Η Μεσορώπη είναι ένα παραδοσιακό χωριό με γραφικά σοκάκια και αρχοντόσπιτα με πέτρα, ξυλοδεσιές και σαχνισιά. Μεγάλο πλεονέκτημα του τόπου είναι, ότι σ’ όλη τη διάρκεια του χρόνου ρέουν κρυστάλλινα νερά. Είναι ο αστείρευτος υδάτινος πλούτος που ξεχύνεται από τα βράχινα έγκατα του όρους Παγγαίου, που δεσπόζει πάνω απ’ το χωριό. Εκεί βρίσκεται το ποτάμιο σπήλαιο της Βοσκόβρυσης. Το ανακαλύπτουμε σε υψόμετρο 1.170 μέτρων, με πορεία αρκετών ωρών σ’ ένα μονοπάτι εκπληκτικό, που άλλοτε διασχίζει ζούγκλα από φτέρες, ενώ άλλοτε εισχωρεί στην μυστική, βουερή κοίτη της ρεματιάς.
–Να προτείνω έναν ιδιαίτερο προορισμό στους ειδικούς; μας ρωτάει στη Θεσσαλονίκη ένας φίλος
–Οι «ειδικοί» είναι όλα αυτιά.
–Μεσορώπη Καβάλας, στους πρόποδες του Παγγαίου.
–Γνωστή και αγαπημένη από παλιά. Όμορφη, παραδοσιακή, με πλούσια βλάστηση και άφθονα νερά.
–Αλλά και μ’ έναν ωραίο ξενώνα, που έχει κουζίνα πολύ ξεχωριστή
–Αυτό το τελευταίο ξεφεύγει από τις εμπειρίες μας για τον τόπο.
–Αξίζει να το διαπιστώσετε.
Στον δρόμο για Μεσορώπη.
Εγνατία Οδός. Μεγάλο προνόμιο για την Βόρεια Ελλάδα. Ταχύτητα, άνεση και ασφάλεια. Διόδια αραιά –ακόμα- σε σύγκριση με τα αναρίθμητα, εισπρακτικά –ως επι το πλείστον- της ΠΑΘΕ. Που μετατρέπουν κάθε μετακίνησή μας στην Νότια Ελλάδα σε μια πραγματική δοκιμασία των νεύρων μας και της τσέπης .
Και μετά παραπονιόμαστε για την συρρίκνωση του εσωτερικού μας τουρισμού. Μα, με τέτοιες τιμές καυσίμων και τόσα πανάκριβα και ανήθικα διόδια, πώς ν’ αποφασίσει να ταξιδέψει κανείς;
Παρασύρθηκα πάλι από την αγανάκτησή μου, κάθε φορά που ξεστρατίζω από τον αγνό κόσμο των βουνών και παίρνω τις οδούς του «πολιτισμού». Μακάρι να μπορούσα να διατρέχω απ’ άκρη σ’ άκρη την Ελλάδα από δρόμους δασικούς ή έστω επαρχιακούς. Εκείνες είναι οι «τέλειες διαδρομές». Για την μετάβαση, ωστόσο από την Θεσσαλονίκη στην Μεσορώπη δεν αγανακτούμε. Σταματάμε μόνον σε δύο διόδια και οδηγούμε με άνεση μόλις 120 χιλιόμετρα Εγνατίας Οδού ως τον κόμβο της Μουσθένης. Εκεί εγκαταλείπουμε την Εγνατία, κινούμαστε αντίστροφα για 3 χιλιόμετρα στην Παλιά Εθνική Οδό και μ’ ένα τελευταίο ανηφοράκι 2 χιλιομέτρων, συναντάμε την Μεσορόπη.
Έχουμε συνηθίσει τόσα χρόνια να μας παραλαμβάνουν οι πινακίδες των καταλυμάτων από χιλιόμετρα μακρυά και μετά από αλλεπάλληλες εμφανίσεις να μας φτάνουν μέχρι τη Reception. Στη Μεσορώπη μάταια προσπαθούμε να εντοπίσουμε τον ξενώνα μας. Το «Κλαδί Ελιάς» δεν φαίνεται πουθενά. Σαν να θέλει ο ιδιοκτήτης του να το προφυλάξει απ’ τα βλέμματα των ανθρώπων. Τελικά το ανακαλύπτουμε απέναντι από το μεγαλόπρεπο Δημοτικό Σχολείο και τον εξίσου εντυπωσιακό ναό της Αγίας Κυριακής. Δέντρα, περιποιημένο γρασίδι και λουλούδια. Το κατάλυμα μοιάζει με μεγάλο διώροφο σπίτι. Ίσως γι’ αυτό δεν έχει κινήσει την προσοχή μας.
Ο Βύρωνας Μπαμπασακαλής μάς υποδέχεται στην κεντρική αίθουσα, που είναι ταυτόχρονα χώρος εστίασης, καθιστικού και πρωινού. Μεσημεράκι. Στα μέσα Ιουνίου η ζέστη είναι αφύσικα δυνατή. Βγάζει ο φίλος μας από το ψυγείο δύο γυάλινα μπουκάλια με λαχταριστό, παγωμένο νερό.
–Νεράκι βουνίσιο απ’ τις πηγές του Παγγαίου. Το καλύτερο δώρο της φύσης στην Μεσορώπη. Να ετοιμάσω όμως ένα τσιπουράκι, ώρα που ‘ναι.
Άγια πρόταση, εξαιρετικά δελεαστική και απόλυτα λογική. Για οποιονδήποτε άλλον εκτός από μας. Που το μόνο που έχουμε στο νου μας, το μόνο που πραγματικά μας απασχολεί, είναι το ορειβατικό μονοπάτι της Μεσορώπης, που καταλήγει στο περίφημο σπήλαιο, στα υψίπεδα του Παγγαίου.
–Μ’ αυτή την κουφόβραση ως το Σπήλαιο; Θα υποφέρετε. Το μονοπάτι είναι ανηφορικό και μακρύ. Δεν το αφήνετε για αύριο το πρωί με τη δροσιά;
–Πολύ θα το θέλαμε, όπως και το τσιπουράκι που μας προτείνεις. Θα το απολαύσουμε όμως το βράδυ, μετά το μονοπάτι.
Με το παγωμένο νερό του Βύρωνα στο θερμός μπαίνουμε στο αυτοκίνητο, και διασχίζουμε προς τα βόρεια το χωριό. Ο ήλιος καίει τούτη την ώρα, παρά την πλούσια βλάστηση και το υψόμετρο των 320 μέτρων της Μεσορώπης. Πλακόστρωτοι δρόμοι, κεντρική πλατεία με καφενείο και ταβερνάκι. Νοικοκυρεμένο χωριό με αρκετά πέτρινα σπίτια και διάσπαρτα αρχοντικά εξαιρετικής Μακεδονικής αρχιτεκτονικής. Διαδοχικές πινακίδες μάς κατευθύνουν προς την αφετηρία του μονοπατιού.
Τελευταία σπίτια, ρεματιά με νερό, πλατάνια και καρυδιές. Γεφυράκι. Πετυχαίνουμε πάνω του μερικές κοπελίτσες του χωριού. Μας χαιρετάνε ευγενικά. Ολόγυρα η βλάστηση οργιάζει. Πιο πάνω ο καλός δασικός δρόμος τερματίζει σε χώρο αναψυχής.
Εδώ υπάρχει μεγάλη πινακίδα με χάρτη του περιηγητικού μονοπατιού ως το «Σπήλαιο Βοσκόβρυση»
ΤΟ ΜΟΝΟΠΑΤΙ ΤΗΣ ΜΕΣΟΡΩΠΗΣ
Όταν στα τέλη του 2002 δημοσιεύσαμε το εμβληματικό μας άρθρο για το Παγγαίο (ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΠΑΝΟΡΑΜΑ, τεύχος 31), δεν φανταζόμασταν ότι 10 χρόνια μετά θα ήμασταν κι εμείς στην αφετηρία ενός από τα σημαντικότερα μονοπάτια του ιστορικού βουνού: του Μονοπατιού της Μεσορώπης. Πριν ξεκινήσουμε, διαβάζουμε άλλη μια φορά την περιγραφή. Που είναι συνοπτική, με λίγες χαρακτηριστικές λεπτομέρειες αλλά με καμία αναφορά ως προς τις δυσκολίες της διαδρομής. Δυσκολίες που έμελλε να βιώσουμε πολύ ρεαλιστικά.
Ένα καλοφτιαγμένο καλντερίμι μας βγάζει, 50 μέτρα πιο κάτω, στην κοίτη ενός ρέματος με πολύ ζωντανή ροή. Είναι ο «Νυβριός» ποταμός, που χαμηλότερα στην κοιλάδα συναντάει τον Μαρμαρά, για να καταλήξουν, με κοινή ροή, στη θάλασσα στο ύψος των Λουτρών των Ελευθερών. Εκτός από τη δροσιά του νερού, τον τόπο ομορφαίνει η ολόδροση επίσης και ανέμελη παρουσία της εφηβείας της Μεσορώπης, στα πρόσωπα δύο κοριτσιών και δύο αγοριών. Τα αγόρια μάς κουνάνε τα χέρια και βουτάνε στη λιμνούλα με τα κρυστάλλινα νερά. Είναι τα ίδια νερά, όπου κάθε χρόνο τελείται ο εορτασμός των Φώτων, με τον αγιασμό των υδάτων του χωριού. Υδάτων βέβαια, που είναι ήδη «αγιασμένα» από την αγνή και αμόλυντη διαδρομή τους στη χαράδρα του βουνού.
Στην πυκνή σκιά του εκπληκτικού πλατανόδασους η ζέστη του μεσημεριού δεν εισχωρεί. Είναι όμως παρούσα στην αρχή του μονοπατιού. Μια καλοφτιαγμένη ξύλινη πινακίδα δείχνει την κατεύθυνση και την απόσταση ως το Σπήλαιο: 5.140 μέτρα. Το αλτίμετρο δείχνει υψόμετρο 360μ. και το χρονόμετρο 13:40 ακριβώς.
Αρχίζει χωμάτινο μονοπάτι, επίπεδο σχεδόν και ευχάριστα σκιερό. Ένα τσιμεντένιο αυλάκι μας συντροφεύει, γεμάτο με νερό. Προφανώς είναι μυλαύλακο, που εξυπηρετούσε παλιούς νερόμυλους του χωριού. Ψηλά, ακριβώς στα βόρεια, διακρίνονται οι εγκατεστημένες κεραίες στην κορυφή Μάτι, που με υψόμετρο 1956 μέτρα είναι η ψηλότερη του Παγγαίου. Μέντα, ρίγανη και σπαθόχορτο φυτρώνουν στα πρανή του μονοπατιού. Ωραίο ξύλινο γεφυράκι μάς οδηγεί στην αντικρινή όχθη του ποταμού. Μια τρυφερή εικόνα εμφανίζεται μπροστά μας. Είναι ένας πατέρας με το κοριτσάκι του λίγο μεγαλύτερο των 2 ετών. Η χαρά είναι ζωγραφισμένη στα πρόσωπά τους. Ένας μικρός αναστεναγμός ξεφεύγει από την Άννα.
–Πολύ θα ‘ θελα τούτη τη στιγμή να είχαμε μαζί μας την Αθηνά.
Ο πατέρας με το κοριτσάκι πλησιάζουν.
–Φτάσατε ψηλά; ρωτάω τον πατέρα
–Μπα, λίγο πιο πάνω. Μας σταμάτησαν οι φτέρες. Ήταν ψηλές και πυκνές, δυσκολευόταν το παιδί.
Το μονοπάτι συνεχίζει δίπλα στο ποτάμι, καλοσχηματισμένο και ξεκούραστο με κλίσεις ανεπαίσθητες. Το μόνιμο ήχο του νερού συμπληρώνουν γλυκοκέλαδα μικροπούλια.
Στις 13:50 βρισκόμαστε σε υψόμετρο 400 μέτρων. Εδώ είναι εγκατεστημένο το πρώτο παγκάκι ξεκούρασης με θέα στην κορυφογραμμή. Απρόσμενη και πολύ ευχάριστη είναι η παρουσία της πρώτης μετά την αρχική, όμοιας ξύλινης πινακίδας. Αναγράφει 4.640μ. 500 ακριβώς μετά την αρχή του μονοπατιού.
–Φαίνεται, πως αυτές οι πινακίδες θα μας συντροφεύουν κάθε 500 μέτρα ως το τέλος της διαδρομής λέει η Άννα.
–Ναι είναι πολύ παρήγορο αλλά και πρακτικό να ξέρει κάθε στιγμή πού βρίσκεται σε σχέση με τον προορισμό του ο οδοιπόρος του βουνού. Έτσι θα ‘πρεπε να ήταν όλα τα διανοιγμένα και σηματοδοτημένα μονοπάτια.
Συνεχίζουμε με πολύ ευχάριστη διάθεση. Το συννεφόκαμα, ωστόσο, καλά κρατεί, η ζέστη είναι αποπνικτική. Ευτυχώς υπάρχουν πού και πού μικρά τμήματα σκιάς. Κάνουν την εμφάνισή τους τμήματα χοντροφτιαγμένου καλντεριμιού. Να κι ένα κιόσκι ξεκούρασης δίπλα στο ποτάμι.
Εμφανίζονται και οι πρώτες φτέρες, που διεκδικούν ζωτικό χώρο στο μονοπάτι, Βγάζω από το σακίδιό μου το ειδικό κοφτάκι.
14:15’ Έχουμε φτάσει σε υψόμετρο 485 μέτρων. Η τρίτη κατά σειρά, πινακίδα αναγράφει την ένδειξη 4.140 μέτρα. Σκέφτομαι για λίγο κι ύστερα λέω στην Άννα.
–Σε 35’ έχουμε διανύσει ένα χιλιόμετρο. Αν κρατήσουμε αυτό το ρυθμό θα χρειασθούμε 3 ώρες ως τον τερματισμό της διαδρομής.
Κάτι βέβαια που είναι απίθανο, αφού δεν έχουν ακόμα αρχίσει ιδιαίτερες ανηφόρες.
-Και μάλιστα το μονοπάτι είναι μέχρι τώρα καθαρό, συμπληρώνω εγώ και κόβω με το κοφτάκι τις πρώτες φτέρες.
Τα επόμενα λεπτά είναι βασανιστικά. Με το κοφτάκι στο χέρι ανοίγω δρόμο ανάμεσα σε πανύψηλες φτέρες, που το ύψος τους ξεπερνάει τα 2 μέτρα. Η πυκνότητά τους είναι εντυπωσιακή, έχουν σχεδόν καταβροχθίσει το μονοπάτι, που ασφυκτιά ανάμεσά τους. Όπως βέβαια κι εμείς, που επιπρόσθετα έχουμε πάνω στα κεφάλια μας και τα καυτά βέλη του ήλιου. Ποτάμι τρέχει ο ιδρώτας. Καταλαβαίνω απόλυτα τον πατέρα του κοριτσιού αλλά και τον Βύρωνα που μάταια προσπάθησε –νωρίτερα- να μας αποτρέψει.
Κάποια στιγμή η μάχη με τις φτέρες τελειώνει. Βάζω το πρασινισμένο κοφτάκι στο σακίδιο με την ευχή να μην το ξαναχρειαστώ. Ένα παγκάκι κάτω από σκιερά πλατάνια είναι η ανταμοιβή για τους κόπους μας. Κάτι ήξεραν αυτοί που το εγκατέστησαν σ’ αυτό το σημείο της διαδρομής. Αρχίζει ανήφορος, με αρκετές δεκάδες, αρχικά ξύλινα και στη συνέχεια πέτρινα σκαλοπάτια. Εμφανίζεται νέο παγκάκι. Για μερικά μέτρα γίνεται δύσβατο το μονοπάτι κι ύστερα φιλικό, κάτω από σκιά αριών και πουρναριών
14:40 Το υψόμετρο έχει σκαρφαλώσει στα 570 μέτρα και η τέταρτη στη σειρά πινακίδα μας πληροφορεί, ότι υπολείπονται ακόμη 3.640 μέτρα. Στα απότομα πρανή της διαδρομής είναι εγκατεστημένα καλοφτιαγμένα ξύλινα καγκελάκια. Οι οάσεις της σκιάς είναι πιο πυκνές. Πολύ γρήγορα κάνει την εμφάνισή του ακόμη ένα παγκάκι.
14:55 Το μονοπάτι λοξεύει για καμιά εικοσαριά μέτρα και μας οδηγεί στην κοίτη της ρεματιάς. Πεταλούδες και λιβελούλες, πλατάνια, σκιά, δροσιά, νερό εκπληκτικό. Μόνον οι Νηρηίδες λείπουν από τούτο το παραδεισένιο περιβάλλον του ποταμού. Χαρίζουμε στους εαυτούς μας μια στάση 10 λεπτών. Να όμως που πολύ γρήγορα ένα νέο μονοπάτι λοξεύει στο ποτάμι. Ο ήχος που φτάνει ως τ’ αυτιά μας είναι ιδιαίτερα βουερός. Δεν είναι βέβαια τυχαίο. Οφείλεται σ’ έναν αφρισμένο καταρράχτη, που ξεχύνεται από ύψος 6 περίπου μέτρων, εκτοξεύει μυριάδες λεπτεπίλεπτα σταγονίδια κι ένα δυνατό ρεύμα αέρα που ταρακουνάει ασταμάτητα τα φυλλώματα των δέντρων. Το υψόμετρο είναι 650 μέτρα και η θερμοκρασία έχει πέσει σε επίπεδα ιδανικά.
–Πώς θα εγκαταλείψουμε τούτο τον παράδεισο; λέω στην Άννα. Δεν σταματάμε καλύτερα εδώ;
Ξαναβγαίνουμε στο μονοπάτι και πολύ γρήγορα περνάμε πανέμορφο ξύλινο γεφυράκι. Να κι ένα παγκάκι, ενώ τα πλατάνια έχουν αναπτυχθεί μέσα στο νερό. Ξέχωρη ομορφιά στο τοπίο χαρίζει μια συστάδα από πανύψηλες ροζ ορχιδέες. 50 μέτρα πιο πάνω, όλο το πλάτος της κοίτης καταλαμβάνει ένας εντυπωσιακός βράχος, με κυρτή επιφάνεια απόλυτα ομαλή. Πάνω της δημιουργείται ένας ήρεμος αλλά θεαματικός καταρράχτης. Δεν ξεχύνεται βουερός αλλά χαϊδεύει την επιφάνεια του βράχου, που έτσι έχει την ευτυχία να ζει σε μόνιμη δροσιά. Γρήγορα εμφανίζεται ένας νέος καταρράχτης, στενός αυτός και με ελικοειδή ροή, ξεπερνάει τα 10 μέτρα. Αρχίζουν δεκάδες σκαλοπάτια, ενώ ξύλινα καγκελάκια παρέχουν προστασία από τα απότομα πρανή. Ήδη ανάμεσα στα πλατάνια ξεχωρίζουν οι πρώτες πανύψηλες οξυές.
15:30 Η πέμπτη πινακίδα έχει χαραγμένο τον αριθμό 3.140
–Είμαστε πολύ μακρυά ακόμη, λέω στην Άννα. Ο ρυθμός έχει επιβραδυνθεί. Θα είναι επιτυχία αν φτάσουμε στις πεντέμιση.
Στην βαθειά σκιερή κοίτη αποκαλύπτεται ένας στενός, πολύ μακρύς και μισοκρυμμένος καταρράχτης. Προσπαθώ να φέρω στο νου μου ορειβατικό μονοπάτι τόσο ποικιλόμορφο, τόσο ζωντανό και τόσο συναρπαστικό όσο το μονοπάτι της Μεσορώπης. Ο ανήφορος, ωστόσο συνεχίζει αδιάκοπος με ατελείωτα ξύλινα και πέτρινα σκαλοπάτια. Ευτυχώς βαδίζουμε κάτω από την σκιά αιωνόβιων οξυών. Σε υψόμετρο 790 μέτρων ένα παγκάκι μάς χαρίζει ξεκούραση δύο λεπτών. Από το περασμένο φθινόπωρο το έδαφος είναι καλυμμένο από παχύ στρώμα ξερόφυλλων οξυάς. Η δασοκάλυψη του βουνού είναι εκπληκτική.
16:00 Έκτη πινακίδα και ένδειξη 2.640 Βρισκόμαστε σχεδόν στα μισά της διαδρομής. Οι καταρράχτες είναι πάμπολλοι, δεν λέει να ηρεμήσει ο Νυβριός ποταμός. Παραδόξως, πολύ νωρίτερα από όσο θα ‘ πρεπε, εμφανίζεται η έβδομη πινακίδα με τα 2.140 μέτρα. Περνάμε ξύλινο γεφυράκι και μαζεύουμε μερικές αγριοφράουλες, ξινούτσικες ακόμα αλλά πολύ αρωματικές. Κάτω από το γεφυράκι κυλάει διάφανο, σαν κρύσταλλο το νερό. Πίνουμε με λαχτάρα, απόλαυση θεϊκή. Αμέσως μετά κάνουμε μικρή στάση σε παγκάκι. Η ώρα είναι 16:15 και το υψόμετρο έχει σκαρφαλώσει στα 870 μέτρα. Μικρή πινακίδα δείχνει στα ΒΑ την κατεύθυνση προς την γυμνή κορυφή Αυγό που οι Καβαλιώτες την ξέρουμε με την παλιά της ονομασία «Πιλάφ Τεπέ», εξαιτίας του χαρακτηριστικού κυκλικού σχηματός της, που φέρνει στο νου πιάτο με μπάλα πιλαφιού.
Μετά τις σκιερές, αιωνόβιες οξυές αρχίζει ένα από τα πιο ζόρικα τμήματα της διαδρομής. Είναι ανηφορικό, εκτεθειμένο στον ήλιο και με πάμπολλες φτέρες που μας δυσκολεύουν τη ζωή. Αρχίζει πάλι τη δράση του το κοφτάκι, αν και θα ήταν πολύ αποτελεσματικότερη μια «ματσέτα», η μεγάλη κοφτερή λάμα, απόλυτα ειδική για ζούγκλες.
16:45’ Ένα αναπάντεχο παγκάκι στη σκιά ενός μοναχικού κέδρου μας χαρίζει μερικές δροσερές πνοές. Έξω από την σκιά ο ήλιος εξακολουθεί να είναι καυτερός. Το υψόμετρο έχει φτάσει στα 965 μέτρα και η όγδοη πινακίδα –που δεν αποκλείεται να είναι και η ένατη- έχει πάνω της αποτυπωμένο τον ευοίωνο αριθμό 1.140 μέτρα. Προφανώς διέφυγε της προσοχής μας μια ενδιάμεση πινακίδα. Κουράγιο, πλησιάζουμε πια.
Αρχίζουν τα πρώτα σφενδάμια. 100 περίπου μέτρα μετά συναντάμε στ’ αριστερά μας κάποια χαλάσματα με χαμηλό ύψος. Ήδη όμως η πορεία μας γίνεται προβληματική, το μονοπάτι έχει εξαφανισθεί τελείως ανάμεσα σε πυκνές φτέρες και τσουκνίδες. Φαίνεται πως έχει μείνει αχρησιμοποίητο για καιρό. Το κοφτάκι είναι ανίσχυρο απέναντι στις τσουκνίδες, αναλαμβάνει λοιπόν δράση το μπατόν. Είναι μια διαδικασία χρονοβόρα και κουραστική, που ωστόσο μας αποκαλύπτει το μονοπάτι. Να κι ένα παγκάκι, αθέατο σχεδόν μέσα στην ζούγκλα. Κούραση και ιδρώτας. Ευτυχώς στην αντικρινή κοντινή πλαγιά διακρίνονται καγκελάκια που φανερώνουν την κατεύθυνση της διαδρομής.
17:40’ Με ανηφορικό, κουραστικό αλλά εμφανές –τουλάχιστον- μονοπάτι φτάνουμε στο υψηλότερο σημείο της διαδρομής, σε υψόμετρο 1.135 μέτρων. Χαμηλά διαγράφεται η πεδιάδα της Μεσορώπης, πίσω της η χαμηλή, κατάφυτη οροσειρά του Σύμβολου και πιο πίσω η Θάσος και το Αιγαίο. Αρχίζουν ανεβοκατεβάσματα συνεχή, με πέτρινα σκαλοπάτια που μοιάζουν ατελείωτα. Δεν είναι και η πιο ξεκούραση διαδρομή είναι όμως –επιτέλους- στη σκιά.
18:00 4 ώρες και 20’ μετά την αναχώρησή μας φτάνουμε στο τόσο επιθυμητό σημείο του τερματισμού. Το αλτίμετρο δείχνει 1.170 μέτρα, μια υψομετρική διαφορά, δηλαδή, 810 μέτρων από την αρχή της διαδρομής. Το σημείο όπου βρισκόμαστε είναι μεγαλειώδες, ένα μικρό σκιερό μπαλκόνι στα ριζά ενός θεόρατου συγκροτήματος κατακόρυφων ασβεστολιθικών βράχων, από τα έγκατα των οποίων, με τη μορφή στενής σχισμής, ξεχύνονται με ορμή αστείρευτες ποσότητες νερού. Ενός νερού αμόλυντου και παρθένου, στην πιο αγνή, στην πιο πρωτογενή εμφάνιση που μπορεί να το αντικρύσει κανείς. Δύσκολα μπορώ να φέρω στη μνήμη αίσθηση πιο αιθέριου νερού ανάμεσα στις τόσες εκατοντάδες πηγές, που μέχρι τώρα έχουμε γνωρίσει στις ελληνικές εξοχές και στα βουνά.
–Πιστεύω πως κάθε άνθρωπος της πόλης, θα ήταν ευτυχισμένος αν μπορούσε να βρει σε μπουκάλι το νερό της Βοσκόβρυσης, μου λέει η Άννα. Είναι άραγε τόσο απαγορευτικά δύσκολο ή δαπανηρό να αξιοποιηθεί τούτη η θεϊκή και πληθωρική πηγή;
–Δεν μπορώ να το ξέρω. Αυτή όμως είναι μια θαυμάσια πρόκληση για τον Δήμο Παγγαίου. Επιτέλους, πρέπει κάποτε και η Τοπική Αυτοδιοίκηση να βγει από τον αιώνιο λήθαργο της, να γίνει –όπου είναι δυνατόν- επιτυχημένος επιχειρηματίας για το καλό του κοινωνικού συνόλου.
Χωρίς τα ειδικά παπούτσια και τον απαραίτητο σπηλαιολογικό εξοπλισμό αποφεύγουμε να διεισδύσουμε στα έγκατα του σπηλαίου. Άλλωστε περιγραφή και έξοχες φωτογραφίες του έχουν δημοσιευθεί στο τεύχος 31 ΙΑΝ-ΦΕΒΡ. 2003. Περιοριζόμαστε λοιπόν να απολαμβάνουμε το συγκλονιστικό τοπίο και να πίνουμε συνεχώς το εξίσου συγκλονιστικό νερό. Δυστυχώς δεν είμαστε καμήλες να το αποθηκεύσουμε σε ποσότητες. Διαθέτουμε μόνον ένα θερμός με χωρητικότητα 1 λίτρου.
18:30 Αποφασίζουμε να εγκαταλείψουμε το ποτάμιο σπήλαιο της Βοσκόβρυσης.
Μας το επιβάλλουν, άλλωστε, εκτός από την ώρα που περνάει, και τα αμέτρητα κουνούπια, με επιθέσεις πραγματικά δολοφονικές. Πολύ πιο εύκολη και γοργή είναι πια η επιστροφή χωρίς πολλή ζέστη, χωρίς ανηφοριές και με φτέρες υποταγμένες που δεν έχουν προλάβει να ανακάμψουν.
Ωστόσο, κοντά στα μισά της διαδρομής, αρχίζει η καταπόνηση των μυών των ποδιών από τα ατελείωτα σκαλοπάτια. Αυτή την παρενέργεια μόνον με συχνή προπόνηση μπορεί να την αντιμετωπίσει κανείς.
20:30 Σ’ ένα δίωρο είμαστε και πάλι στο αυτοκίνητο. Λίγα λεπτά μετά, διώχνουμε από πάνω μας την κούραση μ’ ένα χλιαρό ντους. Ήδη στην αίθουσα εστίασης ο Βύρωνας ετοιμάζει με κάθε επιμέλεια το δείπνο. Το δικαιούμαστε απόλυτα.
«ΚΛΑΔΙ ΕΛΙΑΣ «ΕΜΠΕΙΡΙΑ ΕΞΑΙΡΕΤΙΚΗ»
Βράδυ πια. Είμαστε χαλαροί, ξεκούραστοι σχεδόν και πολύ ικανοποιημένοι από τις εικόνες και την εμπειρία των προηγούμενων ωρών. Από το σημείο που καθόμαστε έχουμε την συνολική εικόνα της αίθουσας εστίασης, με την καλοχτισμένη πέτρα, αρμολογημένη με λευκό τσιμέντο και ενδιάμεσες ξυλοδεσιές, ενώ το δάπεδο είναι καλυμμένο από ντόπια σχιστόπλακα Παγγαίου. Κάτω από τα πόδια μας, καλυμμένος με χοντρό διαφανές κρύσταλλο είναι ένας έξοχος χώρος υπογείου, που κάποτε χρησιμοποιείτο ως χώρος αποθήκευσης καπνών.
Από την θέση μας έχουμε δελεαστική οπτική επαφή με τον ανοιχτό χώρο της κουζίνας, όπου ο Βύρωνας είναι αφοσιωμένος στις γαστρονομικές του δημιουργίες . Αν και συγκεντρώνει όλες τις προδιαγραφές, ουσιαστικές και τυπικές, ενός υψηλού επιπέδου επαγγελματία chef, ο φίλος μας θεωρεί τον εαυτό του ερασιτέχνη, έναν απλό λάτρη των αυθεντικών γεύσεων των αγνών και παραδοσιακών ελληνικών πρώτων υλών. Μα και στις ξενοδοχειακές υπηρεσίες έχει ο Βύρωνας μακρά εμπειρία. Με καταγωγή από την Καβάλα αλλά γεννημένος στις Βρυξέλλες έχει ολοκληρώσει σπουδές ξενοδοχειακών επιχειρήσεων εκεί και τις έχει εφαρμόσει στην πράξη 30 χρόνια. Το μεράκι και την συσσωρευμένη του εμπειρία έχει μεταφέρει στο πατρογονικό σπίτι της Μεσορωπιανής συζύγου του Γιαννούλας αξιοποιώντας το και μεταμορφώνοντάς το στο «Κλαδί Ελιάς»
-Δεν αργούμε, δώστε μου δύο λεπτά ακόμη, λέει ο Βύρωνας. Είσαστε θεονήστικοι, το ξέρω ότι πεινάτε.
Δύο λεπτά μετά φέρνει στο τραπέζι τα πρώτα πιάτα: πατέ ελιάς και φρυγανισμένο ψωμί με λαδορίγανη, λευκές ψητές μελιτζάνες κομμένες σε λεπτές φέτες, με εξαιρετικό ελαιόλαδο και σκορδάκι, ντομάτες με κάππαρη και κρεμμυδάκι.
–Όσο εσείς θα ξεγελάτε την πείνα σας, εγώ θα ετοιμάζω σταδιακά και θα σας φέρνω και τα υπόλοιπα. Δοκιμάστε ωστόσο, αυτό το τσιπουράκι, είναι ντόπιο.
Είναι στ’ αλήθεια εκπληκτικό και ιδιαίτερα δυνατό. Η κούραση της μέρας σιγά-σιγά καταλαγιάζει, δίνει τη θέση της σε μια χαλάρωση, που διαχέεται γλυκά στο σώμα και στην ψυχή.
–Ολόφρεσκα μύδια αχνιστά, από πολύ καθαρά νερά, αναγγέλλει ο φίλος μας.
Ένα τεράστιο ειδικό σκεύος, που τα διατηρεί ζεστά, είναι ως απάνω γεμάτο με μύδια αχνιστά, που μοσχοβολάνε θεϊκά.
Η νοστιμιά τους είναι αδύνατον να περιγραφεί.
-Μη χορτάσετε μ’ αυτά, υπάρχουν κι άλλα μας επισημαίνει ο Βύρων που φέρνει στη συνέχεια φρέσκο ψητό καλαμάρι, με ντομάτα, σέλινο, λεμόνι και λάδι. Τόσο απλά, τόσο νόστιμα, χωρίς περίπλοκες συνταγές. Ένα λευκό παγωμένο κρασί Παγγαίου παίρνει τη σκυτάλη από το τσιπουράκι. Συνοδεύει υπέροχα το επόμενο πιάτο, ένα καταπληκτικό φρέσκο τόννο, με πέστο βασιλικού και κολοκυθάκι. Πριν τελειώσει ο τόννος, κάνει να σηκωθεί ο Βύρωνας
–Λέω να ετοιμάσω μερικά μακαρόνια με πέστο βασιλικό και μανιτάρι. Έτσι για κλείσιμο.
–Θα αστιεύεσαι βέβαια, λέει η Άννα.
–Μα δεν φάγατε τίποτε, ούτε καν την μοσχαρίσια σπαλομπριζόλα με δενδρολίβανο, που έρχονται από μακρυά για να την τιμήσουν. Την επόμενη φορά θα σας έχω φιλέτο με πράσινο πιπέρι.
Αργά τη νύχτα αποσυρόμαστε στο θαυμάσιο διαμέρισμά μας, με μια συνολική πληρότητα, που υπερβαίνει κάθε προσδοκία, που μπορεί να μας είχε δημιουργήσει με τις προτροπές του στη Θεσσαλονίκη, ο φίλος μας ο Στέλιος.
ΜΕΣΟΡΩΠΗ, ΣΥΝΤΟΜΗ ΠΕΡΙΔΙΑΒΑΣΗ
Νωρίς το πρωί, μερικά μέτρα δίπλα από το «Κλαδί Ελιάς, αναδίδονται ευχάριστες και πολύ ιδιαίτερες μυρωδιές. Προέρχονται από το εργαστήρι χαλβά και ταχινιού του κυρ-Σταύρου Φλώρου. Είναι ο πατέρας της Γιαννούλας, της μαθηματικού συζύγου του Βύρωνα. Μπαίνουμε στο εργαστήρι, που ήδη τούτη την πρωινή ώρα είναι από τον ξυλόφουρνο ζεστό. Η λειτουργία του ξεκίνησε μισό αιώνα πριν το 1966. Όλα τα εργαλεία και μηχανήματα είναι παραδοσιακά: ο ξυλόφουρνος όπου ψήνεται το σουσάμι, η μυλόπετρα παραδίπλα όπου αλέθεται το ψημένο σουσάμι και μεταμορφώνεται στο γνωστό παχύρρευστο ταχίνι. Το συγκεκριμένο που τρέχει κάτω από τη μυλόπετρα τούτη τη στιγμή, είναι σκουρόχρωμο.
–Αυτό είναι ολικής άλεσης, γιατί βγαίνει από αναποφλοίωτο σουσάμι, εξηγεί ο κυρ-Σταύρος. Το αποφλοιωμένο σουσάμι βγάζει το πιο ανοιχτόχρωμο ταχίνι.
Σουσάμι, ταχίνι και στη συνέχεια χαλβάς φτιαγμένος κι, αυτός με τρόπο παραδοσιακό απ’ τον κυρ-Σταύρο, που χρησιμοποιεί βέβαια αγνό μέλι απ’ τα μελίσσια τα δικά του.
–Υπάρχει κάτι που δεν γίνεται παραδοσιακά;
–Όχι, όλα είναι όπως τα βρήκαμε από παππούδες και πατεράδες
Βγαίνουμε για μια σύντομη περιδιάβαση στο χωριό. Πρόθυμο ξεναγό μας έχουμε τον Δάσκαλο Πασχάλη Βαζακίδη. Ένας άλλος Μεσορωπιανός Δάσκαλος, ο Βασίλης Φυνδάνης, έχει γράψει το 1994 το βιβλίο «Η ΜΕΣΟΡΩΠΗ ΣΤΟ ΠΑΓΓΑΙΟ», μια αξιόλογη καταγραφή στοιχείων για την παλιά και νεώτερη ιστορία, την λαογραφία, τα μνημεία και πάμπολλα άλλα στοιχεία του χωριού. Επιφυλασσόμαστε ν’ ασχοληθούμε στο μέλλον συστηματικότερα με την γύρω περιοχή.
Ξεκινώντας την περιήγησή μας θαυμάζουμε αρχικά το –αντικρινό στον ξενώνα- επιβλητικό Δημοτικό Σχολείο, χτισμένο με πέτρα το 1933. Δίπλα του δεσπόζει ο μεγαλόπρεπος ναός της Αγίας Κυριακής. Ο ναός, με τους δύο εσωτερικούς τρούλλους, οικοδομήθηκε εκ βάθρων το 1890 στη θέση του αρχαιότερου εκκλησιδίου του Αγίου Γεωργίου, που ανάγεται κατ’ άλλους στον ΙΒ’ και κατ’ άλλους στον Θ’ αιώνα. Ανάμεσα στα λαμπρά τούτα οικοδομήματα μεσολαβεί πλακόστρωτη πλατεία με δύο υπέροχες φλαμουριές. Παραδίπλα υπάρχουν εντυπωσιακά πεύκα και πλατειούλα με γρασίδι και παιδική χαρά. Να και το θαυμάσιο αρχοντικό του Ιατρού, του 1898 καθώς και άλλα ωραία πέτρινα σπίτια.
Λίγο πιο πάνω, συναντάμε την κεντρική πλατειούλα, το «Μεσοχώρι», με την εκκλησία του Τιμίου Προδρόμου, χτισμένη το 1835. Στην πλατεία υπάρχει όμορφη ταβερνούλα, και απέναντι καφενείο γεμάτο με πρωινούς θαμώνες, κυρίως ηλικιωμένους. Δεν λείπουν οι βρύσες και βέβαια, η πανταχού παρούσα γοργοκίνητη ροή νερού, σε αυλάκι, ακριβώς κάτω από τα βήματά μας. Όπως στο μονοπάτι με το ολοζώντανο ποτάμι, έτσι και στο χωριό είναι παντού κυρίαρχη η αέναη κίνηση του νερού. Ευλογημένος τόπος η Μεσορώπη.
–Που τον επισκέφθηκε το 1775 και ο Άγιος Κοσμάς ο Αιτωλός (1714-1779), λέει ο Πασχάλης. Σ’ εκείνο εκεί το πεζούλι, του Αλεξούδη, λένε ότι σταμάτησε και κήρυξε.
Πάνω από την εκκλησία του Τιμίου Προδρόμου ξεχωρίζει το διώροφο αρχοντικό του Γιώτα, χτισμένο το 1883. Το ανώτερο τμήμα του τοίχου του είναι ζωγραφισμένο. Απέναντι δεσπόζει άλλο ένα μεγάλο αρχοντικό ακατοίκητο, με ώχρα στους στοίχους και σαχνισιά. Να και μια λιθόστρωτη πλατειούλα, με τον πολιούχο ναό του Αγίου Γεωργίου. Ο ναός είναι χτισμένος το 1836, ενώ το επιβλητικό του καμπαναριό το 1895. Καθώς ανηφορίζουμε το κεντρικό λιθόστρωτο, αποκαλύπτονται κι άλλα ωραία παλιά σπίτια, που φανερώνουν το αρχοντικό παρελθόν του τόπου. Επιβιώνει ακόμη κι ένα μικρό τμήμα παλιού καλντεριμιού.
–Δυστυχώς έχουν πάψει να λειτουργούν οι παλιοί νερόμυλοι, λέει ο Πασχάλης. Κάποτε ήταν 24 σε λειτουργία, κυρίως μέσα στο χωριό.
Φτάνουμε στα ψηλώματα, στην γειτονιά «Μπιλίκι». Χαρακτηριστικό της είναι τα παραδοσιακά σπίτια με τις εντυπωσιακές τους διαστάσεις.
–Δεν είναι τυχαία τα μεγάλα σπίτια εξηγεί ο Πασχάλης. Πολλές οικογένειες στην Μεσορώπη συνήθιζαν και εξακολουθούν να είναι πολύτεκνες. Εγώ για παράδειγμα έχω 8 παιδιά, ενώ στην οικογένειά μου ήμασταν αδέρφια 9.
–Μα τότε η Μεσορώπη πρέπει να κατέχει πανελλήνιο ρεκόρ.
–Δεν το ‘χω ψάξει αλλά και δεν το αποκλείω.
Μεγάλο είναι και το σπίτι του Πασχάλη στα ψηλώματα του χωριού, με θέα μοναδική. Αρκετά μέλη της οικογένειας ασχολούνται με την συλλογή, συσκευασία και διάθεση ποικίλων βοτάνων και αρωματικών φυτών. Ευωδιάζει ο τόπος από τα αποξηραμένα δεματάκια της ρίγανης του φλαμουριού, του φασκόμηλου και της μέντας.
Στο βόρειο άκρο, στα τελειώματα της Μεσορώπης βρίσκουμε τον παραδοσιακό ξυλόφουρνο του Γιάννη Βαζακίδη, αδελφού του Πασχάλη. Η γυναίκα του η Μαρία, φτιάχνει τον τραχανά και τις σπιτικές πίτες που διατηρούνται στην κατάψυξη. 7 χρόνια παρασκευάζει ψωμί με προζύμι, τσουρέκια και άλλα αρτοσκευάσματα. Ο φούρνος ήταν μια μεγάλη απόφαση επιστροφής του αντρόγυνου στην γενέτειρα του Γιάννη μετά από πολλά χρόνια ζωής στη Θεσσαλονίκη
Καμιά εκατοστή μέτρα αριστερά του μύλου, κυριολεκτικά στο άκρο του χωριού, βρίσκεται η ψησταριά –καφέ «Καστανιές». Όμορφος τόπος, στη σκιά πανύψηλων πεύκων, πλατανιών, ακακιών και μερικών καστανιών. Στον πολύ περιποιημένο χώρο αναψυχής υπάρχουν ακόμη γήπεδο μπάσκετ και ποδοσφαίρου 5Χ5. Το υψόμετρο ξεπερνάει τα 350 μέτρα και το δείπνο στην νυχτερινή δροσούλα πρέπει να είναι πολύ ευχάριστη εμπειρία.
Επιστρέφουμε στο κέντρο. Κάτω απ’ το σχολείο παίρνουμε έναν τσιμεντόδρομο. Ανάμεσα από περιποιημένα περιβόλια και αυλές, ο δρόμος καταλήγει μετά από 200 μέτρα στο ποτάμι.
-Αυτή είναι η θέση αναψυχής «Κλωθώρι», λέει η Μαρία Βαζακίδου που μας συνοδεύει.
Τι να πρωτοπεί κανείς γι αυτό τον τόπο! Τα πανύψηλα πλατάνια και το νερό εξαφανίζουν τη μεσημεριάτικη κάψα, δημιουργούν μια όαση δροσιάς. Μια πέτρινη βρύση τρέχει απίστευτη ποσότητα νερού, ενώ παραδίπλα υπάρχουν δύο χτιστές ψησταριές κι ένα γεφυράκι, με επιδιορθωμένο το παλιό καλντερίμι. Είναι ίσως οι ωραιότερες τελευταίες εικόνες που μπορεί να πάρει μαζί του ο επισκέπτης της Μεσορώπης.
Ευχαριστίες
Ευχαριστούμε θερμά τον Πασχάλη Βαζακίδη, όπως επίσης τον Βύρωνα και την Γιαννούλα για την φιλοξενία και τις εξαίρετες γεύσεις στο «Κλαδί Ελιάς»
Χρήσιμες Πληροφορίες
«Κλαδί Ελιάς» τηλ. 2592093293 & 6973306955 www.kladielias.gr
ΑΠΟΣΤΑΣΕΙΣ
Από ΚΑΒΑΛΑ:
Από Θεσσαλονίκη:
Για τους λάτρεις της θάλασσας οι περίφημες αμμοθίνες Περάμου απέχουν μόλις μισή ώρα.