Είναι ένα ζεστό φθινοπωριάτικο πρωινό, μια καθημερινή ήρεμη και γαλήνια.
Οδηγώ αργά, μόνος σχεδόν, κατά μήκος της νότιας πλευράς της λίμνης. Κάθε λίγο σταματάω για ν’ αποθαυμάσω το πέταγμα κάποιου πουλιού, την βελούδινη ωχροκίτρινη επιφάνεια των καλαμιώνων, τις αντανακλάσεις της Κυλλήνης στα ακίνητα νερά, τη γραφική παρουσία ενός ψαρά με το καλάμι του στην όχθη. Κατε-βαίνω από το δρόμο, περιπλανιέμαι αρκετή ώρα στο χωμάτινο παραλίμνιο μονοπάτι. Ωστόσο ο χρόνος με πιέζει. Η ουσιαστική γνωριμία με τη Στυμφαλία, το φυσικό περιβάλλον, το αρχαίο της παρελθόν και τους ανθρώπους, αναβάλλονται για την επόμενη φορά …

Η πρώτη μου οπτική επαφή – πριν μερικά χρόνια – με τη Στυμφαλία υπήρξε σχεδόν απογοητευτική. Ήταν τριήμερο Καθαράς Δευτέρας. Μετά από ένα πολύωρο ταξίδι από τη Θεσσαλονίκη είχα βρεθεί μαζί με εκατοντάδες άλλους οδηγούς – στη συντριπτική τους πλειοψηφία Αθηναίους – να σέρνομαι στον στενό ανηφορικό δρόμο πάνω από το Κιάτο, για να καταλήξει εξουθενωμένος στο οροπέδιο της Στυμφαλίας, που ήδη ασφυκτιούσε από τα αναρίθμητα αυτοκίνητα. Η φευγαλέα εικόνα που μου είχε μείνει από τη λίμνη στην πρώτη εκείνη βασανιστική διάσχιση της βόρειας πλευράς της μακρόστενης κοιλάδας, ήταν κάποια μικρά τμήματα υδάτινης επιφάνειας, που παρεμβάλλονταν ανάμεσα στους απέραντους καλαμιώνες. Αυτή λοιπόν ήταν η περίφημη Στυμφαλία, η λίμνη των μύθων και των θρύλων;
Την μεθεπόμενη χρονιά με ξαναβγάζει ο δρόμος στη Στυμφαλία, τη φορά αυτή ανηφορίζοντας από την πεδιάδα της Νεμέας. Είναι ένα ζεστό φθινοπωριάτικο πρωινό, μια μέρα της εβδομάδας ήρεμη και γαλήνια.
Οδηγώ αργά, μόνος σχεδόν, κατά μήκος της νότιας πλευράς της λίμνης. Κάθε λίγο σταματάω για ν’ αποθαυμάσω το πέταγμα κάποιου πουλιού, την βελούδινη ωχροκίτρινη επιφάνεια των καλαμιώνων, τις αντανακλάσεις της Κυλλήνης στα ακίνητα νερά, τη γραφική παρουσία ενός ψαρά με το καλάμι του στην όχθη. Κατεβαίνω από το δρόμο και περιπλανιέμαι αρκετή ώρα στο χωμάτινο παραλίμνιο μονοπάτι. Ωστόσο ο χρόνος με πιέζει. Η ουσιαστική γνωριμία με την περιοχή της Στυμφαλίας, το φυσικό περιβάλλον, το αρχαίο της παρελθόν, τους οικισμούς και τους ανθρώπους, αναβάλλονται για την επόμενη φορά …
Χειμώνας του 2004. έφτασε η στιγμή ν’ αφιερώσουμε λίγο περισσότερο χρόνο στην ορεινή Κορινθία, να πάψουμε να περνάμε ταξιδιώτες διαβατικοί απ’ αυτό τον ωραίο τόπο της Ελλάδας. Πρώτος μας σταθμός η Στυμφαλία.
ΝΥΧΤΑ ΑΝΑΜΕΣΑ ΣΤΑ ΕΛΑΤΑ
Αν για τους Αθηναίους – και γενικά τους νότιους – η ορεινή Κορινθία μπορεί να σημαίνει προορισμό απλής μονοήμερης εκδρομής, για κάποιον που κατοικεί στα βόρεια της χώρας, αποτελεί ταξίδι κουραστικό και πολύωρο. Ωστόσο, για έναν ιδεολόγο ταξιδευτή, που, ξεκινώντας, «εύχεται νάναι μακρύς ο δρόμος», τα 600 χιλιόμετρα ως τη Στυμφαλία αποτελούν προοπτική συναρπαστική και ελκυστική. Μακεδονία, Θεσσαλία, Στερεά, Πελοπόννησος. Η πολύπαθη «Εθνική Οδός» μετά από τόσα χρόνια δεν λέει να τελειώσει. Περνάνε από μπροστά μας τόποι χιλιοιδωμένοι και οικείοι, σαν μια ατελείωτη παράταξη φίλων παλιών και αγαπημένων, που μας γνέφουν πρόσχαρα καθώς τους προσπερνάμε. Είναι όμορφο να διαβαίνεις που και που από γνωστές διαδρομές, γοητεία δεν έχει μόνο το άγνωστο.
Το χαμήλωμα του ήλιου μας βρίσκει στην αρχή του οροπεδίου της Στυμφαλίας, με το χωριό Καίσαρι χτισμένο ψηλά, πάνω στο λόφο. Είναι καθημερινή, ο τόπος είναι ήσυχος, έρημος σχεδόν. Τα αυτοκίνητα που μας διασταυρώνουν στο κεντρικό οδικό δίκτυο είναι ελάχιστα και ανήκουν αποκλειστικά στους ντόπιους. Τα ταβερνάκια των χωριών πλάϊ στο δρόμο την ώρα αυτή είναι κλειστά, οι θράκες στις ψησταριές είναι σβηστές, οι σούβλες πάνω τους ακίνητες. Λίγη ώρα αργότερα, καθώς η νύχτα πλησιάζει, τα ταβερνάκια και τα καφενεία ζωντανεύουν, οι καμινάδες από τα τζάκια ξαναρχίζουν να καπνίζουν. Όλο και κάποιος ντόπιος θα φανεί, όλο και κάποιος περαστικός θα σταθεί να ξαποστάσει πλάϊ στα αναμμένα κούτσουρα και το χύμα κοκκινέλι. Για μας είναι νωρίς ακόμα, η νύχτα του Γενάρη είναι μεγάλη.
Διασχίζουμε αργά τη χειμωνιάτική κοιλάδα. Ψηλά στα βόρεια λάμπουν για λίγο ακόμα στο τελευταίο φως οι χιονοσκέπαστες κορφές της Ζήρειας. Στην πεδιάδα και στη λίμνη τα πάντα είναι βυθισμένα στη σκιά, τα χρώματα σταδιακά σκουραίνουν, οι όγκοι γίνονται ασαφείς, χάνουν το σχήμα τους, καλαμιώνες, νερά, χωράφια και αμπελάκια είναι πια μια σκοτεινή, αξεδιάλυτη επιφάνεια.
Στον οικισμό Καρτέρι τελειώνει η πεδιάδα. Αμέσως μετά το τοπίο μεταβάλλεται δραματικά. Οι νωχελικές και ήπιες εκτάσεις της Στυμφαλίας δίνουν τη θέση τους στις απότομες υπώρειες της Κυλλήνης, οι καρυδιές, τα σκλήθρα και οι λεύκες της πεδιάδας αντικαθίστανται από τις αρρενωπές και οξυγώνιες κορυφές των ελάτων. Η παρουσία του περήφανου δέντρου είναι πλέον καθολική στις απότομες πλαγιές, στις χαράδρες, σε κάθε σημείο του εδάφους. Ψηλά πάνω απ’ τα κεφάλια μας, διάσπαρτα σ’ αυτή την απέραντη σκουροπράσινη κυριαρχία, ξεχωρίζουν τα πρώτα φώτα της Καστανιάς.
Η ονομασία του χωριού μας ξενίζει αρχικά. Είναι δυνατόν να ονομάζεται «Καστανιά», κυκλωμένο από έλατα; Αν ανατρέξουμε ωστόσο στην ιστορία του χωριού και πάμε πίσω στα χρόνια της Τουρκοκρατίας, θα συναντήσουμε στη θέση των σημερινών ελάτων, το απέραντο και φημισμένο Καστανοδάσος της Καστανιάς. Όπως αναφέρει χαρακτηριστικά ο Καστανιώτης δάσκαλος Κωνσταντίνος Καραμήτσος στο βιβλίο του «Η εύανδρος Καστανιά»: «Στα χρόνια εκείνα, το κύριο επάγγελμα των κατοίκων της Καστανιάς ήταν η περιποίησις και περισυλλογή των καρπών από το Καστανοδάσος που εκάλυπτε τότε ολόκληρον την βόρειαν και ανατολικήν πλευράν του χωριού, που εκτεινόταν μέχρι τις παρυφές του γειτονικού χωριού Μπάσι (σήμερα Δροσοπηγή), των κορυφών της Ζήρειας και του ορεινού πάνω απ’ το χωριό μας όγκου που λέγεται Τρίκορφο.
Το δικαίωμα της εκμεταλλεύσεως αυτού του δάσους ήταν το μεγαλύτερο προνόμιο της εποχής για τους Καστανιώτες. Από το δάσος αυτό πήρε και το χωριό μας το όνομά του Καστανιά. Για τους καρπούς του δάσους αυτού πρέπει να τονίσουμε, ότι σύμφωνα με τις μαρτυρίες της παράδοσης που έφθασαν μέχρι τις μέρες μας, ήσαν άριστης ποιότητος. Είχαν το μεγαλύτερο μέγεθος από όσα κάστανα κυκλοφορούσαν τότε στην αγορά, φημίζονταν δε επιπλέον για την γεύση τους.
Στο δάσος αυτό κυρίως οφείλεται η οικονομική ευχέρεια των κατοίκων του χωριού και η δυνατότητά τους να απαιτήσουν μεγάλες γεωργικές πεδινές εκτάσεις στο χώρο που σήμερα κατέχει η λίμνη. Επιπλέον οι κάτοικοι είχαν την ευχέρεια να ανταλλάσσουν τα κάστανα με πλήθος άλλων προϊόντων που εστερούντο οι ίδιοι».
Μετά την επιδρομή του Ιμπραήμ εκτός από τα σπίτια του χωριού κάηκε και το δάσος. Παρ’ όλες τις επανειλημμένες προσπάθειες των κατοίκων της Καστανιάς δεν έγινε ποτέ δυνατόν να αναβιώσει το θρυλικό Καστανοδάσος. Έτσι μετά το 1870 αρχίζει η σταδιακή παρακμή της Καστανιάς και η μετανάστευση των κατοίκων της στο εξωτερικό, στην Αθήνα και σε άλλους πεδινούς οικισμούς της Στυμφαλίας. Σήμερα πολύ λίγοι είναι οι μόνιμοι κάτοικοι του χωριού, οι περισσότεροι διαμένουν στο Καρτέρι, που εξακολουθεί να είναι συνοικισμός της Καστανιάς. Στα φώτα του αυτοκινήτου εμφανίζεται λίγο πιο πάνω απ’ το Καρτέρι μια πινακίδα, που προειδοποιεί για συνεχόμενες στροφές σε μήκος 1 χιλιομέτρου.
-Ωραία σχολιάζει χαρούμενα η Άννα, φτάσαμε!
Ανηφορίζει ο δρόμος ανάμεσα στα έλατα με κλειστές αλλεπάλληλες στροφές, το χιλιόμετρο τελειώνει και μετά από λίγο εμφανίζεται νέα, πανομοιότυπη με την πρώτη, πινακίδα.
Νέα αισιόδοξη πρόβλεψη της Άννας και νέα διάψευση των ελπίδων της για τερματισμό του ταξιδιού. Η ίδια πάντα σαδιστική πινακίδα εμφανίζεται – πέραν πάσης λογικής εξήγησης – τουλάχιστον άλλες τρεις φορές, ώσπου στο τέλος χάνει κάθε ίχνος αξιοπιστίας. Ήταν άραγε τόσο δύσκολο να υπάρχει μια αρχική πινακίδα με την συνολική απόσταση των συνεχόμενων στροφών;
Κάποτε τα ψέματα τελειώνουν, μας καλωσορίζει η Καστανιά, ένα χωριό έρημο σχεδόν, αραιοχτισμένο, με ελάχιστα φωτισμένα σπίτια, δυο – τρεις καμινάδες με καπνό και μόνον μια ταβέρνα ανοιχτή από τις τρεις.
-Τυπική χειμωνιάτικη εικόνα καθημερινής στην Ελληνική περιφέρεια, που ζει μακρυά από τα μεγάλα αστικά κέντρα, λέω στην Άννα.
Η ορεινή Κορινθία δεν θα μπορούσε ν’ αποτελεί εξαίρεση. Ωστόσο, κάνε λίγη υπομονή ως το Σαββατοκύριακο. Η εικόνα που θ’ αντικρύσεις θα είναι απίστευτη.
Διασχίζουμε όλη τη μεγάλη απόσταση που χωρίζει τα πρώτα από τα τελευταία σπίτια του αμφιθεατρικού χωριού και βρισκόμαστε και πάλι στην απόλυτη μοναξιά, στο σκοτεινό δάσος των ελάτων. Ένας βαρύς, συννεφιασμένος ουρανός, χωρίς άστρα και φεγγάρι, προσδίδει στο ορεινό τοπίο μια άγρια ομορφιά, κάνει το ταξίδι μας να μοιάζει με μυστική αποστολή μέσα στη νύχτα.
-Είσαι βέβαιος πως τέτοια ώρα υπάρχει ζωή εδώ πάνω; ρωτάει, ελαφρά ανήσυχη η Άννα.
Ένα περίπου χιλιόμετρο μετά τα τελευταία σπίτια του χωριού, ο αέρας ξαφνικά δυναμώνει αισθητά. Βρισκόμαστε στον περίφημο αυχένα της Καστανιάς, στο υψηλότερο σημείο της διαδρομής μας, που αμέσως μετά κατηφορίζει βορειοδυτικά προς το ονομαστό Οροπέδιο του Φενεού. Μια πινακίδα – πολύ πιο αισιόδοξη και αξιόπιστη από τις προηγούμενες – μας δείχνει στα δεξιά την κατεύθυνση προς το «Ξενία», το ποθητό σημείο του προορισμού μας. Μέσα σ’ ελάχιστα λεπτά η σκοτεινή νύχτα φωτίζεται απ’ το χλωμό φως των λαμπτήρων της ΔΕΗ. Πυκνός καπνός στροβιλίζεται στον ουρανό και αμέσως μετά προβάλλουν μέσα στην απεραντοσύνη των ελάτων ο χώρος στάθμευσης και οι σκεπές του ξενοδοχείου. Χτισμένο σε υψόμετρο 1:70 μέτρων ακριβώς, το Ξενία της Καστανιάς είναι ίσως το ορεινότερο της θρυλικής αλυσίδας των ομώνυμων καταλυμάτων, που για πολλά χρόνια αποτέλεσαν την αιχμή του δόρατος του Ελληνικού τουρισμού, σε μερικά από τα περιφημότερα σημεία της επικράτειας. Κακοδιαχείριση, δημοσιοϋπαλληλική νοοτροπία και αδιαφορία υπήρξαν μερικές από τις αιτίες, που ώθησαν τις περισσότερες απ’ αυτές τις – κάποτε υγιέστατες μονάδες – σε μαρασμό και παρακμή. Με την γόνιμη παρέμβαση, τα τελευταία χρόνια, ιδιωτικών πρωτοβουλιών το αρνητικό κλίμα έχει σε μεγάλο βαθμό αναστραφεί κι έτσι πολλά από τα Ξενία έχουν ξαναρχίσει να προσφέρουν τις ποιοτικές τους υπηρεσίες.
Η αναβάθμιση της συγκεκριμένης μονάδας είναι ορατή από τα πρώτα μας βήματα στο εσωτερικό της. Μια αρχοντικών διαστάσεων αίθουσα υποδοχής μας αγκαλιάζει με μια διάχυτη, ευχάριστη θερμότητα και μας χαρίζει μια υπέροχη θαλπωρή μετά τον παγωμένο αέρα στο μεγάλο αυτό υψόμετρο.
Η αίσθηση αυτή γίνεται ακόμη ωραιότερη δίπλα στο τεράστιο, φτιαγμένο με πελεκητή πέτρα τζάκι, με τα αναμμένα κούτσουρα.
Μετά το πολύωρο ταξίδι και τις τόσες ποικίλες παραστάσεις στα 600 χιλιόμετρα της διαδρομής αυτό που νιώθουμε να μας λείπει αυτή την – έστω και νυχτερινή ώρα- είναι ένας ζεστός καφές. Η κυρία Φανή μας τον ετοιμάζει με μεγάλη προθυμία. Τον απολαμβάνουμε αργά, δίπλα στις φλόγες του τζακιού. Καταφθάνει άλλο ένα ζευγάρι στην παγωμένη νύχτα του Γενάρη. Κι αυτοί το μόνο που επιθυμούν είναι ένας ζεστός καφές.
Η νύχτα ωστόσο προχωράει, τις καθημερινές στο ξενοδοχείο δεν υπάρχει δυνατότητα εστίασης. Αν θέλουμε να προλάβουμε ανοιχτή την ταβέρνα στην Καστανιά, πρέπει να βιαστούμε. Ευτυχώς το «Στέκι», στον κεντρικό δρόμο που διασχίζει το χωριό,
εξακολουθεί να έχει το τζάκι και τα φώτα του αναμμένα. Όλα τα προϊόντα είναι ντόπια, τα κρέατα, οι πατάτες, το θαυμάσιο τυρί. Ντόπιο είναι και το χύμα κοκκινέλι.
-Μήπως υπάρχει κανένα εμφιαλωμένο Αγιωργίτικο Νεμέας; ρωτάω τον μαγαζάτορα.
Με κοιτάζει με έκφραση απορίας, σαν να του ζήτησα σαμπάνια Γαλλική.
-Εδώ στην περιοχή μας σερβίρουμε νόμο ντόπιο χύμα κοκκινέλι. Αφού έχουμε τόσο ωραίο κρασί δικό μας, τι να τα κάνουμε τα εμφιαλωμένα; Άλλωστε είναι πολύ πιο φτηνό και οι πελάτες το αρέσουν.
Τις επόμενες μέρες – ή μάλλον νύχτες – θα είχαμε την ευκαιρία να διαπιστώσουμε πέρα για πέρα την ακρίβεια των λόγων του. σε καμιά ταβέρνα της Στυμφαλίας – από όσες τουλάχιστον προλάβαμε να επισκεφτούμε – δεν καταφέραμε να βρούμε άλλο κρασί, εκτός από το ντόπιο χύμα κοκκινέλι με την χαρακτηριστική και στερεότυπη σχεδόν γεύση και τους διάφορους χρωματικούς τόνους του ροζέ. Ένα βράδυ, στην ταβέρνα κάποιου οικισμού, ρωτάω τον ταβερνάρη:
-Κι αν δεν μου αρέσει το κρασί σου;
-Ε, τότε πιες μπύρα, μου απαντάει καλόκαρδα.
Ανεξάρτητα ωστόσο από την ποιότητα και τη γεύση των συγκεκριμένων κρασιών – που οπωσδήποτε η αξιολόγησή τους εναπόκειται σ’ ένα βαθμό σε προσωπικά κριτήρια- πολλές φορές φέραμε με νοσταλγία στη μνήμη μας την ταβέρνα «Ο Θωμάς», του φίλου μας του Νίκου Πασπάλη στο Σκλήθρο Φλώρινας. Κι εκεί η περιοχή του Αμυνταίου είναι εξόχως οινοπαραγωγική, με θαυμάσιο ντόπιο κρασί. αυτό ωστόσο δεν εμποδίζει το φίλο μας να φιλοξενεί πάνω από 300 (!!) διαφορετικές μάρκες εκλεκτών κρασιών στην κάβα του, από κάθε πιθανή και απίθανη περιοχή και οινοποιία της Ελλάδας. Εμείς πάντως, μισοζαλισμένοι από το καλοκάγαθο ντόπιο κοκκινέλι, διανύουμε τα τρία ερημικά βουνίσια μας χιλιόμετρα, ως το ζεστό καταφύγιο του Ξενία. Βγαίνω για λίγο στο μπαλκόνι του δωματίου μας. Τα σύννεφα έχουν διαλυθεί, ανάμεσα από τα σκοτεινά περιγράμματα των ελάτων προβάλλουν κομμάτια καθάριου, ξάστερου ουρανού. Το κρύο ωστόσο είναι δυνατό. Ο παγωμένος βοριάς σείει δυνατά τα γυμνά κλαδιά της κερασιάς, που φτάνει ως το μπαλκόνι μας. Αυτός ο ήχος των ανεμοδαρμένων κλαδιών είναι και ο μοναδικός που ακούγεται στη νύχτα.
ΠΕΡΙΠΛΑΝΗΣΗ ΣΤΗ ΣΤΥΜΦΑΛΙΑ
Για να ξυπνήσουμε νωρίς στα 1170 μέτρα δεν χρειαζόμαστε ξυπνητήρι. Άλλωστε η αδημονία μας να βρεθούμε το συντομότερο στη γη της Στυμφαλίας είναι πολύ ισχυρότερη από τα θέλγητρα του ζεστού μας κρεβατιού.
Ανάμεσα από τα περίπλοκα κλαδιά των ελάτων έξω από το μπαλκόνι του δωματίου μας, μόλις προλαβαίνουμε την τελευταία στιγμή τον ήλιο να ανατέλλει πίσω από τα σύννεφα. Αμέσως μετά χάνεται, η κοκκινωπή του ανταύγεια όμως μας συντροφεύει για αρκετή ώρα στη διάρκεια του πρώτου μας καφέ.
Κατηφορίζουμε προς την Καστανιά με αέρα ψυχρό και δυνατό, που σπρώχνει με ορμή τα σύννεφα και αποκαλύπτει που και που τον ήλιο και μεγάλα κομμάτια γαλάζιου ουρανού.
Κανένας δεν κυκλοφορεί την ώρα αυτή στην Καστανιά. Μόνον κάποιες καμινάδες που καπνίζουν, μαρτυρούν την παρουσία ανθρώπων στο χωριό. Διατρέχουμε όλη τη βόρεια πλευρά της λίμνης, που στις πνοές του αέρα θυμίζει ταραγμένη θάλασσα. Περνάμε από τους οικισμούς Κιόνια και Στυμφαλία και καταλήγουμε στους Καλλιάνους, την πρωτεύουσα του Δήμου.
Ο Δήμαρχος Κωνσταντίνος Λέγγος, αν και δεν είναι προϊδεασμένος για την άφιξή μας, διαθέτει πρόθυμα πολύ από το χρόνο του για να μας δώσει όσο το δυνατόν περισσότερα στοιχεία για την επικράτεια του Δήμου του.
Από τους Καλλιάνους και το γραφείο του Δημάρχου ανηφορίζουμε στον οικισμό της Κυλλήνης. Χτισμένη στους πρόποδες του ομώνυμου βουνού και με υψόμετρο 1050 μέτρων στην πλατεία, η Κυλλήνη είναι από τα ορεινότερα χωριά της Κορινθίας. Κόσμημα για την πλατεία αποτελεί η επιβλητική πετρόχτιστη βρύση, που από τα δύο στόμιά της ρέει ασταμάτητα παγωμένο νερό από το βουνό. Στην εντοιχισμένη μαρμάρινη πλάκα διαβάζουμε: ΜΠΟΥΖΙ ΕΔΩ Τ’ ΑΘΑΝΑΤΟ ΝΕΡΟ, ΚΡΥΣΤΑΛΛΙΝΟ ΚΑΙ ΔΡΟΣΕΡΟ, ΔΙΝΕΙ ΥΓΕΙΑ ΚΑΙ ΖΩΗ ΣΕ ΟΠΟΙΟΝ ΣΚΥΨΕΙ ΚΑΙ ΘΑ ΠΙΕΙ.
Εκτός από τη βρύση την πλατειούλα κοσμούν μερικά μεγάλα έλατα, ένα σεμνό Ηρώο πεσόντων, καθώς και η μπρούτζινη προτομή του Επισκόπου Αβύδου και Καθηγητού Πανεπιστημίου Γεράσιμου Παπαδόπουλου, του επονομαζόμενου «Σοφού Αββά της Αμερικής», που γεννήθηκε στο Μπούζι (Κυλλήνη) στις 10/10/1910 και απεβίωσε στη Βοστώνη των Η.Π.Α στις 12/6/1995. Λίγα μέτρα πάνω από τη βρύση δεσπόζει ένα ωραίο πετρόχτιστο σπίτι, δυστυχώς ακατοίκητο.
Στο καφενείο της πλατείας ρωτάω δυο γυναίκες του χωριού για τη νεροτριβή και τους νερόμυλους. Ακολουθώντας τις οδηγίες τους ανηφορίζουμε προς τα Δ-ΝΔ και, σε λιγότερο από 1,5 χλμ. βατού χωματόδρομου, βρισκόμαστε σε μια ωραία τοποθεσία κατάφυτη με καρυδιές, πουρνάρια, πεύκα και κυπαρίσσια. Εδώ, πλάι σε μια ρεματιά με άφθονα νερά, και θέα σ’ όλη την πεδιάδα της Στυμφαλίας, ανακαλύπτουμε τη νεροτριβή και τους δύο νερόμυλους, σιωπηλά και ήρεμα πια απομεινάρια μιας εποχής και μιας παράδοσης, που έπαψαν να υπάρχουν.
Ο δρόμος συνεχίζει ανηφορικά προς τις χιονισμένες πλαγιές της Κυλλήνης. Αποφασίζουμε να τον παρακολουθήσουμε. Το οδόστρωμα είναι πετρώδες αλλά με ικανοποιητική βατότητα. Λίγο πιο πάνω συναντάμε ένα απρόσμενο εμπόδιο. Καταμεσής του δρόμου ένας συμπαθητικός ανθρωπάκος του χωριού προσπαθεί να ξαναφορτώσει στο σαμάρι του γαϊδάρου του το φορτίο των ξύλων που έχουν σκορπίσει στο χώμα και εμποδίζουν την πορεία μας. στην αναπάντεχη θέα του αυτοκινήτου σ’ αυτή την ερημιά σταματάει αμέσως τις μέχρι τότε ήρεμες κινήσεις του και καταλαμβάνεται από άγχος να μας ελευθερώσει τη διέλευση όσο γίνεται γρηγορότερα.
-Ήρεμα άνθρωπέ μου, του λέω κατεβαίνοντας από το αυτοκίνητο, δεν βιαζόμαστε.
Παρά τις διαμαρτυρίες του μεταφέρω μερικά ξύλα και σ’ ένα λεπτό ο δρόμος είναι και πάλι ανοιχτός. Με ευχαριστεί με τέτοιο τρόπο, σαν να έκανα γι’ αυτόν κάτι πολύ σημαντικό. Τον αποχαιρετάμε και συνεχίζουμε την πορεία μας προς το βουνό. Σε κάθε στροφή κερδίζουμε υψόμετρο, η θέα προς το οροπέδιο της Στυμφαλίας και τις αντικρινές κορυφές του Ολίγυρτου γίνεται όλο και πιο εντυπωσιακή. Το οδόστρωμα όμως αρχίζει να χαλάει, τα βαθιά νεροφαγώματα κάνουν τη διαδρομή ελάχιστα φιλική για συμβατικά αυτοκίνητα. Τέσσερα περίπου χιλιόμετρα πάνω απ’ το χωριό ο δρόμος διχάζεται . Στην αριστερή διασταύρωση που κατευθύνεται προς τα δυτικά το οδόστρωμα είναι καλυμμένο από παχύ στρώμα χιονιού. Συνεχίζουμε λοιπόν ανηφορικά προς τα βόρεια αλλά έξι χιλιόμετρα πάνω απ’ το χωριό βρισκόμαστε μπροστά σε παχύ, μισολιωμένο χιόνι με υπόστρωμα λασπώδες. Το ξεπερνάμε με αργή τετρακίνηση, ήδη όμως εμφανίζονται μπροστά μας ακόμη δυσκολότερα σημεία. Είμαστε ήδη σε υψόμετρο 1450 μέτρων και δεν έχουμε περιθώρια για περιπέτειες. Ο αέρας φυσάει δυνατά, το κρύο είναι διαπεραστικό, αποφασίζουμε να επιστρέψουμε σε πιο εύκρατα κλίματα.
Από τους Καλλιάνους διασχίζουμε την πεδιάδα με κατεύθυνση ΝΑ προς Ψάρι. Στα μισά σχεδόν της διαδρομής συναντάμε ένα ποταμάκι με αρκετή ροή, που καταλήγει στη λίμνη. Το αρχικό γεφυράκι ήταν σιδερένιο, από πάνω του όμως έχει κατασκευαστεί μεταγενέστερα ένα τσιμεντένιο. Στην προέκτασή του διακρίνεται μέσα στα χόρτα μια μικρή πέτρινη αψίδα, απομεινάρι προφανώς του παλιού, παραδοσιακού γεφυριού. Καθώς διασχίζουμε το γεφύρι, μια γερόντισσα στο δρόμο μ’ ένα γαϊδουράκι μας γνέφει με το χέρι να σταματήσουμε.
-Έλα να με βοηθήσεις λίγο παιδάκι μου ν’ ανέβω στο σαμάρι, γιατί είναι μακρυά ως το Ψάρι με τα πόδια.
Αρχίζω ν’ αναρωτιέμαι πως μπορώ να την βοηθήσω, μα η έμπειρη κυρούλα ξέρει τον τρόπο.
-Εσύ κράτα το ζώο ακίνητο, εδώ στα χαμηλά, πλάι στο δρόμο κι εγώ θα πηδήξω στο σαμάρι.
Οδηγούμε το γαϊδουράκι κάτω από το δρόμο, το ακινητοποιώ στην ευνοϊκότερη δυνατή θέση, ζυγίζεται για μερικά δευτερόλεπτα η γερόντισσα και ύστερα, μ’ ένα αξιοθαύμαστο σάλτο, βρίσκεται θρονιασμένη στο σαμάρι. Η Άννα χειροκροτάει με ενθουσιασμό, η θειά – Ελένη Κυριακοπούλου μας γεμίζει με ευχαριστίες, κουνάει χαρούμενα το χέρι και ξεκινάει την αργή πορεία της για το Ψάρι. Μετά από λίγο ο δρόμος εγκαταλείπει την πεδιάδα και ανηφορίζει με στροφές. Σκέφτομαι, πως το κομμάτι αυτό της διαδρομής θα ήταν πολύ κουραστικό για τα πόδια της θειάς – Ελένης. Καθώς ανηφορίζουμε η θέα της πεδιάδας γίνεται πανοραμική. Απέναντι στα ΒΔ προβάλλουν οι Καλλιάνοι και, πιο ψηλά ακόμη, η χιονοσκέπαστη κορυφογραμμή της Κυλλήνης, ένας συμπαγής όγκος που φράσσει τον ορίζοντα. Στις στροφές και στις ανηφοριές του δρόμου δημιουργείται ένα γλυκύτατο ανάγλυφο εδάφους, με ήπιες ρεματιές και απαλές λοφοπλαγιές, θαυμάσια καλλιεργημένες με αμπελάκια. Λίγο πιο πάνω, στο ύψος του αυχένα, ορθώνεται ένα εντυπωσιακό σύμπλεγμα πελώριων κατακόρυφων βράχων με χρώμα κοκκινωπό, που φέρνουν στο νου μας τα περίφημα Θεσσαλικά Μετέωρα. Δυστυχώς, με την καμπύλη της τροχιάς του ήλιου κατά την χειμερινή περίοδο, οι βράχοι είναι μόνιμα βυθισμένοι στη σκιά.
Καθώς παίρνουμε να κατηφορίζουμε προς την Αργολίδα, απλώνεται λίγο χαμηλότερα το Ψάρι. Το μεγάλο χωριό είναι χτισμένο αμφιθεατρικά σε μια εκτεταμένη ήπια πλαγιά, με άριστο προσανατολισμό σ’ όλη σχεδόν τη διάρκεια της μέρας. Η κίνηση, ακόμα και το χειμώνα, είναι εμφανώς και οπωσδήποτε πολύ πιο ζωηρή από την αντίστοιχη στην Καστανιά και στην Κυλλήνη. Τα σπίτια του χωριού είναι περιποιημένα, κάποια μάλιστα απ’ αυτά διατηρούν την παραδοσιακή τους αρχιτεκτονική. Στο κέντρο του χωριού δεσπόζει η πανέμορφη πετρόχτιστη εκκλησία της Κοίμησης της Θεοτόκου, με το επιβλητικό ενσωματωμένο καμπαναριό, ονομαστό για την περίτεχνη κατασκευή του σ’ όλη τη Στυμφαλία. Στο κέντρο επίσης βρίσκεται και ο μικρότερος Ναός του Αγίου Γεωργίου, με το θαυμάσιο παμπάλαιο καμπαναριό του, ένα αληθινό κομψοτέχνημα.
Με την ζωτικότητά του το Ψάρι δείχνει να έχει επηρεαστεί λίγο από την τάση της αστυφιλίας και της μετανάστευσης ή – τουλάχιστον – πολύ λιγότερο από άλλους οικισμούς της Στυμφαλίας. Οι κάτοικοί του ασχολούνται κατά κανόνα με την αμπελοκαλλιέργεια, κάτι που είναι άμεσα αντιληπτό από την εικόνα των εκτεταμένων θαυμάσιων αμπελώνων, που καλύπτουν τις λοφοπλαγιές και τις πεδιάδες γύρω απ’ το χωριό. Οι αμπελώνες αυτοί, με συνολική έκταση 1500 στρεμμάτων, παράγουν κυρίως την φημισμένη ποικιλία του κρασοστάφυλου Αγιωργίτικου, με στρεμματική απόδοση που ξεπερνάει τον ένα τόνο σταφυλιών ανά στρέμμα αλλά και με παράλληλη διατήρηση της έξοχης ποιότητας.
-Και η ονομασία «Ψάρι» που οφείλεται; ρωτάμε τον Βασίλη Λυκαργύρη, που έχει αναλάβει την ξενάγησή μας.
-Κατά μια εκδοχή στο παράξενο σχήμα του λόγου στα δυτικά του χωριού, που θυμίζει ψάρι. Ενδέχεται όμως να προέρχεται από τη λέξη «Υψάριον», σημαίνει ύψωμα ή λόφος.
Μετά την περιήγησή μας στο αστικό περιβάλλον του οικισμού ο Βασίλης μας οδηγεί 3,5 χλμ. έξω από το χωριό, στα δυτικά. Εδώ, στην κορυφή ενός λοφίσκου, δίπλα σ’ ένα υπεραιωνόβιο πουρνάρι, βρίσκεται το εκκλησάκι των Αγίων Θεοδώρων, ανακαινισμένο το 1968 αλλά χτισμένο στη θέση παλιού μοναστηριού που υπήρχε στα χρόνια της Τουρκοκρατίας. Η τοποθεσία είναι υπέροχη, ο λόφος δεσπόζει σε μια γλυκύτατη κοιλάδα, με απαλές λοφοπλαγιές κατάφυτες από αμπελώνες, ενώ στα νότια απλώνεται ο κάμπος της Αργολίδας.
Η μητέρα του Βασίλη μας σερβίρει καφεδάκι στην ηλιόλουστη αυλή, ενώ η γυναίκα του μας χαρίζει φεύγοντας, ένα τετράλιτρο δοχείο γεμάτο με κοκκινέλι από τα αμπέλια του Βασίλη.
Πολύ κοντά στο Ψάρι, προς τα ΒΑ, βρίσκεται το δεύτερο μεγάλο αμπελοχώρι της περιοχής, ο Ασπρόκαμπος. Χτισμένος στους ΒΔ πρόποδες του απότομου λόφου «Γαβριάς», ο Ασπρόκαμπος είναι ένα ζωντανό χωριό, που δεσπόζει σ’ όλη την κατάφυτη από αμπελώνες πεδιάδα. Μερικές εκατοντάδες μέτρα έξω απ’ το χωριό λειτουργεί η αμπελουργική και οινοποιητική μονάδα ΟΚΤΑΝΑ Α.Ε., η μοναδική στη Στυμφαλία. Ιδρύθηκε το 1998 από τις γνωστές οινοποιείες «Κατώγι Αβέρωφ», «Στροφιλιά», «Αμπελώνες Αντωνόπουλου» και την εταιρεία διανομής οίνων «Σάντα Μάουρα». Το σύγχρονο οινοποιείο της μονάδας, δυναμικότητας 1000 τόνων, αξιοποιεί το Αγιωργίτικο σταφύλι των αμπελώνων του Ψαριού και του Ασπρόκαμπου. Οι αμπελώνες αυτοί, ανεπτυγμένοι σε υψόμετρα 700-800 μέτρων, είναι οι ορεινότεροι της ζώνης ΝΕΜΕΑ Ο.Π.Α.Π.
Βγαίνοντας από το κέντρο του χωριού συναντάμε πολύ γρήγορα έναν χωματόδρομο που ανηφορίζει στον λόφο του Γαβριά. Έτσι όπως ορθώνεται ο λόφος σε σημαντικό ύψος πάνω από τον Ασπρόκαμπο, είναι βέβαιο πως θα προσφέρει μια πανοραμική θέα από την κορυφή του.
Ο δεύτερος σημαντικός λόγος που μας παρακινεί γι’ αυτή την ανάβαση είναι η αναφορά σε κάποια έντυπα για την ύπαρξη «δύο μεσαιωνικών φρουρίων, που ατενίζουν τα χωριά του Δήμου Νεμέας, την περιοχή της Σκοτεινής και της Κανδήλας και την υπέροχη κοιλάδα της Στυμφαλίας».
Αρχικά ο δρόμος είναι βατός και από συμβατικά αυτοκίνητα, αργότερα όμως γίνεται κακοτράχαλος, με πολλές πέτρες και νεροφαγώματα. Το έδαφος είναι ασβεστολιθικό και η κύρια βλάστηση είναι τα πουρνάρια. Καθώς ανηφορίζουμε και μεταβάλλεται ο προσανατολισμός μας, η θέα διευρύνεται προς τα ανατολικά και τα νότια, στις πεδιάδες της Νεμέας και της Αργολίδας.
Πεντέμιση χιλιόμετρα από τον Ασπρόκαμπο φτάνουμε στην κορυφή του λόφου, σε υψόμετρο 1275 μέτρων. Αψηφώντας τον φοβερό σε ένταση αέρα αναζητούμε για αρκετή ώρα στον χώρο της κορυφής, γύρω από την κεραία και τα δύο κάτοπτρα, κάποια ίχνη τείχισης ή οχύρωσης που να μας παραπέμπουν σε «μεσαιωνικά φρούρια». Μάταιος κόπος. Αρκούμαστε λοιπόν στην καταπληκτική πράγματι θέα και επιστρέφουμε απογοητευμένοι, με σοβαρές αμφιβολίες για την παρατηρητικότητά μας.
Κάτω στο χωριό συναντάμε τον Χρήστο Μπίζιο, Πρόεδρο του Δημ. Διαμερίσματος Ασπρόκαμπου. Ούτε έχει δει , ούτε έχει ποτέ ακούσει κάτι για μεσαιωνικά φρούρια στο λόφο του Γαβριά. Σ’ αυτό συμφωνούν και μερικοί συντοπίτες του καθώς και ο παπάς. Μόνον ένας ηλικιωμένος αναφέρει, πολύ γενικά και αόριστα, για κάποια παλιά ίχνη ξερολιθιάς, που σε καμιά περίπτωση όμως δεν μπορούν να θεωρηθούν «μεσαιωνικά φρούρια». Τα ερωτηματικά μας λοιπόν παραμένουν αναπάντητα.
Το δειλινό μας βρίσκει στην νότια πλευρά της λίμνης, με την επιφάνειά της ταραγμένη από ισχυρότατο γαρμπή. Ο ήλιος δύει πίσω από τις χιονισμένες κορυφές του Ολίγυρτου, αναζητώντας εναγώνια δίοδο μέσα από τα βαριά σύννεφα. Που και που τα σύννεφα αραιώνουν και τότε κάποιες ακτίνες διεισδύουν ανάμεσά τους δημιουργώντας ισχυρότατες δέσμες φωτός, πελώριους προβολείς της φύσης με ομορφιά ανεπανάληπτη. Ως το τελευταία φως παραμένουμε στη θέση μας, γοητευμένοι απ’ αυτό το υπερθέαμα. Ύστερα παίρνουμε αργά τις ερημικές ευθείες του κάμπου προς τη Λαύκα.
ΕΝΑ ΣΥΝΑΡΠΑΣΤΙΚΟ ΟΔΟΙΠΟΡΙΚΟ
ΣΤΗ ΛΑΥΚΑ
Χτισμένη στην ελατοσκέπαστη αγκαλιά του Ολίγυρτου, στις νοτιοδυτικές εσχατιές της επικράτειας του Δήμου Στυμφαλίας, η Λαύκα μοιάζει με βιγλάτορα που ατενίζει προς τα βορειοανατολικά όλο το οροπέδιο.
Αυτή η ΒΑ κατεύθυνση είναι και η μοναδική που παρέχει ευρεία θέα στο χωριό, αφού όλος ο υπόλοιπος ορίζοντας φράσσεται από τα βουνά Ολίγυρτος, Σκιάθις (Πάρνια) και Γερόντιο (Μαυροβούνι).
Καθώς εισχωρούμε για πρώτη φορά μέσα στο χωριό, η Λαύκα μας δημιουργεί την αίσθηση ενός τοπογραφικά… διχασμένου οικισμού. Υπεύθυνος γι’ αυτό είναι ο χείμαρρος της Λαύκας που κόβει στα δύο το χωριό.
Η διαμόρφωση του εγκιβωτισμού του, δηλαδή η κατασκευή των τοίχων στήριξης της κοίτης του, ξεκίνησε από τα μέσα της δεκαετίας του ΄50 και ολοκληρώθηκε το 1971 με κρατικές πιστώσεις αλλά και με προσωπική εργασία των κατοίκων του χωριού.
Η κοίτη του χειμάρρου είναι πλατιά και βαθειά και, καθώς το χωριό είναι χτισμένο και στις δυο του όχθες, η επικοινωνία των δυο τμημάτων γίνεται με ενδιάμεσες φαρδιές τσιμεντένιες γέφυρες. Παλιότερα η επικονωνία γινόταν δυνατή με ξύλινες γέφυρες, πρόχειρα κατασκευασμένες με κορμούς και κλαδιά έλατων, που δεν παρείχαν την απαιτούμενη ασφάλεια.
Το 1928 άρχισαν να κατασκευάζονται οι μόνιμες γέφυρες, οι δυο μάλιστα σπουδαιότερες, της «Εκκλησίας» και του «Λόντου» κατασκευάσθηκαν με κοινοτικά χρήματα και συνεισφορές Λαυκιωτών της Αμερικής και της Αθήνας.
Με ακάματο ξεναγό μας τον Γιώργο Ρηγόπουλο, που μας καταπλήσσει με τις ανεξάντλητες γνώσεις για τον τόπο του αλλά και για τη συνολική περιοχή της Στυμφαλίας, επιχειρούμε ν’ ανακαλύψουμε τις ιδιαιτερότητες της Λαύκας. Πρώτος σταθμός μας η επιβλητική εκκλησία του Αγίου Αθανασίου στο κέντρο του χωριού. Είναι ρυθμού βασιλικής, χτισμένη με πελεκητή πέτρα το 1889 με δαπάνες της κοινότητας της Λαύκας.
Πολύ κοντά στην εκκλησία, στην τσιμεντένια γέφυρα πάνω από το χείμαρρο, μας ξεδιψάει μια ωραία πετρόχτιστη βρύση, με συνεχή ροή δροσερού νερού από το βουνό. Αρχίζουμε ν’ ανηφορίζουμε από την αριστερή όχθη του χειμάρρου, που ακόμα και τη μεσημεριανή αυτή ώρα εξακολουθεί να είναι βυθισμένη στη σκιά, σε αντίθεση με την αριστερή πλευρά που είναι ηλιόλουστη. Το γεγονός αυτό έχει καταλυτική επίδραση στη διαφορά της θερμοκρασίας που παρατηρείται στα δυο τμήματα του χωριού. Στο σκιερό ΝΑ τμήμα η ψύχρα είναι διαπεραστική, κάποια σημεία του δρόμου διατηρούν ακόμα ίχνη από την πρωινή πάχνη. Στο αντικρινό ΒΔ τμήμα επικρατεί άλλη εποχή, ο κόσμος κυκλοφορεί με τα πουκάμισα.
Παρατηρώντας αρχικά από απόσταση τη Λαύκα ήταν αδύνατον να υποπτευθούμε την οικιστική της ταυτότητα. Καθώς όμως αρχίζουμε να περιδιαβαίνουμε τον οικισμό, μας αποκαλύπτονται όλα και συχνότερα δείγματα των αρχιτεκτονικών χαρακτηριστικών του τόπου, σπίτια, παλιά λιθόκτιστα, με κοκκινόχωμα ή ασβέστη, με παραδοσιακή κεραμοσκεπή, ισόγεια ή με ανώγειο. Όταν το οικοδόμημα ήταν ισόγειο, χωριζόταν σε δύο τμήματα από μια ξύλινη κατασκευή, τη «μεσάντρα». Στο ένα τμήμα διέμενε η οικογένεια, ενώ το άλλο τμήμα χρησίμευε για σταυλισμό των ζώων και αποθήκη. Σε όσα σπίτια διέθεταν και ανώγειο, αυτό εχρησίμευε για κατοικία της οικογένειας, ενώ το ισόγειο, το «κατώγι», για σταυλισμό των ζώων και για αποθήκη. Και στους δυο τύπους σπιτιών η γειτνίαση με τα ζώα είχε οπωσδήποτε δυσμενή επίδραση στην υγεία των ενοίκων.
Το πρώτο παλιό σπίτι που συναντάμε είναι ένα ακατοίκητο ισόγειο, χτισμένο το 1922, όπως αναφέρει το λιθανάγλυφο πάνω απ’ το υπέρθυρο. Λίγο πιο πάνω συναντάμε αρκετά οικοδομήματα των αρχών του 20ου αιώνα, όλα εγκαταλελειμμένα. Εντύπωση μας προκαλεί ένα σπίτι του 1907 με θαυμάσια τοιχοποιία και πελεκητά αγκωνάρια στις γωνίες και στα παράθυρα.
Ολοκληρώνουμε την άνοδο στο σκιερό και ψυχρό τμήμα του χωριού και με μεγάλη ευχαρίστηση περνάμε στο ηλιόλουστο κα ζεστό. Κι εδώ υπάρχουν αρκετά παλιά οικήματα, κάποια από τα οποία έχουν αρχιτεκτονικά στοιχεία πολύ αξιόλογα. Καταλήγουμε στο μεγάλο σπίτι του Αναγνώστη Οικονομόπουλου, που είχε μυηθεί στη Φιλική Εταιρεία. Με χαραγμένη τη χρονολογία 1843 σ’ έναν γνωνιόλιθο, το αρχοντικό είναι πιθανότατα το παλαιότερο του χωριού.
Από τον δρόμο περνάμε στην φοβερή ακαταστασία του αύλειου χώρου και μετά εισχωρούμε στο εσωτερικό του. ερημιά και εγκατάλειψη, η φθορά του χρόνου είναι εμφανής παντού, στο πολύ φθαρμένο ξύλινο πάτωμα, στο μεγάλο μισογκρεμισμένο τζάκι, στο ταβάνι και στους τοίχους. Κάποιες σύγχρονες τσιμεντένιες επεμβάσεις, απαραίτητες ίσως για λόγους στατικούς, έρχονται σε κραυγαλέα αντίθεση με την χαμένη οριστικά αίγλη του παλιού αρχοντικού.
Η αισιοδοξία και τα χαμόγελα επανέρχονται, όταν ο Γιώργος Ρηγόπουλος μας οδηγεί στο Λαογραφικό Μουσείο Λαύκας «Γεώργιος Μήλιος». Το Μουσείο στεγάζεται σ’ ένα θαυμάσιο πετρόχτιστο οίκημα σε περίοπτη θέση στο κέντρο του χωριού, στο οποίο παλιά στεγαζόταν το Ειρηνοδικείο της Στυμφαλίας.
Το οίκημα δωρήθηκε το 1986 από την οικογένεια Μήλιου στη μνήμη του Γεωργίου Μήλιου, για να χρησιμεύσει ως Μουσείο.
Η ανταπόκριση των κατοίκων της Λαύκας υπήρξε άμεση και καθοριστική για τον εμπλουτισμό του Μουσείου με μια εκπληκτική ποικιλία παμπάλαιων όσο και σπάνιων αντικειμένων, που απεικονίζουν παραστατικά τις καθημερινές συνήθειες και τον τρόπο ζωής των ανθρώπων των περασμένων γενεών, που χάθηκαν οριστικά.
Άψογα λοιπόν εκτεθειμένα – στον ήδη πολύ μικρό χώρο του μουσείου – διακρίνουμε ανάμεσα στα άλλα, λυχνάρια πετρελαίου και λαδιού, λυχνοστάτες, γκαζιέρες και καμινέτα, σίδερα κάρβουνου, αναπτήρα του 1918 με φυτίλι, πολλά ξύλινα και χάλκινα σκεύη, παλιά κουδούνια, παλιό αργαλειό με τα εργαλεία του, προϊόντα σιδηρουργείου, παλιά πριόνια, εργαλεία άροσης, πήλινα κιούπια, εργαλεία τσαγκάρη, παλιές φωτογραφίες, παραδοσιακή Λαυκιώτικη γυναικεία φορεσιά και πολλά άλλα.
Εξαιρετικά ενδιαφέροντα είναι και κάποια άλλα εκθέματα του Μουσείου, όχι λαογραφικά αλλά αρχαιολογικά. Πρόκειται στην ουσία για μια συλλογή αρχαίων ευρημάτων από την ευρύτερη περιοχή της Λαύκας όπως πήλινα εδώλια, κορινθιακά, αττικά και βυζαντινά όστρακα, αναθηματικά αγγεία, διπλοί πελέκεις, σφραγιδοβάσεις, χάλκινα κοσμήματα, πήλινοι λύχνοι και πολλά ακόμη αρχαία ευρήματα.
-Προτείνω ωστόσο να πάμε μια βόλτα και έξω από τη Λαύκα, λέει ο Γιώργος, στον λόφο που παλιά ονομαζόταν «Χουντ-Καλόϊτ» (Λόφος του Καλού). Εκεί θα δούμε τα υπολείμματα του οχυρωματικού τείχους του αρχαίου Ορεξίου.
500 περίπου μέτρα ΒΑ της Λαύκας, πάνω από το καινούργιο οδικό δίκτυο, δεσπόζει ο λόφος με το εξωκκλήσι της Αγίας Τριάδας, που εξασφαλίζει ωραιότατη θέα στη Λαύκα, στα γύρω βουνά και στο οροπέδιο της Στυμφαλίας. Σε μικρές καλλιεργημένες εκτάσεις στους πρόποδες του λόφου διακρίνονται, κυκλωμένα από πουρνάρια τμήματα της αρχαίας τείχισης, με ογκόλιθους σε άριστη κατάσταση. Ο χώρος είναι κατάσπαρτος με άφθονα κομμάτια κεραμεικής, που είναι τόσο μικρά, οπότε δεν παρουσιάζουν κανένα ενδιαφέρον.
Ξαφνικά ο Γιώργος βγάζει μια κραυγή ενθουσιασμού. Σπεύδουμε κοντά του και παρατηρούμε στην παλάμη του έναν κεραμικό κώνο ύψους 5 περίπου εκατοστών, απόλυτα συμμετρικό και σε άριστη κατάσταση διατήρησης.
-Είναι αρχαία αγνύθα (5), λέει με περηφάνια ο Γιώργος. Θα την καθαρίσω προσεκτικά από τα χώματα και θα την εντάξω στην αρχαιολογική συλλογή του μουσείου μας.
300 περίπου μέτρα δυτικά του λοφίσκου της Αγίας Τριάδας φτάνουμε σ’ έναν υψηλότερο λοφίσκο. Ανοίγοντας δίοδο μέσα από κακοτράχαλο έδαφος και άγρια πουρνάρια, ανακαλύπτουμε ένα νέο τμήμα του τείχους, κυριολεκτικά αθέατο μέσα στην πυκνή βλάστηση. Είναι χτισμένο με την ίδια πανίσχυρη αργολιθοδομή από μεγάλους ογκόλιθους, χωρίς φυσικά ίχνος κονιάματος.
Ολόγυρα πλανιέται η λεπτή ευωδιά του θυμαριού, ιδανική πρόσμειξη με την αύρα αυτού του αρχαίου και ελάχιστα γνωστού τόπου της Στυμφαλίας.
Δεν θα μπορούσαμε να εγκαταλείψουμε τη Λαύκα χωρίς να βρεθούμε, έστω για λίγο, στη ζωογόνα ατμόσφαιρα των ελατοσκέπαστων πλαγιών του Ολίγυρτου. Από τη «Βρύση του Κρόθη(6)», μερικές εκατοντάδες μέτρα πριν από τη Λαύκα ακολουθούμε τον πολύ καλό δασικό δρόμο με κατεύθυνση ΝΑ και μετά από λίγο χάνουμε την επαφή με τον κάμπο, διεισδύουμε στην βυθισμένη στη σκιά χαράδρα του Λυκορρέματος.
Ανηφορίζοντας συνεχώς σε θαυμάσιο οδόστρωμα αντικρύζουμε ξαφνικά, ανάμεσα στα έλατα, την ελαφρά χιονισμένη βραχώδη ορθοπλαγιά του Ολίγυρτου. Λίγο πιο πάνω φτάνουμε στο διάσελο της Κανδήλας και στη διασταύρωση στρίβουε δεξιά με κατεύθυνση ΒΔ. Προβάλλει μπροστά μας, στα δεξιά του δρόμου, το πετρόχτιστο εκκλησάκι του Αγίου Ιωάννου. Στο υψηλότερο σημείο της διαδρομής, σε υψόμετρο 1450 μέτρων, η θέα είναι πανοραμική ανάμεσα απ’ τα έλατα.
Το κρύο είναι διαπεραστικό, στα σκιερά σημεία του δρόμου το χιονισμένο οδόστρωμα είναι παγωμένο. Με τις χειμωνιάτικες συνθήκες που επικρατούν, ο δρόμος είναι ήδη ακατάλληλος για συμβατικά αυτοκίνητα.
Αρχίζουμε να κατηφορίζουμε με απότομες στροφές κα με θαυμάσια θέα όλης της Στυμφαλίας. Κάποια στιγμή, σε υψόμετρο 1150 μ., βρισκόμαστε σ’ ένα ξέφωτο ειδυλλιακό. Εδώ, ανάμεσα στα έλατα, είναι χτισμένο το υπέροχο εκκλησάκι της Αγίας Σωτήρας. Από την πέτρινη βρύση που βρίσκεται μπροστά του ρέει κρυστάλλινο νερό.
Είναι ώρα ν’ ανακόψουμε για λίγο τους ρυθμούς να χαρούμε την χειμωνιάτική ηλιόλουστη μέρα σ’ αυτό το μαγευτικό περιβάλλον του Ολίγυρτου…
Κατηφορίζουμε και πάλι με απότομες στροφές και πολύ δύσβατο οδόστρωμα. Μας συντροφεύουν τα ξύλινα κιόσκια του Δασαρχείου Κορίνθου και οι πυκνές και πολύ καλαίσθητες πινακίδες που σηματοδοτούν το μονοπάτι από τη Λαύκα. Τέσσερα χιλιόμετρα μετά την Αγία Σωτήρα κα είκοσι περίπου από την αρχή της διαδρομής μας, εμφανίζονται τα πρώτα σπίτια του χωριού.
ΛΙΜΝΗ ΣΤΥΜΦΑΛΙΑ
«Επί δε τω ύδατι τω εν Στυμφάλω κατέχει λόγος όρνιθας πότε ανδροφάγους επ’ αυτώ τραφήναι» ταύτας κατατοξεύσαι τας όρνιθας Ηρακλής λέγεται». (1)
(Σχετικά με τα νερά της Στυμφάλου διηγούνται μια ιστορία που λέει ότι εκεί ζούσαν ανθρωποφάγα πουλιά, τα οποία σκότωσε ο Ηρακλής με το τόξο).
Αυτά, μεταξύ άλλων, αναφέρει κατά τον 2ο μ.Χ. αιώνα για τη Στυμφαλία ο περίφημος περιηγητής Παυσανίας. Και συνεχίζει: «Ο Πείσανδρος όμως ο Καμιρέας δεν παραδέχεται ότι τα πουλιά τα σκότωσε ο Ηρακλής αλλά λέει, ότι αυτός ο ίδιος τα έδιωξε από την περιοχή κάνοντας θόρυβο με κρόταλα. Ανάμεσα στ’ άλλα θηρία της Αραβικής χώρας υπάρχουν και οι λεγόμενες Στυμφαλίδες όρνιθες, που είναι το ίδιο επικίνδυνες για τον άνθρωπο όσο και τα λιοντάρια και οι λεοπαρδάλεις. Ορμούν σ’ όποιον τις κυνηγά, τον πληγώνουν με τα ράμφη τους και τον σκοτώνουν. Μπορούν να διαπεράσουν χαλκό ή σίδερο αλλά αν φορά κανείς ρούχα υφασμένα με χοντρό φλόινο νήμα, τότε τα ράμφη τους σκαλώνουν πάνω σ’ αυτά, όπως τα φτερά των μικρών πουλιών κολλάνε πάνω στον ίξο(2). Αυτά τα πουλιά έχουν το μέγεθος του γερανού αλλά μοιάζουν με ίβιδες, με τη διαφορά ότι έχουν δυνατότερα ράμφη και όχι γαμψά όπως οι ίβιδες (3)…
Οι Άραβες θα πρέπει αρχικά να τα ονόμαζαν κάπως αλλιώς και όχι Στυμφαλίδες, η φήμη όμως του Ηρακλή και το κύρος της Ελλάδας στους βαρβάρους έδωσαν σ’ αυτά τα πουλιά της Αραβικής ερήμου το όνομα Στυμφαλίδες».
Και συνεχίζει ο Παυσανίας: «Οι Στυμφάλιοι διαθέτουν πηγή από όπου ο αυτοκράτορας Αδριανός (το 138 μ.Χ) έφερε νερό στην πόλη της Κορίνθου (με το Αδριάνειο υδραγωγείο). Τον χειμώνα αυτή η πηγή σχηματίζει μικρή λίμνη από την οποία πηγάζει ο ποταμός Στύμφαλος αλλά το καλοκαίρι δεν σχηματίζεται λίμνη και ο ποταμός πηγάζει κατευθείαν από την πηγή. Ο ποταμός αυτός εξαφανίζεται σε χάσμα της γης και εμφανίζεται πάλι στην Αργολίδα, όπου αντί για Στύμφαλο τον ονομάζουν Ερασίνο … Λέγεται, ότι στις μέρες μου συνέβη ένα θαύμα. Στην Στύμφαλο τελούσαν γιορτή προς τιμήν της Στυμφαλίας Άρτεμης χωρίς ενδιαφέρον, παραμελώντας το μεγαλύτερο μέρος της τελετουργίας που απαιτούσε η παράδοση. Τότε ένας σωρός από ξύλα πιάστηκε στην κοίτη του ποταμού στο σημείο, όπου ο ποταμός γίνεται υπόγειος και εμπόδιζαν την καθοδική ροή του νερού. Λένε ότι τότε δημιουργήθηκε λίμνη στην κοιλάδα με έκταση τετρακόσια στάδια. Λένε ακόμη, ότι όταν ένας κυνηγός κυνηγούσε ένα ελάφι, αυτό πήδηξε μέσα στο έλος και ο κυνηγός οργισμένος κολυμπούσε ακολουθώντας το ελάφι. Ελάφι και κυνηγός έπεσαν στο βάραθρο και το νερό του ποταμού τους ακολούθησε, με αποτέλεσμα η πεδιάδα των Στυμφαλίων να αποστραγγιστεί μέσα σε μια μέρα. Από τότε λοιπόν τελούν τη γιορτή της Άρτεμης με μεγαλύτερη μεγαλοπρέπεια». Ο Δασάρχης Κορίνθου, Δασολόγος – Περιβαλλοντολόγος Παναγιώτης Α. Καλλίρης επισημαίνει, ότι ανεξάρτητα από τον όμορφο μύθο είναι σχεδόν σίγουρο ότι περιγράφεται μια πραγματική κατάσταση. Ανθρώπινες παρεμβάσεις ή γεωλογικά φαινόμενα ή και τα δύο έκλεισαν την καταβόθρα από την οποία έφευγε το νερό και σχηματίσθηκε μια λίμνη. Και με τον ίδιο τρόπο άνοιξε η καταβόθρα και τα νερά αποσύρθηκαν. Έχουμε δηλαδή αναφορά στην ύπαρξή μιας χαρακτηριστικής υγροτοπικής περιοχής. Έτσι είναι ακριβώς. Η μυθολογία δεν είναι μόνο ένα όμορφο παραμύθι. Είναι αναφορά σε πραγματικά περιστατικά ζωγραφισμένα μέσα από το πέρασμα του χρόνου με πολύ αχνά χρώματα. Η θέση της περιοχής πολιτιστικά και ιστορικά επισημαίνεται από τον γνωστό άθλο του μυθικού ήρωα Ηρακλή. Γεωγραφικά καλύπτει την περιοχή του Δήμου Στυμφαλίας, που φέρει τιμητικά το όνομά της και αποτελείται από τους δέκα οικισμούς, Καίσαρι, Κεφαλάρι, Καλλιάνοι, Κυλλήνη, Στυμφαλία, Δροσοπηγή, Λαύκα, Καστανιά, Ψάρι και Ασπρόκαμπος.
Η περιοχή του Δήμου βρίσκεται στα νοτιοδυτικά υψίπεδα του Νομού Κορινθίας. Καλούς γείτονες έχει προς τα νότια την περιοχή «Κανδύλας» του Ν. Αρκαδίας. Προς τα ανατολικά την περιοχή «Σκοτεινής» του Ν. Αργολίδας και τα χωριά του Δήμου Νεμέας. Στα βόρεια τα ορεινά χωριά του Δήμου Σικυωνίων και Ξυλοκάστρου, και δυτικά τα ορεινά χωριά του οροπεδίου του Φενεού.
Φυσιογραφικά η περιοχή περικλείεται από τους ορεινούς όγκους της Ζήρειας ή Κυλλήνης προς τα ΒΔ και του Ολιγύρτου, του γνωστού από την ιστορία «Απέλαυρου Όρους» προς τα ΝΔ. Ανάμεσα σ’ αυτούς τους δύο ορεινούς όγκους σχηματίζεται η υδρολογική λεκάνη της Στυμφαλίας λίμνης, ένα κλειστό μακρόστενο οροπέδιο, με υψόμετρο 600 μέτρων στον πυθμένα. Βορειοανατολικά της Στυμφαλίας έχει σχηματισθεί η υδρολογική λεκάνη της Πελλήνης. Πρόκειται για ένα οροπέδιο τριγωνικής μορφής, μικρότερο σε έκταση από το αντίστοιχο της Στυμφαλίας και με υψόμετρο 740 μέτρων στον πυθμένα. Εδώ παλιά σχηματίζετο η Λίμνη της Πελλήνης, που αποστραγγίστηκε τεχνητά στο τέλος του 18ου αιώνα.
Η συνολική έκταση της περιοχής υπολογίζεται σε 187.800 στρέμματα, ενώ οι εκτάσεις που καλύπτονται από τα νερά της λίμνης κυμαίνονται από 7.700 στρέμματα την Άνοιξη έως 3.500 στρέμματα στο τέλος του καλοκαιριού. Κάποιες φορές η λίμνη ξεραίνεται εντελώς, όπως το 1978 και το 1990.
Μέσα στον ευρύτερο ασβεστολιθικό όγκο της Βόρειας Πελοποννήσου η περιοχή της Στυμφαλίας, όπως άλλωστε και αυτή του Φενεού, αποτελεί ορεινή κλειστή λεκάνη καρστικής μορφής, ένα τεκτονικό βύθισμα δηλαδή, που η γέννησή του συνδέεται με νεώτερες τεκτονικές κινήσεις που εκδηλώθηκαν στην περιοχή. Η προοδευτική συσσώρευση λεπτόκοκκων υλικών στον πυθμένα του βυθίσματος λειτούργησε ως στεγανοποιητικό υλικό με αποτέλεσμα τη δημιουργία της λίμνης.
Η λίμνη τροφοδοτείται με νερά από την επιφανειακή απορροή της υδρολογικής της λεκάνης και από πηγές στην περιοχή «Βελατσούρι». Στη θέση «Σιούρι» είναι εμφανής και χαρακτηριστική μια τάφρος που ονομάζεται «Βοχαϊκός χάνδρακας» ή «Βοχαΐτικο αυλάκι». Είναι μια τάφρος που έχει κατασκευαστεί στην ΒΑ πλευρά της λίμνης Στυμφαλίας και συγκεντρώνει τα νερά από τις πηγές του χωριού Στυμφαλία, την κοιλάδα της Πελλήνης, τα νερά των πηγών του Κεφαλαρίου και τα νερά των πηγών της Κυλλήνης. Όλος αυτός ο υδάτινος πλούτος διοχετεύεται στη σήραγγα του Αδριάνειου υδραγωγείου στη θέση «Σιούρι» και στη συνέχεια καταλήγει στις περιοχές Σκοτεινής, Πλατανίου στο οροπέδιο της Νεμέας και, μέσω του Ασωπού ποταμού, στον εύφορο κάμπο της Βόχας.
Η θέση «Σιούρι» βρίσκεται στη νότια πλευρά της λίμνης, πολύ κοντά στην ασφάλτινη διασταύρωση που οδηγεί στην περιοχή της Σκοτεινής στην Αργολίδα. Ένας σύντομος χωματόδρομος, κάτω από μερικά παλιά σπίτια κτηνοτρόφων, μας οδηγεί στο στόμιο της σήραγγας του Αδριάνειου Υδραγωγείου. Το πλάτος της σήραγγας είναι περίπου 2 μέτρα, το εσωτερικό της πετρόχτιστο και το ύψος της χωράει με άνεση έναν όρθιο άνθρωπο. Το νερό εισχωρεί με ορμή μέσα στη σήραγγα και η ποσότητά του είναι εντυπωσιακή, πλησιάζει τα 42 εκατομμύρια κυβικά μέτρα το χρόνο.
Το Αδριάνειο Υδραγωγείο ήταν τεράστιο έργο για την εποχή του, τόσο σε σύλληψη όσο και σε κατασκευή αφού, μετά από συνολική διαδρομή 85 περίπου χιλιομέτρων, ύδρευε την αρχαία πόλη της Κορίνθου.
Ήδη δε από τις αρχές του 19ου αιώνα, ένα τμήμα του εξακολουθεί να μεταφέρει νερό για την άρδευση της πεδινής Κορινθίας. Στα τέλη μάλιστα του 19ου αιώνα σχεδιάστηκε ένα μεγαλεπήβολο σχέδιο για την ύδρευση της Αθήνας από τα νερά της Στυμφαλίας. Ωστόσο, κάποια χρονική στιγμή, η λίμνη της Στυμφαλίας αποτέλεσε αντικείμενο σοβαρής διαμάχης. Έτσι, στα τέλη του 19ου αιώνα, οι κάτοικοι της περιοχής πήραν την απόφαση να αποξηράνουν τη λίμνη, για να διευρύνουν τις καλλιεργήσιμες εκτάσεις τους. Αυτό βέβαια προσέκρουσε στη σφοδρή αντίδραση των κατοίκων της πεδινής Κορινθίας, που έτσι θα έχαναν μια πολύτιμη δεξαμενή νερού.
Η διαμάχη αυτών των δύο πληθυσμιακών ομάδων με τα αντιτιθέμενα συμφέροντα διήρκεσε πολλά χρόνια, το θέμα έφτασε στη Βουλή και έμεινε στην ιστορία ως «Στυμφαλιακό ζήτημα». Σήμερα βέβαια οι κάτοικοι της περιοχής έχουν γενικά μεταβάλει τις απόψεις τους, αφού θεωρούν τη λίμνη ζωτική, τόσο για την άρδευση των καλλιεργειών τους όσο και για την προσέλκυση επισκεπτών και ανάπτυξη του τουρισμού.
Άλλωστε η Λίμνη της Στυμφαλίας έχει μεγάλη οικολογική σημασία, αφού είναι ο σημαντικότερος ορεινός υγρότοπος της Κορινθίας και της Πελοποννήσου και ο ορεινότερος ορεινός υγρότοπος της Βαλκανικής. Εξ’ αιτίας αυτής της θέσης της αποτελεί σημαντικό μεταναστευτικό σταθμό των αποδημητικών πουλιών στη διαδρομή τους μεταξύ Ευρώπης και Βόρειας Αφρικής.
Ο υγρότοπος της Στυμφαλίας περιλαμβάνεται στο «Δίκτυο των σημαντικών περιοχών για τα πουλιά της Ελλάδος» (ΣΠΠΕ) και έχει προταθεί για ένταξη στην κατηγορία Α του Ευρωπαϊκού Οικολογικού Δικτύου «ΦΥΣΗ 2000» (NATURA 2000), που προβλέπεται από την Κοινοτική Οδηγία 92/43.
Παρά την εντύπωση όμως, πως η λίμνη αποτελεί συνέχεια της εποχής του Ηρακλή και των Στυμφαλίδων ορνίθων, η πραγματικότητα είναι εντελώς διαφορετική. Η λίμνη της Στυμφαλίας στη σημερινή της μορφή δημιουργήθηκε στα τέλη του 19ου αιώνα από μια συγκυρία γεγονότων, όταν συνέπεσε η διάνοιξη της σήραγγας του Παπαρρηγόπουλου στο Λαγοβούνι με το ατυχές φράξιμο της καταβόθρας στη Λαύκα. Παλαιότερα, στο κέντρο της υδρολογικής λεκάνης της Στυμφαλίας δεν υπήρχε η λίμνη με τη μορφή που έχει σήμερα αλλά μια ελώδης περιοχή που περιέβαλλε τον ποταμό Στύμφαλο στο μέσον του οροπεδίου. Το βέβαιο είναι, ότι σήμερα η Λίμνη Στυμφαλία αντιμετωπίζει σοβαρά προβλήματα από την άποψη της διατήρησής της ως υγροτόπου, με σημαντικότερα την ραγδαία επέκταση των καλαμιώνων, την μείωση του βάθους της λίμνης εξαιτίας προσχώσεων στο βυθό και την εμφάνιση του φαινομένου του υπερευτροφισμού, γνωστού και ως «κόκκινη λάσπη» ή ως «άνθιση του νερού». Ο συνδυασμός αυτών των τριών φαινομένων προκαλεί ένα είδος «φυσικής αποξήρανσης» της λίμνης, που κινδυνεύει να μετατραπεί σε βάλτο. Οι καλαμιώνες βέβαια είναι ένα απολύτως φυσικό και βασικό συστατικό του υγρότοπου. Στη Λίμνη Στυμφαλία όμως παρατηρείται το φαινόμενο μιας υπερβολικής, διαρκούς και ταχύτατης εξάπλωσης των καλαμιώνων, με αποτέλεσμα να μειώνεται δραματικά η ελεύθερη υδάτινη επιφάνεια και να είναι ορατός ο κίνδυνος μετατροπής της λίμνης σε έλος. Τα στοιχεία που προκύπτουν από τις μετρήσεις των τελευταίων 50 χρόνων είναι αποκαλυπτικά όσο και αισιόδοξα. Έτσι, ενώ το 1945 η επιφάνεια των καλαμιώνων ανήρχετο σε 1284 στρέμματα και κάλυπτε το 34% της επιφάνειας της λίμνης, το 1996 οι καλαμιώνες είχαν επεκταθεί σε 2.434 στρέμματα, καλύπτοντας το 64% της επιφάνειας της λίμνης. Αν συνεχιστεί και στο μέλλον η επέκταση των καλαμιώνων με τον ίδιο ρυθμό (22,5 στρέμματα ανά έτος), τότε με μαθηματική ακρίβεια η λίμνη θα καλυφθεί πλήρως από καλαμιώνες στα επόμενα 60 χρόνια.
Οι παράγοντες βέβαια που κυρίως ευνοούν την επέκταση των καλαμιώνων είναι η μείωση του βάθους της λίμνης εξαιτίας των προσχώσεων και το βιοχημικό φαινόμενο του ευτροφισμού, που οφείλεται στην εντατική χημική καλλιέργεια των παραλίμνιων εκτάσεων. Με το θέμα έχουν ήδη ασχοληθεί το Ελληνικό Κέντρο Βιοτόπων και Υγροτόπων, το Τμήμα Οικολογίας του Πανεπιστήμίου Πατρών και το Ινστιτούτο Εσωτερικών Υδάτων του Εθνικού Κέντρου Θαλασσίων Ερευνών, χωρίς όμως μέχρι στιγμής να έχουν αναληφθεί κάποιες συγκεκριμένες δράσεις για τον περιορισμό του φαινομένου. Προβάλλει λοιπόν ως επιτακτική και επείγουσα η ανάγκη για υιοθέτηση και εφαρμογή επιστημονικών μεθόδων, που θα αποτρέψουν την εξαφάνιση του υγροτόπου της Στυμφαλίας. Ενός υγροτόπου, που θεωρείται η ιδανικότερη περιοχή της Πελοποννήσου για το φώλιασμα των υδροβίων.
Εκτός από μεταναστευτικός σταθμός η Στυμφαλία είναι στην Πελοπόννησο ο μοναδικός τόπος αναπαραγωγής της Σκουφοβουτηχτάρας και του Πορφυροτσικνιά. Η αποικία της Νανοβουτηχτάρα, καθώς και οι αποικίες του Μικροτσικνιά και της Μπάλιζας είναι οι σημαντικότερες στη Νότια Ελλάδα. Επιπλέον η λίμνη είναι ιδανικός βιότοπος και για το φώλιασμα της Βουλτόπαπιας.
Τρία είδη τσιροβάκων φωλιάζουν στη λίμνη. Ο Μαυροτσιροβάκος στις ξερές άδενδρες περιχές, ο Κοκκινοτσιροβάκος στη νότια δενδρώδη όχθη και ο Θαμνοτσιροβάκος ψηλότερα, στους πυκνούς και αδιαπέραστους θάμνους. Το να απαντώνται ταυτόχρονα είδη τόσο συγγενικά μεταξύ τους είναι σπάνιο φαινόμενο, ενδεικτικό του πλούτου και της ποικιλότητας των βιοτόπων της περιοχής. Στη λίμνη φωλιάζουν επίσης και τα αρπακτικά Σφηκιάρης και Φιδαετός, καθώς και ο Καλαμόκιρκος, αρπακτικό των καλαμιώνων. Στα γύρω Βουνά Ζήρεια και Ολίγυρτος ζει ο Χρυσαετός, το μεγαλύτερο αρπακτικό στην Ελλάδα. Άλλωστε η κορυφή του Ολίγυρτου ονομάζεται «Σκίπιζα», που σημαίνει «η φωλιά του αετού». Έχουν όμως εξαφανισθεί από το 1940 και μετά δυο άλλα αρπακτικά που ζούσαν στα βουνά της περιοχής, ο Γύπας και ο Ασπροπάρης.
Άλλα από τα μεταναστευτικά πουλιά διέρχονται περαστικά από τη Στυμφαλία το Φθινόπωρο και την Άνοιξη, ενώ άλλα παραμένουν και διαχειμάζουν τους κρύους μήνες του Χειμώνα. Κατά τους μήνες της μετανάστευσης παρατηρούνται σε μικρούς αριθμούς όλα τα είδη των Ερωδιών, ενώ σε μεγάλους αριθμούς εμφανίζονται οι Καλαμοκανάδες και οι Χαλκόκοτες, που είναι είδη που απειλούνται με εξαφάνιση. Άλλα απειλούμενα είδη είναι το Γελογλάρονο και το Μαυρογλάρονο, ενώ το 1987 παρατηρήθηκε για πρώτη φορά στην Πελοπόννησο ένα Χρυσοτσίχλονο.
Το χειμώνα η λίμνη φιλοξενεί μερικές χιλιάδες Μπάλιζες καθώς και μικρότερους αριθμούς από πάπιες, ενώ μοναδικές για την Πελοπόννησο είναι και οι εμφανίσεις του θαλασσαετού.
Θα μπορούσαμε να αναφέρουμε πολλά για τα 118 είδη πουλιών που έχουν παρατηρηθεί στη Στυμφαλία. Γεγονός μεγάλης σημασίας για την προστασία της ορνιθοπανίδας της περιοχής υπήρξε η Απαγορευτική Διάταξη Θήρας που εκδόθηκε το 1996 καθώς και η ίδρυση τον Φεβρουάριο του 2003 για πρώτη φορά του Καταφυγίου Άγριας Ζωής Στυμφαλίας.
Στις συνεχείς περιηγήσεις μας στη λίμνη, εκτός από τις Φαλλαρίδες και τις Πάπιες, έχουμε καθημερινά την ευχαρίστηση να συναντάμε στις νότιες όχθες ένα ζευγάρι Σταχτοτσικνιάδων. Οι φινετσάτες σιλουέτες των πανύψηλων ερωδιών διαγράφονται με απίστευτη ομορφιά πάνω από την επίπεδη επιφάνεια του εδάφους. Δυστυχώς, κάθε απόπειρα φωτογράφισης αποβαίνει μάταιη, έστω και από μεγάλη απόσταση. Είναι φανερό, ότι τα πουλιά είναι τρομαγμένα. Παρά την επί τόσα χρόνια απαγόρευσης του κυνηγιού, ίσως διατηρούν ακόμη στις αναμνήσεις τους τις «συνθήκες πολέμου» που επικρατούσαν μόλις μερικές δεκαετίες πριν στην περιοχή, όταν χιλιάδες πάπιες εύρισκαν κάθε χρόνο το θάνατο από τους κυνηγούς.
Ολοκληρώνοντας την αναφορά μας στην πανίδα της περιοχής επισημαίνουμε την ύπαρξη διάφορων ειδών άγριων θηλαστικών όπως η αλεπού, το τσακάλι, ο λαγός, η νυφίτσα, το κουνάβι, ο ασβός, ο σκαντζόχοιρος και ο μυοκάστορας. Το αγριογούρουν ο και το ζαρκάδι εξαφανίστηκαν στις αρχές του 20ου αιώνα, με εξαίρεση μια αγέλη αγριογούρουνων που εμφανίστηκε το 1997στην περιοχή.
Ο Λύγκας, το μεγαλόπρεπο αυτό αιλουροειδές καθώς και ο Λύκος εντοπίσθηκαν για τελευταία φορά στη Στυμφαλία στα μέσα του 20ου αιώνα.
Η ιχθυοπανίδα της λίμνης αποτελείται κυρίως από τον Κυπρίνο, που αποτελεί εισαχθέν είδος, τον Κέφαλο και το Τσιρόνι Cpsendophoxinus stymfalicus stymfalicus). Το μήκος του Τσιρονιού φτάνει μόνον τα 6 εκατοστά και παρατηρείται σε πηγές με καθαρό νερό, όπως στην πηγή «Βελατσούρι».
Παλαιότερα εθεωρείτο ενδημικό της Στυμφαλίας γι’ αυτό και υιοθετήθηκε ο όρος «Stymfhalicus” στη λατινική του ονομασία, αργότερα όμως εντοπίστηκε και σε άλλες περιοχές της Νότιας Βαλκανικής. Ανήκει στην κατηγορία των προστατευόμενων «ευάλωτων ειδών» και η παρουσία του στη λίμνη είναι σημαντική ως ένδειξη καθαρότητας του νερού.
Βέβαια οι μέθοδοι της επαγγελματικής αλιείας με τη χρήση διχτυών έρχονται σε αντίθεση με τις περιορισμένες ποσότητες ψαριών της λίμνης. Για την διατήρηση της ιχθυοπανίδας και την γενικότερη προαγωγή της έννοιας του οικοτουρισμού ίσως θα ταίριαζε περισσότερο η ερασιτεχνική αλιεία με καλάμι.
Πέρα από την αδιαμφισβήτητη οικολογική της σημασία, που δεν είναι στα μάτια μας άμεσα εμφανής, εκείνο που από την πρώτη στιγμή μας εντυπωσιάζει στη Στυμφαλία είναι η ξεχωριστή φυσιογνωμία του τοπίου. Περίκλειστη όπως είναι η λεκάνη από βουνά, μοιάζει ξεκομμένη από τον υπόλοιπο κόσμο, δίνει την αίσθηση ενός τόπου μοναχικού και αυτελούς, που ζει και κινείται στους δικούς του γαλήνιους ρυθμούς. Είν’ ένας σπάνιος συνδυασμός υγρού στοιχείου και καλαμιώνων, λιβαδιών με βοσκοτόπια, επίπεδων καλλιεργημένων εκτάσεων και αμπελώνων, παραλίμνιων και ορεινών οικισμών, γυμνών και δασωμένων κορυφών.
Σε στιγμές απόλυτης νηνεμίας το βλέμμα παραμένει για ώρα αιχμαλωτισμένο πάνω στην αστραφτερή επιφάνεια του νερού, εκεί όπου παιχνιδίζουν οι αντανακλάσεις του ουρανού και των κορυφών του Ολίγυρτου και της Ζήρειας. Μα υπάρχουν και φορές που η Στυμφαλία κρύβει την ειδυλλιακή της όψη. Είναι εκείνες οι στιγμές, που αναδύεται μέσα απ’ τις ομίχλες που σκεπάζουν το οροπέδιο, που η επιφάνεια των νερών της είναι σκοτεινή και ταραγμένη και οι καλαμιώνες σείονται από τους δυνατούς ανέμους. Τότε, πολύ περισσότερο από ποτέ, φέρνει στο νου την εποχή του μυστηρίου και των θρύλων, τη μυθική φυσιογνωμία του Ηρακλή, που προβάλει αχνά από τη μακρινή αρχαιότητα.
Διακόσια περίπου χρόνια πριν, και συγκεκριμένα το καλοκαίρι του 1813, επισκέφθηκε τη Στυμφαλία ο αρχαιοδίφης, ζωγράφος και περιηγητής, βαρώνος Όθων φον Στάκελμπέργκ, που περιγράφει την εμπειρία της επίσκεψής του με τα παρακάτω λόγια (3).
«Τριγυρισμένη από πανάρχαιες απάτητες βουνοκορφές, που ορθώνονται μες από καταπράσινα λιβάδια και σκούρα σύδεντρα για να φτάσουν ψηλά πάνω απ’ τα σύννεφα, εκτείνεται η ορεινή κοιλάδα του Στύμφαλου στην Αρκαδία, με εμφάνιση αυστηρή και μυστηριακή από τ’ απανωτά αχνάρια πλημμύρας και καταστροφής. Από τις πηγές που αναβρύζουν εκεί κι απ’ τη ρηχή και στενή ρεματιά του Στύμφαλου, τα νερά φουσκώνουν άξαφνα το χειμώνα, σε βαθμό που να πλημμυρίζουν ολόκληρη την πεδιάδα. Όταν αποτραβηχτούν και στεγνώσουν, η λίμνη της Στυμφαλίας απλώνεται καθάρια και λαμπερή σαν καθρέφτης, ενώ το ξεπλυμένο και ισοπεδωμένο χώμα έχει κιόλας αρχίσει να πρασινίζει με γρασίδι, χορτάρια κι ένα παχύ στρώμα από τριφύλλι. Τότε λίγο-λίγο ξεπροβάλλει μες από τη λίμνη ένα ύψωμα, όπου ξεχωρίζουν τείχη και υπολείμματα σπιτιών, που αποτελούσαν κάποτε το αρχαίο οχυρό του Στύμφαλου. Στο βάθος των νερών διακρίνονται, όλο και πιο ξεκάθαρα, κομμάτια από κολώνες, πελεκημένα μάρμαρα, βωμοί, επιγραφές, λογής ερείπια, θλιβερές μαρτυρίες του παρελθόντος ενός λαού με υψηλό πολιτισμό αυτής της ξακουσμένης πολιτείας που, καθώς είναι πια καταποντισμένη, εκτείνεται ως το βυθό της λίμνης».
Φεύγοντας από την Ελλάδα το Μάη του 1814 ο Στάκελμπεργκ γράφει στο ημερολόγιο του: «Μου ήταν ευφάνταστα οδυνηρή η απομάκρυνσή μου απ’ αυτή τη χώρα, που μ’ έκανε να γνωρίσω βαθιά και να ερευνήσω την ομορφιά της. Κάθε άλλος τόπος μου φαινόταν άχρωμος και θαμπός. Μια ανέκφραστη νοσταλγία με τραβούσε πίσω σ’ εκείνη τη χώρα, που είναι γεμάτη ζωντάνια από την ποιητική ψυχή του λαού της».
Ακολουθώντας τα βήματα του Στάκελμπεργκ περιπλανιόμαστε κι εμείς για ώρα πολλή στα βόρεια κράσπεδα της λίμνης, εκεί όπου, από το 1924 ως το 1930, ο αρχαιολόγος Αναστάσιος Ορλάνδος ανέσκαψε την αρχαία Στύμφαλο ή Στύμφηλο, όπως λεγότανν στην αρχαία εποχή η Στυμφαλία. Κι αν η αρχέγονη τοποθεσία της πολιτείας δεν είναι ακόμη σήμερα ακριβώς γνωστή, το βέβαιο είναι, πως η πόλη της αρχαϊκής και κλασσικής εποχής ήταν χτισμένη σε μια έκταση που βρίσκεται δεξιά της όχθης του ποταμού Στυμφάλου που έχει τις πηγές του στην περιοχή της Δρίζας. Ιδρυτής της προϊστορικής αυτής πόλης, που κατά τον Όμηρο έλαβε μέρος και στον Τρωικό Πόλεμο, είναι ο Στύμφαλος, που μπορούμε να τον θεωρήσουμε και οικιστή της, αφού, επί τρεισήμισι χιλιάδες χρόνια περίπου, εξακολουθεί να φέρει το όνομά του. Ο Στύμφαλος ήταν γιος του Έλατου και εγγονός του Αρκάδα, που κατά τη μυθολογία ήταν γιος του Δία. Από τον πατέρα του πήρε την περιοχή που ονομάστηκε Στύμφαλος ή Στύμφηλος και εκεί ευρίσκετο η πηγή, ο ποταμός, η λίμνη και η πόλη που πήρε το όνομά του. Αυτή την πόλη την περιέβαλε με ισχυρό τείχος και το στόλισε με ιερά και άλλα δημόσια οικοδομήματα.
Στις μέρες του η Στυμφαλία γνώρισε μεγάλη ακμή και ήταν μια από τις ισχυρότερες πόλεις της Αρκαδίας.
Από το ύψος της Ακρόπολης στη θέση «Σκάλα», πάνω από τη λίμνη, ατενίζουμε χαμηλότερα όλη την έκταση του αρχαιολογικού χώρου, που εδώ και μια δεκαετία περίπου ανασκάπτει συστηματικά με την πολυπληθή του ομάδα, κάθε καλοκαίρι, ο Καναδός Αρχαιολόγος Hector Williams, Καθηγητής στο Πανεπιστήμιο British Columbia.
Ύστερα αφήνουμε τα βήματά μας να μας οδηγήσουν ανάμεσα στους αρχαίους δρόμους και κατοικίες, στο θέατρο με τις λαξευμένες στον ασβεστόλιθο κερκίδες του, στη λίθινη Κλεψύδρα, στην αρχαία Κρήνη που εξακολουθεί να πηγάζει ασταμάτητα και να βγάζει από τα έγκατα της γης της Στυμφαλίας, εδώ και δυόμισι χιλιάδες χρόνια, πεντακάθαρο νερό. Παρατηρώντας τα αρχαία ερείπια πλάι στην ακρολιμνιά προσπαθούμε να μαντέψουμε πόσα ακόμα βρίσκονται κρυμμένα μέσα στο νερό ή κάτω από τους καλαμιώνες και τη λάσπη του πυθμένα. Ίσως δεν θα το μάθουμε ποτέ. Μπορούμε όμως να φανταστούμε πόσο μεγάλη πρόκληση αποτελεί, ιδιαίτερα για τους αρχαιολόγους, το να γνωρίζουν με βεβαιότητα, ότι μόλις μερικά μέτρα από την όχθη της λίμνης υφίσταται, αθέατη κάτω απ’ το νερό, η συνέχεια της θρυλικής πολιτείας της Στυμφάλου και ο αινιγματικός αρχαιολογικός πλούτος που κρύβει στα ερείπιά της.
Όση ώρα περιδιαβαίνουμε το χώρο των ανασκαφών και φωτογραφίζουμε, είναι ισχυρότατος ο πειρασμός να ξεφύγουμε από τα όρια του οδοιπορικού μας και να ξεκινήσουμε ένα μακρύ και συναρπαστικό ταξίδι στην αχλύ της αρχαιότητας. Σκεφτόμαστε όμως, πως για την αρχαία Στυμφαλία δεν θα άξιζε μια απλή αναφορά αλλά ένα αποκλειστικό και, κατά το δυνατόν, πλήρες αφιέρωμα. Αυτός ίσως είναι και ο καλύτερος λόγος για να επιστρέψουμε σ’ αυτόν τον ωραίο τόπο.
Βορειοανατολικά της αρχαίας πόλης της Στυμφάλου, δίπλα ακριβώς στο κεντρικό οδικό δίκτυο, ορθώνονται τα εντυπωσιακά ερείπια μιας εκκλησίας κα ενός πυργόσχημου πυλώνα που αποτελούσαν άλλοτε τμήματα του συγκροτήματος της μονής των Κιστερκιανών μοναχών του Ζαρακά(4). Τα ερείπια που οι ντόπιοι ονομάζουν «χτίρια» δεν διέφυγαν της προσοχής των περιηγητών του 19ου αιώνα, οι οποίοι αποκαλούν «Ζαρακά» όλη την κοιλάδα και τη λίμνη της Στυμφαλίας. Η εκκλησία, λόγω των πολλών κιονίσκων που διέσωζε, αναφέρεται από άλλους περιηγητές ως «Κιόνια», από όπου πήρε την ονομασία του ο γειτονικός μικρός οικισμός.
Η ακριβής χρονολογία ίδρυσης και κατασκευής του μοναστικού συγκροτήματος του Ζαρακά δεν είναι γνωστή, οι ιστορικές όμως μαρτυρίες οδηγούν στις αρχές του 13ου αιώνα και μάλιστα προ του 1236. Αμέσως μετά την κατάλυση της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας από τους Φράγκους ιππότες της 4ης Σταυροφορίας (1204), πάπας Ιννοκέντιος ο ΙΙΙ καλεί το 1205 τα μοναστικά τάγματα της Δύσης να εγκατασταθούν στην Ελλάδα, σε μια προσπάθεια προσηλυτισμού του ντόπιου πληθυσμού και του βυζαντινού κλήρου. Οι πρώτοι που ανταποκρίνονται είναι οι Κιστερκιανοί μοναχοί, οι οποίοι στη διάρκεια του πρώτου μισού του 13ου αιώνα ίδρυσαν 12 μοναστήρια. Το 1225 ο Φράγκος πρίγκηπας Γοδεφρείδος Βιλλεαρδουίνος καλεί μοναχούς κιστερκιανούς να ιδρύσουν μοναστήρι στην Πελοπόννησο,πιθανώς το αβαείο του Ζαρακά.
Η πρώτη ασφαλής μνεία της μονής γίνεται στις 23 Δεκεμβρίου του 1236 σε μια επιστολή του πάπα Γρηγόριου του ΙΧ στον ηγούμενο στου «Saraka” Πέτρο.
Μέχρι το 1260 η νομή αναφέρεται στους καταλόγους της Γενικής Συνόδου του Κιστερκιανού Τάγματος. Με την πτώση όμως της Λατινικής αυτοκρατορίας της Κωνσταντινούπολης το 1261 τα καθολικά μοναστήρια στον ελλαδικό χώρο υποχρεώνονται να κλείσουν. Φαίνεται λοιπόν, πως και το μοναστήρι του Ζαρακά λειτούργησε για λιγότερο από πενήντα χρόνια.
Ποιοι ήταν όμως οι Κιστερκιανοί μοναχοί και γιατί επέλεξαν την τόσο απομονωμένη κορινθιακή κοιλάδα για να κτίσουν το μοναστήρι τους; Το Τάγμα των Κισστερκιανών ιδρύθηκε το 1098 στο Citeaux της Γαλλίας σαν μια αντίδραση στην πολυτέλεια που χαρακτήριζε τη ζωή αλλά και την αρχιτεκτονική των κτιρίων του Τάγματος των Βενεδικτίνων. Οι βασικές αρχές των Κιστερκιανών ήταν η ταπείνωση, η απλότητα, η πειθαρχία, η σκληρή χειρονακτική εργασία και η επαφή με τη φύση. Αναζητώντας λοιπόν τη «ζωή στην έρημο» ίδρυσαν τα μοναστήρια τους μακρυά από κατοικημένες περιοχές, κατά προτίμηση σε απομονωμένες εύφορες κοιλάδες και κοντά σε πηγές. Έτσι συνέβη και στη Στυμφαλία, όπου με θαυμαστό τρόπο διοχέτευσαν τα νερά της πηγής από τον κοντινό λόφο στο μοναστήρι. Η εκκλησία ανασκάφτηκε το 1928 από τον Α. Ορλάνδο και το 1962 από τον Ε. Σίκα. Το 1993 η Αρχαιολογική Υπηρεσία παραχώρησε άδεια ανασκαφών του χώρου στον Καναδικό Αρχαιολογικό Ινστιτούτο. Υπεύθυνη της ανασκαφικής έρευνας, η οποία διήρκεσε έως και το 1997, ήταν η Καθηγήτρια Dr. Sheila Campbell.
Ένα άλλο σημαντικό μνημείο-δημιούργημα της φύσης αυτή τη φορά – είναι το βαραθρώδες σπήλαιο στην τοποθεσία «Σκάλα», που δυστυχώς δεν είναι αξιοποιημένο και επισκέψιμο. Η είσοδος του αποκαλύφθηκε κατά τη διαπλάτυνση του κεντρικού οδικού δικτύου της Στυμφαλίας και εξερευνήθηκε τον Ιούλιο του 1978 από την αείμνηστη σπηλαιολόγο Άννα Πετροχείλου με τους συνεργάτες της Γ. Αβαγιανό και Εμ. Παυλίδη. Το σπήλαιο εκτείνεται από Ν προς Β σε ευθεία γραμμή 20 μέτρων, ενώ οι διάδρομοί του έχουν μήκος 25-30 μέτρων. Η συνολική του έκταση φτάνει τα 265 τ. μέτρα. Η θερμοκρασία του σπηλαίου που καταμετρήθηκε κατά τον Ιούλιο του 1978 ήταν 17ο C, ενώ η υγρασία του 65%. Το πρώτο τμήμα του σπηλαίου δεν παρουσιάζει τουριστικό ενδιαφέρον. Το τελευταίο όμως, εξαιτίας του πλουσιότατου σταλακτιτικού και σταλαγμιτικού διάκοσμου είναι αξιόλογο. Το γεγονός αυτό ενέπνευσε την ερευνητική ομάδα να προτείνει έναν πρωτότυπο τρόπο αξιοποίησής του, με τη μετατροπή του σε εξωκλήσι, που θα ήταν φυσικά στολισμένο με πλουσιώτατο σταλακτιτικό διάκοσμο. Δυστυχώς, παρά το αρχικό ενδιαφέρον των φορέων, καμιά ουσιαστική πρωτοβουλία δεν αναλήφθηκε από τότε, με συνέπεια το σπήλαιο να παραμένει κλειστό και αναξιοποίητο.
Κάποια άλλη όμως υπηρεσία της Κορινθίας εκδηλώνει έμπρακτα το ενδιαφέρον της για την περιοχή. Είναι η Δασική Υπηρεσία που, εκτός από τα καλαίσθητα ξύλινα κιόσκια παρατήρησης σε πολλά στρατηγικά σημεία της περιοχής, έχει επιπλέον δημιουργήσει μερικά άριστα μονοπάτια. Το πρώτο ξεκινάει από τη θέση «Σκάλα», διασχίζει έναν λοφίσκο πυκνοφυτεμένο με πουρνάρια και, μετά από 300 περίπου μέτρα, καταλήγει στην υπέροχη Ακρόπολη της αρχαίας Στυμφάλου. Τα υπόλοιπα μονοπάτια, πάντα οριοθετημένα με ξύλινα κάγκελα μέσα από πυκνά πουρνάρια, οδηγούν σε τρία λεπτά στην κορυφή ενός λόφου, που δεσπόζει μαγευτικά πάνω από τη λίμνη. Από τα τέσσερα παρατηρητήρια, που έχει εγκαταστήσει στο χώρο αυτό το Δασαρχείο η θέα είναι περίοπτη σ’ όλο το οροπέδιο και τα γύρω βουνά, αληθινό προνόμιο της όρασης για τον επισκέπτη. Λίγο πιο κάτω από τα παρατηρητήρια και απέναντι από τον οικισμό Κιόνια πρόκειται να λειτουργήσει Μουσείο Περιβαλλοντικής Εκπαίδευσης και Γεωργικών Επαγγελμάτων, χρηματοδοτημένο από την Τράπεζα Πειραιώς.
ΕΥΧΑΡΙΣΤΙΕΣ
Θερμά ευχαριστούμε για τις πολλαπλές τους βοήθειες:
-Τον Δήμαρχο της Στυμφαλίας Κωνσταντίνο Λέγγα, την Πρόερο της Επιτροπής Παιδείας και Πολιτισμού και Αντιπρόεδρο του Δημ. Συμβουλίου Γεωργία Βαρδουνιώτη, τον Πρόεδρο τη Δημ. Διαμ. Ασπρόκαμπου Χρήστο Μπίζιο, τον Βασίλη Λυκαργύρη από το Ψάρι, και τον Κώστα Κωστούρο από το Καίσαρι.
-Τον Γιώργο Ρηγόπουλο από τη Λαύκα και τον Δημ. Σύμβουλο Τάκη Σαρλά από τη Δροσοπηγή για τον χρόνο που αφιέρωσαν για μας και για τις πολύτιμες πληροφορίες τους.
-Τον Δασολόγο-Περιβαλλοντολόγο και Δασάρχη Κορινθίας Παναγιώτη Καλλίρη, για την πρόθυμη και άμεση ανταπόκρισή του να μας παράσχει αφθονία στοιχείων και θαυμάσιο φωτογραφικό υλικό για τη Στυμφαλία.
-Τον Αρχαιολόγο Γιάννη Λήλο για τις πολύτιμες υποδείξεις του.
-Τον σπηλαιολόγο Γιώργο Αβαγιανό για την άμεση αποστολή στοιχείων και διαφανειών για το σπήλαιο της Δροσοπηγής.
-Την Αθηνά Μουλοπούλου για τα σημαντικά στοιχεία σχετικά με την Καστανιά
-Το Ξενοδοχείο Ξενία Καστανιάς για τις εξαίρετες υπηρεσίες του προσωπικού του και για τις θαυμάσιες συνθήκες διαμονής.
-Τέλος ιδιαίτερα ευχαριστούμε τον ακάματο εκδότη του εξαίρετου περιοδικού του Φενεού και της Στυμφαλίας «Αίπυτος», Σπύρο Κ. Μιχόπουλο, χωρίς την προθυμότατη συνεργασία και συμμετοχή του οποίου, το άρθρο θα ήταν σημαντικά φτωχότερο.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
-Περιοδικό «Αίπυτος, τεύχ. 23-25 (2001) και τεύχος 26-28 (2002).
-Π. Α. Καλλίρη, «Λίμνη Στυμφαλία, ένα ταξίδι στον μύθο και στην ομορφιά του μοναδικού ορεινού υγρότοπου της Πελοποννήσου».
-Τ.Α.Π. Στυμφαλίας (Δ΄Φάση), Τελική αναπτυξιακή έκθεση και πρόγραμμα δράσης, Δεκ. 1997
-Τ.Ε.Δ.Κ Νομού Κορινθίας, «ΚΟΡΙΝΘΙΑ», Κόρινθος 2000
-Ελληνική Ορνιθολογική Εταιρεία, «ΣΗΜΑΝΤΙΚΕΣ ΠΕΡΙΟΧΕΣ ΓΙΑ ΤΑ ΠΟΥΛΙΑ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ», Αθήνα 1994
-ΠΑΥΣΑΝΙΑΣ, ΕΛΛΑΔΟΣ ΠΕΡΙΗΓΗΣΙΣ, ΤΟΜΟΣ 7, Αρκαδικά, εκδ. ΚΑΚΤΟΣ, Αθήνα 1992
-Κ. Ι. Καραμήτσου, «Η ΕΥΑΝΔΡΟΣ ΚΑΣΤΑΝΙΑ», μέρος ΠΡΩΤΟΝ, Καστανιά 1997
-Γ. Μπουζιώτης, «ΟΔΟΙΠΟΡΙΚΟ ΣΤΗΝ ΟΡΕΙΝΗ ΚΟΡΙΝΘΙΑ», Αθήνα 1985
– Δελτίο Ελληνικής Σπηλαιολογικής Εταιρείας.
Τόμος ΧΙΧ, Τεύχος 1, 1983-88, «Βαραθρώδες Σπήλαιο Στυμφαλίας Δροσοπηγής Κορινθίας, Α. Πετρόχειλου.
-Σ. Μίχας, Δ. Πιτσούνης, Χ. Σκούρτης «ΛΑΥΚΑ ΣΤΥΜΦΑΛΙΑΣ», εκδ. Αδελφότης Λαυκιωτών Αθήνασς, Αθήνα 1979
-Σ. Σπυρόπουλος, «ΚΕΦΑΛΑΡΙ ΣΤΥΜΦΑΛΙΑΣ, ΤΟ ΧΩΡΙΟ ΤΟΥ ΝΤΟΥΣΙΑ», υπό έκδοση.
ΧΡΗΣΙΜΕΣ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ
ΔΗΜΑΡΧΕΙΟ ΣΤΥΜΦΑΛΙΑΣ 27470-22596
ΑΠΟΣΤΑΣΕΙΣ: ΑΠΟ ΑΘΗΝΑ 150 ΧΛΜ
ΑΠΟ ΘΕΣ/ΝΙΚΗ 600 ΧΛΜ
ΔΙΑΜΟΝΗ: «ΞΕΝΙΑ» ΚΑΣΤΑΝΙΑΣ 27470-61283
-ΕΝΟΙΚ. ΔΩΜΑΤΙΑ-ΤΑΒΕΡΝΑ «ΤΟ ΣΤΕΚΙ» (ΚΑΣΤΑΝΙΑ)
ΕΥΑΓΓ. ΔΕΔΑΚΗΣ 27470/61270 61297
-HOTEL-ΨΗΣΤΑΡΙΑ «ΛΕΩΝΙΔΑΣ» (ΚΑΡΤΕΡΙ) Γ. ΔΑΛΑΒΑΓΚΑΣ 27470/31213
-HOTEL-ΨΗΣΤΑΡΙΑ «ΣΤΥΜΦΑΛΙΑ» (ΣΤΥΜΦΑΛΙΑ) Ν. ΚΑΙ Β. ΓΚΟΥΒΑΤΣΟΣ 27470/22072
ΕΣΤΙΑΣΗ: Πολύ καλά ντόπια κρεατικά σε όλες τις ταβέρνες. Τα Σαββατοκύριακα «Γουρνοπούλα» στη σούβλα.
ΤΟΠΙΚΑ ΠΡΟΪΟΝΤΑ
Γραβιέρα και Φέτα Στυμφαλίας Κων/νου Λέγγα.
Ντόπια κρέατα και πουλερικά στα κρεοπωλεία και S. MARKET της περιοχήσσς.
Μέλι, χυλοπίτες, τραχανάδες και φασόλια.
ΕΤΗΣΙΕΣ ΕΚΔΗΛΩΣΕΙΣ ΔΗΜΟΥ ΣΤΥΜΦΑΛΙΑΣ
- ΓΙΑ ΤΟ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝ.
«Γιορτή των Πουλιών». Στη θέση «Σκάλα» εδώ και μια δεκαετία. Συνδιοργάνωση με την Ελληνική Ορνιθολογική Εταιρεία.
- ΓΙΑ ΤΟΝ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟ
Ποικίλες πολιτιστικές εκδηλώσεις το πρώτο δεκαήμερο του Αυγούστου στην Αρχαία Στύμφαλο και στη Μονή Ζαρακά.
- ΓΙΑ ΤΟ ΕΜΠΟΡΙΟ
Πενθήμερη εμποροπανήγυρις από τις 11 Σεπτεμβρίου (Ζωοδόχου Πηγής) με πλήθος επισκεπτών για αγορές και φαγητό.
ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ
Με υψόμετρο 800 μ. η Δροσοπηγή ανήκει στα ορεινά χωριά του Δήμου Στυμφαλίας και απέχει 4 χλμ. από το κεντρικό οδικό δίκτυο. Κατ’ εξοχήν αρμόδιος να μιλήσει γι’ αυτήν είναι ο Σπύρος Κ. Μιχόπουλος, εκδότης του εξαίρετου περιοδικού «Αίπυτος» και γεννημένος στη Δροσοπηγή. Ανταποκρινόμενος ευγενικά στην πρόσκλησή μας, μας δίνει μια «αχνή προσωπογραφία» της μικρής του πατρίδας:
«Στο χωριό μου το Μπάσι, όπου γεννήθηκα, έχω αφήσει τον εαυτό μου παιδί. Γι’ αυτό, όπως λέει και ο Καβάφης:
«Θα’ θελα αυτήν τη μνήμη να την πω… γιατί μακρυά στα πρώτα εφηβικά μου χρόνια κείται».
Το χωριό μου λοιπόν το Μπάσι, που σήμερα το λένε Δροσοπηγή, και δεν ξέρω γιατί, είναι ένα ωραίο χωριό με ιδιαίτερο χρώμα, φωλιασμένο σε μια πλαγιά, παρακλάδι της Ζήρειας, που βλέπει κατά τον κάμπο και τη λίμνη της Στυμφαλίας. Στο ψηλότερο μέρος της η πλαγιά είναι ολοπέτρινη, λες και ο Θεός όταν έφτιαξε τον κόσμο, όσες πέτρες του περίσσεψαν, δεν είχε τι να τις κάμει και τις έρριξε όλες εκεί.
Μια μάλιστα, ο «Κοκκινόβραχος» όπως τον λέμε οι ντόπιοι, του ξέφυγε φαίνεται και έπεσε χαμηλότερα από το χωριό και από τότε στέκει εκεί όρθιος, ως πελώριο μνημείο της φύσης. Μοιάζει με κάστρο απάτητο και όσοι σκηνοθέτες γύρισαν ταινίες στη Στυμφαλία, δεν παρέλειψαν να τον «εντάξουν» στα πλάνα τους. Το όνομα του χωριού το αλλάξανε πριν από λίγες δεκαετίες, γιατί ήταν λέει τούρκικο, κάτι που έγινε άλλωστε σε πολλά χωριά της πατρίδας μας κι έτσι γέμισε η Ελλάδα από «Δροσοπηγές» και «Κρυοβρυσούλες».
Καθώς πλησιάζουμε στο έμπα του χωριού προβάλλει αγέρωχος ο τούρκικος πύργος με την πέτρινη περηφάνια του, που στέκει εκεί Βιγλάτορας για αιώνες και δεν γερνάει ποτέ του. Μόνο έχει να ιστορεί και να λέει, να λέει… Είναι διώροφος, ολοστρόγγυλος με πολεμίστρες ολόγυρα και χτίστηκε στις αρχές της Τουρκοκρατίας για να ελέγχει το δρόμο που πάει από τη Στυμφαλία στο Φενεό κα τον βυζαντινό Ταρσό, όπου και το Κάστρο των Σφυρών, που κυρίεψε ύστερα από πολιορκία ο ίδιος ο Μωάμεθ ο Πορθητής.
Το χωριό χτίστηκε πολύ αργότερα και μετά την Επανάσταση πέρασε στην ιδιοκτησία των Νοταράδων μαζί με τον πύργο. Λίγα μέτρα πιο πάνω έχτισαν και το τριώροφο αρχοντικό τους, που στέκει ακόμα όρθιο, πληγωμένο όμως από την εγκατάλειψη κα το βάρος δύο και περισσότερο αιώνων που σηκώνει στους ώμους του. στις τελευταίες δεκαετίες του 19ου αιώνα στο αρχοντικό κατοικούσε ο Ιωάννης Νοταράς, ο επιλεγόμενος και «άγριος», που διετέλεσε επί πολλά χρόνια και δήμαρχος Στυμφαλίας. Λίγο πιο πέρα από τα Νοταραίϊκα στέκει ένα ωραίο πέτρινο κτίριο, το Σχολείο του χωριού.
Έρημο κι αυτό από χρόνια, ακολουθεί τη δική του πορεία προς την κατάρρευση, αν δε φροντίσουν έγκαιρα να την ανακόψουν.
Οι δρόμοι του χωριού είναι ανηφορικοί, εξόν από δύο κάθετους που βαίνουν στο ίσιωμα. Ο ένας έρχεται από τη βρύση του «Χούρχουλα», που τελευταία εξωραΐστηκε με μαρμάρινες κορύτες. Ο άλλος ξεκινάει από την εκκλησία και φτάνει ως πέρα στο κοιμητήρι, που βρίσκεται πάνω από ένα πανέμορφο δάσος με καστανιές. Είναι ότι απόμεινε από το Καστανοδάσος που έφτανε μέχρι το γειτονικό χωριό Καστανιά. Κάηκε, όπως λένε, στα χρόνια της Επανάστασης και στο χωριό εκείνο έμεινε μόνο τ’ όνομα.
Ο κεντρικός δρόμος ανηφορίζει από του Νοταρά προς την Εκκλησία της Παναγίας της Φανερωμένης, πιο γιορτάζει στις 23 Αυγούστου και στο χωριό παλαιότερα γινόταν μεγάλο πανηγύρι. Χτισμένη με πελεκητή πέτρα πάνω σε πελώριο βράχο, σκεπάζει με τη Χάρη Της και προστατεύει το χωριό, που απλώνει στα πόδια Της την πετρόχτιστη γοητεία του, λαβωμένη πια κι αυτή σήμερα από την αλόγιστη επέλαση του τσιμέντου. Λίγο πιο πάνω το χωριό ακουμπά την πλάτη του στην αγκαλιά ενός άλλου θαλλερού δάσους, «της απαγορευμένης» που θέριεψε από τότε που απαγορεύτηκε στους κατοίκους να βόσκουν εκεί τα ζωντανά τους και να κόβουν τα κλαριά».
Με τον Δημοτικό Σύμβουλο Τάκη Σαρελά από τη Δροσοπηγή ξεκινάμε μπροστά από το αρχοντικό του Νοταρά μια ορεινή πορεία πάνω απ’ το χωριό.
Ανηφορίζοντας μέσα από βοσκοτόπια χαιρόμαστε την ανοιχτή θέα του κάμπου, που γίνεται όλο και επιβλητικότερη. Μετά από εξήμισι χιλιόμετρα συναντάμε πέτρινη βρύση και αριστερά τον δρόμο που κατηφορίζει για Καστανιά. Συνεχίζουμε τη δύσκολη πορεία μας στις πετρόσπαρτες πλαγιές της Ζήρειας και, τέσσερα χιλιόμετρα μετά τη βρύση, φτάνουμε στο μακρόστενο υψίπεδο της Γκούρας. Τα χιόνια και οι βροχές έχουν μετατρέψει το καταπράσινο λιβάδι σε ύπουλο βαλτότοπο. Επιστρέφουμε λοιπόν και στο ύψος της βρύσης κατηφορίζουμε τη διακλάδωση που οδηγεί στην Καστανιά. Είναι μια συναρπαστική και απόλυτα μοναχική διαδρομή, σμιλεμένη στις απότομες πλαγιές της τεράστιας χοάνης μιας χαράδρας, που μετά από πέντε χιλιόμετρα μας βγάζει στο κέντρο του χωριού.
Ένας άλλος ορεινός οικισμός, στα ΒΔ του Δήμου Στυμφαλίας είναι το Κεφαλάρι. Είναι μεγάλο χωριό, κτισμένο στις ανατολικές παρυφές της Ζήρειας, σε υψόμετρο 750 μέτρων. Ένας μεγάλος πλάτανος, που φυτεύτηκε πριν από 120 χρόνια από γυρολόγο, αγκαλιάζει προστατευτικά την κεντρική πλατεία με τα κλαδιά του. Κάτω από τις ρίζες του τρέχουν τρεις βρύσες, ενώ στο χωριό υπάρχουν διάσπαρτες άλλες τέσσερις πηγές. Από την πλατεία ξεκινούν μονοπάτια που οδηγούν στο συμπαγές ελατόδασος πάνω απ’ το χωριό.
Κοντά βρίσκεται και η φυσική πηγή «Κεφαλάρι», που αρδεύει για αιώνες τον κάμπο του χωριού και με τα νερά της λειτουργούσαν άλλοτε οι νερόμυλοι.
Η αρχική ονομασία του χωριού ήταν «Ντούσια», από τον κλεφταρματωλό «Ντούσια» που καταγόταν απ’ το χωριό. Αργότερα μετονομάστηκε σε «Δούσια», επειδή το «Ντούσια» θεωρήθηκε τουρκικής προέλευσης. Από το 1928 πήρε την ονομασία «Κεφαλάρι», που οφείλεται στην ομώνυμη πηγή.
Στο βορειοανατολικότερο άκρο του Δήμου Στυμφαλίας δεσπόζει το μεγάλο και ωραίο χωριό Καίσαρι, το πρώτο που συναντάει ο επισκέπτης από το Κιάτο. Το υψόμετρό του κυμαίνεται από 800-900 μ., ενώ οι δρόμοι που το διατρέχουν κάθετα έχουν έντονες κλίσεις. Στη μικρή πλατεία με την υπέροχη θέα δεσπόζει η μεγαλόπρεπη πετρόχτιστη εκκλησία της Μεταμόρφωσης του Σωτήρος, ενώ στην κορυφή του απότομου λόφου πάνω απ’ το χωριό το εξωκκλήσι του Αγ. Κωνσταντίνου. Το κύριο εισόδημα των κατοίκων του χωριού προέρχεται από καλλιέργεια Αγιωργίτικου, Σουλτανίνας και Κορινθιακής σταφίδας, σε μερικούς από τους ορεινότερους αμπελώνες της Κορινθίας.
Πριν εγκαταλείψουμε το χωριό ο Κώστας Κωστούρας μας κερνάει τσιπουράκι στο καφενεδάκι του στην πλατεία, με τη συντροφιά του συμπαθέστατου παπα-Παναγιώτη.