα σπίτια είναι παραδοσιακά. Ανάμεσα τους παρεμβάλλονται αυλές, ελιόδεντρα και περιποιημένα περιβόλια. Πολύ κοντά στον Γέρακα βρίσκεται ο εξίσου γραφικός οικισμός του Αγίου Ιωάννη, σε υψόμετρο 250 περίπου μέτρων. Αρχίζει ενδιαφέρουσα ημιορεινή διαδρομή με ήπιες κλίσεις και στροφές. Δεν αργούμε να συναντήσουμε δεξιά μας έναν στενό τσιμεντόδρομο με πινακίδα προς τη Μονή της Ευαγγελίστριας.
Ξεκινάμε να διασχίζουμε ένα εκτεταμένο και σχεδόν επίπεδο οροπέδιο. Ο δρομίσκος ελίσσεται ανάμεσα σε βαλανιδιές, πουρνάρια, σφενδάμια και πολλά άλλα δέντρα. Το τοπίο είναι γοητευτικό, τελείως μοναχικό. Ο ορίζοντας είναι περίκλειστος από ασβεστολιθικούς βράχους με εντυπωσιακές ορθοπλαγιές, ιδανικές για αναρριχητικές διαδρομές.
Μαντριά με γιδοπρόβατα, αιωνόβια δέντρα δρυός και έξι σχεδόν χιλιόμετρα μετά, φτάνουμε μπροστά στο χώρο της μονής. Εδώ κυριαρχούν τα πανέμορφα ελιόδεντρα του μοναστηριού με τους ογκωδέστατους κορμούς. Μας υποδέχεται μια ευγενέστατη μοναχή, που μας οδηγεί στο Καθολικό. Είν’ ένας εντυπωσιακός σε ύψος, ολόλευκος ναός, σταυροειδής μετά τρούλλου και χτισμένος λίγο πριν από τα μέσα του 19ου αιώνα. Σύμφωνα με τον Γ. Κουτσογιαννόπουλο, ο ναός έχει την αρχιτεκτονική ιδιομορφία να περιέχει δύο ναούς, τον ένα κτισμένο πάνω και μέσα στον άλλο. Ο κάτω ναός είναι αφιερωμένος στον Άγιο Γεώργιο. Μια εσωτερική, όμως, απότομη σκάλα οδηγεί στον επάνω ναό, αφιερωμένο στην Παναγία την Ευαγγελίστρια. Στην βάση του μεγαλόπρεπου τρούλλου, υπάρχει κι ένας ακόμη ναός-παρεκκλήσι, αφιερωμένος στην Αγία Παρασκευή.
Κτήτορας της μονής υπήρξε ο μοναχός Κωσταντίνος Στουρνάρης ή Κυριακός. Ισχυρές παραδόσεις αναφέρονται στα θαύματα και την αγιοσύνη του μοναχού Στουρνάρη, που τον αποκαλούν και Άγιο Δάσκαλο, επειδή είχε πολλές γνώσεις βοτανολογίας και ιατρικής. Σήμερα στο αρχείο της μονής φυλάσσονται αρκετά προσωπικά αντικείμενα του μοναχού. Μετά τα μέσα του 19ου αιώνα το μοναστήρι εγκαταλείφθηκε για μεγάλο χρονικό διάστημα και ερήμωσε, αποτελώντας απλά μετόχι της Μονής Ζερμπίτσας. Από το 1980 και μετά, ωστόσο, το μοναστήρι αναγνωρίστηκε με Προεδρικό Διάταγμα ως ανεξάρτητο και γυναικείο, ξαναρχίζοντας την πνευματική του πορεία στον χρόνο.
Μετά το καθιερωμένο μοναστηριακό κέρασμα περιδιαβαίνουμε τον περιποιημένο αύλειο χώρο και αγναντεύουμε, από υψόμετρο 130 μέτρων, τα βάθη του Μυρτώου Πελάγους. Εκεί, στη γραμμή του ορίζοντα, αναδύεται μέσα από την καταχνιά, το αχνό περίγραμμα μιας μακρόστενης στεριάς. Είναι η μοναχική και έρημη πια Νήσος Παραπόλα με τον περίφημο φάρο της, που είχαμε την τύχη να επισκεφθούμε μερικά χρόνια πριν (6).
ΠΑΡΑΛΙΕΣ ΒΛΥΧΑΔΑ ΚΑΙ ΜΠΑΛΟΓΚΑΙΡΙ
ΑΞΕΠΕΡΑΣΤΗ ΓΟΗΤΕΙΑ
Πιστεύαμε ότι η Μονή Ευαγγελίστριας αποτελούσε τον τελευταίο σημερινό μας προορισμό. Ως τη στιγμή, που ο φίλος μας ο Χρήστος μάς δήλωσε, ότι υπήρχαν στην περιοχή δύο μοναχικές και τελείως αθέατες παραλίες.
–Οι οποίες, είμαι βέβαιος, πως είναι από τις πιο ιδιαίτερες, όχι μόνον της Πελοποννήσου μα και ολόκληρης της Ελλάδας.
Η δήλωση του Χρήστου εξήψε την περιέργειά μας. Μετά τη Μονή της Ευαγγελίστριας ξαναβγαίνουμε στον κεντρικό δρόμο, κατευθυνόμαστε δεξιά και μετά από αρκετές στροφές φτάνουμε στην Ρειχιά. Σε υψόμετρο 500 σχεδόν μέτρων η Ρειχιά, είν’ ένα ωραίο κεφαλοχώρι με πολλά παραδοσιακά σπίτια, χτισμένα σε δύο αμφιθεατρικούς συνοικισμούς. Μια πινακίδα στο κέντρο του χωριού μάς δείχνει την κατεύθυνση προς Βλυχάδα και Μπαλογκαίρι.
Έξω από τα τελευταία σπίτια αρχίζει μια ελαφρά κατηφορική διαδρομή στο πλάϊ μιας χαράδρωσης του εδάφους, που όλο και βαθαίνει. Πολύ γρήγορα η χαράδρα εξελίσσεται στο φαράγγι του Μπαλογκαιριού. Τα χαρακτηριστικά του είναι η αδιαπέραστη βλάστηση, οι βαθειές ρηγματώσεις του εδάφους και οι απότομες πλαγιές, πολλές από τις οποίες αποτελούνται από συμπαγή ασβεστόλιθο ιδανικό για αναρριχήσεις.
–Είναι προσιτή η διάσχιση του φαραγγιού; ρωτάμε τον Χρήστο.
– Όχι. Απευθύνεται μόνον σε πολύ εκπαιδευμένους, με εμπειρία στα σχοινιά.
Απότομες στροφές, θέα ιλιγγιώδης της θάλασσας και της βραχώδους ακτογραμμής και μετά, ένα νέο φαράγγι, της Βλυχάδας αποκαλύπτεται χαμηλά. Συνεχίζουμε την κάθοδο για λίγο ακόμη και ξαφνικά δεν πιστεύουμε στα μάτια μας. Σαν υποταγμένο σε κολοσσιαίες γεωλογικές δυνάμεις, το άγριο φαράγγι, καθώς πλησιάζει τη θάλασσα, αποβάλλει σταδιακά τον ατίθασο χαρακτήρα του, μεταμορφώνεται σε μια γλυκύτατη παραλία με εξωτικά τυρκουάζ νερά. Η ωραιότητα της παραλίας, περίκλειστης μέσα σ΄αυτό το βραχώδες αγριοβούνι είναι απερίγραπτη.
Με άνοιγμα 200 περίπου μέτρων, η παραλία της Βλυχάδας έχει στην ακροθαλασσιά λεπτό, λευκόγκριζο βοτσαλάκι, στρογγυλεμένο από τα κύματα του σορόκου και του λεβάντε στους αιώνες. Ο δρόμος φτάνει ως την ακτή, έτσι ο τόπος είναι πολύ δημοφιλής κι επιθυμητός από τους θερινούς κατασκηνωτές.
–Ωστόσο, αυτή η τόσο ειρηνική παραλία κάποτε αγριεύει, λέει ο Χρήστος. Είναι τότε που το φαράγγι της Βλυχάδας κατεβάζει μεγάλες ποσότητες νερού από το Χιονοβούνι. Δεν τελειώσαμε όμως ακόμη. Μας περιμένει το Μπαλογκαίρι.
Αναρωτιόμασταν τι παραπάνω θα μπορούσε να προσθέσει το Μπαλογκαίρι. Το διαπιστώσαμε σε λίγο, όταν αντικρίσμαε από ψηλά έναν από τους συγκλονιστικότερους συνδυασμούς άγριας μεγαλοπρέπειας και βελούδινης γαλήνης. Ιλιγγιώδεις βράχοι, κατακόρυφοι και απρόσιτοι, βλάστηση θαμνώδης, αδιαπέραστη σχεδόν. Και ξαφνικά, ανάμεσά τους, μια παραλιούλα θεϊκή, με διάφανα, ανοιχτογάλαζα νερά. Και μάλιστα προστατευμένη, μ’ ένα ελικοειδές στόμιο, σχεδόν απ’ όλους τους καιρούς.
–Το μεγάλο πλεονέκτημα αυτής της παραλίας είναι η μοναχικότητά της, λέει ο Χρήστος. Ελάχιστοι Έλληνες μπαίνουν στον κόπο να διανύσουν τα 15 περίπου λεπτά του μονοπατιού ως την ακτή. Αγναντεύουμε στον αντικρινό βραχώδη λόφο την Μονή της Ευαγγελίστριας και στον ορίζοντα του Μυρτώου το αχνό περίγραμμα της νήσου Παραπόλας. Και αναρωτιόμαστε πότε θα έχουμε τον χρόνο και την ευτυχία να βαδίσουμε την μικρή απόσταση των 15 λεπτών, που μας χωρίζει απ΄ αυτό τον υδάτινο παράδεισο της Λακωνικής ακτογραμμής.
(1) Σχόλια της ΕΚΔΟΤΙΚΗΣ ΑΘΗΝΩΝ στην: “ΠΑΥΣΑΝΙΟΥ ΕΛΛΑΔΟΣ ΠΕΡΙΗΓΗΣΙΣ”, Τόμος 2 Λακωνικά, σελ. 424 και επ.
(2) Η πρώτη ετυμολογία αναφέρεται σ’ ένα αρχαίο σχόλιο του Θουκυδίδη: “της Επιδαύρου της λιμηράς, ήγουν της καταξήρου, της ενδεούς”. Η δεύτερη ετυμολογία, που φαίνεται ορθότερη, αναφέρεται στον Στράβωνα: “Ευλίμενον ούσαν βραχέως και επιτετμημένως λιμηράν ειρήσθαι ως αν λιμενηράν”.
(3) Η Μονεμβασιά και η ενδοχώρα της, μια περιήγηση στον τόπο και στο χρόνο”, Β’ τόμος, Αθήνα 2001.
(4) “Μονεμβασιώτικες Διαδρομές στη χερσόνησο του Μαλέα”, Αθήνα 2009.
(5) ΕΛΛ. ΠΑΝΟΡΑΜΑ, τεύχος 39, Μάϊος-Ιούνιος 2004, σελ. 119-120.
(6) ΕΛΛ, ΠΑΝΟΡΑΜΑ, τεύχος 33, Μάϊος-Ιούνιος 2003.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
-Γ. Δ. Κουτσογιαννόπουλος, “Η Μονεμβασιά και η ενδοχώρα της, μια περιήγηση στον τόπο και στο χρόνο”, Β’ τόμος, Αθήνα 2001.
-Γ.Δ. Κουτσογιαννόπουλος, “Μονεμβασιώτικες Διαδρομές στη χερσόνησο του Μαλέα”, Αθήνα 2009.
-“ΠΑΥΣΑΝΙΟΥ ΕΛΛΑΔΟΣ ΠΕΡΙΗΓΗΣΙΣ”, Τόμος 2 Λακωνικά, ΕΚΔΟΤΙΚΗ ΑΘΗΝΩΝ, ΑΘΗΝΑ 2004.
ΕΥΧΑΡΙΣΤΙΕΣ
Ευχαριστούμε θερμά:
-Το ξενοδοχείο FLOWER OF MONEMVASIA για την πρόθυμη φιλοξενία του (τηλ. 27320-61395).
-Τον Γ.Δ. Κουτσογιαννόπουλο για την άμεση αποστολή των πολύτιμων συγγραμμάτων του.
-Την οικογένεια Σοφού από το Λιμάνι Γέρακα και την οικογένεια του Βασίλη Κούρλα από τον Βλαχιώτη Λακωνίας.
-Τον καλό φίλο, σπηλαιολόγο και ορειβάτη Χρήστο Παναγιωτόπουλο για όλα όσα εξακολουθεί να κάνει για μας.
– Τέλος, θερμά ευχαριστούμε τον Δήμο Μονεμβασιάς για την έμπρακτη στήριξη του έργου μας.
ΧΡΗΣΙΜΕΣ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ
Δήμος Μονεμβασιάς: 27323-60500
Γραφ. Τουρισμού Δήμου: 27323-61777
ΕΟΣΝΑΛ (Ελληνικός Ορειβατικός Σύλλογος ΝΑ Λακωνίας) : 6947-529482
www.facebook.com/eosnal
www.monemvasia.gr
ΧΡΗΣΙΜΟΣ ΧΑΡΤΗΣ
ΠΕΖΟΠΟΡΙΚΕΣ ΔΙΑΔΡΟΜΕΣ
Δήμος Μονεμβασιάς 1:25000
(Χορηγείται από τον Δήμο δωρεάν).