Το ραντεβού δόθηκε, όπως συνήθως, αξημέρωτα στην εθνική, στην έξοδο προς Κόρινθο, για να μαζευτούμε οι τρεις σε ένα αυτοκίνητο. Σαν παλιοί γνώριμοι, Ηλίας, Νίκος, Πηνελόπη, κανονίζουμε την εκδρομή μας με τρεις κουβέντες: Ζήρεια, τη γνωστή ώρα, στο γνωστό σημείο. Η Ζήρεια είναι η σταθερή και καλύτερη επιλογή μας για μια μονοήμερη απόδραση στο απέραντο λευκό με τα ορειβατικά μας σκι.

Για όσους δε γνωρίζουν τι είναι το ορειβατικό σκι, θα κάνουμε μια μικρή εισαγωγή.
Αφού μιλάμε για σκι, το πιο βασικό, φυσικά, είναι τα χιονοπέδιλα. Σε αντίθεση με τα σκι της πίστας, όπου η έμφαση δίνεται στις επιδόσεις της κατάβασης και το βάρος τους δεν μας απασχολεί, τα ορειβατικά σκι είναι πιο ελαφριά, κάτι που βοηθάει τόσο όταν τα φοράμε στα πόδια στην ανηφόρα όσο – και μάλλον, κυρίως – όταν θα χρειαστεί να τα κουβαλήσουμε στην πλάτη, σε κάποιο μονοπάτι προσπέλασης. Θα ρωτήσει κανείς εύλογα, σκι στην ανηφόρα; Ναι, υπάρχει λύση για να μη γλιστράμε προς τα πίσω και ακούει στο παράξενο όνομα «φώκιες». Για την ιστορία, οι πρώτοι που χρησιμοποίησαν την τεχνική αυτή και μας την κληροδότησαν, ήταν οι Εσκιμώοι-Ινουίτ που έβαζαν αληθινό δέρμα φώκιας κάτω από τα χιονοπέδιλά τους για να κινούνται με άνεση στις χιονισμένες πλαγιές. Σήμερα, βέβαια, οι αντιολισθητικές αυτές λωρίδες που κολλάμε κάτω από τα σκι μας είναι φτιαγμένες από συνθετικά υλικά, καμιά φορά σε μίξη με μαλλί μοχέρ. Διαθέτουν ένα ειδικό πέλος, το οποίο γλιστράει στη μια κατεύθυνση και μαγκώνει στην αντίθετη. Ειδική προσαρμογή υπάρχει και για τις δέστρες των σκι, που είναι ανοιγόμενες ώστε να επιτρέπουν την κίνηση του ποδιού στο ανέβασμα, ενώ οι μπότες είναι πιο μαλακές κι ελαφριές για να διευκολύνουν επίσης την κίνηση. Αυτός είναι ο βασικός εξοπλισμός για μια εντελώς διαφορετική προσέγγιση του αθλήματος από αυτή του χιονοδρομικού κέντρου. Ξεχνάμε την ευκολία των αναβατήρων, αλλά κερδίζουμε την ηρεμία και την ελευθερία του βουνού, τη μαγεία των απέραντων, απάτητων ολόλευκων βουνοπλαγιών.
Φτάσαμε νωρίς νωρίς, μέσα από καθαρό ασφαλτόδρομο, και βγήκαμε από τη ζέστη του αυτοκινήτου στο ψύχος του σκιερού ακόμα οροπεδίου της Ζήρειας. Φορέσαμε μπότες και σκι, φορτωθήκαμε τα σακίδια με το κολατσιό και τα βασικά σύνεργα ασφάλειας (κραμπόν, πιολέ, φτυάρι, σόντα), φορέσαμε τις συσκευές εντοπισμού σε χιονοστιβάδα, και ξεκινήσαμε. Σύντομα, η κίνηση μας ζέστανε και πριν ακόμα μπούμε στην ανηφορική κοιλαδίτσα που οδηγεί στο καταφύγιο του ΕΟΣ, βγάλαμε τα μπουφάν. Προχωρώντας μέσα στη στενή κοιλάδα μεγαλώνει και η κλίση της ανηφόρας και, καθώς σήμερα το χιόνι είναι λίγο παγωμένο, τοποθετήσαμε στα σκι μας τα «μαχαίρια», λάμες από αλουμίνιο που στερεώνονται στις δέστρες και γαντζώνουν στο χιόνι. Στις κλίσεις αυτές, ακολουθούμε τεθλασμένη πορεία με πολλές στροφές. Ο Ηλίας που πάει μπροστά, μοιάζει σε κάθε στροφή να εκτελεί με τα σκι και τα μπαστούνια μια χορογραφία ακρίδας. Βγαίνοντας από το τελευταίο απότομο πέρασμα, κάνουμε μια μικρή στάση για κολατσιό – εδώ τώρα το πιάνει άλλωστε και ο ήλιος. Από το σημείο αυτό, ξεκινάει ένα ευρύ πεδίο από πλαγιές κι ανοιχτές κοιλάδες, όπου πρέπει να χαράξεις την καλύτερη – δηλαδή την πιο ήπια – πορεία προς την κορυφή. Η εμπειρία έχει δείξει ότι η ράχη μπροστά μας είναι ο καλύτερος δρόμος.
Γύρω μας απλώνεται το απέραντο λευκό. Το χιόνι γεμίζει όλα τα κενά και αφαιρεί όλες τις ατέλειες του εδάφους. Η απόλυτη αυτή λιτότητα του τοπίου ξεκουράζει το βλέμμα και δημιουργεί ένα είδος κάθαρσης το οποίο, μαζί με την ήσυχα ρυθμική και επαναλαμβανόμενη κίνηση, σε λυτρώνει από τον θόρυβο της καθημερινότητας· είναι κι αυτό ένα είδος ευτυχίας. Χωρίς πολλά σημεία αναφοράς στον χώρο, η ανηφόρα μοιάζει ατελείωτη. Η σωματική προσπάθεια, το τοπίο που παραμένει περίπου ίδιο, και η κίνηση στις χαραγμένες αυλακιές του Ηλία που ανοίγει τον δρόμο, προκαλεί μια πνευματική και ψυχική χαύνωση. Δεν σκέφτομαι τίποτα, αφουγκράζομαι μόνο τον ρυθμό της καρδιάς. Κάπου κάπου κλείνω ακόμα και τα μάτια· είναι άλλωστε εκτυφλωτικό και το φως. Είναι αδύνατον να πεις πόση ώρα έχει περάσει. Μέσα μου νάρκη, έξω αφαίρεση. Μέσα στο λευκό σβήνουν και τα χνάρια της ιστορίας: το μονοπάτι, το μαντρί, το τοπόσημο, ο δρόμος. Στο έδαφος εμφανίζονται νέα κυματοειδή εφήμερα μοτίβα που σκάλισε ο άνεμος στο χιόνι. Η μόνη δραστηριότητα που με αποσπά από την απόλυτη κυριαρχία του λευκού είναι όταν προσπαθώ να δώσω όνομα στις μακρινές κορυφές και κορυφογραμμές, που αιωρούνται στον ορίζοντα γύρω.
Φτάνοντας στην τελευταία ράχη πριν την κορυφή, κάνουμε μια στάση για να χαζέψουμε τη θέα. Ένα μεγαλειώδες τοπίο ανοίγεται μπροστά μας. Ένα τείχος από βουνά: αριστερά η Ντουρντουβάνα και μετά το διάσελο του Κυνηγού, μια άγρια κορυφογραμμή από το Μαδερό, μέχρι τα Νεραϊδάλωνα και την Ψηλή Κορυφή, με πολλές κορυφές πάνω από τα 2000 μέτρα, μια απαιτητική ορειβατική διαδρομή με ραπέλ και αναρριχητικά περάσματα μετά το Μαδερό. Πιο πέρα η εντυπωσιακή ορθοπλαγιά της Νεραϊδόραχης που κάθε φορά που την κοιτάω απορώ πως την κατέβηκε με σκι αυτός ο απίθανος ο Τσούτσιας. Τα βουνά για τους ορειβάτες συνδέονται συνήθως με ιστορίες, πρόσωπα, κι αναμνήσεις. Χαμηλά, μια άλλη γεωγραφία, πιο ήπια, με το απέραντο και εντυπωσιακά επίπεδο οροπέδιο του Φενεού, την όμορφή λίμνη Δόξα, φωλιασμένη στο κάτω μέρος της κοιλάδας που ανοίγεται ανάμεσα στην Ντουρντουβάνα και το Χελμό. Μερικές φώτο και φύγαμε για την κορυφή που απέχει λίγα μόνο λεπτά.
Φτάνοντας στην κορυφή βγάζουμε τα σκι, ξεκολλάμε τις «φώκιες», τις διπλώνουμε με γρήγορες και προσεκτικές κινήσεις με τον αέρα να τις κουνάει δεξιά αριστερά, κουμπώνουμε τις δέστρες και τα μπουφάν, και φύγαμε! Αλλαγή ρυθμού και διάθεσης. Ταχύτητα, λαχάνιασμα, ευθυμία – οι χαρές του σκι της πίστας. Η πλευρά αυτή του βουνού είναι τέλεια για καταβάσεις, με φαρδιά λούκια, μέτριες κλίσεις και την καθησυχαστική θέα του μεγάλου οροπεδίου στο βάθος. Δε ξεχνάμε βέβαια ότι εδώ δεν είμαστε σε πίστα, οι ποιότητες του χιονιού εναλλάσσονται απρόβλεπτες, ενώ ο κίνδυνος για χιονοστιβάδες πιο υψηλός. Έτσι όλες οι αισθήσεις είναι σε πλήρη εγρήγορση και διασχίζουμε τις πλαγιές (κυρίως) ένας ένας.
Οι τρεις και παραπάνω ώρες που κράτησε η ανάβαση εξανεμίζονται, καθώς τα 1000 μέτρα που κερδίσαμε αναιρούνται με γρήγορο ρυθμό. Όμως είναι αρκετά για μας χορτάσουν με γλίστρα. Άλλωστε το τελευταίο κομμάτι είναι πάντα το καλύτερο, αφού η ώρα έχει περάσει και το χιόνι έχει μαλακώσει κάνοντας τους ελιγμούς μας ανάμεσα στα αραιά δέντρα και τους θάμνους ένα διασκεδαστικό παιχνίδι εύρεσης της καλύτερης γραμμής. Ο στόχος είναι πάντα να φτάσουμε στο πάρκινγκ και το αυτοκίνητο με το λιγότερο δυνατόν σπρώξιμο, έχοντας έτσι κλείσει τον κύκλο μιας ευτυχισμένης μέρας στο βουνό.
Για τις δικές σας ευτυχισμένες μέρες στο βουνό, μην ξεχνάτε να έχετε πάντα μαζί εγκατεστημένο στο κινητό τον χάρτη του βουνού, στην εφαρμογή μας Anavasi mapp! Μπορεί να αποβεί σωτήριος ιδιαίτερα σε μια δύσκολη στιγμή (όπως σε καταστάσεις ομίχλης), πάντα σε συνδυασμό με τον αντίστοιχο έντυπο χάρτη.