Ο υπέροχος παραδοσιακός οικισμός των Μεταξάδων στο πρώτο πρωινό φως από τον δρυοσκέπαστο λόφο του Προφήτη Ηλία..
Το χειμώνα του 1991- όταν το ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΠΑΝΟΡΑΜΑ δεν υπήρχε ούτε στη σκέψη μου – βρέθηκα να διεσχίζω τη Βόρεια Ελλάδα από το ανατολικότερο ως το δυτικότερο άκρο της, από τον Έβρο και τα σύνορα με τη Βουλγαρία και Τουρκία μέχρι την Ηγουμενίτσα και τα σύνορα με την Αλβανία. Συνταξιδιώτης μου ήταν ο αδελφικός μου φίλος Πέτρος από την Πάρο. Το μεγάλο εκείνο οδοιπορικό στις κορυφές της χώρας- όπου το σημαντικότερο στοιχείο εξελίχθη ήταν η στης τηλεόρασης- μου είχε αφήσει εικόνες και μνήμες ανεξίτηλες από τις συνθήκες καθημερινής διαβίωσης ενός κόσμου απόμακρου, ξεχασμένου, που είχε ελάχιστη σχέση και επαφή με τα μεγάλα αστικά κέντρα. Ήταν ένα ταξίδι γεμάτο με περιπέτειες και εκπλήξεις , γεμάτο με βαθύτατη συμπάθεια προς τον ακριτικό εκείνο πληθυσμό, που η μόνη διέξοδός του στις ατελείωτες νύχτες του χειμώνα ήταν το γεμάτο καπνό και φασαρία καφενείο του χωριού.
Στα χρόνια που ακολούθησαν κάποια από αυτά τα παραμεθόρια χωριά έγιναν για μας προορισμοί αγαπημένοι και πολυσύχναστοι. Κάποια άλλα ξεχάστηκαν για μεγάλο χρονικό διάστημα. Ένα από αυτά ήταν οι Μελάδες στον Βόρειο Έβρο, που ξαναγύρισαν στη μνήμη μετά από διάστημα 12 περίπου ετών.
ΜΑΚΡΥΑ ΑΠΟ ΤΙΣ ΜΕΓΑΛΕΣ ΠΟΛΕΙΣ
Ο εορτασμός του φετινού Πάσχα στη μικρή γραφική πόλη του Σουφλίου είχε όλα εκείνα τα αυθεντικά χαρακτηριστικά που συναντάει κανείς στην ελληνική ύπαιθρο. Οι ωραίες εμπειρίες ξεκίνησαν με την Ακολουθία της Μεγάλης Παρασκευής και τη περιφορά του επιταφίου στο μοναδικό φυσικό περιβάλλον και στη κατανυκτική ατμόσφαιρα της Ιεράς Μονής της Παναγίας της Πορταίτισσας στην Καρνοφωλιά. Συνεχίστηκαν τη νύχτα της Ανάστασης στον επιβλητικό ναό του Αγίου Γεωργίου που δεσπόζει σε όλο το Σουφλί και ολοκληρώθηκαν την ημέρα της Λαμπρής στην αυλή του φιλότεχνου σπιτιού του καλού μας φίλου Γιώργου Τσιακίρη και της οικογένειάς του, με τον παραδοσιακό οβελία και το κοκορέτσι.
Η δεύτερη μέρα του Πάσχα υπήρξε καθοριστική για τη συνέχιση της παραμονής μας στον Έβρο. Μια άλλη αναγνωριστική περιήγηση στα Δ-ΒΔ του Διδυμότειχου ήδη αποκάλυψε ένα τόπο εξαιρετικού φυσικού κάλλους και ταυτόχρονα έναν αριθμό από οικισμούς με αρχιτεκτονικά χαρακτηριστικά μοναδικά, όχι μόνο στην ευρύτερη περιοχή αλλά ίσως και σε όλη την Ελλάδα. Εξέχουσα θέση ανάμεσα σε αυτούς τους οικισμούς κατείχαν αυτοδικαίως οι Μεταξάδες, έστω και αχνά οι μνήμες από το μακρινό Χειμώνα που επανήλθαν. Είναι τόσο έντονο το χρώμα και τόσο ιδιαίτερη η ταυτότητα των Μεταξάδων που είναι αδύνατον να τους λησμονήσει κανείς, όσα χρόνια και αν περάσουν. Ακόμα και ο ανυποψίαστος περιηγητής, αυτός που δεν σταματάει στον οικισμό αλλά απλά διέρχεται από το περιφερειακό οδικό δίκτυο είναι σε θέση με μια μόνο ματιά να αντιληφθεί την αρχιτεκτονική ιδιαιτερότητα του τόπου. Άλλωστε είναι τόσο διαφορετικά τα παλιά πετρόχτιστα σπίτια του χωριού, που κάνουν αμέσως εμφανή τη παρουσία τους ανάμεσα στα υπόλοιπα.
Ας θυμηθούμε όμως για λίγο το σύντομο οδοιπορικό μας ,,,,,, τους Μεταξάδες. Παίρνουμε αρχικά κατεύθυνση προς Διδυμότειχο, που το χωρίζουν από το Σουφλί μόλις 20 χιλιόμετρα. Είναι μια διαδρομή όμορφη και ενδιαφέρουσα, χαραγμένη παράλληλα με τους μαιανδρισμούς του μεγάλου Έβρου ποταμού, που σε ορισμένα σημεία απέχει από το δρόμο μια απόσταση αναπνοής. Από την άλλη όχθη του Έβρου αρχίζουν τα εκτεταμένα εδάφη της Ανατολικής Θράκης, τα σύνορα με τη γειτονική Τουρκία. Έτσι αντικρίζουμε απέναντί μας την Τουρκική επικράτεια που τη χωρίζουν από τη χώρα μας μόλις μερικές δεκάδες μέτρα ροής του ποταμού, σκεφτόμαστε άθελά μας, πόσο πιο κοντά θα μπορούσαν να αισθάνονται οι δύο λαοί, οι δύο χώρες.
Μερικές εκατοντάδες μέτρα πριν από το Διδυμότειχο κινούν την προσοχή μας στα δεξιά του δρόμου κάποιες επίπεδες ολόλευκες εκτάσεις. Αρχικά είναι δύσκολο να προσδιορίσουμε τη ταυτότητα αυτών των επιφανειών, που σαν τεράστιες λευκές πινελιές ξεπροβάλουν ανάμεσα στα δέντρα και στους καταπράσινους αγρούς. Αποφασίζουμε να το διαπιστώσουμε. Αφήνουμε το αυτοκίνητο και βαδίζουμε αρχικά σε χωματόδρομο και μετά από λίγο, σε ένα έδαφος υγρό, χορταριασμένο, που βουλιάζει όλο και περισσότερο κάτω από τα πόδια μας. Είναι φανερό πως βρισκόμαστε σε ένα εκτεταμένο υγρολίβαδο. Σ’ ένα λεπτό το μυστήριο διαλύεται. Η τεράστια λευκή επιφάνεια οφείλεται σε αναρίθμητα λουλούδια που έχουν φυτρώσει μέσα στο νερό και έχουν καλύψει κυριολεκτικά τα πάντα. Στην ατμόσφαιρα πλανιέται ένα λεπτό και πλούσιο άρωμα, ενώ η πυκνότητα των λουλουδιών είναι εντυπωσιακή.
-Είναι αμέτρητα φωνάζει με ενθουσιασμό η Άννα και ετοιμάζει τις φωτογραφικές της μηχανές.
-Το ότι είναι πολλά, δεν σημαίνει ότι είναι και αμέτρητα, της απαντάω. Έστω και κατά προσέγγιση μπορούμε να προσδιορίσουμε τον αριθμό τους.
-Μάλλον θα αστειεύεσαι, μου λέει γελώντας.
-Μα είναι τόσο απλό. Αρκεί να υπολογίσουμε τον αριθμό των λουλουδιών σ’ένα μικρό τμήμα από τη συνολική επιφάνεια.
Γονατίζω δίπλα στην όχθη του υγρολίβαδου και μετρώ τα λουλουδάκια που χωρούν μέσα σε μια τετραγωνική παλάμη. Είναι περίπου 20.
-Αυτό σημαίνει, πως σε κάθε τετραγωνικό μέτρο αντιστοιχούν κατά προσέγγιση 2.000 λουλούδια και –κα’ επέκταση- σε κάθε στρέμμα περίπου 2.000.000, Αν λοιπόν η συνολική επιφάνεια των υγρολίβαδων πλησιάζει τα 15 στρέμματα, τότε μπορούμε να μιλάμε για 30 περίπου εκατομμύρια από αυτά τα υπέροχα, ευωδιαστά λουλουδάκια.
-Το επόμενο πρόβλημα θα είναι να υπολογίσει τους κόκκους της άμμου μιας παραλίας, λέει περιπαικτικά η Άννα.
-Δεν είναι αδύνατο. Αρκεί να έχει κάποιος την υπομονή να μετρήσει τους κόκκους που χωρούνε σ’ένα κυβικό εκατοστό και στη συνέχεια να υπολογίσει τον συνολικό αμμουδερό όγκο της ακτής. Τα υπόλοιπα είναι δουλειά ισχυρών υπολογιστών και κάποιων εκατοντάδων μηδενικών που θα αποτελέσουν τον κολοσσιαίο αριθμό.
Εγκαταλείπουμε τις σπαζοκεφαλιές και τους ιλιγγιώδεις αριθμούς και απολαμβάνουμε για λίγο την ευωδιαστή ατμόσφαιρα, τη δροσιά του υγρολίβαδου και τους ήχους της φύσης, ένα παράξενο μείγμα από τις ταυτόχρονες μα τόσο διαφορετικές συναυλίες των πουλιών και των βατράχων. Ύστερα φτάνουμε στα πρώτα σπίτια του Διδυμότειχου. Εδώ δεσπόζει η γέφυρα του Ερυθροπόταμου, που μαζί με τον Άρδα αποτελούν τους κυριότερους τροφοδότες του Έβρου σε όλη τη διάρκεια του χρόνου. Κάποιοι από το ύψος της γέφυρας προσπαθούν με το «σηκωτό» – ένα ψαράδικο εργαλείο με εύκαμπτο πλέγμα που σχηματίζει παγίδα- να ψαρέψουν τα ψάρια του Ερυθροπόταμου. Τους παρακολουθούμε για αρκετή ώρα, μα όλες οι προσπάθειές τους αποβαίνουν άκαρπες. (Τρεις μέρες αργότερα , σε μια νυχτερινή επίσκεψή μου στο Διδυμότειχο, κάποιοι άλλοι ψαράδες γέμισαν με τον ίδιο τρόπο, δυο σακούλες με ωραία κεφαλόπουλα).
Ακριβώς πριν από τη γέφυρα του Ερυθροπόταμου μια πινακίδα μας δείχνει προς τα αριστερά την κατεύθυνση για Μεταξάδες. Είναι ένας από αυτούς τους τόσο γνώριμους επαρχιακούς δρόμους του Έβρου, που διασχίζουν ήρεμα χωριά, απέραντες καλλιεργημένες εκτάσεις και βοσκοτόπια, λοφίσκους χαμηλούς με απαλές γραμμές, ένα τοπίο με ανοιχτούς ορίζοντες που γαληνεύει τον ταξιδιώτη και ποτέ δεν τον αιφνιδιάζει με απότομες χαραδρώσεις , απόκρημνες κορυφές ή άλλα γεωλογικά ξεσπάσματα.
26 χιλιόμετρα μετά τη γέφυρα του Ερυθροποτάμου μπαίνουμε στους Μεταξάδες.
ΠΕΡΙΔΙΑΒΑΙΝΟΝΤΑΣ ΤΟ ΠΑΡΑΔΟΣΙΑΚΟ ΧΩΡΙΟ
Η λαχταριστή φυσιογνωμία των Μεταξάδων γίνεται αντιληπτή, πριν ακόμα προχωρήσουμε στο εσωτερικό. Καθώς πλησιάζουμε από την ανατολική είσοδο, μια σειρά από πετρόχτιστες προσόψεις δεσπόζουν κάτω από μια κατάφυτη ρεματιά, αποτελώντας ταυτόχρονα το ανατολικό όριο του οικισμού. Τα περισσότερα από αυτά τα σπίτια είναι παλιά, κάποια επιβιώνουν πιθανότατα από τον 19ο αιώνα. Η αρχιτεκτονική τους είναι σχεδόν πανομοιότυπη : διώροφα κατά κανόνα, με στιβαρή τοιχοποιία που δεν έχει ωστόσο τα χαρακτηριστικά των φρουριακών κατασκευών με τις αυστηρές μονοκόμματες επιφάνειες και τα μικρά ανοίγματα που συναντάμε σε άλλους τόπους της κοιλάδας. Εδώ το σύνολο του οικοδομήματος αποπνέει ελαστικότητα και χάρη, που οφείλονται κυρίως στη διαρκή εναλλαγή της πέτρας και του ξύλου. Οι ξυλοδεσιές αυτές οριζόντιες ή κάθετες σχηματίζουν τρίγωνα, τετράγωνα και παραλληλόγραμμα, μεγαλύτερα ή μικρότερα , προσδίδοντας στους τοίχους μια γεωμετρική κομψότητα. Σε αρκετές περιπτώσεις, ιδίως στα άκρα των τοίχων, κάποιες ξυλοδεσιές εμφανίζουν μια ανεπαίσθητη καμπυλότητα. Το στοιχείο αυτό, εκτός από τη δημιουργία ενός ανάλαφρου διακοσμητικού τόνου, συμβάλλει προφανώς στην ,,,,,της ανθεκτικότητας και της συνοχής της τοιχοποιίας.
Ένα άλλο χαρακτηριστικό γνώρισμα είναι η πλήρης απουσία μπαλκονιών. Φαίνεται πως οι παλαιότεροι κάτοικοι των Μεταξάδων δεν συνήθιζαν να απολαμβάνουν τον καφέ τους στην ηρεμία του μπαλκονιού τους, προτιμούσαν ανέκαθεν τα παραδοσιακά καφενεία του χωριού. Τα σαχνισιά επίσης, το αρχιτεκτονικό στοιχείο των σπιτιών, απουσιάζουν. Σ’ όλη τη διάρκεια της περιήγησής μας στον οικισμό, μόνον ένα μικρό οίκημα εντοπίσαμε με σαχνισί και αυτό πολύ περιορισμένων διαστάσεων. Οι διαφορές λοιπόν ανάμεσα στην αρχιτεκτονική των Μεταξάδων και την αντίστοιχη μακεδονίτικη, είναι παραπάνω από εμφανής.
Τα ανοίγματα των παραθύρων είναι μεγάλα, διατεταγμένα σε αυστηρή γεωμετρική τάξη. Όλα βέβαια είναι προφυλαγμένα με στιβαρά σιδερένια κάγκελα, ενώ και η κεραμόσκεπη στέγη προεκτείνεται και καταλήγει σε αρκετά φαρδύ προστατευτικό γείσο. Εκείνο όμως το στοιχείο που κάνει την τοιχοποιία των οικημάτων των Μεταξάδων μοναδική, είναι το είδος της πέτρας και κυρίως η τεχνοτροπία της δόμησής της. Η πέτρα λοιπόν – ως κυρίαρχη πρώτη ύλη των κτισμάτων των Μεταξάδων- έχει έναν απαλό χρωματισμό, με διαβαθμίσεις στους τόνους από το υπόλευκο ως το κιτρινωπό. Προέρχεται εξ’ ολοκλήρου από ντόπια λατομεία, που βρίσκονται σε ελάχιστη απόσταση από τους Μεταξάδες. (Τα νταμάρια αυτά θα είχαμε την ευκαιρία να επισκεφτούμε την αμέσως επόμενη μέρα). Η τεχνική της τοιχοποιίας από τους παλιούς ντόπιους μαστόρους είναι αξιοθαύμαστη. Το σχήμα των λίθων είναι ορθογώνιο ή τετράγωνο, ανάλογα με τις ανάγκες κατασκευής του συγκεκριμένου τμήματος του κτίσματος. Είναι τόσο άρτια πελεκημένοι – από τους ντόπιους πετράδες φυσικά – που τις περισσότερες φορές εφαρμόζουν άρτια μεταξύ τους, χωρίς να είναι αναγκαία η παρέμβαση ασβεστοκονιάματος. Παρατηρώντας τους τοίχους των σπιτιών των Μεταξάδων μας έρχονται έντονα στο νου – τηρουμένων βέβαια των αναλογιών – οι περίφημες «ισοδομικές» κατασκευές, που τόσες φορές έχουμε θαυμάσει στα πελώρια κυκλώπεια τείχη των αρχαίων Ελλήνων, που είναι διάσπαρτα σε διάφορους ιστορικούς τόπους της Ελλάδας. Σε κάποια, περισσότερο φτωχά οικοδομήματα, έχουν χρησιμοποιηθεί πέτρες με ακανόνιστα σχήματα. Και πάλι όμως η εξωτερική τους επιφάνεια είναι τέλεια πελεκημένη και η τοιχοποιία φέρει τη σφραγίδα της εμπειρίας και της μαστοριάς. Πολλά από αυτά τα εξαίρετα παλιά σπίτια των Μεταξάδων έχουν διαστάσεις εντυπωσιακές, κάτι που είναι απόλυτα δικαιολογημένο, αν αναλογισθούμε, ότι ολόκληρος ο δεύτερος όροφος ήταν ο μεγάλος ελεύθερος χώρος, που απετείτο για τη διατροφή του μεταξοσκώληκα. Η ,,,,,,,,,κάποτε άκμαζε ιδιαίτερα στους Μεταξάδες, το αποδεικνύει άλλωστε η ,,,,,,,του οικισμού, η οποία ,,,,,,,,,μετά την ανταλλαγή των πληθυσμών. Από τότε το όνομα του χωριού ήταν «Τονημάνι», που σήμαινε το σφυρί των λιθολόγων, των ντόπιων δηλαδή μαστόρων της πέτρας.
Για το χρόνο της πρώτης κατοίκησης του πληθυσμού δεν υπάρχουν τεκμηριωμένα ιστορικά στοιχεία, παρά μόνον παραδόσεις. Σύμφωνα με την πιθανότερη εκδοχή η εγκατάσταση πραγματοποιήθηκε κατά τον 16ο-17ο αιώνα από Ηπειρώτες και Θεσσαλούς πρόσφυγες. Μέχρι το 1915 το χωριό βρισκόταν υπό Τουρκική κατοχή, εκτός από τη περίοδο 1878-1881 που καταλήφθηκε από τους Ρώσους. Από το 1915 και έως την ενσωμάτωση στην Ελλάδα, οι Μεταξάδες βρέθηκαν υπό Βουλγαρική κατοχή, οπότε και επιδιώχθηκε ο εκβουλγαρισμός της περιοχής, με την ίδρυση Βουλγαρικών σχολείων και εκκλησιών αλλά και με αναγκαστικές επιστρατεύσεις του πληθυσμού στον Βουλγαρικό στρατό. Η τελευταία πολεμική επιχείρηση στους Μεταξάδες σημειώθηκε στις 15-18 Μαίου του 1949 στη θέση «ύψωμα», στον λόφο που δεσπόζει πάνω από το χωριό. Ήταν μια από τις σημαντικότερες μάχες του Ελληνικού εμφυλίου πολέμου, που στοίχισε τη ζωή σε πολλούς μαχητές και από τις δύο πλευρές. Ακόμα διακρίνονται τα ορύγματα και οι θέσεις μάχης στον σημερινό ειρηνικό λόφο του Υψώματος, ανάμεσα στις δρύες και στα πεύκα. Στη μνήμη των πεσόντων έχει φιλοτεχνηθεί στη κορυφή του λόφου ένα απέριττο ηρώο, με χαραγμένα τα ονόματά τους.
Επιστρέφουμε στο χωριό, για να το γνωρίσουμε όσο γίνεται καλύτερα. Η περιήγηση αυτή με τα πόδια στον οικισμό των Μεταξάδων παρουσιάζει μεγάλο ενδιαφέρον, γιατί έχουμε τη δυνατότητα να αποκαλύψουμε κρυμμένα σημεία και γωνίες, που είναι αδύνατον να εντοπίσουμε από το περιορισμένο οπτικό πεδίο του παράθυρου του αυτοκινήτου. Άλλωστε μόνον η αμεσότητα της πεζοπόρας περιδιάβασης, χαρίζει στον ταξιδευτή μυρωδιές, ήχους και εικόνες αυθεντικές ενός τόπου, τον φέρνει σε στενή επαφή με τους κατοίκους του. Μπαίνουμε λοιπόν από την ανατολική είσοδο στον οικισμό, βρισκόμαστε αμέσως στην μικροσκοπική αλλά χαριτωμένη πλατεία του Προφήτη Ηλία., που μετεκτίσθει το 1939. Αριστερά της, προς τα βόρεια, ορθώνεται ένα εξίσου επιβλητικό οικοδόμημα, έξοχης αρχιτεκτονικής, που κτίσθηκε το 1910 από τον Χ. Ε Τερζόγλου, στεγάζοντας την εμπορική του επιχείρηση. Στο οικοδόμημα αυτό, που μπορεί να συγκριθεί με τα ωραιότερα αρχοντικά, διατηρούνται ακόμα σε άριστη κατάσταση τα βαριά τσίγκινα ρολά (τα γνωστά μας κεπέγκια ), που κάποτε προφύλασσαν κατ’ αποκλειστικότητα τις εισόδους των καταστημάτων κατά τις ώρες και μέρες που παρέμεναν κλειστά. Στα ρολά του Τερζόγλου διακρίνεται περίφημα η σφραγίδα με την χρονολογία και τη φίρμα της κατασκευής στην Ανδριανούπολη.
Η νότια πλευρά της πλατείας οριοθετείται από ένα ισόγειο ορθογώνιο κτίσμα με εξωτερικές διαστάσεις 8 Χ 14 περίπου μέτρα. Η τοιχοποιία του με ντόπια λαξευτή πέτρα είναι εντυπωσιακή και το πάχος των τοίχων υπερβαίνει τα 80 εκατοστά. Από τα πρώτα μας βήματα στο εσωτερικό του η διαφορά θερμοκρασίας με το εξωτερικό περιβάλλον είναι εμφανέστατη, ο χοντρός πέτρινος τοίχος ενεργεί σαν άριστο φυσικό μονωτικό. Εδώ στεγάζεται η Ταπητουργική Σχολή των Μεταξάδων. Ξεναγός μας είναι η κυρία Κούλα, υπεύθυνη λειτουργίας της σχολής και εκμάθησης της ταπητουργικής τέχνης.
- Να φανταστείτε πως κάποτε ήρθα στους Μεταξάδες για να διδάξω 3 μήνες στη σχολή και έμεινα από τότε 33 χρόνια. Σ’ αυτό το διάστημα εκατοντάδες γυναίκες μαθήτευσαν και εργάσθηκαν, κάποια μάλιστα χρονιά είχαν φτάσει τις 70. Σήμερα έχουν απομείνει μόνο 15.
Ο χώρος της σχολής περιλαμβάνει συνολικά 14 παραδοσιακούς αργαλειούς και στους περισσότερους βρίσκονται χαλιά σε διαφορετικό στάδιο ολοκλήρωσης. Με πρώτη ύλη από μαλλί προβάτου, τα χαλιά αυτά ήδη εντυπωσιάζουν με τα φαντασμαγορικά τους σχέδια και χρώματα, τις τεχνικές προδιαγραφές της κατασκευής τους και το μεγάλο διάστημα κοπιαστικής δουλειάς που απαιτείται για τη δημιουργία τους. Και είναι οπωσδήποτε να αναλογιζόμαστε, ότι στην εποχή της μηχανοποίησης, της αυτοματοποίησης και των εξωφρενικών ταχυτήτων υπάρχουν ακόμα κάποιοι, που με αργούς, ανθρώπινους ρυθμούς, δημιουργούν με τα χέρια τους αριστουργήματα.
Συνεχίζουμε την περιδιάβασή μας με χαλαρούς, απολαυστικούς ρυθμούς στην ανατολική συνοικία των Μεταξάδων. Ανακαλύπτουμε ένα-ένα- και σ’ όλες τις κατασκευαστικές τους λεπτομέρειες- όλα αυτά τα περίφημα πετρόχτιστα σπίτια, που τόσο πολύ μας είχαν εντυπωσιάσει από μακρυά, ανταλλάσσουμε φιλόξενες «καλημέρες» με τις νοικοκυρές που περιποιούνται τις αυλές τους. Οφείλουμε μια ιδιαίτερη αναφορά στις αυλές των σπιτιών των Μεταξάδων. Στη συντριπτική τους πλειοψηφία είναι διακοσμημένες με υπέροχους ανθόκηπους, στους οποίους κυρίαρχο άνθος είναι οι τουλίπες, ένα σημαντικό τμήμα των αυλών καταλαμβάνουν οι εξαιρετικά φροντισμένοι λαχανόκηποι, με πλήθος ζαρζαβατικών. Όλη αυτή την ανατολική συνοικία των Μεταξάδων ένας πολύ λειτουργικός περιφερειακός ασφαλτοστρωμένος δρόμος, που άλλοτε καταλήγει σε αυλές και αδιέξοδα και άλλοτε- με δευτερεύοντες δρομίσκους- στην πλατεία του χωριού. Λίγο αργότερα ο δρόμος οδηγεί στο παμπάλαιο μεταβυζαντινό εκκλησάκι του Αγίου Αθανασίου, στο νοτιοανατολικότερο άκρο του οικισμού, ενώ αμέσως μετά δίνει τη θέση του σ’ έναν καλό χωματόδρομο που, ανηφορίζοντας νότια μέσα από δασωμένο φυσικό περιβάλλον, καταλήγει έξω από το χωριό. Από τη μικρή πλατεία του Προφήτη Ηλία ξεκινάει προς τα ΒΔ άλλος δρόμος, που περνάει μπροστά από το καταπληκτικό πετρόκτιστο οίκημα με το παμπάλαιο ταβερνάκι του Αγγελάκη και, με ελιγμούς και λαβυρινθώδεις διακλαδώσεις ,οδηγεί στη ΒΔ είσοδο του χωριού. Από εδώ περνάει ο δυτικός περιφερειακός δρόμος, που οδηγεί είτε στον Ερυθροπόταμο , τα χωριά του κάμπου και στην Ορεστιάδα είτε στο Διδυμότειχο είτε και στο Σουφλί, μέσω της ωραιότερης δασικής διαδρομής που περνάει από το Μικρό Δέρειο. Σ’ αυτό το βόρειο τμήμα των Μεταξάδων υπάρχουν αρκετά εμπορικά καταστήματα, το μεγάλο οίκημα του σχολείου, ταβερνούλες και καφετέρειες. Εδώ επίσης γίνεται κάθε Τετάρτη το μεγάλο παζάρι, που συγκεντρώνει μεγάλο πλήθος προϊόντων και ανθρώπων από όλα τα γειτονικά χωριά. Είναι μια εξαιρετικά ενδιαφέρουσα πρόταση για περιπλάνηση στα στενά δρομάκια, που επιφυλάσσουν συνεχείς εκπλήξεις με τα πολλά και ωραία παραδοσιακά σπίτια, τις πανέμορφες όπως πάντα αυλές και τους υπέροχους πετρόχτιστους φούρνους, αληθινά κομψοτεχνήματα. Κάποιοι από αυτούς διατηρούνται ακόμη σε πολύ καλή κατάσταση, φέρνοντας αναπόφευκτα στη μνήμη τις ωραιότερες στιγμές νοσταλγικές από ένα παρελθόν και ένα τρόπο ζωής που χάθηκαν οριστικά. Ήταν τότε, που οι γυναίκες της γειτονιάς άναβαν στο φούρνο τα ξερόκλαδα και όλος ο τόπος μοσχοβολούσε από το μοναδικό και αξέχαστο ζυμωτό ψωμί.
Ο μεσαίος δρόμος που ξεκινάει από την πλατειούλα του Προφήτη Ηλία διασχίζει ανηφορικά το χωριό με κατεύθυνση Ν-ΝΔ. Σε απόσταση 100 περίπου μέτρων συναντάει την κεντρική πλατεία, με το ωραίο κτίριο του Δημαρχείου, τα απαραίτητα καφενεδάκια και κάποια καταστήματα. Εδώ συγκεντρώνεται παραδοσιακά ο αντρικός πληθυσμός των Μεταξάδων για καφεδάκι, κουβεντούλα και τις καθημερινές επιβεβλημένες κοινωνικές επαφές. Σ’ αυτή την ανδροκρατούμενη κοινωνία στις πλατείες είναι σχεδόν αδύνατο να συναντήσουμε παρουσία ντόπιων γυναικών. Αυτές κάνουν τις επαφές τους σε λιγότερο επιφανή σημεία του χωριού, μπροστά στα σπίτια ή στις αυλές τους, όπως το θέλει η παράδοση, που σε μεγάλο βαθμό εξακολουθεί να γίνεται σε όλη την ελληνική περιφέρεια.
Το σύνολο σχεδόν των οικημάτων που έχουν πρόσοψη στην πλατεία, αν και καλαίσθητα τα περισσότερα, δεν μπορούν να χαρακτηριστούν παραδοσιακά, στο βαθμό τουλάχιστον που είναι τα χαρακτηριστικά πετρόχτιστα σπίτια των Μεταξάδων. Κάποια μάλιστα από αυτά- υπακούοντας προφανώς σε σκοπιμότητες μείωσης του κατασκευαστικού κόστους – ξεφεύγουν εντελώς από την οικιστική παράδοση του οικισμού, με αποτέλεσμα να αλλοιώνουν την αρχιτεκτονική του φυσιογνωμία και να αποτελούν παράταιρη παρουσία στο κεντρικότερο σημείο των Μεταξάδων.
Μετά τη κεντρική πλατεία το χωριό αναπτύσσεται αμφιθεατρικά από Ανατολή προς Δύση, με ένα δίκτυο στενών αλλά εύκολα προσπελάσιμων ασφαλτοστρωμένων δρόμων. Στο υψηλότερο σημείο ο εσωτερικός δρόμος συναντάει τον δυτικό περιφερειακό, που μέσα από απέραντο δρυόδασος συνεχίζει προς το μικρό Δέρειο, τα ορεινά τμήματα της οροσειράς της Ροδόπης με τα Πομακοχώρια και το Σουφλί. Στο σημείο εξόδου το ένα τμήμα του δρόμου λοξοδρομεί προς τα ΝΔ (αριστερά) και μετά από 200 περίπου μέτρα καταλήγει στην μονάδα Ρέμβη, ακριβώς κάτω από την κορυφή του ιστορικού – για τον τόπο – λόφου «Ύψωμα».
Η ΕΜΠΕΙΡΙΑ ΤΗΣ ΠΑΡΑΜΟΝΗΣ ΜΑΣ ΣΤΗ «ΡΕΜΒΗ»
Ανοίγω για άλλη μια φορά το χάρτη της Θράκης και παρατηρώ τη θέση των Μεταξάδων στον Βόρειο Έβρο, τόσο κοντά στα Ελληνοβουλγαρικά σύνορα. Αν ,,,,,- επισκεφθούμε την περιοχή- μας διαβεβαίωνε κάποιος, πως εδώ στην άκρη της Ελλάδας υπάρχει δυνατότητα διαμονής , μάλλον θα αμφιβάλλαμε. Ποιος και για ποιο λόγο θα επιχειρούσε μια παρόμοια επένδυση στην ακριτική αυτή γωνιά που απέχει τόσο πολύ από τα τουριστικά παράλια; Τη δυναμική απάντηση έδωσαν δύο νέοι οραματιστές από τους Μεταξάδες, ο Βαγγέλης Τσιακορούδης και ο Δημήτρης Νικολούδης. Επέλεξαν το ωραιότερο σημείο του χωριού, κάτω ακριβώς από τη κορυφή του λόφου «Ύψωμα», μια θέση ιδανική για ρεμβασμό στον ολάνοιχτο ορίζοντα με τις αχανείς πεδιάδες του Έβρου, τις κυματοειδείς λοφοπλαγιές, τους μαιανδρισμούς του Ερυθροπόταμου, τις δρυοσκέπαστες εκτάσεις, τους Μεταξάδες και τους πολυάριθμους οικισμούς της πεδιάδας. Έδωσαν στο συγκρότημα την απόλυτα αντιπροσωπευτική ονομασία «Ρέμβη» και δημιούργησαν σε διάφορα επίπεδα της αμφιθεατρικής λοφοπλαγιάς μια σύνθετη μονάδα με 6 αυτοτελείς ενοικιαζόμενες κατοικίες, έναν χώρο καφέ-μπαρ και μια ευρύχωρη αίθουσα εστιατορίου. Σε κάθε τμήμα της μονάδας είναι ορατή η ποιοτική προσπάθεια των δημιουργών της, όλα τα οικήματα περιβάλλονται από φροντισμένους χώρους πράσινου έχουν ανατολικό προσανατολισμό και χαρίζουν την ίδια ανεμπόδιστη θέα στον επισκέπτη.
Η εξυπηρέτηση στον επισκέπτη είναι γρήγορη και πρόθυμη, η κουζίνα εξαίρετη, με μεγάλη ποικιλία ορεκτικών και κυρίων πιάτων, που βασίζονται τόσο στην ελληνική παραδοσιακή κουζίνα, όσο και στα θαυμάσια ντόπια κρέατα. Οι βραδινές ώρες στο καφέ-μπαρ της Ρέμβης μας χαρίζουν στιγμές ανεπανάληπτης γαλήνης. Είναι η ώρα που τα ζωηρά χρώματα από τα δρυοδάση και τις καλλιέργειες του κάμπου έχουν χαθεί μες το σκοτάδι, στη θέση τους όμως λαμπυρίζουν τα εκατοντάδες φωτάκια των διάσπαρτων οικισμών και ψηλά στον ανέφελο ουρανό τα εκατομμύρια των άστρων. Μετά τα μεσάνυχτα ελάχιστες παρέες έχουν απομείνει στη νυχτερινή ανοιξιάτικη δροσιά, οι περισσότεροι έχουν αποσυρθεί στο εσωτερικό. Βγάζουμε τις καρέκλες στο μπαλκονάκι της μικρής μας κατοικίας και , με μοναδικό ήχο ολόγυρά μας το τραγούδι των αηδονιών, απολαμβάνουμε τη Ρέμβη σε όλο της το μεγαλείο.
ΣΤΗ ΣΥΝΑΡΠΑΣΤΙΚΗ ΦΥΣΗ ΤΩΝ ΜΕΤΑΞΑΔΩΝ
Τα ψηλά βουνά απουσιάζουν από τον ανατολικό ορίζοντα του Έβρου, έτσι ο ήλιος απέναντί μας ξεκινάει από πολύ νωρίς την ανηφορική του διαδρομή. Το ίδιο πρώιμο είναι και το δικό μας ξεκίνημα της μέρας. Οι πρώτες ακτίνες μας βρίσκουν στο μπαλκονάκι να αγναντεύουμε την τυλιγμένη σε γκρίζα αχλύ απέραντη πεδιάδα του Βόρειου Έβρου. Σχήματα και χρώματα είναι θαμπά ακόμα, καθώς όμως ψηλώνει ο ήλιος ζωηρεύουν. Με έκπληξη παρατηρούμε ότι η πρωινή υγρασία απουσιάζει εντελώς από το σημείο που βρισκόμαστε. Με τόση βλάστηση ολόγυρά μας το φαινόμενο αυτό είναι ασυνήθιστο και οπωσδήποτε αποτελεί μια εξήγηση για το ωραίο και ελαφρύ κλίμα των Μεταξάδων.
Καθώς το ρολόι δείχνει 7, στο καφέ της Ρέμβης παρατηρείται ανθρώπινη δραστηριότητα. Κατηφορίζουμε τα πλακόστρωτα σκαλοπάτια και λίγα λεπτά αργότερα, έχουμε την ευτυχία να απολαμβάνουμε τον πρώτο μας καφέ στον υπέροχο υπαίθριο χώρο, ανάμεσα στο γρασίδι, στα αρώματα της άνοιξης και στη πρωινή δροσιά. Παραμονή Πρωτομαγιάς. Μια καταπληκτική μέρα ξεκινάει σ’ αυτό τον ωραίο τόπο , που απλώνεται ολόγυρά μας. Σπεύδουμε να τον γνωρίσουμε, όσο μπορούμε περισσότερο.
Διασχίζουμε τον μισοκοιμισμένο ακόμα οικισμό των Μεταξάδων και αρχίζουμε την περιήγησή μας από τον λόφο του Προφήτη Ηλία , που δεσπόζει σε ελάχιστη απόσταση ανατολικά του οικισμού. Ένας πολύ καλός χωματόδρομος μας οδηγεί σε 3 λεπτά στη κορυφή του δρυοσκέπαστου λοφίσκου. Εδώ, σε υψόμετρο 150 μέτρων –όσο περίπου και το υψόμετρο της Ρέμβης- βρίσκεται το ομώνυμο εξωκλήσι, χτισμένο με πελεκητή πέτρα αρχικά το 1896 και μεταγενέστερα το 1993. Ο χώρος είναι γαλήνιος και ειρηνικός και προσφέρει την ωραιότερη θέα προς τους Μεταξάδες. Κάτω από το γλυκύτατο πρωινό φως το ωραίο χωριό δείχνει ακόμα ωραιότερο. Ανατολικά του λόφου εκτείνεται το επίσης παραδοσιακό χωριό «Παλιούρι», ενώ κάτω χαμηλά διακρίνεται ένα τμήμα της νωχελικής ροής του Ερυθροπόταμου, ανάμεσα στους οικισμούς της Αβδέλλας και της Πολιάς. Όλος ο κάμπος απλώνεται στα πόδια μας με μια μεγαλόπρεπη χρωματική ποικιλία, σ’ όλους τους τόνους του καφέ και του πράσινου, ανάλογα με το είδος των διάφορων καλλιεργειών. Τέλος , όλος ο νότιος και νοτιοδυτικός ορίζοντας καλύπτεται από την συμπαγή καταπράσινη επιφάνεια του μεγάλου δημοτικού δρυοδάσους των Μεταξάδων. Με την ευχέρεια της πρόσβασης, το γαλήνιο περιβάλλον και τη θαυμάσια θέα, ο λόφος του Προφήτη Ηλία είναι ένα σημείο ιδανικό για επίσκεψη, ιδιαίτερα κατά τις πρωινές ώρες της ημέρας.
Βγαίνουμε από τους Μεταξάδες με κατεύθυνση προς την Αβδέλλα, πριν όμως φτάσουμε στο μικρό οικισμό συναντάμε ένα πολύ καλοστρωμένο αγροτικό δρόμο, που ανηφορίζει με ήπιες κλίσεις προς τα δυτικά. Αποφασίζουμε να τον ακολουθήσουμε και πολύ γρήγορα βρισκόμαστε σ’ ένα αγροτικό τοπίο αυθεντικό, με μεγάλα σταροχώραφα, άριστα καλλιεργημένα. Ομαλές λοφοπλαγιές με καταπράσινα στάχυα που κυματίζουν στο πρωινό αεράκι, ελαφρές χαραδρώσεις εδάφους ανάμεσά τους, που και που μικρές συστάδες δρυός ή ολάνθιστες αγριοαχλαδιές, είναι μια διαδρομή νωχελική και γαλήνια, με ολοκληρωτική απουσία τροχοφόρων, αστικών ή αγροτικών. Ο δρόμος ανηφορίζει συνέχεια προς τα δυτικά, το τοπίο μεταβάλλεται σε ημιορεινό, οι καλλιεργημένες εκτάσεις λιγοστεύουν, δίνουν όλο και περισσότερο τη θέση τους σε δρυοσκέπαστους λοφίσκους και εντονότερες κλίσεις και χαραδρώσεις του εδάφους.
Πέντε περίπου χιλιόμετρα από την αναχώρησή μας συναντάμε στα δεξιά (ΒΔ) ένα παρακλάδι του δρόμου πολύ κατηφορικό. Το αφήνουμε προσωρινά και συνεχίζουμε , γιατί μπροστά απέναντί μας διακρίνουμε στη κορυφή ενός λόφου κάτι που μοιάζει με ερειπωμένο κτίσμα. Μετά από λίγο, ο καλός ως τώρα χωματόδρομος δίνει τη θέση του σε δευτερεύοντες και δύσβατους αγροτικούς δρόμους, που εκφυλίζονται ανάμεσα σε καλλιεργημένες εκτάσεις και δρυοδάση. Αφήνουμε το αυτοκίνητο, διασχίζουμε κάθετα ένα επικλινές σταροχώραφο και στο τελείωμά του συναντάμε ένα στενό, ανεπαίσθητο μονοπάτι , που, από τους θάμνους που το έχουν κυριεύσει, δείχνει για πολύ καιρό αχρησιμοποίητο. Βρισκόμαστε ήδη στο υψηλότερο σημείο της λοφοσειράς. Το μονοπάτι συνεχίζει με βόρεια κατεύθυνση και, μετά από 200 περίπου μέτρα, καταλήγει μπροστά στο ερειπωμένο κτίσμα. Είναι ένα παλιό ελληνικό στρατιωτικό φυλάκιο. Οι τοίχοι του είναι μισογκρεμισμένοι, οι πέτρες κείτονται σε μεγάλους σωρούς, τόσο στον περιβάλλοντα χώρο όσο και στο εσωτερικό. Περιδιαβαίνουμε για λίγο σιωπηλοί ανάμεσα στα χαλάσματα, προσπαθούμε να ανιχνεύσουμε σημεία και αντικείμενα του παρελθόντος, κάποια μισοσβησμένα χαράγματα στους πέτρινους τοίχους με αρχικά ονομάτων των παλιών φαντάρων, κάποια σπασμένα μπουκάλια, μερικά σκουριασμένα κουτιά από κονσέρβες. Απομεινάρια μιας μικρής κοινωνίας ανθρώπων, που κάποτε σε αυτή την εσχατιά της ελληνικής επικράτειας, ήταν ταγμένη να φυλάει θερμοπύλες. Σε καίριες θέσεις γύρω από το φυλάκιο, ανάμεσα σε πυκνούς και αδιαπέραστους πια θάμνους, διακρίνονται ακόμα τα ορύγματα και οι θέσεις μάχης. Ένα πιο σύγχρονο κατασκεύασμα είναι το τσιμεντένιο τριγωνομετρικό κολονάκι της Γεωγραφικής Υπηρεσίας Στρατού. Υπάρχει όμως και ένα μικρό κτίσμα ανέγγιχτο από τη φθορά του χρόνου. Είναι η άριστης κατασκευής υπερυψωμένη σκοπιά, με θέα στρατηγική σ’ όλο το δυτικό και νοτιοδυτικό ορίζοντα. Από αυτό το σημείο αγναντεύουμε κάτω χαμηλά τις εκτάσεις της γειτονικής χώρας, της Βουλγαρίας. Είναι μια κοιλάδα εκπληκτικής ομορφιάς, που σχηματίζεται ανάμεσα σε δρυοσκέπαστα βουνά και ένα σημαντικό της τμήμα διασχίζει ο Ερυθροπόταμος. Στο μέσο περίπου της κοιλάδας, με άριστο ανατολικό προσανατολισμό, είναι χτισμένος σε μια ήπια πλαγιά ένας μικρός Βουλγάρικος οικισμός. Τα σπίτια του είναι στο σύνολο τους πλινθόκτιστα, μ’ αυτό το καφεκόκκινο χρώμα που ξεχωρίζει χαρακτηριστικά κάτω από τον πρωινό ήλιο. Προσπαθούμε να εντοπίσουμε στο χωριό κάποιες κινήσεις, κάποια ανθρώπινη δραστηριότητα. Όσο και αν το παρατηρούμε όμως με τον ισχυρό τηλεφακό, δεν διακρίνουμε καμιά ένδειξη ζωής. Παρά την ειδυλλιακή τοποθεσία στην οποία είναι χτισμένο, το Βουλγαρικό χωριό δείχνει να έχει εγκαταλειφθεί από τους κατοίκους του.
Επιστρέφουμε στο αυτοκίνητο και συναντάμε και πάλι τον κατηφορικό αγροτικό δρόμο που είχαμε αφήσει. Κινούμαστε τώρα ανατολικά, ανάμεσα σε εντυπωσιακές καλλιεργημένες εκτάσεις και χιλιάδες αγριολούλουδα. Η φύση, ολάνθιστη, έχει φορέσει τις πιο πολύχρωμες φορεσιές της, έτοιμη να υποδεχθεί την πιο χαρμόσυνη μέρα του χρόνου για περιβάλλον και ανθρώπους, την πρωτομαγιά. Σ’ ένα χωράφι δίπλα στο δρόμο, κάποια λουλούδια διαφορετικά από τα άλλα κινούν την προσοχή μας. Σταματάμε και πλησιάζουμε.
-Άγριες τουλίπες!, φωνάζει με ενθουσιασμό η Άννα. Είναι κατακόκκινες, μικρούλες, το ύψος τους μετά βίας φτάνει τα 30 εκατοστά. Είναι μικρότερες από τις άγριες τουλίπες που κατακλύζουν τον Αργολικό κάμπο γύρω από τα Δίδυμα και πολύ μικρότερες από τις αντίστοιχες της Χίου, τους περίφημους «λαλάδες», με την εντυπωσιακή εμφάνιση και την αριστοκρατική τους κορμοστασιά. Ωστόσο, παρά το ταπεινό τους παράστημα, τούτες εδώ οι υπερβόρειες τουλίπες του Έβρου, δεν υπολείπονται καθόλου σε χάρη και ομορφιά έναντι των ομοειδών εκπροσώπων στα νότια της χώρας. Πολύ πιο έντονες ομοιότητες παρουσιάζουν με κάποιες άλλες άγριες τουλίπες, που πριν λίγα χρόνια είχαμε για ώρες αναζητήσει και τελικά εντοπίσει, σε μια αγροτική, ημιορεινή περιοχή της Κύπρου. Όπως στις τρεις προηγούμενες περιπτώσεις, έτσι και τώρα , η χαρά μας στη θέα αυτού του πανέμορφου και αυθεντικού αγριολούλουδου, είναι απερίγραπτη. Το μόνο μας παράπονο είναι, πια πολύ λίγες είναι ακόμα ανθισμένες. Στη συντριπτική τους πλειοψηφία είναι διάσπαρτες κατά χιλιάδες στους αγρούς, με σφιχτά πράσινα μπουμπούκια, που κρύβουν ζηλότυπα τον κόκκινο ανθό τους. Είναι βέβαιο, πως αν είχαμε την εξαιρετική τύχη, να επισκεφθούμε μετά από μία ή δύο εβδομάδες την περιοχή, θα βρισκόμασταν μπροστά σε ένα απίστευτο υπερθέαμα, ένα απέραντο, κατακόκκινο χαλί.
- Δεν πειράζει, την επόμενη φορά ίσως φανούμε τυχερότεροι, λέω στην Άννα, που τις αναζητεί σ’ όλο τον αγρό και φωτογραφίζει τις ωραιότερες.
Ξαναμπαίνουμε στο αυτοκίνητο και συνεχίζουμε την συναρπαστική μας διαδρομή. Σ’ ένα σημείο ο κεντρικός αγροτικός δρόμος σχηματίζει προς τα βόρεια μια διακλάδωση. Ξεστρατίζουμε για λίγο και την ακολουθούμε. Η πορεία μας είναι σύντομη. Μετά από μερικές εκατοντάδες μέτρα ο δρομίσκος σταματάει αιφνιδιαστικά, μπροστά σε μια χαράδρωση του εδάφους. Βαδίζουμε μερικά μέτρα με τα πόδια και φτάνουμε στο χείλος μιας κατακόρυφης χωμάτινης πλαγιάς. Εκεί, μένουμε έκθαμβοι από την ομορφιά του τοπίου που αντικρύζουμε. Όλη σχεδόν την κοίτη της ήπιας χαράδρας τη διαφεντεύει με τη ροή του ο Ερυθροπόταμσο. Έχοντας διαγράψει μια μεγάλη και αθέατη καμπύλη στη Βουλγάρικη κοιλάδα, πίσω από τους δασωμένους λόφους του φυλακίου, προβάλλει και πάλι στο Ελληνικό έδαφος το πανέμορφο ποτάμι, με τα κρυστάλλινα νερά του, τις αμμουδιές και τις ιτιές, τα τιτιβίσματα των αναρίθμητων πουλιών του. Η ροή του σ’ αυτό το επίπεδο σημείο είναι απόλυτα νωχελική, το ποτάμι μοιάζει επιτέλους να ηρεμεί μετά την πολυδαίδαλη και οπωσδήποτε ορμητική και πολύβουη διαδρομή του, ανάμεσα στις χαράδρες και στα Βουλγαρικά βουνά. Η πρόσβαση βέβαια στις όχθες είναι αδύνατη, οι καταπτώσεις του εδάφους έχουν δημιουργήσει γκρεμούς αδιαπέραστους. Δεν συμβαίνει όμως το ίδιο λίγα χιλιόμετρα πιο κάτω. Εκεί ο δρόμος χαμηλώνει απαλά ως την όχθη και μας δίνει τη δυνατότητα να βρεθούμε δίπλα στο νερό. Είναι η ώρα, που σ’ όλο τον κάμπο επικρατεί μεγάλη ζέστη. Μετά την πολύωρη περιήγηση από νωρίς το πρωί συνειδητοποιούμε ξαφνικά, πως έχει φτάσει μεσημέρι. Κάτω από την ευεργετική σκιά που ρίχνουν οι ιτιές αφήνουμε το χρόνο να κυλάει αβίαστα, όπως κυλάει το δροσερό νερό του Ερυθροπόταμου στα πόδια μας. Ένας τεράστιος λευκοτσικνιάς κάνει μερικά βήματα στις αμμουδερές νησίδες του ποταμού και ύστερα απογειώνεται και ανοίγει τα φτερά του σε μία πτήση αρχοντική και γαλήνια.
Κάποια στιγμή αποφασίζουμε να εγκαταλείψουμε τη δροσιά και τη νιρβάνα. Ξαναπαίρνουμε τον ωραίο αγροτικό δρόμο για Μεταξάδες που κινείται για λίγο παράλληλα με το ποτάμι, ενώ αργότερα στρέφεται προς το εσωτερικό και συναντάει τον ασφαλτοστρωμένο δρόμο της Αβδέλλας. Έχουμε ήδη ολοκληρώσει μια κυκλική πορεία 15 περίπου χιλιομέτρων, ένα μεγάλο τόξο από τα δυτικά προς τα ανατολικά, που ήδη χάρισε πολλές και συναρπαστικές εικόνες από την αθέατη φύση των Μεταξάδων.
ΠΡΩΤΟΜΑΓΙΑ. Η ΠΕΡΙΗΓΗΣΗ ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ
Σήμερα οι ανθρώπινες δραστηριότητες ξεκινούν πολύ πριν από τις 7 στη Ρέμβη. Τακτοποιούνται τα κάρβουνα και οι σούβλες με τα αρνιά, ο μεγάλος υπαίθριος χώρος συγυρίζεται και καθαρίζεται με σχολαστικότητα. Ρυθμίζονται οι τελευταίες λεπτομέρειες για την υποδοχή και εξυπηρέτηση του μεγάλου πλήθους ανθρώπων, που αναμένεται να συρρεύσει τη σημερινή μέρα γιορτής των εργαζομένων και της φύσης. Είναι πολύ ευχάριστο να βρισκόμαστε στο επίκεντρο όλων αυτών των ετοιμασιών πίνοντας στο γρασίδι το πρωινό μας καφεδάκι. Ύστερα ευχόμαστε «καλό κουράγιο» στους φίλους μας και ξεκινάμε και εμείς την πρωτομαγιάτικη εξόρμησή μας.
Προς τα Ν-ΝΔ των Μεταξάδων ανηφορίζουμε τον ασφαλτοστρωμένο δρόμο με κατεύθυνση προς το μικρό Δέρειο. Σε απόσταση δύο περίπου χιλιομέτρων συναντάμε στ’ αριστερά του δρόμου ένα ξύλινο κιόσκι. Ο δρόμος που περνάει από κάτω μας οδηγεί μετά από 400 μέτρα στον χώρο δασικής αναψυχής του Αγίου Κωνσταντίνου, που έχει δημιουργηθεί πριν λίγα χρόνια από τις προηγούμενες κοινοτικές αρχές. Εδώ, σε υψόμετρο 180 μέτρων, μέσα σε θαυμάσιο δρυοδάσος, βρίσκεται χτισμένο το εκκλησάκι των Αγίων Κωνσταντίνου και Ελένης. Η έξοχη τοιχοποιία του με ντόπια πελεκητή πέτρα βασίζεται στο γνωστό ισοδομικό σύστημα, που χωρίς τη χρήση ασβεστοκονιάματος, έχει εφαρμοστεί σε αρκετά από τα ωραιότερα πετρόχτιστα σπίτια των Μεταξάδων. Μπροστά και γύρω από το ,,,,,,,,,,,,,,,,,με τον όγκο τους τέσσερα καταπληκτικά δέντρα υπεραιωνόβιων δρυών, ενώ όλες οι υπόλοιπες στο δάσος είναι πολύ νεότερες. Ο περιβάλλον χώρος σε μεγάλη έκταση είναι άριστα αξιοποιημένος με εγκαταστάσεις δασικής αναψυχής, που περιλαμβάνουν πολλά ξύλινα παγκάκια και τραπεζάκια διάσπαρτα στο δάσος, βρύση με τρεχούμενο νερό, χτιστές ψησταριές, κιόσκια ανάπαυσης, πλήρη παιδική χαρά, κάδους απορριμμάτων και τουαλέτες. Από τις συνολικές εγκαταστάσεις δεν μοιάζει να λείπει τίποτε, που θα μπορούσε να χαρίσει ηρεμία, ψυχική ξεκούραση αλλά και ποιοτική απόλαυση αυτού του υπέροχου φυσικού περιβάλλοντος. Ήδη καταφθάνουν οι πρώτες χαρούμενες παρέες και ξεκινούν τις προετοιμασίες τους για τη μεγάλη γιορτή της πρωτομαγιάς. Η ίδια χαρμόσυνη ατμόσφαιρα επικρατεί σε πολλά σημεία της δασικής μας διαδρομής προς το Μικρό Δέρειο. Όλη αυτή η μεγάλη περιοχή, που εκτείνεται στο νότιο άκρο των Μεταξάδων, έχει συνολική έκταση 15,260 στρεμμάτων και αποτελεί το Δημοτικό δάσος του Δήμου Μεταξάδων. Έχει παραχωρηθεί ήδη από το 1929 με απόφαση του Διοικητικού Δικαστηρίου του Υπουργείου Γεωργίας στην τότε κοινότητα Μεταξάδων. Το δάσος αυτό αποτελείται σχεδόν αποκλειστικά από αμιγείς συστάδες πρεμνοφυούς δρυός ηλικίας 20-50 ετών. Παρατηρείται επίσης και ποικιλία πολλών άλλων δασοπονικών ειδών σε μικρούς βέβαια αριθμούς, όπως ο γαύρος, ο φράξος, ο τρίλοβος σφένδαμος, ο κέδρος, η κρανιά, η φλαμουριά, το σκλήθρο. Εμφανίζονται επίσης κάποια άτομα μαύρης πεύκης, σορβιάς, κοκορεβυθιάς, φτελιάς, τσαμπουρνιάς, κράταιγου, κουτσουπιάς, λεύκης, και φιλύρας. Το υπερθαλάσσιο ύψος της περιοχής κυμαίνεται από τα 70 έως τα 300 μέτρα. Το ανάγλυφο είναι πολυποίκιλο και γενικά ήπιο, αφού απουσιάζουν οι μεγάλες υψομετρικές διαφορές, ενώ αντίστοιχα οι βαθιές και απότομες χαραδρώσεις είναι ελάχιστες. Η μορφολογία του εδάφους προσδιορίζεται κυρίως από ράχες και μικρορρέματα , που καταλήγουν σε τρία μεγάλα μεγάλα ρέματα. Αυτά είναι το «Αμπά Ντουλαπή¨, ο «Λάκος Ντομούλ» και οι «Γούρνες», που συμβάλλουν στον Ερυθροπόταμο. Άλλωστε το δάσος των Μεταξάδων αποτελεί τμήμα της λεκάνης απορροής του Ερυθροπόταμου.
Όσον αφορά την άγρια πανίδα στο δάσος διαβιούν διάφορα θηλαστικά, πτηνά και ερπετά, που δεν έχουν όμως καταγραφεί συστηματικά. Συνηθέστερα εμφανίζονται λαγοί, αλεπούδες, και γενικά μικρά ζώα, χωρίς να είναι σπάνια και η διέλευση μεγάλων θηλαστικών, όπως τα ζαρκάδια και τα αγριογούρουνα. Μια από τις κύριες προτεραιότητες της νέας δημοτικής αρχής των Μεταξάδων είναι να αξιοποιήσει ένα τμήμα του δάσους σε ελεγχόμενη κυνηγετική περιοχή πανελλήνιας εμβέλειας. Ο Δήμαρχος Χρήστος Τερτσούδης είναι σαφής, πιστεύει πως η δημιουργία καταφυγίου θηραμάτων είναι στόχος υλοποιήσιμος, που θα τονώσει το τουριστικό ενδιαφέρον και την οικονομία της ευρύτερης περιοχής. Άλλες εναλλακτικές μορφές διαχείρισης του δάσους –εκτός από τη παραγωγή καυσόξυλων- είναι η δημιουργία χώρων αναψυχής και η χάραξη οικοτουριστικών μονοπατιών που, σε συνδυασμό με τα πανέμορφα τοπία του Ερυθροπόταμου, μπορούν να αποτελέσουν θαυμάσιες πεζοπορικές προτάσεις για τους φυσιολάτρες επισκέπτες. Με τις συνδυασμένες αυτές δράσεις είναι πιθανό να ανακοπεί η μεγάλη μετανάστευση και μείωση του πληθυσμού, που στους Μεταξάδες έχουν φτάσει το 25% την τελευταία δεκαετία. Μετά από θαυμάσια δασική διαδρομή 18 περίπου χιλιομέτρων φτάνουμε στον όμορφο οικισμό του Μικρού Δέρειου. Ακριβώς πριν από το χωριό περνάμε την παλιά στρατιωτική γέφυρα κάτω από ένα παρακλάδι του Ερυθροπόταμου. Είναι αυτό το τμήμα του ποταμού που πηγάζει από τις δασωμένες πλαγιές της Ελληνικής Ανατολικής Ροδόπης, συναντάται αργότερα με το τμήμα που πηγάζει από τη Βουλγαρία, διασχίζει την εκτεταμένη πεδιάδα των Μεταξάδων και, περνώντας πάνω από τις κορυφές της πόλης του Διδυμοτείχου, καταλήγει στον Έβρο.
Πλήθος κόσμου έχει αρχίσει ήδη να συγκεντρώνεται στο Μικρό Δέρειο γύρω από το ποτάμι, ξεκινώντας τις προετοιμασίες για τον εορτασμό της Πρωτομαγιάς. Εμείς αποφασίζουμε μια μεγάλη περιήγηση στα Πομακοχώρια που είναι διάσπαρτα σε όλη τη γύρω ορεινή περιοχή, αρχικά στο Μεγάλο Δέρειο και αργότερα στη Ρούσσα και στο Γονικό. Στη Ρούσσα πίνουμε ωραίο καφεδάκι στο καφενείο του Αμέτ, ενώ παραδίπλα γυρίζουν οι σούβλες με τα αρνιά. Έχει μεγάλο ενδιαφέρον η περιήγηση σ’ αυτά τα χωριά με τις τόσες ιδιαιτερότητες, ή έστω και μικρή όμως αναφορά, δεν είναι του παρόντος άρθρου. Το χαρακτηριστικό που είναι κοινό και άμεσα ορατό σε όλα σχεδόν τα Πομακοχώρια της περιοχής, είναι η εγκατάστασή τους σε θέσεις ορεινές και απόμακρες, που δημιουργούν μια αίσθηση απομόνωσης. Είναι στο σύνολό τους γραφικοί οικισμοί, κάτι που οφείλεται τόσο στο ωραίο φυσικό όσο και στο δομημένο περιβάλλον, με ντόπια πέτρα στους τοίχους και μεγάλες πλάκες στις σκεπές.
Ένας δύσβατος χωματόδρομος έξω από τη Ρούσσα μας οδηγεί μέσα από δρυοδάση, μικρορέμματα και πηγές με βουνίσιο νερό στον «Τεκέ», ένα μουσουλμανικό μοναστήρι μεγάλης ιστορικής και αρχιτεκτονικής αξίας, χτισμένο σ’ ένα φυσικό περιβάλλον εκπληκτικό. Επιστρέφοντας στο ασφάλτινο οδικό δίκτυο ανηφορίζουμε δυτικά, ακολουθώντας έναν φαρδύ και άριστα στρωμένο δασικό δρόμο. Είναι μια από τις ωραιότερες δασικές διαδρομές, που ελίσσεται ανάμεσα σε ρεματιές και χαράδρες με άφθονα νερά και συναντάει διαδοχικά δάση δρυός, πιο κάτω δασική πεύκη, έλατα και οξυές. Καταλήγει στη θέση «Χίλια», ένα θεαματικό και εκτεταμένο οροπέδιο με υψόμετρο 800 περίπου μέτρων, μερικά χιλιόμετρα πιο κάτω από την κορυφογραμμή της Ροδόπης και τα σύνορα με τη Βουλγαρία. Εδώ υπάρχουν πλήρεις εγκαταστάσεις που κάθε Αύγουστο φιλοξενούν το φημισμένο «Κουρμπάνι» των πομάκων, μεγάλες εορταστικές εκδηλώσεις που προσελκύουν πλήθος επισκεπτών.
Πολύς κόσμος βρίσκεται στα Χίλια από νωρίς, η ευωδιαστή τσίκνα από τις ψησταριές και τις σούβλες αιωρείται στην ατμόσφαιρα, το πρωτομαγιάτικο γλέντι έχει αρχίσει. Συνεχίζουμε προς τα δυτικά. Στο βάθος του ορίζοντα, σχεδόν στην κορυφογραμμή, διακρίνονται καθαρά οι ανεμογεννήτριες του αιολικού πάρκου της Ροδόπης, ενώ κάτω χαμηλά εκτείνεται η μεγάλη πεδιάδα της Κομοτηνής. Σ’ ένα σημείο συναντάμε ένα δασικό δρόμο που κατηφορίζει απότομα προς τα νότια. Βασιζόμενοι στο προσανατολιστικό μας ένστικτο αποφασίζουμε να τον ακολουθήσουμε. Πολύ γρήγορα το μετανιώνουμε, είναι όμως πολύ αργά για να επιστρέψουμε. Εκτός από τις πολύ απότομες κλίσεις το οδόστρωμα είναι παραμορφωμένο από βαθιά νεροφαγώματα, αποτέλεσμα των χειμωνιάτικων κατακλυσμιαίων νεροποντών. Σε πολλά σημεία το χώμα έχει απομακρυνθεί εντελώς αποκαλύπτοντας μεγάλες και ανώμαλες πέτρες. Το μαρτύριο διαρκεί σχεδόν 4 χιλιόμετρα, μέχρι τον μικρό Πομάκικο οικισμό Ουράνια, που προβάλλει αναπάντεχα μπροστά μας. Η συνέχεια της διαδρομής μας ως το Γονικό δεν μας δημιουργεί κανένα πρόβλημα.
Επιστρέφουμε στους Μεταξάδες. Καθώς προχωράει το απόγευμα, οι τελευταίες παρέες εγκαταλείπουν σιγά-σιγά τους χώρους αναψυχής, η πρωτομαγιά έχει ουσιαστικά τελειώσει. Οι βραδινές ώρες μας βρίσκουν στην πλατεία του Δημαρχείου, ασφυκτικά γεμάτη από τον αντρικό πληθυσμό των Μεταξάδων. Είναι μια ωραία, ζεστή βραδιά, που θυμίζει καλοκαίρι, βρίσκουμε με μεγάλη δυσκολία ένα τραπεζάκι και για δύο περίπου ώρες, ζούμε την αυθεντική ατμόσφαιρα της πλατείας του χωριού. Ύστερα κάποιος σηκώνεται, καληνυχτίζει ολόγυρα και αποχωρεί. Σαν να ήταν αυτό το σύνθημα που περίμεναν, ένας-ένας σηκώνονται οι υπόλοιποι και τον μιμούνται. Μέσα σε λίγα λεπτά η πλατεία χάνει τη βουή και τη ζωντάνια της. Δεν έχει μείνει τίποτε άλλο, από το να πάρουμε τον ανηφορικό δρόμο για τη Ρέμβη.
ΣΤΑ ΝΤΑΜΑΡΙΑ, ΣΤΟΥΣ ΓΥΡΩ ΟΙΚΙΣΜΟΥΣ ΚΑΙ ΣΤΑ ΑΝΑΧΩΜΑΤΑ ΤΟΥ ΕΡΥΘΡΟΠΟΤΑΜΟΥ
Δεν υπάρχουν – ή δεν βρήκαμε – ακριβή στοιχεία για την εποχή της πρώτης εξόρυξης της πέτρας από τα λατομεία των Μεταξάδων. Το βέβαιο είναι, πως κάποια σπίτια του 19ου αιώνα που σώζονται ακόμα – αλλά και προγενέστερα που δεν υπάρχουν πια – είχαν τη πρώτη ύλη για την τοιχοποιία τους την τόσο χαρακτηριστική και όμορφη από την πέτρα των Μεταξάδων. Υπάρχουν συνολικά τρία λατομεία, δύο στα δυτικά του χωριού και ένα στα ανατολικά. Τα δύο πρώτα τα εντοπίσαμε εύκολα στους δρυοσκέπαστους λόφους που εκτείνονται σε πολύ μικρή απόσταση, ανάμεσα στους Μεταξάδες και στην Άβδελλα. Ένα πρωί ξεκινάμε να τα γνωρίσουμε από κοντά. Στον δρόμο προς την Άβδελλα στρίβουμε αριστερά ακολουθώντας την κοίτη ενός μικρού ρέματος. Αφήνουμε το αυτοκίνητο και σε λιγότερο από 10 λεπτά βρισκόμαστε μπροστά στο τεράστιο νταμάρι. Το μέτωπο του πρέπει να ξεπερνάει τα 500 μέτρα, ενώ σε ορισμένα σημεία το ύψος του δεν είναι μικρότερο των 15 μέτρων. Πάνω από τη κατακόρυφη πλαγιά με τη λαξευμένη πέτρα εκτείνεται το δρυοδάσος. Στο ανώτερο τμήμα της τομής του εδάφους ξεχωρίζει χαρακτηριστικά ο χωμάτινος ορίζοντας, που το πάχος του μόλις φτάνει τις μερικές δεκάδες εκατοστά. Το νταμάρι έχει εγκαταλειφθεί τα τελευταία χρόνια, τα ίχνη ωστόσο της λάξευσης παραμένουν, για να θυμίζουν την πολύχρονη ενασχόληση των λιθολόων των Μεταξάδων.
Το ίδιο απόγευμα έχουμε τη χαρά να γνωρίσουμε τον Δημήτρη Πιπερούδη, τον τελευταίο ίσως εναπομείναντα που εξακολουθεί να λαξεύει και να εμπορεύεται την πέτρα στους Μεταξάδες. Συνοδευόμενοι από τον εγγονό του Δημήτρη , δέχεται με μεγάλη ευχαρίστηση να μας ξεναγήσει στο εργαστήρι του, που βρίσκεται πολύ κοντά στην περιοχή των λατομείων.
Η αγάπη και η ασχολία του μπαρμπα- Δημήτρη με την πέτρα χρονολογούνται από την παιδική του ηλικία. Μισόν αιώνα τώρα πελεκάει την πέτρα του τόπου του, της δίνει τέλεια ορθογώνια σχήματα, γνωρίζει όλα τα μυστικά της. Χιλιάδες κομμάτια διαφόρων διαστάσεων είναι στοιβαγμένα στον υπαίθριο χώρο, όπου βρίσκεται το εργαστήρι του. Μένουμε κατάπληκτοι από αυτό τον μεγάλο αριθμό, που έχει συσσωρευτεί και παραμένει αναλλοίωτος ποιος ξέρει πόσα χρόνια τώρα.
-Τι την κάνεις μπάρμπα-Δημήτρη τόση πέτρα; Τον ρωτάω
-Περιμένω μήπως φανεί κάποιος πελάτης, απαντάει με πίκρα. Δυστυχώς τα 3-4 τελευταία χρόνια κανένας δεν ενδιαφέρεται για πέτρα. Τα χρόνια τα καλά ήταν μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του ’70. Από τότε άρχισε να πέφτει η ζήτηση της πέτρας, σήμερα όλοι προτιμούν την εύκολη λύση του τσιμέντου.
-Και παρ’ όλα αυτά εσύ εξακολουθείς και πελεκάς;
-Τι άλλο έχω να κάνω; Μετά από τόσο χρόνια η πέτρα είναι κομμάτι της ζωής μου. Έρχομαι εδώ λίγες ώρες και ξεχνιέμαι. Και το πιο σπουδαίο είναι, ότι τώρα πια πελεκάω για τον εαυτό μου.
Αυτές οι τελευταίες κουβέντες του μπάρμπα-Δημήτρη μένουν πολύ ώρα στο μυαλό μου…….
Εκτός από τη φύση και το αστικό περιβάλλον των Μεταξάδων η περιήγησή μας επεκτείνεται σ’ όλη την επικράτεια του Δήμου. Με έκταση 200,000 στρεμμάτων ο Καποδιστριακός Δήμος Μεταξάδων περιλαμβάνει 15 οικισμούς με συνολικό πληθυσμό 5000 κατοίκων κατά την τελευταία απογραφή. Το 90% της επιφάνειας του Δήμου καταλαμβάνουν εκτάσεις πεδινές, ενώ το 10% ημιορεινές. Από τις καλλιεργημένες εκτάσεις που φτάνουν τα 100.000 στρέμματα, μόνον στο 30% έχει γίνει αναδασμός της γης,, ενώ το υπόλοιπο 70% είναι κατακερματισμένες μικρές ιδιοκτησίες. Και από τις θεωρούμενες όμως μεγάλες ιδιοκτησίες αρδεύεται μόνον ένα ποσοστό 20%. Οι δύο αυτοί λόγοι , σε συνδιασμό με το υψηλό κόστος παραγωγής, συντελούν στην χαμηλή κερδοφορία της αγροτικής ενασχόλησης, με αποτέλεσμα την σταδιακή συρρίκνωση του πληθυσμού, ιδιαίτερα ανάμεσα στις νεαρές ηλικίες. Και είναι στ’ αλήθεια εξαιρετικά λυπηρό να αντικρίζουμε καθημερινά αυτές τις απέραντες και θαυμάσια καλλιεργημένες εκτάσεις γης, που – αντίθετα με ότι θα υπέθετε κανείς – αποδίδουν στην πραγματικότητα πολύ λιγότερα από τα προσδοκώμενα. Για τον απλό επισκέπτη βέβαια αποτελεί μέγιστη ευχαρίστηση η περιπλάνηση σ’ αυτό το ήρεμο τοπίο, με τις διαβαθμίσεις των γήινων τόνων, τα ποικίλα γεωμετρικά σχήματα των χωραφιών, τις καμπύλες επιφάνειες των χαμηλών λοφίσκων και τις παρεμβολές ήπιων πτυχώσεων εδάφους και μικρών δρυοδασών. Σ’ αυτό το ωραίο τόπο είναι διάσπαρτοι οι οικισμοί των Μεταξάδων, καθένας με την ιστορία του και τις ιδιαιτερότητές του. Δυστυχώς είναι αδύνατον – αν και πολύ θα το θέλαμε – να αναφερθούμε σε όλους αυτούς τους οικισμούς στα πλαίσια ενός μόνον άρθρου. Περιοριζόμαστε λοιπόν να επισημάνουμε, ότι το μεγαλύτερο αρχιτεκτονικό ενδιαφέρον συγκεντρώνουν κατά τη κρίση μας οι τέσσερις, όμοροι με τους Μεταξάδες οικισμοί, δηλαδή το Παλιούρι, η Άβδελλα, η Πολιά και το Αλεποχώρι. Σ’ αυτά τα τέσσερα χωριά διατηρείται – σε μεγαλύτερο ή μικρότερο βαθμό – η οικιστική παράδοση των Μεταξάδων με τη ντόπια πέτρα και τις ξυλοδεσιές. Στο Παλιούρι τα χαρακτηριστικά αυτά συναντώνται κυρίως στο δυτικό του τμήμα, το οποίο, μαζί με τον οικισμό των Μεταξάδων και τη χώρα της Σαμοθράκης, αποτελούν τους μοναδικούς οικισμούς στον Έβρο που έχουν χαρακτηριστεί παραδοσιακοί από τα τέλη της δεκαετίας του ’70.
Η Άβδελλα διατηρεί αρκετά παραδοσιακά σπίτια, ενώ πολύ λιγότερα υπάρχουν στην Πολιά. Τέλος, στο Αλεποχώρι, συναντάει κανείς πολλά πετρόχτιστα σπίτια διάσπαρτα σ’ όλον τον οικισμό, εδώ όμως πρέπει να επισημάνουμε, ότι στα περισσότερα έχει μεταγενέστερα προστεθεί ασβεστοκονίαμα ανάμεσα στο αρμολόγημα της πέτρας, με αποτέλεσμα να έχει επηρεαστεί αισθητικά η αρχική αυθεντική τοιχοποιία. Στα υπόλοιπα χωριά σπανίζουν ή είναι ανύπαρκτα τα χαρακτηριστικά πετρόχτιστα σπίτια των Μεταξάδων και των υπόλοιπων οικισμών. Ίσως γιατί η απόστασή τους είναι πολύ μεγαλύτερη από τα νταμάρια των Μεταξάδων και εκείνη η πέτρα ήταν ακριβότερη από την ντόπια πέτρα του κάθε οικισμού.
Κυρίαρχη παρουσία σ’ όλη την εδαφική έκταση του Δήμου κατέχει ο Ερυθροπόταμος, που με τα μικρορέματά του διασχίζει τη μεγάλη πεδιάδα σ’ όλο της το μήκος, από τα σύνορα με τη Βουλγαρία στα ΒΔ, ως το σημείο που συναντάει τον Έβρο στα ΝΑ. Πάνω από τις όχθες του ποταμού έχουν δημιουργηθεί υπερυψωμένα προστατευτικά αναχώματα, που είναι ικανά να προσφέρουν απόλυτη αντιπλημμυρική προστασία στην πεδιάδα, ακόμα και στις σφοδρότερες βροχοπτώσεις. Το έργο κρίθηκε απόλυτα αναγκαίο μετά τις καταστροφικές πλημμύρες που έχει προκαλέσει στο παρελθόν ο Ερυθροπόταμος. Το ανώτερο τμήμα των αναχωμάτων είναι επίπεδο, σχηματίζοντας έναν πολύ βατό αγροτικό δρόμο, που κατά διαστήματα παρέχει πρόσβαση τόσο στις όχθες όσο και στις καλλιεργημένες εκτάσεις. Αυτός ο δρόμος, που εκτείνεται σε μήκος αρκετών χιλιομέτρων και από τις δύο πλευρές του ποταμού, προσφέρει μία εξαιρετική δυνατότητα περιήγησης είτε με το αυτοκίνητο είτε με τα πόδια. Με τη συναρπαστική ελικοειδή πορεία του ποταμού στη πεδιάδα τα τοπία και οι εικόνες εναλλάσσονται διαρκώς, δεν κουράζουν ποτέ τον επισκέπτη. Ακόμα και το ίδιο ακριβώς σημείο παρουσιάζει τις δικές του ιδιαίτερες εικόνες, αν το αντικρίσει κανείς νωρίς το πρωί, το μεσημέρι ή στο φως του δειλινού.
Ένα απόγευμα έχουμε δυνατότητα να παρακολουθήσουμε σ’ ένα μεγάλο παραποτάμιο χωράφι την διαδικασία συλλογής της εξαιρετικής ποιότητας σπαραγγιών, που παράγονται στην περιοχή των Μεταξάδων. Καθώς είναι η πρώτη φορά που παρακολουθούμε κάτι ανάλογο, μας κάνει ιδιαίτερη εντύπωση ο τρόπος που συλλέγεται μέσα από το χώμα το θαυμάσιο αυτό προϊόν, που τόσο ελάχιστα καταναλίσκεται στην Ελλάδα, μα είναι τόσο δημοφιλές στην υπόλοιπη Ευρώπη. Δεν παραλείψαμε βέβαια να γευτούμε στο εστιατόριο της Ρέμβης τα ολόφρεσκα και νοστιμότατα σπαράγγια των Μεταξάδων.
Κάποιο άλλο απόγευμα, στη διάρκεια μιας γαλήνιας διαδρομής μας στο ανάχωμα, κινούν τη προσοχή μας δύο άνθρωποι, στην όχθη του ποταμού, που από μακρυά μοιάζουν να ψαρεύουν. Τους πλησιάζουμε με περιέργεια. Τη στιγμή ακριβώς που φτάνουμε δίπλα τους, ο ένας από τους δύο βγάζει με το καλέμι του ένα ψάρι. Νιώθω το ψαράδικο ένστικτο, που με συντροφεύει από τη παιδική μου ηλικία, να διεγείρεται αμέσως.
– Καλό ψαράκι έβγαλες πατριώτη. Πες όμως τι είναι;
– Κεφαλόπουλο, μου απαντάει. Αυτό είναι σχετικά μικρό, έχουμε βγάλει και πολύ μεγαλύτερα.
-Και τι χρησιμοποιείς για δόλωμα;
-Τεχνητό δόλωμα, πεταλούδα.
Καθόμαστε και τους παρακολουθούμε με την Άννα. Είναι θείος και ανηψιός από το διπλανό χωριό, την Πολιά. Μετά από λίγο ανεβάζουν άλλο ένα ψάρι. Ο θείος το βγάζει από το αγκίστρι, ενώ ο ανηψιός ξαναρίχνει το καλέμι.
– Δεν πάτε και άσχημα ,τους λέω.
– Ε, για να περνάει η ώρα μας. Είναι πιο καλά εδώ από το καφενείο.
Ήρεμοι, λιγόλογοι, χωρίς το παραμικρό άγχος πάνω τους, μοιάζουν να απολαμβάνουν τη γαλήνη του δειλινού δίπλα στο ποτάμι.
Ετοιμαζόμαστε να τους αποχαιρετήσουμε. Ο πιο ηλικιωμένος άντρας παίρνει τα ψάρια από το χορτάρι και μας τα προσφέρει.
– Δεν είναι πολλά αλλά φτάνουν για ένα τσιπουράκι.
Μένουμε έκπληκτοι από αυτή την αυθόρμητη, ανθρώπινη χειρονομία. Τους ευχαριστούμε πολύ αλλά αρνούμαστε ευγενικά.
– Είμαστε ξένοι, δεν έχουμε που να τα μαγειρέψουμε. Το ίδιο κάνει όμως, με τη κίνησή σας μόνο είναι σαν να μας τα δώσατε.
Το ίδιο βράδυ, με αφορμή τα ποταμίσια ψάρια, έρχεται στο νου μας η πληροφορία που μας έχουν δώσει για μια ψαροταβέρνα στο Αλεποχώρι.
– Μα είναι δυνατόν να υπάρχει ψαροταβέρνα στο Αλεποχώρι, 130 σχεδόν χιλιόμετρα από την πλησιέστερη ακτή; Είναι η πρώτη μας αντίδραση.
– Υπάρχει, μας βεβαιώνει ο Παναγιώτης Γουρίδης, και μάλιστα με μεγάλη ποικιλία από φρέσκο ψάρι.
– Ο Λάκης Νακούδης και η γυναίκα του Μαρία έχουν απλώσει το «Δίχτυ» τους , όχι στη θάλασσα αλλά στην όμορφη πλατεία του Αλεποχωρίου. Παρά την προχωρημένη ώρα προτιμάμε να καθίσουμε στον υπαίθριο χώρο, κάτω από τα αστέρια και τη δροσιά της ανοιξιάτικης βραδιάς. Αρχίζει να απαριθμεί τα διαθέσιμα θαλασσινά και ψάρια η Μαρία και ξαφνικά έχουμε την εντύπωση, ότι δεν βρισκόμαστε στα ηπειρωτικά του Βόρειου Έβρου αλλά σε ψαροταβέρνα στη Θεσσαλονίκη.
– Κάποιες άλλες μέρες υπάρχει ακόμα μεγαλύτερη ποικιλία, λέει ο Λάκης.
Μετά από λίγη ώρα διαπιστώνουμε και την φρεσκάδα των ψαριών, καθώς και τον άριστο τρόπο παρασκευής τους. Χταποδάκι και σαρδέλα στα κάρβουνα, κουτσομούρα στο τηγάνι, γαρίδες με πικάντικη κόκκινη σάλτσα. Το μόνο που λείπει είναι η θαλάσσια αύρα και τα καίκια από το φημισμένο ψαρολίμανο της Θεσσαλονίκης, τη Μηχανιώνα.
– Από εκεί είναι τα ψάρια που τρώτε, λέει ο Λάκης, από τα μέρη σας.
– Και ποιος σου τα φέρνει από απόσταση 460 χιλιομέτρων;
– Μόνος μου τα φέρνω, το κύριο επάγγελμά μου είναι το εμπόριο ψαριών.
Ψαραγορές Καβάλας, Αλεξανδρούπολης, και Μηχανιώνας, ατελείωτες ώρες οδήγησης και αμέτρητα χιλιόμετρα.
– 420.000 χιλιόμετρα σε δυόμιση χρόνια, καταλήγει ο Λάκης. Ετοιμάζομαι να αλλάξω αυτοκίνητο.
Έτσι το μυστήριο των ολόφρεσκων ψαριών στο Αλεποχώρι βρίσκει την εξήγησή του. Ήταν το τελευταίο πράγμα που περιμέναμε να συναντήσουμε στις εσχατιές του Έβρου.
ΕΠΙΛΟΓΟΣ
Όταν, μετά το Πάσχα, αποχαιρετήσαμε τους καλούς μας φίλους στο Σουφλί και ξεκινήσαμε για τα βόρεια, δεν φανταζόμασταν πως θα μέναμε εκεί πάνω από δύο μέρες. Μετά από μια σχεδόν εβδομάδα στους Μεταξάδες και την περιοχή τους αισθανόμαστε μια απέραντη ηρεμία. Είναι σαν το γαλήνιο τοπίο με τις απαλές γραμμές του να επέδρασε κατευναστικά και να απάλυνε όλα τα άγχη και τις εντάσεις από τη μεγάλη πόλη και τις συνεχείς – όχι πάντα ήρεμες – μετακινήσεις.
– Πολύ θα ήθελα κάποιες μέρες του χρόνου σ’ έναν τόπο σαν και αυτόν, μου λέει η Άννα. Και δεν με πειράζει καθόλου η μεγάλη απόσταση, αντίθετα κάνει τη φυγή ουσιαστικότερη.
Κάθε απόγευμα μας βρίσκει στην περιοχή του Ερυθροπόταμου, με την κρυφή ελπίδα ότι θα δούμε τον ήλιο να δύει στα νερά του. Στην κρίσιμη όμως ώρα πάντα κάποια σύννεφα τον κρύβουν.
Επιτέλους κάποιο απόγευμα τα σύννεφα αραιώνουν, τα χρώματα της δύσης ζωηρεύουν και ο ήλιος χαμηλώνει απαλά και βάφει πραγματικά ερυθρά τα νερά του Ερυθροπόταμου. Απομένουμε να παρακολουθούμε το αργό του βύθισμα, ως την τελευταία στιγμή που χάνεται πίσω από τους λόφους.