Λέμε να περπατήσουμε λίγο στη Μάνη, στο «Κάβο Γκρόσσο» και στη χερσόνησο «Τηγάνι». Είναι πανέμορφα μονοπάτια, ξεκούραστα και όχι ιδιαίτερα γνωστά. Τώρα την άνοιξη θα είναι γεμάτα και με αμέτρητα λουλούδια.
Στις 3 το απομεσήμερο ο Κώστας Ζαρόκωστας και η Έλσα μας υποδέχονται με ορθάνοιχτες αγκαλιές. Το καλωσόρισμα γίνεται στον Πύργο Τσιτσίρη, στο Σταυρί της Μέσα Μάνης.
-Μπράβο σας! Μετά από 800 χιλιόμετρα καταφέρατε να φτάσετε μέρα και μάλιστα νωρίς.
-Ναι, χρειάστηκε όμως να ξεκινήσουμε απ’ τη νύχτα.
-Ύστερα από τόσες ώρες στο δρόμο θα είστε κουρασμένοι, θα πεινάτε.
-Μπα, το μόνο που χρειαζόμαστε ειν’ ένα καφεδάκι. Κι αμέσως μετά ένα ωραίο σχέδιο δράσης για τις υπόλοιπες ώρες της ημέρας.
-Το έχω ήδη καταστρώσει με κάθε λεπτομέρεια, λέει χαρούμενος ο Κώστας. Σας εγγυώμαι την πιο συναρπαστική εκμετάλλευση χρόνου ως το πέσιμο της νύχτας…
ΠΑΝΑΓΙΑ Η ΑΓΗΤΡΙΑ (ΟΔΗΓΗΤΡΙΑ)
ΑΠΟΚΑΛΥΨΗ ΤΩΝ ΓΚΡΕΜΩΝ
Πέρασε κιόλας ένας χρόνος! Αρχές του περασμένου Φλεβάρη ήταν, όταν τα βήματά μας μας οδήγησαν ως το θρυλικό Ακρωτήριο Ταίναρο, στις νότιες εσχατιές της Μέσα Μάνης. Ήταν μια γοητευτική μα απελπιστικά σύντομη γνωριμία με τον τόπο. Που μας άφησε μια έντονη αίσθηση ημιτελούς, ανικανοποίητου, ανεκπλήρωτου…
-Ίσως είναι καλύτερα να γνωρίζουμε σε μικρές δόσεις τη Μάνη, είχε πει τότε η Άννα. Γιατί αξίζει κάθε της λεπτομέρεια, όσο κι αν αρχικά φαίνεται μικρή.
Ένα λοιπόν χρόνο μετά ξαναβγαίνουμε στη μεγάλη στράτα για τη Μάνη. Την επιθυμία μας βέβαια «συδαύλισε» αποφασιστικά και το τηλεφώνημα του Ζαρόκωστα.
-Λέμε το τριήμερο της Αποκριάς να περπατήσουμε λίγο στη Μάνη, στο «Κάβο Γκρόσσο» και στη χερσόνησο «Τηγάνι». Είναι πανέμορφα μονοπάτια, ξεκούραστα και όχι ιδιαίτερα γνωστά. Τώρα την άνοιξη θα είναι γεμάτα και με αμέτρητα λουλούδια.
Γνωρίζαμε πολύ καλά την ομορφιά και ποικιλία των αγριολούλουδων της Μάνης. Εκείνο που ήταν αδύνατον να φανταστούμε ήταν τα αναρίθμητα ξωκκλησάκια, άλλα ορατά κι άλλα αθέατα, όλα όμως χτισμένα σε χρόνους παλαιούς, με τέτοια αρχιτεκτονική, βυζαντινή ή μεγαλιθική, που μας άφησε κατάπληκτους. Και είμαι βέβαιος, πως στις μέχρι τούδε περιηγήσεις μας, ποτέ δεν έχουμε συναντήσει τόσα γοητευτικά και παμπάλαια εκκλησάκια.
-Ας ξεκινήσουμε, λοιπόν, από την Παναγιά την Οδηγήτρια, λέει ο Κώστας, που οι ντόπιοι ονομάζουνε «Αγήτρια».
Παίρνουμε βόρεια τον ασφαλτοστρωμένο δρόμο απ’ το Σταυρί κι ένα χιλιόμετρο μετά φτάνουμε στην Αγία Κυριακή. Οικισμός μικροσκοπικός, μια χούφτα από παραδοσιακά Μανιάτικα πετρόσπιτα κι ανάμεσά τους μερικά υψηλότερα πυργόσπιτα. Αν και χτισμένος σε χαμηλό υψόμετρο, 200 μέτρων, ο οικισμός έχει θέα μοναδική. Από την άκρη του βράχινου λόφου ατενίζει χαμηλότερα την σουβλερή χερσόνησο Τηγάνι και δεξιά της τον ευρύτατο όρμο του Μέζαπου με τον ομώνυμο οικισμό φωλιασμένο στον μυχό. Στα ηπειρωτικά εκτείνεται ο καταπράσινος από ελιόδεντρα κάμπος του «Κατωπαγγιού», όπως είναι γνωστή η περιοχή και πιο πάνω η μακρόστενη οροσειρά του «Σαγγιά» με τις αλλεπάλληλες κορυφές. Στο βάθος του βόρειου ορίζοντα ορθώνεται ο αρχοντικός Ταϋγετος, με την χιονόλευκη πυραμίδα του Αϊ – λιά και τις υπόλοιπες κορυφές.
Από τον οικισμό παίρνουμε τον χωματόδρομο προς Τηγάνι. 250 μ. μετά συναντάμε διακλάδωση με δυο πινακιδούλες. Η μία οδηγεί βόρεια προς Τηγάνι, ενώ η άλλη δυτικά προς το εξωκκλήσι της Παναγίας. Συνεχίζουμε δυτικά και 650 περίπου μέτρα μετά ο χωματόδρομος τερματίζει σ’ ένα μικρό πλάτωμα. Από εδώ αρχίζει το μονοπάτι. Είναι σηματοδοτημένο και ευδιάκριτο. Ελίσσεται ανάμεσα σε πέτρες, αγκαθωτούς θάμνους, φλόμους και χαμηλές αγριελιές. Πολύχρωμα αγριολούλουδα και κατακόκκινες ανεμώνες κοσμούν το σκληρό, ασβεστολιθικό έδαφος του τόπου. Πανύψηλο είναι και το χορτάρι, από τις πλούσιες χειμωνιάτικες βροχές.
Ένας ψυχρός, ολοζώντανος μαΐστρος διώχνει από πάνω μας και τα τελευταία κατάλοιπα από την εννιάωρη οδήγηση και την κούραση της μέρας. Μερικές δεκάδες μέτρα χαμηλότερα αχολογάει το πέλαγος στους βράχους της ακτής. Παίρνουμε κατεύθυνση ΝΔ προς Κάβο Γκρόσσο. Είναι ο πελώριος γεωλογικός σχηματισμός, αυτό το κακοτράχαλο αλλά ιστορικό οροπέδιο, που με 6 χιλιόμετρα μήκος, 300 περίπου ύψος και μερικές εκατοντάδες μέτρα πλάτος διαφεντεύει όλη την ΝΔ ακτογραμμή της Μέσα Μάνης. Η βόρεια απόληξη του Κάβο Γκρόσσο είναι το ακρωτήριο Δρόσος, ένας γιγάντιος συμπαγής βράχος, που υψώνεται κατακόρυφα πολλές δεκάδες μέτρα πάνω από την φουρτουνιασμένη επιφάνεια της θάλασσας.
-Να και το εκκλησάκι, λέει ξαφνικά ο Κώστας.
-Που το βλέπεις; τον ρωτάω.
Χαμογελάει και μου δείχνει αόριστα μπροστά. Με μια δεύτερη, προσεκτικότερη ματιά το εντοπίζω ανάμεσα στους κάθετους βράχους της απόκρημνης πλαγιάς. Πρώτα ξεχωρίζει με το κυκλικό του σχήμα ο τρούλος και ύστερα οι τοίχοι. Καθώς πλησιάζουμε διαγράφονται καθαρά και οι υπόλοιπες λεπτομέρειες. Λιτός ο τρούλος, πέτρινος και χωρίς γωνίες, με φθαρμένο σοβά στο χρώμα της πέτρας. Τα μακρόστενα παραθυράκια του είναι σιδερόφρακτα αλλά με τα τζάμια τους σπασμένα. Κάτω από τον τρούλο αρχίζει η ισχυρότατη τοιχοποιΐα, με μια υποψία χρωματισμών ώχρας και σομόν. Μεγάλοι πελεκητοί ογκόλιθοι συμμετέχουν στην τοιχοποιΐα του ξωκκλησιού και του δίνουν όψη φρουριακή. Ακριβώς από πάνω ορθώνεται ένας συμπαγής βράχινος τοίχος με ύψος που ξεπερνάει τα 30 μέτρα και παρέχει τέλεια προφύλαξη από ανατολή και νότο. Η υπόλοιπη αγκαλιά του βράχου είναι ανοιχτή, αιώνες τώρα το εκκλησάκι αντιστέκεται στους Δ και ΒΔ ανέμους του πελάγους.
Πέντε συμπαγή πέτρινα σκαλοπάτια και μια βαρειά, σκουριασμένη σιδερόπορτα μας οδηγούν στα άδυτα του ναΐσκου. Δάπεδο με πελώριες λείες πλάκες, ανάμεσά τους μακρόστενες τραβέρσες από λίθο κοκκινωπό, διακοσμητικές παραστάσεις και ένα υπέροχο ανάγλυφο πουλί. Όλα δείγματα αυθεντικής κατασκευαστικής φιλοσοφίας, αισθητικής και μαστοριάς των ανθρώπων του παρελθόντος. Τα βήματά μας διασχίζουν το δάπεδο αργά, με σεβασμό, δεν πρέπει να διαταραχθεί η γαλήνη και η σκόνη που συσσώρευσε ο χρόνος. Την ιερότητα του χώρου συμπληρώνουν οι μαρμάρινες κολώνες με τα έξοχα κιονόκρανα, τα υπολείμματα κάποιων παλαιοχριστιανικών λαξευμένων επιγραφών, οι ανεπαίσθητες τοιχογραφίες που έχουν απομείνει σε τμήματα των τοίχων. Αυτών των στιβαρών τοίχων, που οχτώ αιώνες τώρα αντέχουν τις κακουχίες του χρόνου και τη σφοδρότητα των ανέμων.
Μια τελευταία ματιά στα ελάχιστα τετραγωνικά μέτρα του ταπεινού εσωτερικού. Ύστερα, από το μυστηριακό ημίφως, ξαναβγαίνουμε στο λαμπρό απόγευμα της Μάνης. Η Παναγιά Οδηγήτρια όμως, η «Αγήτρια» των ντόπιων, έχει μπει για πάντα στις καρδιές μας.
Πίσω από την εκκλησούλα, σε καλά προφυλαγμένες κοιλότητες των βράχων, διακρίνονται ίχνη μικρών κελιών. Σώζεται ακόμη ένα τμήμα θόλου από τον παλιό ξυλόφουρνο. Το μονοπάτι, δύσβατο και αδιόρατο ανάμεσα στα χόρτα, μας οδηγεί μετά από μερικές δεκάδες μέτρα σε δυο διαδοχικές μεγάλες βραχοσπηλιές, με μαυρισμένες από φωτιά αιώνων τις οροφές. Αριστερά της εισόδου του δευτέρου σπηλαίου σώζεται μια πολύ όμορφη στέρνα νερού. Τα τοιχώματά της είναι στεγανοποιημένα με υδραυλικό κουρασάνι και το νερό στο εσωτερικό είναι διαυγές. Για λίγα λεπτά αγναντεύουμε το πέλαγος. Στο βάθος του ορίζοντα, έξω από τον Μεσσηνιακό κόλπο διακρίνονται, τυλιγμένες στην αχλύ, κάποιες στεριές. Είναι τα νησάκια της Μεθώνης, η Σχίζα και η Σαπιέντζα. Νά όμως στα βόρεια, πολύ κοντά μας, και με άλλη στεριά, που εισχωρεί σαν λόγχη μέσα στο νερό. Είναι το Ακρωτήριο Τηγάνι, με το ιστορικό κάστρο της Μαΐνης στην απόκρημνη κορυφή. Σ’ αυτό τον τόπο θα μας οδηγήσουν τα βήματά μας ως το πέσιμο της νύχτας.
ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΔΙΑΔΡΟΜΗΣ
Από οικισμό Αγ. Κυριακής χωματόδρομος 900 περίπου μέτρων. (χρόνος 10 – 12’).
Στη συνέχεια μονοπάτι ευδιάκριτο, χωρίς ιδιαίτερες δυσκολίες και με μικρή υψομετρική διαφορά. (χρόνος 10 – 12’).
ΣΤΗ ΧΕΡΣΟΝΗΣΟ ΤΗΓΑΝΙ ΚΑΙ ΣΤΟ ΚΑΣΤΡΟ ΤΗΣ ΜΑΪΝΗΣ
Στις 5 το απόγευμα ο ήλιος είναι ακόμη ζωηρός. Τέλος Φλεβάρη πια, τα σκοτάδια του χειμώνα ολοένα και λιγοστεύουν. Η διάθεση βελτιώνεται κι αυτή. Άλλο να νυχτώνει στις 5 και άλλο στις 7.
Σε λιγότερο από ένα 10λεπτο καλύπτουμε τα 600 περίπου μέτρα του ελαφρά κατηφορικού αλλά κακοτράχαλου (για συμβατικά αυτοκίνητα) χωματόδρομου. Αμέσως μετά ξεκινάει το μονοπάτι. Πετρώδες, καλοσχηματισμένο, με ευρύτατο ορίζοντα και άμεση θέα στο Τηγάνι. Η ήπια πλαγιά είναι καλυμμένη από αγριολούλουδα, αγκαθωτούς θάμνους και φλόμους. Λιτός και απέριττος τόπος, τέλεια φωτισμένος από τον ήλιο του απογεύματος.
Σε 10 λεπτά τερματίζει η ελαφριά κλίση της πλαγιάς, φτάνουμε στο επίπεδο της θάλασσας. Το μονοπάτι στενεύει και σηματοδοτείται με τον παλιό, παραδοσιακό τρόπο της υπαίθρου, εκεί όπου δεν υπήρχαν πινακίδες και μπογιές: με μικρού, δηλαδή, διαδοχικούς λιθοσωρούς, σε επίκαιρες θέσης τοποθετημένους, έτσι ώστε, με λίγη παρατηρητικότητα, να είναι αδύνατον να παρεκκλίνει κανείς. Στη δική μας την περίπτωση, άλλωστε, ο προορισμός μας διακρίνεται καθαρά. Είναι τα υπολείμματα του κάστρου στο υπερυψωμένο άκρο της χερσονήσου.
Μια ψυχρή, παντοδύναμη πνοή μαΐστρου φτάνει από το πέλαγος. Το απόγευμα προχωράει… Βαδίζουμε αργά στο υποτυπώδες μονοπάτι. Μά, τι παράξενος τόπος είναι τούτος! Μια σκληρή, αφιλόξενη γλώσσα στεριάς, κατάσπαρτη με αγκάθια και αναρίθμητες μικρές και μεγάλες πέτρες, λευκόγκριζες, άλλες βοτσαλωτές και άλλες ανώμαλες, καθόλου φιλικές. Άγριος τόπος, άνυδρος, στην πιο ακραία ίσως μορφή της Μέσα Μάνης. Την οποία ο Νικήτας Νηφάκος, τον 18ο αιώνα, περιέγραφε με τούτα τα λόγια στο επικό ποίημά του: (1) «Δέντρο ή ξύλο ή κλαρί δεν είναι μήτε ένα
δεν βρίσκουν ίσκιο να σταθούν θεούρια τα καϋμένα
Νερό δεν βγαίνει πούπετα σ’ όλη τη Μέσα Μάνη
Καρπό; Κουκκία μοναχά και ξεροκρίθι κάνει».
Από γυναίκες σπέρνονται, γυναίκες τα θερίζουν
Γυναίκες με τα χέρια τους μονάχες τα λιχνίζουν
Γυναίκες με τη ράχη τους γυμνές τα κουβαλούσι
και βγάζουν τα χοντρά σκοντιά για να μην τα χαλούσι.
Προς επίρρωση των στίχων του Νηφάκου έγραφε μισό αιώνα πριν για το Τηγάνι ο θρυλικός φιλέλληνας συγγραφέας Πάτρικ Λη Φέρμορ: (2) «Το Τηγάνι είναι μια προεξοχή του βράχου που μοιάζει με το χέρι ενός τηγανιού, που απλώνεται απ’ την άλλη μεριά του κόλπου, τρία μίλια απ’ το Μέλαπο και καταλήγει, στην άκρη, σ’ ένα μεγάλο ψηλό βράχο. Ο βράχος αυτός καλύπτεται από ένα ερείπιο: το κάστρο της Μάνης… Το τηγανόχερο που το ενώνει αποτελείται από ένα νήμα από άσχημους κώνους πριονωτά βράχια και κοιλώματα από αλάτι. Αισθανόμαστε τα βράχια, αιχμηρά σα λάμες ξυραφιών, κάτω από τις σχοινένιες μας σόλες. Μια δίχως ίσκιο ερημωμένη αγριότητα. Σ’ αυτήν την ανήλεη κάψα, δυο ρακένδυτες και ξυπόλυτες γυναίκες, μάνα και κόρη, με παλιά αχυρένια καπέλα, φαρδιά σαν ομπρέλες, με τα πρόσωπα τους μαυρισμένα απ’ τον ήλιο και τα φρύδια τους και τα μπερδεμένα τους μαλλιά ασπρισμένα απ’ την ξεραμένη άρμη, μαζεύανε το αλάτι απ’ τους βράχους και το έβαζαν μέσα σε μεγάλα καλάθια από λυγαρόβεργες. Εργαζόντουσαν εδώ ολόκληρο το καλοκαίρι και, καμιά φορά, ακόμα και το χειμώνα. Κοιμόντουσαν στη μεγάλη σπηλιά κοντά στο παρεκκλήσι της Οδηγήτρας, όπου υπήρχε μια πηγή με υφάλμυρο νερό για να πίνουν και να μουσκεύουνε τα παξιμάδια τους.
Δεν είναι ζωή αυτή, είπε η μάνα. Πόσο μπορούσαν να πουλήσουν το αλάτι; Και πόσο θα μπορούσανε να μαζέψουνε τη μέρα; Σε καλές μέρες, είπε, λίγο πιο πολύ από μιαν οκά. Σε κακές ακόμα πιο λίγο. Όλα ήτανε σχετικά. Μετά έριξε πίσω το κεφάλι της κι άφησε ένα αληθινό χαρούμενο γέλιο, που μέσα του δεν υπήρχε κανένα χνάρι πίκρας».
Δεν είναι δύσκολο να διακρίνουμε κι εμείς στο έδαφος τις κοιλότητες, όπου από παλιά μάζευαν το αλάτι. Είναι κατάσπαρτες παντού, άλλες μικρές κι άλλες μεγάλες, γούρνες με κυκλικό προστατευτικό τοίχωμα και πυθμένα στρωμένο συνήθως με κουρασάνι. Εδώ μέσα έριχναν το «αλατσωμένο νερό», που κουβαλούσαν με κουβάδες από τις πάμπολλες φυσικές κοιλότητες των βράχων της ακτής. Όσο καλοκαίριαζε, το νερό εξατμιζόταν κι απέμενε στη γούρνα το χιονόλευκο αλάτι, έτοιμο πιο για συλλογή. Στο δρόμο μας συναντάμε και μια σύνθετη αλυκή, που έχει διαστάσεις μικρού αλωνιού και περιλαμβάνει πολλά ενδιάμεσα χωρίσματα. Εκτός απ’ αυτές τις αυτοσχέδιες αλυκές υπάρχουν κι άλλα έργα ανθρώπινων χεριών. Είναι ό, τι έχει απομείνει από τα χτισμένα με ξερολιθιά καλυβάκια, που προφανώς χρησιμοποιούντο από τους συλλέκτες του αλατιού. Σχεδόν όλα είναι συγκεντρωμένα στην εσωτερική, απάνεμη ακτή της χερσονήσου, που βρέχεται από τον κόλπο του Μέζαπου.
Με βήματα αργά και μάτια ερευνητικά διασχίζουμε τη Χερσόνησο Τηγάνι σ’ όλο της το μήκος από τα νότια προς τα βόρεια. Ένα τέταρτο μετά φτάνουμε στο τέρμα της χερσαίας διαδρομής, στους πρόποδες του απότομου λοφίσκου. Είναι το μοναδικό υπερυψωμένο και από τη φύση οχυρό σημείο της χερσονήσου και μάλιστα σε θέση στρατηγική, ακριβώς πάνω από τη θάλασσα, αληθινός βιγλάτορας κάθε θαλάσσιου και χερσαίου επισκέπτη. Καθώς πλησιάζουμε προβάλλει στα ΝΔ ένα τμήμα με κυκλώπεια τειχοδομία. Ανατολικότερα ακόμη, ακριβώς πάνω από το μονοπάτι μας, διατηρείται σε πολύ καλή κατάσταση ένας επιβλητικός προμαχώνας, κατασκευασμένος με μεγάλιθους η εξωτερική επιφάνεια των οποίων είναι λαξευμένη. Έτσι όπως ορθώνεται το τείχος, σαν προέκταση της φυσικής οχύρωσης των βράχων, δεν μπορούμε να μην θυμηθούμε τα λόγια του Φώτη Κόντογλου για τα κάστρα: «Ο τόπος μας είναι γεμάτος κάστρα και πύργους. Περνάς από ερημιές, από ντερβένια άγρια και βλέπεις απάνου στα βουνά και στους γκρεμνούς χτισμένα τειχιά νεροφαγωμένα, που στέκονται βουβά κι αμίλητα. Τα πιο πολλά από την πολυκαιρία έχουνε γίνει ένα με το βράχο και δεν τα ξεχωρίζει το μάτι από μακρυά πως είναι χτισμένα από τον άνθρωπο. Το χτίσμα τα’ ανθρώπου έγινε ένα με το χτίσμα του Θεού».
Ανηφορίζουμε για λίγο το μονοπάτι, που μας βγάζει εκεί που ήταν κάποτε η πύλη του κάστρου. Μια επίπεδη έκταση πολλών δεκάδων στρεμμάτων αποκαλύπτεται μπροστά μας. Έδαφος σκληρό, πετρώδες, με χαμηλούς θάμνους κι αγκάθια. Κατάσπαρτοι ερειπωμένοι τοίχοι σπιτιών από ξερολιθιά, αδιάψευστη μαρτυρία παλαιάς κατοίκησης αυτής της οχυρωμένης περιοχής. Χωρίς εμφανή μονοπάτια, ή κίνηση ανάμεσα στα ερείπια και στ’ αγκάθια δεν είναι εύκολη. Η έκπληξη, ωστόσο, προέρχεται από ένα μνημείο ορθοδοξίας πραγματικά εκπληκτικό. Είναι η παλαιοχριστιανική βασιλική του 7ου αιώνα, με διαστάσεις μεγαλειώδης αλλά ερειπωμένη σε μεγάλο βαθμό. Η τοιχοποΐα είναι αυθεντική βυζαντινή, με μεγάλους λαξευτούς λίθους από μάρμαρο ή πωρόλιθο ασβεστοκονίαμα και ενδιάμεσα κεραμίδια. Κατάσπαρτοι στο δύσβατο έδαφος, μέσα και έξω απ’ το ναό κείτονται κίονες, βάσεις κιόνων και κιονόκρανα, πολλοί τάφοι παλαιότεροι του 7ου αιώνα, ενώ οι τρεις αψίδες μαρτυρούν την αλλοτινή αίγλη αυτού του παμπάλαιου μνημείου του κάστρου. Εντυπωσιακή είναι και μια ορθογώνια υπόγεια δεξαμενή, με υδραυλικό κουρασάνι για στεγανοποίηση των τοιχωμάτων και με μήκος που ξεπερνάει τα 10 μέτρα!
Διασχίζουμε το οροπέδιο με κατεύθυνση ΒΔ, φτάνουμε ως το τσιμεντένιο κολωνάκι της Γ.Υ.Σ. Μετά το κενό, οι απόκρημνες πλαγιές που περιβάλλουν το οροπέδιο και καταλήγουν στις αφιλόξενες ακτές. Ο μαΐστρος παίρνει να δυναμώνει, αφρισμένα κύματα σκάζουν βουερά στους βράχους της ακτής. Ο ήλιος χαμηλώνει κι αυτός στη γραμμή του πελαγίσιου ορίζοντα. Δεν θ’ αργήσει να βυθιστεί. Είναι ώρα να πάρουμε το μακρύ μονοπάτι της επιστροφής, ως το χωριουδάκι της Αγίας Κυριακής.
ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΤΗΣ ΔΙΑΔΡΟΜΗΣ
Από την σχετική πινακιδούλα (στο σημείο διακλάδωσης προς εξωκκλήσι Οδηγήτριας) ως το κάστρο: 30 – 40 λεπτά.
Η επιστροφή από το κάστρο ως τον οικισμό της Αγ. Κυριακής απαιτεί 45 – 55 λεπτά.
Η διαδρομή έχει ελαφρές κλίσεις και ελάχιστες δυσκολίες.
Για μια απολαυστική πεζοπορική εμπειρία από την Αγία Κυριακή ως την Χερσόνησο Τηγάνι και το κάστρο της Μαΐνης, με στάσεις για παρατηρήσεις και φωτογραφίσεις, συνιστάται χρόνος 3 – 4 ωρών.
ΕΝΑ ΔΕΙΠΝΟ ΜΕ ΥΠΕΡΟΧΕΣ ΝΤΟΠΙΕΣ ΓΕΥΣΕΙΣ
Η νύχτα του Φλεβάρη πέφτει γρήγορα στο Σταυρί. Αρχίζει να μας βγαίνει η ολοήμερη κούραση και η πείνα. Ευτυχώς το ταβερνείο του Παναγιώτη είναι κοντά. Καθώς πλησιάζουμε, απ’ το μπουρί στροβιλίζεται καπνός. Προέρχεται από την μεγάλη ξυλόσομπα στο κέντρο του μαγαζιού που σκορπίζει γύρω της μια υπέροχη ζεστασιά. Αντιδήμαρχος του Δήμου Οιτύλου ο Παναγιώτης Κοκοράκης μας υποδέχεται με την γυναίκα Άννα με μεγάλη εγκαρδιότητα. Άνθρωποι χαμογελαστοί και εξωστρεφείς, μέσα σε δευτερόλεπτα αισθανόμαστε σαν να τους ξέρουμε από χρόνια. Παίρνει μια καρέκλα ο Παναγιώτης και κάθεται μαζί μας.
-Δεν έχω κάρβουνα αναμμένα για κρέατα στη σχάρα. Για ένα όμως τσιπουράκι κάτι θα βρεθεί.
Φέρνει πρώτα το τσίπουρο η Άννα, με ζυμωτό ψωμί φτιαγμένο από την ίδια. Ξυπνάνε μνήμες του παρελθόντος με γεύσεις και ευωδιές ψωμιού που έχουν πια χαθεί. Εξίσου αυθεντικές είναι και οι μικροσκοπικές Μανιάτικες ελίτσες που φτιάχνει η οικογένεια: μαύρες ξυδάτες και πράσινες τσακιστές με λεμόνι. Όλες νοστιμώτατες, ιδανικές για τσιπουράκι.
-Και πού να δοκιμάσετε την παστή μας παλαμίδα, λέει ο Παναγιώτης.
Είναι κομμάτια φιλέτου παλαμίδας με μπόλικο λάδι, απ’ αυτό το περίφημο της Μάνης. Είναι μια γεύση πικάντικη, σπάνιας νοστιμιάς, με τέλεια ισορροπία ξινού και αλμυρού.
-Ποτέ δεν έχω δοκιμάσει νοστιμώτερο παστό, λέει ο Κώστας.
Δίπλα του ο Κυριάκος Παπαγεωργίου, ο Βολιώτης φίλος μας με την μακροχρόνια εμπειρία στους εκλεκτούς τσιπουρομεζέδες, υπερθεματίζει. Ο Παναγιώτης δεν μπορεί να κρύψει την ικανοποίησή του και επιβραβεύει την ετυμηγορία της ομήγυρης με ένα δεύτερο πιάτο παλαμίδας.
-Αφήστε και λίγο χώρο για κρασάκι, λέει ο φίλος μας.
Οι ελίτσες και τα πασά δίνουν τη θέση τους στο χοιρινό που εκτρέφει η οικογένεια, μαγειρεμένο στην κατσαρόλα με χόρτο «μελικιόνι». Είναι πραγματική αποκάλυψη. Δύσκολο να περιγραφεί η νοστιμιά της μαγειρικής της Άννας με το σπιτίσιο χοιρινό, το παρθένο λάδι και το αγριόχορτο μελικιόνι από τις εξοχές του Καστριού. Σειρά στο τραπέζι έχει το «σύγκλινο». Ευωδιάζει η ατμόσφαιρα απ’ αυτό το τόσο ιδιαίτερο χοιρινό. Ρωτάει κάποιος λεπτομέρειες της παρασκευής του. Είναι μια συναρπαστική διαδικασία που μας περιγράφει ο Παναγιώτης: Βαθύ αλάτισμα του κρέατος με αλάτι από τις «σγούρνες», τις αλυκές δηλαδή του Τηγανιού, πάστωμα μερικές μέρες σε πήλινο πυθάρι, κάπνισμα με κλαδιά δεντρολίβανου, φασκομηλιάς και χαρουπιάς, ξέβγαλμα με μπόλικο νερό, βράσιμο σε καζάνι με προσθήκη πορτοκαλόφλουδων και, τέλος αποθήκευση σε πήλινα πυθάρια μαζί με τη «γλύνα», το λίπος δηλαδή του ζώου.
-Και η χοληστερίνη που πάει; ρωτάει κάποιος.
-Ά, το σύγκλινο τρώγεται σε μικρές δόσεις, σαν μεζές. Χρειάζεται και λίγη σωματική άσκηση για το κάψιμο του λίπους. Όπως θα κάνουμε αύριο εμείς στο Κάβο Γκρόσσο, καταλήγει ο Παναγιώτης.
ΚΑΒΟ ΓΚΡΟΣΣΟ
Η τελευταία μέρα του Φλεβάρη ξημερώνει υπέροχη με λαμπρό ήλιο, καθάρια ατμόσφαιρα και μερικά σύννεφα διάσπαρτα στον καταγάλανο ουρανό. Με κατεύθυνση ΝΔ ξεκινάμε για Κάβο Γκρόσσο, μέσα από ελαιώνες με τα γνωστά, χαμηλού ύψους Μανιάτικα ελιόδεντρα. Ένα χιλιόμετρο μετά συναντάμε στα δεξιά του δρόμου την παμπάλαια στέρνα Κοταρού, μια από τις μεγαλύτερες της περιοχής. Πολύ γρήγορα φτάνουμε στον μικρό οικισμό του Αγ. Αθανασίου με την ομώνυμη εκκλησούλα και, δυόμιση χλμ. μετά το Σταυρί, μπαίνουμε στην «Κηπούλα» ή «Κιππούλα». Είναι παραδοσιακός οικισμός, με πέτρινα σπίτια και πυργόσπιτα της χαρακτηριστικής Μανιάτικης αρχιτεκτονικής. Ένα μάλιστα απ’ αυτά, μακρόστενο και μεγάλων διαστάσεων στο δυτικό τμήμα του οικισμού, είναι χτισμένο εξ ολοκλήρου με περίτεχνη ξερολιθιά, χωρίς ίχνος ενδιάμεσου κονιάματος. Παράξενο και μάλλον μοναδικό αξιοθέατο στο κέντρο του χωριού αποτελεί η χωρίς σκεπή πέτρινη τοιχοποιΐα του ναού του Αγ. Δημητρίου. Το παράδοξο έγκειται στο ότι αυτός ο χωρίς στέγη ναός περιλαμβάνει στο εσωτερικό του έναν μικρότερο ναΐσκο του 15ου αιώνα, που γλίτωσε τελικά από την κατεδάφιση (λόγω της παλαιότητάς του), χωρίς ωστόσο να ολοκληρωθεί ποτέ και η ανέγερση του μεγαλύτερου ναού που τον περιβάλλει.
Βγαίνοντας από το χωριό αισθανόμαστε απέναντί μας την καταλυτική παρουσία του Κάβο Γκρόσσο, που διαφεντεύει τον δυτικό ορίζοντα σ’ όλο του το μήκος. Τί είναι όμως το Κάβο Γκρόσσο; Ειν’ ένα πελώριο μακρόστενο οροπέδιο που καταλαμβάνει όλο το μήκος των Δ – ΝΔ ακτών της Μέσα Μάνης (3). Το μήκος του οροπεδίου είναι 5 χλμ., το πλάτος κυμαίνεται από 300 – 600 μέτρα και το ύψος από 270 – 290 μέτρα πάνω από την επιφάνεια της θάλασσας. Αυτός ο τεράστιος βράχος είναι μια φυσικά οχυρή τοποθεσία, αφού σχεδόν από παντού περιβάλλεται από απόκρημνες πλαγιές. Σ’ αυτό το οροπέδιο ευρίσκετο η περιοχή της Άνω Πούλας, που από πολλούς ερευνητές έχει ταυτισθεί με την αρχαία πολίχνη της Εππόλας του Παυσανία. Όλη η πεδινή έκταση της λεγόμενης «Αποσκιερής Μάνης» βρισκόταν στα πόδια και στον έλεγχο εκείνου που θα διαφέντευε το οροπέδιο (4). Δικαιολογημένα λοιπόν εντυπωσιάστηκε ο ηγεμόνας των Φράγκων Γουλιέλμος Βιλλαρδουΐνος από τα πλεονεκτήματα του οροπεδίου που, ενώ του πρόσφερε πολύ μεγάλη έκταση, απαιτούσε πολύ λίγα έξοδα για να οχυρωθεί αποτελεσματικά. Η επιλογή της οχυρής τοποθεσίας έγινε με προσωπική απόφαση του Βιλλαρδουΐνου μετά όμως από επιτόπια έρευνα και παρακίνηση κάποιων ανθρώπων που γνώριζαν τον τόπο. Η οικοδόμηση, το έτος 1250, του κάστρου είχε ως άμεσο αποτέλεσμα την συνθηκολόγηση των πληθυσμών της περιοχής. Σύμφωνα μάλιστα με τον Παν. Κατσαφάδο (5) «Η ανακωχή και η επιδίωξη συμφωνίας για συμβιβασμό προήλθε από πιέσεις του απλού λαού προς τους άρχοντες και όχι από απόφαση των τελευταίων, οι οποίοι (στο κείμενο του «χρονικού του Μορέως») φέρονται αποφασισμένοι να συνεχίσουν να αντιστέκονται».
Αφήνουμε έξω από την Κηπούλα τα αυτοκίνητα και συνεχίζουμε με τα πόδια. Ελαιώνας. Φράχτες με ξερολιθιές. Μονοπάτι με κόκκινα σημάδια σε έδαφος επίπεδο. Σε λιγότερο από ένα 5λεπτο φτάνουμε στον «Λάηκο της Κηπούλας», έναν νερόλακο με διάμετρο περίπου 20 μέτρων. Ν – ΝΔ της λιμνούλας αρχίζει ν’ ανηφορίζει το μονοπάτι, πετρώδες και ομαλό. Ήδη όμως βρισκόμαστε μπροστά σε άλλη μία παλιά στέρνα με βάθος 1.5 και μήκος τουλάχιστον 5 μέτρων. Το εσωτερικό των τοιχωμάτων είναι καλυμμένο με υδραυλικό κουρασάνι σε χρώμα κεραμιδί, ενώ στο πάνω τμήμα η στέρνα είναι σκεπασμένη με τις χαρακτηριστικές μακρόστενες πέτρες, τα «μακρόνια».
Οι βυζαντινές «κινστέρνες».
Μια τυπική βυζαντινή κινστέρνα είναι, είτε σκαμμένη στο βράχο, είτε πιο συχνά, χτισμένη με επιμελημένη τοιχοποιΐα, το πάχος της οποίας ποικίλλει από 50 ως 70 εκατοστά και είναι ανάλογο με τις διαστάσεις της. Αν η δεξαμενή είναι σχετικά μεγάλη και βρίσκεται σε ανοιχτό χώρο, σκεπάζεται από πάνω με καμάρα. Αν όμως είναι μικρή, καλύπτεται από σχιστολιθικές πλάκες ή «μακρόνια». Ο πυθμένας της και τα πλευρικά τοιχώματα είναι αλειμμένα με διαδοχικά στρώματα από ασβεστοκονία συνολικού πάχους μέχρι 3 εκατοστά, από τα οποία στο τέλος, ένα ή περισσότερα, αποτελούνται από το αδιάβροχο (υδραυλικό) κεραμόχρουν επίχρισμα, το γνωστό «κουρασάνι». Η κατασκευή τους και η επίτευξη στεγανότητας υπήρξε εξαιρετικά επιτυχημένη, αφού ακόμα και σήμερα ορισμένες «κρατούν» όλο το χρόνο νερό.
Μπροστά σ’ έναν κάθετο βράχο ο Παναγιώτης σταματάει. Το εξασκημένο του μάτι έχει ανακαλύψει κάτι, που κανένας μας δεν έχει προσέξει. Είναι κάποια χόρτα φυτρωμένα στις σχισμές.
-Αναγνωρίζετε αυτά τα χόρτα; Μας ρωτάει.
Κοιταζόμαστε ερωτηματικά.
-Είναι μελικιόνι και βαρβαριώνας, τα χόρτα που τόσο σας άρεσαν χθες βράδυ στη σαλάτα και στο φαγητό με το χοιρινό. Είναι παλιά παράδοση να κατέχει ο Μανιάτης τα χόρτα των εξοχών του. Αυτά τα ταπεινά χορταράκια τον έσωσαν πολλές φορές σε δύσκολες περιόδους από την πείνα.
Γίνεται κακοτράχαλο κι ανηφορικό το μονοπάτι, με πανύψηλα χόρτα που κρύβουν ύπουλες πέτρες ανάμεσά τους. Για πρώτη φορά αντικρίζουμε στο βάθος του ΝΑ ορίζοντα το ακρωτήριο Ταίναρο με τον φάρο, που, ένα μόλις χρόνο πριν, μας είχε χαρίσει τόσο έντονες αναμνήσεις. Για λίγο τα πόδια μας πατάνε σε καλντερίμι, «πλακολίθι» το ονομάζει ο Παναγιώτης. Αμέσως μετά φτάνουμε στο επίπεδο τμήμα του Κάβο Γκρόσσο. Βρισκόμαστε σε υψόμετρο 275 μέτρων, 65 μέτρα ψηλότερα από τον κάμπο της Κηπούλας. Ο χρόνος που χρειαστήκαμε ως εδώ δεν ξεπερνάει με κανονικό ρυθμό τα 20 λεπτά.
Μια άλλη πραγματικότητα μας υποδέχεται στο αχανές πλάτωμα του Κάβο Γκρόσσο, του οροπεδίου της Άνω Πούλας: ένα ασβεστολιθικό έδαφος απόλυτα εχθρικό, κατάσπαρτο με αναρίθμητους αγκαθωτούς θάμνους και πέτρες. Οι ριζωμένες στο έδαφος πέτρες είναι αιχμηρές και πολύ επικίνδυνες, αν κάποιος κακοπατήσει και πέσει πάνω τους. Οι υπόλοιπες πέτρες, διαφόρων διαστάσεων, προέρχονται από τους λιθοσωρούς και τους πεσμένους τοίχους των αρχαίων οικιών. Σ’ όλο το οπτικό μας πεδίο κυριαρχεί ένας απέραντος ερειπιώνας από τα υπολείμματα των μικρών αρχαίων οικισμών. Ας μην ξεχνάμε, ότι στην Άνω Πούλα ευρίσκετο πιθανότατα η ακρόπολη της Ιππόλας, η κυρίως πόλη της οποίας ευρίσκετο χαμηλότερα στον κάμπο της Κιππούλας. Κατά τον Woodward, μάλιστα, το Ιερό της Ιππολαΐτιδος Αθηνάς πρέπει να ήταν σε συνεχή χρήση από τα γεωμετρικά μέχρι τα ελληνιστικά χρόνια και πρέπει να βρίσκεται ψηλά στην ακρόπολη ίσως κοντά σε κάποιον από τους βυζαντινούς ναΐσκους που είναι χτισμένοι εκεί. Αυτοί οι ναΐσκοι είναι τα πιο χαρακτηριστικά δείγματα που σώζονται σήμερα στο οροπέδιο. Τους συναντάμε μερικές δεκάδες μέτρα μακρύτερα. Είναι ο μικρότερος Άγιος Γεώργιος και ο μεγαλύτερος των Αγ. Θεοδώρων, ο ένας δίπλα στον άλλον. Μια στέρνα υπάρχει ανάμεσά τους, σκεπασμένη με «μακρόνια». Μπροστά τους σχηματίζεται ένα κυκλικό τμήμα εδάφους, επίπεδο, σαν μικρή πλατειούλα.
-Είναι η «ρούγα», λέει ο Παναγιώτης, όπου συγκεντρώνονταν οι γεροντότεροι για την λήψη αποφάσεων.
Ένα δάσος από πανύψηλες τσουκνίδες εκτείνεται στο χώρο της ρούγας, μπροστά στα εκκλησάκια. Τις παραμερίζουμε και περνάμε, πανευτυχείς που δεν φοράμε σορτσάκια σ’ αυτό τον αγριότοπο.
Είναι συγκινητικό να βρισκόμαστε μπροστά σ’ αυτά τα δυο ταπεινά μνημεία του βυζαντίου, που επιμένουν να στέκονται όρθια εδώ και 1000 περίπου χρόνια. Η τοιχοποιΐα τους, έστω και με φθορές, επιβιώνει ακόμη. Κάποιες τοιχογραφίες, αχνές από το χρόνο, σώζονται κι αυτές. Το δάπεδο είναι χωμάτινο με ανώμαλες πέτρες, τα αρχιτεκτονικά μέλη όμως από αρχαία οικήματα είναι πολλά και στα δυο εκκλησάκια. Η απογοήτευση προέρχεται από την έλλειψη κάποιας πληροφοριακής πινακίδας, απ’ αυτές που συνηθίζει η Εφορία Βυζαντινών Αρχαιοτήτων, κυρίως όμως από την παντελή απουσία οποιασδήποτε ορατής πρόσθεσης συντήρησης.
Ο Παν. Κατσαφάδος αναφέρει για τα εκκλησάκια στο βιβλίο του (6). «Στην ανατολική άκρη του γκρεμού της Άνω Πούλας, στο σημείο που ανεβαίνει το μονοπάτι από την Κιππούλα, βρίσκονται δυο ναοί πλησιόχωροι, μονοκάμαροι, από τους οποίους ο μικρότερος τιμάται στο όνομα του Αγ. Γεωργίου και ο άλλος, ο σπουδαιότερος, στο όνομα των Αγ. Θεοδώρων. Είναι και οι δυο κτισμένοι με ασβεστοκονία. Ο ναός των Αγ. Θεοδώρων είναι μετασκευασμένος στα νεώτερα χρόνια, αρκετά όμως αρχιτεκτονικά μέλη, μεσοβυζαντινά αλλά και αρχαία, βρίσκονται εκεί σε πρώτη και δεύτερη αντίστοιχα χρήση. Οι παλαιότερες αγιογραφίες του είναι σε δυο στρώματα, από τα οποία το αρχικό θα μπορούσε να αναχθεί στον ΙΑ’ αιώνα και το νεώτερο στον ΙΔ’. Το προσκολλημένο κοσμικό κτίσμα στην βορεινή πλευρά του καταδείχνει την παρουσία ιερωμένων στα νεώτερα χρόνια εκεί».
Ανάμεσα από πέτρες και αγκάθια βρίσκουμε ένα υποτυπώδες μονοπάτι προς τα βόρεια. Λίγο αργότερα το μονοπάτι εξαφανίζεται, εμείς όμως συνεχίζουμε σε απίστευτα εχθρικό έδαφος για ένα 10λεπτο ακόμη. Φτάνουμε στην άκρη του γκρεμού. Χαλάλι η ταλαιπωρία και ο κόπος! Χαμηλά το Τηγάνι αποκαλύπτει μια εικόνα εκπληκτική, με τον πελαγίσιο του κόλπο τον Μεζαλίμονα και τον Μέζαπο, τον πιο προφυλαγμένο απ’ τους καιρούς. Ψηλά, μέσα απ’ τα σύννεφα, μας γνέφει ο χιονόλευκος Ταΰγετος, ενώ πίσω προς το νότο ατενίζουμε το Ταίναρο. Απομένουμε αρκετή ώρα απέναντι σ’ αυτό το μεγαλειώδες θέαμα, το ίδιο που μερικές χιλιάδες χρόνια πριν αγνάντευαν κι οι κάτοικοι της αρχαίας Ιππόλας. Ο Κυριάκος κι ο Παναγιώτης όμως δεν χάνουν τον καιρό τους. Συνεχίζουνε την άγρια μάχη με το έδαφος σε μια πορεία μακρινή προς το «Ξέμουντο», το βόρειο άκρο του οροπεδίου του Κάβο Γκρόσσο. Πάνε ν’ ανακαλύψουν άλλο ένα βυζαντινό εξωκκλήσι, του Αγ. Σώστη.
Σημείωση: Όσοι επιθυμούν ν’ αγναντέψουν την μεγαλόπρεπη θέα προς το Τηγάνι, δεν χρειάζεται να περπατήσουν περισσότερα από 120 – 130 μέτρα βόρεια των δυο ναΐσκων. Συνιστώνται ψηλά αθλητικά παπούτσια και χοντρό παντελόνι.
Επιστρέφουμε στα δυο εκκλησάκια και, 70 περίπου μέτρα προς τα Δ – ΒΔ, βρισκόμαστε μπροστά στα πιθανολογούμενα υπολείμματα του ναού της Ιππολίτιδας Αθηνάς. Το οικοδόμημα είναι χτισμένο με πολύ στιβαρή ξερολιθιά, που αποτελείται από «αργούς» λίθους μεγάλων διαστάσεων. Το μέγιστο ύψος των σωζόμενων τοιχωμάτων είναι 3.5 – 4 μέτρα και το πάχος τους πάνω από 1 μέτρο. Το συνολικό μήκος του οικοδομήματος ξεπερνάει τα 12 μέτρα, ενώ το πλάτος του τα 5. Ατενίζουμε για λίγο το οροπέδιο προς το νότο, ως το υψηλότερο σημείο, τον λόφο Κούμπο, που η κορυφή του εξέχει με υψόμετρο 311 μέτρων. Αποφασίζουμε να επιχειρήσουμε τη διάσχιση του τραχύτατου οροπεδίου ως την νότια άκρη του σε μια επόμενη φορά. Προς το παρόν συνεχίζουμε για λίγο προς τα νότια, αναζητώντας την πύλη εξόδου από το κάστρο προς τον κάμπο.
Δεν μετανιώνουμε γι’ αυτή την επιλογή μας. 100 περίπου μέτρα μετά τα εκκλησάκια των Αγ. Θεοδώρων και Γεωργίου συναντάμε άλλο ένα ξωκκλήσι ερειπωμένο. Είναι ο ερειπωμένος ναΐσκος του Αη – Λιά, με ισχυρότατη μεγαλιθική τοιχοποΐα αλλά χωρίς σκεπή. Στο έδαφος κείτονται αρχαίος κίονας και βάση κίονος. Μόλις 60 μέτρα πιο κάτω συναντάμε άλλο ένα εκκλησάκι, εξίσου ερειπωμένο, στην άκρη του γκρεμού.
Το μονοπάτι συνεχίζεται στενό και ευκολοδιάβατο, πάντα παράλληλα σε φράχτη με ξερολιθιά. Ο τόπος είναι κατάσπαρτος με αναρίθμητα χαλάσματα από τα κτίσματα του αρχαίου οικισμού. Το έδαφος είναι καλυμμένο με παχύ χορτάρι, που εξασφαλίζει πλούσια τροφή στις πολυάριθμες αγελάδες. Φλόμοι, θυμάρι και πολλά αγριολούλουδα. Ανάμεσά τους λευκοί ασφόδελοι και ανεμώνες πορφυρές.
Λίγα λεπτά αργότερα φτάνουμε στα ερείπια ενός διπλού βυζαντινού ναΐσκου. Ο παλαιότερος είναι αφιερωμένος στον Αγ. Νικόλαο ενώ ο νεώτερος πιθανώς στον Αγ. Γεώργιο. Μπροστά υπάρχει μεγάλη υπόγεια δεξαμενή με νερό, καθώς και λαξευμένη σε βράχο λατρευτική γούρνα, που διατηρεί στην κοιλότητα νερό.
Ο Παναγιώτης Κατσαφάδος αναφέρει, ότι «οι ναΐσκοι είναι κτισμένοι με ασβεστοκονία και θραύσματα κεραμιδιών στην τοιχοποιΐα. Η αψίδα του Αγ. Νικολάου καλύπτει όλο σχεδόν το εύρος του ναού… Και στους δυο ναούς οι παραστάδες της πύλης του Αγ. Βήματος ήσαν αρχαίοι κίονες, που κομμάτια τους βρίσκονται in situ. Δεν έχουν απομείνει καθόλου ίχνη εικονογράφησης. Στα υπολείμματα των ναΐσκων αυτών αναγνωρίζεται το μεγαλύτερο πλήθος αρχιτεκτονικών μελών, που ανάγονται στα αρχαία και ρωμαϊκά χρόνια. Ατενίζοντας ο επισκέπτης τα αρχαία απομεινάρια σκορπισμένα μέσα στα χαλάσματα αναρωτιέμαι μήπως εκεί κοντά, ίσως στο ίδιο μέρος, βρισκόταν ο ναός της Ιππολαΐτιδος Αθηνάς που μνημονεύει ο Παυσανίας. Η εκκλησία του Αγ. Νικολάου είναι ίσως η παλαιότερη από όλες τις εκκλησίες της Άνω Πούλας».
Και συνεχίζει ο συγγραφέας: «Όλοι οι ναΐσκοι στην Άνω Πούλα βρίσκονται στην άκρη του βράχου και με εξαίρεση τον Αγ. Σωτήρα και την Ελεούσα, όλοι κοιτάζουν τον κάμπο στα ανατολικά. Γύρω από τις εκκλησίες υπάρχουν ξερολίθινες αγροτικές κατοικίες που η χρονολόγησή τους πηγαίνει πίσω, στα πρώτα χρόνια της μεσοβυζαντινής περιόδου αλλά και πολύ παλαιότερα. Το πλάτωμα της Άνω Πούλας είναι ίσως η πιο χειροπιαστή απόδειξη της διαχρονικής, από τα προϊστορικά μέχρι τα νεώτερα χρόνια, χρήσης και κατοίκησης οχυρής τοποθεσίας στη Μέσα Μάνη. Ο συγκεκριμένος αυτός τόπος είναι, και πρέπει να αντιμετωπίζεται, σαν πολύτιμος αρχαιολογικός χώρος».
Λίγα λεπτά αργότερα το μονοπάτι μας οδηγεί σ’ ένα άνοιγμα της ερειπωμένης οχύρωσης, όπου ευρίσκετο προφανώς η πύλη του κάστρου. Η πορεία μας αυτή, ανάμεσα στο βυζαντινό και αρχαίο παρελθόν του οροπεδίου διήρκεσε λιγότερο από μια ώρα συνολικά. Κατηφορίζουμε ήδη το μονοπάτι και σ’ ελάχιστα λεπτά φτάνουμε στο παλιό εκκλησάκι της Παναγίας της Ελευθερώτριας, πάνω από την Κιππούλα. Παμπάλαιο κι αυτό το εκκλησάκι, μονόχωρο, με εσωτερικές διαστάσεις 8×3 περίπου μέτρα. Το πιο αξιοπερίεργο χαρακτηριστικό του είναι η πολύ χαμηλή και κατηφορική είσοδος, που μας υποχρεώνει να μπούμε ανάποδα στον ναΐσκο.
-Αυτό είναι το σύστημα εισόδου, που εδώ το ονομάζουμε «κολοσπίτακα», εξηγεί ο Παναγιώτης.
100 μέτρα κάτω από την Ελευθερώτρια συναντάμε ένα ακόμη βυζαντινό εκκλησάκι. Είναι χτισμένο με λαξευτούς μεγάλιθους και το ελάχιστο φως στο εσωτερικό εισδύει από την πορτούλα και μια στενή σχισμή στο Ιερό. Μετά από λίγο συνηθίζουν τα μάτια στον χαμηλό φωτισμό και διακρίνονται μερικές φθαρμένες τοιχογραφίες. Εντυπωσιακή είναι η Αγία Τράπεζα στον χώρο του Ιερού. Προέρχεται από ανεστραμμένη βάση παλαιοχριστιανικού κίονα που φέρει εγχάρακτο σταυρό και επιγραφή.
Κατηφορίζουμε ήδη για την Κιππούλα. Ολοκληρώνουμε έτσι έναν μικρό κύκλο στο βόρειο τμήμα του Κάβο Γκρόσσο, σ’ έναν τόπο παράξενο, συναρπαστικό, με εντυπωσιακές θέσεις θέας και απρόσμενα ευρήματα από το αρχαίο και βυζαντινό παρελθόν της περιοχής. Με καθαρό χρόνο πορείας μία περίπου ώρα, η συνολική παραμονή μας στο Κάβο Γκρόσσο ξεπέρασε τις 4 ώρες, κανένας μας όμως δεν θα είχε την παραμικρή αντίρρηση, αν διαρκούσε και όλη την ημέρα. Τέτοιους τόπους σπάνια έχει την τύχη να επισκέπτεται κανείς…
Ουζάκι στον Γερολιμένα, σε υπαίθρια τραπεζάκια πάνω από τη θάλασσα. Με μονοπάτι ανεβαίνουμε στις νότιες απολήξεις του οροπεδίου του Κάβο Γκρόσσο. Ως το τελευταίο φως του δειλινού περιπλανιόμαστε στη γύρω περιοχή, που μας αποκαλύπτει παραδοσιακούς οικισμούς, πυργόσπιτα και υπέροχα βυζαντινά εκκλησάκια, όπως ο Άγιος Νικόλαος και το δισυπόστατο της Παναγίας και του Αγ. Πέτρου στην Οχιά, ο Αγ. Ιωάννης στην Κέρια, και φυσικά ο Αγ. Σέργιος και Βάκχος, η περίφημη «Τουρλωτή», κοντά στην Κοίτα. Ουδέποτε στις μέχρι τώρα περιηγήσεις μας έχουμε συναντήσει περισσότερα και ωραιότερα βυζαντινά εξωκκλήσια. Πολλά απ’ αυτά είναι αρχιτεκτονικά αριστουργήματα και θα άξιζαν ιδιαίτερα πολυσέλιδα αφιερώματα. Υποσχόμαστε να επανέλθουμε.
Η τελευταία εικόνα της ημέρας είναι ένα μοναδικό δειλινό πάνω από τον ορεινό όγκο του Σαγγιά.
ΣΤΑ ΛΗΜΕΡΙΑ ΤΟΥ ΜΕΖΑΠΟΥ
Από την πρώτη μέρα στην περιοχή μας έχει εντυπωσιάσει ο θεαματικός κόλπος του Μέζαπου, που σχηματίζεται ανατολικά από την Χερσόνησο Τηγάνι. Στο βάθος του ανατολικού μύχου του κόλπου φωλιάζει ο ομώνυμος οικισμός. Ξεκινάμε να τον γνωρίσουμε. Βγαίνουμε βόρεια από το Σταυρί και, 500 μέτρα μετά, κατηφορίζουμε δεξιά.
-Ας σταματήσουμε δυο λεπτά, λέει μετά από λίγο ο Παναγιώτης.
Με μια πρώτη ματιά δεν επισημαίνουμε κανένα αξιοθέατο στον τόπο, εκτός από ένα ερειπωμένο εξωκκλήσι και μια χαράδρα με πέτρινες πλαγιές. Τι δυο προηγούμενες μέρες έχουμε συναντήσει πληθώρα θεαματικών τοπίων και σημαντικών μνημείων στην γύρω περιοχή.
-Σ’ αυτή την χαραδρούλα, ωστόσο, υπήρχαν από την αρχαιότητα εκτεταμένα λατομεία πωρόλιθου, μας εξηγεί ο Παναγιώτης. Τα ίχνη των λαξεύσεων, όπως βλέπετε, είναι πολύ ευδιάκριτα ακόμη. Και βέβαια, το χωρίς σκεπή εκκλησάκι του Αγ. Προκόπιου είναι από τα παλαιότερα στην περιοχή.
Η επιβεβαίωση των λόγων του βρίσκεται στο βιβλίο του Κατσαφάδου, όπου μνημονεύονται τα εξής: «Ο ερειπωμένος ναΐσκος του Αγ. Προκοπίου, από ιστορική άποψη, θεωρείται από τα αξιολογώτερα βυζαντινά μνημεία της Μέσα Μάνης. Ανήκει στον τύπο των μικρών μονοκάμαρων εκκλησιών με εικονομαχικό γραπτό διάκοσμο, που οικοδομήθηκαν κατά την περίοδο της δεύτερης εικονομαχίας (813 – 843). Κατά τον καθηγητή Ν. Δρανδάκη (7), «αι ζώναι (σφενδόνια) έχουν οικοδομηθεί δια πωρολίθου, οίτινες εξήχθησαν εκ του – δυτικώς του ναού – ευδιακρίτου εισέτι παλαιού λατομείου, ενώ δια των κατασκευών των καμαρών εχρησιμοποιήθηκαν πολλοί αργοί λίθοι. Επίσης η τοιχοδομία και το μέγεθος της αψίδας του Αγ. Προκοπίου υπενθυμίζουν παλαιοχριστιανικάς βασιλικάς. Καίτοι λοιπόν τα διασωθέντα λείψανα του αρχικού διακόσμου του Αγ. Προκοπίου είναι πενιχρά, όμως προσφέρουν ενδείξεις, ότι ο ναός ετοιχογραφήθη κατά την τελευταίαν περίοδον της εικονομαχίας (α’ ήμισυ 9ου αιώνος).
Εντυπωσιασμένοι απ’ αυτά τα στοιχεία συνεχίζουμε την περιήγησή μας αναγνωρίζοντας πόσο σημαντική είναι η παρουσία ενός ενημερωμένου ντόπιου ή ξεναγού, με υποστήριξη μάλιστα και της σχετικής βιβλιογραφίας. Μπορεί τότε, ακόμη και τα πιο απλό τοπία ή αντικείμενα να αποκτήσουν μια ταυτότητα εντελώς διαφορετική. Η αλήθεια αυτού του επιχειρήματος αποδεικνύεται μερικές εκατοντάδες μέτρα πιο κάτω, στον συνοισμό «Φοκαλωτό».
-Πολύ παράξενη αυτή η ονομασία, λέει η Άννα.
-Έχει τη σημασία της, απαντάει ο Παναγιώτης. Προέρχεται από τη λέξη «φοκάλι», που στην ντόπια διάλεκτο είναι το θυμάρι. Αν προσέξετε τις πλαγιές, είναι γεμάτες με θυμάρι.
Μερικές εκατοντάδες μέτρα δεξιότερα, σε μια ανηφορική πλαγιά, δεσπόζει ένας ναός. Είναι η διάσημη «Επισκοπή».
-Θα πάμε εκεί από άλλο σημείο της διαδρομής, λέει ο Παναγιώτης. Προς το παρόν ας περάσουμε από την εκκλησούλα της Βλαχέρνας.
Ελαιώνας κάτω από το δρόμο. Επιβλητικό ακατοίκητο πυργόσπιτο. Δυο αποθήκες καμαροσκέπαστες. Η κατασκευή τους με μεγάλους λίθους είναι εξαίρετη. Πενήντα μέτρα πιο κάτω η εκκλησούλα. Κτίσμα παμπάλαιο, του β’ μισού του 12ου αιώνα με αψίδες από πωρόλιθο, πελεκητές μαρμαρόπετρες, κεραμιδάκια και υπέροχο τρουλλάκι. Η φθορά των αιώνων όμως είναι μεγάλη. Ελάχιστες τοιχογραφίες διατηρούνται με ωραιότερη του Ιωάννου του Προδρόμου στο δεξιό τμήμα της Ωραίας πύλης.
Ενάμισι χιλιόμετρο μετά την Βλαχέρνα μπαίνουμε στα πρώτα σπίτια του Μέζαπου. Η αρχική εντύπωση είναι αποκαρδιωτική. Μετά τα κομψοτεχνήματα των Βυζαντινών, τα πέτρινα σπίτια και τους πύργους των παραδοσιακών χωριών, βρισκόμαστε ξαφνικά μπροστά στα ακαλαίσθητα τσιμεντόσπιτα αυτού του παραθαλάσσιου οικισμού. Που και μόνη η τοπογραφία του, στον μυχό αυτού του υπέροχου κόλπου και απέναντι στο ιστορικό Τηγάνι, θα’ πρεπε να του επιβάλει να είναι ένας από τους γραφικότερους οικισμούς της Μέσα Μάνης. Αντίθετα, είναι από τους πιο κακοποιημένους. Κάποια μάλιστα παλιά πετρόχτιστα, που τα περισσότερα είναι ερειπωμένα και ακατοίκητα, κάνουν ακόμη πιο εμφανή τη διαφορά ανάμεσα στα κακότεχνα καινούργια και τα περίτεχνα παλιά.
Βγαίνουμε για λίγο στην λιθόστρωτη πλατειούλα της Ανάληψης, πάνω από τη θάλασσα. Δεξιά της εκκλησίας, κάτω από μια απότομη πλαγιά, αποκαλύπτεται ένας κλειστός φυσικός όρμος, η «Κουρκού». Καμιά βάρκα δεν λικνίζεται στα νερά. Όλες είναι τραβηγμένες στη στεριά. Παραδίπλα σχηματίζεται ένας μικρότερος κολπίσκος, η παραλία της Λίκας, με άνοιγμα 50 σχεδόν μέτρων, τυρκουάζ νερά, λευκά βότσαλα και διαδοχικές θαλασσοσπηλιές.
-Ας πάμε τώρα και στον Κάτω Μέζαπο, το παλιό χωριό, προτείνει ο Παναγιώτης. Έτσι, για να έχετε μια άποψη από την παλιά φυσιογνωμία του τόπου.
Διασχίζουμε προς τα βόρεια το χωριό, πάνω από τις απόκρημνες πλαγιές του όρμου της Κουρκούς. Σ’ ελάχιστα λεπτά μπαίνουμε στην οικιστική επικράτεια του Κάτω Μέζαπου (όπου μπορεί να φτάσει κανείς και με αυτοκίνητο). Ξαφνικά τα πάντα γύρω μας έχουν αλλάξει. Νιώθουμε και πάλι ενσωματωμένοι στη Μέσα Μάνη, σ’ αυτό το τόσο αγαπητό και οικείο περιβάλλον, όπου τα έργα των ανθρώπων μοιάζουν με προέκταση του εδάφους, συναγωνίζονται σε λιτότητα και απλότητα τη φύση. Τί κι αν υπάρχουν τοίχοι πεσμένοι, αγριόχορτα στις αυλές και λιθοσωροί! Τί κι αν τα περισσότερα σπίτια είναι ερειπωμένα και ακατοίκητα! Ο τόπος είναι πανέμορφος, πέρα για πέρα αυθεντικός. Οι σύγχρονοι φταίνε, που δεν αξιοποιούν, που αφήνουν στο έλεος του χρόνου αυτό τον αρχιτεκτονικό θησαυρό που τους κληροδότησαν οι παλιοί.
Περιδιαβαίνουμε ώρα πολλή στις ατραπούς του παρελθόντος, ανάμεσα στα σιωπηλά χαλάσματα, στο παμπάλαιο εκκλησάκι του Αγ. Νικολάου, δίπλα στους λαξευμένους στον μαλακό πωρόλιθο τάφους, στο χείλος κατακόρυφων γκρεμών που καταλήγουν σε θαλασσοσπηλιές με διάφανα νερά. Και ακόμα στα ερείπια του πύργου, που από το ψηλότερο σημείο του χωριού αγναντεύει το πέλαγος και ήταν κάποτε το λημέρι του πειρατή Σάσαρη, πρόγονου της γιαγιάς του Παναγιώτη. Παρατηρούμε με μεγάλη περιέργεια και την λεγόμενη «Καμαρούλα». Γράφει σχετικά ο Παν. Κατσαφάδος: (8)
«Στην ανατολική άκρη του ορμίσκου του Κάτω Μέζαπου, κοντά στη μεγάλη χαλικιά που καταλήγει ο ξεροχείμαρρος, ο επισκέπτης αντικρύζει στη βραχώδη ακτή της Ν πλευράς μια εσοχή πλάτους 5.5 και μήκους 10 – 12 μέτρων, η οποία, μετά από προσεκτική παρατήρηση, αποκαλύπτεται ότι είναι τεχνητή. Ο λιμενίσκος αυτός, που οι ντόπιοι ονομάζουν «Καμαρούλα», ανωφερής κατά το ανατολικό άκρο του, εξυπηρετεί το «τράβηγμα» μικρού πλοίου και μπορεί έτσι να χαρακτηρισθεί σαν υποτυπώδες καρνάγιο. Πλοιάριο που βρίσκεται στο χώρο του δεν απειλείται από τον ΒΔ άνεμο που προσβάλλει τον ορμίσκο και συνάμα δεν είναι ορατό από κανένα σημείο του κόλπου του Μέζαπου. Το βορεινό κράσπεδο του λιμενίσκου έχει μεταγενέστερα λαξευτεί με τρόπο ώστε να δημιουργηθεί ο «δρόμος» ενός μονοκάμαρου χριστιανικού ναΐσκου, μήκους περί τα 13 και πλάτους 3.5 μέτρων».
Βγαίνουμε στην αφιλόξενη ακτή. Παράξενος τόπος, επίπεδος σχεδόν, σαν μεγάλη βραχώδη εξέδρα που εισχωρεί βαθειά μέσα στη θάλασσα. Η ιδιαιτερότητα του τόπου βρίσκεται στην επιφάνεια των βράχων. Είναι εξαιρετικά τραχειά και κατάσπαρτη με πολλές δεκάδες ή μάλλον εκατοντάδες, μικρές και μεγάλες κοιλότητες, που λάξευσε η φύση στους αιώνες και αποτελεί το ιδανικότερο περιβάλλον δημιουργίας αλυκών. Αγναντεύουμε απέναντί μας το Τηγάνι και αναρωτιόμαστε αν σ’ αυτή την ευρύτερη περιοχή βρισκόταν πραγματικά η «πολυτρήρων Μέσση», η προϊστορική πολίχνη, που πρώτος μνημονεύει στην Ιλιάδα ο Όμηρος και, πολύ αργότερα, στα «Λακωνικά» του ο Παυσανίας. Ανεξάρτητα, πάντως, από την ακρίβεια ταυτοποίησης του σύγχρονου Μέζαπου με την αρχαία Μέσση, εγκαταλείπουμε τον τόπο γοητευμένοι (τον Παλιό ή Κάτω Μέζαπο, βέβαια, και όχι τον σύγχρονο οικισμό).
ΚΑΤΩ ΓΑΡΔΕΝΙΤΣΑ ΚΑΙ ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΤΗΣ ΕΠΙΣΚΟΠΗΣ
Τα παράξενα θαλασσινά τοπία του Κάτω Μέζαπου και η βράχινη σιλουέττα του Τηγανιού δίνουν τη θέση τους στις ξερολιθιές και τους ελαιώνες, στα γυμνά κορφοβούνια του Σαγγιά. Νέος προορισμός μας η Κάτω Γαρδενίτσα. Οι μισοί φτάνουν με ήπιο μονοπάτι σ’ ένα 40λεπτο. Οι υπόλοιποι ακολουθούν την ασφάλτινη κυκλική διαδρομή των 4 περίπου χιλιομέτρων με αυτοκίνητο.
Η Κάτω Γαρδεντίτσα είναι μικρό και πανέμορφο χωριό, με σπίτια παραδοσιακά, που ελάχιστα είναι ανοιχτά τούτη την εποχή. Ένα παλιό λιθόστρωτο καλντερίμι περνάει δίπλα από τις αυλόπορτες και τα πέτρινα πεζουλάκια. Έχουμε διαρκώς την ψευδαίσθηση, την ελπίδα, πως, δεν μπορεί, κάποια στιγμή θα μισανοίξουν οι αυλόθυρες, θα εμφανιστούν οι κυρούλες των σπιτικών για λίγη κουβεντούλα στη σκιά. Μα οι αυλόθυρες παραμένουν σφαλιστές, κανένας ήχος, καμιά πατημασιά στο καλντερίμι δεν ταράζουν την ηρεμία του χωριού. Περνάμε δίπλα από συνεχόμενα πυργόσπιτα, οικίες αρχοντικές, εξαιρετικής κατασκευής, που είναι όμως όλες ακατοίκητες. Σ’ ένα στενό δρομίσκο βρισκόμαστε μπροστά σ’ ένα θέαμα αναπάντεχο, πέρα για πέρα μοναδικό. Είναι μια μυλόπετρα, στημένη όρθια στο κέντρο του δρομίσκου. Οι διαστάσεις της είναι κολοσσιαίες. Με διάμετρο 1.60μ. και πάχος πάνω από 40 εκατοστά είναι μια από τις μεγαλύτερες μυλόπετρες που έχουμε δει ποτέ, ένα λαξευτό αριστούργημα σε μονοκόμματο ασβεστόλιθο.
Το πιο λαμπρό, ωστόσο, αξιοθέατο του τόπου είναι ένα μνημείο του Βυζαντίου, η εκκλησούλα του Σωτήρος. Μετά από τόσους βυζαντινούς ναΐσκους και εξωκκλήσια στους Μανιάτικους οικισμούς η σε απόμακρα σημεία των εξοχών θα πίστευε κανείς, ότι θα είχαμε ήδη προσβληθεί από μια δικαιολογημένη ανοσία απέναντι σε κάθε καινούργιο εκκλησάκι που θ’ αντίκρυζαν τα μάτια μας. Θα μπορούσε να ισχύσει αυτό αλλά μόνον θεωρητικά. Στην πράξη συνέβη ακριβώς το αντίθετο. Καθένας από μας, στη θέα μιας πρωτόφαντης εκκλησούλας αισθανόταν την ίδια συγκίνηση από την αίγλη των αιώνων, τον ίδιο θαυμασμό για την αρχιτεκτονική έμπνευση, την κατασκευαστική αρτιότητα των παλιών εκείνων ζωγράφων και τεχνιτών. Έτσι λοιπόν και τώρα: μπροστά στο χιλιόχρονο εκκλησάκι του Σωτήρος, χτισμένο στο α’ μισό του 11ου αιώνα, αισθανόμαστε κατάπληξη και δέος. Πολύ περισσότερο μάλιστα που όλοι μας, εγκλωβισμένοι στα τερατουργήματα των μεγαλουπόλεων που μας κυκλώνουν, κινδυνεύουμε να λησμονήσουμε οριστικά τις έννοιες της αρμονίας, του μέτρου, της καλλιτεχνικότητας, της υπέρτατης μαστοριάς.
Το εκκλησάκι του Σωτήρος είναι απλά συγκλονιστικό. Με βυζαντινή αρχιτεκτονική από τις ωραίοτερες και πιο περίπλοκες, που μπορεί να δει κανείς. Άριστα λαξευμένοι πωρόλιθοι, πάμπολλα ενδιάμεσα κεραμιδάκια σε ποικίλους σχηματισμούς, μεγάλες πελεκητές μαρμαρόπετρες με εγχάρακτες παραστάσεις, εντυπωσιακός τρούλλος στην κορυφή. Σύμφωνα με τον Νικόλαο Γκιολέ, Καθηγητή Βυζαντινής Αρχαιολογίας του Πανεπιστημίου Αθηνών, «υπάρχουν 16 παραδείγματα σταυροειδών εγγεγραμμένων τρουλλαίων ναών που ακολουθούν, το επιτηδευμένο μεσοβυζαντινό σύστημα της πλινθοπερίκλειστης τοιχοποιΐας που κυριαρχεί στην Ελλάδα τα μεσοβυζαντινά χρόνια». (9)
Ένας απ’ αυτούς του ναούς είναι κι ο Σωτήρας της Γαρδενίτσας. Πολύ ιδιαίτερος είναι κι ο εξωνάρθηκας με μαρμάρινους κίονες, πελεκητές μαρμάρινες παραστάδες, συμπαγές μαρμάρινο πρέκι διακοσμημένο με λιθανάγλυφα. Λίγο ψηλότερα δεσπόζει το ενσωματωμένο στην τοιχοποιΐα πέτρινο, λιτό καμπαναριό. Στο εσωτερικό σώζεται το αυθεντικό παμπάλαιο δάπεδο με εκπληκτικές πελεκητές πλάκες, που δυστυχώς στο μεγαλύτερο τμήμα τους είναι καλυμμένες με καλύμματα από μουσαμά ή άλλα ευτελή υλικά. «Για να προστατέψουμε τις πλάκες από τα λιωμένα κεριά», είναι ο λόγος της χρήσης αυτών των καλυμμάτων. Δεν αποκλείεται, τελικά, να έχουν δίκιο οι άνθρωποι του χωριού που μας ανοίγουν το εκκλησάκι. Αρκετές αγιογραφίες σώζονται στους τοίχους και ιδιαίτερα σε κάποια σημεία του χτιστού Ιερού. Η ζωγραφική είναι λαϊκότροπη αλλά με ωραία χρώματα και πολύ ζωντανές παραστάσεις και μορφές.
Από τον λιγοστό φωτισμό και την αύρα του παρελθόντος ξαναβγαίνουμε στο φως. Ψηλά στον Α – ΝΑ ορίζοντα ατενίζουμε την αιχμηρή απόληξη του κωνοειδούς βουνού με το εξωκκλήσι της Αγίας Πελαγίας στην κορυφή του. Από την πρώτη μέρα θαυμάζουμε τη λιτή σιλουέττα και τις απότομες, συμμετρικές πλαγιές τούτου του βουνού και αναρωτιόμαστε πώς να’ ναι η Μέσα Μάνη, το Κάβο Γκρόσσο και το Τηγάνι από ψηλά. Προς το παρόν περιοριζόμαστε να βαδίσουμε μερικές δεκάδες μέτρα νότια του ναού. Εκεί, μέσα σ’ έναν περιφραγμένο αύλειο χώρο σώζεται ένα παμπάλαιο αλώνι με μεγάλες όρθιες πλάκες ολόγυρά του. Ολότελα χορταριασμένο το αλώνι, ποιος ξέρει πόσα χρόνια παραμένει ανενεργό. Εκεί στο χορτάρι του, ωστόσο, κινείται αργά ένας ζωντανός οργανισμός. Είν’ ένας ήρεμος γαϊδουράκος, που ελάχιστα ενοχλείται από την παρουσία τόσων ανθρώπων. Το πιο απρόσμενο, ωστόσο, στοιχείο του αλωνιού ειν’ ένας πανύψηλος κάκτος που ορθώνεται απ’ το κέντρο. Κι άλλοι τέτοιοι κάκτοι προβάλλουν σε διάφορα σημεία της αυλής, μας δίνουν την αίσθηση ότι βρισκόμαστε κάπου στην Λατινική Αμερική.
Με κατεύθυνση Ν – ΝΔ βγαίνουμε έξω απ’ το χωριό και, σε λιγότερο από ένα χιλιόμετρο συναντάμε τον υποτυπώδη συνοικισμό Ράχη ή Κωσταριάνικα. Αφήνουμε το αυτοκίνητο και ξεκινάμε ένα φαρδύ μονοπάτι σε ελαιώνα, ανάμεσα σε φράχτες από συνεχή ξερολιθιά. Πέντε λεπτά αργότερα βρισκόμαστε μπροστά στο καμαροσκέπαστο βυζαντινό εξωκκλήσι του Αγ. Πέτρου. Μικροσκοπικός ο ναΐσκος με εξωτερικές διαστάσεις που μόλις φτάνουν τα 7 x 4 μέτρα. Απέριττη η τοιχοποιΐα της εκκλησούλας, μοιάζει τόσο ταπεινή σε σύγκριση με την πλουμιστή του Σωτήρα. Αποτελείται από αργολιθοδομή. Οι μεγάλες ντόπιες μαρμαρόπετρες φέρουν συνδετικό κονίαμα, ενώ η σκεπή είναι καλυμμένη με σχιστόπλακες.
Στο εσωτερικό οι τοίχοι είναι κατάγραφοι. Σύμφωνα με τον Καθηγητή Νικ. Γκιολέ «Στον πρώιμο 13ο αιώνα ανήκουν οι αντικλασσικές, λαϊκότροφες και συντηρητικές τοιχογραφίες στον Αγ. Πέτρο της Γαρδενίτσας».
80 περίπου μέτρα ΝΔ του Αγ. Παύλου σώζεται το εξίσου παλιό αλλά βαρειά ερειπωμένο εξωκκλήσι του Αγ. Παύλου. Είναι κι αυτό χτισμένο με μεγάλους αργούς λίθους αλλά έχει πάψει από χρόνια να υπάρχει η σκεπή.
Επιστρέφουμε στη Ράχη και ετοιμαζόμαστε να βαδίσουμε ως τον επόμενο προορισμό μας, ένα από τα πιο διάσημα μνημεία της Μέσα Μάνης. Είναι ο περίφημος βυζαντινός ναός της Επισκοπής. Αρχίζουν συνεχόμενοι ελαιώνες. Μια πινακιδούλα μας δείχνει την κατεύθυνσή μας προς τα Δ – ΒΔ. Το μονοπάτι είναι στην ουσία ο δρομίσκος που διασχίζει τις ιδιοκτησίες των ελαιώνων και περιβάλλεται από περιποιημένες ξερολιθιές. Το έδαφος είναι επίπεδο και ξεκούραστο με κλίσεις σχεδόν μηδενικές. Είναι όμως πετρώδες και σε πολλά σημεία κακοτράχαλο. Η Άνοιξη γύρω μας οργιάζει με χιλιάδες αγριολούλουδα. Ανάμεσά τους πορφυρές ανεμώνες, ασπάλαθοι με ζωηρό κίτρινο χρώμα και, σπανιότερα, μικροσκοπικές άγριες ορχιδέες. Από παλιά η Άννα έχει αναπτύξει μια μοναδική ικανότητα να εντοπίζει στους αγρούς αυτά τα λιλιπούτεια, πανέμορφα λουλουδάκια. Από την πλευρά του ο Παναγιώτης έχει αξιοποιήσει την παρατηρητικότητά τους σε πιο πρακτικές εφαρμογές, όπως στην ανεύρεση χόρτων και τρυφερών κορυφών των άγριων σπαραγγιών.
Ένα σχεδόν τέταρτο μετά την αναχώρησή μας κατευθυνόμαστε δεξιά και, λίγο αργότερα, στρίβουμε αριστερά, ενώ στην ευθεία το μονοπάτι συνεχίζει προς Μέζαπο. Δυστυχώς, η σήμανση είναι ανύπαρκτη. Αρχίζουμε να βαδίζουμε πάνω σε παλιό λιθόστρωτο καλντερίμι. Πέντε λεπτά αργότερα το μονοπάτι γίνεται ασαφές. Στρίβουμε δεξιά και το ξαναβρίσκουμε ανάμεσα στους ξερολίθινους φράχτες των ελαιώνων. Σε κάποια σημεία είναι η σήμανση απαραίτητη. Ελάχιστα λεπτά μετά συναντάμε δυο διαδοχικά αλώνια στ’ αριστερά. Το μονοπάτι τελειώνει, εμφανίζεται η άσφαλτος και ο μικρός συνοικισμός του Κατάγιοργη, με τους δυο περήφανους πύργους των οικογενειών Αλογάκου και Αρναούτη. Διασχίζουμε το μικρό πλάτωμα ανάμεσα στους πύργους και βρίσκουμε μέσα σε ελαιώνα το κατηφορικό μονοπάτι, που δεξιά οδηγεί στην εκκλησούλα της Βλαχέρνας, ενώ αριστερά με λιθόστρωτο στην Επισκοπή. Περνάμε δίπλα από το οικογενειακό κοιμητήριο των Αλογάκων και σε δυο λεπτά βρισκόμαστε μπροστά στον ναό της Επισκοπής.
Με βάση τα χαρακτηριστικά των τοιχογραφιών του ο ναός έχει χρονολογηθεί από τον καθηγητή Δρανδάκη στα τέλη του 12ου αιώνα. Με εξωτερικές διαστάσεις 9 x 6μ. ανήκει στον τύπο του σταυροειδούς δικιόνιου ναού με νάρθηκα και τρούλλο. Η αρχιτεκτονική του είναι απαράμιλλης ωραιότητας. Η φρουριακή τοιχοποιΐα αποτελείται από έναν περίτεχνο συνδυασμό από λαξευτές μαρμαρόπετρες μεγάλων διαστάσεων, γκρίζο γρανίτη και πωρόλιθο αλλά και μερικούς άψογα πελεκημένους κάθετους λίθους σε χρώμα κεραμιδί. Την μεγαλοπρέπεια και πολυπλοκότητα της τοιχοποιΐας συμπληρώνει ο εντυπωσιακός οκτάπλευρος τρούλλος με τα τούβλινα τοξάκια, τις λιθανάγλυφες διακοσμήσεις και τις ανθρωπόμορφες υδρορροές. Το μνημείο είναι – για ευνόητους λόγους ασφαλείας – κλειστό, από το άνοιγμα του νότιου παραθύρου, ωστόσο, μπορούμε να διακρίνουμε κάποιες τοιχογραφίες, μαρμάρινους κίονες, τμήμα του χτιστού τέμπλου και του δαπέδου, που είναι στρωμένο με μεγάλες μαρμαρόπλακες.
Η εκκλησία της Επισκοπής είναι σήμερα αφιερωμένη στην Θεοτόκο και αποτέλεσε έδρα του πρώτου Επισκόπου Μαΐνης. Επειδή όμως στον εικονογραφικό της διάκοσμο καμία αγιογραφία δεν ανήκει στον Θεομητορικό κύκλο αλλά δέκα απ’ αυτές αναφέρονται στον Μεγαλομάρτυρα Γεώργιο, ο καθηγητής Δρανδάκης θεωρεί, ότι ο ναός αρχικά ήταν αφιερωμένος στον Αγ. Γεώργιο, γεγονός στο οποίο οφείλεται και η ονομασία του γειτονικού οικισμού Αγιώργης.
Συνοπτικό οδοιπορικό από συνοικ. Ράχη της Κάτω Γαρδενίτσας ως την Επισκοπή.
11:25’ αναχώρηση από Ράχη.
11:40’ κατευθυνόμαστε δεξιά.
11:47’ στρίβουμε αριστερά (στην ευθεία το μονοπάτι οδηγεί προς Μέζαπο).
11:52’ Το μονοπάτι γίνεται ασαφές. Στρίβουμε δεξιά και το ξαναβρίσκουμε.
11:55’ Δύο διαδοχικά αλώνια στ’ αριστερά.
11:57’ Συνοικισμός Κατάγιωργη ή Καλόσπιτων.
12:00’ Ναός της Επισκοπής.
Ένα 5λεπτο μετά, με κακοτράχαλο μονοπάτι ανάμεσα σε πυκνά κλαδιά καταλήγουμε στον δρόμο, μπροστά στον συνοικισμό του Φοκαλωτού.
Στο ταβερνάκι του Παναγιώτη μας περιμένει η Άννα.
-Σήμερα σας έχω κάτι διαφορετικό, μας λέει. Όλα από τη φύση της Μάνης.
Γεύσεις πρωτόγνωρες γεμίζουν το τραπέζι: Χόρτα «τσιγαριτά» με σάλτσα και ρύζι, «κρεμμυδοπίταρα» με αγριοκρέμμυδα του αγρού, σαλάτα πορτοκάλι με χοντρό αλάτι και λάδι, «σπογγάτο» με σπαράγγια (δηλ. αυγά με τις κορφές από τα άγρια σπαράγγια που μάζεψε ο Παναγιώτης). Και βέβαια δεν λείπει το σύγκλινο, οι ελίτσες της Μάνης και μια εκπληκτική σαλάτα από αγριόχορτα, «χιουρινιές» και «βαρβαριώνους».
Το βράδυ αλλάζει το μενού. Συγκεντρωνόμαστε όλοι στο Καραβοστάσι του κόλπου του Οίτυλου, στο παραθαλάσσιο μικρό εστιατόριο του εκπληκτικού ξενώνα «ΕΛΙΞΗΡΙΟΝ». Εδώ αφηνόμαστε στην γαριδομακαρονάδα και στις υπόλοιπες γευστικές δημιουργίες της Μαρίας και του Δημήτρη Σωτηράκου.
Αργά τη νύχτα κάποιοι από μας αποτολμούν τη διαδρομή ως τον Γερολιμένα, για ένα ποτό στην απαράμιλλη ρομαντική ατμόσφαιρα του διάσημου ξενοδοχείου «ΚΥΡΙΜΑΙ».
-Και λίγη κοσμικότητα δεν βλάπτει, λέει με θυμοσοφική διάθεση ο Κώστας. Η Μέσα Μάνη δεν είναι μόνον εκκλησίες και μονοπάτια.
ΑΓΙΑ ΠΕΛΑΓΙΑ
Η ΜΑΝΗ ΑΠΟ ΨΗΛΑ
Το ελαφρύ κλίμα του τόπου μας βοήθησε να ξυπνήσουμε απρόσμενα νωρίς. Δεν ήταν βέβαια και το ευκολότερο πράγμα μετά τις δραστηριότητες της νύχτας. Που, βέβαια, θα φρόντιζε να τις αποφύγει κάθε σώφρων πεζοπόρος, εν όψει μάλιστα της ανάβασης στην Αγία Πελαγία.
Διασχίζουμε τον εκπληκτικό οικισμό της Κοίτας με τα επιβλητικά πυργόσπιτα και στη συνέχεια ανηφορίζουμε προς τον μικρό, γραφικότατο οικισμό των Καλανιών. Ατενίζουμε με δέος τον απότομο τριγωνικό όγκο της Αγίας Πελαγίας πάνω απ’ τα κεφάλια μας. Είναι όμως πολύ αργά για οποιοδήποτε πισωγύρισμα.
Τσιμεντόδρομος μετά τους Καλονιούς και στη συνέχεια 200 μέτρα χωματόδρομος. Σταματάμε το αυτοκίνητο μπροστά στο σημείο εκκίνησης με την χαρακτηριστική πινακίδα, 5 χλμ. μακρυά απ’ το Σταυρί. Στις 08:30’ ακριβώς αρχίζουμε την ανάβαση από υψόμετρο 330 μέτρων. Είναι πολύ σοφά χαραγμένο το μονοπάτι. Ξεκινώντας αρχικά με κατεύθυνση ΒΔ, συνεχίζει με πορεία ελικοειδή, που εξασφαλίζει ήπιες κλίσεις στις απότομες πλαγιές. Χάνουμε βέβαια σε απόσταση αλλά κερδίζουμε σε δύναμη, αφού βαδίζουμε ξεκούραστα και ευχάριστα. Το έδαφος είναι κατάσπαρτο από ασβεστολιθικές πέτρες, όχι πάντα ιδιαίτερα ομαλές. Στις άγονες πλαγιές το χώμα είναι λιγοστό και η υψηλή βλάστηση είναι ανύπαρκτη. Φύονται θάμνοι ανθεκτικοί στην ξηρασία όπως αγκάθια, θυμάρι, μερικές κοντούλες αγριλιές και φλόμοι, ποικίλα χόρτα που θα ενθουσίαζαν τον Παναγιώτη και πολλά αγριολούλουδα.
Στις 09:20’ περνάμε δίπλα από μεγάλο αγροτικό κτίσμα κατασκευασμένο με έξοχη ξερολιθιά. Ακολουθεί μια τελευταία τραβέρσα ως την κορυφή, με έδαφος στρωμένο ολότελα με πέτρα. Στις 09:27’, 57 ακριβώς λεπτά μετά την αναχώρησή μας, ο Κυριάκος χτυπάει το καμπανάκι της Αγ. Πελαγίας. Ο ήχος της καμπανούλας παρεμβάλλεται γλυκύτατα μέσα στο συνεχές βουητό του ανέμου. Που σαρώνει τον αύλειο χώρο του ναΐσκου από παντού και κάνει τα μάτια να δακρύζουν.
Μπαίνουμε για λίγο στο εκκλησάκι. Λιτότατο και ασβεστοχρισμένο, με τους τοίχους καλυμμένους από πάμπολλες εικονίτσες – αφιερώματα των πιστών. Βαρειά, μολυβένια σύννεφα μετακινούνται στον ουρανό. Ανάμεσα στα ανοίγματά τους παρεμβάλλεται το υπερθέαμα της Μάνης, μια κάτοψη εκπληκτική, με τον καταπράσινο κάμπο και όλα τα γνωστά και άγνωστα χωριά, το Κάβο Γκρόσσο και το Τηγάνι, το πέλαγος ως την άκρη του ορίζοντα. Στα Β – ΒΑ ορθώνεται ο μεγαλόπρεπος Ταΰγετος με την χιονόλευκη πυραμίδα.
Κάποια σύννεφα παραμένουν γύρω μας για αρκετά λεπτά. Χάνουμε τότε κάθε επαφή με το περιβάλλον, βυθιζόμαστε σε μια μάζα υγρή και σκοτεινή. Δεν λείπουν και οι σταγόνες της βροχής. Στο υψόμετρο των 733 μέτρων της κορυφής ο καιρός διαφέρει από τον κάμπο. Αυτός ο άστατος και επίφοβος καιρός μας αποτρέπει να συνεχίσουμε την ανάβασή μας ως την διπλανή κορυφή. Μια κορυφή αγριωπή και πετρώδη, που υψώνεται ανατολικά της Αγίας Πελαγίας σε υψόμετρο 827 μέτρων. Ίσως σε μια επόμενη φορά.
ΕΠΙΛΟΓΟΣ
Αρχίζουμε σιγά – σιγά να ετοιμάζουμε τις αποσκευές μας. Μίζερη ώρα και άχαρη δουλειά. Και το ταξίδι της επιστροφής είναι μακρύ. Μέχρι την Αθήνα για τον Κώστα, μέχρι το Βόλο για τον Κυριάκο και ως τη Θεσσαλονίκη για μας. Τρεις διαφορετικές αφετηρίες με έναν κοινό προορισμό. Αυτή την υπέροχη Μέσα Μάνη.
-Προλάβατε να πάτε στο εξωκκλήσι του Αη – λία; ρωτάει ο Μιχάλης Τσιτσίρης, ο οικοδεσπότης μας στον Πύργο.
-Κι άλλο εξωκκλήσι; Έχει κάτι ιδιαίτερο;
-Τίποτα απολύτως. Ένα ερείπιο είναι. Η θέα όμως προς το Τηγάνι είναι μοναδική.
Παρατάμε κατάχαμα τις αποσκευές και ξεκινάμε. Στην ΒΑ έξοδο του χωριού συναντάμε το εκκλησάκι του Αγ. Χαράλαμπου και στρίβουμε αριστερά στην πινακίδα για Χαρομπό. Με αγροτικό δρόμο φτάνουμε σε μικρό πλάτωμα, στην θέση Κόνιτσα, 900 μέτρα μακρυά από τον ξενώνα. Γύρω μας ελαιώνες. Με κατεύθυνση ΒΔ βρίσκει ο Μιχάλης ένα υποτυπώδες, δύσβατο μονοπάτι. Σε 4 λεπτά φτάνουμε στα Πυργάκια, έναν αγκαθότοπο φοβερό. Λίγο αργότερα αποκαλύπτεται δεξιά μας μια θαυμάσια εικόνα της Αγίας Κυριακής. Η μάχη με τα’ αγκάθια και τις κρυμμένες πέτρες συνεχίζεται ανελέητη. Κάποτε όμως το μαρτύριο τελειώνει. Έχει κρατήσει ακριβώς 15 λεπτά. Ο τόπος όμως μας ανταμείβει πλουσιοπάροχα. Μας φανερώνει ένα παμπάλαιο, ερειπωμένο εξωκκλήσι, χτισμένο με βαρειά αργολιθοδομή στο χείλος του γκρεμού. Και χαμηλά αποκαλύπτεται η χερσόνησος του Τηγανιού, όπως δεν την έχουμε δει ποτέ.
Θα θέλαμε να καθίσουμε λίγο στο έδαφος, να χαρούμε τούτη την απροσδόκητη ωραιότητα της Μάνης. Μα ο τόπος είναι αυστηρός, γεμάτος με κοφτερές πέτρες και αγκάθια, μας κρατάει αναγκαστικά όρθιους απέναντι σ’ αυτό το υπερθέαμα.
-Να γράψεις, πως μόνο με ντόπιο μπορεί ένας ξένος να βρει το εκκλησάκι του Αηλιά, μου λέει ο Μιχάλης.
-Και μόνο αν φοράει ειδικά άρβυλα και χοντρά, μακρυά παντελόνια, συμπληρώνω εγώ.
ΠΑΡΑΠΟΜΠΕΣ
(1). Ο τίτλος του ποιήματος είναι: «Η ιστορία της Μάνης όλης, τα ήθη της, τα χωριά και τα προϊόντα της». (Από το βιβλίο «ΜΑΝΗ», του Πάτρικ Λή Φέρμορ).
(2). «Μάνη», οπ. π.
(3). Η ονομασία Μέσα Μάνη προσδιορίζει γεωγραφικά την περιοχή της μεσαίας χερσονήσου της Πελοποννήσου, που εκτείνεται από τα νότια της Αρεόπολης ως το ακρωτήριο Ταίναρο. (Γκιολές Ν., «Βυζαντινές εκκλησίες στη Μέσα Μάνη»).
(4). «Αποσκιερή» ή «Αποσκαδερή Μάνη» είναι το δυτικό τμήμα της μεσαίας χερσονήσου της Πελοποννήυσου που βρέχεται από τον Μεσσηνιακό κόλπο, σε αντίθεση με την «Προσηλιακή Μάνη», που καταλαμβάνει το ανατολικό τμήμα της χερσονήσου και βρέχεται από τα νερά του Λακωνικού κόλπου (Γκιολές Ν., οπ. π.).
(5). Παν. Σταμ. Κατσαφάδος «ΤΑ ΚΑΣΤΡΑ ΤΗΣ ΜΑΪΝΗΣ», Αθήνα 1992.
(6). «Τα Κάστρα της Μαϊνης», οπ. π.
(7). «Βυζαντιναί τοιχογραφίας της Μέσα Μάνης», Αθήνα 1964.
(8). «Μάνη, ΜΕΖΑΠΟΣ, η ομηρική ΜΕΣΣΗ;» Αθήνα 1994.
(9). «Βυζαντινές εκκλησίες στη Μέσα Μάνη», οπ. π.