Το Οροπέδιο του Φενεού, σε μέσο υψόμετρο 800 μέτρων, στα ορεινά της Κορινθίας, είναι ένας τόπος με εικόνες πολυδιάστατες, που εμφανίζουν δραματικές εναλλαγές στην διαδοχή των εποχών. Η γη το καλοκαίρι είναι κατάξερη, ενώ τον χειμώνα είναι ολοζώντανη η κοίτη των ποταμών Όλβιου και Αροάνιου. Εξίσου συναρπαστική είναι και η εικόνα των περίφημων, από τα χρόνια της αρχαιότητας, Καταβοθρών. Μέσα από τα στενά γοργοκίνητα κανάλια διοχετεύονται ανά τους αιώνες τα περισσευούμενα νερά του λεκανοπεδίου για να συναντήσουν –μέσω των κρυφών διόδων του υπεδάφους- τις πηγές του Λάδωνα ποταμού.
Στα τέλη του περασμένου Νοέμβρη το Οροπέδιο Φενεού θύμιζε καλοκαίρι. Χελμός, Ντουρντουβάνα και Ζήρεια -ακόμα και πάνω από τα 2000 μέτρα- δεν είχαν το παραμικρό ίχνος χιονιού. Ελάχιστο ήταν και στα ποτάμια το νερό. Ο γνωστός από την αρχαιότητα Όλβιος θύμιζε ρυάκι, ενώ την ροή του Αροάνιου διέσωζε μόνον η υπερχείλιση της υπερκείμενης τεχνιτής λίμνης Δόξας.
Ακόμα πιο απογοητευτική ήταν η εικόνα του εδάφους, ξερού και χαρακωμένου από την πολύμηνη ανομβρία. Μόνο στην λεγόμενη «Καταβόθρα του Ηρακλή», πριν απ’ το χωριό Μάτι, εξακολουθούσε να συρρέει το νερό του Όλβιου και να κατρακυλάει με βουητό στα έγκατα της γης. Στις υπόλοιπες καταβόθρες δεν υπήρχε καμία παρουσία νερού. Ήταν κατάστεγνες οι διάσημες χοάνες της κοιλάδας, απ’ όπου διοχετεύονταν ανά τους αιώνες τα περισσευούμενα νερά, για να συναντήσουν -μέσω των κρυφών διόδων του υπεδάφους – τις πηγές του Λάδωνα ποταμού. Έτσι είχε η κατάσταση το φθινόπωρο στο οροπέδιο Φενεού. Δύο μήνες μετά, στα τέλη του Γενάρη, τα πάντα είχαν μεταβληθεί, έβρεχε σ’ όλη τη χώρα και το χιόνι έπεφτε άφθονο στα βουνά. Ποιά τύχη είχε λοιπόν η προγραμματισμένη εκδρομή των «ΕΛΛΗΝΩΝ ΠΕΡΙΗΓΗΤΩΝ» στον Φενεό;
Όταν μάλιστα τα δελτία καιρού διαβεβαίωναν, ότι η ορεινή Πελοπόννησος και μαζί της ο Φενεός δεν θα απέφευγαν το ψυχρό συναπάντημά τους με τον επικείμενο χιονιά;
Εμείς, ωστόσο ήμασταν αισιόδοξοι. Άλλωστε οι στατιστικές από την λειτουργία του Ομίλου αποδείκνυαν, ότι οι ΕΛΛΗΝΕΣ ΠΕΡΙΗΓΗΤΕΣ είχαν τον τρόπο τους να εξασφαλίζουν –σχεδόν πάντα- την εύνοια του καιρού. Δεν υπήρξε λοιπόν καμία ακύρωση συμμετοχής στην εκδρομή. Και βέβαια, δεν μετάνοιωσε κανείς.
ΠΡΩΤΕΣ ΩΡΕΣ ΣΤΟΝ ΦΕΝΕΟ
Η ορεινή Καστανιά, πάνω από τη λεκάνη της Στυμφαλίας, μας υποδέχεται παγωμένη και λευκή. Στο ψηλότερο σημείο της διαδρομής, στον αυχένα, ο ορίζοντας της δύσης προβάλλει πορφυρός. Είναι ένα δειλινό δραματικό, με απειλητικά σύννεφα, που συνωθούνται πίσω από τους ορεινούς όγκους του Σαϊτά, της Ντουρντουβάνας και του Χελμού. Το πρωί της Παρασκευής, ωστόσο, ξημερώνει λαμπρό, με μια ατμόσφαιρα διάφανη, απαλλαγμένη από τις γνώριμες καταχνιές του Φενεού. Κατάλευκες οι γύρω κορυφές, στραφταλίζουν στις πρώτες ακτίνες της αυγής. Το τοπίο είναι μεγαλόπρεπο, χαρακτηριστικό και αυθεντικό του χειμωνιάτικου Φενεού.
Νωρίς το απόγευμα υποδεχόμαστε τα Μέλη στον θαυμάσιο χώρο εστίασης και καφέ του ξενώνα «ΑΛΕΞΙΟΥ». Εδώ, στο υψόμετρο των 1.000 μέτρων, πάνω από τον οικισμό του Πανοράματος, απολαμβάνουμε θέα μοναδική. Το τελευταίο φως μας βρίσκει στο ιστορικό μοναστήρι Αγίου Γεωργίου, πάνω από τα γαλήνια νερά της λίμνης Δόξας. Στιγμές κατάνυξης, περισυλλογής και ρεμβασμού στο χαγιάτι της μονής και κέρασμα με το περίφημο γλυκό κουταλιού από κόκκινα τριαντάφυλλα που παρασκευάζουν οι μοναχοί.
Νύχτα πια, ξάστερη, παγερή. Στην ταβέρνα «ΤΡΙΚΡΗΝΑ» του Δημήτρη Δρούγκα, στο Μεσινό, μας περιμένει μια γευστική εμπειρία ξεχωριστή. Είναι τα ψητά κρέατα από τα ζώα του Δημήτρη, που βόσκουν ελεύθερα στο αμόλυντο υψίπεδο Σκαφιδιάς, στους πρόποδες της Ζήρειας. Το μοσχαρίσιο συκώτι, ιδιαίτερα, κομμένο σε χοντρά κομμάτια και άριστα ψημένο, είναι πιθανότατα το πιο ζουμερό και νόστιμο συκώτι που έχουμε δοκιμάσει ποτέ!
ΚΑΤΑΒΟΘΡΕΣ ΕΝ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ: ΕΙΚΟΝΕΣ ΜΟΝΑΔΙΚΕΣ
Με θερμοκρασία 5 βαθμών κάτω απ’ το μηδέν η υγρασία της νύχτας έχει μεταβληθεί τα χαράματα σ’ ένα παγωμένο αγιάζι, που σαν αχνόλευκο πέπλο έχει καλύψει κάθε σημείο της γης του Φενεού. Ζεστά ροφήματα και καφέδες για τους ανθρώπους, λειτουργία των μηχανών στο ρελαντί για τα αυτοκίνητα και, εκεί γύρω στις 10, με αξιοθαύμαστη συνέπεια έχουν όλοι καταφθάσει στο σημείο συγκέντρωσης, στο συγκρότημα ξύλινων και πέτρινων studios ΕΥΧΑΡΙΣ.
Ξεκινάμε για τα νότια, εκεί στα χαμηλώματα της λεκάνης, όπου τώρα, με τις βροχές του χειμώνα, ελπίζουμε να δούμε σε λειτουργία τις περίφημες καταβόθρες (πλήρη ιστορικά στοιχεία αναφέρονται στο ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΠΑΝΟΡΑΜΑ, τεύχος 85, ΙΑΝ-ΦΕΒ. 2012). Καθώς προχωράει η ώρα, η θερμοκρασία της ατμόσφαιρας ανεβαίνει. Στο έδαφος, ωστόσο, οι συγκεντρώσεις νερού διατηρούν πεισματικά έναν παγωμένο, λεπτό φλοιό. Δεν ισχύει το ίδιο και με τα στενά καναλάκια, που σαν λιλιπούτειες διώρυγες αυλακώνουν τα χορταριασμένα εδάφη του Φενεού. Εκεί μέσα αρνείται να παγώσει το νερό. Αντίθετα, διοχετεύει την γοργοκίνητη ροή του, στα χαμηλότερα σημεία της λεκάνης, δίπλα στα κράσπεδα του βουνού. Εκεί δεσπόζουν οι στιβαρές πέτρινες και τσιμεντένιες κατασκευές με τα φρεάτια, μέσα από τα οποία διοχετεύεται το παραπανίσιο νερό στα έγκατα της γης.
Αφήνουμε τ’ αυτοκίνητα έξω από μια στάνη και ξεκινάμε έναν περίπατο σε έδαφος επίπεδο, χορταριασμένο και μαλακό. Είναι μια διαδρομή ξεκούραστη σ’ ένα τοπίο γλυκύτατο, που ξεδιπλώνεται με λιτότατες γραμμές, οριζόντιες στον κάμπο, διαγώνιες και κάθετες στα βουνά. Περνάμε διαδοχικά δίπλα απ’ όλες τις καταβόθρες, τις σύγχρονες που είναι κτισμένες με πέτρα και τσιμέντο και τις αρχαίες φυσικές. Αυτές δεν είναι παρά βαθουλώματα και ρογμώσεις της γης, που χάρις στην υψομετρική διαφορά του εδάφους -έστω και ανεπαίσθητα- προσελκύουν και απορροφούν το πλεονάζον νερό του Φενεού. Στην τελευταία, μάλιστα, καταβόθρα, την πέμπτη κατά σειρά, η εμφάνιση του φαινομένου είναι πολύ ρεαλιστική, καθώς το νερό εξαφανίζεται με μεγάλη βουή βαθειά στις υπόγειες σήραγγες της γης.
Τριάντα περίπου μέτρα πριν από την τεχνητή πέμπτη καταβόθρα εντοπίζουμε και μια φυσική. Δεν είναι παρά ένα απλό στόμιο στη γη, όπου διοχετεύεται με γρήγορη ροή το πεντακάθαρο νερό ενός στενότατου καναλιού. Είναι ίσως η αυθεντικότερη απεικόνιση λειτουργίας καταβοθρών με χαρακτηριστικά όμοια με της αρχαιότητας.
Λίγο βορειότερα, προς το εσωτερικό του οροπεδίου, λαμπιρίζουν στον ήλιο τα γαλήνια νερά μιας λιμνούλας, έκτασης αρκετών δεκάδων στρεμμάτων. Είναι η μοναδική στην λεκάνη του Φενεού. Οι υπόλοιπες ποσότητες του νερού διοχετεύονται –πριν προλάβουν να λιμνάσουν – στα χαμηλότερα σημεία, όπου εξαφανίζονται μέσα στις καταβόθρες.
Κοντά στην λιμνούλα ορθώνονται λεπτεπίλεπτες λεύκες, ενώ λίγο μακρύτερα σχηματίζονται μεγάλες συγκεντρώσεις δέντρων ιτιάς. Μερικές αγελάδες -αναμφίβολα ευτυχισμένες- βόσκουν ήρεμα σ’ αυτό το τοπίο, το τόσο βουκολικό.
Παρακολουθώ τα μικρά παιδιά. Είναι το πολυτιμότερο κεφάλαιο του Ομίλου, οι «Μικροί Περιηγητές». Χοροπηδάνε ζωηρά γύρω στα καναλάκια, μερικά βουτάνε τα παπούτσια τους στις λάσπες και στα νερά, κάποιοι γονείς φωνάζουν –πιο πολύ για την τιμή των όπλων- και άλλοι αφήνουν στους βλαστούς τους πλήρη ελευθερία. Τα μεγαλύτερα παιδιά κάνουν ποικίλες ερωτήσεις, ενδιαφέρονται κυρίως να μάθουν πού εξαφανίζονται τα νερά.
–Αυτό που βλέπουμε σήμερα είναι απίστευτο, μου λέει ένας γονιός. Και ακόμη πιο απίστευτο είναι να ακούμε, πως στη διάρκεια των αιώνων τούτο το οροπέδιο ήταν πολλές φορές λίμνη βαθειά, που κάλυπτε όλη την έκταση με τεράστιες ποσότητες νερού.
–Δεν ερχόμαστε πρώτη φορά στο Φενεό, συμπληρώνει ένα ζευγάρι. Δεν γνωρίζαμε όμως τις καταβόθρες ούτε περιμέναμε ν’ αντικρύσουμε κάτι τόσο συναρπαστικό.
ΜΟΝΟΠΑΤΙ ΤΟΥ ΑΜΠΟΥΛΑ: ΖΕΣΤΗ ΦΑΣΟΛΑΔΑ ΚΑΙ ΛΟΥΚΑΝΙΚΑ ΨΗΤΑ
Δύο μήνες πριν, διαβήκαμε με την Άννα το μονοπάτι του Άμπουλα, στις νότιες παρυφές της λίμνης Δόξας. Είχαμε μείνει έκπληκτοι τότε όχι μόνον από την φιλικότητα και ομορφιά του μονοπατιού αλλά κι από την μεγαλοπρέπεια του δάσους μαυρόπευκων, με τους εντυπωσιακά ευθυτενείς και πανύψηλους κορμούς. Την ίδια αυτή μοναδική εμπειρία ξεκινάμε να ξαναζήσουμε και με τα μέλη του Ομίλου.
Ξεδιπλώνεται το μονοπάτι του Άμπουλα, υγρό και χιονισμένο αλλά πάντα ευκολοδιάβατο και πανέμορφο. Μεγάλοι και παιδιά απολαμβάνουν το κάθε βήμα, ιδιαίτερα τα παιδιά που χαίρονται με κάθε τρόπο την παρουσία του χιονιού. Με πολύ χαμηλούς ρυθμούς δεν χρειαζόμαστε ούτε ώρα για να βρεθούμε σ΄ένα ξέφωτο, έξω από την καταλυτική κυριαρχία των μαυρόπευκων.
–Τι καπνός είναι τούτος; αναρωτιούνται μερικοί καθώς βγαίνουμε στο ξέφωτο
–Είναι καπνός ανάμεικτος με τσίκνες, λένε κάποιοι άλλοι, με όσφρηση πιο ευαίσθητη.
Σε λίγα δευτερόλεπτα δεν υπάρχει καμιά απορία. Ο καπνός προέρχεται από μια ελεγχόμενη φωτιά, που έχουν ανάψει στο χορταριασμένο έδαφος οι φίλοι και οικοδεσπότες μας στον Φενεό, η Εύχαρις, ο Βασίλης, ο Δημήτρης και η Βούλα. Οι τσίκνες πάλι, που αναδίδονται τόσο γαργαλιστικές προέρχονται από χωριάτικα λουκάνικα που ψήνονται στη θράκα. Είναι τα γνωστά μας εκπληκτικά λουκάνικα, από τα ζώα ελευθέρας βοσκής του Δημήτρη Δρούγκα.
Υπάρχει όμως και κάτι ακόμα που περιμένει τους οδοιπόρους. Στα στρωμένα τραπέζια, ανάμεσα σε πάμπολλα καλούδια, ζυμωτά ψωμιά, τσίπουρα και κρασιά, καταλαμβάνουν περίοπτη θέση δύο μεγάλες κατσαρόλες. Το περιεχόμενό τους, είναι ό,τι πιο επίκαιρο, νόστιμο και ελκυστικό μπορεί να επιθυμήσει κανείς τούτη την κρύα μέρα του Γενάρη: αχνιστή φασολάδα, φτιαγμένη από τη Βούλα με τα φημισμένα μικροσκοπικά φασολάκια, τις «βανίλιες» του Φενεού. Περνάμε ένας-ένας μπροστά απ’ τις κατσαρόλες. Η φασολάδα, εκπέμπει ευωδιά σαγηνευτική.
– Απορώ πώς την κρατήσατε τόσο ζεστή, λέει κάποιος.
– Περιμένοντάς σας την συντηρούσαμε στη φωτιά.
-Εμείς φανταζόμασταν ένα κρύο κολατσιό, λένε κάποιοι άλλοι. Όχι όμως τούτη την απίστευτη φασολάδα.
–Και πού να δοκιμάσετε και τα λουκάνικα του Μήτσου, λέει ο Δημήτρης και απιθώνει στο τραπέζι μια πιατέλα με λουκάνικα που μόλις έβγαλε απ’ την θράκα.
Γεμίζουμε τα ποτηράκια με τσίπουρα και κρασιά. Πλαστικά είναι, δεν βγάζουν ήχο, αυτό όμως είναι ασήμαντη λεπτομέρεια μέσα σ’ όλη τούτη την ευωχία.
Απολαμβάνουμε με την ψυχή μας τις εξαίσιες τούτες γεύσεις, τη φωτιά και τη φύση, τη λίμνη και το δάσος, την συντροφικότητα που συνδέει τόσους ανθρώπους, από διάφορα μέρη της Ελλάδας. Καθώς ο ήλιος της δύσης χρωματίζει βαθυκόκκινες τις αντικρινές κορυφές της Ζήρειας, επιστρέφουμε στα καταλύματά μας για μια απαραίτητη ανάπαυλα. Άλλωστε αργά το βράδυ μας περιμένει θαυμάσιο δείπνο, στον ξενώνα ΑΛΕΞΙΟΥ.
ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΜΕΡΑ ΧΑΛΑΕΙ Ο ΚΑΙΡΟΣ
Μεσάνυκτα. Κάποιες μοναχικές νιφάδες αρχίζουν να στροβιλίζονται στον σταχτόγκριζο ουρανό. Είναι οι προπομποί της μεταβολής του καιρού που πλησιάζει τον Φενεό. Τον επόμενο πρωί η θερμοκρασία έχει πέσει αρκετούς βαθμούς κάτω απ’ το μηδέν. Τα πάντα είναι λευκά, κάτω από ένα- λεπτό ακόμα- στρώμα χιονιού. Για την ολοκλήρωση του προγράμματος της διήμερης εκδρομής απομένει ακόμη η επίσκεψή μας στην Παναγία του Βράχου, το σπηλαιώδες μοναστηράκι στους θεαματικούς βράχους του Ταρσού. Το υψόμετρο στον Ταρσό φτάνει τα 1.100 μέτρα, δεν είναι καθόλου βέβαιη λοιπόν η ευχερής πρόσβαση ως εκεί.
Πριν μετακινηθεί όλη η ομάδα, επιχειρώ μια δοκιμαστική μετάβαση στην περιοχή. Στις απότομες, παγωμένες ανηφοριές του Ταρσού αναγκάζομαι να χρησιμοποιήσω τετρακίνηση, που ως τα ριζά της Παναγίας του Βράχου είναι απαραίτητη. Μια ώρα μετά καταφέρνουμε να χωρέσουμε όλοι στα 4Χ4 και να φτάσουμε με ασφάλεια ως την Παναγία του Βράχου. Όλοι εντυπωσιάζονται από την συγκλονιστική μεγαλοπρέπεια των βράχων, που φέρνουν στο νου τα «Μετέωρα», καθώς κι από το σπηλαιώδες μοναστήρι με το παλιό ασκηταριό. Επικρατεί παγωνιά. Μια παγωνιά που καθιστά παραπάνω από επιβεβλημένη την -ούτως ή άλλως- προγραμματισμένη στάση μας στο καφενεδάκι της Βέτας, το μοναδικό που υπάρχει στην πλατεία του Ταρσού.
«Καφενείο-ατελιέ» το είχε ονομάσει δύο χρόνια πριν ο συνεργάτης μας Κώστας Ζαρόκωστας και δεν είχε άδικο. Κατάφορτοι οι τοίχοι με πίνακες ζωγραφικής που έχει φιλοτεχνήσει από την γύρω περιοχή ο Παναγιώτης Τετσώνης, σύζυγος της Βέτας.
Μια πελώρια ξυλόσομπα στο κέντρο του μαγαζιού σκορπίζει γύρω της υπέροχη θαλπωρή. Εξυπηρετική και γρήγορη η Βέτα, όλους μας προλαβαίνει. Τσάγια, καφέδες, τσίπουρο με μεζεδάκι για τους περισσότερο μερακλήδες. Ένα μαγαζάκι για να κάθεσαι με τις ώρες , να κοιτάς από την τζαμαρία και να μη δίνεις σημασία στην επιδείνωση του καιρού.
–Σε βλέπω αγχωμένο, μου λέει κάποια στιγμή ο Παύλος. Ωραία δεν περνάμε; Τι συμβαίνει;
–Σκέφτομαι τον αυχένα της Καστανιάς. Με βαριά χιονόπτωση δεν θα είναι εύκολη η διάβαση.
Λίγη ώρα αργότερα μας προλαβαίνει ο καιρός. Τόσο όμως, όσο για να νιώσουμε την γοητεία του χιονιού. Τη συνέχεια αναλαμβάνουν τα εκχιονιστικά μηχανήματα και η τετρακίνηση των αυτοκινήτων, για όσα δύσκολα χιλιόμετρα είναι απαραίτητη.
Για άλλη μια φορά οι «ΈΛΛΗΝΕΣ ΠΕΡΙΗΓΗΤΕΣ» καταφέρνουν να μην κακοπάθουν από αντίξοες καιρικές συνθήκες. Και φεύγοντας, να διατηρήσουν μια ζωηρή και ευχάριστη ανάμνηση από τον χειμωνιάτικο Φενεό