Είν’ ένα μικρό ημιορεινό χωριό στα δυτικά. Δεν θα το βρείτε το όνομά του ανάμεσα στους διάσημους τουριστικούς προορισμούς, τουλάχιστον όχι ακόμα. Λίγοι είναι οι μόνιμοι κάτοικοί του τον χειμώνα.

Είναι μεγάλη η χαρά μας κάθε φορά που ξεκινάμε για Λευκάδα. Και πολύ δικαιολογημένα. Δεν είναι μόνον η ωραιότητα του τόπου, η ευγένεια κι η φιλοξενία των ανθρώπων. Είναι επί πλέον κι ένα σημαντικότατο πλεονέκτημα, που ενδιαφέρει άμεσα κάθε επισκέπτη. Η Λευκάδα έχει το προνόμιο της πιο φιλικής, της πιο γρήγορης πρόσβασης από κάθε άλλο Ελληνικό νησί. Εδώ είναι άγνωστοι οι συνωστισμοί κι οι ουρές σε λιμάνια και καράβια. Δεν αγωνιούμε για τους καιρούς των θαλασσών. Κι ούτε μας αγχώνουν τα ωράρια στα δρομολόγια των πλοίων. Μπορούμε να φτάσουμε στο νησί απρογραμμάτιστα, απείθαρχα, οποιαδήποτε ώρα της μέρας ή της νύχτας. Αρκεί να διασχίσουμε με το αυτοκίνητό μας την κινητή γεφυρούλα. Αυτή που συνδέει τον στενό δίαυλο της θάλασσας που παρεμβάλλεται ανάμεσα στην Λευκάδα και τις αντικρινές Ακαρνανικές ακτές. Πριν το καταλάβουμε, πατάμε ήδη το έδαφος του νησιού. Προορισμός μας τούτη τη φορά είναι το Δράγανο.
–Ειν’ ένα μικρό ημιορεινό χωριό στα δυτικά, μας έλεγε στο τηλέφωνο η Έλενα Κατωπόδη. Δεν θα βρείτε το όνομά του ανάμεσα στους διάσημους τουριστικούς προορισμούς, τουλάχιστον όχι ακόμα. Λίγοι είναι οι μόνιμοι κάτοικοί του τον χειμώνα.
-Τα καλοκαίρια όμως;
-Τότε αυξάνεται ο πληθυσμός, κυρίως όμως από ντόπιους. Εδώ δεν σταματάνε καραβάνια τουριστών. Αυτοί διασχίζουν τον οδικό άξονα στο κάτω μέρος του χωριού και συνεχίζουν για τις πασίγνωστες δυτικές παραλίες της Λευκάδας, τις περίφημες αμμουδιές στο Πόρτο Κατσίκι, τον Γιαλό και τους Εγκρεμνούς.
-Και η Βίλλα «Μέλι»;
-Είναι το μοναδικό κατάλυμα στο Δράγανο. Το δημιουργήσαμε με ανάπλαση του παλιού οικογενειακού μας αρχοντικού.
ΣΤΗΝ ΗΡΕΜΙΑ ΤΟΥ ΔΡΑΓΑΝΟΥ
Καθώς το οδόμετρο δείχνει 380 χλμ., περνάμε πάνω από τον στενό δίαυλο και φτάνουμε στην Λευκάδα. Ο χρόνος επίσης είναι απίστευτος. Δεν έχει ξεπεράσει από τη Θεσσαλονίκη τις 4 ώρες. Προ Εγνατίας Οδού θα χρειαζόμασταν τουλάχιστον τρεις ώρες επιπλέον. Εξαιρετικά ευνοημένοι λοιπόν όλοι οι προορισμοί της Δυτ. Ελλάδας και των Ιόνιων νησιών. Προορισμοί που κάποτε θεωρούντο «εξωτικοί», σήμερα αποτελούν προτάσεις για Σαββατοκύριακο.
Συναντάμε το Δράγανο στο δυτικό τμήμα του νησιού, μετά από μια θαυμάσια διαδρομή 35 χιλιομέτρων από την πόλη της Λευκάδας. Το χωριουδάκι είναι χτισμένο σε υψόμετρο 350 μέτρων, σ’ ένα πανέμορφο οροπέδιο με αμπελάκια και ελαιώνες. Οι γύρω λόφοι είναι κατάφυτοι με πεύκα και κυπαρίσσια, ανθισμένα ρείκια, πουρνάρια και κουμαριές. Τόπος ήρεμος, ειδυλλιακός, αποπνέει μια ηπιότητα που γίνεται αμέσως αντιληπτή.
Εδώ στο Δράγανο, ακόμα και στην καρδιά της τουριστικής περιόδου, η ηρεμία είναι απόλυτα εξασφαλισμένη.
Σταθμεύουμε απροβλημάτιστα το αυτοκίνητό μας στον κεντρικό δρόμο του χωριού. Κάποιοι κάτοικοι στις αυλές τους μας χαιρετάνε ευγενικά. Περνάμε μπροστά από ένα παλιό σπίτι με παραδοσιακή αρχιτεκτονική. Κυρίαρχο γνώρισμά της μια ξυλοδεσιά, όχι μόνον με οριζόντια αλλά και με διαγώνια δοκάρια. Έτσι δημιουργείται μια μορφή πλέγματος στον τοίχο, που εξασφαλίζει μεγαλύτερη αντοχή και σταθερότητα του σπιτιού.(1)
Μερικά μέτρα πιο κάτω ξεχωρίζει ένα οίκημα ιδιαίτερο. Είναι το αρχοντικό «Μέλι», χτισμένο αποκλειστικά από πέτρα και ξύλο της γύρω περιοχής. Το κτίριο είναι επισήμως χαρακτηρισμένο ως διατηρητέο, με ιστορία που ξεκινάει στα τέλη του 18ου αιώνα. Σ’ αυτά τα 200 χρόνια γεννήθηκαν και ανατράφηκαν εδώ πάνω από πέντε γενιές της ίδιας οικογένειας. Εκπρόσωπος της τελευταίας γενιάς η Έλενα Κατωπόδη, προχώρησε στην συνολική του αποκατάσταση, στην μετατροπή του σε παραδοσιακό κατάλυμα υψηλών προδιαγραφών.
Η θέα στις αντικρινές πλαγιές μας γαληνεύει. Είναι κατάφυτες με πεύκα και κυπαρίσσια. Ανάμεσα σ’ αυτό το χαλαρωτικό πράσινο διακρίνονται κάποια σπίτια. Είναι το μικρό Πανωχώρι, ένα μόλις χιλιόμετρο απ’ το Δράγανο. Ενδιάμεσα παρεμβάλλεται μια όμορφη κοιλάδα, με αμπελάκια και ελαιώνες.
Στα ψηλώματα του οικισμού ξεχωρίζει η εκκλησία της Υπαπαντής. Εξαίρετο είναι το καμπαναριό της χτισμένο με πελεκητή πέτρα το 1900. Ειν’ ένα όμορφο σημείο σε υψόμετρο 450 μέτρων, με θέα στ’ αντικρινά βουνά. Που αποδεικνύεται βέβαια πολύ κοντινή, σχεδόν ταπεινή, σε σχέση με την εικόνα, που λίγα λεπτά μετά αποκαλύπτεται στα μάτια μας. Είναι η βαθυγάλανη απεραντοσύνη του Ιονίου, που κυριαρχεί στο οπτικό μας πεδίο σ’ όλα τα μήκη και τα πλάτη του ορίζοντα. Πάνω από το χωριουδάκι εξελίσσεται μια εκπληκτική διαδρομή, με καλοστρωμένο χωματόδρομο, που περνάει ανάμεσα από ανθισμένα ρείκια, κουμαριές και κυπαρίσσια. Κάτω χαμηλά προβάλλει η θεαματική κάτοψη της νησιδούλας «Σέσουλας», γνωστής μας από τον περίπλου των Λευκαδίτικων ακτών.(2)
Ανηφορίζει με ήπιες κλίσεις ο χωματόδρομος, πλησιάζει το υψόμετρο των 500 μέτρων. Είναι μια διαδρομή ιδανική, κυρίως για ποδήλατο και για πόδια. Στα 4.8 χλμ. από το Δράγανο, συναντάμε ένα τρίστρατο και συνεχίζουμε δεξιά. Ο δρόμος διασχίζει τον αιωνόβιο ελαιώνα και τ’ αμπελάκια και μετά από 7 συνολικά χιλιόμετρα, καταλήγει στο Δράγανο, στο σημείο απ’ όπου ξεκινήσαμε. Εδώ, δίπλα στα πηγάδια της κοιλάδας και στα τελευταία σπίτια του χωριού, επισκεπτόμαστε το παλιό ελαιοτριβείο, που πρόσφατα έχει αναπλασθεί. Το λητρουβειό ανήκε στην εκκλησία της Υπαπαντής και λειτούργησε μέχρι το 1962. Ο χώρος είναι μεγάλων διαστάσεων και έξοχα ανακαινισμένος. Διασώζονται σε άριστη κατάσταση οι μεγάλες μυλόπετρες και τα παλιά εξαρτήματα, που αναβιώνουν την ατμόσφαιρα μιας άλλης εποχής. Με στοιχειώδη συντήρηση θα μπορούσαν και πάλι να λειτουργήσουν με τον παραδοσιακό τρόπο που είναι απόλυτα άγνωστος στις νεότερες γενιές.
ΠΕΡΙΗΓΗΣΕΙΣ ΣΕ ΠΑΡΑΛΙΕΣ ΚΑΙ ΑΜΜΟΥΔΙΕΣ – ΑΓΙΟΦΥΛΙ
Πριν αφεθούμε στην απεραντοσύνη των αμμουδερών ακτών στα δυτικά, ξεκινάμε να γνωρίσουμε το «Αγιοφύλι». Είναι μια μικροσκοπική παραλία ελάχιστα χιλιόμετρα νότια του λιμανιού της Βασιλικής.
Έξω από το Δράγανο βρίσκουμε προς τ’ ανατολικά έναν στενό, καινούργιο ασφαλτόδρομο. Αντικατέστησε πρόσφατα τον παλιό χωματόδρομο, που οδηγεί με μεγάλη συντομία στον οικισμό του Αγ. Πέτρου και στη συνέχεια στον ευρύτατο όρμο και στον οικισμό της Βασιλικής.
Ανηφορίζουμε μέσα σε πυκνή βλάστηση, με κυρίαρχα πάντα τα ανθισμένα ρείκια, τις κουμαριές και τα κυπαρίσσια. Ξαφνικά, καθώς κερδίζουμε υψόμετρο, τα πάντα γύρω μας σκοτεινιάζουν. Μια ομίχλη απίστευτα πυκνή καλύπτει την πλαγιά. Είναι μια καιρική μεταβολή απρόβλεπτη, που ελάχιστα ευνοεί τις απαιτήσεις της φωτογράφισης. Οδηγούμε έτσι στα τυφλά για αρκετά λεπτά. Φτάνουμε στο υψηλότερο σημείο της διαδρομής, στα 530 μέτρα. Αρχίζουμε να κατηφορίζουμε με στροφές. Ξαφνικά, όσο αιφνιδιαστικά ήρθε, τόσο απότομα διαλύεται η ομίχλη, στο ίδιο σχεδόν υψόμετρο που εμφανίστηκε πριν λίγο. Αποκαλύπτεται στο βάθος ένα θεαματικό τμήμα θαλάσσιου ορίζοντα. Λίγα λεπτά αργότερα διασχίζουμε τον μεγάλο οικισμό του Άγιου Πέτρου και χαμηλώνουμε προς τον κάμπο και την ακτή της Βασιλικής.
Άλλος καιρός εδώ, φωτεινός, με μεγάλα κομμάτια γαλάζιου ουρανού. Φουρτουνιασμένη η μεγάλη παραλία και άδεια, σε τίποτε δεν θυμίζει τις θερινές εικόνες με τις συγκεντρώσεις των διεθνών «wind surfers», των «κυνηγών του ανέμου», σε ποιητικότερη μετάφραση.
Διασχίζουμε την προκυμαία και την αγορά της Βασιλικής. Κόσμος αρκετός, ντόπιοι και ξένοι, ολοκληρώνουν τις τελευταίες προμήθειες για την μέρα των Χριστουγέννων. Περνάμε το λιμάνι με τα σκαφάκια και τις βάρκες. Εδώ τα ταβερνεία και τα καλοκαιρινά καφέ είναι κλειστά. Συνεχίζουμε σε δρόμο στενό, παράλληλα με την βραχώδη ακτογραμμή. Δυόμισι περίπου χιλιόμετρα μετά ο χωματόδρομος τερματίζει. Εδώ κυριαρχούν οι κουμαριές, άλλες ανθισμένες κι άλλες κατάφορτες με χυμώδεις, νοστιμώτατους καρπούς. Μου κάνει εντύπωση, ότι παραμένουν αμάζευτα τόσα πολλά, καταπληκτικά κούμαρα στα κλαδιά, φρούτο εξαιρετικό και απόλυτα βιολογικό.
Για μερικά λεπτά κατηφορίζουμε έναν ανώμαλο χωματόδρομο, περνάμε μια σιδερένια πόρτα και συνεχίζουμε σε ευχάριστο μονοπάτι. Σε λιγότερο από ένα δεκάλεπτο φτάνουμε πάνω από την βραχώδη ακτή. Καθώς τελειώνει το μονοπάτι, αποκαλύπτεται χαμηλά ο απόκρυφος – μέχρι τώρα – ορμίσκος Αγιοφύλι. Είναι μια λωρίδα αμμουδερή, περίκλειστη από τους βράχους της ακτής. Τα νερά είναι βαθειά, με χρώμα τυρκουάζ, αφρισμένα διαρκώς από τα κύματα του νοτιά. Κατεβαίνουμε μερικές δεκάδες, τσιμεντένια σκαλοπάτια. Ύστερα τα βήματά μας βυθίζονται στην χοντρή, λευκόγκριζη αμμουδιά. Ο αέρας είναι δυνατός αλλά πελαγίσιος και ζεστός. Ο ήχος των κυμάτων είναι εκπληκτικός, δεν υπάρχει άλλος σ’ αυτή την ερημιά. Αφήνουμε τον χρόνο να κυλάει αβίαστα αυτό το Χριστουγεννιάτικο πρωινό, ένα από τα πιο απρόσμενα στις μέχρι τώρα περιηγήσεις μας…
ΕΚΠΛΗΚΤΙΚΕΣ ΑΜΜΟΥΔΙΕΣ ΣΤΑ ΔΥΤΙΚΑ
Το Πόρτο Κατσίκι δεν έχει ανάγκη εγκωμίων και συστάσεων. Το συγκλονιστικό του τοπίο και τα διάφανα τυρκουάζ νερά το κατατάσσουν σε μια από τις πιο διάσημες παραλίες της Μεσογείου. Αμέτρητοι Έλληνες και ξένοι κατευθύνονται στο Πόρτο Κατσίκι σαν «μαγνητισμένοι». Όταν, επιτέλους, φτάνουν στην πολυπόθητη ακτή, ψάχνουν να βρουν μια θέση στο parking ή μια θέση στην αμμουδιά. Δεν είναι πάντα εύκολο, ειδικά στην καρδιά του καλοκαιριού. Ευτυχώς που το Πόρτο Κατσίκι δεν αποτελεί την μοναδική κολυμβητική επιλογή σ’ αυτό το τμήμα του νησιού. Νωρίτερα – και για πολλά χιλιόμετρα – εκτείνονται απέραντες αμμουδιές. Είναι η περίφημη δυτική ακτογραμμή. Η γεωλογική διαμόρφωσή της είναι η αποθέωση της λιτότητας, της ευθείας γραμμής με ελάχιστες παρεκκλίσεις. Εδώ η φύση μοιάζει να απαρνήθηκε τις πολύπλοκες σχεδιαστικές εμπνεύσεις που εφάρμοσε στο υπόλοιπο τμήμα του νησιού, κατάσπαρτο με μικρούς και μεγάλους όρμους, χερσονήσους και ακρωτήρια. Στα δυτικά η Λευκάδα σχεδιάστηκε από τη φύση βιαστικά, με μερικές αδρές, ευθείες γραμμές. Οι αλίμενες ακτές είναι καταδικασμένες να μένουν απροστάτευτες στους αιώνες απέναντι στις διαθέσεις των ανέμων του Ιονίου και ιδιαίτερα του πουνέντε, του μαΐστρου, του γαρμπή.
Με τούτους τους ανέμους μεγάλα κύματα δημιουργούνται στ’ ανοιχτά. Γεννιούνται, γιγαντώνονται, ζουν μια εφήμερη ζωή, γεμάτη με ταχύτητα και ορμή. Ύστερα, αφρισμένα και βουερά, σκάζουν στην ακτή. Μπορούμε ν’ αγναντεύουμε το ανταριασμένο πέλαγος, να θαυμάζουμε τη μανία των κυμάτων για ώρα πολλή. Όπως κάνουμε τούτο το πρωινό στην παραλία του Γιαλού. Την συναντάμε σε απόσταση 6.5 περίπου χιλιομέτρων από το Δράγανο. Φτάνουμε αρχικά στον οικισμό Αθάνι, τον διασχίζουμε και στη συνέχεια χαμηλώνουμε δυτικά προς την ακτή. Περνάει ο στενός ασφαλτόδρομος με αλλεπάλληλες στροφές από λιβαδοτόπια και ελαιώνες. Καταλήγει μερικές δεκάδες μέτρα πάνω απ’ την ακτή.
Το Ιόνιο εκτείνεται μπροστά μας αχανές. Στη γραμμή του ορίζοντα δεν ξεχωρίζει το παραμικρό ίχνος στεριάς. Μόνον βαθυγάλαζη επιφάνεια, διακοσμημένη με αφρούς. Απέραντη είναι και η παραλία του Γιαλού. Δεν κινδυνεύει ποτέ με συνωστισμό, ακόμα και στην καρδιά του καλοκαιριού. Όπως νωρίτερα στο Αγιοφύλι, έτσι κι εδώ συναντάμε τα ίδια σχεδόν χαρακτηριστικά: άμμο με λεπτό ανοιχτόχρωμο βοτσαλάκι, λειασμένο από την προαιώνια δράση των κυμάτων και ακροθαλασσιά με βαθειά τυρκουάζ νερά.
Ξεκινάμε έναν χαλαρό περίπατο στα βόρεια της ακτής. Στις πλάτες μας ο ήλιος μας ζεσταίνει ευχάριστα. Στην επιστροφή όμως γίνεται επιθετικός στα απροστάτευτα πρόσωπά μας. Επικρατεί απόλυτη μοναξιά. Ποιος να κατέβει στην παραλία του Γιαλού τούτο το Χριστουγεννιάτικο πρωινό!
Τρία χιλιόμετρα μετά το Αθάνι μας συντροφεύει η ίδια μοναξιά και στην παραλία των Εγκρεμνών. Πολύ περισσότερο μάλιστα, που για να φτάσει κάποιος στους Εγκρεμνούς, είναι υποχρεωμένος, μετά τον πολύ στενό ασφαλτόδρομο, να μπει σε χωμάτινο δρόμο με πολλά νεροφαγώματα. Η διαδρομή τερματίζει σε χώρο στάθμευσης, ένα απρόσμενο επίπεδο μπαλκόνι στη μέση μιας απόκρημνης πλαγιάς. Αφήνουμε το αυτοκίνητο, μοναδικό φυσικά στον χώρο στάθμευσης, και από υψόμετρο 90 μέτρων αρχίζουμε να κατηφορίζουμε προς την παραλία των Εγκρεμνών.
Μας υποδέχονται αρχικά 300 τσιμεντένια σκαλοπάτια και στη συνέχεια 54 ξύλινα που καταλήγουν στην αμμουδιά. Είναι σαν να έχουμε κατεβεί με τα πόδια από την ταράτσα ως το ισόγειο μιας 20όροφης οικοδομής. Η αμμουδιά, όπως και στον Γιαλό, είναι εξαιρετική. Το πλάτος της ως τη γραμμή του κύματος ξεπερνάει τα 35-40 μέτρα. Πολύ μεγάλο είναι και το μήκος της παραλίας. Το υπολογίζουμε σχεδόν στα 2 χιλιόμετρα. Την ομοιογένεια της αμμουδερής ακτής διακόπτει προς τα βόρεια ένα βραχώδες ακρωτήριο. Αυτός ο βράχος που εξέχει από την ακτογραμμή εισχωρώντας στη θάλασσα, αποτελεί στην ουσία το απροσπέλαστο εμπόδιο που έχει παρεμβάλει η φύση ανάμεσα στις παραλίες του Γιαλού και των Εγκρεμνών. Αν απουσίαζε αυτό το ενδιάμεσο εμπόδιο της φύσης, οι δυο διαδοχικές παραλίες θα αποτελούσαν μια εκπληκτική συνεχόμενη αμμουδιά, που το συνολικό της μήκος θα ξεπερνούσε τα 6 χιλιόμετρα!
Μετά την ολοήμερη περιήγηση επιστρέφουμε στο Δράγανο, ξαναβρίσκουμε το καταφύγιό μας στο καθιστικό του αρχοντικού. Καθώς πέφτει το σκοτάδι, ανάβουμε το τζάκι με ξερά ξύλα ελιάς. Οι φλόγες σκορπίζουν γύρω τους μια υπέροχη θαλπωρή. Έξω ο άνεμος ξαναρχίζει, σείει δυνατά τα κλαδιά της καρυδιάς.
ΦΑΡΑΓΓΙ ΜΕΛΙΣΣΑΣ
Θα μπορούσαμε ν’ αγναντεύουμε ώρα πολλή τις φουρτούνες του Ιονίου, τα διάφανα τυρκουάζ νερά. Κι ούτε θα κουραζόμασταν να ψάχνουμε ανάμεσα στα βότσαλα τα πιο στρογγυλεμένα και στιλπνά. Λευκάδα όμως δεν είναι μόνον υπέροχες αμμουδιές. Είναι και μια συναρπαστική ενδοχώρα, με τοπία όπως το Φαράγγι της Μέλισσας, που τόσο είχαμε χαρεί μια 5ετία πριν.
Επανέρχονται ολοζώντανες οι μνήμες από την πρώτη μας γνωριμία με το φαράγγι. Ξεναγοί μας ήταν τότε ο Άρης Κατσιγιάννης από τα καταλύματα «ΑΛΕΞΑΡΙΑ», καθώς και ο Γιώργος Κούρτης, Δήμαρχος Σφακιωτών. Γράφουμε λοιπόν την Άνοιξη του 2005 (τεύχος 45): «Μετά την πολύχρονη αχρησία το μονοπάτι έχει κλείσει και έχει υποστεί φθορές από κατολισθήσεις. Ανοίγουμε δρόμο ανάμεσα στα πουρνάρια, η βλάστηση γύρω μας είναι τόσο πυκνή που, παρά τον λαμπρό ήλιο της ημέρας, ξαφνικά μας τυλίγει μισοσκόταδο.
-Αυτή είναι η αθέατη Λευκάδα, που δεν περιγράφεται από κανέναν τουριστικό οδηγό, λέει ο Δήμαρχος. Φιλοδοξία όμως της Δημοτικής Αρχής είναι , μέχρι το 2006, να διανοίξει το μονοπάτι σε μήκος τουλάχιστον 2 χλμ. μέσα στο φαράγγι της Μέλισσας. Πιστεύουμε πως θα είναι μια πολύτιμη περιπατητική πρόταση προς τους φυσιολάτρες επισκέπτες μας».
Αυτά μας έλεγε την Άνοιξη του 2005 ο Δήμαρχος Γιώργος Κούρτης. Πέντε χρόνια μετά με ευχαρίστηση διαπιστώνουμε την πραγματοποίηση των εξαγγελιών του. Δεν υπάρχουν πια κατολισθήσεις στο φαράγγι και το μονοπάτι της Μέλισσας δεν είναι κλεισμένο από πουρνάρια. Είναι άριστα πλακοστρωμένο και ευκολοδιάβατο απ’ όλη την οικογένεια, ακόμη και από μικρά παιδιά. Ας το παρακολουθήσουμε, με την νέα μορφή που παρουσιάζει στον σημερινό του επισκέπτη.
Για να προσεγγίσουμε την αρχή του μονοπατιού έχουμε δυο επιλογές. Με την πρώτη κατευθυνόμαστε προς την ΒΑ έξοδο του χωριού Κάβαλλος. Σε απόσταση 1300 περίπου μέτρων βρίσκουμε την πινακίδα που με βατό χωματόδρομο μας οδηγεί στο φαράγγι. Με την δεύτερη επιλογή ξεκινάμε από την πόλη της Λευκάδας με κατεύθυνση Ν-ΝΔ προς Σφακιώτες. Στο 5ο περίπου χιλιόμετρο της κεντρικής αυτής αρτηρίας συναντάμε στο δεξί μέρος ένα μεγάλο πλάτωμα. Εδώ ο Δήμος Σφακιωτών έχει ανεγείρει ένα μνημείο για να τιμήσει την εξέγερση των Σφακισάνων, τον 19ου αιώνα εναντίον των Άγγλων.
Μια πινακίδα στα δεξιά μας κατευθύνει προς το Φαράγγι της Μέλισσας. Για 1.3 χλμ. ακολουθούμε τον στενό ασφαλτόδρομο μέσα σε ελαιώνες. Στη συνέχεια συναντάμε στα δεξιά μας έναν καλό αγροτικό δρόμο, που μετά από 1.2 χλμ. τερματίζει. Εδώ, μπροστά σ’ ένα μεγάλο ξέφωτο του δάσους, αρχίζει το πλακόστρωτο μονοπάτι. Δύο πινακίδες μας δείχνουν τις διαμετρικά αντίθετες τοποθεσίες του φαραγγιού. Προς τ’ αριστερά η πινακίδα μας κατευθύνει στην «Απεταστή». Είναι μια όμορφη διαδρομή πλάϊ στο ρέμα που ολοκληρώνεται σε μερικά λεπτά.
Επιστρέφοντας, κατηφορίζουμε δεξιά προς το «Κακό Πηγάδι», που είναι η κύρια διαδρομή του φαραγγιού. Ήπιες κλίσεις, φαρδύ πλακόστρωτο μονοπάτι, καλοφτιαγμένα προστατευτικά ξύλινα καγκελάκια, ζωντανή ροή πεντακάθαρου νερού. Αποκαλύπτονται και πάλι όλα τα τόσο όμορφα χαρακτηριστικά του φαραγγιού, τα πέτρινα τοξωτά και επίπεδα γεφυράκια, οι μικρές λίμνες και καταρράκτες και κυρίως οι παλιοί νερόμυλοι που συνολικά έφταναν τους δέκα. Κάποτε ήταν το γραφικότερο χαρακτηριστικό του τόπου, άλεθαν με τρόπο παραδοσιακό τα γεννήματα των γεωργών, έπαιρναν ζωή και κίνηση από τη δύναμη της φύσης, τη ροή του νερού. Σήμερα απομένουν ερειπωμένοι, η εξαίρετη τοιχοποιΐα τους, οι μυλόπετρες και τ’ άλλα εξαρτήματα σκουριάζουν ή έχουν καλυφθεί από χόρτα και κλαδιά.
Η βλάστηση στο φαράγγι είναι πυκνή. Ποικίλα δέντρα συνωθούνται το ένα δίπλα στο άλλο, στην προσπάθειά τους να βρουν μια διέξοδο στον ήλιο. Κυριαρχούν τα πουρνάρια, τα κυπαρίσσια και τα πλατάνια. Τα κενά ανάμεσα στους κορμούς τους συμπληρώνουν οι χαμηλότεροι θάμνοι, σχοίνα, φτέρες, δάφνες και σπάρτα. Χαμηλότερα ακόμη, έχουν αναλάβει τη διακόσμηση του εδάφους ίριδες και κυκλάμινα.
Με ήρεμο, απολαυστικό βηματισμό, δεν χρειαζόμαστε περισσότερα από 15 λεπτά για την ολοκλήρωση της διαδρομής. Στο τέρμα του πλακόστρωτου μας υποδέχεται ένα ξύλινο κιόσκι για χαλάρωση και ρεμβασμό σ’ αυτό τον νεραϊδότοπο. Μερικά μέτρα νωρίτερα, κάτω από το τελευταίο γεφύρι, το νερό του ρέματος εισχωρεί σ’ ένα στενό λούκι από συμπαγείς κατακόρυφους βράχους, αναπτύσσει μεγάλη ταχύτητα και καταλήγει με βουή σε μια απόκρυφη λιμνούλα.
Δεν έχουμε στοιχεία επισκεψιμότητας Φαραγγιού της Μέλισσας, πιστεύουμε όμως, πως κάθε ευαισθητοποιημένος επισκέπτης της Λευκάδας θα άξιζε να επωφεληθεί από το πανέμορφο αυτό φυσιολατρικό έργο του Δήμου Σφακιωτών.
ΟΡΟΠΕΔΙΟ ΑΓ. ΔΟΝΑΤΟΥ
Είναι αδύνατον ν’ αποχαιρετήσουμε τη Λευκάδα, χωρίς μιαν αναμνηστική επίσκεψη σ’ ένα τοπίο με χαρακτηριστικά μοναδικά. Που παρόμοια δεν έχουμε συναντήσει σε κανέναν άλλο τόπο της Ελλάδας, ηπειρωτικό ή νησιωτικό. Είναι το Οροπέδιο του Αγ. Δονάτου. Το συναντάμε 13 χλμ. Ν-ΝΑ του Δράγανου, στο κέντρο περίπου του νησιού.
Φτάνουμε αρχικά στους οικισμούς Κομηλιό και Χορτάτα. Αμέσως μετά παρεκκλίνουμε από το κεντρικό οδικό δίκτυο δεξιά, με κατεύθυνση ΝΑ προς Αγ. Δονάτο και Εγκλουβή. Ανηφορίζει ο δρόμος με κλειστές αλλεπάλληλες στροφές. Μερικά λεπτά μετά ο ανήφορος τελειώνει, ο τόπος γίνεται επίπεδος σχεδόν. Βρισκόμαστε ήδη στο οροπέδιο του Αγ. Δονάτου σε υψόμετρο 950 περίπου μέτρων. Ειν’ ένα υψίπεδο αρκετών εκατοντάδων στρεμμάτων, λιτό, αυστηρότατο, με χαμηλή βλάστηση και πέτρες κατάσπαρτες παντού.
Αναρωτιέται κανείς τί είναι αυτό που κάνει το τοπίο μοναδικό. Η απάντηση βρίσκεται στις πέτρες του! Όχι βέβαια τις «ατάκτως ερριμμένες» από τη φύση αλλά τις καλοβαλμένες και καλοχτισμένες από χέρια ανθρώπων. Που εδώ και αιώνες έχουν δημιουργήσει με περίσσια υπομονή και τέχνη αυτή την «πέτρινη αρχιτεκτονική της υπαίθρου», που δεσπόζει σ’ όλο το οροπέδιο. Είναι τριών μορφών τα πέτρινα έργα. Είναι αρχικά οι «λιθιές», οι «σκάλες» δηλαδή, που συγκρατούσαν το χώμα και έδιναν στο κτήμα οριζόντιες επιφάνειες, απαραίτητες για την καλλιέργεια των δημητριακών και ιδιαίτερα της φημισμένης «Φακής της Εγκλουβής».
Είναι μετά τα αλώνια, τόσο πολλά όσα δεν υπάρχουν σε κανέναν άλλο τόπο της Ελλάδας. Κάποτε ήταν όλα πέτρινα, ενώ σήμερα στρωμένα τα περισσότερα με τσιμέντο.
Οι πιο περίτεχνες, ωστόσο, κατασκευές της πέτρας είναι οι «βόλτοι» ή «βόλτα», τα αναρίθμητα καλυβάκια που είναι κατάσπαρτα παντού. Χρησιμοποιούνται για την αποθήκευση γεωργικών εργαλείων και για πρόσκαιρη στέγαση των καλλιεργητών, που ανεβαίνουν στο οροπέδιο από τον διπλανό οικισμό της Εγκλουβής. Η κατασκευή των λίθινων αυτών καλυβιών είναι πολύ ανθεκτική και ανατίθετο σε ειδικούς τεχνίτες. Οι παλαιότεροι βόλτοι πλησιάζουν τα 200 χρόνια και έχουν παραμείνει άθικτοι από τους σεισμούς, ενώ οι πρώτοι πρέπει να εμφανίστηκαν ήδη από τον 17ο αιώνα, στα χρόνια των Ενετών. Σήμερα οι βόλτοι που παραμένουν όρθιοι υπολογίζονται περίπου σε 150!(4)
Περιδιαβαίνουμε ώρα πολλή στον τόσο ιδιαίτερο τούτο τόπο με το τραχύ έδαφος, τα μικροσκοπικά κτήματα και τις πάμπολλες καρυδιές, τα παλιά πέτρινα πηγάδια που εξακολουθούν να κρατούν νερό.
Μπροστά στην πλατεία του Αγ. Δονάτου απολαμβάνουμε τον χειμωνιάτικο ήλιο και τον καθάριο αέρα του υψομέτρου. Και αναρωτιόμαστε, πότε επιτέλους θ’ αξιωθούμε να βρεθούμε σ’ αυτό τον πανέμορφο χώρο στις 6 Αυγούστου, τότε που γίνεται το μεγάλο πανηγύρι με την πασίγνωστη πια «Γιορτή της Φακής». Που την μαγειρεύουν παραδοσιακά στα καζάνια οι γυναίκες της Εγκλουβής και είναι τόσο νόστιμη αλλά και τόσο δυσεύρετη.
Καθώς παίρνει να γέρνει ο ήλιος κατηφορίζουμε προς τον ορεινό οικισμό της Εγκλουβής. Μεγάλο και γραφικό χωριό, με πολλά πέτρινα σπίτια, χτισμένα ανάμεσα σε λοφίσκους, σε υψόμετρο 750 περίπου μέτρων. Στην πλακόστρωτη πλατειούλα μια ταβέρνα παραμένει ανοιχτή. Αισθανόμαστε ξαφνικά να πεινάμε.
-Να βάλω να γίνεται μια ντόπια φακή; μας ρωτάει ο μαγαζάτορας.
-Πόσο χρόνο θα πάρει;
-Ε, καμιά ωρίτσα, όχι παραπάνω.
Κοιτάμε το ρολόϊ, τον ήλιο που έχει χαθεί πίσω απ’ το βουνό. Ύστερα σκεφτόμαστε το ταξίδι ως τη Θεσσαλονίκη, τουλάχιστον 5 ώρες από τα ορεινά της Εγκλουβής. Με τόσους υπολογισμούς και συλλογισμούς χάνεται η γοητεία της αυθόρμητης απόφασης, δεν έχει πια θέση στο τραπέζι μας η φακή.
–Δεν πειράζει, λέει ο μαγαζάτορας, την άλλη φορά που θα’ χετε περισσότερο χρόνο, θα δοκιμάσετε στον τόπο της τη φακή της Εγκλουβής.
ΠΑΡΑΠΟΜΠΕΣ
(1) Αυτό τον τύπο ξυλοδεσιάς, με μικρές παραλλαγές, έχουμε συναντήσει σε διάφορα σημεία της Ελλάδας, όπως για παράδειγμα στους ΜΕΤΑΞΑΔΕΣ ΕΒΡΟΥ (ΕΛΛ. ΠΑΝ. Τευχος 34, 2003) και στην ΓΟΥΜΕΝΙΣΣΑ ΚΙΛΚΙΣ (ΕΛΛ. ΠΑΝ. Τεύχος 55, 2007).
(2) «ΛΕΥΚΑΔΑ, ΕΞΕΡΕΥΝΩΝΤΑΣ ΤΗΝ ΕΝΔΟΧΩΡΑ», ΕΛΛ. ΠΑΝ., τεύχος 45, 2005.
(3) «ΜΕ ΙΣΤΙΟΠΛΟΪΚΟ ΣΤΟ ΙΟΝΙΟ», ΕΛΛ. ΠΑΝ. Τεύχος 46, ΙΟΥΛ-ΑΥΓ. 2005
(4) πολλές συναρπαστικές πληροφορίες για το Οροπέδιο του Αγ. Δονάτου αναφέρονται στο τεύχος 45, 2005.
ΕΥΧΑΡΙΣΤΙΕΣ
Ευχαριστούμε θερμά την Έλενα Κατωπόδη και συνολικά την οικογένειά της που έκαναν τα πάντα, όχι μόνον στο Αρχοντικό «Μέλι» αλλά και στα φιλόξενα σπιτικά τους, με τόση φιλικότητα και εγκαρδιότητα, ώστε να ζήσουμε στις άγιες μέρες των Χριστουγέννων υπέροχες στιγμές και αξέχαστη ανθρώπινη ζεστασιά.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
-Π. Κοντομίχη, «ΤΑ ΓΕΩΡΓΙΚΑ ΤΗΣ ΛΕΥΚΑΔΑΣ» εκδ. ΓΡΗΓΟΡΗ, ΑΘΗΝΑ 1985.
-Π. Κοντομίχη, «ΤΟ ΝΟΙΚΟΚΥΡΙΟ ΤΟΥ ΧΩΡΙΑΤΙΚΟΥ ΣΠΙΤΙΟΥ ΣΤΗ ΛΕΥΚΑΔΑ, εκδ. ΓΡΗΓΟΡΗ, ΑΘΗΝΑ 1985.
ΧΡΗΣΙΜΕΣ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ
ΑΠΟΣΤΑΣΕΙΣ ΑΠΟ ΔΡΑΓΑΝΟ
ΠΑΡΑΛΙΕΣ: ΓΙΑΛΟΣ: 6 χλμ., ΕΓΚΡΕΜΝΟΙ: 6.5 χλμ., ΠΟΡΤΟ ΚΑΤΣΙΚΙ: 12.5 χλμ.
ΟΡΟΠΕΔΙΟ ΑΓ. ΔΟΝΑΤΟΥ: 13 χλμ.
ΛΙΜΑΝΙ ΒΑΣΙΛΙΚΗΣ: 13 χλμ.
ΠΟΛΗ ΛΕΥΚΑΔΑΣ: 35 χλμ.
ΑΕΡΟΔΡΟΜΙΟ ΑΚΤΙΟΥ: 48 χλμ.
ΘΕΣ/ΝΙΚΗ: 380 χλμ.
ΑΘΗΝΑ: 360 χλμ.
ΔΙΑΜΟΝΗ: ΒΙΛΛΑ «ΜΕΛΙ»
Δράγανο – Λευκάδα.
Τηλ. 6945-262123
e-mail: info@meli-lefkada.com
ΦΑΡΑΓΓΙ ΜΕΛΙΣΣΑΣ
ΥΨΟΜΕΤΡΟ ΑΦΕΤΗΡΙΑΣ: 245 μ.
ΥΨΟΜΕΤΡΟ ΤΕΡΜΑΤΙΣΜΟΥ: 195 μ.
ΥΨΟΜΕΤΡΙΚΗ ΔΙΑΦΟΡΑ: 50 μ.
ΧΡΟΝΟΣ: +-15’
ΚΛΙΣΕΙΣ: ΗΠΙΕΣ
ΠΟΡΕΙΑ: ΠΟΛΥ ΕΥΚΟΛΗ
ΜΟΝΟΠΑΤΙ: ΦΑΡΔΥ, ΠΛΑΚΟΣΤΡΩΜΕΝΟ
ΑΞΙΟΘΕΑΤΑ: παλιοί νερόμυλοι, πέτρινα γεφυράκια, μικρές λίμνες και καταρράκτες, πυκνή και ποικίλη βλάστηση.