Μέσα στο καταχείμωνο ακούστηκε από το τηλέφωνο μια φωνή με ιδιάζουσα προφορά. Ρωτούσε με αφοπλιστική ευθύτητα:
– Στους τόσους τόπους που γυρνάτε, δεν έχει θέση η Ικαρία;
– Και βέβαια έχει, φίλε μου, απλά δεν έτυχε ως τώρα.
– Ωραία, λοιπόν, ας μην το αφήσουμε άλλο στην τύχη. Ο Δήμος Άγιου Κήρυκου, του οποίου είμαι Δημοτικός Σύμβουλος, σας προσκαλεί να τον εντάξετε στους προορισμούς σας.
– Και πότε είναι η καλύτερη εποχή;
– Όλες είναι όμορφες. Μα, αν έρθετε άνοιξη, θα δείτε όσα λουλούδια δεν είδατε ποτέ, καταλήγει ο Δημήτρης Κουρελής.
Μέσα στο καταχείμωνο ακούστηκε από το τηλέφωνο μια φωνή με κάπως βαριά και ιδιάζουσα προφορά. Ρωτούσε με ευγένεια αλλά και αφοπλιστική ευθύτητα:
– Στους τόσους τόπους που γυρνάτε, δεν έχει θέση η Ικαρία;
– Και βέβαια έχει φίλε μου, απλά δεν έτυχε ως τώρα.
– Ωραία, λοιπόν, ας μην το αφήσουμε άλλο στην τύχη.
Ο Δήμος Άγιου Κήρυκου, του οποίου είμαι Δημοτικός Σύμβαουλος, σας προσκαλεί να τον εντάξετε στους προορισμούς σας.
– Και πότε είναι η καλύτερη εποχή;
– Όλες τις εποχές όμορφα είναι. Μα, αν έρθετε την άνοιξη, θα δείτε όσα λουλούδια δεν είδατε ποτέ, καταλήγει ο Δημήτρης Κουρελής.
ΣΤΗ ΓΗ ΤΗΣ ΙΚΑΡΙΑΣ
Ο διάδρομος προσγείωσης του Αερολιμένα της Ικαρίας δεν είναι από τους μεγαλύτερους. Ωστόσο, για το ΑTR 72 της Ολυμπιακής είναι αρκετός. Στην «οικογενειακή» αίθουσα του αεροδρομίου ο Δημήτρης Κουρελής μας εντοπίζει σε δευτερόλεπτα. Μας υποδέχεται με πλατύ χαμόγελο και μια εγκάρδια χειραψία. Σειρά έχει το θερμό καλωσόρισμα του Σπύρου Τέσκου, Δημάρχου του Αγίου Κήρυκου.
Δεν είναι πολύ συχνό φαινόμενο να μας υποδέχεται ο Δήμαρχος ενός τόπου στο σημείο της άφιξής μας. Από τις πρώτες κιόλας κουβέντες αισθανόμαστε ζεστασιά και οικειότητα. Το τρίτο καλωσόρισμα δεν είναι από κάποιον που δουλεύει στο νησί αλλά από έναν .. συνεπιβάτη μας. Είναι ο Ικαριώτης Θεμιστοκλής Κατσαρός, με σπουδές Αρχαιολογίας και Ιστορίας, πολλά χρόνια Φιλόλογος Καθηγητής στον Αγ. Κήρυκο. Βαθύς γνώστης της ιστορίας και των πραγμάτων του νησιού και με πλούσιο συγγραφικό έργο, ανταποκρίθηκε άμεσα στο κάλεσμα του Δημάρχου. Εγκατέλειψε σπίτι και οικογένεια στην Αθήνα, πήρε το ίδιο με μας αεροπλάνο – χωρίς βέβαια να μας γνωρίζει – και ήρθε στην Ικαρία για να μας φωτίσει με τις γνώσεις του κατά τη διάρκεια της παραμονής μας.
Στην παραθαλάσσια διαδρομή των 13 περίπου χιλιομέτρων προς Αγ. Κήρυκο αφήνουμε πίσω μας το ογκώδες περίγραμμα της Σάμου, ενώ στον κοντινό θαλασσινό ορίζοντα μας συντροφεύουν οι χαριτωμένοι όγκοι των Φούρνων. Ψηλά, πάνω απ’ τα κεφάλια μας δεσπόζει η αυστηρή οροσειρά του «Αθέρα», που με μέγιστο υψόμετρο 1040 μέτρα και πάμπολλες κορυφές γύρω στα 1000 μέτρα διασχίζει σαν τεράστια ραχοκοκκαλιά το νησί από τα ΒΑ στα ΝΔ.
Στη συνέχεια του Αγ. Κήρυκου βρίσκεται το «Γλαρέδο», χτισμένο στους πρόποδες των απότομων ΝΑ πλαγιών του «Αθέρα». Η πολυμελής οικογένεια του Δημήτρη – με την γυναίκα του Αργυρώ και τα τέσσερα παιδιά – μας υποδέχονται σαν φίλους που γνωρίζουν από χρόνια. Μέσα σε λίγα λεπτά αισθανόμαστε κι εμείς μέλη της οικογένειας. Το κατάλυμά μας βρίσκεται στον δεύτερο όροφο, ένα άνετο διαμέρισμα με πλήρως εξοπλισμένη κουζίνα, σαλονάκι, ευρύχωρο μπάνιο με μπανιέρα, αυτόνομη θέρμανση, τηλεόραση και κλιματισμό. Η ταράτσα είναι μαγευτική, με ταυτόχρονη θέα στον Αθέρα και στο Ικάριο Πέλαγος, απ’ όπου αναδύεται ένα πλήθος από μικρά και μεγάλα νησιά, Θύμαινα, Φούρνοι, Πάτμος, Αγαθονήσι, Αρκιοί, Λειψοί και με καθαρή ατμόσφαιρα η Λέρος. Δίπλα στο σπίτι ένα γοργοκίνητο ρυάκι που κατεβαίνει απ’ το βουνό κελαρύζει συνεχώς. Ολόγυρα ο τόπος πρασινίζει από πλατάνια, εσπεριδοειδή, ελαιόδεντρα, πυκνούς θάμνους και αμέτρητα λουλούδια. Τίποτε παραπάνω δεν μπορεί να επιθυμήσει κανείς.
Το βράδυ, σε μια από τις ταβέρνες του Αγ. Κήρυκου, συγκεντρωνόμαστε μια μεγάλη συντροφιά με τη συμμετοχή του Δημάρχου, του Δημήτρη, του Θέμη Κατσαρού και δυο συμπαθέστατων συνδρομητών μας, του Γιάννη Πάστη και του Παντελή Τσαρνά. Εκτός από τις ευχάριστες ώρες της παρέας έχουμε την ευκαιρία να δοκιμάσουμε το ωραίο Ικαριώτικο κρασί και τη φρεσκάδα των ψαριών του Ικαρίου Πελάγους, με λούτσους και μπαρμπούνια. Αργότερα στην ταράτσα μας αποχωριζόμαστε με μεγάλη απροθυμία τον έναστρο ουρανό, τον γλυκό ήχο του ρυακιού, την ευωδιαστή νύχτα της άνοιξης.
ΣΤΟΝ ΠΥΡΓΟ ΤΟΥ ΔΡΑΚΑΝΟΥ
Οι σύγχρονες επεμβάσεις έχουν επηρεάσει σε μεγάλο βαθμό τον παραδοσιακό του χαρακτήρα. Ωστόσο ο Αγ. Κήρυκος εξακολουθεί να διατηρεί την ομορφιά του με αρκετά νεοκλασικά οικήματα, το μεγάλο λιμάνι, τον άνετο χώρο της παραλίας, τα ουζερί, καφενεία και ταβερνάκια, τις γραφικές ανηφοριές. Στον λιμενοβραχίονα δεσπόζει η επιβλητική γλυπτική σύνθεση του Ίκαρου, έργο του Νίκου Ίκαρη από μπρούτζο.
Δύο μόλις εβδομάδες πριν ένα τμήμα από την κορυφή του γλυπτού λύγισε από τα γιγάντια κύματα κατά τη διάρκεια σφοδρής θαλασσοταραχής. Ο Αγ. Κήρυκος, που είναι και πρωτεύουσα του νησιού, είναι σχετικά νέα πόλη. Τα παλαιότερα τμήματα βρίσκονται στα βόρεια – από το «Σεβδαλί» σοκάκι και πάνω και στα δυτικά, στη συνοικία «Φλέβες» και ανάγονται γύρω στο 1750. Τα αρχαιολογικά όμως ευρήματα μαρτυρούν αρχαία κατοίκηση, που εξαιτίας των πειρατικών επιδρομών, σταδιακά εγκαταλείφθηκε. Αξιοθέατα της πόλης είναι ο ναός του Αγ. Νικολάου στην πλατεία με το ξυλόγλυπτο τέμπλο του 1820/30, το νεοκλασικό κτίριο του Γυμνασίου και η εκκλησία του Αγ. Κηρύκου.
Πρώτος προορισμός της περιήγησής μας με τον Θέμη είναι ο Πύργος του Δράκανου, δίπλα στο ακρωτήριο Φανάρι, στο ΒΑ άκρο του νησιού. 3 χλμ. έξω από τον Αγ. Κήρυκο συναντάμε τον Νικηφόρο Τσιγκέλη, που χρόνια τώρα, με υπομονή και μαστοριά, χτίζει το σπίτι του, πέτρα – πέτρα με τα χέρια του. Στον προστατευτικό τοίχο έχει δημιουργήσει με πέτρα διαφορετικού χρώματος το πιστό περίγραμμα ενός αυτοκινήτου.
– Είναι το ταξί που χρόνια οδηγούσα, μια MERCEDES 240. Το σχήμα και οι διαστάσεις είναι ακριβέστατες.
– Και τις πέτρες από πού τις φέρνεις; τον ρωτάμε.
– Απ’ όλη την Ικαρία. Έχω όμως κι από την Καρδίτσα μερικές, τον τόπο της γυναίκας μου.
Αρνούμαστε ευγενικά τον καφέ που μας προσφέρει, δεν μπορούμε όμως ν’ αρνηθούμε δυο θαυμάσια Σαμιώτικα πορτοκάλια. 500 μέτρα μετά, σε βραχώδες πρανές του δρόμου αντικρίζουμε την σκοτεινή είσοδο στοάς παλιού μεταλλείου, που εγκαταλείφθηκε το 1902. Κάτω χαμηλά προβάλλει η βοτσαλωτή παραλία Νεάλια και κοντά της το ακρωτήρι της Δαιμονόπετρας.
Στα 6,8 χλμ. από Αγ. Κήρυκο συναντάμε την έξοδο του φαραγγιού Καταφύγι-Διπλόρυακο. Από κάτω είναι ο όρμος «Νύμφη», το «Νίφι» στην τοπική ορολογία. Ακολουθεί η παραλία «Ανεφαντί» και οι δίδυμοι κολπίσκοι «Κεραμέ». Εδώ βρίσκεται και το εξωκκλήσι της Γέννησης της Θεοτόκου, πιθανότατα του 17ου αι. με τεράστιες σχιστόπλακες στη στέγη. Την εικόνα συμπληρώνουν αρμυρίκια, πλατάνια και μερικοί θεαματικοί καφεκίτρινοι βράχοι πλάι σ’ έναν μικρό τσιμεντένιο μόλο. Δίπλα στα Κεραμέ διαγράφεται μια μικρή παραλία 50 μέτρων με λεπτό βοτσαλάκι και μερικές εκατοντάδες μέτρα μετά η μικρή επίσης παραλία «Γλυφάδι».
Στα 11 χλμ. φτάνουμε στον παραθαλάσσιο οικισμό του Φάρου, μπροστά σε μια πολύ εκτεταμένη αμμουδιά. Κάποτε η περιοχή ήταν κατάφυτη με αμπελώνες. Από τα παλιά σπίτια διατηρούνται ελάχιστα. Όλα τα σύγχρονα κατασκευάστηκαν την τελευταία 20ετία. Αρκετές ψαροταβέρνες και θερινά καταλύματα αποτελούν την τουριστική υποδομή της περιοχής.
Βγαίνοντας από τον οικισμό στρίβουμε δεξιά, αρχικά σε ανηφορικό τσιμεντόδρομο και μετά σε βατό χωματόδρομο. Δύο χλμ. μετά ο δρόμος τερματίζει απέναντι από τον επιβλητικό Πύργο του Δράκανου. Παίρνουμε το μονοπάτι, ομαλό και σχεδόν επίπεδο. Το βάδισμα είναι αληθινή ευχαρίστηση. Που γίνεται ακόμη μεγαλύτερη από τις χρωματικές εναλλαγές των αμέτρητων αγριολούλουδων και τις πλαγιές που είναι κατάφυτες από σχοίνους, σπάρτα, θυμάρι, αστοιβιές, αχινοπόδια και ασπάλαθους. Που και πού διακρίνονται νεαρότατα κεδράκια. Ίσως όμως ποτέ δεν θα γίνει δυνατόν να αναβιώσει το θαλερό κάποτε κεδροδάσος, που κάλυπτε τις πλαγιές πριν απ’ τις φωτιές. Μέσα στην βοτανολογική αφθονία εντοπίζουμε τις πρώτες μικροσκοπικές ορχιδέες.
– Να κι ένας Μανδραγόρας, λέει ο Θέμης και μας δείχνει το λουλούδι με τα πλατειά λογχοειδή φύλλα και τα γκριζογάλαζα λουλούδια, που για τις υπνωτικές ιδιότητες και την ανθρωπόμορφη ρίζα του είχε περιβληθεί από την αρχαιότητα με μυστηριώδεις, υπερφυσικές ιδιότητες και δεισιδαιμονίες. Σ’ όλη τη διάρκεια της πορείας μας ο φίλος μας εκμεταλλεύεται κάθε δευτερόλεπτο. Μ’ ένα σουγιαδάκι στο χέρι μαζεύει συνεχώς χόρτα, άγνωστα σε μας και μας τα περιγράφει με τις ιδιότητες και τις ονομασίες τους. Με κανονικό βάδισμα ο χρόνος ως τον Πύργο δεν ξεπερνάει το δεκάλεπτο. Το οικοδόμημα είναι από τα εντυπωσιακότερα μνημεία της Ελληνιστικής Περιόδου (3οσ-2ος π.Χ. αι.), εποχή διαμάχης των Πτολεμαίων της Αιγύπτου με τους Μακεδόνες και κυριαρχίας στο Αιγαίο του Δημητρίου Πολιορκητύ. Το σχήμα του Πύργου είναι απόλυτα κυκλικό, με εσωτερική διάμετρο 6 μέτρων και ύψος περίπου 12 μέτρα. Η στέγη απουσιάζει. Στην κορυφή πιστεύεται ότι υπήρχε φρυκτωρία για μετάδοση σημάτων, γι’ αυτό και η περιοχή ονομάστηκε «Φάρος».
Η ισοδομική τοιχοποιΐα είναι εξαίρετη. Αποτελείται από ασβεστολιθικούς δόμους άριστης λάξευσης με ελαφρά κοιλότητα στο εσωτερικό και αντίστοιχη κυρτότητα στο εξωτερικό τμήμα, πότε συνολικά να δημιουργείται ένας τέλειος κύλινδρος.
Οι δομοί κοντά στη βάση είναι πολύ ογκώδεις και ξεπερνούν σε πάχος το ένα μέτρο, ενώ γίνονται σταδιακά ελαφρότεροι όσο προχωρούν προς την κορυφή. Μεταξύ των δυο ορόφων διακρίνονται οι οπές που συγκρατούσαν τα δοκάρια των πατωμάτων. Επίσης στον πρώτο και δεύτερο όροφο σώζονται σε άριστη κατάσταση πέντε μεγάλες τριγωνικές πολεμίστρες, απ’ όπου οι τοξότες έριχναν τα βέλη. Ένα από τα χαρακτηριστικότερα αρχιτεκτονικά στοιχεία του πύργου είναι οι τοξωτές είσοδοι στο ισόγειο και στον πρώτο όροφο. Σε εξέλιξη βρίσκονται αναστηλωτικές εργασίες στα ανώτερα τμήματα του πύργου, όπου έχει διαταραχθεί η συνοχή κάποιων δομών.
Ο πύργος βρίσκεται στο άκρο και στο υψηλότερο σημείο της Ακρόπολης του Δράκανου, σε θέση στρατηγική με θέα απεριόριστη.
Οι ανασκαφές που συνεχίζονται έχουν αποκαλύψει στα σημεία εύκολης πρόσβασης υπολείμματα ισχυρότατης περιτείχισης, ενώ στις απόκρημνες πλαγιές δεν υπάρχουν τείχη. Ο εσωτερικός χώρος της ακρόπολης είναι κατάσπαρτος από όστρακα και «στρωτήρες», χοντρές κεραμεικές πλάκες που στρώνονταν στο δάπεδο. Έχουν επίσης αποκαλύφθεί τοίχοι χαμηλού ύψους και άριστης δόμησης. Μια μεταγενέστερη κατασκευή από ξερολιθιά είναι ένα Ιταλικό ερειπωμένο φυλάκιο, με θέα προς το πέλαγος. Χαμηλά στην κοιλάδα, Β της ακρόπολης σώζονται ίχνη της αρχαίας Δρακάνου. Δύο πανέμορφοι δίδυμοι κολπίσκοι στην ακτή θυμίζουν σχήμα «w». Εκεί σώζονται βυθισμένες αρχαίες λιμενικές εγκαταστάσεις και εμφανή ίχνη νεώριου.
Κατηφορίζουμε από τον πύργο στην αιχμή του ακρωτηρίου «Φανάρι», περνώντας πρώτα από το εξωκκλήσι του Αγ. Γεωργίου, κτίσμα των μέσων του 17ου αιώνα αλλά με νεότερες προσθήκες. Στα απότομα πρανή ως την ακτή έχουν απομείνει αιωνόβιοι κέδροι, που αφθονούσαν κάποτε στην περιοχή του Δράκανου. Η άκρη του ακρωτηρίου ειν’ ένας συμπαγής βράχος, όπου σώζονται τα ερείπια αμυντικού πυργίσκου με ισχυρότατη αργολιθοδομή. Είν’ ένας τόπος άγριος και αφιλόξενος, απαγορευτικός σε προσέγγιση από θάλασσα.
– Όχι όμως και από τη στεριά, λέει ο Θέμης. Κάθε χρόνο στην πανσέληνο του Αυγούστου γίνεται ολονυκτία στο εξωκκλήσι του Αγ. Γεωργίου και μετά την λειτουργία ακολουθεί γλέντι με μεγάλη συμμετοχή κόσμου.
ΣΤΟΝ ΟΡΜΟ ΤΟΥ «ΙΕΡΟΥ»
Από το σημείο στάθμευσης επιστρέφουμε με το αυτοκίνητο και στα 700 μέτρα στρίβουμε δεξιά. Ήδη χαμηλότερα διακρίνεται ο αεροδιάδρομος. Ο χωματόδρομος, με δυσκολίες σε ορισμένα σημεία, καταλήγει μετά από 2,3 χλμ. στον όρμο του «Ιερού». Είναι μια εξαιρετικά όμορφη αμμουδερή αγκαλιά, με άνοιγμα μικρότερο των 100 μέτρων ανάμεσα στην απόκρημνη ακτή. Ο τόπος είναι κατάφυτος. Κυριαρχούν μερικά εκπληκτικά υπεραιωνόβια κέδρα, πελώριες σκιές και άφθονες λυγαριές. Παίρνουμε στενό μονοπάτι στο Α τμήμα του όρμου. Σε λιγότερο από ένα 5λεπτο βρισκόμαστε μπροστά σε εντυπωσιακό συγκρότημα βράχων, που σχηματίζει κοίλωμα μεγάλων διαστάσεων σε σχήμα οροφής πυραμιδοειδές. Τα τοιχώματα του σπηλαίου είναι διακοσμημένα από «παραπετασματοειδείς» κυρίως σταλακτίτες αλλά και αρκετά «κοράλλια», ενώ η σταγονορροή συνεχίζεται αδιάκοπα.
– Συσχετίζοντας τη θέση του σπηλαίου και τις αρχαίες αναφορές, μπορούμε να υποθέσουμε, ότι είναι το σπήλαιο, όπου κατά την παράδοση ανετράφη ο Διόνυσος, λέει ο Θέμης. Άλλωστε, σύμφωνα με την αρχαία Ελληνική γραμματεία, η κορυφή του Δράκανου θεωρείται ο τόπος, όπου από τον μηρό του Δία γεννήθηκε ο Διόνυσος. Στην ευρύτερη περιοχή υπάρχουν υπολείμματα αρχαίας τοιχοποιίας, άφθονη κεραμεική και τμήματα από κίονες. Μια συστηματική ανασκαφή θα έφερνε στο φως πολλά ευρήματα, καταλήγει ο Θέμης.
Στο δρόμο της επιστροφής μας περιμένει μια πολύ ειδυλλιακή εικόνα. Ένας πανέμορφος τσαλαπετεινός, καταμεσίς του δρόμου, μας αφήνει να τον πλησιάσουμε στα 5-6 μέτρα και να θαυμάσουμε με την ησυχία μας την πολύχρωμη σιλουέττα του.
ΑΠΟΚΡΥΦΕΣ ΓΩΝΙΕΣ. ΣΤΑ ΠΡΟΪΣΤΟΡΙΚΑ ΜΕΝΙΡ
Μετά τον οικισμό του Φάρου στρίβουμε από την άσφαλτο δεξιά. Στα 700 μ. σταματάμε. Ακριβώς απέναντι ανηφορίζει μονοπάτι με αδιόρατη κόκκινη σήμανση με βράχους. Αναρίθμητα αγριολούλουδα διαφόρων ειδών, καφετιές και κίτρινες ορχιδέες, αιωνόβια ελαιόδετρα. Αλλάζουμε συνεχώς διεύθυνση προς τα ΝΑ, Ν και ΝΔ. Μόνον πολύ μυημένος μπορεί να βρει το μονοπάτι. Ακόμα και ο Θέμης προβληματίζεται μερικές φορές. Σ’ ένα 10λεπτο περίπου φτάνουμε σε πλάτωμα με χαρακτηριστικούς επίπεδους βράχους και αμέσως μετά συναντάμε συρμάτινη πορτούλα, «ποριά» στην τοπική διάλεκτο, (πόρος=διάβαση). 200 μέτρα μετά φτάνουμε στον εγκαταλελειμμένο μεσαιωνικό οικισμό «βεντουρόσπιτα». Σε αρκετά σημεία εμφανίζεται το παμπάλαιο καλντερίμι με τους «ντουσεμέδες», τις κάθετες πλάκες μέσα στο έδαφος.
Στα «Βεντουρόσπιτα», όπως άλλωστε σε όλα τα σημεία της Ικαρίας που επεδίωκαν να παραμείνουν αθέατα από τους πειρατές, εμφανίζεται ρεαλιστικά ο τρόπος κατασκευής της παραδοσιακής κατοικίας του νησιού. Ξερολιθιά από το περιβάλλον, τοίχοι πίσω από πυκνά δέντρα ή κάτω από μεγάλους βράχους (λούρους), στέγη μονόρριχτη με κλίση προς την κατωφέρεια (χυτή), ψηλός προστατευτικός μαντρότοιχος, απόκρυψη και παραλλαγή στον ύψιστο βαθμό. Η υιοθέτηση αυτής της κατασκευής υπαγορεύετο αποκλειστικά από τις περιστάσεις. Μετά την αποχώρηση λοιπόν των Γενοβέζων και μπροστά στον κίνδυνο της πειρατείας και των Τούρκων οι κάτοικοι από τις αρχές του 19ου αιώνα, τη γλώσσα, τα έθιμα και τη μορφή της κατοικίας τους». (1)
Περιδιαβαίνουμε ανάμεσα στα ερείπια, προσπαθούμε να εντοπίσουμε κάποιο «χωστοκέλι» (το απόκρυφο καταφύγιο των κατοίκων του σπιτιού μέσα στο έφαφος). Αποδεικνύεται αδύνατον.
– Μα, αν ήταν τόσο απλός ο εντοπισμός του, το χωστοκέλι δεν θα είχε καμιά αξία, σχολιάζει ο Θέμης.
Συνεχίζουμε την πορεία μας με ανεπαίσθητη πάντα σήμανση και σε λίγο στρέφουμε Δ-ΒΔ, χωρίς μονοπάτι και σήμανση, ανάμεσα σε βράχους και αστοιβιές. Τρία λεπτά μετά ο Θέμης που προηγείται, σταματάει. Μπροστά του υψώνεται ένας όρθιος μονόλιθος, μακρόστενος και οξυκόρυφος, μπηγμένος στέρεα μέσα στη γη, με ύψος που δεν ξεπερνάει τα 1,5 μέτρα. Από το τραχύ ασβεστολιθικό έδαφος, ανάμεσα στις αγριελιές και τα πουρνάρια, εξέχουν περί τους δέκα ακόμη μονόλιθοι διαφόρων διαστάσεων, ενώ κάποιοι άλλοι είναι πεσμένοι.
– Μα, αυτοί οι βράχοι μοιάζουν με «μενίρ», λέμε στον Θέμη.
– Στην απόφαση αυτή κατέληξα κι εγώ από τη στιγμή που τους πρωτοείδα, μας απαντάει. η διασπορά τους στην περιοχή, το σχεδόν ομοιόμορφο σχήμα τους, η τοποθέτησή τους μέσα στο έδαφος αλλά και η άμεση οπτική επαφή αυτού του λοφίσκου με τον όρμο του Ιερού και με το Ιερό Κορυφής του Δράκανου, μας οδηγούν στο πιθανό συμπέρασμα, ότι πρόκειται για λατρευτικά σύμβολα των προϊστορικών ανθρώπων που κατοίκησαν στην περιοχή. Άλλωστε όλα τα ευρήματα που κατά καιρούς έρχονται στο φως, αποδεικνύουν ότι το νησί κατοικείται αδιάλειπτα από τα νεολιθικά χρόνια μέχρι σήμερα.
Παραμένουμε αρκετή ώρα στην περιοχή, αιχμαλωτισμένοι από τη γοητεία και το μυστήριο των αινιγματικών μονόλιθων. Νιώθουμε σαν να πλανάται γύρω μας μια αύρα από το απώτατο παρελθόν αυτού του τόπου. Η επιστροφή μας στο αυτοκίνητο και στην σύγχρονη πραγματικότητα είναι σύντομη, μας παίρνει λιγότερο από ένα εικοσάλεπτο.
«ΣΤΑΣ ΣΚΑΛΑΣ»
Κατευθυνόμαστε προς το αεροδρόμιο, το .. διασχίζουμε και βρισκόμαστε σε φαρδύ χωματόδρομο με εργασίες σε εξέλιξη για περαιτέρω διάνοιξη και μελλοντική ασφαλτόστρωση. Κάτω χαμηλά βρίσκεται ο παραθαλάσσιος συνοικισμός της Αγ. Κυριακής με θερμές πηγές και το αλιευτικό καταφύγιο της Αρμυρίδας. 2,3 χλμ. μετά το αεροδρόμιο εγκαταλείπουμε τον βασικό χωματόδρομο και στρίβουμε δεξιά σε δευτευρόλεπτα. Στα 400 μ. σταματάμε σ’ ένα μικρό πλάτωμα. Το τοπίο γύρω μας είναι εντυπωσιακό. Όλος ο Ν και Δ ορίζοντας αποτελείται από μια πελώρια ορεινή χοάνη με διαδοχικές κατακόρυφες πλαγιές, εντυπωσιακότερη από τις οποίες είναι η «Κεφάλα», μια φυσική ακρόπολη από συμπαγή βράχο. Βαδίζοντας 100 μέτρα βρισκόμαστε μπροστά στο γραφικό εκκλησάκι του Αγ. Σάββα. Από κάτω του, στις βαθμίδες της απότομης πλαγιάς, σώζεται ο μισοερειπωμένος από τη δεκαετία του 1940 συνοικισμός «Σκάλες», γνωστότερος με την ονομασία «Στης Σκάλας». Όλα τα σπίτια είναι κατασκευασμένα στον τόπο του «χυτού», με παρόντα όλα τα μορφολογικά χαρακτηριστικά και είναι απόλυτα αθέατα απ’ τη θάλασσα. Μια μικροκοινωνία που έζησε για αιώνες με στερήσεις και φόβο αλλά κατόρθωσε να επιβιώσει ως τις μέρες μας.
Επιστρέφουμε στον κεντρικό χωματόδρομο και μετά από 4 περίπου χλμ. περνάμε από το μεγάλο και γραφικότατο «Περδίκι» με τις εκκλησιές του 17ου και 18ου αιώνα, τα πολλά και ωραία παραδοσιακά σπίτια, τον ανεμόμυλο και το Λαογραφικό Μουσείο, με σπάνια αντικείμενα της καθημερινής ζωής από τον 17ο αιώνα μέχρι σήμερα. Μετά το Περδίκι επιστρέφουμε με το τελευταίο φως στον Αγ. Κήρυκο από την ασφάλτινη, ορεινή διαδρομή.
– Με τους ρυθμούς που κινούμαστε, σε δυο μέρες τελειώνουμε, λέω στον Θέμη.
– Υπάρχουν πολλά να δείτε ακόμα, απαντάει ο φίλος μας.
ΠΕΡΙΗΓΗΣΗ ΣΤΑ ΗΠΕΙΡΩΤΙΚΑ ΚΑΙ ΟΡΕΙΝΑ
Ο καιρός εξακολουθεί να είναι θαυμάσιος, γνήσια ανοιξιάτικος με ήλιο ζεστό και περιπλανώμενα σύννεφα στον καταγάλανο ουρανό. Ξυπνάμε νωρίς, παίρνουμε τον καφέ μας στην πανοραμική ταράτσα και αναμένουμε το ξύπνημα του ήλιου πίσω από τους Φούρνους. Καλημερίζουμε τον Δημήτρη, που φεύγει κι αυτός νωρίς για τη δουλειά του. για πιο επιβλητική ακόμη θέα παίρνουμε την ανηφοριά προς τον λόφο του Προφητηλία, που δεσπόζει πάνω απ’ το Γλαρέδο.
– Σήμερα ετοιμαστείτε για μεγάλη περιήγηση, μας λέει ο Θέμης. Πολλές και ποικίλες εικόνες θα περάσουν απ’ τα μάτια μας.
Βόρεια του Αγ. Κήρυκου ανηφορίζουμε αριστερά προς «Κουντουμά». Στους πρόποδες του Αθέρα, το χωριό είναι αραιοχτισμένο μέσα στην πυκνή βλάστηση, όπως άλλωστε τα περισσότερα χωριά. Η εκκλησία του Ευαγγελισμού με τον πλακόστρωτο αύλειο χώρο είν’ ένα υπέροχο μπαλκόνι στο Ικάριο Πέλαγος και σ’ όλη την γύρω ορεινή περιοχή. Στη ρίζα μιας μικρής μουριάς ένα πανέμορφο μπουκέτο από αυτοφυείς φρέζες μας μεθάει με το άρωμά του. Στο καμπαναριό της εκκλησίας, πάνω σε οξυκόρυφη ενσωματωμένη πλάκα, είναι χαραγμένο το κείμενο παμπάλαιας διαθήκης των υστεροβυζαντινών χρόνων.
Καθώς διασχίζουμε το χωριό, περνάμε πάνω από ρεματιά με αέναη ροή. Από τον νερόμυλο του 19ου αιώνα σώζεται με την στιβαρή του τοιχοποιία ο υδατόπυργος, η λεγόμενη «κρέμαση». Το διώροφο όμως σπιτάκι του μύλου, με τις μυλόπετρες στον άνω όροφο και την φτερωτή στο ισόγειο, δεν υπάρχει πια.
– Σ’ όλο το νησί διασώζονται 70 περίπου νερόμυλοι, λέει ο Θέμης, πράγμα που δικαιολογείται από τα άφθονα νερά.
Συνεχίζουμε ανηφορικά προς Τσουρέδο και Μαυράτο. Και τα δυο είναι γραφικότατα χωριά με κοινά χαρακτηριστικά την αραιά δόμηση μέσα στην πυκνή βλάστηση, την μεγάλη αμφιθεατρικότητα, τα ωραία παραδοσιακά σπίτια και την εξαίσια θέα σ’ όλο τον ορίζοντα. Από το Μαυράτο μάλιστα ξεκινάει σηματοδοτημένο μονοπάτι προς το Καψαλινό Κάστρο και την κορυφογραμμή του Αθέρα.
Σειρά έχει η «Οξέ», σε υψόμετρο 500 μέτρων, έδρα κάποτε Δημογεροντίας, με πολλές εκκλησίες και κατοίκηση από πανάρχαια χρόνια. Πάνω στο δρόμο υπάρχει πηγή βουνίσιου νερού με «γηστέρνα» και ολόγυρα άφθονο μυρωδάτο δυόσμο, που βέβαια δεν παραλείπει να μαζέψει ο Θέμης.
Μετά από λίγο ξεστρατίζουμε από τον κεντρικό δρόμο προς «Καταφύγι», γνωστότερο στους ντόπιους ως «Καταφύδι». Είναι από τα παλαιότερα χωριά της περιοχής, χτισμένο πάνω σε αρχαίο οικισμό. Η θέα του είναι εξαιρετική προς το αμφιθεατρικό Μαυρικάτο και την καταπράσινη κοιλάδα. Στην μικρή πλατεία δεσπόζει η ωραιότατη δισυπόστατη εκκλησία, αφιερωμένη στην Αγ. Τριάδα και στον Αγ. Δημήτριο. Στο μαρμάρινο υπέρθυρο της κεντρικής εισόδου υπάρχει ανάγλυφη η χρονολογία 1873. Στο υπέρθυρο όμως μιας από τις πόρτες της Δ πλευράς είναι χαραγμένες οι χρονολογίες 1780 του παλαιού ναού και 1873 του νέου. Χαρακτηριστικό της εκκλησίας είναι και το επιβλητικό εξαόροφο καμπαναριό.
– Η αρχαιολογική σημασία του χωριού αποδεικνύεται από το πλήθος των ευρημάτων που καλύπτουν όλες τις περιόδους, μέχρι την ύστατη αρχαιότητα, μας λέει ο Θέμης. Κατά καιρούς έχουν βρεθεί εργαλεία νεολιθικά, κεραμεικά, μεταλλικά αντικείμενα, όπως πόρπες, μαχαίρια και στλεγγίδες, καθώς και το επιτύμβιο ανάγλυφο, έργο του Παυλίωνος του Παρίου, του 5ου αι. π.Χ. Στον λόφο απέναντί μας είναι το «Κάστρο», όπου σώζονται τα ερείπια της αρχαϊκής ακρόπολης των Θερμαίων. Και βέβαια κάτω απ’ το χωριό ξεκινάει το θαυμάσιο Φαράγγι του Καταφυγίου ή «Διπλορύακο», που σας συνιστώ να διασχίσετε.
Επιστρέφοντας από το Καταφύγι στον κεντρικό δρόμο περνάμε από αυχένα με μικρό αιολικό πάρκο, σε υψόμετρο 650 περίπου μέτρων. Είναι η τοποθεσία «Φυρή Άσπα» (κόκκινο ύψωμα), με ταυτόχρονη θέα προς το Β και Ν Ικάριο Πέλαγος. Έχουμε ήδη περάσει στην ΒΔ πλευρά του νησιού και κατηφορίζουμε προς Μονοκάμπι. Ολόγυρά μας εκτείνονται απέραντες πλαγιές, πυκνοδασωμένες κυρίως με ρείκια και κουμαριές. Παρά τις μεγάλες φωτιές, που κατά καιρούς έχουν πλήξει το νησί, η βλάστηση της Ικαρίας αναγεννάται συνεχώς.
Φτάνουμε στο Μονοκάμπι. Το χωριό έχει γίνει διάσημο για το μοναδικό στην Ικαρία – και ενδεχομένως σ’ όλη την Ελλάδα – «Φελλόδεντρο». Είναι η Φελλοφόρος Δρύς από τον κορμό της οποίας παράγεται ο πασίγνωστος φελλ΄σο. Το υπέροχο δέντρο διατηρείται επιβλητικό και θαλερότατο σε υπερυψωμένο σημείο πλάι στο δρόμο. Ανεβαίνουμε τα λίγα σκαλοπάτια από σχιστόπλακες και βρισκόμαστε μπροστά στον παράξενο κορμό με την εύκαμπτη υφή, που πρώτη φορά αντικρίζουμε στα μάτια μας.
– Λέγεται ότι το δέντρο έφερε κάποτε από τα ταξίδια του ένας καπετάνιος, μας λέει ο Θέμης. Δυστυχώς, κάθε προσπάθεια αναπαραγωγής του απέτυχε. Ας ευχηθούμε τουλάχιστον, ότι θ’ αντέξει για πολλά ακόμη χρόνια.
30 μέτρα απέναντι από το Φελλόδεντρο και κάτω από την άσφαλτο αρχίζει ένας πολύ κατηφορικός τσιμεντόδρομος. Σ’ αυτό το σημείο, εξουθενωμένη από τη ζέστη του μεσημεριού και τον ανήφορο συναντάμε την κυρά-Πόπη, μια γυναίκα του χωριού, που επιστρέφει από τις αγροτικές εργασίες της ημέρας με το «φυλάκι» της στην πλάτη. Ειν’ ένας παραδοσιακός και πρωτόγνωρος για μας σάκος από δέρμα κατσικίσιο, όπου οι χωρικοί τοποθετούν το νερό και το προσφάι, όταν πηγαίνουν στο χωράφι. Παρά την κούρασή της η καλή γυναικούλα, δεν φέρνει αντίρρηση στον φωτογραφικό φακό της Άννας.
Ο τσιμεντόδρομος δίνει τη θέση του σε φαρδειά τσιμεντένια σκαλοπάτια, πολύ ξεκούραστα στην κατάβαση. Γύρω μας αφθονούν ανθισμένες βυσσινιές, για τις οποίες είναι πασίγνωστο το Μονοκάμπι. Λίγο πιο κάτω συναντάμε επίπεδο χώρο, όπου γίνεται το πανηγύρι της Αγ. Σοφία. Από μια πηγή ρέει παγωμένο νερό, πάνω από τα κεφάλια μας απλώνουν τα κλαδιά τους αιωνόβια πλατάνια, πανύψηλες αριές που ξεπερνούν τα 20 μέτρα, κυπαρίσσια και κισσοί. Βρισκόμαστε ξαφνικά βυθισμένοι στη σκιά.
Αρχίζει εξαιρετικό μονοπάτι με αναρίθμητα λουλούδια, που, όσο κι αν προσπαθούμε, είναι αδύνατον να μην τα πατήσουμε. Έξω από τα τελευταία σπίτια του χωριού συναντάμε εκπληκτικό πλακοσκέπαστο αλώνι, λουλουδιασμένο ανάμεσα στις πλάκες. Είναι η πιο ειδυλλιακή εικόνα αλωνιού, που έχουμε δει ποτέ. Μετά από λίγο ανηφορίζουμε τις ομαλές πλάκες που μας οδηγούν στο λοφίσκο με το εξωκκλήσι της Αγ. Σοφίας. Χτισμένο το 1917 στα έγκατα ενός πελώριου βράχου, το εκκλησάκι έχει υπέροχο αύλειο χώρο, στρωμένο με μεγάλου μεγέθους και απόλυτα λείες σχιστόπλακες. Κάποιων οι διαστάσεις ξεπερνούν τα 2 Χ 1 μέτρα. Η θέα είναι υπέροχη στο Αιγαίο και στην κατάφυτη ρεματιά.
Ακούγονται μόνον βελάσματα, κουδουνάκια και τιτιβίσματα πουλιών. Είν’ ένας χώρος απίστευτης γαλήνης και ομορφιάς. Χαλαρώνουμε στην ευεργετική σκιά του βράχου για αρκετά λεπτά.
– Είχες δίκιο το πρωί, λέω στον Θέμη. Οι παραστάσεις εναλλάσσονται με τρόπο απίστευτο.
– Και ακόμη δεν τελείωσε η μέρα, μου απαντάει.
Η επιστροφή ως το Φελλόδεντρο μας παίρνει ένα τέταρτο. Για να ξεχάσω τον ανήφορο, αρχίζω να μετράω τα σκαλοπάτια. Είναι συνολικά 110 ως τον τσιμεντόδρομο.
ΚΑΣΤΡΟ, ΠΑΛΑΙΟΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΗ ΚΑΙ ΠΑΡΑΛΙΕΣ
Από το Μονοκάμπι κατευθυνόμαστε στο Μηλιωπό, το ΒΔ όριο του Δήμου Αγ. Κηρύκου. Ξαφνικά ο Θέμης μας ζητάει να σταματήσουμε. Σε απόσταση μερικών εκατοντάδων μέτρων πάνω από το δρόμο μας δείχνει έναν πελώριο βράχο. Το σχήμα του είναι παράξενο, μοιάζει με κεφάλι.
– Κατ’ άλλους είναι ο γέρο-Ινδιάνος και κατ’ άλλους ο γέρο-Παπανδρέου, λέει ο φίλος μας. Διαλέγετε και παίρνετε.
Όση ώρα φωτογραφίζουμε το βράχινο προσωπείο, ο έμπειρος βοτανολόγος δεν χάνει τον χρόνο του. Μαζεύει καυκαλίθρες για πίτα και τρυφερά βραστάρια μαύρης βρούβας.
– Το βράδυ θα τα χρειαστούμε, δηλώνει αινιγματικά και τα βάζει σε σακούλα μαζί με τα τόσα άλλα.
Φτάνουμε στο Μηλιωπό με τις πάμπολλες αναβαθμίδες. Από την είσοδο του χωριού ανηφορίζει καλντερίμι με σκαλοπάτια. Αυτή ήταν η παλιά στράτα, σε αχρηστία πια, που περνούσε Ν του Κάστρου, προχωρούσε προς Πλωμάρι, Μονοκάμπι και κατέληγε στον Αγ. Κήρυκο μετά από πολλές ώρες επίπονης πορείας.
Στην έξοδο του χωριού αφήνουμε το αυτοκίνητο και ανηφορίζουμε μονοπάτι πάνω από το δρόμο, που περνάει δίπλα από μικρή στάνη. Ανάμεσα από σπάρτα, αριές και κουμαριές φτάνουμε σε τρία λεπτά μπροστά στα ερείπια της Παλαιοχριστιανικής Βασιλικής του Ταξιάρχη. Χτισμένο μεταξύ του 4ου και 5ου αιώνα, το χριστιανικό μνημείο των 1500 χρόνων μας προξενεί ζωηρή συγκίνηση. Η τοιχοποιία με αργολιθοδομή και συνδετικό κονίαμα είναι εντυπωσιακού πάχους, που φτάνει το 1,5 μέτρο. Στο χωρίς σκεπή και χορταριασμένο εσωτερικό αντιστέκονται στο χρόνο τα συμπαγή και μεγάλου μεγέθους μαρμάρινα θωράκια με το Χριστόγραμμα και επιγραφή που αναφέρει το όνομα του Επισκόπου Σχολαστίκιου. Σώζονται επίσης κίονες, κιονόκρανα ιωνικά και μεικτού τύπου, η Αγ. Τράπεζα και το σύνθρονο με τα υπολείμματα του Επισκοπικού Θρόνου. Το εσωτερικό της κόγχης του Ιερού είναι εξαιρετικά κατασκευασμένο από συμπαγή τούβλα και το κοίλο σχήμα του είναι θαυμάσιο. Από υψόμετρο 200 μέτρων, ανάμεσα από του θάμνους που σχηματίζουν ζούγκλα, η Παλαιοχριστιανική αγναντεύει το πέλαγος. Από πάνω της ορθώνονται απόκρημνες πλαγιές, άλλες πετρώδεις και άλλες κατάφυτες. Από μια βραχώδη χαράδρωση ο συνεχής ήχος του νερού συνοδεύει τα κελαηδήματα των πουλιών. Καμιά, δυστυχώς, πινακίδα και καμιά σήμανση στο μονοπάτι δεν αποκαλύπτει την ύπαρξη του μνημείου, κανένα ευλαβικό χέρι δεν έχει παραμερίσει τους θάμνους που πνίγουν τα ερείπια.
Επιστρέφοντας από Μηλιωπό σταματάμε στα 1,9 χλμ. δεξιά, μπροστά σε δυο μικρές πινακίδες, με τα εξωκκλήσια του Αγ. Κηρύκου και Ιουλίττας και του Ευαγγελισμού της Θεοτόκου. Αμέσως πάνω από το δρόμο βρίσκεται το παμπάλαιο εκκλησάκι του Αγ. Κηρύκου, η αρχή του μονοπατιού μας προς το «Κάστρο του Μηλιωπού» ή «Παλιόκαστρο».
Το μονοπάτι είναι καλό αλλά στο τελευταίο του τμήμα αρκετά ανηφορικό. Σε 9΄ φτάνουμε στην κεντρική πύλη και σε άλλα 3΄ στο υψηλότερο σημείο του λόφου, σε υψόμετρο 480 περίπου μέτρων. Λίγο χαμηλότερα συναντάμε το πετρόχτιστο αλλά ασβεστοχρισμένο εξωκκλήσι του Ευαγγελισμού, πιθανότατα του 16ου-17ου αιώνα.
Το πάχος της τοιχοποιίας είναι 80 εκατοστά και στο εσωτερικό παραμένει ένας μικρός μεταλλικός και παμπάλαιος πολυέλαιος, και τμήματα του παλιού ξύλινου τέμπλου, όπου απεικονίζονται με ζωηρούς χρωματισμούς άγγελοι, δράκοντες και άλλες παραστάσεις. Έξω από την βόρεια πλευρά του ναΐσκου υπάρχει στέρνα με βρόχινο νερό, ενώ η θέα προς το πέλαγος είναι ασύλληπτη.
Στο απότομο Β πρανές σώζονται τα υπολείμματα δεξαμενής, ακριβώς δίπλα από την περίμετρο της τείχισης. Επίσης χυτό σπίτι, με άριστη ξερολιθιά αλλά χωρίς σκεπή. Κάτω από τον ναΐσκο υπάρχει μικρή πύλη στην τείχιση, ενώ 100 μ. πιο κάτω δεύτερη πύλη οχυρωμένη. Το κάστρο πρέπει να είναι βυζαντινό του 10ου – 11 ου αιώνα, η τείχισή του είναι ισχυρή και κυμαίνεται από 1,5-2 περίπου μέτρα.
Σε αρκετά σημεία του Κάστρου σώζονται ερειπωμένες κατοικίες που χωρίζονταν σε δυο συνοικίες, μία στα ΒΑ και άλλη στα ΝΔ, καθεμιά με τη δική της δεξαμενή. Με σκαλοπάτια ανεβαίνουμε στον Δ-ΝΔ μεγάλο πύργο, που έχει οπτική επαφή με το «Κάστρο του Κοσκινά», ενώ από την κορυφή της ακρόπολης φαίνεται το «Καψαλινό Κάστρο», που είχε επίσης οπτική επαφή με της «Κέφαλας» και του «Δράκανου». Δημιουργείτο έτσι ένα πλήρες σύστημα διαδοχικών φρυκτωριών.
Εγκαταλείπουμε τα ορεινά και από το Μονοκάμπι κατηφορίζουμε στο «Κιόνι». Αρχικά είναι πολύ απότομος τσιμεντόδρομος με φουρκέτες, που δίνει τη θέση του σε βατό χωματόδρομο. Στα 3,9 χλμ. συναντάμε την ασφάλτινη διαδρομή που κατηφορίζει από το Περδίκι. Ο τόπος είναι κατάσπαρτος από ανθισμένα ρείκια και κουμαριές. Πλησιάζοντας στον κολπίσκο Κιόνι προβάλλει εξοχική κατοικία πάνω απ’ την ακτή. Τα λουλούδια οργιάζουν. Πάμπολλα μωβ λούπινα δημιουργούν εξαιρετικούς χρωματικούς συνδυασμούς με τις κατακίτρινες μαργαρίτες. Τα κέδρα είναι φυτρωμένα πάνω στους βράχους, δίπλα στη θάλασσα. Οι μυρτιές ευωδιάζουν. Μέσα σε λίγα λεπτά ο Θέμης μαζεύει μια αγκαλιά νεροσέλινα για πίτα. Μαζεύει επίσης και «πεντάνευρο», ένα φαρδύ φύλλο με πέντε παράλληλα νεύρα, όπως μας λέει, ρίχνει το ζάχαρο.
Φτάνουμε στο εκκλησάκι του Αγ. Γεωργίου, χτισμένο στα ερείπια παλαιοχριστιανικής, πιθανότατα του 6ου αιώνα. Περιεργάζομαι το εξωκκλήσι γύρω-γύρω και ετοιμάζομαι να φύγω.
– Μήπως παρατήρησες κάτι; με ρωτάει ο Θέμης. Τον κοιτάζω ερωτηματικά. Μου δείχνει το έδαφος, πίσω από τον ΝΔ τοίχο του ναΐσκου.
Είναι άριστα στρωμένο με τους συμπαγείς τετράγωνους κεραμεικούς «στρωτήρες», που αποτελούσαν βέβαια το δάπεδο της παλαιοχριστιανικής.
Στο απότομο πρανές από τον Αη-Γιώργη ως τη θάλασσα ορθώνονται μερικά από τα μεγαλύτερα κέδρα που έχω δει ποτέ.
Ο χωματόδρομος συνεχίζει για άλλα 500 μέτρα και τερματίζει δίπλα σε μερικούς, πετρόχτιστους ως επί το πλείστον, νεώσικους που φιλοξενούν ψαρόβαρκες, γνωστότερους με την ονομασία «συρτικά». Βαδίζουμε για 100 περίπου μέτρα στη βραχώδη ακτογραμμή. Υπέροχες αγριοβιολέτες είναι φυτρωμένες χωρίς ίχνος χώματος στον βράχο! Να και η πρώτη παπαρούνα που συναντάμε στο νησί, τέλη του Μάρτη.
Η βραχώδης ακτή δίνει τη θέση της σε βοτσαλωτή αγκαλιά με άνοιγμα 200 περίπου μέτρων. Μαζεύουμε μερικά κατάλευκα βότσαλα με τέλειο σχήμα ωοειδές. Προς το τέρμα της παραλίας εμφανίζεται ξαφνικά ένα ρέμα πεντακάθαρο με πλουσιώτατη ροή, που μετά τη μεγάλη του πορεία απ’ το βουνό καταλήγει στο Αιγαίο.
Η έκπληξη όμως βρίσκεται μερικά μέτρα μετά την κοίτη, στη θέση «Σιδεροκαψό». Εδώ βρισκόμαστε μπροστά στα υπολείμματα αρχαίου καμινιού εκκαμίνευσης μετάλλων. Σώζεται ένα τμήμα του κοίλου οικοδομήματος, περίτεχνα κτισμένο και μαυρισμένο στο δεξιό του άκρο από την χρήση της φωτιάς. Το υπόλοιπο οικοδόμημα έχει παρασυρθεί από τα κύματα του βοριά.
Καθόμαστε για λίγο στα βότσαλα της ακτής, απέναντι στον ήλιο που χαμηλώνει. Έχω την αίσθηση, ότι ξεχειλίζω από πληροφορίες και εικόνες. Τι περισσότερο μπορεί να επιθυμήσει κανείς στη διάρκεια μιας μέρας!
Η νύχτα μας προλαβαίνει στις παρυφές του Αγ. Κήρυκου. Χωρίζουμε με τον Θέμη για μια σύντομη αναδιοργάνωση. Αργότερα συμβαίνουν δυο γεγονότα. Αρχικά περνάμε από το καφενείο – ταβερνάκι της κυρά-Σοφίας στο Γλαρέδο. Πίνουμε στα πεταχτά ένα τσίπουρο με ολόφρεσκο μαριδάκι και με χορτοκεφτέδες από τα χόρτα που μάζεψε ο Θέμης. Μετά από λίγο, η πολυμελής παρέα της αρχικής βραδιάς συγκεντρώνεται στην πολύ όμορφη ταβέρνα «Τζάκι» στο Γλαρέσο. Εξαιρετική ποικιλία ορεκτικών και δυο θαυμάσιες τοπικές σπεσιαλιτέ: χοιρινό με λαχανίδα λεμονάτο και κατσίκι με πατάτες στην κατσαρόλα, το πασίγνωστο «Πατατάτο». Όταν έρχεται η ώρα του λογαριασμού, ο μαγαζάτορας δηλώνει, πως είναι όλα κερασμένα. Όχι όμως από κάποιον συνδαιτυμόνα. Αλλά από τον ίδιο!
ΞΥΛΟΣΥΡΤΗΣ ΚΑΙ ΒΡΑΧΟΣ ΤΟΥ ΙΚΑΡΗ
Τελευταία μέρα με τον Θέμη. Είναι απαραίτητο να γυρίσει στην Αθήνα.
– Αισθάνομαι σαν να χάνω ένα δάσκαλο που είχα για καιρό μου λέει η Άννα και συμφωνώ απόλυτα μαζί της.
– Σήμερα, το πρόγραμμα θα είναι χαλαρότερο, μας λέει στην πρωινή συνάντηση ο φίλος μας.
Ξεκινάμε ΝΔ για Ξυλοσύρτη, παραθαλάσσιο οικισμό από τα τέλη του 19ου αιώνα. Από το κέντρο του χωριού ανηφορίζουμε έναν απότομο τσιμεντόδρομο, που πολύ γρήγορα μεταβάλλεται σε καλντερίμι και μονοπάτι. Απέναντι ψηλά δεσπόζει ο συμπαγής βράχος «Τελειώνας», ονομασία που του δόθηκε, επειδή σ’ αυτόν τελειώνει το ένα σκέλος του βουνού. Από το βάθος της ρεματιάς μας συνοδεύει το βουητό δυνατής ροής νερού. Μέσα από βλάστηση και λουλούδια που οργιάζουν, φτάνουμε σε 7 λεπτά στην κοίτη της ρεματιάς. Νερό κρυστάλλινο, αμόλυντο κυλάει πάνω σε συμπαγή βράχο με την επιφάνεια του λειασμένη από την προαιώνια δράση του αφρισμένου ρέματος. Μερικά μέτρα ψηλότερα ορθώνεται επιβλητικά το εξαίρετης αρχιτεκτονικής κτίσμα του παλιού νερόμυλου, με τη διπλή καμάρα και την πανίσχυρη τοιχοποιία.
Χωρίς στέγη διασώζεται και το σπιτάκι του μύλου, που λειτουργούσε ως τα χρόνια του Β΄. Παγκοσμίου Πολέμου. Σκάβω και πίνω από το γάργαρο νερό. Είναι θεϊκό, όπως και το συνολικό τοπίο της ρεματιάς.
Ο Ξυλοσύρτης είναι όμορφο χωριό, με πολλά παραδοσιακά σπίτια και δυο εκκλησίες με εμφανή λιθοδομή, από της ελάχιστες που έχουν διασωθεί από την τάση του επιχρίσματος. Οι κάτοικοι είναι μερακλήδες του καλού φαγητού, κάτι που αποδεικνύεται από τις πολλές γευστικές επιλογές. Στην ωραιότερη θέση βρίσκεται η ταβέρνα «Αρόδου», ορθάνοιχτο μπαλκόνι πάνω από το πέλαγος.
Ακολουθώντας την ακτογραμμή ανακαλύπτουμε την παραλία της Αγ. Παρασκευής, με την ομώνυμη εκκλησία και το κοιμητήριο δίπλα στην ακτή, το πρώτο σε τέτοια θέση που συναντάμε μέχρι τώρα. Περιδιαβαίνουμε για λίγο στο χώρο όπου αναπαύεται ο Ιωάννης Μαλαχίας, αρχηγός της Ικαριακής Επανάστασης του 1912, πρώτος και μοναδικός Πρόεδρος της Ελευθέρας Πολιτείας Ικαρίας.
– Ας δούμε τώρα και το σημείο, όπου κατά τον μύθο των αρχαίων Ελλήνων, κατέπεσε ο Ίκαρος, λέει ο Θέμης.
Από τον Ξυλοσύρτη συνεχίζουμε Δ, περνάμε χαμηλά από τον οικισμό του Χρυσόστομου και, λίγα χιλιόμετρα μετά, συναντάμε στο δρόμο την πινακίδα με την ένδειξη «ΙΚΑΡΗΣ». Αμέσως μετά αρχίζει χωματόδρομος, βατός σε γενικές γραμμές, αλλά με σήμανση όχι ιδιαίτερα κατατοπιστική. Για αποφυγή ταλαιπωριών σας δίνουμε το ακριβές δρομολόγιο:
Στα 1,3 χλμ. (από την άσφαλτο) στρίβουμε αριστερά (δεξιά υπάρχει μια πινακίδα προς Λευκό).
Στα 1,7 χλμ. υπάρχει πινακίδα ΙΚΑΡΗΣ που μας κατευθύνει δεξιά.
Στα 2,3 χλμ. στρίβουμε με κλειστή στροφή αριστερά (δεξιά ο δρόμος καταλήγει σε αδιέξοδο).
Στα 2,6 χλμ. ο δρόμος τερματίζει, μερικές δεκάδες μέτρα απ’ την ακτή. Το πρώτο που αντικρίζουμε σ’ αυτή την ερημική περιοχή είναι ένα μικρό αλλά πολύ καλής κατασκευής αμφιθέατρο με λαξευμένες μαρμαρόπετρες. Στο επίπεδο τμήμα του χώρου έχει δημιουργηθεί από τις ίδιες πέτρες ένα μεγάλος βωμός, όπου κάθε τέσσερα χρόνια γίνεται η αφή της φλόγας που μεταφέρεται στην χώρα διεξαγωγής των αεραθλητικών αγώνων, γνωστών με την ονομασία «Ικαριάδα». Σε κεντρικό σημείο ορθώνεται ένας μεγάλιθος, που επέχει την έννοια του μνημείου. Οι εργασίες στο θέατρο και στον περιβάλλοντα χώρο βρίσκονται σε εξέλιξη και είναι βέβαιο, πως όταν ολοκληρωθούν, θ’ αποτελέσουν πραγματικό αξιοθέατο του τόπου.
Ωστόσο, η πιο θεαματική εικόνα της περιοχής οφείλεται στο έργο της φύσης, που αναδεικνύεται και πάλι σε γλύπτη με απαράμιλλή φαντασία.
Είναι η ακτή κάτω από το θέατρο, μια τεράστια πλαγιά από ολόλευκο συμπαγές μάρμαρο με φλεβώσεις καστανές και γαλάζιες. Ενδιάμεσα δημιουργούνται σπηλιές, αψίδες και κοιλότητες απερίγραπτης ομορφιάς, λαξευμένες στους αιώνες απ’ το νερό της θάλασσας. Στους άγριους νοτιάδες, όταν τα κύματα ορμούς στις βραχοσπηλιές, ακούγεται ήχος καταχθόνιος και απόκοσμος. Είναι ο γοερός θρήνος του Δαίδαλου, όταν αντίκρισε το άψυχο σώμα του παιδιού του. και οι καστανοκόκκινοι όγκοι από σιδηρονικέλιο, που παρεμβάλλονται παράδοξα σ’ ένα σημείο της ολόλευκης ακτής, δεν είναι άλλο από το αίμα του Ίκαρου. 150 μέτρα στ’ ανοιχτά αναδύεται από τη θάλασσα ένας μοναχικός βράχος σκουρόχρωμος. Εκεί κατέπεσε ο Ίκαρος, όταν με τη νεανική του ανεμελιά πέταξε ψηλά, παρακούοντας τις συμβουλές του σώφρονα πατέρα του.
Οι σκληρές μεσημεριάτικες ακτίνες αντανακλώνται εκτυφλωτικά στη λευκή επιφάνεια των βράχων, δημιουργώντας ένα μικροκλίμα ιδιαίτερα θερμό, που θυμίζει καλοκαίρι. Ωστόσο, λίγη ώρα αργότερα ξαναβρισκόμαστε στην άνοιξη, με τη μορφή μιας υπέροχης υδατόπτωσης πάνω στο δρόμο, λίγο πριν από τον οικισμό του Χρυσόστομου. Βλάστηση με πυκνότητα και ποικιλία απερίγραπτη, νερά που τρέχουν από παντού. Ένα παμπάλαιο καλντερίμι μας οδηγεί σ’ ένα πεντάλεπτο στη «Μάννα του Νερού», μια μικρή πανέμορφη σπηλιά, με νερό που σταλάζει απ’ τα τοιχώματα, αγνό και αμόλυντο στον ύψιστο βαθμό. Πίνουμε … και πίνουμε…, σαν να μπορούσαμε να το αποθηκεύσουμε μέσα μας για πάντα. Λίγο πιο κάτω, σε μια παράκαμψη του καλντεριμιού, συναντάμε τα ερείπια παλιού νερόμυλου και αμέσως μετά την πελώρια συμπαγή πλάκα υπαίθριο λιοτριβιού με την ντόπια ονομασία «Το Τρίο της Καλοερίνας». Δεν έχουμε ξαναδεί κάτι παρόμοιο. Φτάνουμε στον Χρυσόστομο με το πετρόχτιστο εκκλησάκι του Αγ. Μεθόδιου και δίπλα του μια αιωνόβια μουριά. Πανέμορφος οικισμός, αραιοχτισμένος μέσα στη βλάστηση, με πολλές εκκλησίες του 17ου και 18ου αιώνα, σπίτια παραδοσιακά, μεγάλες κουκουναριές και έξοχη θέα στο πέλαγος. Κάπου εδώ, στον τόπο των προγόνων του, η συντροφική μας περιήγηση με τον Θέμη τελειώνει. Δίνουμε τα χέρια. Κάθε προσπάθεια ευχαριστιών μοιάζει πολύ κοινότοπη. Ευχόμαστε απλά «Καλή αντάμωση».
ΣΤΟ ΥΨΙΠΕΔΟ ΤΗΣ ΚΑΜΠΑΣ
Στο δυτικότερο άκρο του Αγ. Κήρυκου βρίσκεται η Πλαγιά, οικισμός με πολλά παραδοσιακά σπίτια και ερείπια Ελληνορωμαϊκών λουτρών. Εδώ ολοκληρώνεται η γνωριμία μας με τα εδαφικά όρια του Δήμου. Για μέρες όμως ακούμε να γίνεται λόγος για την «Κάμπα», έναν μεσαιωνικό οικισμό από τα χρόνια της πειρατείας που, αφού εγκαταλείφθηκε για μεγάλο διάστημα, έχει αρχίσει σταδιακά να αναβιώνει. Ξεναγός μας αυτή τη φορά είναι ο οικοδεσπότης μας, ο Δημήτρης Κουρελής. Αμέσως μετά τον Ξυλοσύρτη μια μικρή πινακίδα πάνω στο δρόμο αναγράφει «ΑΓΝΑΝΤΕΜΑ ΚΑΜΠΑ». Από εκεί αρχίζει βατός χωματόδρομος που ανηφορίζει προς τον Αθέρα. Με αλλεπάλληλες στροφές βρισκόμαστε μετά από δυο χλμ. περίπου απέναντι από τον ερειπωμένο οικισμό του «Κεχρίτη» με το λευκό εκκλησάκι του Αγ. Ιωάννη. Τα ελάχιστα σπίτια που διασώζονται είναι τόσο καλά καμουφλαρισμένα, που, ακόμα και από κοντινή απόσταση, δύσκολα διακρίνονται.
Συνεχίζουμε ανηφορικά και αναρωτιόμαστε που μπορεί να είναι το οροπέδιο. Η απάντηση έρχεται 4 χλμ. μετά την άσφαλτο, όταν το αυτοκίνητο φτάνει μπροστά στο εκκλησάκι της Παναγίας, σε μια επίπεδη έκταση, αθέατη ως εκείνη τη στιγμή. Δεν ξέρω, αν αυτή η αναβαθμίδα γης δημιουργήθηκε τεχνητά – και με μεγάλο κόπο – από τους μεσαιωνικούς της οικιστές ή είναι δημιούργημα της φύσης. Η παρουσία πάντως αυτού του οροπεδίου ανάμεσα στις απότομες πλαγιές του Αθέρα, αποτελεί οπωσδήποτε ένα γεωφυσικό παράδοξο. Το μήκος τους πλησιάζει τα 300 μέτρα, ενώ το πλάτος του κυμαίνεται από 80 ως 100. Όλη η έκταση είναι κατάφυτη από μικρούς αμπελώνες άριστα καλλιεργημένους, που χωρίζονται μεταξύ τους με επιμελημένες ξερολιθιές. Είναι μια συνολική εικόνα που αποδεικνύει το ενδιαφέρον και μεράκι των συγχρόνων για τη συνέχιση της οινικής παράδοσης των αρχαίων Ικαρίων, που έμειναν ονομαστοί για τον «Πράμνιο» οίνο τους, τόσο στις αναφορές του Ομήρου όσο και στις κολακευτικές κρίσεις άλλων συγγραφέων.
Ο Γεώργιος Πούλος, οινοπαραγωγός, κτηνοτρόφος και πρωτοπόρος τα τελευταία χρόνια στην αναβίωση της Κάμπας, μας ξεναγεί στο χώρο, στα παλιά σπίτια που μαζί με τα σύγχρονα δεν ξεπερνούν τα 10, στο μικροσκοπικό παλιό σχολείο, στο παραδοσιακό σπίτι του πατέρα του, «με το κλειδί πάντα στην πόρτα για κάθε επισκέπτη της Κάμπας», όπως μας λέει. Ύστερα μας καλεί στο σπίτι του για ένα ποτηράκι. Ακούγονται ποικιλίες σταφυλιών, μερικές γνωστές, όπως το Ροζακί και η Μαντηλαριά, μα οι περισσότερες ντόπιες και άγνωστες, όπως το περίφημο Φωκιανό, το Μπεγλέρι, το Σειρίκι, το Ρετενό. Το κρασί του έχει χρώμα σκούρο ρουμπινί, είναι υψηλόβαθμο, με εξαίσιο άρωμα και γεμάτη γεύση, γνήσιος απόγονος του Πράμνιου των αρχαίων.
Καθώς χαμηλώνει ο ήλιος, στο υψόμετρο των 600 μ. η θερμοκρασία πέφτει αισθητά. Αποχαιρετάμε τον φιλόξενο κυρ-Γιώργη με την παρέα του και το γοητευτικό οροπέδιο της Κάμπας, που μετά από μισό λεπτό ξαναγίνεται αθέατο.
Ι. ΜΟΝΗ ΕΥΑΓΓΕΛΙΣΜΟΥ ΤΗΣ ΘΕΟΤΟΚΟΥ
Τρία χιλιόμετρα περίπου απ’ το Γλαρέδο, πολύ κοντά στον παραθαλάσσιο δρόμο, βρίσκεται η Μονή του Ευαγγελισμού της Θεοτόκου. Είναι χτισμένη στους βραχώδεις πρόποδες του Αθέρα, με υπέροχη θέα στο πέλαγος. Η Ηγουμένη, Ιουλίττα Μοναχή, μας ξεναγεί με μεγάλη προθυμία στους χώρους της Μονής. Το Καθολικό χτίστηκε το 1775 από τον Όσιο Νήφωνα τον Χίο. Είναι μικρός σταυροειδής ναός με τρούλλο, που διατηρείται σε άριστη κατάσταση. Στο κέντρο του μαρμάρινου δαπέδου υπάρχει ανάγλυφος δικέφαλος αετός. Περίτεχνο είναι το ξυλόγλυπτο τέμπλο από τον ξυλογλύπτη Ξενιά. Δεν υπάρχουν τοιχογραφίες αλλά αρκετές παλιές φορητές εικόνες.
Έξω από το Καθολικό βρίσκονται οι κατεστραμμένες από τη μεγάλη φωτιά του 1993 εγκαταστάσεις της Μονής. Οι τοίχοι που σώζονται αποκαλύπτουν την ωραία τοιχοποιία. Πολύ κοντά είναι και το λιθόκτιστο εκκλησάκι του Αγ. Μακαρίου με οστεοφυλάκιο στο υπόγειο. Στο εσωτερικό υπάρχουν αρκετές φθορές, το ξυλόγλυπτο όμως χρωματιστό τέμπλο είναι πολύ όμορφο.
Στον πλακόστρωτο αύλειο χώρο σώζεται το χάλκινο καπάκι από τον άμβυκα για το τσίπουρο, καθώς και η πέτρα του ελαιοτριβίου.
Στο δροσερό αρχονταρίκι η αδελφή Ιουλίττα μας προσφέρει τη φιλοξενία της και δροσερό νερό από την πηγή. Την αποχαιρετάμε αφήνοντάς την στη μοναξιά της, μια μοναξιά 46 χρόνων στη Μονή.
ΤΑ ΙΑΜΑΤΙΚΑ ΛΟΥΤΡΑ
Ένας από τους σημαντικότερους πόλους έλξης στον Αγ. Κήρυκο είναι τα ιαματικά λουτρά, που κατέχουν δεσπόζουσα θέση ανάμεσα στις κυριότερες ιαματικές πηγές της χώρας. Οι περισσότερες επιβάλλουν στον όρμο των Θέρμων, παραθαλάσσιου οικισμού, 3 περίπου χλμ. ΒΑ του Αγ. Κήρυκου.
Είναι οι πηγές του Απόλλωνος, της Αρτέμιδος, του Παμφίλη, του Κράτσα και του Σπηλαίου. Οι θερμοκρασίες καθώς και η σύστασή τους είναι διαφορετικές, παρά το γεγονός, ότι εκβάλλουν σε μικρή απόσταση η μία από την άλλη. Δύο άλλες πηγές είναι του Ασκληπιού, ανάμεσα στον Αγ. Κήρυκο και στα Θέρμα και, μία τελευταία, 3 περίπου χλμ. Δ του Αγ. Κήρυκου, χωρίς εγκατασάσεις, που εκβάλλει ελεύθερα μέσα στα χαλίκια της ακτής.
Τα αρχαία Θέρμα ή Θέρμαι ήταν μία από τις γνωστές λουτροπόλεις της αρχαιότητας, κάτι που αποδεικνύεται από τα ανευρεθέντα υπολείμματα των θραυσμένων λουτήρων, καθώς και τα ίχνη του αρχαίου υδραγωγείου. Η χρήση των ιαματικών πηγών για θεραπεία πολλών παθήσεων από τους κατοίκους των γύρω περιοχών απέφερε σημαντικά εισοδήματα στην πόλη, όπως αποδεικνύεται από τον υψηλό φόρο που πλήρωνε για τη συμμετοχή της στην Αθηναϊκή Συμμαχία. Η καταστροφή της αρχαίας πόλης οφείλεται πιθανότατα σε καθίζηση.
Ο νέος οικισμός έχει ανεπτυγμένη τουριστική υποδομή, έχει διατηρήσει όμως ελάχιστα στοιχεία αρχιτεκτονικής παράδοσης. Πολύ σημαντικό προβλέπεται να είναι το έργο της διαμόρφωσης του θαλάσσιου χώρου μπροστά από την πηγή του Σπηλαίου, ώστε να δημιουργηθεί θαλάσσια πισίνα με ανάμειξη θερμού ιαματικού νερού, που θα επιτρέπει την κολύμβηση όλο το χρόνο.
ΤΟ ΦΑΡΑΓΓΙ ΤΟΥ ΔΙΠΛΟΡΥΑΚΟΥ
Από τις πρώτες κιόλας μέρες είχαμε εντοπίσει το μεγάλο φαράγγι, που ξεκινάει κάτω από τον οικισμό του Καταφυγίου και καταλήγει στη θάλασσα. Η ανυπαρξία σήμανσης, ωστόσο, σε κάποια δυσδιάκριτα σημεία της διαδρομής επέβαλλε την συμμετοχή ντόπιου οδηγού. Ο Σταύρος Κουτσουναμέντος από το Καταφύγι προθυμοποιείται να μας συνοδεύσει.
Παίρνουμε ως αφετηρία το χαρακτηριστικό πλάτωμα στην τοποθεσία «Καμπάκι», 400 μέτρα Ν της εκκλησίας του χωριού. Ο γιος του Δημήτρη, ο Περικλής, που είναι μαζί μας, αναλαμβάνει τη σηματοδότηση με πράσινο spray. Βαδίζοντας παράλληλα σε φράχτη με ξερολιθιά, φτάνουμε σε λιγότερο από ένα 10λεπτο στην κορυφή του λόφου, με μονοπάτι ανάμεσα σε πουρνάρια. Ο τύπος είναι κατάσπαρτος από κεραμεικά θραύσματα. Σ’ ένα τρίλεπτο με κατεύθυνση προς τη θάλασσα ανακλύπτουμε στην απότομη πλαγιά με τα υπολείμματα της οχύρωσης των αρχαίων Θέρμων. Σώζεται σε μήκος 100 περίπου μέτρων, με ύψος από ένα έως δύο μέτρα. Η κατασκευή αποτελείται από ημιλαξευμένες πέτρες ορθογώνιες. Η θέση είναι στρατηγική, κατοπτεύει όλο τον θαλάσσιο ορίζοντα και προσφέρει εξαιρετική θέα στον Αγ. Κήρυκο και στα Θέρμα. Απέναντι προς τα Β δεσπόζει ο λόφος με το αιολικό πάρκο του νησιού.
Με αφετηρία και πάλι το «Καμπάκι» ξεκινάμε για το φαράγγι. Αρχικά κατηφορίζουμε τον χωματόδρομο με κατεύθυνση ΒΑ, έχοντας απέναντί μας τον «Κόθοπα», μια μοναχική τριγωνική κορυφή. Συναντάμε ένα γκαράζ και 20 μ. μετά κατηφορίζουμε ένα μονοπάτι δεξιά. Κάτω χαμηλά αντικρίζουμε τη συμβολή δύο ρεμάτων, το λεγόμενο «Διπλόρυακο». Σε 3 λεπτά συναντάμε πάλι τον χωματόδρομο και αμέσως μετά μπαίνουμε οριστικά στο μονοπάτι. Είναι υπέροχο, στρωμένο με σχιστόπλακες που σχηματίζουν σκαλοπάτια.
– Σ’ αυτό το μονοπάτι δουλέψαμε για χρόνια, με προσωπικό εργασία όλοι οι χωριανοί, λέει ο Σταύρος.
Μέσα σε θαυμάσιο φυσικό περιβάλλον, φτάνουμε σ’ ένα τέταρτο σε χαρακτηριστική συστάδα κυπαρισσιών. Ξεχωρίζει ανάμεσά τους ένα, με ύψος που ξεπερνάει τα 25 μέτρα. Αμέσως μετά συναντάμε την ξερή κοίτη ρέματος και διασχίζουμε ελαιώνα με εξαίρετες ξερολιθιές.
– Είναι η τοποθεσία «Φακοχώραφα», λέει ο Σταύρος, από τις φακές που καλλιεργούσαν κάποτε εδώ.
Η πορεία μας συνεχίζεται πολύ ευχάριστη ανάμεσα σε αναρίθμητα λουλούδια. Η αντικρινή πλαγιά είναι κατάφυτη από πουρνάρια. Σκύβει η Άννα και κόβει την τρυφερή κορφή ενός άγριο σπαραγγιού.
– Είναι πολύ ωραία με ομελέτα, λέει ο Σταύρος.
Αρχίζουμε όλοι να μαζεύουμε. Διασχίζουμε τον ελαιώνα και μετά από μερικά λεπτά το μονοπάτι διχάζεται. Στρίβουμε δεξιά για μερικές δεκάδες μέτρα στην τοποθεσία «Καμπιά». Όμορφος τόπος με μικρά ξέφωτα, κάποια παλιά σπίτια και ανάμεσά τους ο μισοερειπωμένος «Πύργος του Καραφά». Επιστρέφουμε στο βασικό μονοπάτι, διασχίζουμε την κοίτη του ρέματος με λιγοστό νερό, σηματοδοτούμε σε αρκετά και μετά φτάνουμε σε περίφραξη με πλέγμα. 20 μέτρα προς τα δεξιά η πρόσβαση είναι ευκολότερη.
– Κάποτε, σ’ αυτό τον έρημο τώρα τόπο, κατοικούσε κόσμος, λέει ο Σταύρος. Θυμάμαι ακόμα τη γιαγιά μου, που γέμιζε το τσουκάλι με πατάτες, κολοκύθια, πιπεριές και ό,τι άλλο είχε το περιβόλι και μας έκανε το νοστιμώτατο «χλωροφάι».
Βαδίζουμε στην πετρώδη αλλά ομαλή κοίτη, την διασχίζουμε δύο φορές και φτάνουμε στην τοποθεσία του «Αγ. Μηνά», από το αθέατο εξωκκλήσι στην δύσβατη πλαγιά. Απέναντί μας η βραχώδης τριγωνική κορυφή «Κουκούλα». Για πρώτη φορά εμφανίζεται η Σάμος. Ο τόπος ευωδιάζει θυμάρι και φασκόμηλο. Για 200 μέτρα το μονοπάτι εξαφανίζεται ανάμεσα σε δύσβατες αστοιβιές. Αμέσως μετά συναντάμε παλιό σπίτι στην τοποθεσία «Στον Καλοέρο». Στους αντικρινούς βράχους της Κουκούλας διακρίνουμε τη φωλιά του Σπιλαστού. Για ένα 8λεπτο περίπου διασχίζουμε τους πρόποδες της Κουκούλας, ανάμεσα σε φασκόμηλο, θυμάρι και αστοιβιές. Διασχίζουμε δυο φορές την κοίτη και ανηφορίζουμε δεξιά. Σε μισό λεπτό αντικρίζουμε τη θάλασσα. Βρισκόμαστε στο στενότερο σημείο του φαραγγιού, στην τοποθεσία «Στενό», με πλάτος κοίτης 2-3 μέτρα. Ο Δημήτρης μας χαιρετάει στην άσφαλτο όπου μας περιμένει με το αυτοκίνητο.
Με τις πολλές στάσεις για σηματοδοτήσεις, φωτογραφίσεις και συλλογή σπαραγγιών απαιτήθηκαν 2 ώρες και 20 λεπτά. Πιστεύουμε όμως, ότι ένας χρόνος γύρω στη μιάμιση ώρα είναι στις δυνατότητες κάθε πεζοπόρου για τη διάσχιση αυτού του υπέροχου φαραγγιού.
ΚΑΣΤΡΟ ΚΑΨΑΛΙΝΟ ΚΑΙ ΕΦΑΝΟΣ.
ΣΤΗΝ ΚΟΡΥΦΗ ΤΗΣ ΙΚΑΡΙΑΣ
Τόσες μέρες που τριγυρνάμε, νιώθουμε την κορυφογραμμή του Αθέρα πάνω απ’ τα κεφάλια μας, να μας παρακολουθεί επιτιμητικά που αποφεύγουμε τα υψόμετρα. Με την κεκτημένη ταχύτητα από τη διάσχιση του φαραγγιού αποφασίζουμε με στο καταμεσήμερο να εγκαταλείψουμε το επίπεδο της θάλασσας και, χωρίς ανάπαυλα, να βρεθούμε στα ψηλά. Μοιάζει με αποκοτιά, είναι όμως η τελευταία μας ευκαιρία, αφού την επόμενη μέρα η Ικαρία θα είναι παρελθόν.
Μαυράτο, Οξέ, ανεμογεννήτριες, τσιμεντόδρομος για κεραίες, στρίβουμε αριστερά σε καλό χωματόδρομο και, 3 χλμ. μετά, σταματάμε μπροστά στο δάσος των κεραιών, σε υψόμετρο 800 μέτρων.
Ξεκινάμε με κατεύθυνση ΝΔ και με άμεση οπτική επαφή με τον Εφανό. Το έδαφος είναι στρωμένο με σχιστολιθικές πλάκες, ομαλό και αξιόπιστο. Σε 6΄αντιλαμβανόμαστε μόλις την τελευταία στιγμή ένα λιλιπούτειο κτίσμα, ενσωματωμένο στην κοιλότητα μεγάλου βράχου, απόλυτα αθέατο. Οι εξωτερικές του διαστάσεις δεν υπερβαίνουν τα 3 Χ 2,5 μ. και η σκεπή του είναι μισοκατεστραμμένη. Συνεχίζουμε την πορεία μας και μετά από μερικά λεπτά συναντάμε δεύτερο κτίσμα με τέλεια απόκρυψη κι αυτό, χωρίς σκεπή αλλά με τα γνωστά εσωτερικά ανοίγματα στους τοίχους. Πίσω του άλλο ένα, μικρότερο, είναι κρυμμένο στην κοιλότητα του βράχου. Στον αυχένα μας χτυπάει ένας δυνατός, ψυχρός βοριάς, πολύτιμος σύμμαχος όμως ενάντια στις μεσημεριάτικες ακτίνες.
Πριν από το κάστρο βρίσκουμε το πλακόστρωτο μονοπάτι που ανηφορίζει απ’ το Μαυράτο. Τρεις πινακίδες δείχνουν προς Μαυράτο (1,6 χλμ. και 20΄), προς Αρεθούσα (7350 μ. σε 2 ωρ. 10΄) και Καραβόσταμο (6χλμ. 2 ώρες). Ανηφορίζουμε προς το «Καψαλινό Κάστρο» το απότομο πρανές. Ένα τροφαντό κριάρι μας παρακολουθεί παραξενεμένο από το ύψος της οχύρωσης. Όταν, 3 λεπτά αργότερα φτάνουμε εκεί, έχει εξαφανιστεί. Το ίδιο κάνει κι ένας τσαλαπετεινός, που πετάει μακρυά.
Η οχύρωση, ελαφράς κατασκευής, σώζεται κατά διαστήματα και σε ύψος χαμηλό. Τα καλύτερα διατηρημένα τμήματα βρίσκονται στα ΒΑ και στα Α-ΝΑ. Χαμηλά στα ΒΔ έχουμε άμεση οπτική επαφή με το Κάστρο του Μηλιωπού, ενώ στο βάθος του ορίζοντα διακρίνονται τα Μικρασιατικά παράλια και η Χίος. Καθόμαστε για λίγο σε σημείο που απαγγιάζει και μελετάμε οπτικά την, χωρίς μονοπάτι, πορεία μας ως τον Εφανό. Ύστερα παίρνουμε την ήπια ανηφόρα. Είναι μια πορεία εξαιρετικά ευχάριστη. Από μακριά το έδαφος έμοιαζε πετρώδες, δύσβατο και απότομο, στην πραγματικότητα όμως είναι πολύ ομαλό, αφού καλύπτεται εξολοκλήρου σχεδόν από χόρτο, χαμηλούς ανθεκτικούς θάμνους και σχιστόπλακες.
Πρόκειται στην ουσία για τον ορεινότερο βοσκότοπο της Ικαρίας, πράγμα που αποδεικνύεται από τα γλυκόηχα κουδουνάκια και τις λευκές σιλουέτες των προβάτων.
Με πολύ ικανοποιητική ταχύτητα πορείας καταλαμβάνουμε τη μια κορυφή μετά την άλλη. 53΄μετά την αναχώρησή μας από τη βάση του κάστρου έχουμε την ευτυχία να βρεθούμε στον «Εφανό». Και λέω ευτυχία, γιατί το θέαμα ολόγυρά μας είναι ανεπανάληπτο. Ένας απέραντος θαλάσσιος ορίζοντας 360ο μας αποκαλύπτει αμέτρητα μικρά και μεγάλα νησιά, που δεν πρέπει να είναι λιγότερα από 40! Στην κορυφή της ράχης της Πάτμου ασπρίζει η μονή του Αγ. Ιωάννη του Θεολόγου. Άγιος Κήρυκος, οικισμοί, οροπέδιο της Κάμπας μας χαρίζουν κάτοψη απολύτως αεροπορική. Προφυλαγμένοι απ’ το βοριά χαρίζουμε για μισή ώρα στους εαυτούς μας αυτές τις υπέροχες στιγμές. Ο νεαρός Περικλής είναι ιδιαίτερα χαρούμενος, που βρίσκεται για πρώτη φορά στην κορυφή του τόπου του. με τον ήλιο ακόμη ψηλά παίρνουμε τον δρόμο της επιστροφής. Σε 35΄βρισκόμαστε στο Κάστρο και συνεχίζουμε ακάθεκτοι για Μαυράτο. Δυστυχώς το έδαφος του μονοπατιού δεν είναι τόσο ευχάριστο όσο το έδαφος της κορυφογραμμής. Το τελευταίο όμως τμήμα πάνω απ’ το Μαυράτο περνάει μέσα από ένα απέραντο δάσος με αιωνόβια πουρνάρια και αριές πελωρίων διαστάσεων, από τα μεγαλύτερα δέντρα αυτού του είδους που έχουμε δει ως τώρα στην Ελλάδα. Φτάνοντας στην πρώτη πινακίδα έχουμε κάνει 35΄και όχι 20΄, όπως ανέγραφε η πινακίδα στο κάστρο.
Επιστρέφοντας στο σπίτι η Αργυρώ μας υποδέχεται με μια υπέροχη χορτόπιτα και μια αχνιστή ομελέτα με τα σπαράγγια που είχαμε μαζέψει στο φαράγγι.
ΕΠΙΛΟΓΟΣ
Η νοσταλγία μας για την Ικαρία άρχισε σχεδόν με την απογείωση του αεροπλάνου. Δεν ήταν μόνον ο τόπος που μας εντυπωσίασες με την εκπληκτική ποικιλία του τοπίου, την απίστευτη βλάστηση και τα άφθονα νερά, την ιδιαιτερότητα της αρχιτεκτονικής και την ομορφιά των οικισμών. Ήταν κυρίως οι άνθρωποι, καλοσυνάτοι και ανοιχτόκαρδοι, ανεπιτήδευτοι και φιλόξενοι, έτοιμοι να προσφέρουν, να εξυπηρετήσουν, να βοηθήσουν, να κάνουν τον ξένο να αισθάνεται δικός τους. Και να φεύγει απ’ το νησί με τη λαχτάρα να επιστρέψει…
ΓΕΥΣΤΙΚΕΣ ΓΩΝΙΕΣ ΚΑΙ ΠΡΟΪΟΝΤΑ
Παρά την τεράστια περιηγητική του αξία και παρά τον πόλο έλξης των Ιαματικών Πηγών στα Θέρμα, ο τόπος του Αγ. Κήρυκου ελάχιστα – ή και καθόλου – έχει επηρεαστεί από τις επιδράσεις του μαζικού τουρισμού. Οι άνθρωποι – γενικά – παραμένουν αυτό που ήταν πάντα: ανοιχτόκαρδοι και φιλόξενοι.
Το διαπιστώνει κανείς στη συμπεριφορά και στην ποιότητα των υπηρεσιών τους, που ισχύουν όμοιες για ντόπιους και επισκέπτες.
Μια γευστική περιήγηση το αποδεικνύει:
– Στις πολλές και καλές ταβέρνες του Αγ. Κήρυκου το ψάρι είναι πάντα ολόφρεσκο και σε καλές τιμές, οι μερίδες σωστές και προσεγμένες.
– Το ίδιο ισχύει στις ταβέρνες του Ξυλοσύρτη, που επιπλέον προσφέρουν υπέροχο κρασί Κάμπας.
– Στο Γλαρέσο είναι η κυρά-Σοφία με τα μεζεδάκια της και το «Τζάκι» με το «Πατατάτο» και την ποικιλία των ορεκτικών του.
– Στα Θέρμα και στο Φάρο οι πληροφορίες μιλάνε για φρεσκότατο ντόπιο ψάρι.
– Στο Φούρνο του Ξυλοσύρτη τα αφράτα παξιμάδια είναι εκπληκτικά.
– Και στην κάβα του Κέκερη, στον Αγ. Κήρυκο, υπάρχουν εξαιρετικά εμφιαλωμένα ντόπια κρασιά, γλυκά, υπέροχο τοπικό μέλι με την ιδιαίτερη ποικιλία «άναμμα» και πληροφορίες για τυρί ντόπιων κτηνοτρόφων.
ΠΑΝΗΓΥΡΙΑ
Μεγάλη ιδιαιτερότητα της Ικαρίας είναι τα πάμπολλα πανηγύρια, που διοργανώνονται κατά παράδοση από τοπικούς συλλόγους και βασίζονται στο παμπάλαιο έθιμο της «Πρόθεσης», «παράθεσης» δηλ. (προσφοράς) εθελοντικά κατσικίσιου κρέατος, κρασιού και άρτου από τους πανηγυριώτες. Σήμερα η «πρόθεση» είναι ποσότητα κρέατος, οίνου και άρτου με συμβολικό τίμημα για εξυπηρέτηση κοινωνικών σκοπών.
(Πληροφ. για τα πανηγύρια: Γραφ, Τουρ. Πληρ. 22750-24047)
ΕΥΧΑΡΙΣΤΙΕΣ
Θερμά ευχαριστούμε:
– Τον Δήμαρχο Αγ. Κήρυκου Σπύρο Τέσκο και τον Αντιδήμαρχο Νίκο Λάρδα για την ευχάριστη συμπαράσταση.
– Τον Θέμη Κατσαρό για την καθοριστική του συμβολή και την ολόπλευρη στήριξη των προσπαθειών μας.
– Τους καλούς φίλους Γιώργο Πούλο, Σταύρο Κουτσουναμέντο, και τους συνδρομητές μας Γιάννη Πάστη και Παντελή Τσαρνά.
– Τέλος, τον Δημήτρη Κουρελή και την οικογένειά του, όχι μόνον γιατί υπήρξαν η αφορμή να επισκεφτούμε το νησί αλλά και για όλα όσα έκαναν για εμάς.
ΧΡΗΣΙΜΕΣ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ
ΑΡ. ΚΛΗΣΗΣ 22750
Δημαρχείο Αγ. Κήρυκου:
Γραμματεία 22298
Γραφ. Δημάρχου 22215
Κ.Ε.Π. 22202
Γραφ. Τουρ. Πληρ. 24047
Λιμεναρχείο 22207
Αστυνομία 22222-22944
Νοσοκομείο 32330-22336
Πληρ. Διαμονής 24047
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
-Γ.Ν. Κόκκινος, «Η ΠΑΡΑΔΟΣΙΑΚΗ ΚΑΤΟΙΚΙΑ ΤΗΣ ΙΚΑΡΙΑΣ», Εταιρεία Ικαριακκών Μελετών, Αθήνα 2005
-Ι. Μελάς, «ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΝΗΣΟΥ ΙΚΑΡΙΑΣ», Αθήνα 2001
-Θ. Κατσαρός, «ΑΓΙΟΣ ΚΗΡΥΚΟΣ ΙΚΑΡΙΑΣ», Ικαριακά Σύμμεικτα.
-Θ. Κατσαρός, «Αγ. Κήρυκος», Δήμος Αγ. Κηρύκου.