Η πρόσκληση του Δημήτρη Πάλλη μας βρίσκει κυκλωμένους απ’ τα χιόνια του Φλεβάρη. “Σας περιμένω για ένα χειμωνιάτικο τριήμερο στα Μέθανα”.
Άρχισα ν’ ανακαλώ τις τελευταίες μνήμες και εικόνες απ’ τα Μέθανα. Ήταν όλες καλοκαιρινές και ηλιόλουστες: η γαλάζια απεραντοσύνη των κόλπων του Σαρωνικού και της Επιδαύρου με τα κότερα και τα σκάφη αναψυχής. Τα γραφικά τραπεζάκια των ταβερνείων και των ουζερί πλάι στο κύμα. Οι ανέμελοι επισκέπτες που λιάζονταν στις καφετερίες του λιμανιού. Ο περίπλους στις δυτικές και βόρειες ακτές της Χερσονήσου. Οι νυχτερινές ώρες κάτω από τον έναστρο ουρανό στον αύλειο χώρο του Ξενώνα “ΑΡΣΙΝΟΗ”. Αναρωτιόμουν λοιπόν ποιες απ’ αυτές τις αξέχαστες στιγμές θα μπορούσα να ζήσω το χειμώνα.
– Μάλλον καμιά, μου λέει ο Πάλλης. Θα δεις, ωστόσο, πως και στα Μέθανα ειν’ ο χειμώνας όμορφος και μάλιστα διαφορετικός σε σχέση με τη Βόρεια Ελλάδα.
Η πρόσκληση του Δημήτρη Πάλλη ήταν σαφής: «σας περιμένω για ένα χειμωνιάτικο τριήμερο στα Μέθανα».
Άρχισα ν’ ανακαλώ τις τελευταίες μνήμες και εικόνες απ’ τα Μέθανα. Ήταν όλες καλοκαιρινές και ηλιόλουστες: η γαλάζια απεραντοσύνη των κόλπων του Σαρωνικού και της Επιδαύρου με τα κότερα και τα σκάφη αναψυχής. Τα γραφικά τραπεζάκια των ταβερνείων και των ουζερί πλάι στο κύμα. Οι ανέμελοι επισκέπτες που λιάζονταν στις καφετέριες του λιμανιού. Ο ιδρώτας από τις –σύντομες έστω- πεζοπορικές διαδρομές με τη συντροφιά του Σταύρου Κούβαρη.
Κορυφαίες καλοκαιρινές στιγμές ήταν ακόμα και ο περίπλους στις δυτικές και βόρειες ακτές της Χερσονήσου, στο νοτισμένο από την αλμύρα των κυμάτων ερημοκκλήσι της Κρασοπαναγιάς, στα άγρια και θαλασσοδαρμένα παράλια με τους καστανοκόκκινους όγκους της λάβας του Ηφαιστείου. Και βέβαια ήταν αδύνατον να φύγουν απ’ τη μνήμη μου οι νυχτερινές ώρες νιρβάνας και χαλάρωσης κάτω από τον απαράμιλλο έναστρο ουρανό στον αύλειο χώρο του Ξενώνα «ΑΡΣΙΝΟΗ». Αναρωτιόμουν λοιπόν πόσες και ποιες ειν’ αυτές τις αξέχαστες στιγμές θα μπορούσα να ζήσω το χειμώνα.
– Μάλλον καμιά, μου λέει ο Δημήτρης Πάλλης. Θα δεις, ωστόσο, πως και στα Μέθανα ειν’ ο χειμώνας όμορφος και μάλιστα πολύ διαφορετικός σε σχέση με τη Βόρεια Ελλάδα.
Η πρόσκληση του Πάλλη μας βρίσκει κυκλωμένους απ’ τα χιόνια του Φλεβάρη. Την πρώτη μέρα οι μυριάδες νιφάδες μας παρασέρνουν στον τρελό στροβιλισμό τους, σ’ αυτόν τον γοητευτικό κατάλευκο χορό, που μας γεμίζει ευτυχία. Ύστερα, όπως πάντα, αρχίζουν τα προβλήματα. Κρύο, πάγος στους δρόμους, κινήσεις δυσχερείς. Όλο και πιο συχνά σκέφτομαι τα Μέθανα, «τη γη της λεμονιάς, της ελιάς». Πως νάναι άραγε εκεί; Αποφασίζουμε να το μάθουμε.
ΑΠΟ ΤΟΝ ΠΑΓΩΜΕΝΟ ΒΟΡΑ ΣΤΗΝ ΕΥΚΡΑΤΗ ΖΩΝΗ ΤΟΥ ΝΟΤΟΥ
Χιονισμένη Θεσσαλονίκη, αχανείς λευκές εκτάσεις στις πεδιάδες του Αξιού και της Κατερίνης, Όλυμπος και Κίσσαβος γέροντες κατάλευκοι, με κυρτούς τους ώμους από αμέτρητους τόνους χιονιού. Όλα τα διάσημα ορεινά συγκροτήματα στο διάβα μας μας υποδέχονται με το επίσημο χειμερινό τους ένδυμα, χωρίς να εξαιρούνται και οι πιο ταπεινές λοφοπλαγιές. Κοντά στην Αθήνα αποκαλύπτεται η γη μουσκεμένη, αυθεντική, με τις ατέλειες και τις ρυτίδες της, χωρίς την πρόσκαιρη γοητεία του χειμώνα.
Κάπου εκεί, στο ύψος της πρώην «Κακιάς Σκάλας» που μετά από τόσα χρόνια καλοσύνεψε, προβάλλει στο βάθος απ’ τα νερά του Σαρωνικού, ένας όγκος μακρύς και τόσο γνώριμος: η Χερσόνησος των Μεθάνων. Σε αντίθεση με τόσα άλλα βουνά καμιά λευκή πινελιά δεν διασπά την σκουρόχρωμη επιφάνεια του όγκου. Σαν να θέλησε ν’ αποφύγει τη λάβα του ηφαιστείου ο χιονιάς. Μόνο βουνό στην περιοχή, που διατηρεί ακόμα μια αχνή, λευκή ανάμνηση είναι το απότομο Ορθολίθι, αντίκρυ από τα Μέθανα.
Ο ήλιος χαμηλώνει, ξεκινάει το δειλινό απαλό και χρυσοκόκκινο, γλυκαίνουν τα χρώματα της λάβας. Η θέρμανση δεν χρειάζεται πια στο αυτοκίνητο. Ανοίγει δειλά ένα παράθυρο. Περνάει μέσα μια δροσερή πνοή καλοδεχούμενη. Βρισκόμαστε στα Μέθανα.
– Μέσα σε λίγες ώρες, νιώθω σαν νάμαι σε άλλο τόπο, μου λέει ο γιος μου Δημήτρης.
Δεν έχει άδικο. Το πρωί στην αναχώρησή μας ο συσσωρευμένος πάγος γύρω από τους υαλοκαθαριστήρες κράτησε ως την Κατερίνη. Εδώ, στη χώρα των Μεθάνων, μας καλωσορίζει η Άνοιξη, «τραπεζάκια έξω», αγριολούλουδα και χλόη, ανθισμένες μυγδαλιές. Εξίσου ανεπηρέαστη από τον «ημερολογιακό χειμώνα» και με κλαδιά γεμάτα από καρπό, δείχνει και η εντυπωσιακή λεμονιά στον αύλειο χώρο του ξενώνα. Εδώ στο Μεγαλοχώρι όμως το κλίμα είναι λίγο διαφορετικό από τα Μέθανα. Μας χτυπάει ένα ψυχρό αεράκι που έρχεται από το Ορθολίθι και την κορυφογραμμή στα δυτικά. Σχεδόν αμέσως τραβάει την προσοχή μου στην Αρσινόη κάτι που δεν υπήρχε την προηγούμενη φορά. Είναι ο καπνός μιας καμινάδας, που εξέχει πάνω από τα κεραμίδια της αίθουσας εστίασης. Έτσι όπως στροβιλίζεται ο καπνός στον ουρανό, μας υπενθυμίζει ότι ακόμα και στα Μέθανα, ο χειμώνας δεν έχει αποχωρίζει οριστικά.
Πετυχαίνουμε τον Δημήτρη Πάλλη τη στιγμή που συδαυλίζει τα κάρβουνα και προσθέτει στο νεότευκτο τζάκι του μερικά ξερόξυλα ελιάς. Ήταν μια καλοκαιρινή του επιθυμία αυτό το τζάκι, μια απαραίτητη προσθήκη στον ξενώνα, που τώρα τον χειμώνα την πραγματοποίησε.
-Είναι μεγάλη χαρά ν’ ανασκαλεύεις τα ξύλα στη φωτιά, μου λέει καθώς αγκαλιαζόμαστε. Φέρνει στο νου μνήμες από το παρελθόν, την παιδική ηλικία, το χωριό και τους παππούδες, τότε που η αναμμένη εστία ήταν το κέντρο του σπιτιού.
Καθώς πέφτει η νύχτα στην ΑΡΣΙΝΟΗ, καταφθάνουν ένασ-ένας οι φίλοι, που μας συνδέουν μαζί τους τόσες αναμνήσεις. Και πρώτα-πρώτα ο αγαπητότατός μου Σταύρος Κούβαρης με τη γυναίκα του Σοφία. Είναι ο άνθρωπος, που ένα χρόνο πριν μας παρακίνησε πιεστικά ναρθούμε και να γνωρίσουμε τον τόπο των Μεθάνων και μετά, άφησε για μια εβδομάδα τη δουλειά του και έτρεχε μαζί μας απ’ το πρωί ως το βράδυ σε όλη τη Χερσόνησο. Είναι ακόμη ένα ζευγάρι Αθηναίων, δύο άνθρωποι εξαιρετικοί και ιδεολόγοι ταξιδευτές, «θεσμικοί» αναγνώστες του περιοδικού από το πρώτο τεύχος. Δεν θα μπορούσε να λείπει ο Δημήτρης ο Βρανάς, ο φωτογράφος με την ιδιόρρυθμη ματιά και τον δικό του τρόπο να καδράρει τις εικόνες. Καταφθάνει από τον Πειραιά με το τελευταίο πλοίο της γραμμής, πάντα οπλισμένος με το αιώνιο κέφι του, που μεταδίδεται αστραπιαία σ’ όλη την παρέα. Κάποια στιγμή εμφανίζεται ο καλός μας φίλος Θοδωρής Ιωάννου, με το θαυμάσιο ταβερνάκι στην Καμμένη Χώρα, το «Οινοθεραπευτήριο ΗΦΑΙΣΤΕΙΟ».
-Αύριο είστε δικοί μου καλεσμένοι. Θέλω να συμμετάσχετε στη χαρά μας για το νεογέννητο τρίτο μας παιδί, που εδώ και 18 ημέρες είναι ο 24ος μόνιμος κάτοικος της Καμμένης Χώρας και της Χερσονήσου των Μεθάνων.
Ρίχνω ολόγυρα μου μια ματιά. Παντού πρόσωπα γνώριμα, φιλικά, με μόνιμο χαμόγελο. Ο Πάλλης είναι αφοσιωμένος στο τζάκι εδώ και ώρα. Το έχει μετατρέψει σε μια μεγάλη ψησταριά, που τροφοδοτεί με θαυμάσια ντόπια κρέατα τους φίλους του. Ακούραστους βοηθούς έχει τους τρεις γιους του, τον Μιχάλη, τον Στέλιο και τον Γιώργο. Όρθιος ο Βρανάς αγορεύει, σκορπάει, γύρω του γέλιο αστείρευτο. Διακοσμημένη λιτά αλλά με εξαιρετικό γούστο, η αίθουσα της Αρσινόης ζει στιγμές υπέρτατης ευδαιμονίας.
Κάποια στιγμή, μετά τα μεσάνυχτα, βγαίνω για λίγο στην αυλή. Ψύχρα, χειμώνας. Ο αέρας σφυρίζει, τα κλαδιά του μεγάλου πεύκου σείονται δυνατά. Τα τραπεζάκια, ωστόσο, με τις καρέκλες περιμένουν. Απέναντι στο Ορθολίθι και στον κόλπο της Επιδαύρου. Κάτω από τον ξάστερο ουρανό. Για να θυμίζουν με την παρουσία τους, πως, όπου νάναι ο χειμώνας τελειώνει.
Η ΕΞΕΡΕΥΝΗΣΗ ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ
Μεγάλη ήταν η μέρα, με πολλές εναλλαγές αρκετή κούραση αλλά και υπέροχη κατάληξη ανάμεσα σε φίλους. Πίστευα ότι η αργοπορημένη ώρα που πήγαμε για ύπνο, σε συνδυασμό με το κρασάκι, θα μας κρατούσαν δέσμιους στο κρεβάτι ως αργά. Οπωσδήποτε δεν είχα το άγχος της αφύπνισης, υποτίθεται ότι βρισκόμουν στα Μέθανα για ένα τριήμερο χαλάρωσης. (Δεν ήξερα βέβαια τη στιγμή εκείνη, ότι δεν είχα δει τα πάντα από τα Μέθανα).
Το βιολογικό μου όμως ρολόι αντέδρασε για άλλη μια φορά όπως το συνηθίζει τα τελευταία χρόνια. Με σήκωσε από τα χαράματα με ελάχιστες ώρες ύπνο. Σ’ αυτό πιθανότατα συνετέλεσε και το ελαφρότατο κλίμα του Μεγαλοχωρίου ή ίσως και η ενεργειακή επίδραση του Ηφαιστείου των Μεθάνων!
Εγκαταλείπω λοιπόν τη θαλπωρή του δωματίου και βγαίνω στην αυλή, φυσικά ολομόναχος. Οι μόνοι μου σύντροφοι, φτερωτοί και καλλικέλαδοι, είναι τα δεκάδες μικροπούλια που τιτιβίζουν ασταμάτητα ανάμεσα στα πεύκα, κάνοντας το ξεκίνημα της μέρας ακόμη πιο χαρμόσυνο. Λίγο πριν βγει ο ήλιος, η μέρα εξακολουθεί να είναι ψυχρή, ωστόσο σε τίποτε δεν θυμίζει τα παγωμένα χαράματα στη Βόρεια Ελλάδα.
Στην κουζίνα της ΑΡΣΙΝΟΗΣ υπάρχουν τα πάντα. Ετοιμάζω τον καφέ μου και τον απολαμβάνω με τη συναυλία των πουλιών στο υπαίθριο τραπεζάκι, κάτω ακριβώς από το μεγάλο πεύκο. Αν εξαιρέσουμε το βαρύτερο ντύσιμο, νιώθω σαν να ζω στιγμές του περασμένου καλοκαιριού.
Ο κόλπος της Επιδαύρου, πανέμορφος και γαλήνιος, αλλάζει σταδιακά το χρώμα των νερών του. Απέναντι, το σκοτεινό – ως πριν λίγη ώρα – Ορθολίθι φωτίζεται, αναδεικνύει την αχνή λευκή επίστρωση από τα χιόνια που του έχουν απομείνει.
Ο ήλιος ανεβαίνει, στέλνει το φως του στα κατακίτρινα λεμόνια κι ύστερα στις προσόψεις όλων των δωματίων του ξενώνα.
Ένας – ένας οι ένοικοι ξυπνούν, ο τόπος ζωντανεύει. Πολύ χαίρομαι που είμαι ανέμελος σαν κι αυτούς, που πίνω ήρεμα τον δεύτερο καφέ μου, χωρίς κάθε στιγμή να κοιτάζω το ρολόι για να προλάβω κάποια συγκεκριμένη αποστολή. Ωστόσο οι φίλοι μου έχουν άλλα σχέδια. Πρώτα με πλησιάζει ο Σταύρος Κούβαρης, διακριτικά και εμπιστευτικά.
-Σέβομαι βέβαια τις μίνι διακοπές σου, θα ήθελα όμως να σου δείξω κάτι που ανακάλυψα τώρα τελευταία και πιθανολογώ πως θα σ’ ενδιαφέρει.
Αμέσως μετά έρχεται ο Δημήτρης Πάλλης.
-Έχω μιλήσει με τους μπαρμπάδες μου στην Κουνουπίτσα και στην Πάνω Μούσκα. Αύριο το πρωί μας περιμένουν. Είναι και μια ευκαιρία να επισκεφτείς τα άλλα δύο ξωκκλήσια της περιοχής, που δεν είχες προλάβει ν’ ανακαλύψεις την προηγούμενη φορά.
-Και φυσικά να επανορθώσω μια ανακρίβεια στο άρθρο των Μεθάνων, του απαντάω, όταν, από εσφαλμένη πληροφόρηση, είχα ονομάσει το εξωκκλήσι του Αγίου Δημητρίου, ως Αγίου Κωνσταντίνου.
Να λοιπόν, που ακόμα και στις «διακοπές», είναι αδύνατον ν’ απαλλαγώ από το σημειωματάριο και την φωτογραφική μου μηχανή.
Διασχίζουμε τον ορεινό όγκο της Χερσονήσου των Μεθάνων με βόρεια κατεύθυνση σ’ αυτή την υπέροχου φυσικού κάλλους και τόσο γνώριμή μας διαδρομή. Το τοπίο, σε σχέση με το καλοκαίρι, παραμένει αναλλοίωτο αφού η κύρια βλάστηση, τα πουρνάρια και τα πεύκα, δεν επηρεάζεται από τη διαδοχή των εποχών. Μόνον τα κλήματα έχουν χάσει τα φυλλώματά τους κι έτσι τα αμπελάκια μοιάζουν με ταπεινά κομμάτια γης, φυτεμένα με ξερόκλαδα. Το έδαφος αντίθετα είναι καλυμμένο με παχύ στρώμα χλόης και κίτρινα – κυρίως – αγριολούλουδα σε μεγάλους αριθμούς.
Μετά τις ανηφοριές φτάνουμε στα θεαματικά οροπέδια, που καθένα τους φιλοξενεί στο κατώτερο σημείο κι από έναν εκτεταμένο κρατήρα ηφαιστείου. Αυτοί βέβαια οι κρατήρες των Μεθάνων δεν είναι τόσο διακριτοί ούτε διαθέτουν το χαρακτηριστικό κυκλικό σχήμα των κρατήρων της Νισύρου. Μοιάζουν περισσότερο με βαθιές κοιλάδες, άλλοτε ελαφρά καμπυλόσχημες και άλλοτε επιμήκεις, που τα πρανή τους καλύπτονται από ποικίλη βλάστηση και αναβαθμίδες με πεζούλες ή από τραχείς όγκους λάβας με χρώμα καφεκόκκινο.
Στη θέση «Μακρύλογγος», έναν μακρόστενο κρατήρα από τους μεγαλύτερους και αρχαιότερους, σταματάμε. Μερικές δεκάδες μέτρα έξω από το δρόμο βρίσκεται μια στέρνα συλλογής βρόχινου νερού. Το χαρακτηριστικό της στόμιο από λαξευτό λίθο είναι παρόμοιο με τα στόμια που τόσες φορές μας έχουν εντυπωσιάσει στις στέρνες των Μεθάνων. Δίπλα ακριβώς στο στόμιο ορθώνεται μια λίθινη κολώνα, άψογου κυλινδρικού σχήματος και ύψους 70 περίπου εκατοστών. Η ηλικία της είναι απροσδιόριστη, οπωσδήποτε όμως δεν είναι σύγχρονη. Κι ενώ αναρωτιέμαι ποιος και γιατί την κατασκεύασε ή την απόθεσε σ’ αυτή την ερημιά, ο Σταύρος μου δείχνει με το χέρι τα υπολείμματα ενός κτίσματος, 50 περίπου μέτρα παραπέρα. Από μακρυά δεν είναι κάτι εντυπωσιακό. Καθώς πλησιάζουμε όμως το κτίσμα μας αποκαλύπτει τις ιδιαιτερότητές του, που οπωσδήποτε το διαφοροποιούν από οποιαδήποτε ερειπωμένη αγροτική κατασκευή. Και πρώτα – πρώτα η τοιχοποιία του. Είναι κατασκευασμένη από λαξευτούς – ως επί το πλείστον – λίθους μεγάλων διαστάσεων, που διαφέρουν σημαντικά από τους αντίστοιχους λίθους που χρησιμοποιούνται για τις πεζούλες ή τις παλιές αγροτικές κατοικίες στην ύπαιθρο των Μεθάνων. Στην είσοδο – ιδιαίτερα – του κτίσματος οι λίθοι είναι μεγαλύτεροι. Η τοιχοποιία έχει υποστεί μεγάλη φθορά, το ύψος της δεν ξεπερνάει το ενάμισυ μέτρο. Είναι φανερό, ότι πολλοί από τους λίθους έχουν αφαιρεθεί και χρησιμοποιηθεί μεταγενέστερα σε παρακείμενες κατασκευές.
Το σχήμα του κτίσματος είναι ελαφρά επίμηκες και παραπέμπει σε μονόχωρο δωμάτιο. Με μια όμως προσεκτικότερη ματιά το ταπεινό ερείπιο αποκτά μια αδιαμφισβήτητη ταυτότητα. Ο τοίχος του στην κατεύθυνση της Ανατολής είναι καμπύλος και εξέχει από το παραλληλόγραμμο. Αυτό το χαρακτηριστικό μόνον ένα πράγμα μπορεί να σημαίνει. Την ύπαρξη στο σημείο εκείνο του Ιερού, όπως ακριβώς συμβαίνει σε κάθε ναό της Ορθοδοξίας, ανεξάρτητα αν είναι μεγάλος ή μικρός, αστικός ή ερημοκλήσι. Στο κέντρο του ναΐσκου και κοντά στο Ιερό, κείτεται στο έδαφος ένα μεγάλο κομμάτι κολώνας, όμοιας κατασκευής και σύστασης με την κολώνα πλάι στη στέρνα. Μέσα και γύρω από τον ναΐσκο το έδαφος είναι κατάσπαρτο με κεραμικά όστρακα, τμήματα από χερούλια αγγείων, κομμάτια με μεγάλο πάχος, προφανώς από την κεραμοσκεπή.
-Το μόνο που δεν μπορώ να προσδιορίσω με βεβαιότητα είναι η ηλικία του ναΐσκου, λέει ο Σταύρος. Πιθανολογώ όμως, πως μπορεί να είναι πρωτοβυζαντινός.
Σε υψόμετρο 600 περίπου μέτρων, ο τόπος γύρω είναι υπέροχος, κατάφυτος με κουμαριές, πεύκα και πουρνάρια και πλαγιές με όγκους λάβας. Θα μπορούσαμε να μείνουμε πολλή ώρα, απλά ρεμβάζοντας και παρατηρώντας τα ερείπια. Στην Καμμένη Χώρα όμως, στο «Οινοθεραπευτήριο ΗΦΑΙΣΤΕΙΟ», ο Θοδωρής Ιωάννου με τη γυναίκα του την Ντόρτε και όλη την παρέα γιορτάζουν τη γέννηση της κόρης τους. Καθώς αποχωρούμε από τον αινιγματικό ναΐσκο, ο Σταύρος που προπορεύεται, σταματάει ξαφνικά και σκύβει στο έδαφος. Αμέσως μετά μου κάνει νόημα να πλησιάσω.
-Να λοιπόν, που, να και ήρθα εδώ άλλες δύο φορές, εξακολουθώ να ανακαλύπτω πράγματα στον τόπο, μου λέει και μου δείχνει έναν λαξευτό ογκόλιθο, προφανώς αποσπασμένο απ’ τον ναΐσκο, που αποτελεί τμήμα ενός πεζουλιού. Στην επάνω επιφάνεια του λίθου διακρίνεται ένα χάραγμα, βαθύ και εμφανέστατο.
Το σχήμα του δεν αφήνει καμμιά αμφιβολία. Οι αδρές γραμμές – πολύ λιτές είν’ η αλήθεια – απεικονίζουν ένα ψάρι. Είναι ο πασίγνωστος Ι.Χ.Θ.Υ.Σ., δτο περίφημο χριστιανικό σύμβολο με την αλληγορική του σημασία (Ιησούς Χριστός Θεού Υιός Σωτήρ). Μένουμε κατάπληκτοι μ’ αυτό το εύρημα, που μόνον από τύχη ή με μεγάλη παρατηρητικότητα θα μπορούσε να εντοπίσει κανείς, ανάμεσα στις εκατοντάδες αδιάφορες πέτρες που είναι κατάσπαρτες στον τόπο.
-Κάποτε πρέπει να το δει κάποιος ειδικότερος από μας, λέω στον Σταύρο.
Συνεχίζουμε τη διαδρομή μας ενθουσιασμένοι – και γιατί όχι; – συγκινημένοι μ’ αυτή τη μικρή μας ανακάλυψη. Σε κάποια ανήλιαγα σημεία, κάτω από τα πεύκα, διατηρούνται ακόμη ίχνη από την πρόσφατη χιονόπτωση, που επισκέφτηκε – έστω για λίγο – τα ορεινότερα τμήματα της Χερσονήσου των Μεθάνων. Κατηφορίζουμε προς την «Στέρνα του Γαμπρού», αυτόν τον παλιό, εγκαταλελειμμένο οικισμό με την ομοιόμορφη κατασκευή των ερειπωμένων του σπιτιών από ηφαιστειακή πέτρα, καφεκόκκινη. Καθώς παρατηρώ τα υπολείμματα της τοιχοποιίας των σπιτιών και το θαυμάσιο τοπίο, σκέφτομαι για άλλη μια φορά, πως με μια συνολική ανάπλαση και αξιοποίηση θα μπορούσαν να μετατραπούν τα ερείπια σ’ ένα θέρετρο ορεινό παραδοσιακό, έναν προορισμό ανεπανάληπτο. Τα μόνα στοιχεία του τόπου που διατηρούνται σε πολύ καλή κατάσταση, είναι το λευκοχρισμένο εκκλησάκι της Αγίας Σωτήρας και δυο θαυμάσια αλώνια, που το ένα είναι πλακόστρωτο, ενώ το άλλο καλυμμένο με γρασίδι.
Αρκετά αργοπορημένοι φτάνουμε στα λημέρια του Θοδωρή. Κόσμος πολύς, πελάτες και φίλοι. Πίνουμε όλοι στην υγειά του νεογέννητου, που αυξάνει τον πληθυσμό της Καμμένης Χώρας. Παρόντες είναι και οι γονείς της Ντόρτε, που έχουν έρθει από τη Δανία για να γιορτάσουν το τρίτο τους εγγονάκι, με πυκνά μαύρα μαλλιά αυτό, σε αντίθεση με τα δύο κατάξανθα προηγούμενα.
Οι ωραίες όμως στιγμές στα Μέθανα συνεχίζονται ως αργά. Μερικές ώρες μετά η φιλόξενη αίθουσα της ΑΡΣΙΝΟΗΣ γεμίζει και πάλι από κόσμο, το τζάκι καίει στη γωνιά. Κάποια στιγμή σταματάει η μουσική, ο Γιώργος Φλαμπούρης βγάζει από τη θήκη την κιθάρα και όλοι σιγοτραγουδούν μαζί του τραγούδια γνωστά και αγαπημένα.
ΣΤΗΝ ΚΟΥΝΟΥΠΙΤΣΑ ΚΑΙ ΣΤΗΝ ΠΑΝΩ ΜΟΥΣΚΑ.
Ευτυχώς που τα ραντεβού μας με τους μπαρμπάδες του Πάλλη δεν ήταν από εκείνα που χαρακτηρίζονται «επαγγελματικά», που προϋποθέτουν δηλαδή αυξημένη ακρίβεια. Αλλιώς θα δημιουργούσαμε κάκιστη εντύπωση για την ασυνέπειά μας. Το πρακτικό αποτέλεσμα βέβαια ήταν, ότι φτάνοντας στην Κουνουπίτσα είχε περάσει προ πολλού η ώρα του καφέ. Έτσι ο μπάρμπα-Γιώργης ο Τζαβέλλας μας υποδέχεται με κεφαλοτύρι και ρετσίνα.
-Εμείς στο χωριό μας την ώρα αυτή πίνουμε κρασάκι.
Δεν του χαλάμε το χατίρι. Τσουγκρίζουμε μαζί του και δοκιμάζουμε το εξαιρετικό κεφαλοτύρι των Μεθάνων. Πρόεδρος της Κοινότητας από το 1953 ως το 1978 ο μπάρμπα-Γιώργης, στα 93 του σήμερα, εξακολουθεί ν’ απασχολείται.
Τον αποχαιρετάμε και βγαίνουμε στην Κουνουπίτσα για ένα μικρό περίπατο.
Ήλιος και ζέστη ανοιξιάτικη, γλυκό αεράκι θαλασσινό. Το όμορφο χωριό, που εξακολουθεί να διατηρεί τον παραδοσιακό του χαρακτήρα, γίνεται τις μέρες αυτές ακόμη ωραιότερο. Οι αλλαγές είναι ήδη ορατές από την πλατεία. Το τσιμέντο που την κάλυπτε το καλοκαίρι – υλικό τόσο άχαρο και τόσο ξένο προς την παράδοση του τόπου – έχει οριστικά ξηλωθεί. Στη θέση του τοποθετούνται με κάθε επιμέλεια, έξοχες πλάκες από ντόπια ηφαιστειακή πέτρα, που επαναφέρουν την αρχιτεκτονική αρμονία στο χωριό.
-Είμαστε ιδιαίτερα ικανοποιημένοι που εγκρίθηκαν οι προτάσεις που υποβάλαμε, μου λέει αργότερα ο Δήμαρχος Μεθάνων Χρήστος Πάλλης. Πρόκειται για το πρόγραμμα Ο.Π.Α.Α.Χ. του Υπουργείου Γεωργίας που χρηματοδοτείται από το Γ΄. Κ.Π.Σ. και, στη δική μας περίπτωση, αφορά στην ανάπλαση με παραδοσιακές ηφαιστειακές πλάκες των ορεινών οικισμών της Κουνουπίτσας, του Μεγαλοχωρίου και της Καμμένης Χώρας. Είναι ένα σημαντικό έργο που θα τονίσει ακόμη περισσότερο τον παραδοσιακό χαρακτήρα αυτών των οικισμών.
Η πιο ευχάριστη έκπληξη όμως δεν προέρχεται τόσο απ’ την πλατεία, που θα μπορούσε να θεωρηθεί «έργο βιτρίνας» αλλά από τα αθέατα στενά δρομάκια του χωριού, που, στρωμένα ήδη μ’ αυτή τη θαυμάσια πλάκα, προσφέρουν αληθινή περιπατητική ευχαρίστηση στον επισκέπτη της Κουνουπίτσας.
Ανηφορίζουμε προς τον Μακρύλογγο, την παλιά Πάνω Μούσκα. Μετά από κάθε στροφή του δρόμου η κάτοψη της Κουνουπίτσας γίνεται ομορφότερη. Παράλληλα ξεδιπλώνεται όλο και πιο πανοραμικά στα μάτια μας αυτό το ανεπανάληπτο υπερθέαμα του Σαρωνικού με την ακύμαντη θάλασσα, την Αίγινα, το Αγκίστρι και τα άλλα μικρονήσια. Στο βάθος του ορίζοντα, τυλιγμένες στην αχλύ, προβάλλουν οι χιονισμένες κορυφές της Πάρνηθας, ίσως για να μας υπενθυμίζουν, ότι κάπου μακρύτερα συνεχίζει ο χειμώνας.
Μερικά χιλιόμετρα πιο πάνω σταματάμε μπροστά στην εκκλησία της Αγ. Βαρβάρας, που θα μπορούσε να ήταν πραγματικά όμορφη, αν δεν είχε υποστεί κάποιες αδικαιολόγητες τσιμεντένιες επεκτάσεις. Εδώ μας περιμένει ο κυρ-Αντώνης Πάλλης, θείος του Δημήτρη. Ο συμπαθέστατος αυτός άνθρωπος έχει κατεβεί από την Πάνω Μούσκα με τον αχώριστο τετράποδο σύντροφό του τον «Ψαρρή», για να μας ξεναγήσει ο ίδιος στα ερημοκλήσια του τόπου του.
Και κάποιοι άλλοι όμως μας περιμένουν μπροστά στην εκκλησία. Είναι ο Δημήτρης και η Τούλα, το καταπληκτικό αυτό ζευγάρι ταξιδευτών που μένουν στην ΑΡΣΙΝΟΗ και είχαν ήδη ανακαλύψει τα εκκλησάκια. Βρίσκονται απλά εδώ για να τα ξαναδούν μαζί μας.
Ξεκινάμε αρχικά για το ξωκκλήσι του Αη-Γιάννη. Μερικές δεκάδες μέτρα πίσω από το Ιερό της Αγ. Βαρβάρας αρχίζει ένα μονοπάτι με ίχνη παλιού καλντεριμιού. Η διαδρομή είναι απρόσμενα σύντομη. Μόλις 150 μ. μετά αποκαλύπτεται ανάμεσα σε πυκνά πουρνάρια ο μικροσκοπικός ναΐσκος του Αη-Γιάννη. Είναι ένα αρχιτεκτονικό αριστούργημα με εκπληκτική τοιχοποιία από ηφαιστειακούς λίθους. Ανάμεσά τους παρεμβάλλονται μικρά κομμάτια από κόκκινα τουβλάκια που σχηματίζουν ωραία διακοσμητικά μοτίβα, τόσο στην είσοδο και στο ιερό, όσο και στους πλαϊνούς τοίχους του ναΐσκου. Η στέγη είναι δίρριχτη και αποτελείται από στιβαρές κεραμιδόπλακες, ακριβώς όπως και το εξωκκλήσι του Αη-Δημήτρη, που είχαμε δει το καλοκαίρι. Σε αντίθεση όμως με το κλειστό εκκλησάκι του Αη-Δημήτρη, που μας είχε στερήσει τη δυνατότητα να δούμε τις τοιχογραφίες του, η είσοδος του Αη-Γιάννη είναι ανοιχτή.
Η μοναδική τοιχογραφία που σώζεται είναι στον βόρεια τοίχοι. Είναι πολύ παλιά και, παρά τη μεγάλη της φθορά, αποκαλύπτει στοιχεία εξαίρετης τεχνικής. Σε κάποια σημεία της τοιχογραφίας διακρίνονται μερικά, παλιά επίσης, χαράγματα, που απεικονίζουν το σκαρί ενός πλοίου με μεγάλες ομοιότητες με τον βυζαντινό «δρόμωνα».
Η φθορά των τοιχογραφιών επεκτείνεται δυστυχώς και στο δάπεδο του ναΐσκου, που κάποτε πρέπει να ήταν πλακόστρωτο, σήμερα όμως είναι σε κακή κατάσταση.
Η εικόνα γίνεται ακόμη χειρότερη από τα διάφορα σκουπίδια – κυρίως άδεια μπουκάλια νερού – που κάποιοι αχαρακτήριστοι έχουν σκορπίσει εδώ κι εκεί. Δεν μπορούμε να προσδιορίσουμε με βεβαιότητα τον χρόνο κατασκευής του ναΐσκου, δεν πρέπει όμως να είναι νεώτερος από τον 16ο-17ο αιώνα.
Επιστρέφουμε στην Αγ. Βαρβάρα και, 300 περίπου μέτρα προς τα ΝΑ, διακρίνουμε το γνώριμο περίγραμμα από το όμοιας αρχιτεκτονικής εξωκκλήσι του Αγ. Δημητρίου, που είχαμε περιγράψει στο προηγούμενο άρθρο με την εσφαλμένη ονομασία «Άγιος Κωνσταντίνος».
Κατευθυνόμαστε ήδη προς τον Αγ. Κων/νο. Αμέσως μετά την Αγ. Βαρβάρα η άσφαλτος διχάζεται. Μια πινακίδα μας οδηγεί δεξιά προς τα Παλαιά Λουτρά, ενώ μια άλλη αριστερά προς τον Μακρύλογγο (την Πάνω Μούσκα). Μπροστά στην πινακίδα ανηφορίζει αριστερά ένας χωματόδρομος με κατεύθυνση ΝΑ. Μετά από 300μ. συναντάμε ακριβώς πάνω από το δρόμο στα δεξιά, ένα μεγάλο αλώνι σε άριστη κατάσταση διατήρησης, που αρχικά προσπερνάμε χωρίς να αντιληφθούμε την παρουσία του. Αμέσως μετά στρίβουμε αριστερά με κατεύθυνση Α. 250 περίπου μέτρα μακρύτερα δεσπόζει σ’ ένα πλάτωμα ο ναός του Αγ. Κωνσταντίνου. Οι διαστάσεις του είναι σημαντικά μεγαλύτερες από των δύο προηγούμενων ναΐσκων. Διαφέρει επίσης και η τεχνοτροπία της αρχιτεκτονικής του, αφού αυτές είναι σταυροειδής με τρούλο. Η κατασκευή είναι βαριά, με μεγάλους λαξευτούς λίθους ελαφρά ασβεστοχρισμένους. Η στέγη είναι καλυμμένη με παλιά κεραμίδια βυζαντινού τύπου, ενώ ο τρούλος φέρει περιμετρικά τέσσερα στενά ορθογώνια ανοίγματα, σαν πολεμίστρες.
Το εσωτερικό του ναού είναι πολύ καθαρό, λιτό και διατηρείται σε καλή κατάσταση, απουσιάζουν όμως παντελώς οι τοιχογραφίες. Η τοποθεσία είναι υπέροχη, ένα οροπέδιο σε υψόμετρο 400 μέτρων, με πουρνάρια, κουμαριές, κτήματα με ελαιώνες και στις πλαγιές μικρά χωραφάκια σε αναβαθμίδες, που έχουν βέβαια πάψει από χρόνια να καλλιεργούνται.
Δ-ΝΔ του ναού διακρίνεται το παλιό μονοπάτι επικοινωνίας με την Πάνω Μούσκα. Ως γνήσιος πεζοπόρος ο Σταύρος απαρνείται την άνεση του αυτοκινήτου και κατευθύνεται με τα πόδια στο χωριό, όπου ήδη έχει φτάσει ο κυρ-Αντώνης με τον Ψαρρή.
Το σπίτι του κυρ-Αντώνη, μαζί με ένα διπλανό, βρίσκονται στο υψηλότερο σημείο του οικισμού. Η θέα προς τον Σαρωνικό και τις αντικρινές πλαγιές του ηφαιστείου είναι απλά ανεπανάληπτη.
Εδώ σώζεται σε άριστη κατάσταση ένα αλώνι εκπληκτικό με στέρνα, που στο λίθινο στόμιό της είναι λαξευμένη η χρονολογία 1850. Η ίδια χρονολογία είναι λαξευμένη και στην στέρνα του κυρ-Αντώνη, ένα πραγματικό αριστούργημα φτιαγμένο από τον προπάππο Αντώνη Πάλλη. Δίπλα της σώζεται αναλλοίωτο και το παλιό πατητήρι, με όλα τα μηχανήματα και την ρεαλιστική λειτουργικότητα των χωρών του.
Σκέφτομαι πόσα πολλά πράγματα μπορούν να διαπλάθουν την προσοχή ενός επισκέπτη, αν δεν έχει τη δυνατότητα η την υπομονή να εντρυφήσει στις λεπτομέρειες της ζωής των ανθρώπων ενός τόπου.
Στο μεταξύ ο κυρ-Αντώνης εξαφανίζεται για λίγο στην κουζίνα του. Καθόμαστε σ’ ένα τραπεζάκι στο μπαλκόνι, κάτω από τον ζεστό ήλιο του απομεσήμερου, ρεμβάζοντας. Κάποια στιγμή ο φίλος μας επιστρέφει. Παξιμάδια, δικές του ελίτσες και λευκό κρασί από το αμπελάκι του με ελαφριά πρόσμειξη ρητίνης από τα πεύκα των Μεθάνων. Πραγματικός αιθέρας!
Κοντά στα 70 του ο κυρ-Αντώνης έχει ασχοληθεί σ’ όλη του τη ζωή – και εξακολουθεί να ασχολείται – από διάφορες εκλεγμένες θέσεις με τα κοινά του τόπου του. Μετά απ’ όλη αυτή την ανιδιοτελή και πολύχρονη προσφορά συγκεντρώνει την εκτίμηση και την αναγνώριση όχι μόνον των συγχωριανών αλλά του συνόλου των συντοπιτών του. Άνθρωπος αεικίνητος, λεπτός και νευρώδης, δουλευτάρης σκληρός, είχε πρόσφατα τη μέγιστη ατυχία, να χάσει σε μικρό διάστημα το γιο και την γυναίκα του. Πόνος ανείπωτος, αβάσταχτος. Τον αντιμετωπίζει με το κεφάλι ψηλά, δεν καταθέτει τα όπλα, εξακολουθεί ν’ απασχολείται όλη μέρα. Κάποιες όμως στιγμές το βλέμμα του αφαιρείται, πλανιέται μακρυά, παύει να μιλάει. Υψώνει το ποτήρι του και τσουγκρίζει μαζί μας στη μνήμη αυτών που έχασε…
-Ελάτε δυο λεπτά να σας δείξω το κελάρι μου, λέει ο κυρ-Αντώνης σπάζοντας στη σιωπή του.
Βαρέλια κρασιού αραδιασμένα στη σειρά, το καθένα με την ποικιλία του, μεγάλα δοχεία λαδιού, ελιές, προϊόντα της γης απαραίτητα σε κάθε αγροτικό σπίτι.
Όλα τακτοποιημένα, σ’ ένα περιβάλλον νοικοκυρεμένο και πεντακάθαρο.
-Τώρα πρέπει να τα φροντίζω όλα μόνος μου, μας λέει.
Το λάδι του είναι εξαιρετικό, με πλούσια γεύση και άρωμα, η οξύτητά του δεν ξεπερνάει το μισό βαθμό! Είναι αδύνατον να εγκαταλείψω αυτό το δροσερό κελάρι, χωρίς να πάρω μια μεγάλη ποσότητα για το σπίτι.
Τη στιγμή που φτάνουμε στην ΑΡΣΙΝΟΗ προλαβαίνουμε τον ήλιο που κρύβεται δεξιά από το Ορθολίθι, σ’ ένα σημείο, τουλάχιστον 30Ο νοτιότερα από το από το ακρωτήρι της Κρασοπαναγιάς, που βυθιζόταν το καλοκαίρι. Απομένω απέναντί του για ένα εικοσάλεπτο και αιχμαλωτίζω με τη φωτογραφική μου μηχανή τις ανεπανάληπτες στιγμές…
Αργά το βράδυ κατηφορίζουμε στα Μέθανα. Είμαστε προσκεκλημένοι από τη Βίκη Λέκκα και τον αδερφό της Γιώργο στο Καφέ-Μπαρ «Κρυπτεία», εξειδικευμένο παράλληλα και στην Ιταλική κουζίνα. Η είσοδος στο κατάστημα είναι μια αποκάλυψη. Κάθε σημείο του αποπνέει μια έντονη αύρα ρομαντισμού και παρελθόντος. Τα μικρά και παμπάλαια συμπαγή τουβλάκια στους τοίχους και στο μπαρ, η ντόπια ηφαιστειακή πέτρα σε κάποιο άλλο τοίχο, το ξύλινο δάπεδο και ταβάνι, τα θαυμάσια ξύλινα έπιπλα, η μουσική και ο φωτισμός, δημιουργούν έναν χώρο απρόσμενης ομορφιάς. Η παλιά, παραδοσιακή αποθήκη του 1932 δεν θα μπορούσε να τύχει ωραιότερης μεταμόρφωσης.
Η κουζίνα της Βίκης είναι εξαιρετική και οφείλεται, τόσο στο μεράκι της όσο και στην θεωρητική και πρακτική κουζίνα. Η είσοδος στο κατάστημα είναι μια αποκάλυψη. Κάθε σημείο του αποπνέει μια έντονη αύρα ρομαντισμού και παρελθόντος. Τα μικρά και παμπάλαια συμπαγή τουβλάκια στους τοίχους και στο μπαρ, η ντόπια ηφαιστειακή πέτρα σε κάποιο άλλο τοίχο, το ξύλινο δάπεδο και ταβάνι, τα θαυμάσια ξύλινα έπιπλα, η μουσική και ο φωτισμός, δημιουργούν έναν χώρο απρόσμενης ομορφιάς. Η παλιά, παραδοσιακή αποθήκη του 1932 δεν θα μπορούσε να τύχει ωραιότερης μεταμόρφωσης.
Η κουζίνα της Βίκης είναι εξαιρετική και οφείλεται, τόσο στο μεράκι της όσο και στην θεωρητική και πρακτική της εξάσκηση σε αντίστοιχη σχολή και δίπλα σε καταξιωμένο chef των Αθηνών. Θα μπορούσε να κάνει φανταχτερή καριέρα στην πρωτεύουσα, προτίμησε όμως να επιστρέψει στον τόπο της και από τον Αύγουστο του 2003 να δημιουργήσει την «Κρυπτεία».
Ο κατάλογος είναι μακρύς και η ποικιλία των γεύσεων μεγάλη. Περιοριζόμαστε να αναφέρουμε αυτά που δοκιμάσαμε: Κοτόπουλο φιλέτο μαριναρισμένο με μουστάρδα και πάπρικα, φρέσκια πάστα τορτελίνια με γέμιση σπανάκι, κρέας ή τυρί, κοτόπουλο σωτέ με λάδι από λιαστές ντομάτες, βαλσάμικο και Αγιωργίτικο κρασί.
-Αν έβρισκα αστακό, θα είχατε την εμπειρία της αστακομακαρονάδας, μου λέει η Βίκη.
-Η αναμονή είναι καλύτερη, της απαντάω. Ας περιμένουμε να την απολαύσουμε το καλοκαίρι, με τα τραπεζάκια έξω στον ήσυχο πεζόδρομο, αγναντεύοντας τη θάλασσα.
ΕΠΙΛΟΓΟΣ.
Πολλές φορές με ρωτάνε, ποιος τόπος στην Ελλάδα μου αρέσει περισσότερο. Πάντα μ’ αιφνιδιάζει η ερώτηση, δεν ξέρω τι ν’ απαντήσω, σε κάθε της γωνιά η Ελλάδα είναι όμορφη. Αν μου ζητούσε ωστόσο κάποιος να ξεχωρίσω έναν τόπο γαλήνιο και ανθρώπινο, μια απ’ τις πρώτες επιλογές μου θα ήταν οπωσδήποτε τα Μέθανα.
ΕΥΧΑΡΙΣΤΙΕΣ
Θεωρώ πολύ κοινότοπο να επαναλάβω τις ευχαριστίες μου στον Δήμαρχο Μεθάνων Χρήστο Πάλλη, τον δημιουργό της ΑΡΣΙΝΟΗΣ Δημήτρη Πάλλη, τον Σταύρο Κούβαρη και τον Δημήτρη τον Βρανά, τον κυρ-Αντώνη, τον Περικλή, το Θοδωρή, τη Βίκη και το Γιώργο. Μετά από τρεις φορές στα Μέθανα και τόσες όμορφες στιγμές είναι πια ΦΙΛΟΙ και κατέχουν δικαιωματικά μια θέση στην καρδιά μου.
ΧΡΗΣΙΜΕΣ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ
ΚΩΔΙΚΟΣ ΚΛΗΣΗΣ: 22980
ΔΗΜΑΡΧΕΙΟ ΜΕΘΑΝΩΝ: 92324
ΛΙΜΕΝΑΡΧΕΙΟ: 92279
Ξενώνας «ΑΡΣΙΝΟΗ»: 92900
ΟΙΝΟΘΕΡΑΠΕΥΤΗΡΙΟ «ΗΦΑΙΣΤΕΙΟ»(Καμμένη Χώρα): 92093
ΚΑΦΕ-ΜΠΑΡ-ΙΤΑΛΙΚΗ ΚΟΥΖΙΝΑ «ΚΡΥΠΤΕΙΑ», πεζοδρ. Πέτρου Ράλλη 5 : 92091
Αντώνης Πάλλης (εξαιρετικό λάδι-ΜΑΚΡΥΛΟΓΓΟΣ): 32431
Περισσότερες πληροφορίες και αναλυτικό άρθρο για τα Μέθανα φιλοξενείται στο ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΠΑΝΟΡΑΜΑ, τεύχος 40.
Επίσης κάθε χρόνο ο Δήμαρχος Μεθάνων με τον Επαγγελματικό Σύλλογο και σε συνεργασία με τον όμιλο UNESCO (Πειραιά-Νήσων) διοργανώνουν το Καρναβάλι του Αργοσαρωνικού, με πλούσιες εκδηλώσεις, που εφέτος αρχίζουν στις 3/3 με το έθιμο του «μπούρη» από τον σύλλογο Γυναικών και ολοκληρώνονται στις 12/3 με αναπαράσταση Μεθανίτικου Γάμου, 13/3 με παρέλαση του Καρναβαλιού και 14/3 με πέταγμα χαρταετών στην παραλία των Μεθάνων.