Έχοντας ήδη επισκεφθεί – τα προηγούμενα χρόνια – Δονούσα και Ηρακλειά, αδημονούσαμε να ολοκληρώσουμε τις Μικρές Κυκλάδες, με Σχοινούσα και Κουφονήσια. Για μια εβδομάδα γνωρίσαμε φιλόξενους ανθρώπους, γευτήκαμε εξαίρετο φαγητό και κολυμπήσαμε σε παραλίες με τις ωραιότερες αποχρώσεις του τυρκουάζ.
Έχοντας ήδη επισκεφθεί – τα προηγούμενα χρόνια – Δονούσα και Ηρακλειά, αδημονούσαμε να ολοκληρώσουμε τις Μικρές Κυκλάδες, με Σχοινούσα και Κουφονήσια. Για μια εβδομάδα γνωρίσαμε φιλόξενους ανθρώπους, γευτήκαμε εξαίρετο φαγητό και κολυμπήσαμε σε παραλίες με τις ωραιότερες αποχρώσεις του τυρκουάζ.
Το καλοκαίρι του 2001 μάς επιφύλαξε την εμπειρία της γνωριμίας με το ελάχιστα γνωστό Κουφονήσι Σητείας.
Από το μικροσκοπικό ερημόνησο προέκυψε στο τεύχος 23 ένα άρθρο μοναδικό για τα δεδομένα εκείνης της εποχής.
Περήφανοι για την ανακάλυψή μας την περιφέραμε σε κάθε ευκαιρία.
– Μα, δεν μας λέτε και τίποτε καινούργιο. Έχουμε πάει κι εμείς στα Κουφονήσια, λέγαν οι περισσότεροι. Μόνον όταν άκουγαν ότι το δικό μας Κουφονήσι δεν βρέχονταν από τα νερά του Αιγαίου αλλά από τις θάλασσες του Νότιου Κρητικού αντιλαμβάνονταν τη διαφορά ανάμεσα σε Κουφονήσι και Κουφονήσια. Εμείς από την πλευρά μας, μολονότι είχαμε γνωρίσει το απόμακρο ερημονήσι της Κρήτης, αγνοούσαμε τα διάσημα Κουφονήσια του Αιγαίου και την Σχοινούσα. Ως τη στιγμή, που ο καλός μας φίλος Κώστας Ζαρόκωστας, μας προσκάλεσε να τα γνωρίσουμε μαζί του.
Φτάνοντας στην Σχοινούσα
Την στιγμή που το ρολόι δείχνει 6:52′ το πρωί, ξυπνούν οι προπέλες του “NAXOS” και ζωηρεύουν. Μετά από 7 ώρες ταξίδι και διαδοχικές προσεγγίσεις στα λιμάνια Σύρου, Πάρου, Νάξου και Ηρακλειάς, το καράβι αφήνει πίσω του τα 6 μποφόρ του μαΐστρου και εισχωρεί αργά στα ακίνητα νερά του λιμανιού της Σχοινούσας, στον απόλυτα προφυλαγμένος Όρμο Μερσίνι.
Μια αύρα οικογενειακής ατμόσφαιρας νιώθουμε να μας περιβάλλει καθώς αποβιβαζόμαστε στην προκυμαία του Μερσινιού.
Λίγος κόσμος και ηρεμία, η Σχοινούσα δεν μοιάζει καθόλου με άλλα πολύβουα και συνωστισμένα Κυκλαδονήσια. Μας καλωσορίζει η οικοδέσποινά μας, η Ευδοκία, και σ’ ελάχιστα λεπτά μας μεταφέρει με το πουλμανάκι στο ψηλότερο σημείο της Χώρας, στο ξενοδοχείο “ΗΛΙΟΒΑΣΙΛΕΜΑ“. Απομεσήμερο καθώς είναι, δεν έχουμε ρεαλιστική εικόνα του δειλινού, μπορούμε, ωστόσο, να το φανταστούμε, αν κρίνουμε από τον δυτικό προσανατολισμό του συγκροτήματος και τον ορθάνοιχτο ορίζοντα που απλώνεται μπροστά του. Αυτή, άλλωστε, είμαι μια από τις ιδιαιτερότητες της Σχοινούσας: αν και μοιάζει στριμωγμένη ανάμεσα στην ογκώδη Νάξο, στην Ηρακλειά και στα Κουφονήσια, βρίσκει τον τρόπο ν΄ανοίγει οπτικούς διαύλους ολόγυρά της. Και ν΄αγναντεύει ένα πλήθος κοντινών και μακρινών νησιών: Πάρο, Ίο, Θηρασιά, Σαντορίνη και Ανάφη και ακόμη Άνυδρο, Αμοργό, Μάκαρες και Δονούσα.
Με τέτοιο νησιωτικό συνωστισμό ολούθε, η μικρή Σχοινούσα είναι καταδικασμένη να μην νιώθει ποτέ μοναξιά. Μια άλλη σημαντική ιδιαιτερότητα είναι ο μεγάλος αριθμός των εξαιρετικών παραλιών, σ’ όλη την περίμετρο του νησιού. Ό,τι καιρό και να κάνει, πάντα θα υπάρχουν στη διάθεσή μας κάποιοι όρμοι με ήρεμα νερά.
Μια σύντομη ιστορική αναδρομή
Σύμφωνα με την Αρχαιολόγο Όλγας Φιλανιώτου,(1) “σαν προστατευτικά τόξα απέναντι από την νότια ακτή της Νάξου παρατάσσονται η Ηρακλειά, η Σχινούσα, τα Κουφονήσια και η Κέρος με τα Αντικέρια, ενώ η Δονούσα μοιάζει να έχει ξεφύγει προς τα ανατολικά. Μικρά και πετραδερά, τα νησάκια αυτά συντήρησαν, σε διάφορες εποχές, κοινωνίες οι οποίες εκμεταλλεύθηκαν όλες τις φυσικές τους δυνατότητες: κάθε σπιθαμή καλλιεργήσιμης γης, τους πλούσιους ψαρότοπους και, κυρίως, την κεντρική τους θέση στο Αιγαίο με ασφαλή αραξοβόλια, ενίοτε άντρα πειρατών, (2) σε θαλάσσιους δρόμους που ένωναν τον βορρά με τον νότο και την ανατολή με την δύση.
Από αρχαιολογική άποψη, φαίνονται να διαδραματίζουν σημαντικό ρόλο σε εποχές που οι Κυκλάδες ξανοίγονται προς τον έξω κόσμο. Ωστόσο, το μικρό τους μέγεθος, αντίβαρο στην πλεονεκτική τους θέση, εμπόδιζε τα νησάκια αυτά να αντιμετωπίζουν πάντα αποτελεσματικά παρατεταμένες περιόδους ξηρασίας ή εξωτερικές πιέσεις, με αποτέλεσμα για κάποια διαστήματα να εγκαταλείπονται σχεδόν εντελώς. Σε έγγραφα του 18ου και του 19ου αιώνα αναφέρονται ως “Ερημονήσια”, βοσκοτόπια της Μονής Χοζοβιώτισσας της Αμοργού, ενώ περιηγητές της ίδιας εποχής παρατηρούν ότι η Σχινούσα – και όχι Σχοινούσα, όπως επικράτησε να γράφεται – προμήθευε την Αμοργό με ξυλεία σχίνων”.
Στους θαμνώδεις σχίνους, άλλωστε, που φύονται σ΄όλο το νησί, οφείλεται, σύμφωνα με τον γλωσσολόγο Στ. Μάνεση, το όνομα της Σχοινούσας. Με το ίδιο όνομα αναφέρει στα κείμενά του το νησί και ο Πλίνιος. (3)
Ελάχιστα στοιχεία υπάρχουν για την ιστορία της Σχοινούσας. Τα ευρήματα, ωστόσο, στον χερσαίο και θαλάσσιο χώρο όπως κίονες, βάσεις αγαλμάτων, αγαλματίδια και σπαράγματα αγγείων, (4) αποδεικνύουν ότι η Σχοινούσα υπήρξε σημαντική κατά την περίοδο του Πρωτοκυκλαδικού πολιτισμού (3200 – 2800 π.Χ.) αλλά και κατά τους μεταγενέστερους αρχαίους χρόνους. Ο Γερμανός ελληνιστής, μάλιστα, Λουδοβίκος Ρος (5) είχε παρατηρήσει αρχαίες αναβαθμίδες στην Σχοινούσα και, επίσης, αναφέρει αρχαιολογικά κατάλοιπα διαφόρων περιόδων από τους αρχαίους χρόνους ως την Ενετική περίοδο.
Στην παράλια θέση Τσιγκούρι, κατά την διάρκεια της κατασκευής νέου λιμανιού εντοπίστηκε μεγάλος οικισμός των ελληνιστικών και ρωμαϊκών χρόνων καθώς και μια παλαιοχριστιανική βασιλική, με αποτέλεσμα να σταματήσουν οι εργασίες κατασκευής του λιμανιού. Μαρμάρινα παλαιοχριστιανικά και βυζαντινά μέλη έχουν συγκεντρωθεί στο χωριό από διάφορα σημεία του νησιού, ενώ σε τουλάχιστον τρία σημεία σώζονται ερείπια παλαιοχριστιανικών ναών.
Αν και η Σχοινούσα είναι επίπεδη σχεδόν, στο βόρειο – κεντρικό της τμήμα υπάρχει ο μοναχικός λόφος Βάρδιες, με υψόμετρο 134 μέτρων. Διάσπαρτα στην περιοχή απομένουν κατάλοιπα λαξευτών δόμων Κάστρου των ύστερων κλασσικών χρόνων, κτισμένου ενδεχομένως στη θέση μιας ακρόπολης πρωτοκυκλαδικών χρόνων.
Το νησί συνέχισε να κατοικείται και κατά την Βυζαντινή περίοδο, ενώ από τον 11ο αιώνα υπήρξε μετόχι της Μονής της Παναγίας Χοζοβιώτισσας Αμοργού, ώσπου πέρασε στην δικαιοδοσία των Σανούδων και του Δουκάτου του Αιγαίου. Στη συνέχεια το νησί κατελήφθη από τον Χαϊρεντίν Μπαρμπαρόσσα και τους Τούρκους, με αποτέλεσμα να οδηγηθεί σε ερήμωση μέχρι το 1840, όταν κατοικήθηκε και πάλι από Αμοργιανούς. Κατά την διάρκεια του πρώτου μισού του 20ου αιώνα, εξαιτίας των δύσκολων συνθηκών, μεγάλο μέρος του πληθυσμού αναγκάστηκε να ξενιτευθεί. Ωστόσο, η ανάπτυξη του τουρισμού και η επιστροφή πολλών κατοίκων έχουν συμβάλει, κατά τις τελευταίες δεκαετίες, στην σημαντική ανάκαμψη του νησιού.
Πρώτες βόλτες και βουτιές
Απομεσήμερο, νιώθουμε να πεινάμε. Όχι πολύ. Τόσο, όσο για να συνοδέψουμε ένα τσιπουράκι. Περιδιαβάζουμε για λίγο στο κεντρικό δρομάκι, που διασχίζει τη Χώρα από ΒΔ προς ΝΑ.
Συναντάμε στο δρόμο μας το Καφέ – μπαρ – εστιατόριο “Deli“. Από το εκπληκτικό του μπαλκόνι αγναντεύουμε τον ευρύτατο Ν-ΝΔ πελαγίσιο ορίζοντα. Πολύ κοντά μας η μικρή, ξέρα Ασπρονήσι, κυκλωμένη από ρηχά, τυρκουάζ νερά. Ακριβώς στα Ν η παράξενου σχήματος και διπλού όγκου ερημόνησος Φιδούσα. Στα ΝΔ διακρίνεται ένα μικρό τμήμα της Ηρακλειάς. Πολύ πιο πίσω διαγράφεται μέσα στην καταχνιά ο βαρύς όγκος της Ίου.
Σ’ αυτό τον προνομιακό χώρο το ωραίο ντόπιο τσίπουρο γίνεται ακόμη ωραιότερο. Νοστιμότατο είναι και το σουφλέ κολοκυθάκι, ένα λιτό πιάτο με πρώτες ύλες ντόπιες, από τον άνιθο, τον μαϊντανό και το κολοκύθι ως το τυράκι, το αυγό, ακόμα και το αλάτι, που είναι μαζεμένο από τα βράχια του νησιού.
Μπαίνουμε στο λεωφορειάκι με τα υπόλοιπα μέλη της ομάδας για μια πρώτη γνωριμία με τις παραλίες της Σχοινούσας. Επιλέγουμε τον γειτονικό όρμο Λιβάδι, 1200 περίπου μέτρα Ν της Χώρας, που είναι χτισμένη στο κέντρο σχεδόν του νησιού, σε μέσο υψόμετρο 60 μέτρων.
Στενός, κατηφορικός τσιμεντόδρομος και, σε μερικά λεπτά, φτάνουμε στο Λιβάδι. Γιγάντια, φουντωτά αρμυρίκια είναι παρατεταγμένα, λίγα μέτρα από το κύμα, προσφέρουν στους λουόμενους πολύτιμη σκιά. Η αμμουδιά είναι χοντρή και τα νερά κρυστάλλινα και ρηχά, ιδιαίτερα φιλικά. Η επιφάνεια της θάλασσας είναι ήρεμη, δεν την επηρεάζει καθόλου το βοριαδάκι. Στις αρχές Ιουλίου το νερό είναι ευχάριστα δροσερό, απολαυστικό. Αργότερα, μετακομίζουμε στο διπλανό ταβερνάκι “Λειβάδι“, της Ειρήνης Νομικού. Ολόφρεσκια αθερίνα και νοστιμότατη ντόπια φάβα, για την οποία φημίζεται η Σχοινούσα. Δεν χρειαζόμαστε τίποτε άλλο, μας αρκεί η απογευματινή ηρεμία κι η ανοιχτωσιά του θαλασσινού ορίζοντα ως την Ηρακλειά.
Επιστρέφουμε στο “Ηλιοβασίλεμα“. Στην ευρύχωρη βεράντα, αραδιαζόμαστε απέναντι από τις χρυσοκόκκινες ανταύγειες του δειλινού. Να και το καράβι μας, το ΝΑΧΟS, που επιστρέφει από Αμοργό. Το δειλινό, μακρόσυρτο και δραματικό, παραχωρεί τη θέση του στον νυχτερινό ουρανό, κατάσπαρτο από τεράστιο αριθμό αστεριών. Που είναι ακόμη πιο λαμπερά χάρις στην πλήρη απουσία φωτεινών πηγών.
Εν πλω με τη “Αιολία”
Πριν το ρολόι μου δείξει 6 και πριν ακόμη ανατείλει ο ήλιος, βρίσκομαι στο ταρατσάκι του δωματίου. Σύντροφό μου έχω έναν παλιό γνώριμο, του οποίου έχω νοσταλγήσει τη γραφή. Είναι ο γάλλος συγγραφέας Μισέλ Ντεόν. (6) Μετά από χρόνια, ξεκινάω μια δεύτερη ανάγνωση του βιβλίου του “Σελίδες για την Ελλάδα”.
Φτάνω σε μια φράση που μου αρέσει και την απολαμβάνω για δεύτερη φορά: “Η Ελλάδα είναι σαν αυτές τις υπερβολικά ωραίες γυναίκες που ερωτευόμαστε, χωρίς να μας απασχολεί και πολύ ο χαρακτήρας τους”. Και αμέσως μετά συμπληρώνει ο Ντεόν : “Μια φρόνιμη φιλοσοφία μάς προτείνει να ξεχάσουμε τον χαρακτήρα και ν΄αρκεστούμε στην ομορφιά, που έχει το προτέρημα να μην είναι μια αφηρημένη αρετή”.
Αυτή την ομορφιά της νησιωτικής Ελλάδας αγναντεύω απέναντί μου, κάθε φορά που τα μάτια μου ξεφεύγουν για λίγο από το μαγνητικό πεδίο των φράσεων και λογισμών του Ντεόν.
Το πρωινό, ωστόσο, στο “Ηλιοβασίλεμα” προχωράει, οι ασαφείς, σκούροι όγκοι παίρνουν χρώμα και μορφή. Πλησιάζει η ώρα που του καφέ και του πρωινού. Ο μπουφές της Ευδοκίας περιλαμβάνει ό,τι χρειαζόμαστε: πολύ καλό ψωμάκι, ποικιλία φρούτων, μέλι και μαρμελάδες, γιαούρτι, δημητριακά και φρέσκα αυγά. Ευχάριστη είναι η αίθουσα εστίασης, κυρίως όμως η θεαματική βεράντα, με το αστραφτερό, ηλιόλουστο Αιγαίο απέναντί μας.
Έρχεται η στιγμή να ξεκινήσουμε τις εξερευνήσεις παραλιών κα ακτογραμμών με την “Αιολία“, το ταχύπλοο τουριστικό σκάφος του Μανώλη Κωβαίου. Κάποιοι με το πουλμανάκι και οι περισσότεροι με τα πόδια, σε ευχάριστο μονοπάτι, φτάνουμε σε μερικά λεπτά στο Μερσίνι. Εδώ, στο ασφαλέστερο και ωραιότερο αραξοβόλι της Σχοινούσας, ηρεμούν στους κάβους τους ταπεινές βαρκούλες, ψαροκάικα αλλά και μερικά χλιδάτα σκάφη αναψυχής. Πολύ χαρακτηριστική, στο τσιμέντο της προκυμαίας, είναι η φιγούρα του Φάνη του ψαρά που, σκυμμένος με την ξύλινη σαΐτα του, επιδιορθώνει τα δίχτυα με μια επιδεξιότητα μοναδική.
Ο καπετάνιος μας, ο Μανώλης, μας υποδέχεται πρόσχαρα στο κατάστρωμα της Αιολίας.
– Θα ξεκινήσουμε την κρουαζιέρα μας με την γνωριμία της Ηρακλειάς, ανακοινώνει ο Κώστας Ζαρόκωστας στα μέλη της ομάδας. Ετοιμάστε τα μαγιό σας, οι θάλασσες που μας περιμένουν είναι εκπληκτικές.
10:10′ Σαλπάρουμε από το Μερσίνι με κατεύθυνση Δ – ΝΔ, προς Ηρακλειά. Έξω από τον όρμο μάς ξεπροβοδίζει το λευκό ξωκκλησάκι του Αγίου Νικολάου. Πολύ γρήγορα ανοίγει ο Β ορίζοντας, αποκαλύπτεται η μεγάλη Νάξος με την επιβλητική κορυφή του Ζα σε απόσταση αναπνοής. Να κι ο Σκοπελίτης, το πασίγνωστο τοπικό σκάφος με ρότα κι αυτό για την Ηρακλειά. Γεμίζει ο ορίζοντας από τις γυμνές ράχες και ακτές του μεγαλύτερου νησιού των Μικρών Κυκλάδων. Σ΄ένα τέταρτο περνάμε έξω απ΄το “Λιβάδι“, την ευρύτερη και πιο δημοφιλή αμμουδερή παραλία της Ηρακλειάς. Παρά τα 9 χρόνια που έχουν ήδη περάσει, επιστρέφουν ζωηρές οι μνήμες από την πρώτη εκείνη γνωριμία με το νησί. (7)
Παραπλέουμε προς τον νότο την βραχώδη, αλίμενη ακτογραμμή. Μας χαϊδεύει απαλά ένα σοροκάκι, που δεν ξεπερνάει τα 4 μποφόρ.
10:40′ Φτάνουμε στο Λιμανάκι της “Παναγιάς” ή “Τουρκοπήγαδο“, τον πιο στενόμακρο και προφυλαγμένο όρμο του νησιού, εκτεθειμένο μόνον στις πνοές του γραίγου. Η θάλασσα είναι ήρεμη, γαλαζοπράσινη και διάφανη, μαγνητίζει τα βλέμματά μας. Ελαττώνει ταχύτητα ο καπετάνιος, ρίχνει την άγκυρα, η Αιολία σταματάει. Κανείς δεν μπορεί ν’ αντισταθεί στην ακατανίκητη έλξη των μαγικών νερών. Στη συνέχεια καβαντζάρουμε τον κάβο του Τουρκοπήγαδου με προσανατολισμό ΝΔ. Βράχοι και μόνον βράχοι, τελείως απρόσιτη ακτή, τόσο από θάλασσα όσο κι από στεριά. Τα χρώματα των πετρωμάτων ποικίλλουν από σκουρόγκριζα, σε καφετιά και κιτρινωπά. Να κι ο μεγάλος όγκος της Ίου, μοιάζει τόσο κοντινός.
Παίρνουμε κατεύθυνση Δ, απλώνεται μπροστά μας ο ευρύς όρμος του Μέριχα. Ιλιγγιώδεις ορθοπλαγιές καταλήγουν από μεγάλο ύψος μέσα στο νερό. Η ακτή είναι θεαματική αλλά απόλυτα εχθρική. Ευτυχώς όχι σ’ όλο της το ανάπτυγμα. Στο δυτικότερο άκρο του όρμου διακρίνουμε μια απρόσμενα φιλική γωνιά. Είναι μια αμμουδίτσα, με άνοιγμα όχι μεγαλύτερο των 50 μέτρων. Τα νερά έχουν μια διαύγεια μοναδική. Αρχίζουν πάλι οι βουτιές και οι παφλασμοί, στο κατάστρωμα μένει μόνον ο καπετάνιος.
Αποπλέοντας από τον Μέριχα φτάνουμε στις “Φωκιοσπηλιές” και στον απόκρημνο κάβο “Μαρουσού“. Αποκαλύπτεται το συνολικό ανάπτυγμα της Ίου και στα βάθη του Ν – ΝΑ ορίζοντα, η Θηρασιά και η Σαντορίνη, η ακατοίκητη Άνυδρος κι η Ανάφη, οι εσχατιές των Κυκλάδων. Πάνω απ’ τα κεφάλια μας η κορυφή του Πάπα, στα 420 μέτρα. Πλησιάζουμε στον Καρβουνόλακκο, με την μικροσκοπική χαλικόστρωτη παραλιούλα ανάμεσα στους βράχους. Να και τα δύο “Αβελονήσια“, το Μεγάλο και το Μικρό. Κατά τον μύθο είναι οι πελώριες πέτρες που εξακόντισε ο Κύκλωπας Πολύφημος στο καράβι του Οδυσσέα.
Περνάμε τον κάβο Μονόπετρα και εισχωρούμε στον Όρμο της Αλυμιάς, με τον εγκαταλελειμμένο, εδώ και 150 περίπου χρόνια, ομώνυμο οικισμό. Στον μυχό του όρμου σχηματίζεται μια αμμουδίτσα εκπληκτική, με μια σημαδούρα που δείχνει το σημείο, όπου είναι βυθισμένο γερμανικό πολεμικό αεροπλάνο.
70 σχεδόν μέτρα όλα κι όλα το αμμουδάκι, με τρία αδύναμα αρμυρίκια και εκπληκτικά τυρκουάζ νερά. Που γίνονται ακόμη πιο ελκυστικά, μιας και ο μαΐστρος αφήνει σε απόλυτη μπουνάτσα την επιφάνεια των νερών. Βουτάμε για τρίτη φορά με αλαλαγμούς. Μεσημεράκι. Ο καπετάνιος μας, όση ώρα πλατσουρίζουμε στο νερό, καταγίνεται με τους συνεργάτες του στην προετοιμασία ενός ελαφρού γεύματος από δικά του προϊόντα: άνυδρα ξυλάγκουρα και υπέροχα ντοματίνια, μικροσκοπικές ελίτσες και νοστιμώτατη φάβα, πικάντικη κοπανιστή και παξιμάδι κριθαρένιο. Μετά από τόσες βουτιές τιμούμε με την ανάλογη όρεξη αυτά τα προϊόντα, τα τόσο γευστικά και αυθεντικά.
Είναι 13:30′ κι έχουμε κάνει ήδη τόσα πολλά. Εγκαταλείπουμε την φιλόξενη Αλυμιά και ξεκινάμε το ταξίδι της επιστροφής. Προορισμός μας, ωστόσο, δεν είναι το αραξοβόλι μας, στο Μερσίνι, αλλά το ερημόνησο της Φιδούσας, στο Ν. άκρο της Σχοινούσας. Μισή ώρα μετά προσεγγίζουμε το κέντρο του νησιού, την στενή γλώσσα στεριάς, που είναι υπεύθυνη για την διαμόρφωση του τόσο παράξενου σχήματος του νησιού. Το έδαφος είναι άγονο και στεγνό, καλυμμένο από πέτρα και θάμνους χαμηλούς. Τα νερά είναι διαυγέστατα, με λευκό αμμουδερό βυθό, που τον διακόπτουν μόνον μερικές πλάκες σποραδικές. Πίστευα, πως μετά την τρίτη βουτιά στον Μέριχα δεν θα είχα την παραμικρή επιθυμία για καινούργιες βουτιές. Μέχρις ότου αντίκρυσα τα νερά της Φιδούσας, που ήταν στ’ αλήθεια μοναδικά.
Κυκλώνοντας από Ν και Α το νησί, διεισδύουμε μέσα από την “Στένωση“, τον στενώτατο δίαυλο μεταξύ των δύο νησιών, και επιστρέφουμε στο Μερσίνι. Νωρίς το απόγευμα χαλαρώνουμε για λίγο, βάζουμε σε τάξη τις καταιγιστικές εντυπώσεις του πρωινού: βράχους, γκρεμούς, αμμουδιές, χρώματα πετρωμάτων και νερών. Θα περίμενε κανείς ότι θα ήμασταν κουρασμένοι. Ούτε κατά διάνοια! Οι εξαίσιες ώρες που προηγήθηκαν, κρατούν τη διάθεσή μας σε επίπεδο υψηλό. Αδημονούμε, άλλωστε, να γνωρίσουμε το Β άκρο του νησιού. Οι πληροφορίες κάνουν λόγο για ένα τοπίο ιδιαίτερο και μια παραλία εκπληκτική.
Παραλία Ψιλή άμμοθς ή φυκιό
Στερημένοι από πεζοπορία όλη τη μέρα, ξεκινάμε με κατεύθυνση προς τα Β για τον δεύτερο-μικρότερο- οικισμό της Σχοινούσας, την Μεσσαριά. Σε λιγότερο από 20 λεπτά καλύπτουμε τα 1.200 περίπου μέτρα ως το καφέ-εστιατόριο “Χάραμα“, λίγο πριν από το χωριό. Γλυκύτατος τόπος, με απαλές γραμμές, καλλιέργειες και αμπελάκια, ξερολιθιές και ανεμόμυλους, μακρινή θέα στην Αμοργό. Πολύ πιο κοντά ξεχωρίζουν οι χαμηλές στεριές των Κουφονησιών, ενώ διακρίνουμε ακόμη την Κέρο και την Δονούσα. Ρεμβάζουμε πίνοντας καφεδάκι, με τα τραπέζια δίπλα στο περιβόλι.
Απόγευμα. Με τον ήλιο ψηλά ακόμη, συνεχίζουμε προς τα Β. Μια δευτερεύουσα διακλάδωση κατευθύνεται αριστερά (δυτικά) προς τον μοναχικό και μακρόστενο όρμο του Γερολιμνιώνα, που έχει συνδέσει το όνομά του με τον δημοφιλή ηθοποιό Τομ Χανκς. Μερικά ελιόδεντρα, καλλιέργειες δημητριακών, κεδροκυπάρισσα (οι γνωστές “φίδες”) και μικρά γουρουνάκια που τρέχουν πίσω απ’ τη μαμά τους. Εικόνες πολύ ειδυλλιακές.
Σε λίγα λεπτά λοξεύουμε δεξιά και φτάνουμε στις Β ακτές του νησιού. Αμμουδιές αλλά και αιχμηρές πέτρες, με κοκκινωπές και σταχτόγκριζες αποχρώσεις, πιθανότατα ηφαιστειογενείς. Ο τόπος είναι άγριος αλλά πολύ θεαματικός. Φτάνουμε στον Μέσα Κάβο, το βορειότερο άκρο της Σχοινούσας, ακολουθούμε στενό μονοπάτι, πάνω απ΄την ακτή. Στο πέρασμά μας αναδίδεται άρωμα θυμαριού. Ένα φρεσκαρισμένο βοριαδάκι δροσίζει τα πρόσωπά μας, διατηρεί αφρισμένα κύματα που σκάζουν στα βράχια της ακτής. Στο βάθος, Α της Νάξου, εμφανίζονται οι ακατοίκητες νήσοι Μάκαρες. Πολύ πιο πίσω ακόμη, μέσα στις καταχνιές του Ικαρίου Πελάγους υποπτευόμαστε περισσότερο, παρά ξεχωρίζουμε, το ΝΔ άκρο της Ικαρίας.
Περνάμε από χαμηλό συρμάτινο πορτάκι, απολαμβάνουμε για τελευταία φορά τον ήχο και το θέαμα των κυμάτων. Ύστερα απομακρυνόμαστε από την ακτή στρέφουμε Ν προς το εσωτερικό.
Σε λίγο πλησιάζουμε πάλι προς την ακτή, το επίπεδο ως τώρα μονοπάτι εισχωρεί κατηφορικά σε μια πλαγιά. Είναι στην ουσία ένας γιγάντιος αμμόλοφος με έντονη κλίση που, τερματίζει σε μια ευρύτατη παραλία. Στην επιφάνεια του αμμόλοφου φυτρώνουν καταπράσινες φίδες και νεαρές, ανθισμένες πικροδάφνες, ενώ στην παραλία κυριαρχούν με τον όγκο τους γιγάντια αρμυρίκια.
Η παραλία καταλήγει σ’ έναν ορμίσκο εξωτικής ομορφιάς, μια αμμουδερή παρένθεση ανάμεσα στην βραχώδη ακτογραμμή. Καθώς παίρνει να χαμηλώνει ο ήλιος, επιχειρούμε μια τελευταία βουτιά, σε νερά διαυγή που βαθαίνουν προοδευτικά. Με χαλαρή πορεία 45 περίπου λεπτών έχουμε βρεθεί στο “Φυκιό“, την απίθανη αυτή ακτή στο ΒΑ άκρο του νησιού. Ένα πολύ συντομότερο μονοπάτι μάς οδηγεί σε 15 μόνον λεπτά στην Μεσσαριά. Ταβέρνα “Πέτρινο“, κολοκυθοκεφτέδες, αρνίσια παϊδάκια και φάβα, κρασάκι λευκό Νάξου αλλά και ντόπιο, στο χρώμα του κρεμμυδιού.
Αναρωτιέμαι, τι άλλο ακόμα θα μπορούσαμε να κάνουμε μετά τους καταιγιστικούς ρυθμούς της μέρας, τις τόσες μετακινήσεις και το κρασάκι. Το διαπιστώνω στην επιστροφή μας. Εκεί όπου η βεράντα, ο μαΐστρος και τα “καντηλάκια” του ουρανού, μας κρατούν ξύπνιους ως αργά…
Κάτω Κουφονήσι
Νωρίς τα χαράματα και πάλι, ανοίγω τα μάτια μου μ’ ένα υπόκωφο βουητό. Είναι το μελτέμι, που ξύπνησε πολύ ζωηρό και ευδιάθετο, νωρίτερα από μένα. Κι ενώ σκέφτομαι, πως ίσως χθες βράδυ θα ‘πρεπε να πάω πιο γρήγορα για ύπνο, πέφτω πάνω σε μια φράση του Michel Deon που, με αφορμή μια αστροφώτιστη νύχτα (όπως η χθεσινή), σημείωνε: “ήμασταν απολύτως ένοχοι να κοιμόμαστε τούτες τις ώρες“.
– Σήμερα θα κινηθούμε αντίθετα από χθες, ανακοινώνει ο Κώστας στο πρωινό. Θα κατευθυνθούμε βόρεια προς τα Κουφονήσια. Αν, βέβαια, το επιτρέπει ο καιρός.
– Όλα θα παν καλά, μην ανησυχείτε, μας διαβεβαιώνει λίγη ώρα αργότερα ο Μανώλης.
Σπουδαίος όρμος το Μερσίνι, πολύ προστατευμένος. Ιδιαίτερα το αραξοβόλι του στον ανατολικό μυχό μοιάζει με πισίνα, σνομπάρει όλους τους καιρούς. Μα κι έξω απ΄το Μερσίνι έχουμε αρχικά πρίμα τον καιρό, τουλάχιστον ως το νότιο άκρο της Φιδρύσας. Στρέφοντας βόρεια και όσο μας προφυλάσσει ο όγκος της Σχοινούσας, το πλάγιο ταρακούνημα είναι υποφερτό. Όταν όμως, βγαίνουμε στ’ ανοιχτά, ανάμεσα Σχοινούσα και Κάτω Κουφονήσι, αποκαλύπτει τον αληθινό χαρακτήρα του ο καιρός: ένας ατίθασος μαΐστρος, που ξεπερνάει τα 6 μποφόρ.
Όση ώρα μας χτυπούν τα κύματα είναι αδύνατον να φανταστούμε τι θα συναντήσουμε στα επόμενα λεπτά. Είναι ο μυχός του Όρμου “Πεζούλια“, μια φυσική πισίνα, που αν υπήρχε διάκριση “τυρκουάζ σημαία“, θα της απονέμετο αναγκαστικά. Μέσα σε δευτερόλεπτα, ακόμα κι οι πιο ταλαιπωρημένοι ξεπερνούν τα βάσανά τους, αφήνονται στην κρυστάλλινη αναζωογόνηση του υπέροχου νερού.
Ξαναβγαίνουμε στα μποφόρ, παραπλέουμε την ανατολική ακτογραμμή του Κουφονησιού, ανοιχτά της αμμουδερής παραλίας “Νερό“. Στ΄ ανατολικά μας, ορθώνεται ο βαρύς όγκος της ακατοίκητης νήσου Κέρου.
– Ετοιμαστείτε για αξέχαστες βουτιές, αναγγέλλει ο Κώστας.
Επαληθεύεται μερικά λεπτά μετά, όταν η “Αιολία” αγκυροβολεί μπροστά στην μικρή παραλία του όρμου “Δέτη“. Που αν προσπαθούσα να τον περιγράψω, πολύ φοβάμαι ότι δεν θ’ απέφευγα τις κοινοτοπίες. Σας αφήνω, λοιπόν, να οραματιστείτε τον υδάτινο παράδεισο, σε χρώμα κρυστάλλινο τυρκουάζ. (8)
Μετά τον Δέτη, μάς γνέφει το ξωκκλησάκι της Παναγίας, χτισμένο στα βράχια της ακτής. Ήδη απέναντί μας, στα Β, αστράφτουν στον ήλιο τα λευκά σπίτια της Χώρας του Άνω Κουφονησιού. Περνάμε διαδοχικά από τις παραλίες Αυλάκι του Μαστρογιώργη και Αυλάκι του Χρυσαετού. Ήδη έχουμε φτάσει στο Β άκρο του Κάτω Κουφονησίου. Στρέφουμε Δ στο “Στενό Κουφονησίων“, τον δίαυλο που παρεμβάλλεται ανάμεσα στα δυο Κουφονήσια. Επιχειρούμε για λίγο να πλεύσουμε κατά μήκος της ΒΔ ακτογραμμής, στα περίφημα “Καστέλλια“. (9)
Φαίνεται, όμως, πως έχει αντίθετη άποψη ο μαΐστρος, που ξεχύνεται κατά πάνω μας με 7 σχεδόν μποφόρ.
– Η Αιολία δεν έχει πρόβλημα, θα έχετε όμως εσείς, λέει ο καπετάνιος και επιστρέφει στα ήρεμα νερά της ανατολικής ακτογραμμής. Δένουμε μπροστά στο εκκλησάκι της Παναγίας και βγαίνουμε στη στεριά. Με κατεύθυνση Β παίρνουμε μονοπάτι σε έδαφος ξερό. Στ΄ανατολικά, ανάμεσα σε μας και στην Κέρο, παρεμβάλλεται πολύ κοντά, το μικροσκοπικό, νησάκι Γλαρονήσι. Μερικά λεπτά μετά, παρατηρούμε στους συμπαγείς βράχους της ακτής ένα κοίλο άνοιγμα, που θυμίζει καβουροδαγκάνες. Στο εσωτερικό του βράχου σχηματίζεται μια φυσική πισινούλα στην οποία οδηγεί μια ξύλινη σκάλα. Είναι μια λιλιπούτεια παραλία καθαρά ιδιωτική, που μόνον τ΄απόνερα των κυμάτων μπορούν να επηρεάσουν.
Για τα επόμενα 15 λεπτά βαδίζουμε ως το Β άκρο του νησιού. Πολύ θα θέλαμε, να πραγματοποιούσαμε την κυκλική διαδρομή, στο μεγαλύτερο τμήμα του νησιού από τα ΒΑ προς τα ΝΔ. Δυστυχώς, γι’ αυτό το εγχείρημα απαιτείται χρόνος τουλάχιστον 2,5 ωρών.(10) Αντί γι’ αυτό το φιλόδοξο πλάνο καταλήγουμε στον παλιό οικισμό της Παναγίας, (11) που εγκαταλείφθηκε στα τέλη της δεκαετίας του ’60 και, έκτοτε, δεν έχει μόνιμο πληθυσμό. Έχει όμως την μοναδική – και διάσημη – ταβέρνα του Βενετσάνου. Που μοιάζει θεόσταλτος μετά τις βουτιές, τα μποφόρ και την πείνα του μεσημεριού.
– Πολύ επαναστατική ταβέρνα, λέω στην Άννα, και της δείχνω το υπέρθυρο της αυλόπορτας, όπου αναγράφεται το έτος 1917, η χρονολογία σύμβολο της Ρωσικής Επανάστασης. (12)
Μας φέρνουν το τσίπουρο σε σφηνάκια. Με το πρώτο τσούγκρισμα τα σφηνάκια στεγνώνουν. Μας τα ξαναγεμίζουν αλλά δεν αντέχουν για πολύ. Τότε ο Βενετσάνος απιθώνει ένα μισόλιτρο στο τραπέζι και ξενοιάζει. Για μεζέ μάς φέρνει παστό ψάρι, κρίταμα και ελίτσες. Δεν χρειαζόμαστε τίποτε άλλο.
Απομεσήμερο ξεκινάμε για την Σχοινούσα, ακολουθώντας το πρωινό δρομολόγιο της ανατολικής ακτογραμμής. Η ΒΔ πλευρά του νησιού εξακολουθεί να βρίσκεται στο έλεος των μποφόρ. Μικρή ξεκούραση στο ξενοδοχείο μας και ξεκινάμε για τον Γερολιμνιώνα, το λημέρι του Τομ Χανκς.
Γερολιμνιώνας και Βάρδιες
Κατηφορίζουμε προς την Μεσσαριά και, μετά την ταβέρνα “Χάραμα” στρίβουμε αριστερά, ακολουθώντας την χθεσινή διαδρομή προς Ψιλή Άμμο. Στην πρώτη διακλάδωση κατευθυνόμαστε και πάλι αριστερά. Ο καλός χωματόδρομος ανηφορίζει ανάμεσα από καλλιεργημένες εκτάσεις, πολύ εκτεταμένες για το μέγεθος του νησιού. Είναι πολύ ευχάριστο να παρατηρούμε αυτή την αξιοποίηση της γης, τη στιγμή που τόσες άλλες νησιωτικές εκτάσεις παραμένουν άγονες και ανεκμετάλλευτες.
Μετά το ανηφοράκι μεσολαβεί ένα ίσιωμα, μια ξύλινη, πεσμένη πορτούλα κι ένα ελαφρά δύσβατο, κατηφορικό μονοπάτι, με κατεύθυνση Δ. Ο όρμος του Γερολιμνιώνα ήδη διακρίνεται χαμηλά.
Σε 35‘, φτάνουμε από το ξενοδοχείο μας στον βόρειο μυχό του Γερολιμνιώνα. Πρόκειται για ένα πραγματικό παράδοξο της φύσης, μια μικροσκοπική αμμουδίτσα, πλάτους 20 μόλις μέτρων, που παρεμβάλλεται ανάμεσα στους συμπαγείς, βράχους της ακτής. Αν εξαιρέσουμε τον μαΐστρο και τον πουνέντε, η αμμουδιά είναι προφυλαγμένη απ’ όλους τους καιρούς. Ο τόπος είναι απόμακρος και μοναχικός, ιδανικός για διασημότητες όπως ο συμπαθέστατος Αμερικανός ηθοποιός.
Ολόγυρα η περιοχή είναι κατάφυτη από φίδες, σχοίνους, αγκάθια και θυμάρι. Παίρνουμε ν΄ανηφορίζουμε, στο τέλος του μονοπατιού όμως ξεστρατίζουμε από τον δρόμο και κατευθυνόμαστε κάθετα, με οπτική επαφή προς τις Βάρδιες, τον υψηλότερο λόφο του νησιού.
Ανάμεσα από καλλιεργημένες εκτάσεις, φράχτες με ξερολιθιές και λαξευτούς ογκόλιθους, που παραπέμπουν σε αρχαία εποχή, φτάνουμε σε 25′ στην κορυφή του λόφου. Εδώ, σε υψόμετρο 134 μέτρων, δεσπόζει ένας ανεμόμυλος με χρονολογία 1955. Θαυμάζουμε την ανεμπόδιστη περιμετρική θέα σ’ όλο τον ορίζοντα του Αιγαίου, ενώ ένας ψυχρός αέρας μάς χτυπάει από παντού. Καθώς ο ήλιος χάνεται πίσω απ΄τα βουνά της Πάρου, παίρνουμε τον δρόμο της επιστροφής, επιλέγοντας έναν πολύ κατηφορικό αλλά καλοστρωμένο χωματόδρομο, που σε 10 μόλις λεπτά μάς βγάζει στον κεντρικό ασφαλτόδρομο. Σε 3 λεπτά βρισκόμαστε στο “Χάραμα”. Ντοματίνια με ξυνομυζήθρα, η απαραίτητη φάβα και κολοκυθάκια τηγανιτά απ’ το περιβόλι. Τσίπουρο εκτός από το ντόπιο, υπάρχει και “Μπαμπατζίμ“, του αγαπητού μας, βορειοελλαδίτη φίλου, Ανέστη Μπαμπατζιμόπουλου. Που εξακολουθούμε να τον απολαμβάνουμε στα πιο απίθανα σημεία της Ελλάδας.
Πάνω Κουφονήσι
Κάθε πρωί η Ευδοκία εμπλουτίζει και με κάτι καινούργιο το πρωινό μας: τυροπιτάκια, σπανακοπιτάκια, πολύπλοκες ομελέτες και ό,τι άλλο μπορεί να σκεφτεί. Η φροντίδα προς τους επισκέπτες της είναι ορατή.
Προορισμός μας σήμερα είναι το Πάνω Κουφονήσι, το διασημότερο και πιο αξιοποιημένο νησί των Μικρών Κυκλάδων. Η έκτασή του φτάνει τα 5,770 τετ. χιλιόμετρα (Κάτω Κουφονήσι 3,879), ενώ το υψηλότερο σημείο του είναι ο λόφος Βάρδια με 113 μέτρα.
Στις 9:30′ οι μηχανές της Αιολίας ζωντανεύουν. Βγαίνουμε απ΄το Μερσίνι με απρόσμενα ήρεμο καιρό. Η περίοδος χάριτος, ωστόσο, δεν κρατάει για πολύ. Καθώς καβαντζάρουμε την Φιδούσα, μας βρίσκουν οι πρώτες πνοές του γραίγου που κατηφορίζει από την Κέρο. Ενός γραίγου που ενισχύεται διαρκώς και, από τα αρχικά 4, σταδιακά φτάνει και ξεπερνάει τα 6 μποφόρ, με ό,τι αυτό συνεπάγεται για τους επιβάτες της Αιολίας.
Μια σχεδόν ώρα κρατάει ως το Κουφονήσι το ταξίδι και, εξαιτίας του ζόρικου καιρού, μας φαίνεται ιδιαίτερα μακρύ. Καθώς εισχωρούμε στο μεγάλο λιμάνι, τα πάντα ηρεμούν. Πέφτει κατακόρυφα η ένταση του ανέμου, με άμεση συνέπεια την αισθητή άνοδο της ζέστης.
Στο επίπεδο σχεδόν της θάλασσας η Χώρα, αναπτύσσεται ήπια γύρω απ’ το λιμάνι. Διασχίζουμε με κατεύθυνση Α τον εκτεταμένο, πλακόστρωτο οικισμό με τον κοσμοπολίτικο χαρακτήρα, τα όμορφα σπίτια και καταλύματα, τα περιποιημένα μαγαζιά.
Ξεκινάμε έναν περίπατο χαλαρό, κατά μήκος της Ν – ΝΑ ακτογραμμής. Πολύ γρήγορα διαπιστώνουμε πού οφείλει την εξαιρετική του δημοφιλία το Κουφονήσι. Είναι οι απίθανες παραλίες, που παρεμβάλλονται ανάμεσα στους βράχους: άλλες ευρύχωρες και χορταστικές κι άλλες λιλιπούτειες, σχεδόν ιδιωτικές, βραχώδεις, βοτσαλωτές ή αμμουδερές, μα όλες προικισμένες με διάφανα, τυρκουάζ νερά. Δύσκολα μπορεί κάποιος να εντοπίσει χρώμα άλλο εκτός από τυρκουάζ.
Περνάμε από τον Φοίνικα, προφυλαγμένο από τον γραίγο, με πλάκες, θαλασσοσπηλιές και γαλήνια νερά. Παραδίπλα του ο Φανός, με αρμυρίκια και υπέροχη αμμουδιά. Να κι ο Όρμος της Ιταλίδας, ιδιαίτερα δημοφιλής στους γυμνιστές. Καβαντζάρουμε τον Κάβο του Μυλωνά, στα ΒΑ αποκαλύπτεται απόμακρη η Δονούσα.
Πολυσχιδής και απρόβλεπτη η ακτογραμμή του Κουφονησιού, μάς εκπλήσσει διαρκώς. Με τις ζωντανές πνοές του γραίγου το τυρκουάζ παίρνει αποχρώσεις γαλακτερές. Οι πωρόλιθοι είναι “κουφωμένοι” απ΄τη διάβρωση, έτσι εξηγείται η ονομασία Κουφονήσι.
Φτάνουμε στην διάσημη “Πισίνα“, ένα εντυπωσιακό γλυπτό της φύσης στα βράχια της ακτής. Το μονοπάτι συνεχίζει ξεκούραστο πάντα και ευδιάκριτο, σε έδαφος επίπεδο, ανάμεσα σε φίδες, σχίνα και ανθισμένο θυμάρι. Στα ΒΔ, πάνω από την χαμηλή ράχη του νησιού ορθώνεται ο “Ζας” της Νάξου, η στέγη των Κυκλάδων, με την απότομη κορυφή του στα 1.001 μέτρα.
Ξαφνικά μια άλλη εικόνα, απίστευτα θεαματική, αποκαλύπτεται απέναντί μας. Είναι η γλυκύτατη και αχανής – για τα δεδομένα του νησιού – καμπύλη του όρμου “Πορί“, με νερά εξωτικά, σ’ όλες τις διαβαθμίσεις του τυρκουάζ. Το μονοπάτι γίνεται αμμουδερό, με μια άμμο λεπτή σαν αλεύρι, που δυσχεραίνει τα βήματά μας. Την αποφεύγουμε ακολουθώντας μια εναλλακτική διαδρομή, πάνω στα βότσαλα της ακτής.
Μια ώρα κι ένα τέταρτο μετά την αναχώρησή μας από την Χώρα βυθίζουμε τα βήματά μας στην αμμουδιά του βόρειου μυχού του όρμου Πορί. Εδώ δεν φτάνουν τα κύματα του γραίγου, αφρίζουν στ΄ανοιχτά. Ξαναμμένοι όπως είμαστε από την πορεία ορμάμε ακάθεκτοι στα θεϊκά νερά. Που, στην πρώτη επαφή, δεν μπορούν να θεωρηθούν και ιδιαίτερα ζεστά. Πολύ γρήγορα, ωστόσο, εγκλιματίζεται το σώμα στην ζωογόνο θερμοκρασία του νερού και η απόλαυση είναι πραγματικά μοναδική.
Εξίσου ελκυστική, είναι κι η εικόνα της στεριάς. Εκεί, πάνω από την αμμουδιά, έχει απλωμένα τα τραπεζάκια του ένα μοναχικό cafe – bar – restaurant. Η θέση του είναι προνομιακή, αγναντεύει ανεμπόδιστα την μαγευτική απλοχωριά του όρμου, το αφρισμένο πέλαγος και την Κέρο. Δροσούλα, σκιά και οσμές γαργαλιστικές από αραδιασμένα, πάνω στα κάρβουνα, πλοκαμάκια χταποδιών. Καθώς βλέπει – και κυρίως οσμίζεται – τα χταποδάκια η Άννα, κινείται αυθόρμητα προς την ψησταριά και τον άνθρωπο που τα ψήνει. Αυτός της χαμογελάει φιλικά κα της κόβει ένα κομματάκι από πλοκάμι. Η Άννα το μασουλάει αργά και παίρνει μια έκφραση υψίστης ευδαιμονίας.
– Τέτοιο χταποδάκι δεν έχεις ξαναφάει, μου λέει, ακουμπώντας στο τραπέζι ένα πιάτο με δυο ευμεγέθη πλοκάμια. Αμέσως μετά καταφθάνει κι ο μαγαζάτορας, ο Λευτέρης ο Λουδάρος, με παγωμένο τσιπουράκι και ψητές σαρδέλες, με χοντρό αλάτι και απίστευτη νοστιμιά. Τι παραπάνω να πεθυμήσει κανείς ! Αφήνουμε τα μάτια μας να πλανηθούν στον θαλασσινό ορίζοντα: γαλήνια και ειρηνική η θάλασσα ως τα όρια του όρμου ενώ στ΄ανοιχτά, στον δίαυλο της Κέρου, λυσσομανάει ο καιρός. Την ευτυχία της όρασης συμπληρώνει η ευχαρίστηση της ακοής: μια εξαιρετική ορχηστρική μουσική που συνδέεται με το πελαγίσιο τοπίο ιδανικά.
Χορτασμένος από θάλασσα και ήλιο έρχεται στη σκιά ο φίλος μας ο Κώστας. Γνώριμος από χρόνια στο μαγαζί, χαιρετιέται εγκάρδια με όλους.
– Περνάτε καλά στο Πορί; Σας εξυπηρετεί ο φίλος μου ο Λουδάρος;
Ύστερα βλέπει την έκφραση των προσώπων μας:
– Εντάξει, η ερώτηση ήταν ρητορική.
Ο Λευτέρης, στο μεταξύ, συμπληρώνει με δική του πρωτοβουλία την γευστική μας ευδαιμονία: ψαρόσουπα, μπαρμπούνια ημέρας και μια κολοκυθόπιτα με χειροποίητο φύλλο της αδελφής του Ελευθερίας, με γεύση μοναδική. (13)
Μετά τα τσίπουρα και το κορυφαίο γεύμα προσδοκούσαμε μια γενναία χαλάρωση στην ταβέρνα, μέχρι την ώρα της αναχώρησής μας απ΄το Πορί. Τα θαύματα του τόπου, ωστόσο, δεν είχαν τελειώσει ακόμη. Πάνω απ΄την ταβέρνα συναντάμε έναν χωματόδρομο, που σε λιγότερο από ένα 10λεπτο μας βγάζει στο ανατολικότερο άκρο του Κουφονησιού τον Κάβο Πορί. Εδώ μας αφήνει έκπληκτους το “Γάλα“, ένα γεωλογικό φαινόμενο με κοίλο βράχο, σμιλεμένο στους αιώνες από τα αφρισμένα κύματα του γραίγου. Προφυλαγμένη, μέσα στην διαμπερή θαλασσοσπηλιά, είναι μια βοτσαλιά ιδιωτική. Εξίσου θεαματικός είναι και ο απόκρημνος ορμίσκος “Ξυλομπάτης“, Β απ΄το Πορί.
Καθώς το απόγευμα προχωράει, ετοιμαζόμαστε να εγκαταλείψουμε το Πορί. Τη φορά τούτη όχι με τα πόδια αλλά με το ξύλινο γεροφτιαγμένο, 14 μετρο σκαρί του Καπτάν Κώστα Πράσινου. Ένα σκαρί που φτιάχτηκε στη Σύρο, με δικές του προδιαγραφές. Βλέποντας το διαφορετικό τούτο μεταφορικό μέσο – που ως το λιμάνι θα αντικαταστήσει την ΑΙΟΛΙΑ – αλλά και τον γραίγο που λυσσομανάει έξω απ΄το Πορί, κάποια μέλη της ομάδας διατυπώνουν επιφυλάξεις και πρόθεση να γυρίσουν με τα πόδια. Φτάνουν στ’ αυτιά του οι μουρμούρες κι ο καπετάνιος σκυθρωπιάζει:
– Κυρίες μου, υψώνει τη φωνή του, όχι μόνον δεν πρέπει να σκιάζεστε για τον καιρό της επιστροφής, αλλά και εγγυώμαι ότι θ’ απολαύσετε μια πλεύση βελούδινη σχεδόν. Δεν βλέπετε ότι θα τον έχουμε πρίμα τον καιρό;
Η συνέχεια είναι, φυσικά, η αναμενόμενη. Καθώς βγαίνει απ΄το Πορί, ταρακουνιόμαστε για δυο – τρια λεπτά, μα, μόλις το βαρύ ξύλινο σκαρί παίρνει πρίμα τον καιρό, τα πάντα ηρεμούν. Τα μεγάλα κύματα μοιάζουν να γλιστρούν κάτω απ΄την καρίνα μας, και να φεύγουν σαν ν΄αδιαφορούν για την παρουσία μας. Είν’ ΄ένα ταξιδάκι ως το λιμάνι πραγματικά απολαυστικό.
Η επόμενη, μιά σχεδόν ώρα, είναι αφιερωμένη σε μια απολαυστική περιδιάβαση στην Χώρα. Είν’ ένας ευχάριστος κυκλικός περίπατος, που αρχίζει από τα δυτικά με τον παλιό ταρσανά και συνεχίζει ανατολικά μέσα από τα στενά δρομάκια του οικισμού. Περνάνε διαδοχικά από τα μάτια μας το ημιυπαίθριο λαογραφικό μουσείο, το “Παλιό Τηλεφωνείο“, περιποιημένα σπίτια με λεμονιές και ζωηρόχρωμα λουλούδια, καλαίσθητα μαγαζιά πραγματικά ελκυστικά. Πολύ σημαντική είναι και η παρουσία των πολλών και καλοστημένων καφέ, μπαρ, εστιατορίων και ουζερί, που αποδεικνύουν τις πολλές και ποιοτικές επιλογές εξόδου, που έχει στη διάθεσή του ο επισκέπτης του Κουφονησιού.
Οι τελευταίες στιγμές μας στην Χώρα μάς χαρίζουν ένα εξαιρετικό απογευματινό σκηνικό του λιμανιού, σε μια θάλασσα γαλήνια, όπου το μπλε, εναλλάσσεται με τους ποικίλους τόνους του τυρκουάζ. Απολαυστικό είναι και το καλοφτιαγμένο ελληνικό καφεδάκι, στο μεγάλο καφενείο “Λιμάνι“, που δεσπόζει σε κορυφαίο σημείο του λιμανιού.
Μετά από αρκετές ώρες ξαναβρίσκουμε τα γνώριμα κατατόπια της ΑΙΟΛΙΑΣ. Ο Μανώλης την κατευθύνει ανάμεσα στον στενό δίαυλο που παρεμβάλλεται στο Κάτω Κουφονήσι και στο στενόμακρο μικροσκοπικό Γλαρονήσι. Μακρύτερα, τα αφρισμένα κύματα του γραίγου ξεσπούν στις βραχώδεις ακτές της Κέρου.
– Την οποία θα επιχειρήσουμε να επισκεφθούμε αύριο το πρωί, λέει ο Κώστας, αν επιτρέψει ο καιρός.
Στην Σχοινούσα και πάλι. Στην βεράντα παίρνει να βραδιάζει. Τούτες τις στιγμές το ΗΛΙΟΒΑΣΙΛΕΜΑ δικαιώνει απολύτως το όνομά του. Στα βουνά της Πάρου ο ήλιος κρύφτηκε από ώρα, μόνον η κοκκινωπή του ανταύγεια απομένει. Ωστόσο, πιο ψηλά στον ουρανό, ένας άλλος νεοφερμένος διεκδικεί την προσοχή μας. Είναι το νέο φεγγάρι, που από χθες που το πρωτοείδαμε, όλο και μεγαλώνει. Δυστυχώς, δεν θα το προλάβουμε στην Σχοινούσα να γεμίζει.
Εμπιστευόμαστε το βραδινό μας στο εστιατόριο “8 αδέλφια“, που είναι παιδιά της κυρά Ειρήνης.
– Μπράβο σας, χαρά στο κουράγιο σας, της λέμε.
–Η δικιά μου η ξαδέλφη έχει διψήφιο αριθμό παιδιών, λέει μια γυναίκα της γειτονιάς. Είναι παπαδιά στην Αίγινα κι έχει γεννήσει 10 παιδιά.
Στο εκπληκτικό ταρατσάκι του εστιατορίου απολαμβάνουμε – πάντα – ντόπια φάβα και κατσικάκι λεμονάτο. Μετά τις ψαρογεύσεις στο Κουφονήσι εξίσου ωραία είναι και τα κρέατα της Σχοινούσας.
Προορισμός Σχοινούσα
Μέρα τη μέρα δυναμώνει ο άνεμος στη Σχοινούσα. Ήταν δροσερός και ευχάριστος την Τρίτη, δυνάμωσε αρκετά την Τετάρτη, το παράκανε την Πέμπτη. Και σήμερα, Παρασκευή, βάλθηκε να ξεπεράσει τον εαυτό του. Πού και πού κάποιες ριπές του ξεπερνούν και τα 8 μποφόρ. Αδύνατον να διαβάσω στο ταρατσάκι, αδύνατον να πάρουμε το πρωινό μας στη βεράντα. Και, μοιραίως, είναι αδύνατον ν’ αρμενίσουμε στα πέλαγα με την Αιολία.
– Όχι ότι δεν μπορούμε, λέει ο Μανώλης, αλλά δεν θα ‘θελα να σας ταλαιπωρήσει ο καιρός.
-Πυρ κατά βούλησιν, λοιπόν, ανακοινώνει ο Κώστας. Αξιοποιήστε τη μέρα σας, όσο καλύτερα μπορείτε.
Έχοντας πολύτιμο σύντροφο τον λεπτομερή χάρτη των “Μικρών Κυκλάδων” της Terrain (Κλίμακα 1 : 25.000) ξεκινάμε να συμπληρώσουμε την γνωριμία μας με το νησί. Κατευθυνόμαστε Ν.Α της Χώρας, με προορισμό την παραλία του Λιόλιου, στον ευρύχωρο Όρμο Μπαζαίου. Αφήνουμε χαμηλά δεξιά τον γνωστό μας Όρμο Λιβάδι και στην διακλάδωση ακολουθούμε αριστερά την κατεύθυνση προς Παραλίες Λιόλιου και Αλμυρού. Βαδίζουμε σε χωματόδρομους ανάμεσα σε χωράφια που, στις αρχές Ιουλίου, είναι ξερά και κιτρινωπά. Το βάδισμα είναι ξεκούραστο, ωστόσο, οι χωματόδρομοι έχουν και παρενέργειες. Τα αυτοκίνητα που περνάνε – κυρίως μικρά φορτηγά ή αγροτικά – σηκώνουν σύννεφα σκόνης που μας μεταμορφώνουν σε “μυλωνάδες.
Λιτές, ήμερες εικόνες χαρίζουν στο τοπίο μια ευχάριστη ποικιλία. Χωράφια, ξερολιθιές, αμπελάκια και ελιές, γέρικες φίδες, χαμηλές συκιές με μπόι νάνου σχεδόν. Συναντάμε ένα άλογο και δύο γαϊδουράκια, εμφανίζονται καμιά δεκαριά αγροτόσπιτα μέσα σε δέντρα και περιβόλια. Ο δρόμος κατηφορίζει ελαφρά, ήδη αρχίζει να φτάνει ως τ΄αυτιά μας ο υπόκωφος ήχος των κυμάτων του γραίγου. Ανταριασμένη η θάλασσα, ανοιχτογάλαζη στα ρηχά, που μεταβάλλεται σε σκουρόχρωμη μπλε στ΄ανοιχτά. Φτάνοντας στην ακτή, ένας χωματόδρομος καταλήγει στο συγκρότημα “Ανατολή“, με δωμάτια και στούντιο, εστιατόριο και καφέ – μπαρ. Πίνουμε καφεδάκι με την Κατερίνα και τον Νίκο σ΄έναν ωραίο υπαίθριο χώρο με πισινούλα, πολλά λουλούδια, περιβόλι και πηγάδι. Αγναντεύουμε στα ΒΑ τον Όρμο του Μπαζαίου και την Κέρο.
Ξαναβγαίνουμε στην ακτή και κατευθυνόμαστε Α. Σε μερικά λεπτά φτάνουμε στον μυχό του όρμου Μπαζαίου. Εδώ φωλιάζει η μικροσκοπική παραλία του Λιόλιου, με αρμυρίκια και ρηχό, αμμουδερό βυθό. Σ΄αυτό τον προνομιακό τόπο βρίσκεται από το 2004 το εξαιρετικό συγκρότημα διαμερισμάτων και δωματίων “Lioliou beach hotel“. Aπό το 2008, επίσης, λειτουργεί και το “Lioliou cafe – restaurant“, γνωστότερο ως “της Ακαθής“. Η κυρία Ακαθή μας ξεναγεί σε μερικές θαυμάσιες γεύσεις της κουζίνας της, όπως τηγανιτό χταποδάκι σβησμένο με κάππαρη και ξύδι, τα “Κεφτεδάκια της Ακαθής”, αλλά και κατσίκι, στον ξυλόφουρνο, λεμονάτο.
Μετά την χορταστική μας στάση παίρνουμε έναν χωματόδρομο με κατεύθυνση Δ. Σε λιγότερο από ένα 5λεπτο φτάνουμε πάνω από τον ευρύ όρμο Αλυγαριές με τις διαδοχικές, βραχώδεις και αμμουδερές παραλίες του Κάμπου, του Δημήτρη και της Αλυγαριάς. Είναι εκπληκτικές παραλίες, προφυλαγμένες από τον γραίγο, με τελείως γαληνεμένα νερά, σαν να μην υπάρχει άνεμος στο νησί. Απέναντί μας στα Ν – ΝΔ, την προστασία των ακτών από τα κύματα του γαρμπή, έχει από αιώνες αναλάβει, με την παράξενη “τανάλια” της, η νήσος Φιδούσα.
Χωρίς δρόμο ή εμφανές μονοπάτι συνεχίζουμε προς τα Δ – ΒΔ πάνω από την απόκρημνη ακτογραμμή θαυμάζοντας την γοητευτική κάτοψη των παραλιών με τα διάφανα νερά. Κάποια στιγμή συναντάμε συρμάτινη περίφραξη και ανηφορίζουμε απότομα, παράλληλα μ’ αυτήν. Στο τέλος της ανηφόρας προβάλλει χαμηλά ο γνωστός όρμος Λιβάδι. Διασχίζουμε ένα εργαστήριο πέτρας και μαρμάρου και, σ’ ελάχιστα λεπτά, βυθίζουμε τα βήματά μας στην αμμουδιά του Λιβαδιού.
Περνάμε δίπλα από τις θεμελιώσεις του λιμανιού, εγκαταλελειμμένες εξαιτίας των ανασκαφών της παλαιοχριστιανικής βασιλικής, τα ερείπια της οποίας είναι πρόχειρα καλυμμένα από σχισμένο πλαστικό. Βγαίνουμε στην εξαιρετική παραλία “Πλάκα” του όρμου “Τσιγκούρι“. Λεπτή σκουρόχρωμη άμμος, θεαματικές πλάκες στα ρηχά και αρμυρίκια με προστατευτική σκιά. Λίγο πιο ανοιχτά , μόλις ξεπροβάλλει μια ξέρα από την επιφάνεια του νερού.
Μετά την – διόλου ευκαταφρόνητη – πορεία μας στον ήλιο είναι πολύ ευχάριστη η δροσερή επαφή μας με τα γαλήνια, διαυγή νερά. Μερικές δεκάδες σκαλοπάτια πάνω από την παραλία καταλήγουν στον “Γρίσπο“. Είναι ένα αμφιθεατρικό συγκρότημα δωματίων και στούντιο με θέα εκπληκτική στην Πλάκα και στο πέλαγος. Σ΄αυτό το έξοχο μπαλκόνι βρίσκεται ο χώρος του εστιατορίου και καφέ. Ολόφρεσκο ψάρι από τις θάλασσες του τόπου, παραδοσιακή κουζίνα και ποικιλία τσιπουρομεζέδων. Μ’ ένα λιτό τσιπουράκι αφήνουμε να ξεθυμάνει λίγο η ζέστη της ημέρας κι ύστερα, για 15 λεπτά, παίρνουμε την τσιμεντένια, ζόρικη ανηφόρα ως την Χώρα.
Δειλινό στο “Ηλιοβασίλεμα”, όπως πάντα. Εδώ, καθισμένοι αναπαυτικά, ανταλλάσουμε με τους φίλους μας τις εντυπώσεις και τις εμπειρίες της ημέρας.
Για το δείπνο μας επιλέγουμε το πασίγνωστο εστιατόριο της κυρά – Ποθητής, στο κεντρικό σοκάκι του οικισμού. Το μαγαζί ξεκίνησε από την κυρα – Ποθητή το 1992. Με τον ίδιο σεβασμό στην παράδοση αλλά και με κάποιες φρέσκιες ιδέες, το συνεχίζει ο γιος της Άγγελος Κωβαίος με την γυναίκα του Φιλιώ. Στο πανέμορφο ταρατσάκι το βλέμμα περιπλανιέται από το ζωντανό κεντρικό σοκάκι ως την απεραντοσύνη του πελάγους και τον θόλο του ουρανού. Πολύ φιλική η εξυπηρέτηση, εξαίρετο το κατσικάκι με κριθαράκι καθώς και η φάβα, παραγωγή του καπετάνιου μας, του Μανώλη του Κωβαίου.
Καθώς η αναχώρηση πλησιάζει
Στο ταρατσάκι μου περνάω το τελευταίο πρωινό, χωρίς την συντροφιά του Michel Deon. Ούτε κατάλαβα πότε τέλειωσαν οι 541 “Σελίδες για την Ελλάδα“. Αρκούμαι, λοιπόν, ν΄αγναντεύω τον πελαγίσιο ορίζοντα και τ’ αντικρινά νησιά. Πριν ακόμα εγκαταλείψω τη Σχοινούσα, αισθάνομαι ήδη την νοσταλγία της επιστροφής.
Καθώς παρατηρώ τον χάρτη διαπιστώνω, ότι απομένει αβάδιστο μόνον ένα μικρό τμήμα του νησιού. Είναι το κομμάτι της ΝΑ ακτογραμμής, ανάμεσα στους όρμους Μπαζαίου και Αλμυρού. Για να μην ξανακάνουμε τον ίδιο άχαρο και σκονισμένο χωματόδρομο, αναλαμβάνει ο κυρ – Βαγγέλης, ο πατέρας της Ευδοκίας, να μας μεταφέρει ως την παραλία του Λιόλιου. Ήδη η ένταση του γραίγου φτάνει τα 8 μποφόρ, ξεσηκώνοντας κύματα πολύ εντυπωσιακά. Βαδίζουμε σε μονοπάτι προς τα Β, μπροστά από την βραχώδη παραλία του Μπαζαίου.
Μοναχικό σπίτι, πέτρινο ξωκκλήσι Αγίου Φανουρίου αλλά κι ένας φράχτης από τσιμεντόλιθο, ανοικονόμητος σε μάκρος και απερίγραπτος σε ασχήμια. Στο τελείωμα του φράχτη συναντάμε μια πανέμορφη και σχεδόν ήρεμη παραλιούλα, το “Πορί“. Ένας κυρτός βράχος δημιουργεί προστατευτική σκιά, ενώ στις κοιλότητες των βράχων έχουν απομείνει μικρές ποσότητες αλατιού.
Μια μακρόστενη χερσόνησος παρεμβάλλεται ανάμεσα στους όρμους Μπαζαίου και Αλμυρού. Ένα ευκολοδιάβατο μονοπάτι 200 περίπου μέτρων, συνδέει τους δύο όρμους. Εδώ καταλήγει, κι ένας καλός χωματόδρομος, για την εξυπηρέτηση ενός μικρού, πέτρινου συγκροτήματος. Βαδίζουμε για λίγο προς το εσωτερικό του όρμου, πάνω από την βραχώδη ακτή.
Ξαφνικά στρίβει ο δρόμος και αποκαλύπτεται η θεαματικότατη, αμμουδερή παραλία του Άμμου, με κυματισμένα τυρκουάζ νερά. Απολαμβάνουμε για λίγο το θέαμα κάτω από τη σκιά ενός δενδρώδους σχοίνου. Πολύ όμορφη είναι και η στιγμιαία διέλευση ενός καλοθρεμμένου λαγού.
Χτυπάει το τηλέφωνο. Είναι ο κυρ-Βαγγέλης.
– Έρχομαι να σας πάρω για την Μεσσαριά. Είναι αρκετός δρόμος και κάνει ζέστη τούτη την ώρα.
Φτάνουμε σε μερικά λεπτά στην Μεσσαριά. Κεντρικός τσιμεντόδρομος και γύρω του χωμάτινα δρομάκια. Σπίτια πέτρινα, κατοικημένα ή ερειπωμένα. Ξερολιθιές και χαλάσματα. Ανάμεσά τους φυτρώνουν, αναρίθμητες φραγκοσυκιές, πεισματάρες κι ανθεκτικές, με μηδαμινές απαιτήσεις για γόνιμο χώμα ή για νερό. Ο τόπος θυμίζει Μεξικό. Παίρνουμε τις ήπιες ανηφοριές προς τον λόφο, στα ΒΑ του χωριού. Ανεμόμυλος, σπίτι με σημαία ελληνική και καναδική.
Αγναντεύουμε προς την κατεύθυνση της Χώρας. Πάνω από τους τοίχους και τις στέγες των σπιτιών εκτείνεται μια καταπράσινη κοιλάδα με ελιές, περιβόλια και τα σημαντικότερα αμπελοτόπια του νησιού. Περνάμε από την εκκλησία του Ευαγγελισμού. Στο πέτρινο υπέρθυρο είναι σκαλισμένη η χρονολογία 1881. Τοιχοποιία από λαξευτό πωρόλιθο διακρίνεται κάτω από τον σοβά του μικρού καμπαναριού. Σ’ όλη τούτη την μεσημεριάτικη ακινησία του τόπου υπάρχει κι ένας χώρος ζωντανός. Είναι το καφέ – ταβέρνα “Πέτρινο”. Ξαποσταίνουμε μ’ ένα καφεδάκι στη σκιά κι ύστερα παίρνουμε το δρόμο για την Χώρα. Δεν χρησιμοποιούμε το κεντρικό οδικό δίκτυο αλλά την παλιά στράτα που διασχίζει την κοιλάδα. Είναι μια ξεκούραστη, διαδρομή, αρχικά σε τμήμα παλιού λιθόστρωτου, που το διαδέχεται χωμάτινο μονοπάτι ανάμεσα σε φράχτες από ξερολιθιές, αμπελάκια, ελιόδεντρα και συκιές. Ένα τελικό λιθόστρωτο ανηφοράκι 150 περίπου μέτρων μάς βγάζει στην άσφαλτο πριν από την Χώρα.
Αποφασίζουμε το τελευταίο γεύμα μας στη Σχοινούσα να είναι στο “Μελτέμι” που, εκτός από εστιατόριο, είναι και συγκρότημα διαμερισμάτων και δωματίων. Συναντάμε το Μελτέμι στο κεντρικό σοκάκι, στην Α έξοδο της Χώρας, σε σημείο με κορυφαία θέα. Στην σκιερή βεράντα, γεμάτη με λουλούδια και πρασινάδα, μας υποδέχονται ο Νικήτας και η Βαγγελίτσα, η αδελφή του, με πολλή ευγένεια και πρόσχαρη διάθεση. Η συζήτηση μαζί τους αποπνέει την αισιοδοξία αλλά και αποφασιστικότητά τους να καθιερώσουν – μαζί με τους υπόλοιπους συναδέλφους τους – την Σχοινούσα, ως έναν πολύ επιθυμητό προορισμό.
– Προσπαθούμε, με τις καλές μας υπηρεσίες, να κάνουμε κάθε μας επισκέπτη διαχρονικό φίλο και ζωντανό διαφημιστή του νησιού, ως έναν τόπο ξεχωριστό για ήρεμες, ποιοτικές και οικογενειακές διακοπές.
Από την πλούσια γκάμα των εδεσμάτων επιλέγουμε ντόπιο κατσικάκι φούρνου με πατάτες, ντοματοσαλάτα με μυζήθρα και, βέβαια, την απαραίτητη φάβα. Οι γεύσεις είναι εκπληκτικές εξίσου απρόβλεπτη όμως είναι και η ποσότητα των μερίδων.
–Μήπως οι τόσο μεγάλες μερίδες είναι υπερβολή;
– Είναι θέμα αρχής, μας απαντάνε απλά.
Επίλογος
Περιδιαβαίνουμε για μια τελευταία φορά το κεντρικό δρομάκι της Χώρας, που συγκεντρώνει το σύνολο της εμπορικής δραστηριότητα του νησιού. Χαιρετάμε γνωστούς και άγνωστους. Στον μικρό τούτο τόπο, μετά από μερικές μέρες, όλοι γνωριζόμαστε μεταξύ μας. Είναι μια ευχάριστη οικειότητα, που θυμίζει γειτονιά άλλων εποχών. Έτσι είναι η Σχοινούσα. Παρά την σημαντική τουριστική της ανάπτυξη παραμένει μια κοινωνία μικρή, οικογενειακή, που σε προτρέπει να μάθεις μικρά ονόματα, να μιλήσεις για τον τόπο σου, ν’ ανταλλάξεις “καλημέρες” και “καληνύχτες”. Και να αισθάνεσαι, φεύγοντας, την ανάγκη να επιστρέψεις.
Ευχαριστίες
Ευχαριστούμε θερμά:
Την Ευδοκία Νομικού, το προσωπικό του ΗΛΙΟΒΑΣΙΛΕΜΑΤΟΣ και τον κυρ – Βαγγέλη για όλες τις εξυπηρετήσεις τους. Τον καπετάνιο Μανώλη Κωβαίο και το προσωπικό της “Αιολίας“, (τηλ. 6979 618233) για τις σπάνιες στιγμές που μας χάρισαν. Τέλος, ιδιαίτερα ευχαριστούμε τον καλό μας φίλο Κώστα Ζαρόκωστα, χάρη στην πρόσκληση του οποίου, είχαμε την ευτυχία να γνωρίσουμε την “καρδιά” των Μικρών Κυκλάδων με τρόπο μοναδικό.
Διαμονή
Εκτός από το ξενοδοχείο ΗΛΙΟΒΑΣΙΛΕΜΑ ( τηλ. 22850 71948, 210 9965631, 697 2335217) υπάρχουν πολλά και αξιόλογα τουριστικά συγκροτήματα σε διάφορα στρατηγικά σημεία του νησιού.
Εστίαση
Εκτιμήσαμε ιδιαίτερα την εστίαση στην Σχοινούσα. Ποιότητα, γεύσεις, εξυπηρέτηση και τιμές βρίσκονται σε επίπεδο ιδιαίτερα ικανοποιητικό. Τις ελάχιστες επιχειρήσεις εστίασης – στην Χώρα και στο Μερσίνι – που δεν προλάβαμε να επισκεφθούμε, ελπίζουμε να τις γνωρίσουμε την επόμενη φορά.
Παραπομπές
(1) Όλγα Φιλανιώτου, “Μικρές Κυκλάδες”, στο συλλογικό έργο “Αρχαιολογία ΝΗΣΙΑ ΤΟΥ ΑΙΓΑΙΟΥ”, εκδ. ΜΕΛΙΣΣΑ 2005.
(2) Τέτοια ορμητήρια Πειρατών υπήρξαν οι προφυλαγμένοι όρμοι Μερσίνι, Σιφνέικο, Λιόλιου, Γερολιμνιώνα και Μπαζαίου.
(3) Ο Γάιος Πλίνιος ο Πρεσβύτερος, υπήρξε Λατίνος συγγραφέας (23 – 79 μ.Χ.) και θεωρείται από τους κυριότερους εκπροσώπους του αρχαίου εγκυκλοπαιδισμού. Πέθανε κατά την μεγάλη έκρηξη του Βεζούβιου, το 79 π.Χ.
(4) Τα περισσότερα ευρήματα εκτίθενται σήμερα στο Αρχαιολογικό Μουσείο Νάξου.
(5) Ο Γερμανός ελληνιστής Ludwig Ross (1806-1859) υπήρξε ο πρώτος Καθηγητής Αρχαιολογίας του Πανεπιστημίου Αθηνών. Διετέλεσε επίσης Γενικός Έφορος Αρχαιοτήτων στην Αθήνα και συνέβαλε στην προστασία των αρχαιοτήτων και στην ίδρυση μουσείων.
(6) Ο λογοτέχνης και ακαδημαϊκός Michel Deon απεβίωσε στις 28/12/2016 σε ηλικία 97 ετών. Ήρθε για πρώτη φορά στην Ελλάδα το 1960 και έζησε στις Σπέτσες από το 1963 ως το 1969. Έγραψε 40 περίπου μυθιστορήματα, κάποια από τα οποία έχουν μεταφραστεί και στα ελληνικά.
(7) ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΠΑΝΟΡΑΜΑ, τεύχος 58, 2007
(8) Όσοι αναγνώστες γνωρίζουν τον “Δέτη”, σίγουρα θα με δικαιώσουν.
(9) Είναι οι πολύ θεαματικοί βραχώδεις σχηματισμοί σ΄αυτό το σημείο του νησιού.
(10) Το συνολικό μήκος του μονοπατιού είναι περίπου 11 χλμ.
(11) Το όνομά του πήρε από το ομώνυμο εκκλησάκι, κτίσμα του 1651.
(12) Η χρονολογία 1917, ωστόσο, αναφέρεται στο κτίσιμο το οικήματος και όχι στην ταβέρνα, η οποία λειτουργεί από τις αρχές της δεκαετίας του ’90.
(13) Είναι πολύ ενθαρρυντικό να συναντάμε τέτοια ποιοτική κουζίνα σε τόπο τόσο τουριστικό. Αυτή η διαπίστωση μας συντρόφεψε και στην Σχοινούσα, σε όλες τις γευστικές μας εμπειρίες.