Τα τελευταία χιλιόμετρα της διαδρομής από τα Γιάννενα στη Φιλιππιάδα δεν θα μπορούσαν να ήταν ωραιότερα. Ελίσσονται πλάι σε σκιερά πλατάνια στο βάθος του φαραγγιού του Λούρου, παρακολουθώντας πιστά την πορεία του ποταμού με την πλούσια ροή. Μια ροή με καθάρια, διαυγέστατα νερά, που κελαρύζουν ανάμεσα στις κροκάλες γοργά και θορυβώδικα. Εξαιτίας αυτής της καθαρότητάς τους τα νερά του ποταμού είναι τόπος ιδανικός για εκτροφεία πεστροφών που αφθονούν στις δύο όχθες.
Το υδάτινο, ωστόσο, στοιχείο στην περιοχή είναι παρόν και σε μια άλλη μορφή, πολύ διαφορετική από την γοργοκίνητη του Λούρου. Είναι η γαλήνια Λίμνη Ζηρού, που μόνον κάποιο αεράκι ταράζει την ακινησία των νερών της. Αυτή τη λίμνη ξεκινάμε να γνωρίσουμε.

Τα τελευταία χιλιόμετρα της διαδρομής από τα Γιάννενα στη Φιλιππιάδα δεν θα μπορούσαν να ήταν ωραιότερα. Ελίσσονται πλάι σε σκιερά πλατάνια στο βάθος του φαραγγιού του Λούρου, παρακολουθώντας πιστά την πορεία του ποταμού με την πλούσια ροή. Μια ροή με καθάρια, διαυγέστατα νερά, που κελαρύζουν ανάμεσα στις κροκάλες της κοίτης γοργά και θορυβώδικα.
Εξαιτίας αυτής της καθαρότητάς τους τα νερά του ποταμού είναι τόπος ιδανικός για εκτροφεία πεστροφών που αφθονούν στις δύο όχθες.
Το υδάτινο, ωστόσο, στοιχείο στην περιοχή είναι παρόν και σε μια άλλη μορφή, πολύ διαφορετική από την γοργοκίνητη του Λούρου. Είναι η γαλήνια Λίμνη Ζηρού, που μόνον κάποιο αεράκι ταράζει την ακινησία των νερών της. Αυτή τη λίμνη ξεκινάμε να γνωρίσουμε.
ΣΤΙΣ ΟΧΘΕΣ ΤΗΣ ΑΘΕΑΤΗΣ ΛΙΜΝΟΥΛΑΣ
Αναρωτιέμαι και δεν μπορώ να δώσω απάντηση. Πως διέλαθε τόσον καιρό η Λίμνη Ζηρού την προσοχή μας;
Πως δεν προσέξαμε στο χάρτη ως τώρα αυτή τη μικρή, γαλαζωπή κουκίδα;
Δεν ξέρω. Ή μάλλον μπορώ να καταλάβω. Πιεσμένοι πάντα από το χρόνο και εγκλωβισμένοι στους ρυθμούς που έχουμε εμείς οι ίδιοι επιβάλλει στη ζωή μας, ξεκινάμε για έναν προορισμό και το μόνο που μας ενδιαφέρει είναι να φτάσουμε. Οι μόνες στάσεις που δικαιολογούμε είναι για καφέ ή για ανεφοδιασμό του αυτοκινήτου και δικό μας. Γύρω μας ζει και αναπνέει μια άγνωστη Ελλάδα, που ούτε καν υποψιαζόμαστε και που, το πιθανότερο είναι, πως δεν θα γνωρίσουμε ποτέ…
-Τέσσερα περίπου χιλιόμετρα μετά τη Φιλιππιάδα προς τα Γιάννενα, θα συναντήσετε στο δεξί σας χέρι μια πινακίδα προς Παντάναστα και Δριόφυτο, μας λέει ο Πέτρος Μάστορας, Αντιδήμαρχος του Δήμου Φιλιππιάδας.
Αμέσως μετά, δίπλα από την ψησταριά «Ζηρός», θα στρίψετε στον δρομίσκο αριστερά που θα σας πάει στη λίμνη.
Κάνουμε όπως μας λέει και, καθώς μπαίνουμε στον δρομίσκο, ανακαλύπτουμε την πινακίδα για τη λίμνη, χαμένη μέσα στα δέντρα. Μόνον τυχαία θα μπορούσε να την εντοπίσει ένας ξένος. (πρόσφατα η παράλειψη αποκαταστάθηκε με την τοποθέτηση πινακίδων και στον κεντρικό δρόμο). Στενός ασφαλτόδρομος, όχι ιδιαίτερα καλός, πυκνό δάσος από πεύκα, υψίκορμες βελανιδιές, ευκαλύπτους και πουρνάρια, αμέσως μετά χωματόδρομος βατός με αρκετές λακκούβες. Στρίβουμε αριστερά και ξαφνικά, ένα μόλις χιλιόμετρο από τον κεντρικό δρόμο, η Λίμνη Ζηρού κάνει δειλά την πρώτη της εμφάνιση ανάμεσα στα δέντρα.
Εγκαταλελειμμένες κτιριακές και αθλητικές εγκαταστάσεις καταλαμβάνουν μεγάλη έκταση σ’ αυτό το επίπεδο σημείο της ακρολιμνιάς. Είναι το πάλαι ποτέ οικοτροφείο της Παιδόπολης Ζηρού, που λειτούργησε για χρόνια ως χώρος φιλοξενίας πολλών παιδιών και αργότερα ως ειδυλλιακός τόπος κατασκηνώσεων.
Σήμερα δεν ακούγονται φωνές παιδιών, το συγκρότημα είναι τυλιγμένο στη σιωπή. Υπάρχει όμως μελέτη του Δήμου Φιλιππιάδας για ένταξή του σε πρόγραμμα αγροτουρισμού, που προβλέπει συμπληρωματικά έργα υποδομής και ανάμεσά τους εγκαταστάσεις για κωπηλασία, συνεδριακό κέντρο, ποδηλατοδρόμιο περιμετρικά της λίμνης και ξενώνες.
Προσπερνάμε το χώρο με τις εγκαταστάσεις, τα δέντρα στην όχθη αραιώνουν , αποκαλύπτεται στα μάτια μας η επιφάνεια της λίμνης σ’ όλη της την έκταση, ένας τεράστιος φυσικός καθρέφτης, που αντανακλά στην ακίνητη επιφάνειά του τα βυθισμένα δέντρα, το παραλίμνιο δάσος, τις αντικρινές βραχώδεις ακτές, τον ουρανό. Το αυτοκίνητο είναι πια ολότελα περιττό, είναι αδύνατον να μας χαρίσει άμεση επαφή μ’ αυτό το υπερθέαμα. Κατεβαίνουμε στην ακρολιμνιά με τα πόδια. Καμιά κίνηση, κανένας ήχος, ο αέρας κρατάει την ανάσα του, μήπως και ξυπνήσει την κοιμισμένη λίμνη. Μοιάζει ξαφνικά σαν να σταμάτησε σ’ αυτό τον τόπο ο χρόνος. Μοναδικά σημεία ζωής κάποια φοβισμένα βατραχάκια που, στη θέα μας, πηδάνε στο νερό και μερικά φλύαρα μικροπούλια που τιτιβίζουν αθέατα στις φυλλωσιές των δέντρων.
Ένα μονοπάτι οριοθετημένο με τσιμεντάκι παρακολουθεί πιστά τη γραμμή της ακρολιμνιάς. Είναι ένας πεζόδρομος περιμετρικά της λίμνης, μια ωραία πρωτοβουλία για περιπατητές και φυσιολάτρες που υλοποιήθηκε με κοινή δράση των όμορφων Δήμων Φιλιππιάδας και Θεσπρωτικού την περίοδο 2000-2001. Δεν θα μπορούσε να υπάρχει ωραιότερη πρόσκληση για να γνωρίσουμε με κάθε λεπτομέρεια την περίμετρο της λίμνης. Με μήκος 1300 και μέγιστο πλάτος 540 μέτρων, η περιπατητική διαδρομή γύρω από τη λίμνη πλησιάζει τα 4 χιλιόμετρα. Η συνολική επιφάνεια του αστραφτερού καθρέπτη που θαυμάζουμε φτάνει τα 470 στρέμματα. Σε σχέση με άλλες λίμνες της Ελλάδας η Λίμνη Ζηρού μοιάζει με λιλιπούτειο δημιούργημα της φύσης. Το βάθος της ωστόσο είναι πολύ σημαντικό, αφού στη μέγιστη τιμή του προσεγγίζει τα 60 μέτρα! Όλος αυτός ο όγκος νερού δεν μεταφέρεται από χειμάρρους ή ποτάμια αλλά δημιουργείται από τις πηγές που αναβλύζουν στα έγκατα της λίμνης και επικουρικά από τις βροχοπτώσεις στη διάρκεια του χρόνου. Έτσι οι διακυμάνσεις της ποσότητας του νερού είναι μικρές. Μετά όμως από έντονες βροχοπτώσεις ανεβαίνει αισθητά το επίπεδο της επιφάνειας και αυτό είναι άμεσα ορατό στον πεζόδρομο, που σε κάποια σημεία βυθίζεται στο νερό και είναι αδιάβατος.
Αρκετά ψάρια ζουν στα πεντακάθαρα νερά με κυριότερα τους κυπρίνους (γριβάδια), τις δροσίνες και τα «μουστακάτα» (ντόπια ονομασία για ένα είδος κυπρίνων). Σε σχέση με τα ψάρια άλλων Ελληνικών λιμνών τούτα εδώ θα μπορούσαν να θεωρούνται προνομιούχα. Όχι μόνον δεν κινδυνεύουν από κανενός είδους ρύπανση αλλά ούτε καν από ανεξέλεγκτη αλιεία, αφού ο μοναδικός τρόπος ψαρέματος που επιτρέπεται είναι με καλάμι από την όχθη. Βάρκες και δίχτυα είναι άγνωστα στη Λίμνη Ζηρού.
Μεταφέρουμε το αυτοκίνητο πλάι στα γήπεδα των παλιών αθλητικών εγκαταστάσεων και ξεκινάμε την περιπατητική μας γνωριμία με τη λίμνη. Πλατάνια, βελανιδιές, πεύκα, τεράστιοι ευκάλυπτοι, σκλήθρα βυθισμένα στο νερό, μια μικρούλα πανέμορφη αλκυόνα, δυο-τρεις φαλλαρίδες που βουτάνε στα βαθιά, ένας ψαράς που ετοιμάζει τα καλάμια του. Και πάντα στα αυτιά μας οι γλυκύτατοι ήχοι από τη συμφωνική ορχήστρα των πουλιών.
-Πώς αγνοούσαμε ως τώρα έναν τέτοιο παράδεισο, αναρωτιέται η Άννα.
Είναι ένα ερώτημα, στο οποίο δεν έχω απάντηση.
Περνάμε τις εγκαταστάσεις και φτάνουμε πολύ γρήγορα στο ανατολικό άκρο της λίμνης. Αμέσως μετά στρέφουμε προς την βόρεια πλευρά. Εδώ το μονοπάτι χάνει τον ήπιο χαρακτήρα του. Το επίπεδο έδαφος μεταβάλλεται σταδιακά σε βραχώδη ακτή, που σε κάποια σημεία είναι απόκρημνη. Ωστόσο το μονοπάτι συνεχίζει απτόητο την πορεία του και πάντα ευδιάκριτο, άλλοτε πλάι στην ακρολιμνιά ανάμεσα στα πυκνά κλαδιά των δέντρων και άλλοτε υψηλότερα, στα απότομα πρανή. Πάντα όμως είναι βατό και αξιόπιστο, με ελάχιστα σημεία μέτριας δυσκολίας, προσβάσιμα από κάθε πεζοπόρο. Σε κάποια σημεία των απότομων ασβεστολιθικών πρανών έχουν δημιουργηθεί αντιστηρίξεις του μονοπατιού με πέτρινο τοίχο, ενώ σε άλλες θέσεις έχουν κατασκευασθεί πέτρινα σκαλοπάτια.
Μισή περίπου ώρα μετά την αναχώρησή μας βρισκόμαστε σε ένα από τα υψηλότερα σημεία της διαδρομής, τουλάχιστον 30 μέτρα πάνω από την επιφάνεια της λίμνης. Είναι μια εξαιρετική θέση θέας στο μέσον μιας απόκρημνης πλαγιάς, με τους χαρακτηριστικούς κοκκινωπούς βράχους, που ορθώνονται τόσο θεαματικά σ’ αυτή τη βόρεια πλευρά της λίμνης. Παίρνουμε για λίγο μια ανάσα και αγναντεύουμε τη λεία και αστραφτερή επιφάνεια σε όλη της την έκταση. Μεσολαβεί ένας γκρεμός, τιθασευμένος όμως με τοίχο και καγκελάκια. Βελανιδιές και πουρνάρια ισορροπούν σαν ριψοκίνδυνοι αναρριχητές στις απόκρημνες πλαγιές. Βρισκόμαστε στην πιο άγρια πλευρά της λίμνης, που, χωρίς το μονοπάτι, θα ήταν απροσπέλαστη. Λίγο αργότερα η ένταση χαλαρώνει, το τοπίο ημερεύει, οι πέτρες λιγοστεύουν. Το μονοπάτι γίνεται ήπιο και χωμάτινο, διασχίζει ένα ειδυλλιακό πευκοδάσος με κάποια πεύκα μεγάλης ηλικίας. Φταάνουμε στο ύψος ενός αυχένα, ανοιχτού προς τα Β και Δ, με χαμηλούς λόφους και βοσκοτόπια. Ανάμεσα στα πεύκα ορθώνονται πανύψηλα κυπαρίσσια, μια εικόνα πολύ χαρακτηριστική της διαδρομής. Αγροτική κατοικία, στάνη με φωνακλάδικα σκυλιά αλλά και πολλά σκουπίδια. Ήταν απαραίτητα σ’ αυτόν τον παράδεισο; Ωστόσο το μονοπάτι συνεχίζεται, πάντα ήπιο και ευχάριστο. Σ’ ένα σημείο διχάζεται. Επιχειρούμε το κατηφορικό του τμήμα προς τη λίμνη. Σκαλοπάτια, ξύλινα καγκελάκια και ξαφνικά αδιέξοδο. Το οριοθετημένο δρομάκι είναι βυθισμένο τουλάχιστον 30 πόντους μέσα στο νερό. Το παρακάμπτουμε ανηφορίζοντας για λίγο ένα κατάφυτο πρανές με βελανιδιές. Σε λίγα λεπτά το ξαναβρίσκουμε. Είμαστε πια στον χωματόδρομο της λίμνης, στο δυτικότερο σημείο της. Ακριβώς από πάνω, σε υπερυψωμένο πλάτωμα, δεσπόζει το πρόσφατα εγκατεστημένο Καφέ-Εστιατόριο «Λίμνη Ζηρού». Με ένα καφεδάκι αγναντεύουμε τη λίμνη και όλη τη διαδρομή που πριν από λίγο διανύσαμε. Απέναντί μας το Ξεροβούνι. Αν ήταν ολόλευκο, όπως τόσες φορές το έχουμε δει στο καταχείμωνο, θα είχαμε την ψευδαίσθηση, πως βρισκόμαστε σε κάποιο σαλέ μπροστά σε ορεινή λίμνη της Ελβετίας. Επιστρέφουμε στο αυτοκίνητο ολοκληρώνοντας έτσι σε μιάμιση περίπου ώρα την περίμετρο της λίμνης.
ΕΞΕΡΕΥΝΩΝΤΑΣ ΤΗΝ ΠΕΡΙΟΧΉ
Από το εστιατόριο συνεχίζουμε τον χωματόδρομο με κατεύθυνση ΝΔ. Μετά από 500 μ. συναντάμε την ασφάλτινη επαρχιακή οδό, που συνδέει τη Φιλιππιάδα με το Θεσπρωτικό. Στρίβουμε δεξιά προς το Θεσπρωτικό και μετά από 2,6 χλμ. συναντάμε στο δρόμο πινακίδα, που μας δείχνει αριστερά την κατεύθυνση προς τη Μονή της Κοίμησης της Θεοτόκου και το Κάστρο. Σε μισό λεπτό ο δρόμος τερματίζει σ’ ένα χώρο με αρκετά σκουπίδια, μια ακόμη από τις τόσες χιλιάδες μικρές ή μεγάλες χωματερές, που μολύνουν ανεξέλεγκτα τη φύση της Ελλάδας. Μετά από μερικά μέτρα ξεκινάει ένα φαρδύ λιθόστρωτο μονοπάτι. Είναι ανηφορικό και κακοτράχαλο, τελείως ακατάλληλο για γυναικείες γόβες.
-Για πού με το καλό βρε παιδιά; μας ρωτάει ένας συμπαθητικός, ηλικιωμένος άνθρωπος.
-Ψάχνουμε να βρούμε τη Μονή και το Κάστρο.
-Αν δεν σας πειράζει, μπορώ να σας συνοδέψω και να σας ανοίξω το ναό.
Ο κυρ-Θωμάς από το διπλανό Ριζοβούνι, αφήνει να βόσκει το μικρό του κοπαδάκι κι έρχεται μαζί μας. Ζέστη και ανηφόρα. Ευτυχώς το μονοπάτι σ’ ένα πεντάλεπτο τελειώνει. Βρισκόμαστε στη θέση Καστρί, μπροστά στην πύλη του Κάστρου, που πιστεύεται ότι προστάτευε τις αρχαίες Βατίες, πόλη με πληθυσμό 3.000 κατοίκων. Πιθανολογείται, ότι το κάστρο ανεγέρθηκε τον 4ο αι. π.Χ.
Η πύλη είναι εντυπωσιακή. Αποτελείται από μεγάλους πελεκητούς ογκόλιθους, που εφαρμόζουν άριστα μεταξύ τους. Το υπόλοιπο τμήμα της τείχισης, που διατηρείται στο μεγαλύτερό της τμήμα, έχει κατασκευασθεί από ισχυρή αργολιθοδομή, με πάχος που φτάνει έως τα 3 μέτρα, ενώ το συνολικό μήκος της περιμέτρου είναι 1400 μέτρα. Το Β τμήμα ήταν ενισχυμένο με 6 τετράγωνους πύργους, γιατί η πλευρά αυτή ήταν περισσότερο ευάλωτη. Στο Ν τμήμα βρίσκεται η κορυφή του λόφου. Η θέση στο σημείο αυτό είναι στρατηγική και η θέα μοναδική σ’ όλη τη γύρω πεδιάδα, μέχρι την πόλη της Άρτας, τα Τζουμέρκα και τα Αγραφιώτικα βουνά.
Τρία λεπτά μετά την πύλη σχηματίζεται μικρό οροπέδιο. Στο κέντρο του δεσπόζει ο επιβλητικού διαστάσεων ναός της Κοίμησης της Θεοτόκου, καθολικό άλλοτε της Μονής Καστρίου.
Από τις εγκαταστάσεις της Μονής διασώζονται η λιθόκτιστη δεξαμενή με νερό, καθώς και ένα συγκρότημα κελιών με εντυπωσιακές διαστάσεις και άριστη τοιχοποιία, που, παρά την μισοερειπωμένη του κατάσταση και τις φθορές του χρόνου, εξακολουθεί να διατηρεί την αίγλη του παρελθόντος.
Το καθολικό κτίστηκε στο κεντρικό κλίτος μια παλιαοχριστιανικής βασιλικής, από την οποία διατηρούνται αρκετά τμήματα. Ο σημερινός ναός οικοδομήθηκε και διακοσμήθηκε με τοιχογραφίες το 1670, σύμφωνα με την επιγραφή που υπάρχει στον δυτικό του τοίχο. Οι τοιχογραφίες είναι εξαιρετικής τέχνης και καλύπτουν κάθε σημείο του εσωτερικού. Καλής τέχνης είναι επίσης και το τέμπλο, ξυλόγλυπτο και παμπάλαιο. Η τοιχοποιία του ναού αποτελείται από καλοδουλεμένη πελεκητή πέτρα και η κατασκευή είναι φρουριακή, με στενά παράθυρα και πάχος τοίχου που ξεπερνάει το ένα μέτρο.
Αποχαιρετούμε τον κυρ-Θωμά και επιστρέφουμε στο αυτοκίνητο. Μετά την διασταύρωση προς τη Λίμνη Ζηρού συνεχίζουμε προς Ρωμιά. Μια πινακίδα μας κατευθύνει αριστερά προς τη Μονή του Αγ. Ιωάννη. Ένας βατός δασικός δρόμος διασχίζει ωραιότατο δάσος δρυός και μετά από 1,7 χλμ. καταλήγει στη μονή. Ο ναός είναι βασιλική μεγάλων διαστάσεων με τρούλο από συμπαγή τουβλάκια. Η τοιχοποιία είναι εξαιρετική, με πελεκητούς λίθους και τόξα στα σιδερόφρακτα παράθυρα. Η κόγχη του Ιερού είναι κατασκευασμένη με περίτεχνη λιθοδομή και διακοσμητικά τουβλάκια αλλά είναι σχεδόν καλυμμένη από πυκνότατους κισσούς. Πάνω από την είσοδο του ναού υπάρχει ανάγλυφη η χρονολογία 1855. Το εσωτερικό είναι λιτότατο, με αρχικό πλακόστρωτο δάπεδο, τα παλιά ξύλινα δοκάρια ανάμεσα στις κολώνες και υπολείμματα τοιχογραφιών στο εσωτερικό του Ιερού. Συνεχίζοντας από τη Ρωμιά καταλήγουμε μετά από 5 περίπου χιλιόμετρα στην Φιλιππιάδα, εντοπίζοντας έτσι άλλη μία διαδρομή πρόσβασης προς τη Λίμνη του Ζηρού.
Η ΠΟΛΗ ΤΩΝ ΠΕΛΑΡΓΩΝ
Εκτός από τον Αντιδήμαρχο Πέτρο Μάστορα, που μας συνοδεύει σε αρκετές περιηγήσεις μας, έχουμε τη χαρά να γνωρίσουμε και τον Δήμαρχο Φιλιππιάδας, Μιχάλη Κατραχούρα. Μας αφιερώνει πολύ από τον όσο ελεύθερο χρόνο διαθέτει. Τον συναντάμε συνήθως νωρίς το πρωί στο γραφείο του, στο επιβλητικό κτίριο του Δημαρχείου. Άνθρωπος εξαιρετικά συμπαθής, με ευρύτητα αντιλήψεων και απεριόριστες γνώσεις για τον τόπο του, μας παρέχει άφθονες πληροφορίες για την περιοχή του, που θα χρειαζόμασταν ολόκληρο βιβλίο για να τις καταγράψουμε. Η παραμονή μας στη Φιλιππιάδα είναι ευχάριστη από κάθε άποψη. Είναι μια μικρή επαρχιακή πόλη 6000 περίπου κατοίκων, ήρεμη και ανθρώπινη, που μας παρακινεί να χρησιμοποιούμε τα πόδια στις μετακινήσεις μας, χωρίς άγχος και χωρίς προσπάθειες ελιγμών ανάμεσα σε αναρίθμητα αυτοκίνητα. Τα πολυώροφα κτίρια απουσιάζουν, ο ήλιος και ο αέρας διακινούνται ελεύθερα.
Η ονομασία της πόλης οφείλεται, είτε σε κάποιο προεστό με το όνομα Φίλιππος είτε στη διαδεδομένη εκτροφή ίππων.
Η σημερινή πόλη ταυτίζεται με την αρχαία Χάραδρο, η οποία τοποθετείται στη θέση «Καστρί» της Παλαιάς Φιλιππιάδας, όπου έχουν εντοπισθεί ερείπια του αρχαίου οικισμού. Η πόλη της Νέας Φιλιππιάδας θεμελιώθηκε το 1881 από τους Οθωμανούς και ονομάστηκε «Χαμιδιέ». Απελευθερώθηκε στις 12-13 Οκτωβρίου του 1912 και μετονομάσθηκε σε Νέα Φιλιππιάδα.
Διαμένουμε στο ξενοδοχείο “ILIANA”, το μοναδικό της πόλης. Χτισμένο στις δυτικές παρυφές της Φιλιππιάδας είναι συμπαθητικό, με ανθρώπινες διαστάσεσις και φιλικότατη εξυπηρέτηση. Πολύ ωραία είναι η αίθουσα πρωινού και εστίασης, ενώ η ποικιλία και η ποιότητα της κουζίνας του χαίρει ιδιαίτερης εκτίμησης από τους επισκέπτες και τους ντόπιους.
Μερικές δεκάδες μέτρα πάνω από το ξενοδοχείο και απέναντι από τον ΟΤΕ, βρίσκεται ένα μακρόστενο πετρόχτιστο κτίριο, που στις αρχές του 20ου αιώνα στέγαζε ένα χάνι (πολύ διαδεδομένα τότε καταλύματα σε πολλές περιοχές της περιφερειακής Ελλάδας). Σ’ αυτό το παραδοσιακό κτίριο βρίσκει φιλόξενη στέγη η γκαλερί ζωγραφικής και φωτογραφίας του Αχιλλέα Ευαγγέλου. Ο χώρος είναι αυθεντικά καλλιτεχνικός, με όλη αυτή την γραφική ατημελησία που χαρακτηρίζει τα ατελιέ των δημιουργών της τέχνης. Εκατοντάδες ετερόκλητα αντικείμενα –πίνακες ζωγραφικής, πινέλα και μπογιές, βιβλία και περιοδικά, αμέτρητες φωτογραφίες και μικροεργαλεία καταλαμβάνουν κάθε διαθέσιμη επιφάνεια του χώρου.
Αυτό όμως το θέμα, που κυριαρχεί με την παρουσία του καταλυτικά, είναι οι φωτογραφίες των πελαργών. Μικρές ή μεγάλες, στα τραπέζια ή στους τοίχους και πάντα ασπρόμαυρες, οι εικόνες των πελαργών της Φιλιππιάδας και της ευρύτερης περιοχής μαγνητίζουν διαρκώς το βλέμμα μας και το αποσπούν από κάθε άλλο αντικείμενο. Ουδέποτε άλλοτε έχουμε αντικρίσει τον δημοφιλέστατο αυτό εαρινό μετανάστη του τόπου μας σε τέτοια απειρία μορφών και εκδηλώσεων, πανέμορφο, περήφανο, στοργικό, επιθετικό, δουλευταρά και κουβαλητή, ακίνητο ή ιπτάμενο, μοναχικό ή με παρέα. Εξίσου εντυπωσιακός είναι ο τρόπος με τον οποίο ο Ευαγγέλου αιχμαλωτίζει με το φακό του αυτές τις ανεπανάληπτες στιγμές. Αμφιβάλλω αν υπάρχει άλλος άνθρωπος στον κόσμο, που να έχει ασχοληθεί τόσο διεξοδικά με κάποιον εκπρόσωπο της φτερωτής κοινωνίας και να έχει επιτύχει τέτοιο αποτέλεσμα. Αυτή βέβαια η μακρόχρονη αφοσίωση του Αχιλλέα στην παρατήρηση και φωτογράφιση των πελαργών δεν είναι τυχαία. Το σπίτι όπου γεννήθηκε ήταν απέναντι από το περίφημο καμπαναριό του Αγίου Βησσαρίωνα και μερικές από τις πρώτες εικόνες που τον εντυπωσίασαν ήταν οι λεπτεπίλεπτες φιγούρες των πελαργών. Άλλωστε και σ’ όλα τα κατοπινά του χρόνια στη Φιλιππιάδα – με εξαίρεση τις θητείες του για σπουδές στη Θεσσαλονίκη και στον Καναδά – η παρουσία των πελαργών ήταν πολυάριθμη και αδιάλειπτη κάθε χρόνο, από τις 25 Μαρτίου περίπου ως τις 15 Αυγούστου, σε πολλά σημεία της πόλης. Ενδεικτικά αναφέρουμε, ότι το 1986 είχαν καταγραφεί μόνον στην πόλη της Φιλιππιάδας 28 φωλιές πελαργών! Η Πόλη λοιπόν των Πελαργών ευτύχησε να γεννήσει και τον φωτογράφο τους. Και θα ήταν πράγματι ευτύχημα για ντόπιους και επισκέπτες, αν κάποτε οι Δημοτικές αρχές της πόλης, δημιουργούσαν και αφιέρωσαν έναν ειδικό χώρο, που θα στέγαζε μια διαρκή έκθεση με το σπάνιο αυτό φωτογραφικό αρχείο των πελαργών.
(ΤΗΛ. ΑΧΙΛΛΕΑ ΕΥΑΓΓΕΛΟΥ: 6938-894794 και 26830-22660).
ΡΩΜΑΪΚΟ ΥΔΡΑΓΩΓΕΙΟ
ΚΑΙ ΠΗΓΕΣ ΑΓΙΟΥ ΓΕΩΡΓΙΟΥ
Αμέτρητα είναι τα ποτάμια και οι χείμαρροι που διατρέχουν την Ελλάδα. Και εξίσου αναρίθμητα αλλά και θρυλικά για την μνημειακή αρχιτεκτονική τους είναι τα μικρά και μεγάλα πέτρινα γεφύρια που συνδέουν τις όχθες τους. Υπάρχει ωστόσο ένα ποτάμι, που περισσότερο από κάθε άλλο μπορεί να καυχιέται για την αίγλη του μνημειακού οικοδομήματος, που αιώνες τώρα βρέχουν τα νερά του. Το ποτάμι είναι ο Λούρος και το μνημείο δεν είναι άλλο από το Ρωμαϊκό Υδραγωγείο. Όταν, για πρώτη φορά, αντικρύσει κάποιος το οικοδόμημα μένει άφωνος από τη μεγαλοπρέπεια και τον όγκο του. Πολύ περισσότερο μένει εμβρόντητος, αν κατεβεί στις όχθες του Λούρου και παρατηρήσει προσεκτικά τις κατασκευαστικές του λεπτομέρειες. Ας θυμηθούμε όμως την ιστορία απ’ την αρχή.
Το 31 π.Χ. η περίφημη Ναυμαχία του Ακτίου είχε τελειώσει. Ο Οκτάβιος με το στόλο του είχε καταγάγει μια κοσμοϊστορικής σημασίας νίκη απέναντι στις ενωμένες ναυτικές δυνάμεις του Αντωνίου και της Κλεοπάτρας. Σύμβολο αναμνηστικό της νίκης του στους αιώνες υπήρξε η ίδρυση της μεγαλόπρεπης Ακτίας Νικόπολης, σε ύψωμα στρατηγικό που δέσποζε του τοπίου της ναυμαχίας.
Ένα από τα έργα ζωτικής προτεραιότητας ήταν η υδροδότηση της πόλης. Η λύση εντοπίστηκε 50 χιλιόμετρα μακρυά. Ήταν οι αστείρευτες πηγές του Αγ. Γεωργίου Φιλιππιάδας. Από εκεί ξεκινούσε ο αγωγός, ο οποίος, πάνω από δύο συγκλίνουσες γέφυρες, οδηγείτο αρχικά στην αντικρινή όχθη του Λούρου. Από το σημείο εκείνο και μετά, ως το κεντρικό υδραγωγείο της πόλης – το εντός των τειχών «Νυμφαίο» – ξεκίνησε ένας κατασκευαστικός μαραθώνιος 50 χιλιομέτρων. Ο αγωγός που δημιουργήθηκε πέρασε από σήραγγες ανάμεσα σε σκληρά ασβεστολιθικά πετρώματα, διέσχισε πεδιάδες, παρέκαμψε λόφους και εμπόδια, εκμεταλλεύθηκε άριστα την υψομετρική διαφορά των 80 μέτρων από τις πηγές του Αγ. Γεωργίου (100μ.) ως το Νυμφαίο της Νικόπολης (υψομ. 22μ.) και τελικά γέμισε το κεντρικό υδραγωγείο της πόλης με άφθονο και άριστης ποιότητας νερό. Ήταν ένας θρίαμβος της Ρωμαϊκής τεχνολογίας, μεθοδικότητας και αποτελεσματικότητας.
Η ακριβής χρονολόγηση του έργου δεν προκύπτει από αρχαιολογικά δεδομένα. Επειδή όμως η ύδρευση της πόλης ήταν έργο ζωτικής σημασίας, θεωρείται ότι η κατασκευή του υδραγωγείου πρέπει να έγινε στην πενταετία 30-25 π.Χ., με πιθανότερη χρονολογία το 27 π.Χ. Ο αγωγός έχει αποκαλυφθεί σε μήκος 230 μέτρων. Το πλάτος του είναι 0,75 μ. και το εσωτερικό ύψος μέχρι την καμάρα 1,20 μ. Σώζεται η επένδυση από χοντρό υδραυλικό κονίαμα και σε ορισμένα τμήματα διατηρείται η επικάλυψη με τούβλα που σχηματίζουν οξυκόρυφη καμάρα, καθώς και ένα άνοιγμα – φρεάτιο για εξαερισμό και καθαρισμό. Συνοπτικά λοιπόν τρεις ήταν οι κατασκευές που οδηγούσαν το νερό στη Νικόπολη: οι υδατογέφυρες του Αγ. Γεωργίου, ο αγωγός και η σήραγγα. Αυτή την τελευταία την εντοπίζουμε αριστερά πάνω από το δρόμο, σε απόσταση 7,5 χλμ. από τη Φιλιππιάδα προς τα Γιάννενα. Έχει τη μορφή μιας μεγάλης σκοτεινής στοάς μέσα στα συμπαγή ασβεστολιθικά πετρώματα του απότομου πρανούς. Στα πρώτα μέτρα το ύψος της ξεπερνάει πολύ το ύψος ενός ανθρώπου και, βοηθούμενοι από το διάχυτο φως της μέρας, επιχειρούμε μερικά βήματα. Σταδιακά το φως εξασθενίζει, το ύψος χαμηλώνει και, καθώς δεν είμαστε εφοδιασμένοι με τεχνητό φωτισμό, εγκαταλείπουμε το εγχείρημα. Ξαναβγαίνουμε στο φως, περνάμε το φράγμα του υδροηλεκτρικού εργοστασίου του Λούρου και μετά από εκατοντάδες μέτρα κατηφορίζουμε δεξιά προς την όχθη του ποταμού και τον οικισμό του Αγ. Γεωργίου. Μας συνοδεύει ο Χρήστος Ρίζος, Πρόεδρος του Τοπικού Συμβουλίου Αγ. Γεωργίου και Δημοτικός Σύμβουλος του Δήμου Φιλιππιάδας. Κατεβαίνουμε την κακοτράχαλη – σ’ αυτό το σημείο – όχθη του Λούρου και προσεγγίζουμε το μνημείο από την αντικρινή πλευρά, για να έχουμε άμεση άποψη των κατασκευαστικών του λεπτομερειών. Ξαφνικά αισθανόμαστε νάνοι μπροστά στους ογκώδεις πεσσούς (τις τετράγωνες κολώνες) και τις υδατογέφυρες, που επί 20 αιώνες ορθώνονται σε ύψος 14 μέτρων πάνω από τη ροή του ποταμού.
Σύμφωνα με την περιγραφή του αρχαιολόγου Β. Ι. Ρίζου, «Στο Υδραγωγείο που σώζεται στον Αγ. Γεώργιο φαίνεται καθαρά η μνημειακότητα της Ρωμαϊκής αρχιτεκτονικής. Για τον Ρωμαίο μηχανικό η γεωμετρία είναι λειτουργική και όχι ενστικτώδης, αφού κάθε δημιούργημα είναι προδιαγεγραμμένο και όχι αυθόρμητο. Επίσης πρόσταγμα σπουδαίο για τον Ρωμαίο μηχανικό και τεχνίτη είναι και η αισθητική. Συμπεραίνουμε λοιπόν, πως και η κατασκευή του ρωμαϊκού υδραγωγείου δεν είναι αυθαίρετη αλλά υπακούει στους νόμους της λειτουργικότητας, της αισθητικής και της τεχνικής τελειότητας. Βέβαια η μνημειακότητα σε ένα τέτοιο έργο, όπως το υδραγωγείο, ήταν αναπόφευκτη καθώς η μορφολογία του εδάφους δεν επέτρεπε έργο μικρότερων διαστάσεων. Παρατηρούμε ακόμη εναργέστατα προσαρμοσμένες τις αρχές της αρχιτεκτονικής μορφολογίας με έκδηλη την έλλειψη πλούτου στο υλικό και την κυριαρχία του τούβλου. Στην ρωμαϊκή πολεοδομία η επιστήμη και η τέχνη συνυπάρχουν. Επίσης, σύμφωνα με την αρχή, ότι τα οικοδομήματα εκφράζουν τη φύση και τους χαρακτήρες του εδάφους πάνω στο οποίο ανεγείρονται, παρατηρούμε ότι το οικοδόμημα είναι ενσωματωμένο στο τοπίο. Δεν θα ήταν λοιπόν παράλογο να πούμε, ότι το ρωμαϊκό υδραγωγείο είναι η προέκταση της φύσης, καθώς τόσα χρόνια συμβιώνει φιλικά μαζί της και συμπληρώνει την ομορφιά της. Είναι φορτωμένο μνήμες και ιστορία και περιμένει τον ταξιδευτή να τον μαγέψει με την γοητευτική και αγέραστη αρχοντική κορμοστασιά του. Δυστυχώς ένα μεγάλο μέρος του υδραγωγείου έχει καταστραφεί από φυσικές συνθήκες καθώς και από την αμέλεια των αρχών και των κατοίκων, οι οποίοι, πιεσμένοι από τις δύσκολες συνθήκες της ζωής, χρησιμοποιούσαν το τούβλο του υδραγωγείου για έργα ιδιωτικής φύσης. Δεν είναι βέβαια απίθανο ένα μέρος του υδραγωγείου να υπέστη ζημιές από τον καταστρεπτικότατο σεισμό του 375 μ.Χ. που ερήμωσε στην κυριολεξία την Ελληνική χώρα».
Η Εφορία Αρχαιοτήτων έχει, εδώ και πολλά χρόνια, πραγματοποιήσει σημαντικές εργασίες στο υδραγωγείο είτε με την αποκάλυψη και στερέωση του αγωγού είτε με στερεωτικές εργασίες στις πεσσοστοιχίες (τα στηρίγματα) του υδραγωγείου είτε με τη σύρραψη ρωγμών και συμπλήρωση κενών στην τοιχοδομία των πεσσών και της ανωδομής. Πολλές εργασίες ήταν εξαιρετικά δύσκολες λόγω της συνεχούς ροής του ποταμού, του μεγάλου ύψους του μνημείου και της έλλειψης μηχανικών μέσων. Οι εργασίες δεν συνεχίστηκαν εξαιτίας των πολλών προβλημάτων που παρουσιάζει η στερέωση των πεσσών που βρίσκονται μέσα στη ροή του ποταμού αλλά και λόγω της αποδυνάμωσης του αναστηλωτικού συνεργείου της εφορίας αρχαιοτήτων.
Το θαυμασμό μας από το έργο των ανθρώπων έρχεται μετά από εκατοντάδες μέτρα να συμπληρώσει το δημιούργημα της φύσης. Είναι οι πληγές του Αγ. Γεωργίου, που ξεχύνονται μέσα από τη γη με απίστευτη ορμή και ποσότητα ροής, η οποία φτάνει κατά μέσο όρο τα 3 κυβικά μέτρα το δευτερόλεπτο. Δεν είναι τυχαίο άλλωστε που από τις πηγές αυτές υδροδοτούνται τρεις νομοί, της Άρτας, Πρέβεζας και Λευκάδας. Γύρω τους έχει δημιουργηθεί, με πρωτοβουλία του Μορφωτικού Συλλόγου Αγ. Γεωργίου, ένα θαυμάσιο πάρκο αναψυχής με παγκάκια, ψησταριές και τραπεζάκια ανάμεσα σε υπεραιωνόβια πλατάνια. Είναι μια όαση, που στη μεγαλύτερη διάρκεια του χρόνου απολαμβάνουν πολλά σχολεία και ιδιώτες. Εδώ επίσης προβλέπεται σύντομα να λειτουργήσει μια καλαίσθητη ξύλινη καντίνα, που με την μέριμνα του Συλλόγου Γυναικών του χωριού, θα προμηθεύει πίτες, γλυκά και άλλα παραδοσιακά εδέσματα στους επισκέπτες.
Λίγο πιο πάνω από το πάρκο αναψυχής δεσπόζει η εκκλησία του Αγ. Γεωργίου, κτίσμα του 1862, δίπλα από το Ιερό της οποίας κελαρύζει το νερό. Δυστυχώς ο ναός – κατά την επικρατούσα συνήθεια – είναι ασβεστοχρισμένος και δεν αποκαλύπτει την λίθινη τοιχοδομία του, η οποία όμως είναι εμφανής στο ωραίο τετραόροφο καμπαναριό με την πελεκητή πέτρα, τα διακοσμητικά τουβλάκια και αψίδες. Κάτω από την εκκλησία, η αλόγιστη χρήση τσιμέντου, στη δεξαμενή και στις εγκαταστάσεις ιχθυοτροφείου που δεν λειτουργεί, έρχεται σε κραυγαλέα αντίθεση με την ομορφιά του φυσικού περιβάλλοντος. Ευτυχώς η παράδοση διασώζεται στις εγκαταστάσεις της παλιάς νεροτριβής και του νερόμυλου που εξακολουθούν να λειτουργούν από τον μυλωνά Νικόλαο Γούση, που μας χαρίζει μια σακούλα με σιτάρι ολικής αλέσεως.
Η περιήγησή μας ολοκληρώνεται στον γραφικό οικισμό του Αγ. Γεωργίου. Πλάι στην ωραία πλατεία ορθώνεται το πετρόχτιστο οίκημα όπου στεγάζεται ο Μορφωτικός Σύλλογος, παλιό Δημοτικό Σχολείο που ιδρύθηκε το 1950 από τον τότε Βασιλέα Παύλο. Ο Σύλλογος ιδρύθηκε το 1979, αριθμεί πάνω από 100 ενεργά μέλη και διατηρεί χορευτικά τμήματα για μικρούς και ηλικιωμένους.
Διοργανώνει όλες τις εκδηλώσεις και τα παραδοσιακά έθιμα του χωριού (Απόκριες, Πάσχα, Καλικαίρι), που καλύπτοντας υπό τον γενικό τίτλο «Αγιωργίτικα» και στα οποία έχουν κατά καιρούς συμμετάσχει φημισμένοι τραγουδιστές και οργανοπαίκτες.
Τα σημαντικότατα προϊστορικά, ιστορικά και θρησκευτικά μνημεία του Δήμου Φιλιππιάδας και της ευρύτερης περιοχής δεν σταματούν εδώ. Υπάρχουν ακόμη οι θέσεις «Κοκκινόπηλος» και «Ασπροχάλικο», που φιλοξένησαν μερικούς από τους πρώτους ανθρώπους που άφησαν τα ίχνη τους στη χώρα της Ηπείρου, περίπου 100-150.000χρόνια πριν. Υπάρχει το εκπληκτικό μνημείο της Θεοτόκου Παντάνασσας, 4 μόλις χιλιόμετρα από την Φιλιππιάδα (είναι σε εξέλιξη εργασίες αποκατάστασης). Το κτίσμα χρονολογείται από τον 13ο αιώνα και με το σύνολο των εγκαταστάσεων του αποτελεί τον μεγαλύτερο υστεροβυζαντινό ναό της Ελλάδας. Υπάρχει το εντυπωσιακό Κάστρο των Ρωγών, που δεσπόζει σε λόφο απέναντι από την κοινότητα της Ν. Κερασούντας και περιέκλειε την σημαντική αρχαία πόλη Βουχέτιο. Και βέβαια υπάρχουν ακόμη το ωραιότατο σταυροειδές φρούριο που έχτισε στα Πέντε Πηγάδια ο Αλή Πασάς, η εκπληκτική αρχαία πόλη Όρραον στις δυτικές υπώρειες του Ξηροβουνίου, το Χανόπουλο με τις θερμές πηγές που ταυτίζονται με τα Ηράκλεια Λουτρά! Τι να πεις και τι να πρωτογράψεις! Είναι μια περιοχή που δεν είναι προβεβλημένη ιδιαίτερα αλλά είναι τόσο γεμάτη με συναρπαστικά φυσικά και ανθρώπινα μνημεία, που για την ανακάλυψή τους θα απαιτούντο μέρες και εβδομάδες. Είναι βέβαιο, πως θα επανέλθουμε.
ΕΥΧΑΡΙΣΤΙΕΣ
Ευχαριστούμε θερμότατα:
-Τον Δήμαρχο Φιλιππιάδας Μιχάλη Κατραχούρα και τον Αντιδήμαρχο Πέτρο Μάστορα, για την φιλοξενία, τις ξεναγήσεις και τις άφθονες βοήθειες.
-Τον Δημ. Σύμβουλο Χρήστο Ρίζο για την πρόθυμη συμμετοχή του.
-Τον εξαίρετο φωτογράφο Αχιλλέα Ευαγγέλου για την ευγενική παραχώρηση του φωτογραφικού του αρχείου.
-Το ξενοδοχείο ILIANA για τις προθυμότατες υπηρεσίες του.
-Τέλος τους επιχειρηματίες της περιοχής Φιλιππιάδας που στήριξαν το έργο μας.
ΧΡΗΣΙΜΕΣ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ
ΔΙΑΜΟΝΗ: Ξενοδοχείο ILIANA
Αποστάσεις Φιλιππιάδας: Από Γιάννενα: 60 χλμ.
Από Αθήνα: 370 χλμ
Από Θεσ/κη: 355 χλμ
Τηλ. Δήμου Φιλιππιάδας:
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
-Νομός Πρέβεζας, ΤΕΔΚ Ν. ΠΡΕΒΕΖΑΣ, 2002
-Β. Ι. Ρίζου, ΤΟ ΡΩΜΑΪΚΟ ΥΔΡΑΓΩΓΕΙΟ
-Τουριστ. Οδηγός Δ. Φιλιππιάδας (υπό έκδοση).