Στην άκρη της Μεσσηνιακής χερσονήσου η Μεθώνη, ο νοτιοδυτικότερος τόπος της Πελοποννήσου, σημείο συνάντησης αλλά και προαιώνιας αναμέτρησης των κυμάτων του Ιονίου και του Αιγαίου. Στο επίκεντρο αυτής της αέναης διαπάλης ανάμεσα στα δύο πέλαγα, ορθώνεται άφοβα, αυθάδικα σχεδόν, το Κάστρο της Μεθώνης.
Η ματιά μας γεμίζει θαυμασμό καθώς πρωταν-τικρύζουμε τις πανύψηλες πύλες, τους προμαχώνες και τους πύργους, τα ισχυρά τείχη που φτάνουν ως τη θάλασσα. Πιο πέρα ακόμη, στην άκρη της χερσονήσου, εκεί που οι άγριοι βράχοι μοιάζουν νάναι φυτρωμένοι στο νερό, προβάλλει μια σιλουέτα υψηλή και αγέρωχη, το Μπούρτζι. Έξω από την προστασία της οχύρωσης, μοναχό και ξεκομμένο από το Κάστρο, το Μπούρτζι δείχνει να αψηφά τις σοροκάδες του Αιγαίου, τον ισχυρό πουνέντε και τους μαΐστρους τους Ιονίου.

Καθώς το αυτοκίνητο σταματάει στο χώρο στάθμευσης του ξενοδοχείου METHONI BEACH, το οδόμετρο δείχνει 700 χιλιόμετρα ακριβώς και το ρολόι μου με πληροφορεί, πως έχουν περάσει οχτώμιση ώρες από τη στιγμή που χάθηκε πίσω μας η Θεσσαλονίκη. Μεγάλο και ωραίο ταξίδι, από το πρωί ως το απόγευμα έχει περάσει από τα μάτια μας περισσότερη από τη μισή χερσαία Ελλάδα. Στο τελευταίο τμήμα της διαδρομής, αυτό από τη Πάτρα ως τη Μεθώνη, το βαθύ γαλάζιο του Ιονίου εναλλάσσεται διαρκώς με το πολυποίκιλο πράσινο των ελαιώνων και αμπελώνων του Μοριά. Κυπαρισσία, Φιλιατρά, Γαργαλιάνοι, Πύλος, πολιτείες ωραίες, με ιστορία και παράδοση. Στην άκρη της Μεσσηνιακής χερσονήσου η Μεθώνη, ο νοτιοδυτικότερος τόπος της Πελοποννησιακής στεριάς, σημείο συνάντησης αλλά και προαιώνιας αναμέτρησης των κυμάτων του Ιονίου και του Αιγαίου. Στο επίκεντρο αυτής της αέναης διαπάλης ανάμεσα στα δύο πέλαγα, ορθώνεται άφοβα, αυθάδικα σχεδόν, το Κάστρο της Μεθώνης.
Η ματιά μας γεμίζει θαυμασμό καθώς πρωταντικρύζουμε τις πανύψηλες πύλες, τους προμαχώνες και τους πύργους, τα ισχυρά τείχη που φτάνουν ως τη θάλασσα. Πιο πέρα ακόμη, στην άκρη της χερσονήσου, εκεί που οι άγριοι βράχοι μοιάζουν νάνοι φυτρωμένοι στο νερό, προβάλλει μια σιλουέτα υψηλή και αγέρωχη, το Μπούρτζι. Έξω από την προστασία της οχύρωσης, μοναχό και ξεκομμένο από το Κάστρο, το Μπούρτζι δείχνει να αψηφά τις σοροκάδες του Αιγαίου, τον ισχυρό πουνέντε και τους μαΐστρους τους Ιονίου.
Οι ακτίνες του ήλιου της δύσης χαμηλώνουν, χάνουν σιγά-σιγά τη λάμψη και την κάψα τους.
Η απέραντη αγκαλιά του κόλπου της Μεθώνης γλυκαίνει από το φως του δειλινού. Κάποια πλεούμενα, δεμένα αρόδο, αναρριγούν στον μπάτη και λικνίζονται ελαφρά. Οι τελευταίοι κολυμβητές ταράζουν για λίγο ακόμα τα νερά κι ύστερα αποφασίζουν να εγκαταλείψουν τα θέλγητρα της θάλασσας.
Στο κάστρο κάποιοι αργοπορημένοι επισκέπτες ταχύνουν το βήμα για να προλάβουν την πύλη ανοιχτή. Αραδιασμένα τα φαναράκια στην ακτή, ξυπνούν από το λήθαργο της μέρας και ανάβουν, προαναγγέλλουν με τη χλωμή παρουσία τους τον ερχομό της νύχτας. Μιας νύχτας του Ιούλη γλυκιάς και ανέφελης, εδώ μπροστά στον κόλπο της Μεθώνης, στην άκρη του Μοριά.
ΩΡΑΙΕΣ ΣΤΙΓΜΕΣ
ΜΕ ΩΡΑΙΕΣ ΑΝΘΡΩΠΟΥΣ
-Απορώ, έναν τέτοιο τόπο, πως δεν τον γνωρίσαμε νωρίτερα, λέω στον Τάκη. Τόσα χρόνια, τόσες φορές στην Πελοπόννησο, ποτέ δεν ξεστρατίσαμε ως αυτή τη νοτιοδυτική της άκρη. Πάντα κάποιος άλλος προορισμός μας σταματούσε ενδιάμεσα.
Στο ταβερνάκι της ακτής τσουγκρίζουμε τα ποτήρια μας με δροσερό λευκό κρασί της περιοχής. Ύστερα δοκιμάζουμε τα ολόφρεσκα ψαράκια, ψαρεμένα στ’ ανοιχτά της Μεθώνης , εκεί που σμίγουν τα νερά του Ιονίου και του Αιγαίου. Καθισμένος απέναντί μας ο Τάκης Κατσίρας χαμογελάει. Έχει φτάσει μόλις πριν λίγα λεπτά από την Καλαμάτα και δείχνει ιδιαίτερα χαρούμενος που βρίσκεται μαζί μας. Αυτός άλλωστε υπήρξε η γενεσιουργός αιτία, που τούτη την υπέροχη βραδιά πίνουμε το κρασάκι μας, 700 χιλιόμετρα μακρυά από τη Θεσσαλονίκη.
Φίλος και συνδρομητής του περιοδικού από παλιά ο Τάκης Κατσίρας, αποφάσισε πρόσφατα να ενεργοποιήσει αυτή τη σχέση και να έλθει μαζί μας σε επαφή. Φυσιολάτρης, πατριδολάτρης και με μεγάλες ευαισθησίες για το περιβάλλον και γενικότερα τον πολιτισμό, δεν αρκέστηκε μόνον να μας προσκαλέσει στον τόπο καταγωγής του αλλά μας απέστειλε πολλά και σπουδαία στοιχεία για το σύνολο της περιοχής. Φυσικό περιβάλλον εκπληκτικό και άγνωστο στο ευρύ κοινό, γραφικές πολιτείες, φημισμένα κάστρα, Μανιάτικα χωριά με τους πύργους και την ιστορία τους, μνημεία του Βυζαντίου και της αρχαιότητας, νησάκια με ιστορικό παρελθόν και μοναδικές ιδιαιτερότητες, όλα αυτά και τόσα άλλα συνέρρευσαν στο γραφείο μας και μας δημιούργησαν έναν απρόσμενο αλλά ευχάριστο πονοκέφαλο. Από πού να πρωτοξεκινήσει κανείς! Ήταν ένα υλικό, αληθινός θησαυρός για την ποικιλία των θεμάτων και το εξαιρετικό ενδιαφέρον που παρουσιάζει η Μεσσηνιακή γη, ενδιαφέρον πολυδιάστατο για όλες τις εποχές του χρόνου, όχι μόνον για τον απλό επισκέπτη των θερινών παραλιών αλλά και για τον απαιτητικότερο φυσιολάτρη περιηγητή ή τον ερευνητή της ιστορίας και της παράδοσης.
– Έχω καταστρώσει ένα σχέδιο δράσης, που φιλοδοξεί μέσα σε μια εβδομάδα να αξιοποιήσει κάθε διαθέσιμο δευτερόλεπτο και να σας παρουσιάσει μια ολοκληρωμένη εικόνα από τα σημαντικότερα σημεία ενδιαφέροντος της Μεσσηνιακής γης, μας λέει ο φίλος μας. Προβλέπονται θαλάσσιες μετακινήσεις στα νησάκια της Μεσσηνίας, διαδρομές με το αυτοκίνητο αλλά και πεζοπορίες, επισκέψεις αρχαιολογικών χώρων, γνωριμία με άγνωστα στο ευρύ κοινό φαράγγια, περιδιάβαση στη Μάνη αλλά και σε ιστορικές πολιτείες με τα κάστρα τους, περιήγηση στην ορεινή Μεσσηνιακή χώρα.
Αμέσως μετά αρχίζει να παραθέτει ο Τάκης λεπτομέρειες με διαδρομές, αποστάσεις, ονόματα φημισμένων πόλεων και αρχαιολογικών χώρων, τοποθεσίες εξαιρετικού φυσικού κάλλους, που θα μπορούσαν να κρατήσουν αμείωτο το ενδιαφέρον κάθε περιηγητή και φυσιολάτρη για διάστημα μεγαλύτερο του ενός μηνός.
Μένουμε κατάπληκτοι από τη μεγάλη επιθυμία του φίλου μας να μας κάνει κοινωνούς όλων των θαυμαστών τόπων της Μεσσηνίας αλλά και από την αισιοδοξία του ότι μπορούμε, έστω και τρέχοντας όλη μέρα, να τα προλάβουμε όλα αυτά.
– Είναι συναρπαστικό Τάκη το πλάνο σου. Έχει όμως ένα σοβαρό μειονέκτημα. Ο μόνος ελεύθερος χρόνος που προβλέπει είναι από τα μεσάνυχτα ως τα χαράματα, που, παραδοσιακά, θεωρούνται ώρες ύπνου.
– Θα το τροποποιήσουμε λοιπόν, ώστε να περιλαμβάνει και αρκετά διαλείμματα, απαντάει ο φίλος μας γελώντας. Παρά τις «τροποποιήσεις» του Τάκη όμως οι επόμενες μέρες μας στη Μεσσηνία ήταν μια καταιγιστική εναλλαγή παραστάσεων σε θάλασσες και σε στεριές, φαράγγια και Μανιάτικα χωριά, αρχαιολογικούς χώρους και κάστρα, με πολλά και δύσκολα χιλιόμετρα οδήγησης και αρκετές ώρες πεζοπορίας σε συνθήκες καύσωνα. Ωστόσο υπήρξαν και στιγμές χαλάρωσης με κολύμπι σε εξαίσιες παραλίες, συμμετοχή σε αυθεντικό γλέντι σε παραδοσιακό Μανιάτικο χωριό και ευχάριστες νυχτερινές ώρες συντροφιά με ντόπιο κρασάκι, υπέροχα εδέσματα και ωραίους ανθρώπους της Μεσσηνίας.
ΤΟ ΞΕΝΟΔΟΧΕΙΟ “METHONI BEACH”
Μετά τις πολύωρες περιπλανήσεις μας καταλήγουμε αργά το βράδυ στην πέργκολα του ξενοδοχείου METHONI BEACH. Ο υπαίθριος αυτός χώρος που καλύπτει όλο το νότιο- νοτιοδυτικό τμήμα του ξενοδοχείου είναι επιπλωμένες με εξαιρετική καλαισθησία και γούστο και είναι στεγασμένες μ’ ένα θαυμάσιο ξύλινο σκέπαστρο. Βρίσκεται στην πιο προνομιακή θέση της πόλης αφού 20 μόλις μέτρα μπροστά του εκτείνεται η υπέροχη αμμουδερή παραλία του κόλπου της Μεθώνης με τα ρηχά, πεντακάθαρα και σχεδόν πάντα ήρεμα νερά, τόπος ιδανικός για κολύμπι ακόμα και μικρών παιδιών.
Η θέα βέβαια είναι ανεμπόδιστη σ’ ένα μεγάλο χερσαίο τμήμα της Μεθώνης, σ’ όλο το πανοραμικό τόξο του απέραντου κόλπου της και στα ακύμαντα – συνήθως – νερά του Αιγαίου ως το βάθος του νοτιοανατολικού ορίζοντα. Ένα μίλι απέναντί μας, στον νότιο ορίζοντα, δεσπόζει ο ποικιλόμορφος όγκος της Σαπιέντζας, με τις αλλεπάλληλες κορφές, τις χαραδρώσεις του εδάφους και τους αυχένες της .
Ακόμη πιο μεγαλόπρεπη είναι η εικόνα που αποκαλύπτεται προς τα δυτικά, με κυρίαρχη την παρουσία του φημισμένου κάστρου της Μεθώνης.
Η εκπληκτική οχύρωσή του, που θεωρείται ίσως η καλύτερα διατηρημένη οχύρωση της Μεσογείου, αρχίζει μόλις 30 μέρες δυτικά του ξενοδοχείου.
Ο εντυπωσιακός της όγκος συνεχίζει καθ’ όλο το μήκος της δυτικής ακτής, για να καταλήξει με τον θεαματικότερο τρόπο στην μικρή βραχώδη χερσόνησο. Εκεί, κυκλωμένο στα δυτικά από το Ιόνιο και στα ανατολικά από το Αιγαίο, ορθώνεται με την ανεπανάληπτη επιβλητικότητά του το Μπούρτζι, ο τολμηρός προμαχώνας του Κάστρου προς τη θάλασσα.
Σ’ αυτό τον υπέροχο χώρο μας βρίσκει κάθε πρωΐ το ξεκίνημα της μέρας, με τις πρώτες ακτίνες του ήλιου να χρυσίζουν τη γαλήνια επιφάνεια της θάλασσας. Εδώ ο καφές είναι αληθινή απόλαυση, που ολοκληρώνεται με τον πλούσιο μπουφέ του ξενοδοχείου. Ακόμη πιο δροσερή και απολαυστική είναι η ώρα του δειλινού, όταν ο ήλιος χαμηλώνει πίσω από το Κάστρο. Είναι η ώρα του ρεμβασμού και της απόλυτης γαλήνης, που μας μάγεψε από την πρώτη στιγμή της άφιξής μας στη Μεθώνη. Λίγο αργότερα, καθώς το φως στον κόλπο λιγοστεύει, αρχίζουν ν’ ανάβουν τα φώτα στις παραθαλάσσιες ταβερνούλες, στα μπαράκια, στα σπίτια και στους δρόμους. Μαζί τους ανάβουν και τα κεράκια στα τραπέζια, το ξενοδοχείο METHONI BEACH υποδέχεται τους νυχτερινούς του επισκέπτες με την ποικιλία των κρασιών και των ποτών του και με την έξοχη κουζίνα του, κυρίαρχη θέση στην οποία έχουν οι μακαρονάδες με θαλασσινά και οι γαριδομακαρονάδες.
Κάποιες τέτοιες ώρες, μετά το φόρτο της μέρας, βρίσκουν την ευκαιρία και κάθονται μαζί μας οι οικοδεσπότες μας, η Άρια Πιτσάκη και ο Κώστας Σπηλιόπουλος. Άνθρωποι συμπαθείς και ευγενέστατοι, με υψηλό επίπεδο και εξελιγμένες απόψεις σχετικά με τον ευαίσθητο χώρο του τουρισμού, ανέλαβαν πριν ένα χρόνο τις τύχες του ιστορικού αυτού καταλύματος, που λειτούργησε αρχικά το 1964 ως «Ξενία» Μεθώνης. Ήταν η εποχή που γνώρισε μέρες δόξας και πρόσφερε φιλοξενία στις σημαντικότερες προσωπικότητες που επεσκέπτοντο την περιοχή. Στην συνέχεια το ξενοδοχείο πέρασε στη δικαιοδοσία του Δήμου Μεθώνης και λειτούργησε μέχρι το 1997, οπότε και εγκαταλείφθηκε. Στα χρόνια παρακμής που ακολούθησαν το παραμελημένο οίκημα δεν θύμιζε σε τίποτε το αρχοντικό κατάλυμα του παρελθόντος και κανείς δεν πίστευε ότι μπορούσε να αποκτήσει και πάλι την χαμένη του αίγλη. Οι μοναδικοί ίσως που οραματίζονταν την αναβίωση των παλιών λαμπρών ημερών ήταν ο Κώστας και η Άρια, που, εκτός από την μεγάλη οικονομική επένδυση, κατέθεσαν όλο το γούστο, το μεράκι, το χρόνο και την φροντίδα τους.
Το 2002 το METHONI BEACH, το στολίδι αυτό στο ωραιότερο σημείο της Μεθώνης, ξανάνοιξε τις πύλες του πλήρως εκσυγχρονισμένο και ανακαινισμένο και έκτοτε συνεχίζει να προσφέρει υπηρεσίες υψηλού επιπέδου στα 12 άνετα δωμάτια και την σουΐτα του.
ΓΝΩΡΙΖΟΝΤΑΣ ΤΗ ΜΕΘΩΝΗ
Από τη πρώτη κιόλας στιγμή είναι μεγάλη η πρόκληση να διαβούμε τις θεόρατες πύλες του Κάστρου της Μεθώνης, να βρεθούμε στο αθέατο, από τις πανύψηλες οχυρώσεις, εσωτερικό του και να περιπλανηθούμε στα μονοπάτια της ιστορίας. Προτιμάμε όμως να αναβάλουμε για λίγο αυτή τη στιγμή και να γνωρίσουμε πρώτα τη Μεθώνη. Όπως έγραφε το 1934 η Αθηνά Ταρσούλη στο βιβλίο της «Κάστρα και Πολιτείες του Μοριά», η Μεθώνη ή Μοθώνη πήρε το όνομά της από το μικρό πετρόνησο που στέκει μπρος το λιμάνι της, το σημερινό Μανδράκι, που ο Παυσανίας το ονομάζει «Ο Μόθων λίθος». Ίσως μπορεί να πήρε το όνομά της και από την κόρη του Οινέα, τη Μεθώνη. Όταν οι Αργείοι έδιωξαν από την Αργολίδα τους Ναυπλιώτες, οι Λακεδαιμόνιοι τους παραχώρησαν για κατοίκηση τη Μεθώνη, που ήταν τότε λακωνική πολιτεία.
Στα ρωμαϊκά χρόνια η Μεθώνη είχε μια μεγάλη ποικιλία δικών της νομισμάτων με χαραγμένο τον Ήφαιστο, τον Ασκληπιό, τον Ποσειδώνα, την Αθηνά, την Τύχη, την Αρτέμιδα, καθώς και τους Ρωμαίους Σεπτήμο Σέβηρο, Καρακάλλο και Τραϊανό. Για τη Μεθώνη το περίφημο κρασί πολλές φορές οι κουρσάροι θαλασσομάχοι πέφταν απάνω στις έυφορες ακτές της και τις ερήμωναν, κουβαλώντας ξέχειλες γαλέρες από ασκιά γεμάτα μούστο. Η Μεθώνη γίνεται γνωστότερη μετά το μεσαίωνα, όταν περνούν από το λιμάνι της πολλοί προσκυνητές πηγαίνοντας από τη δύση στους Αγίους Τόπους. Γι’ αυτούς τους ξένους το θαυμαστό κρασί της Μεθώνης ήταν ο μεγαλύτερος πειρασμός. Ένας φραγκόπαπας, ο Φάμπερ, έλεγε χαρακτηριστικά : «Και μόνον η ανάμνηση του μοσχάτου της Μεθώνης με ευφραίνει». Δεν είναι τυχαία λοιπόν η αρχαία ονομασία της «αμπελόεσσα Πήδασος».
Η ομαλή περιοχή που περιβάλλει τη Μεθώνη, καθιστούσε ανέκαθεν εύκολη την πρόσβαση σε κάθε επιδρομέα. Έτσι το 1146 καταστρέφεται από τους Νορμανδούς ενώ αργότερα, κατά την 4η Σταυροφορία του 1204, βρίσκεται υπό την ηγεμονία του Φράγκου Γοδεφρείδου Α! Βιλλαρδουΐνου. Με την Συνθήκη του 1209 ανάμεσα στον Βιλλαρδουΐνο και τους Ενετούς η Μεθώνη – όπως και η Κορώνη – τίθεται υπό την κυριαρχία των Ένετών. Στην μακρόχρονη συμβίωσή της επί 300 χρόνια με τους Ενετούς γνώρισε η Μεθώνη την μεγαλύτερη ακμή της και έγινε σπουδαίος ναυτικός και εμπορικός σταθμός ανάμεσα στη Δύση, την Αίγυπτο και τη Συρία. Εκτός από την σπουδαία οχύρωση της πόλης οι Ενετοί ασκούν διοικητική και νομοθετική εξουσία, ώστε να ρυθμίζουν της κοινωνική και οικονομική ζωή κατά τα συμφέροντα της μητρόπολης.
Η μεγάλη ακμή της Μεθώνης διακόπτεται το 1500 με την κατάληψή της από τους Τούρκους του Βαγιαζήτ Β!, που παραδίδονται σε μεγάλες σφαγές και λεηλασίες, ενώ ένα μικρό μόνον τμήμα του πληθυσμού καταφέρνει να καταφύγει στη Ζάκυνθο. Είναι τόσο μεγάλη η ερήμωση της πόλης που ο Βαγιαζήτ διατάζει να ενισχυθεί ο πληθυσμός με αποίκους από τις τουρκοκρατούμενες πόλεις του Μοριά.
Το 1685 ο Ενετός ναύαρχος Μορολίνι πολιορκεί και καταλαμβάνει τη Μεθώνη και την Κορώνη. Η ανακατάληψη αυτή των δύο πόλεων γιορτάστηκε με πανηγυρικές τελετές στη Βενετία. Στην ουσία όμως πρόκειται για την τελευταία αναλαμπή της Βενετσιάνικης κυριαρχίας. Μετά από 30 χρόνια, δηλαδή το 1715, οι δύο πόλεις ανακαταλαμβάνονται από τους Τούρκους. Στο τέλος της Τουρκοκρατίας, σστις 26 Φεβρουαρίου του 1825, ο Ιμπραήμ πασάς αράζει το στόλο του στο λιμάνι της Μεθώνης και έχει ως κατοικία του το τουρκικό διοικητήριο. Τέλος, και μετά την καταστροφή της τουρκοαιγυπτιακής αρμάδας στο Ναυαρίνο, η Μεθώνη και η Κορώνη απελευθερώνονται το 1828 από τις συμμαχικές δυνάμεις υπό τον στρατηγό Μαιζών.
Συμπερασματικά θα μπορούσαμε να πούμε, ότι η περίοδος ακμής της Μεθώνης διήρκεσε κατά το διάστημα των τριών αιώνων της Ενετοκρατίας. (1209-1500). Όλη η μεταγενέστερη περίοδος που καλύπτει την Α! Τουρκοκρατία (1500-1685), την Β! Ενετοκρατία (1685-1715) και την Β! Τουρκοκρατία (1715-1828), χαρακτηρίζεται από οικονομική και κοινωνική παρακμή και πληθυσμιακή συρρίκνωση.
Μετά την απελευθέρωσή της η Μεθώνη αρχίζει να ανακτά σταδιακά ένα μέρος της οικονομικής της άνθισης με την καλλιέργεια και το εμπόριο λαδιού και σταφίδας. Η πόλη όμως μέσα στο Κάστρο έχει ερειπωθεί οριστικά, σε τέτοιο μάλιστα βαθμό που είναι αδύνατον να εξαχθούν συμπεράσματα για την τυπολογική και μορφολογική διαμόρφωση των σπιτιών και την γενικότερη πολεοδομική συγκρότηση της πόλης. Σ’ αυτή την τέλεια εξαφάνιση των σπιτιών συνέβαλε κυρίως η ευτελής ξύλινη κατασκευή τους, που πιθανότατα χρησιμοποιήθηκε ακόμα και ως καύσιμη ύλη σε δύσκολες εποχές.
Από τον 19ο αιώνα η Μεθώνη αρχίζει να αναπτύσσεται έξω από το Κάστρο, κυρίως στα βόρεια και στα ανατολικά. Η περιδιάβαση στους δρόμους και στα στενά της πόλης είναι πολύ ευχάριστη. Το μεγαλύτερο τμήμα είναι επίπεδο και αναπτύσσεται κατά μήκος των δύο παράλληλων οδικών αρτηριών, που χρησιμοποιούνται ως είσοδος και έξοδος της πόλης. Οι δύο αυτοί κύριοι οδικοί άξονες συνδέονται μεταξύ τους με διαδοχικά κάθετα δρομάκια, άλλα από τα οποία ανηφορίζουν στο άνω τμήμα της πόλης προσδίδοντάς της για γραφική αμφιθεατρικότητα, ενώ άλλα καταλήγουν ως τη θάλασσα. Κυρίαρχο διακοσμητικό στοιχείο των δύο αυτών δρόμων είναι η αφθονία των κόκκινων ιβίσκων, που με το ζωηρό τους χρώμα παρεμβάλλονται ευχάριστα στον πυκνό οικοδομικό ιστό της πόλης. Την ίδια ευχάριστη εικόνα δημιουργούν και οι λουλουδιασμένες αυλές των σπιτιών, με τις μπουκαμβίλιες, τα γιασεμιά, και τα τόσα άλλα λουλούδια , ενώ δεν λείπουν τα μεγάλα δέντρα λεμονιάς αλλά και οι μπανανιές, σε κάποιες από τις οποίες διακρίνονται ήδη αρκετές μικρές μπανάνες.
Κατά μήκος των δύο βασικών δρόμων είναι συγκεντρωμένο και το εμπορικό κέντρο με το σύνολο σχεδόν των καταστρωμάτων αλλά και με πολλά μπαράκια, καφενεία και ταβερνάκια, κάποια από τα οποία είναι ιδιαίτερα γραφικά. Πολλές γραφικές και αξιόλογες ταβερνούλες συναντάμε επίσης στους δρόμους που οδηγούν προς τη θάλασσα, καθώς και κατά μήκος της ακτής. Εκτός από την ξενοδοχειακή μονάδα METHONI BEACH, που κυριαρχεί με το επιβλητικό οικοδόμημα και την περίοπτη θέση της, υπάρχουν διάσπαρτα σε διάφορα σημεία του οικισμού πολλά μικρά και μεσαία καταλύματα, που διαμορφώνουν μια αξιόλογη τουριστική υποδομή.
Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει η παρατήρηση των αρχιτεκτονικών χαρακτηριστικών των οικιών της πόλης. Κατ’ αρχήν η πυκνότερη δόμηση παρατηρείται κατά μήκος των δύο βασικών δρόμων που διασχίζουν τη Μεθώνη. Εντύπωση προκαλούν οι διαστάσεις των σπιτιών που είναι κτισμένα συνεχόμενα. Ανήκουν κατά κανόνα στον τύπο των διώροφων αρχοντικών – αστικών, με ορθογώνια κάτοψη, συνήθως στενομέτωπα προς την πλευρά του δρόμου, απ’ όπου και γίνεται κατευθείαν η κύρια πρόσβαση. Η αυλή βρίσκεται στο πλάϊ ή στο πίσω μέρος του σπιτιού, απ’ όπου κυρίως γίνεται και η πρόσβαση στον όροφο με εξωτερική σκάλα.
Στον όροφο η σάλα καταλαμβάνει όλη την κύρια όψη του σπιτιού και αποτελεί τον μεγαλύτερο και σπουδαιότερο χώρο, που προεκτείνεται σε συμμετρικά τοποθετημένο στην όψη. Αυτά τα μπαλκόνια είναι το χαρακτηριστικότερο μορφολογικό στοιχείο σε όλα τα αρχοντικά – αστικά σπίτια της Μεθώνης. Είναι ιδιαίτερα προσεγμένα στην κατασκευή τους, ξύλινα συνήθως, με πλάτος το πολύ ένα μέτρο και έχουν ως στηρίγματα καμπύλα μεταλλικά φουρούσια που τοποθετούνται ανά 60 έως 80 εκατοστά.
Τα βασικά υλικά που χρησιμοποιούνται στην κατασκευή αυτών των σπιτιών είναι η πέτρα και το ξύλο και κατά δεύτερο λόγο το σίδερο. Τα εσωτερικά χωρίσματα αποτελούνται από τσατμά, ξύλινο δηλαδή σκελετό με γέμισμα από καλάμια και κονίαμα. Οι στέγες, δίρριχτες ή τετράρριχτες, είναι καλυμμένες με κεραμίδια, ενώ οι ακροκέραμοι στα τέσσερα άκρα της σκεπής τοποθετούνται με κλίση 45Ο περίπου προς τα άνω σχηματίζονται τις ιδιόμορφες αυτές απολήξεις, πολύ χαρακτηριστικές στην ευρύτερη περιοχή.
Εκτός από τα αρχοντικά – αστικά ο δεύτερος τύπος σπιτιών της Μεθώνης είναι τα λαϊκά, που συναντώνται κατά κανόνα έξω από το κεντρικό πυρήνα του οικισμού και δημιουργούν τις γραφικές γειτονιές με τα στενά ανηφορικά δρομάκια, ιδιαίτερα στο άνω τμήμα της πόλης. Δεν έχουν τα μεγέθη και την πλούσια κατασκευή των αρχοντικών – αστικών αλλά διακρίνονται για τις ανθρώπινες διαστάσεις, το χαμηλό κατά κανόνα ύψος, τους εξωτερικούς χρωματισμούς και τις αυλές τους, από όπου κυρίως εξασφαλίζεται η πρόσβαση στο εσωτερικό.
Συμπερασματικά για τον οικισμό της Μεθώνης θα μπορούσαμε να πούμε, ότι παρά την προσπάθεια απομίμησης των βενετσιάνικων προτύπων, η τοπική οικιστική παράδοση και οι λαϊκοί μαστόροι έδωσαν ένα τελείως διαφορετικό αισθητικό αποτέλεσμα., που δημιούργησε ένα ιδιαίτερο ύφος στην τοπική αρχιτεκτονική.
ΣΤΟ ΚΑΣΤΡΟ ΤΗΣ ΜΕΘΩΝΗΣ
Έρχεται η στιγμή να γνωρίσουμε το θρυλικό Κάστρο της Μεθώνης, να διαβούμε τη μεγάλη λίθινη γέφυρα με τις δεκατέσσερις καμάρες και ν’ αντικρίσουμε πάνω απ’ τα κεφάλια μας με δέος την μεγαλόπρεπη βορινή κύρια είσοδο. Μεσημέρι γίνεται η πρώτη μας επίσκεψη, κάτω από έναν ήλιο σκληρό και ανελέητο. Στον απέραντο εσωτερικό χέρσο χώρο σπανίζουν οι σκιές, τις αναζητούμε δίπλα στους θολωτούς όγκους των τούρκικων χαμάμ και στην Αγιά Σωτήρα, τον παλιό βενετσιάνικο καθεδρικό ναό του Αγίου Ιωάννη του Θεολόγου.
Νωρίς το πρωί είναι η δεύτερη επίσκεψη και κοντά στο ηλιοβασίλεμα η τρίτη. Αλλάζουν οι φωτοσκιάσεις, μεταβάλλονται τα χρώματα, αποκτούν άλλη υπόσταση οι όγκοι. Η εντύπωση ωστόσο παραμένει πάντα η ίδια: θαυμασμός για την μεγαλοπρέπεια και αρτιότητα της βενετσιάνικης οχυρωματικής τέχνης, ανάμεικτος όμως με θλίψη για τα ερείπια που απέμειναν μετά τη φθορά των ανθρώπων και του χρόνου. Και δεν μπορώ να μην θυμηθώ τους στοχασμούς της Αθηνάς Ταρσούλη όταν, στις αρχές της δεκαετίας του ’30 αντίκρυσε, σιωπηλό μέσα στην ερήμωσή του, το Κάστρο της Μεθώνης :
«Πάντα με λύπη βλέπω να γκρεμίζονται τα κάστρα. Πολλοί πονούν στο χαλασμό τους· μα είναι κι άλλοι που τα βλέπουν σα μάρτυρες της μακραίωνης δουλείας μας σε ξένους αφεντάδες και χαίρονται στο ξέφτισμά τους, σαν να ήταν να σβηστούν μ’ αυτό από την Ιστορία τα όσα γράφτηκαν, για όσα έγιναν και όσα δεν ξεγίνονται. Κι όμως αυτά φαντάζουνε όπως παραμυθιών παλάτια, μες από τις άγραφες κηλίδες που μιλούνε κι ίδια σεβάσμια ερείπια πούπρεπε με συμπάθεια να φροντίζουμε, όπως θάκανε ένας πολιτισμένος νικητής στον νικημένο του εχθρό. Τι κι αν ήταν κάποτε κι αυτός κύριος στην ξένη γη; Κάθε μέρα τώρα, πεθαίνοντας, διηγάται λησμονημένες δόξες του, που με τους αιώνες πέρασαν στις σφαίρες των παραμυθιών. Κι όσο μακραίνουν οι καιροί, τόσο πιο όμορφα τα παραμύθια γίνονται.