Καταφύγιο καλλιτεχνών και πατρίδα των απανταχού ρομαντικών, η Μονεμβασιά επενεργεί με αξιοπερίεργο και θαυμαστό τρόπο πάνω στους επισκέπτες της. Το ανακαλύψαμε μένοντας στον «Γουλά», ξενώνα που προτιμούν οι καλλιτέχνες, και τρώγοντας σε μέρη όπου Ιστορία, ιστορίες, Τέχνη και Γαστρονομία δημιουργούν πανέμορφα σκηνικά. Στο «Κανόνι» και στις “Βόλτες” αλλά και στην «Καμάρα του Βύρωνα» όπου φέραμε στα χείλη μας γεύση Μονεμβασιάς και οίνου Malvazia . Συναντηθήκαμε με ένα ζευγάρι καλλιτεχνών όπου ο Βράχος της Μονεμβασιάς είναι το σκηνικό της καθημερινότητάς τους και συγκινηθήκαμε μόλις σταθήκαμε στη βάση της σημαντικότερης για την Ορθοδοξία εικόνα της Σταύρωσης. Αόρατος οδηγός στα βήματά μας ο Γιάννης Ρίτσος και ξεναγός μας στο τώρα και το χτες ο ζωγράφος της Μονεμβασιάς Μανώλης Γρηγορέας.
Μπροστά στη Πύλη. Για άλλη μια φορά. Αν προσέξεις το δεξί φύλλο της πόρτας, o Χρόνος έχει σχηματίσει ένα πρόσωπο. Λέει «καλώς ήρθες;» Εγώ πάντως το ακούω. Καθαρά. Πολύ καθαρά. Μονεμβάσια. Μονεμβασιά μου. Για άλλη μια φορά πέρασα τη «μόνη έμβαση» για να σε ανταμώσω.
Μα πρόκειται για ένα τόπο ασύγκριτα γοητευτικό. Δε γίνεται να μην επιστρέψεις εδώ. Ξανά και ξανά. Σε κερδίζει. Φυσικά. Αβίαστα. Ίσως έχει να κάνει με το ότι μπαίνοντας στο Κάστρο νιώθεις ότι παίρνεις τη μικρή εκδίκησή σου από το μηχανοκίνητο τύραννο της καθημερινότητάς μας. Εδώ δεν υπάρχει χώρος ούτε για αυτοκίνητο, ούτε για μοτοσυκλέτα, ούτε καν για ποδήλατο. Άλογα και μουλάρια διασχίζουν τη «Μέση Οδό» και στρίβουν, επιδέξια, στα ακόμα πιο στενά καντούνια.
Δυο άλογα φορτωμένα με σακιά με αναγκάζουν να κάνω στην άκρη. Τα υποζύγια είναι το μόνο μέσον για να μεταφέρεις βαριά πράγματα και τα οικοδομικά υλικά. Ακούγοντας τα πέταλα των ζώων στις πέτρες η φαντασία καλπάζει. Ταξιδεύει πίσω, στη Μονεμβασιά του χτες, το «Περιώνυμον Άστυ», το οποίο διέσχιζαν περήφανα άτια πλουμιστά ντυμένα. Η βυζαντινή πόλη πέρασε κατά καιρούς στα χέρια των Φράγκων, των Οθωμανών, των Ενετών. Όλοι άφησαν τα ίχνη τους εδώ.
Γιατί κάθε φορά που πατάω το πόδι μου εδώ νιώθω ότι έχω αφήσει ανοιχτούς τους λογαριασμούς μου με αυτό τον τόπο; Γιατί ο επισκέπτης αισθάνεται αυτή την ανάγκη να επιστρέφει στη Μονεμβασιά; Πιεστική η ανάγκη να το απαντήσω αυτή τη φορά. Το «άρωμα» της Μονεμβασιάς έχει συνταγή και θέλω να το βρω. Επιτακτικά.
Η μικρή βαλίτσα στενάζει στο κατηφορικό καλντερίμι. Ο ξενώνας, αυτή τη φορά, είναι κοντά στην Πύλη. «Γουλάς». Είναι ένα από τα ονόματα που έχουν οι Μονεμβασίτες για το βράχο τους. Στο πάνω μέρος του είναι γυμνός. Το όνομα έχει ρίζα σλαβική και σημαίνει «φαλακρός». Δυο κτήρια ωραία αγκαλιασμένα αγναντεύουν το πέλαγος. Το δωμάτιο εκπέμπει ζεστασιά. Είναι κι αυτά τα παράθυρα με τη κουρτίνα βελονάκι που φέρνουν την ανάσα της θάλασσας μέσα. Έχεις την αίσθηση ότι εδώ τα έχεις όλα. Νιώθεις αυτάρκης. Ήρεμος. Πλήρης. «Να μπορούσαμε να μείνουμε εδώ για πάντα!»
«Μα, δεν είναι σπάνιο φαινόμενο επισκέπτες μας να ξεχνάνε να φύγουνε. Ξεχνάνε κυριολεκτικά». Η Δώρα, ο άνθρωπος που φροντίζει το «Γουλά» μας φέρνει ένα καφέ στη βεράντα. Τη καθίζω κάτω να τα πούμε.
«Εντάξει, η ζωή τα έχει φέρει έτσι που έρχονται οι άνθρωποι σαν κυνηγημένοι τα τριήμερα και τα Σαββατοκύριακα. Υπάρχουν πολλοί όμως, ξένοι κυρίως, οι οποίοι ξεχνάνε τον Χρόνο, τις μέρες και τις ώρες. Βρίσκουν εδώ την ηρεμία τους. Και γραπώνονται στη κυριολεξία». Μου δείχνει ένα φάκελο γεμάτο σημειώματα που έχουν αφήσει πίσω τους ένοικοι του «Γουλά». «Νιώθουν την ανάγκη να μας γράψουν δυο κουβέντες πριν φύγουν. Σαν να θέλουν να αφήσουν τη σφραγίδα τους. Μη γίνει και ξεχαστούμε. Ποιόν, όμως, μπορώ να ξεχάσω από όλους αυτούς; Τους θυμάμαι όλους. Έναν προς έναν. Άνθρωποι ξεχωριστοί. Από το 2014 θα μου μείνουν πιο έντονα ο Jim και η Carol. Ήρθαν τον Γενάρη και έμειναν εδώ τρεις ολάκερους μήνες. Κάθε χρόνο αφήνουν πίσω τη παγωμένη Νέα Υόρκη για να ξεχειμωνιάσουν στα ωραιότερα μέρη του πλανήτη. Συνταξιούχος καθηγητής Πανεπιστημίου στην έδρα της Αγγλικής και της Αμερικάνικης Ιστορίας αυτός. Φωτογράφος εκείνη. Νομίζω πως και οι δυο ερωτεύτηκαν τη Μονεμβασιά. Ο Jim; Μιλάμε για εφηβικό ενθουσιασμό! Κάθε πρωί ξύπναγε και έγραφε ποίηση. Όλα έμπνευση γύρω από το ταξίδι και τη Μονεμβασιά. Στη μια, κάθε μέρα, ξεκινούσαν για μια μεγάλη βόλτα, ένα περίπατο, μια εκδρομή. Έχουμε κρατήσει επικοινωνία βέβαια. Μόλις εκδοθεί το βιβλίο υποσχέθηκαν να μου το στείλουν. Δεν ξέρουν ακόμα αν θα βγει αυτόνομα ή θα συμπεριλάβουν και ποιήματα που γέννησε άλλος τόπος». Μπαίνουμε μέσα. Βλέπω το χώρο με άλλα μάτια. Αναζητώ την Ερατώ…
Πιάνουμε το κεντρικό καλντερίμι από την αρχή του. Ο πρώτος χώρος που συναντάς είναι ένας χώρος Τέχνης. Malva. Η γκαλερί του ζωγράφου Μανώλη Γρηγορέα. Ρίχνω μια κλεφτή ματιά. Ο ζωγράφος σκυμμένος κεντάει ευλαβικά πάνω σε ένα μεγάλο κομμάτι χαρτί. Δίπλα του μια κυρία τον παρακολουθεί. Συζητάνε. Τα χρώματα και τα βλέμματα στα έργα που κρέμονται στις λεπτεπίλεπτες χρυσές κορνίζες μας καλούν μέσα. Σειρήνες γοητευτικές. Προσπερνάμε. Άλλη φορά.
Η «Μέση Οδός», το βασικό καλντερίμι, είναι γεμάτη με μικρές καμάρες. Μαγαζιά γουστόζικα φτιαγμένα. Υλικά, ενθύμια, έργα. Όλα καμωμένα με μαστοριά. Εδώ έχουν την Υποδοχή τους αρκετά ξενοδοχεία. Οι άνθρωποι φιλικοί και πρόσχαροι. Τίποτε κραυγαλέο. Λίγο πριν φτάσουμε στην πλατεία που δεσπόζει η Μητρόπολη, ο «Ελκόμενος» και το εντυπωσιακό κωδωνοστάσιο, πυκνώνουν οι ταβέρνες. Μπαίνουμε στο «Κανόνι» και τραβάμε γραμμή στο πάνω όροφο. Είναι «κοινό μυστικό» πως η θέα από την μικρή ταράτσα είναι από τα πράγματα που πρέπει να πετύχεις στη Μονεμβασιά. Ο σερβιτόρος παίρνει παραγγελία από μια μεγάλη παρέα Ιταλών. Ατυχήσαμε. Κατεβαίνουμε στο ισόγειο. «Τον πίνακα του Γρηγορέα τον πρόσεξες;» με ρωτά ο φίλος μου ο Τζαννέτος. Τον είχα δει. Εννοείται. Τη προσοχή μου όμως κέρδισε μια παλιά κορνίζα. Ασπρόμαυρο, παλαιικό πορτραίτο, μιας κομψής κυρίας.
«Είναι η συγχωρεμένη η Ελευθερία Παρασκευά Ρίτσου. Αδελφή του ποιητή. Αυτό ήταν το σπίτι της. Όταν έφυγε από τη ζωή πέρασε στα χέρια του ανθρώπου που τη φρόντιζε. Από αυτόν το αγοράσαμε εντελώς απρόσμενα. Και από το 1986 ο χώρος τα έφερνε έτσι που έμοιαζε να μην έχουμε εναλλακτική. Σαν να επιβλήθηκε να δημιουργήσουμε το «Κανόνι» για να περιποιούμαστε τους επισκέπτες της Μονεμβασιάς». Η κυρία Μαρία Λουκάκου παραμένει η ψυχή του εστιατορίου αν και στο τιμόνι βρίσκεται πια ο γιός της ο Πέτρος Γιοβάνης. Παραδοσιακή ελληνική κουζίνα, μαγειρευτά, πιάτα του τόπου αλλά και «παρασπονδίες» που έχουν να κάνουν με τα γούστα των παιδιών. «Τα παιδιά σήμερα ζητάνε επιτακτικά αυτά που έχουν συνηθίσει. Δεν πειραματίζονται». Αχ κυρία Μαρία μου. Τα παιδιά. Αχ.
Ξημερώνει. Πολλά τα ανοίγματα στο δωμάτιο. Από ένα παράθυρο που ξέχασα να κλείσω τρυπώνει εισβολέας ο ήλιος. Σηκώνομαι. Η θάλασσα λάμπει στο πρωινό. Ανοίγω και βγαίνω έξω. Ο καιρός μαλακός όμως η πρωινή δροσιά επιβάλλει το τζάκετ. Κάποιες νότες έρχονται σκόρπια. Προσπαθούμε να διακρίνουμε. Cd; Σίγουρα όχι.
«Αααα» λέει η Δώρα και προσπαθεί να ακούσει. «Λογικά θα έρχεται από το σπίτι του Γιώργου και της Δανάης. Μουσικοί και οι δυο. Μένουν μόνιμα μέσα στο Κάστρο και διδάσκουν μουσική έξω». Η Ευτέρπη σαν να μου ‘κλεισε το μάτι και να μου είπε «τρέχα γρήγορα να τους γνωρίσεις».
Η Δανάη ερχόταν μικρή στη Μονεμβασιά για διακοπές. Το Κάστρο είχε γίνει σκηνικό μέσα στο μυαλό της. Και η ίδια δεν βγήκε ποτέ από αυτό. Και ήρθαν έτσι τα πράγματα που γνώρισε το Γιώργο. Μουσικός ο Γιώργος, χορεύτρια και μουσικός η Δανάη. Και όλα συνταιριάχτηκαν τέλεια. Οι ζωές τους, η τέχνη τους, τα όνειρά τους, το σπίτι τους. Μόνιμοι κάτοικοι του Κάστρου, η Δανάη διδάσκει στην περιοχή χορό και μουσική προπαιδεία σε παιδιά ενώ ο Γιώργος διδάσκει λαϊκή κιθάρα και λαούτο. Η βυζαντινή μουσική είναι ακόμα κάτι που τους ενώνει.
Ο Γιώργος ψάλλει μαζί με χορωδούς στην Κυριακάτικη λειτουργία. Πότε στον «Ελκόμενο», την άλλη εβδομάδα έξω, στην νέα πόλη. Ο Τζαννέτος διακριτικά κινηματογραφεί το Γιώργο να παίζει λαούτο, δοκιμάζω λικέρ ρόδι και άθελα μου ταξιδεύω στο μικρό τους βασίλειο. Ευλογημένοι. Απλά ευλογημένοι.
Σκύβω στην εξώπορτα. Η Μονεμβασιά τους τσιγκλάει τους ψηλούς. Μας κόβει τον αέρα και την έπαρση. Ταπείνωση. Είναι η ώρα για να πάμε στον Ιερό Ναό του «Ελκόμενου». Η σκηνή της Άκρας Ταπείνωσης του Κυρίου μας. Στη Λακωνία απαντάται συχνά πυκνά αυτή η παράσταση στους ναούς.
Στην καρδιά της Μονεμβασιάς, εκεί που ορατές και αόρατες χαράξεις συγκλίνουν, βρίσκεται η Μητρόπολη του Κάστρου. Ο επισκέπτης ξαφνιάζεται. Ο ναός, γυμνός από αγιογραφικό πρόγραμμα στους τοίχους σε καλεί να επικεντρωθείς στις λιγοστές εικόνες και στο εντυπωσιακό μαρμάρινο τέμπλο του 1901. Η εκκλησία βέβαια είναι κατά πολύ παλαιότερη. Η αρχική οικοδομική της φάση ανάγεται στον 6ο περίπου αιώνα. Έχουμε την τύχη να συναντάμε τον εφημέριο του ναού, Πατέρα Κωνσταντίνο. Εύλογα η κουβέντα εστιάζει στην Ιερή Εικόνα της Σταύρωσης. Το μεγάλο πνευματικό, ιστορικό, πολιτιστικό κειμήλιο της Μονεμβασιάς. «11 Ιανουαρίου 1979. Είναι μια σημαδιακή μέρα για μας τους Μονεμβασίτες. Δυνατή βροχή για ώρες μαστίγωνε το βράχο. Πρωτόγνωρη κακοκαιρία. Ένας απόστρατος αξιωματικός παραβίασε τον Ιερό Ναό και μπήκε στον πειρασμό να κλέψει την Ιερή εικόνα της Σταύρωσης. Η εικόνα, διόλου ευκαταφρόνητων διαστάσεων, γύρω στο 1,60 επί 1 και 40 δεν ήταν εύκολο να μεταφερθεί. Αποφασίζει να την πριονίσει στα τρία και τελικά την αποσπά. Μέγα γεγονός. Μεγίστη η αναταραχή. Όμως τα πράγματα εξελίχθηκαν έτσι που η εικόνα εντοπίστηκε, συντηρήθηκε στη συνέχεια εκπληκτικά και πλέον βρίσκεται προστατευμένη και υπό ειδικές συνθήκες στο χώρο του ναού μόνιμα». Μπαίνω στην σκοτεινή κρύπτη. Μέσα από το σκοτάδι ξεπροβάλλει η μεγαλειώδης Εικόνα. Αριστούργημα της Παλαιολόγειας Τέχνης. Ο Ιησούς, η έκφραση του πόνου, η Παναγία, ο Άγιος Ιωάννης ο Πρόδρομος χειρονομεί, οι μυροφόρες, οι ταραγμένοι άγγελοι. Η ειδική προθήκη, φτιαγμένη από την ίδια εταιρία που έχει κάνει την προθήκη για τη «Τζοκόντα» στο Λούβρο διασφαλίζει τέλειες συνθήκες ασφάλειας και κλιματισμού για ένα έργο θεόπνευστο που αποτυπώνεται για πάντα στη ψυχή του προσκυνητή. Ο Πατέρας Κωνσταντίνος στέκεται ιδιαίτερα στο ότι όλες οι Ακολουθίες του Πάσχα πραγματοποιούνται στο Ναό του Ελκόμενου και με δεδομένο ότι η ομώνυμη Εικόνα αποτυπώνει την Άκρα Ταπείνωση εορτάζει τη Μεγάλη Πέμπτη. Κάτι που απαντάται εξαιρετικά σπάνια. Τυχεροί οι ευλαβικοί προσκυνητές που θα περάσουν το Πάσχα τους στη Μονεμβασιά.
Βγαίνοντας από το ναό κοιτάζω ψηλά. Το μάτι φτάνει έως το αναβατόριο που αγκιστρώνει το βράχο. Η άνω Πόλις είναι κλειστή πια για το κοινό αφού είναι σε εξέλιξη ένα ευρύ πρόγραμμα αναστηλώσεων και ανασκαφών. Σε άλλα σημεία υπάρχουν σκαλωσιές ενώ έργα αποκατάστασης προβλέπονται και για κάποιους ναούς. Έρχονται πολύ καλές ημέρες για τη Μονεμβασιά.
Στο δρόμο περνάμε μπροστά από το εκθετήριο του Γρηγορέα. Μια παρέα πιτσιρίκια έχει εισβάλλει. Τα έντονα χρώματα του ζωγράφου είναι παγίδα. Δεν μπορούν να αντισταθούν. Κάτι τους λέει. Μειλίχιος και με εκφραστικά ξεσπάσματα. Σαν τα έργα του. Κοιταζόμαστε με το Τζαννέτο. Λέμε να μην τους διακόψουμε.
Μπαίνουμε δίπλα. Στις «Βόλτες». Τα ονόματα στη Μονεμβασιά είναι ψαγμένα. Όλα τα ονόματα είναι ψαγμένα. Τίποτε δεν είναι τυχαίο. Όταν κάνεις κάτι στη Μονεμβασιά δε σε παίρνει να το κάνεις πρόχειρα. Όλα σηκώνουν μελέτη και μεράκι. Και αυτό δεν έχει να κάνει μόνον με την ευαισθησία με την οποία αγκαλιάζει και προστατεύει τα πάντα η αρμόδια Εφορεία Αρχαιοτήτων. Βλέπεις, η Μονεμβασιά είναι ένα εύθραυστο πολιτιστικό και φυσικό οικοσύστημα. «Το όνομα «Βόλτες» ήταν για εμάς ο καλύτερος τρόπος να συνδυάσουμε την ιδέα της περατζάδας που χαρακτηρίζει το κεντρικό καλντερίμι της Μονεμβασιάς με το ζιγκ ζαγκ μονοπάτι που σε οδηγεί στην Άνω Πόλη και λεγόταν έτσι από παλιά». Πιάσαμε κουβέντα με το Διαμαντή Σεμπέπο ο οποίος μαζί με τον αδελφό του Γιάννη έχουν στήσει αυτό το μεταμοντέρνο μεζεδοπωλείο στην είσοδο, σχεδόν, του Κάστρου. Η οικογένειά τους με παράδοση στη παραγωγή και τυποποίηση βιολογικού ελαιόλαδου τους μπόλιασε με την αγάπη στο αυθεντικό και τους απέδειξε πως το μεράκι κάνει θαύματα. Η διακόσμηση, προσεγμένη και με ευφυείς λύσεις, αναδεικνύει τα έργα στους τοίχους. «Είναι έργα ενός λάτρη της Μονεμβασιάς και ακριβού μας φίλου. Ένας πολυδιάστατος Ελβετός που βρήκε στη Μονεμβασιά ένα τόπο χαράς, ισορροπίας και έμπνευσης. Ερχόταν στην περιοχή για 30 χρόνια, τα τελευταία 12 προωθούσε μάλιστα το ντόπιο βιολογικό λάδι στην Ελβετία. Και φωτογράφιζε. Με πάθος. Τα έργα του, βάζουν τη Μονεμβασιά αμετάκλητα στο χώρο και κάνουν τους πελάτες μας να ταξιδεύουν και να εμπνέονται» μας λέει ο Διαμαντής. Τι κρίμα που ο φίλος τους δυστυχώς δεν είναι πια εν ζωή να καμαρώσει την επιτυχία τους. Θα βρεθούμε κι άλλες φορές στη «Βόλτες» και οι μεζέδες τους κάθε φορά θα μας κερδίζουν. Εξαιρετικά υλικά, μαεστρία και διαρκής αναζήτηση. Έφεραν ένα φρέσκο αεράκι στη Μονεμβασιά και όπως και οι ίδιοι λένε «μακάρι να πυκνώσουν στέκια όπως το δικό μας εδώ στο Κάστρο».
Επιστρέφοντας στη βάση μας, το ξενώνα «Γουλάς», κάνουμε μια μικρή παράκαμψη. Ανεβαίνουμε τα σκαλιά και βγαίνουμε στο πλάτωμα μπροστά από το σπίτι του ποιητή. Η προτομή του, εκτεθειμένη στα στοιχεία της Φύσης, έχει γλυκάνει. Η οξείδωση αφήνει τα ίχνη της στη βάση του γλυπτού. Βγάζω φωτογραφίες. Μια απορία επιστρέφει στο μυαλό μου. Συμβαίνει κάθε φορά που βρίσκομαι ενώπιος ενωπίω με το Ρίτσο. Γιατί, άραγε, η Μονεμβασιά να μην έχει το «Σπίτι του Ρίτσου»; Ας μην είναι το κυριολεκτικό σπίτι. Ας είναι ένας χώρος όπου ο επισκέπτης θα μπορεί να συναντηθεί με τον ποιητή και το έργο του. Το αεράκι σκορπίζει από ψηλά στίχους του ποιητή. Σαν να τους φέρνει από την Άνω Πόλη και όπου και αν σταθείς μπορείς να τους αγγίξεις. Πότε, άραγε, θα έρθει η στιγμή να βρουν αυτοί οι στίχοι τη δική τους καμάρα;
Αφήνουμε τα πράγματα στο δωμάτιο. Βάζουμε λίγο κρασί. Της περιοχής φυσικά. Θα ήταν ύβρις να είσαι στη γενέτειρα του «Malvasia» και της οινικής παράδοσης και να μη χαίρεσαι ντόπιο κρασί. Σύμφωνα με μια άποψη, οι Φράγκοι στηριγμένοι στον αρχαίο ντόπιο «δώρειο» οίνο βάφτισαν το κρασί «Μαλβάζια» επειδή ένα λουλούδι που κυριαρχούσε στην περιοχή του χάριζε το ιδιαίτερο χρώμα του. Το λουλούδι αυτό το λέγανε «μάλβα», η μολόχα στα ιταλικά. Απόψε έχουμε τη τύχη να έχουμε ένα «αμείλικτο φεγγαρόφωτο». Περπατάμε στο φωτεινό μονοπάτι της θάλασσας και ακουμπάμε ευλαβικά το φεγγάρι. Η «Σονάτα του Σεληνόφωτος» δεν ακούγεται. Σα μουσική όμως έρχεται ο στίχος του ποιητή.
Ὅταν ἔχει φεγγάρι μεγαλώνουν οἱ σκιές μές στό σπίτι,
ἀόρατα χέρια τραβοῦν τίς κουρτίνες,
ἕνα δάχτυλο ἀχνό γράφει στή σκόνη τοῦ πιάνου
λησμονημένα λόγια — δέ θέλω νά τ’ ἀκούσω. Σώπα.
Τελευταία ημέρα. Τι κρίμα. Η Μονεμβασιά θέλει χρόνο. Άπλα. Ηρεμία. Τι να σου κάνουν τρεις και πέντε μέρες; Φτάνεις στη πηγή αλλά δεν ξεδιψάς.
Η κουβέντα ήρθε χτες στο κρασί. Θυμηθήκαμε τις μικρές χειροποίητες πινακίδες που έγραφαν «wine tasting». Σήμερα λέμε να τις ακολουθήσουμε. Που θα μας βγάλουν άραγε;
Αφήνουμε πίσω την πλατεία του «Ελκόμενου». Κατευθυνόμαστε προς το «Πορτέλο», την παλιά επιθαλάσσια Πύλη. Μια φέτα με βράχια έξω από το κάστρο είναι το μόνο σημείο στο οποίο μπορείς να βουτήξεις στη θάλασσα. Ακολουθούμε τις πινακίδες. Σε ένα τρίστρατο λιγοστά τραπέζια. Και η πινακίδα. «Byron’s Kamara». Μπαίνουμε σε ένα υποβλητικό χώρο. Μας υποδέχεται η Βίβιαν. Τα ελληνικά της προδίδουν την βρετανική της καταγωγή. Με το Βύρωνα περνούν αρκετό χρόνο στη Μονεμβασιά. Το σπίτι τους είναι κατεβαίνοντας στο Πορί. Αυτός ο χώρος είναι το αρχοντικό που είχε αγοράσει η μητέρα της στις αρχές του ’60. Περνούσε με ένα γιώτ από τη Μονεμβασιά. Ο έρωτας κεραυνοβόλος. Κατέβηκε από το σκάφος, περπάτησε το Βράχο και αγόρασε το σπίτι. Έτσι απλά. Μια ιστορία από εκείνες που έχουν κάνει τη δεκαετία του εξήντα να φαντάζει μυθική. Το κτήριο, ένα από τα ωραιότερα και τα παλιότερα στο Κάστρο με έντονα τα βενετσιάνικα στοιχεία έχει μετατραπεί σήμερα στο πιο ιδιαίτερο, εναλλακτικό στέκι. Μαξιμαλιστική στο ύφος, η «Καμάρα του Βύρωνα» είναι ένα άτυπο καταφύγιο των καλλιτεχνών. Εκθετήριο και ταυτόχρονα σκηνή που φιλοξενεί απρόσμενα καλλιτεχνικά δρώμενα. Μουσικές βραδιές, συναντήσεις ποίησης, θεατρικοί αυτοσχεδιασμοί να αξιοποιούν τα δυο επίπεδα. Κοινός παρονομαστής, το κρασί. «It’s an intellectual place» λέει η Βίβιαν. «Η Καμάρα είναι μια διαφορετική εμπειρία και συγκεντρώνει όσους θέλουν όχι απλά προσοχή. Όσους θέλουν στοργή». Η φιλία του Βύρωνα με τον Γιώργο Τσιμπίδη της «Οινοποιητικής Μονεμβασίας» οδήγησε στη δημιουργία αυτού του ανεπιτήδευτου χώρου όπου ο επισκέπτης μπορεί να αφεθεί στο κρασί και σ’ ότι φέρει η έμπνευση της στιγμής. «Με τη βοήθεια του κρασιού… γίνονται λίγο πολύ όλοι καλλιτέχνες» μας λέει η Βίβιαν. Δε χρειάζεται καθόλου να μας το εξηγήσει.
Πριν κάνουμε στάση στο «Κανόνι» για φαγητό, ώρα καλή μας φέρνει στη γκαλερί του Μανώλη Γρηγορέα. Ο ζωγράφος σκυμμένος εμμονικά δουλεύει κάποιες λεπτομέρειες με το ραπιντογράφο του. Συνάντηση επιτέλους. Είναι μόνος. Διστάζοντας λίγο μπαίνουμε. Στους τοίχους τα έργα του. Φωτεινά. Φωνάζουν «Ελλάδα». Η καθαρότητα των σχημάτων, το στυλιζάρισμα και η ένταση του χρώματος τα κάνουν να πάλλονται. Παρατηρώ ένα πρόσωπο. Με μαγνητίζει. Η αυστηρότητα της βυζαντινής Τέχνης με ένταση που θυμίζει τα πορτραίτα του Φαγιούμ. Φιλόξενος οικοδεσπότης, ο Μανώλης Γρηγορέας μας προσφέρει χώρο, καφέ και το πολυτιμότερο όλων. Το χρόνο του. Η κουβέντα μας, εγκάρδια και αληθινή. Δεν μπορούμε, παρά να μοιραστούμε κάποιες τα ερωτήματά μας και τις δικές του σκέψεις του αυτούσια.
Μανώλη Γρηγορέα, τι είναι για σας η Μονεμβασιά;
«Η Μονεμβάσια, Μονεμβασιά, Μονεμβασία, το Μενεξέ Καλεσί των Τούρκων [το κάστρο των μενεξέδων], η Μαλβάζια των Φράγκων, το Malmsey των Άγγλων και η ενδοχώρα της, από το Κυπαρίσσι έως την απόληξη του Πάρνωνα, τον Κάβο Μαλιά, είναι ο τόπος τον οποίο επέλεξα πριν 23 χρόνια να ζήσω με την οικογένειά μου. Η ιστορία της περιοχής από αρχαιοτάτων χρόνων, ας πούμε από την Νεολιθική εποχή, ως την ίδρυση του «Περιωνύμου Άστεως» τον 6ο μ.Χ. αιώνα και έως τις ημέρες μας, συν το απαράμιλλο κάλλος του τόπου και των μνημείων του μας ώθησαν να εγκατασταθούμε εδώ. Νομίζω ότι είναι από τα ιστορικότερα και ομορφότερα μέρη του κόσμου, πιστεύω δε πως είναι πραγματικός παράδεισος για ιστορικούς, αρχαιολόγους, αρχιτέκτονες, λογογράφους, λαογράφους, γεωλόγους, γεωπόνους, βοτανολόγους, πάσης φύσεως φυσιοδίφες και βεβαίως ζωγράφους, δηλαδή, ανθρώπους με συγκεκριμένα ενδιαφέροντα και εξειδικεύσεις».
Η γκαλερί σας, η Malva Gallery, εργαστήρι, εκθετήριο και πωλητήριο των έργων σας είναι το πρώτο πράγμα που συναντάει ο επισκέπτης του Κάστρου. Και ο καλλιτέχνης είναι σχεδόν πάντα εκεί. Παρών. Εργάζεται εκτεθειμένος στα μάτια και τα σχόλια των περαστικών. Πόσο σημαντικό ή απαραίτητο είναι αυτό το αλισβερίσι με τον κόσμο;
«Δεν ξέρω αν είναι σημαντικό ή απαραίτητο πάντως είναι αυτονόητο και με σωστή διαχείριση μπορεί να καταστεί γενικώς επωφελές και για τον κόσμο και για μένα. Να σας πω εδώ ότι η λέξη «αλισβερίσι» μπορεί να σημαίνει τη συναναστροφή ή απλώς την εμπορική συναλλαγή. Νομίζω ότι η επίσκεψη σε ένα εκθετήριο έργων ζωγραφικής είναι κάτι περισσότερο».
Ποιοι κατανοούν ή νιώθουν, αν θέλετε, καλύτερα τα έργα σας;
«Συνήθως άνθρωποι που ενδιαφέρονται για τη ζωγραφική και τις τέχνες γενικότερα. Ιδιαίτερη κατηγορία επισκεπτών είναι τα παιδιά τα οποία προφανώς έλκονται από τα ζωηρά χρώματα και τα εικονιζόμενα. Υπάρχουν επίσης και καθημερινοί επισκέπτες οι οποίοι παρακολουθούν την αργή πορεία της εργασίας προς την τελείωση κάποιου έργου».
Βλέποντας να αποτυπώνετε τους «Αγίους του Ελληνικού Πολιτισμού», Αγίους της Ορθοδοξίας, ιστορικές φυσιογνωμίες, ήρωες της Μυθολογίας, λογοτέχνες, είναι φανερό ότι η δουλειά σας πατάει σε προγενέστερους. Ποιοι είναι οι δάσκαλοί σας;
«Νομίζω ότι σημαντικότερο από το τι ζωγραφίζουμε είναι πως ζωγραφίζουμε. Εννοώ τι είδους εικαστική γλώσσα χρησιμοποιούμε. Δεν υπάρχει τέχνη η οποία να μη βασίζεται σε προγενέστερους. Ευτυχώς ή δυστυχώς είμαι αυτοδίδακτος και επιπλέον δυσλεκτικός και αριστερόχειρ ως εκ τούτου εκτιμώ ορισμένους από τους προγενέστερους από άλλους μάλιστα έχω επηρεαστεί – ένας εξ αυτών είναι ο συγγραφεύς και ζωγράφος Νίκος Γαβριήλ Πεντζίκης – αλλά δασκάλους όπως το εννοείτε δεν είχα ποτέ».
Η Μονεμβασιά είναι ένα ζωντανό μνημείο. Παράλληλα είναι ένας τόπος που σε εμπνέει να γράψεις, να ζωγραφίσεις, να βάλεις νότες σε μια παρτιτούρα, να φωτογραφήσεις. Νιώθουμε ότι είναι ένας τόπος που εμπνέει τη δημιουργία. Περιγράφει όντως αυτό τη Μονεμβασιά και συμμερίζεστε την άποψη πως ίσως θα έπρεπε να προβάλλει αυτή τη φυσιογνωμία πιο μεθοδικά;
«Επιτρέψτε μου να παρατηρήσω γενικά, ότι δεν υπάρχει μνημείο που να μην είναι ζωντανό. Απ’ ότι ξέρω η Μονεμβάσια είναι ανοικτός αρχαιολογικός χώρος. Δε νομίζω πως συγκεκριμένοι τόποι μας προδιαθέτουν να δημιουργήσουμε. Νομίζω ότι τα αίτια της όποιας δημιουργίας είναι πολύ βαθύτερα από τα εξωτερικά ερεθίσματα ενός οποιουδήποτε τόπου. Στη δική μου περίπτωση θα πρέπει να σας πληροφορήσω ότι αφότου εγκαταστάθηκα στη Μονεμβάσια άρχισα να ζωγραφίζω συστηματικά θέματα από το φυσικό κόσμο – θέλω να πω ψάρια πεταλούδες ζώα άνθη που έως τότε δε ζωγράφιζα. Για να τελειώσουμε με το παρόν ερώτημά σας επιτρέψτε μου να σας αναφέρω τα εξής. Η Μονεμβάσια είναι απότοκος πόλις μιας συγκεκριμένης εποχής. Τα ιστορικά γεγονότα που τη συνόδευσαν έως τις μέρες μας της σημάδεψαν και της προσέδωσαν μια ορισμένη φυσιογνωμία. Αν ο Μυστράς επί παραδείγματι είναι γνωστός εκτός των άλλων και για το φιλόσοφο Γεώργιο Γεμιστό, από την άλλη η Μονεμβάσια μας έδωσε Άγιο της Εκκλησίας μας. Τον όσιο Λεόντιο».
Διαπιστώσαμε πως σας αποκαλούν «ο Ζωγράφος της Μονεμβασιάς». Τι σημαίνει για εσάς αυτή η ταύτιση;
«Αποτελεί τιμή για εμένα. Μου αρκεί πάντως και η ιδιότητα του ζωγράφου. Από μια άλλη άποψη εκτός της Μονεμβάσιας θα ήθελα επίσης να είμαι ζωγράφος όλης της Ελλάδος και, ει δυνατόν, όλου του κόσμου».
Ποιο το όραμά σας για τη Μονεμβασιά;
«Η Μονεμβάσια όπως και τα περισσότερα τουριστικά μέρη της πατρίδας μας έχει σημαντικό έλλειμμα υποδομών. Ίσως σημαντικότερο από άλλα μέρη λόγω της ιδιομορφίας του τόπου. Ευτυχώς προ μηνών άρχισαν στην πάνω πόλη εργασίες αποκατάστασης και συντηρήσεως των μνημείων καθώς και εκτεταμένες ανασκαφές. Ας γίνουν λοιπόν πρώτα τα απαραίτητα και μετά καλά να ‘μαστε μιλάμε για οράματα».
Καθόμαστε στη βεράντα. Μια περαστική καταιγίδα την προηγουμένη ξέπλυνε το βράχο. Η Μονεμβασιά λάμπει. Κλείνω τα μάτια και ανατρέχω νοερά στα συναπαντήματα αυτού του τριημέρου. Τις κουβέντες, τις εικόνες, τους ανθρώπους, τις ιστορίες, αυτούς που έμειναν και αυτούς που έφυγαν. Κάτι κοινό διατρέχει τα πάντα. Κάτι τα συνδέει. Είναι η Μονεμβασιά που δίνει ζωή στη μισοσβησμένη φλόγα μας; Είναι αυτό το κομμάτι γης, κάποτε ένα από τα πιο ένδοξα Κέντρα της Ρωμανίας, τόπος με ξεχωριστή ενέργεια; Με ομορφιά και μυστήριο που ερεθίζει τη φαντασία; Που ξεσηκώνει από το λαγούμι το κοιμισμένο καλλιτέχνη μέσα μας; Θα ήθελα να το δω έτσι. Μοιάζει για σωστό επίλογο αυτή η σκέψη. Κι όμως. Δεν πρόκειται περί αυτού. Είναι κάτι άλλο. Πιο βαθύ. Κι αρχίζω να το νιώθω πεντακάθαρα. Δεν είναι η Μονεμβασιά που ξυπνάει τη Μούσα. Δεν είναι η έμπνευση που φυσάει μέσα μας. Είναι ένας κραδασμός αλλιώτικος. Οι Ισπανοί το λένε «ντουέντε». Επιτρέψτε μου να αφήσω για λίγο την πλούσια Κληρονομιά μας και να μείνω σε αυτή τη λέξη. Duende. «…είναι μια δύναμη κι όχι μια λειτουργία, μια πάλη κι όχι μια αφηρημένη έννοια. Αυτή η «μυστήρια δύναμη που όλοι νιώθουμε και που κανένας φιλόσοφος δεν εξήγησε ποτέ», είναι το ίδιο το πνεύμα της γης…. Η μούσα μένει ακίνητη. Μπορεί να κρατήσει τον πολύπτυχο χιτώνα της, τα αγελαδίσια μάτια της που ατενίζουν την Πομπηία ή την πλατιά μύτη με τα τέσσερα πρόσωπα που της έδωσε ο φίλος της ο Πικάσο. Ο άγγελος μπορεί να ανεμίσει στα μαλλιά που ζωγράφισε ο Αντονέλλο ντε Μεσσίνα ή να φτερουγίσει στις πτυχές του Λίππι και στο βιολί του Μασσολίνο και του Ρουσσώ.
Μα το Nτουέντε; Πού είναι το Nτουέντε; Μέσα από την άδεια αψίδα υψώνεται ένας άνεμος του νου που πνέει ακατάπαυστα πάνω από τα κεφάλια των νεκρών σε μια ατελείωτη αναζήτηση για καινούρια τοπία κι ανυποψίαστους τόνους. Ένας άνεμος που μυρίζει σάλιο παιδιού, φρεσκοκομμένο χορτάρι και πέπλο μέδουσας αγγέλλοντας το αιώνιο βάπτισμα των νιογέννητων πραγμάτων».
«Λόρκα;» «Ναι, Τζαννέτο. Λόρκα».
Διάλεξη που έδωσε ο Ισπανός ποιητής Φεντερίκο Γκαρθία Λόρκα στο σπίτι των φοιτητών στη Μαδρίτη, την Άνοιξη του 1930. [Φεντερίκο Γκαρθία Λόρκα, «Ντουέντε» (Ρόλος και Θεωρία), μετάφραση Ολυμπία Καράγιωργα, Εκδόσεις βιβλιοπωλείου «Εστία»].
ΕΥΧΑΡΙΣΤΙΕΣ & ΕΠΙΣΗΜΑΝΣΕΙΣ
Ευχαριστούμε θερμά την κυρία Τούλα Γεωργακοπούλου για την υποδειγματική φιλοξενία στον Παραδοσιακό Ξενώνα «Γουλάς» στο Κάστρο της Μονεμβάσιας. Επικοινωνία: 6932367376 | Ιστοσελίδα: www.monemvasia-vacations.com και www.gialos.gr
Μπορείτε να επικοινωνήστε με τη Malva Gallery και το ζωγράφο Μανώλη Γρηγορέα στο τηλέφωνο 27320 63015. Στη γκαλερί θα βρείτε πρωτότυπα έργα, μεταξοτυπίες καθώς και αφίσες με έργα του ζωγράφου. Πάνω απ’ όλα όμως θα έχετε το προνόμιο να σας μιλήσει για τη δουλειά του ο ίδιος ο ζωγράφος. Σας προτείνουμε να ξεκινήστε τη συζήτηση από τον «Καβάφη», το εκπληκτικό πορτραίτο που έχει κάνει για το μεγάλο Αλεξανδρινό.
Ευχαριστούμε θερμά την κυρία Μαρία Λουκάκου και το εστιατόριο «Το Κανόνι» για την περιποίηση και τα καλούδια που μας προσέφερε. Μπορείτε να επικοινωνείτε με το «Κλασικό εστιατόριο – στέκι» της Μονεμβασιάς στο τηλέφωνο 27320 61387 | Ιστοσελίδα: www.tokanoni.com
Ευχαριστούμε ιδιαίτερα το Γιώργο και τη Δανάη που μοιράστηκαν μαζί μας την ιστορία τους. Γιώργος Δέμελλος, Δανάη Γιαννίση, μουσικοί αμφότεροι. «Ωδηπόροι» [info@odiporoi.gr]. O Γιώργος είναι, παράλληλα, managing partner και στη Pelotel, διαχείριση ηλεκτρονικών κρατήσεων | giorgos@pelotel.gr
Με το εστιατόριο και παραδοσιακό παντοπωλείο «Βόλτες», ένα «χώρο – πρόταση» από κάθε άποψη, μπορείτε να επικοινωνήστε στο 2732 061919 | Μπορείτε επίσης να συνδεθείτε μέσω Facebook – «Βόλτες». Μην ξεχάστε φεύγοντας να πάρετε μαζί σας το βιολογικό τους λάδι.
Με τη «Καμάρα του Βύρωνα / Byron’s wine – tasting Kamara», τον Βύρωνα και τη Βίβιαν μπορείτε να επικοινωνήστε στο 27320 61704. [Το Χειμώνα ο χώρος είναι ανοικτός τα Σαββατοκύριακα]. Η Μονεμβασιά είναι «τόπος οινικός». Αξιοποιείστε τη διαμονή σας εκεί δεόντως. Βύρωνας και Βίβιαν είναι οι τέλειοι οικοδεσπότες.
Επισκεφθείτε οπωσδήποτε το κομψό Πωλητήριο του Υπουργείο Πολιτισμού στην Είσοδο του Κάστρου. Το έντυπο του Υπουργείου Πολιτισμού «Περιήγηση στη Μονεμβασιά» δίνει με ευσύνοπτο τρόπο την Ιστορία του Κάστρου. Το συμβουλευτήκαμε και εμείς.