Ο οφιτοασβεστίτης της Χασάμπαλης, ο ονομαζόμενος «Πράσινος Θεσσαλικός Λίθος», υπήρξε ένα από τα φημισμένα πετρώματα της ύστερης αρχαιότητας (1ος αι. π.Χ. – 6ος αι. μ.Χ.). Ήταν όμως τόσο ακριβός, ώστε χρησιμοποιείτο κυρίως για την οικοδόμηση πολυτελών κτιρίων αυτοκρατόρων, αρχόντων, ευγενών και, γενικά, εύπορων πολιτών.
Πρόλογος
Ήταν άνοιξη του 1999 όταν συνάντησα τον κ. Στέργιο Νάρη, κάτοικο στο Καλοχώρι Συκουρίου Θεσσαλίας, που μου είπε αυτά τα λόγια: «Πριν από χρόνια διάβασα ότι την Αγιά Σοφιά στην Κωνσταντινούπολη την κτίσανε με πέτρες από τα μέρη μας, εδώ κοντά, από τη Χασάμπαλη. Γιατί δεν ψάχνεις εσύ που είσαι γεωλόγος; Κάτι θα βρεις».
Αυτό μου φάνηκε τότε κάπως υπερβολικό, αλλά όταν άρχισα τις έρευνές μου διαπίστωσα ότι, όχι μόνο στην Αγιά Σοφιά, αλλά και σε πολλά άλλα σημαντικά μνημεία, είχε χρησιμοποιηθεί το πέτρωμα από τα λατομεία της Χασάμπαλης, γνωστό ως «Πράσινος Θεσσαλικός Λίθος».
Τότε ήταν που άρχισα την έρευνά μου σ’ αυτήν τη λατομική περιοχή με τον κ. Γιώργο Έξαρχο και τον κ. Ιωάννη Τσιμπούκη, κατοίκους του Καλοχωρίου. Ο κ. Τσιμπούκης υπήρξε λατόμος για πάνω από 40 χρόνια, πολλά από τα οποία δούλεψε στη Χασάμπαλη. Άρα ήταν ο καταλληλότερος άνθρωπος για να μας δώσει πληροφορίες σχετικά με τα λατομεία της περιοχής.
Η σπανιότητα του πετρώματος στη Χασάμπαλη, σε συνδυασμό με τις ασυνήθιστες συνθήκες σχηματισμού του πριν από εκατομμύρια χρόνια στο βυθό ενός ωκεανού, έκανε την έρευνα αυτή ιδιαίτερα ελκυστική και ενδιαφέρουσα.
Ένα από τα πιο φημισμένα λοιπόν πετρώματα της ύστερης αρχαιότητας (1ος αι. π.Χ. – 6ος αι. μ.Χ.) υπήρξε ο οφιτοασβεστίτης της Χασάμπαλης, ο ονομαζόμενος «Πράσινος Θεσσαλικός Λίθος». Η ιδιαίτερα σκληρή υφή του, οι καλές φυσικο-μηχανικές ιδιότητες, αλλά και η εντυπωσιακή μορφή του, το έκαναν κατάλληλο για την κατασκευή μονολιθικών κιόνων και εσωτερικών επενδύσεων σε ναούς, λουτρά, ανάκτορα κ.ά. Ήταν όμως τόσο ακριβός, ώστε να χρησιμοποιείται κυρίως σε πολυτελή κτήρια αυτοκρατόρων, αρχόντων και γενικά εύπορων πολιτών, Η εξόρυξη του πετρώματος άρχισε τον 1ο αι. π.Χ. και συνεχίστηκε, τη δεκαετία του 1980, με μικρές μόνο διακοπές.
Ο οφιτοασβεστίτης της Χασάμπαλης είναι ένα πέτρωμα, όχι ιδιαίτερα συνηθισμένο, και με αυτή τη μορφή σπάνια υπάρχει σε όλον τον κόσμο. Είναι ένα λατυποπαγές από σερπεντινίτη, σε όλες τις αποχρώσεις του πράσινου χρώματος, με διάσπαρτα κομμάτια λευκού ασβεστίτη, συνήθως αποστρογγυλωμένα. Η χρωματική αντίθεση μεταξύ του σερπεντινίτη και του ασβεστίτη είναι αυτή που δημιουργεί μία ξεχωριστή αισθητική, ειδικά όταν το πέτρωμα είναι λειασμένο και στιλβωμένο. Για το λόγο αυτό ήταν τόσο περιζήτητο.
Τεκμηριώνεται έτσι το γεγονός ότι τα λατομεία της Θεσσαλίας ήταν φημισμένα πριν από 2000 χρόνια εξαιτίας αυτού του έξοχου και μοναδικού δομικού λίθου, φήμη την οποία διατήρησε σχεδόν μέχρι τις ημέρες μας.
Κεφάλαιο 1. Η εξόρυξη και η επεξεργασία του λίθου στα αρχαία χρόνια
· Τα υλικά δόμησης κατά την αρχαιότητα και τα αρχαία λατομεία
Κατά την περίοδο των αρχαίων ελληνικών χρόνων το σημαντικότερο και πολυχρηστότερο πέτρωμα ήταν το ελληνικό μάρμαρο. Κανένα άλλο υλικό δεν εντυπωσίασε περισσότερο τον άνθρωπο. Με αυτό μεγαλούργησαν οι διασημότεροι γλύπτες της αρχαίας Ελλάδας όπως ο Φειδίας, ο Πραξιτέλης, ο Σκόπας, ο Λύσιππος και τόσοι άλλοι. Με το μάρμαρο δημιούργησαν αριστουργήματα, υψηλής αισθητικής, όπως ναούς, δημόσια κτήρια, θέατρα, ανάκτορα, τύμβους, αγάλματα και πολυτελείς επαύλεις. Ξεχωρίζει από τα άλλα δομικά πετρώματα λόγω του χρώματός του, ιδιαίτερα του λευκού, της ομοιογένειας των συστατικών του, της λάμψης του, καθώς και της ευκολίας κατά την κατεργασία του.
Τα λατομεία των Κυκλάδων ήταν από τα πρώτα που λειτούργησαν στην Ελλάδα τον 7ο αι. π.Χ. Η Πάρος διέθετε ένα έξοχο ευλάξευτο μάρμαρο, λευκό, με ιδιαίτερη λάμψη και ομογενείς κόκκους, γνωστό και ως «παρία λίθος» κατά τον Στράβωνα. Ήταν επίσης γνωστό και ως «λυχνίας» ή «λυχνίτης λίθος» διότι η εξόρυξή του γινόταν σε υπόγεια λατομεία, όπου για φωτισμό χρησιμοποιούσαν λύχνους. Απ΄ αυτό κατασκευάστηκαν αριστουργήματα της γλυπτικής όπως ο Ερμής του Πραξιτέλη, η Αφροδίτη της Μήλου, κόρες και κούροι της Ακρόπολης, τα Κυκλαδικά ειδώλια, καθώς και αρχιτεκτονικά μέλη στον Παρθενώνα, στον Ναό της Αφαίας στην Αίγινα, στον Ναό του Απόλλωνα στους Δελφούς.
Στη Νάξο εξορυσσόταν λευκό χοντρόκοκκο μάρμαρο, ποιοτικά κατώτερο από εκείνο της Πάρου. Λευκό μάρμαρο εξορύχθηκε επίσης στην Άνδρο, Τήνο, Χίο και Θάσο.
Στην Αττική φημισμένο ήταν το μάρμαρο της Πεντέλης που ήταν λεπτόκοκκο, με μεγάλη πυκνότητα και εξαιρετική διαύγεια. Χρησιμοποιήθηκε για την κατασκευή αριστουργημάτων κατά την Χρυσή Εποχή του Περικλή, όπως ο Παρθενώνας και το Ερέχθειο στην Ακρόπολη.
Εκτός από τα λευκά μάρμαρα, υπήρχαν και ποικιλόχρωμα πετρώματα. Εξαιρετικής ομορφιάς και ιδιαίτερα ακριβά ήταν το κοκκινωπό μάρμαρο Ταινάρου, η «ταιναρεία λίθος» κατά τον Πλίνιο, το σιπολινικό μάρμαρο με πρασινωπές στρώσεις της Καρύστου Εύβοιας, η «καρύστιος λίθος» κατά τον Στράβωνα, και το πολύχρωμο μάρμαρο Σκύρου, η «σκυρία λίθος» επίσης κατά τον Στράβωνα. Άλλα ποικιλόχρωμα ελληνικά πετρώματα, ήταν ο πράσινος ανδεσίτης της Λακωνίας, ο «κροκεάτης λίθος» κατά τον Παυσανία και βέβαια ο πράσινος οφιτοασβεστίτης της Χασάμπαλης, ο «Πράσινος Θεσσαλικός Λίθος» κατά τον Παύλο Σιλεντιάριο (6ος αι. μ.Χ.).
Μέθοδοι λατόμησης κατά την αρχαιότητα
Γενικά ο τρόπος εξόρυξης κατά την αρχαιότητα δεν διέφερε πολύ από αυτήν που γινόταν μέχρι και πριν από μερικά χρόνια. Όμως μετά τη σχετικά πρόσφατη ανακάλυψη των αδαμαντοφόρων συρματόσχοινων και των μηχανικών αλυσοπρίονων, άλλαξε ριζικά ο μετέπειτα τρόπος λατόμησης.
Καταρχάς την εποχή εκείνη η κοπή των λίθων γινόταν σε υπαίθρια νταμάρια, με ανοιχτά κλιμακωτά μέτωπα, όπως γίνεται και σήμερα. Ο λίθος ο οποίος εξορυσσόταν θα έπρεπε να είναι «υγιής», συμπαγής, χωρίς ρωγμές, εσωτερικές ατέλειες, ή μεταβολές της κρυσταλλικότητας. Κοβόταν συνήθως σε ορθογώνιους μονόλιθους (Σχ. 1) το μέγεθος των οποίων ήταν ανάλογο με το έργο προς κατασκευή.
Για την κοπή και απόσπαση των ογκόλιθων το πρώτο βήμα ήταν να λαξεύσουν την πέτρα από το μητρικό πέτρωμα, δημιουργώντας περιμετρικά κατακόρυφα αυλάκια. Τα αυλάκια αυτά είχαν πλάτος 5 έως 25 cm και βάθος έως 1 m. Η λάξευση αυτή γινόταν με αξίνα και χρήση χαλαζιακής άμμου ή σμύριδας Νάξου με προσθήκη νερού.
Στα αυλάκια και στη βάση των ογκόλιθων άνοιγαν κοιλότητες μέσα στις οποίες προσάρμοζαν σφήνες από σίδερο ή ξύλο. Τις σιδερένιες σφήνες τις χτυπούσαν με δύναμη, μέχρι να αποσπαστεί ο ογκόλιθος. Τις ξύλινες σφήνες, αφού τις προσάρμοζαν στις κοιλότητες, τις έβρεχαν με νερό, για να διογκωθούν και έτσι να αποσπαστεί ο λίθος.
Μετά την αποκόλληση του λίθου ακολουθούσε μία πρώτη επιτόπια λάξευση ή «πελέκηση», η οποία καθόριζε το γενικό σχήμα, ανάλογα με την κατασκευή για την οποία προοριζόταν. Με τον τρόπο αυτό αφαιρούσαν το περιττό βάρος του ογκόλιθου και γινόταν ευκολότερη η μεταφορά του.
Η μεταφορά των ογκόλιθων σε μεγάλες αποστάσεις ήταν τις περισσότερες φορές πολυδάπανη, γινόταν μόνο για την κατασκευή σημαντικών κτηρίων και ονομαζόταν «λιθαγωγία» ή «λιθιγία». Αποτελούσε μία δύσκολη και επίπονη εργασία, γιατί συχνά το έδαφος ήταν ορεινό και ανώμαλο.
Τα μακριά και εύθραυστα κομμάτια, όπως κίονες και στήλες, μεταφέρονταν είτε με τετράτροχες άμαξες που τις έσερναν ζευγάρια βοδιών ή μουλαριών, είτε με την προσαρμογή τροχών στα κομμάτια αυτά. Όσο για τη θαλάσσια μεταφορά χρησιμοποιούσαν «φορτηγίδες λιθαγωγούς».
· Το επάγγελμα του λατόμου κατά την αρχαιότητα και τα εργαλεία λατομίας και λάξευσης των λίθων
Στα λατομεία εργαζόταν ειδικοί τεχνίτες «λατόμοι» ή «λιθοτόμοι». Ήταν συνήθως δούλοι, όπως προκύπτει από τις αναφορές του Δημοσθένη και του Ξενοφώντα. Ο Θουκυδίδης και ο Ξενοφώντας αναφέρουν επίσης ότι συχνά και οι αιχμάλωτοι δούλευαν στα λατομεία. Έτσι, για παράδειγμα, στα λατομεία πωρόλιθου των Συρακουσών χρησιμοποιήθηκαν περίπου 7.000 Αθηναίοι που πιάστηκαν αιχμάλωτοι στην εκστρατεία των Αθηναίων στη Σικελία το 413 π.Χ. Την τέχνη του λατόμου την ασκούσαν και ελεύθεροι πολίτες, οι οποίοι, σε παπύρους του 3ου αι. π.Χ. χαρακτηρίζονται ως «ελευθεροτόμοι».
Οι λατόμοι αυτοί ήταν υπό την επίβλεψη του «ηγουμένου» ή του «επιτρόπου λατομίων». Η αρχική επεξεργασία του λίθου στο εργοτάξιο γινόταν από εξειδικευμένους τεχνίτες, τους «λιθουργούς» ή «λιθοξόους» ή «λιθοκόπους».
Η διαδικασία της εξόρυξης και απόσπασης των ογκόλιθων, της λάξευσης και της μεταφοράς τους ήταν μία ιδιαίτερα επίπονη διαδικασία για την οποία απαιτούνταν σημαντική μυϊκή δύναμη, μεγάλη προσοχή και συντονισμένη ομαδική προσπάθεια, ώστε οι μονόλιθοι να αποσπώνται ακέραιοι και ομοιόμορφοι.
Τα λατομικά εργαλεία αποτελούσαν εξέλιξη αντίστοιχων παλαιότερων εργαλείων επεξεργασίας λίθων ή ξύλων Η μεγάλη ανάπτυξη της μεταλλουργίας και η βελτίωση των κραμάτων του σιδήρου (χάλυβα) συνετέλεσαν στην κατασκευή σκληρών και ανθεκτικών εργαλείων, τα οποία διακρίνονται σε λατομικά, λαξευτικά και γλυπτικά.
Τα κυριότερα λατομικά και λαξευτικά εργαλεία είναι τα κοπτικά. Αυτά χωρίζονται σε κρούοντα και σε κρουόμενα. Τα εργαλεία των λιθοξόων ήταν επίσης σιδερένια και αναφέρονται γενικά ως «λιθουργά» ή «λιθουργικά» ή «σιδήρια».
Άλλα εργαλεία ήταν ο μοχλός, ο σύγχρονος λοστός, καθώς επίσης και οι ξύλινες και σιδερένιες σφήνες.
Υπήρχαν και ορισμένα βοηθητικά όργανα για την ορθογώνιση, την οριζοντίωση και την ευθυγράμμιση των λίθων. Έτσι γινόταν χρήση της «γωνίας» ή του «γνώμονα» για τη χάραξη ορθών γωνιών, του «διαβήτη» για τη χάραξη κύκλων, του «κανόνα» για τον έλεγχο της ευθυγράμμισης και της «καθέτου» ή «στάθμης», το σύγχρονο «νήμα της στάθμης».
Κεφάλαιο 2. Ο Πράσινος Θεσσαλικός Λίθος
Οι αρχιτέκτονες του Βυζαντίου χρησιμοποίησαν και αυτοί σκληρούς και ανθεκτικούς λίθους για την κατασκευή και διακόσμηση μεγαλοπρεπών. Ένα τέτοιο σκληρό και ανθεκτικό υλικό ήταν και ο πράσινος Θεσσαλικός λίθος.
Τα λατομεία της προέλευσης του λίθου αυτού, εντοπίζονται στη Χασάμπαλη στο ύψωμα Γεντίκι Πρόκειται για ένα ύψωμα ανάμεσα στο Καλοχώρι και στο Ομορφοχώρι Λάρισας, 12 km ΒΑ της πόλης της Λάρισας, κοντά στον Πηνειό ποταμό, στο δρόμο που οδηγεί στο Συκούριο. Επάνω στο λόφο υπάρχει το ξωκκλήσι της Αναλήψεως.
Τα αρχαία λατομεία είναι διάσπαρτα στη ΝΔ πλευρά του υψώματος. Κατακόρυφα μέτωπα εξόρυξης, πολλαπλές αναβαθμίδες σε ορθογώνιο σχήμα, κυκλικές κοιλότητες και ημικυκλικές εσοχές, αποδεικνύουν την εντατική εξόρυξη από την ύστερη αρχαιότητα μέχρι τις μέρες μας.
Από τη θέση των αρχαίων λατομείων στη Χασάμπαλη μπορεί κανείς να έχει μία πανοραμική θέα από τον Κίσσαβο και τον Όλυμπο έως το Μαυροβούνι και από το Πήλιο και την Όθρυ έως την Πίνδο, τα Αντιχάσια και τα Καμβούνια.
Η περιοχή αυτή ανήκει γεωτεκτονικά στην Πελαγονική ζώνη και αποτελείται κυρίως από μεταμορφωμένα και οφιολιθικά πετρώματα.
Ο Θεσσαλικός οφιτοασβεστίτης αποτελείται από λατύπες[1] σερπεντινίτη διαφόρων διαστάσεων σε πρασινόμαυρο χρώμα, με πλήθος εγκλεισμάτων από λευκό μάρμαρο. Η ενδιάμεση μάζα, η οποία είναι λευκοπράσινη ως πρασινωπή, αποτελείται κυρίως από λεπτόκοκκο ασβεστίτη και σερπεντίνη και συγκολλά τις λατύπες, καθιστώντας το πέτρωμα πολύ συμπαγές. Το πέτρωμα αυτό σχηματίστηκε κατά το Ιουρασικό, δηλαδή πριν από 150-200 εκατομμύρια χρόνια, στο βυθό ενός ωκεανού, τμήμα της θάλασσας της Τηθύος, κάτω από σύνθετες τεκτονικές, ιζηματογενείς και υδροθερμικές διεργασίες. Με το κλείσιμο του ωκεανού κατά το Τριτογενές, δηλαδή πριν από 25-70 εκατομμύρια χρόνια, τμήματά του, μαζί και ο οφιτοασβεστίτης, επωθήθηκαν επάνω στην Πελαγονική ζώνη, όπου και εντοπίζονται σήμερα.
Οι φυσικο-μηχανικές ιδιότητες του οφιτοασβεστίτη της Χασάμπαλης είναι εξαιρετικές και για το λόγο αυτό προτιμήθηκε ως δομικός λίθος για περίπου 2.000 χρόνια. Πρόκειται για ένα σκληρό πέτρωμα με την ψηλότερη αντοχή στη θλίψη (compression strength: 1,265 kgr/cm2) και αντοχή στην τάση (tension strength: 342 kgr/cm2) σε σχέση με άλλα οφιολιθικά πετρώματα της Ελλάδας, όπως της Ημαθίας, της Τήνου και της Σκύρου. Επίσης, το φαινόμενο ειδικό βάρος (apparent specific weight) είναι 2,670 kgr/m3, ο δείκτης υδατοαπορρόφησης (water absorption coefficient) είναι 0,48 wt% και η αντοχή στην τριβή (abrasion resistance) 3,21 mm.
Κεφάλαιο 3. Περιγραφή των λατομείων στη Χασάμπαλη
Το σύνθετο σύμπλεγμα των λατομείων στη Χασάμπαλη περιλαμβάνει δύο μεγάλες ζώνες εξόρυξης. Η πρώτη ζώνη εκτείνεται στα νότια, γύρω από το ξωκκλήσι της Αναλήψεως και βρίσκεται σε υψόμετρο 250 m. Καταλαμβάνει μια έκταση 200 x 200 m2 και αποτελείται από επτά μεγάλα λατομεία ορθογώνιου σχήματος μήκους έως 50 m και πλάτους πάνω από 10 m, το καθένα. Η εποχή της λειτουργίας τους προσδιορίζεται, κατά τη Ρωμαϊκή περίοδο και σε μικρότερο βαθμό κατά τα Βυζαντινά χρόνια.
Έχουν εντοπιστεί έως και πέντε διαδοχικά επίπεδα εξόρυξης όπου διακρίνονται καθαρά τα ίχνη από τα εργαλεία και οι εσοχές από όπου αποσπάστηκαν τα τεμάχια στα μέτωπα εξόρυξης, το ύψος των οποίων κυμαίνεται από 1,5 έως 5 m. Στην περιοχή υπάρχουν ακόμη αμετακίνητοι κατεστραμμένοι μονόλιθοι από αστοχία και λάθη κατά την εξόρυξη.
Τα πετρώματα εξορύσσονταν σε ορθογώνιους όγκους με διαστάσεις 5,50 x 1,80 m, 4,20 x 1,20 m και 4,00 x 1,50 m. Γενικά το μήκος τους κυμαίνονταν μεταξύ 1,70 και 5,50 m, το πλάτος τους μεταξύ 0,70 και 1,80 m και το πάχος τους από 0,60 έως 1,00 m.
Για την πιο εύκολη μεταφορά των ογκόλιθων γινόταν, μία επιτόπου πελέκηση και επεξεργασία, η οποία μείωνε το βάρος τους.
Η δεύτερη ζώνη εξόρυξης στη Χασάμπαλη καταλαμβάνει τη ΒΔ πλευρά της. Τα λατομεία αυτά προμήθευαν κυρίως με κίονες, αλλά και με αρχιτεκτονικά μέλη ολόκληρη τη Βυζαντινή Αυτοκρατορία για πολλούς αιώνες. Σήμερα διασώζονται μόλις επτά σε μία έκταση μήκους 500 m και πλάτους 50 m.
Τα μέτωπα λατόμησης που διατηρούνται σήμερα έχουν το σχήμα πετάλου με διάμετρο που κυμαίνεται από 5 έως 40 m, ενώ το ύψος τους ξεπερνάει τα 20 m. Επίσης υπάρχουν και μέτωπα με τη μορφή «αποτυπωμάτων κιόνων» σε όρθια θέση, διαφορετικών διαστάσεων. Από μία τέτοια κοιλότητα που διατηρείται μέχρι σήμερα, ύψους 9 m, φαίνεται να έχει εξορυχθεί ένας κίονας, από τους υψηλότερους της Χασάμπαλης, που κατά πάσα πιθανότητα χρησιμοποιήθηκε στην Αγία Σοφία της Κωνσταντινούπολης, αφού μόνο εκεί παρατηρούνται τόσο ψηλοί κίονες.
Σπουδαίας σημασίας είναι το εύρημα μιας εσοχής σε ένα από τα μέτωπα λατόμησης σε σχήμα ενός μικρού ιερού. Παρόμοιο ιερό έχει βρεθεί στα ρωμαϊκά λατομεία των Στύρων Καρύστου, στη νότια Εύβοια, από όπου προερχόταν το διάσημο σιπολινικό μάρμαρο. Θεωρείται ότι εκεί το ιερό ήταν αφιερωμένο στον Ηρακλή, τον προστάτη θεό των λατόμων. Στη θέση του αρχαίου ναού της Χασάμπαλης, που και αυτός πιθανώς ήταν αφιερωμένος στον Ηρακλή, κτίστηκε κατά τα βυζαντινά χρόνια το μικρό εκκλησάκι της Αναλήψεως. Στη δεκαετία του 1950 ένα μεγαλύτερο ξωκκλήσι, επίσης της Αναλήψεως, κτίστηκε ακριβώς δίπλα, επάνω σε μέτωπο εξόρυξης. Η κατασκευή αυτών των ναών, αφιερωμένων παλαιότερα στους αρχαίους και αργότερα στους χριστιανικούς θεούς, δείχνει την ανάγκη αυτών των λατόμων να έχουν κοντά τους ένα τόπο προσευχής. Έτσι αντλούσαν δύναμη για να αντιμετωπίσουν τις εξοντωτικές συνθήκες της πολύ σκληρής δουλειάς που έκαναν.
Είναι αξιοσημείωτο ότι η Αγία Τράπεζα μέσα στο ιερό του ναού της Αναλήψεως, αποτελείται από έναν τεράστιο ογκόλιθο ορθογώνιου σχήματος, με μήκος 2,5 m, που παρέμεινε έτσι όπως ήταν και δεν αποσπάστηκε.
Στο μέτωπο εξόρυξης ενός από τα λατομεία φαίνεται χαραγμένος ένας σταυρός, παλαιοχριστιανικής μάλλον εποχής, ύψους 29 cm και πλάτους 22 cm, ο οποίος μας βεβαιώνει και αυτός για το θρησκευτικό συναίσθημα των λατόμων.
Χαρακτηριστικό γνώρισμα των λατομείων της Χασάμπαλης είναι οι διάσπαρτοι μονολιθικοί ογκόλιθοι ή ολόκληροι κίονες, σπασμένοι ή κατεστραμμένοι. Πιθανώς καταστράφηκαν σε κάποιο στάδιο της επεξεργασίας ή της μεταφοράς τους, με αποτέλεσμα να εγκαταλειφθούν επιτόπου και να διασώζονται μέχρι σήμερα.
Από τα σπασμένα αυτά απομεινάρια μπορούμε να καταλάβουμε ότι οι λατόμοι θα έπρεπε να είναι τόσο καταρτισμένοι, ώστε να ανταποκρίνονται στην σκληρή και απαιτητική δουλειά τους, και τα αρχιτεκτονικά μέλη που εξόρυσσαν και κατασκεύαζαν να φθάνουν στον προορισμό τους χωρίς φθορές.
Τα άχρηστα υλικά των παλαιοτέρων λατομήσεων και επεξεργασιών έχουν δημιουργήσει μεγάλους σωρούς από μπάζα. Από τον όγκο τους συμπεραίνουμε ότι η λατομική δραστηριότητα είχε πολύ μεγάλη χρονική διάρκεια.
Μεγάλο ενδιαφέρον παρουσιάζουν οι διάσπαρτες οπές επάνω στο πετρώδες έδαφος και γύρω από τα μέτωπα εξόρυξης των λατομείων σε σχήμα κυκλικό ή τετραγωνικό, διαμέτρου και βάθους που φθάνουν έως 10 cm. Η χρησιμότητά τους ήταν σημαντική για το κατέβασμα των ογκολίθων από τα μέτωπα της εξόρυξης στην κορυφή του λόφου μέχρι τη βάση όπου υπήρχε η θέση φόρτωσής τους. Ήταν σκαμμένες αριστερά και δεξιά και στην ίδια ευθεία, κατά μήκος ειδικών επικλινών «δρόμων καταγωγής». Σε αυτές τις οπές σφήνωναν γερούς και χοντρούς πασσάλους. Αφού λοιπόν τοποθετούσαν τον ογκόλιθο επάνω σε ξύλινη ή μεταλλική κυλινδρική κατασκευή, τη «φάλαγγα», τον στηρίζανε με σχοινιά. Οι άλλες άκρες των σχοινιών τυλιγότανε γύρω από τους πασσάλους, ώστε οι εργάτες να μπορούν να συγκρατούν το βάρος, αποφεύγοντας την ολίσθηση και να πετύχουν έτσι την ασφαλή κάθοδο του ογκόλιθου. Η τεχνική αυτή ήταν γνωστή από την αρχαϊκή ακόμη περίοδο και έχει χρησιμοποιηθεί μέχρι πρόσφατα.
Η απόσταση μεταφοράς από τα μέτωπα εξόρυξης έως τη θέση φόρτωσης κάλυπτε μία απόσταση 100 m και ένας τέτοιος δρόμος «καταγωγής» υπάρχει ακόμη και σήμερα. Η μεταφορά των ογκολίθων μετά τη φόρτωσή τους, γινόταν πιθανώς από το λιμάνι της Δημητριάδας, κοντά στο σημερινό Βόλο, σε απόσταση 50 km, μέσω της λίμνης Βοιβηίδος, δηλαδή της λίμνης Κάρλας, προφανώς με ειδικά διαμορφωμένα πλοιάρια. Το πιο πιθανό όμως είναι αυτό που πιστεύει ο αρχαιολόγος-ιστορικός Καθηγητής Bruno Helly, ότι οι ογκόλιθοι μεταφερόταν πρώτα μέχρι τον ποταμό Πηνειό, ο οποίος ρέει σε απόσταση μόλις 6 km από τα λατομεία, και από εκεί κατέληγαν στο Αιγαίο πέλαγος, όπου υπήρχε ένα λιμάνι ήδη από την αρχαιότητα. Αυτή η εκδοχή φαίνεται να είναι η πιο πιθανή, γιατί ήταν πιο οικονομική και πιο συμφέρουσα σε χρόνο και σε κόπο.
Κεφάλαιο 4. Η χρήση και η εξάπλωση του πράσινου Θεσσαλικού λίθου από τον 1ο αι. π.Χ. έως τον 18ο αι. μ.Χ.
Ο οφιτοασβεστίτης της Χασάμπαλης με τις διάφορες αποχρώσεις του πράσινου σερπεντινίτη και τις λευκές κηλίδες του ασβεστίτη ήταν ένα υλικό που προτιμήθηκε κατά τη Ρωμαϊκή περίοδο, αλλά έγινε περιζήτητο στα Βυζαντινά χρόνια, για την κατασκευή και διακόσμηση αυτοκρατορικών, εκκλησιαστικών και πολυτελών κτηρίων, όπως ανάκτορα, λουτρά και αυτοκρατορικές κατοικίες.
Αναφέρεται ότι η πρώτη χρήση του έγινε επί της βασιλείας του αυτοκράτορα Αδριανού (117-138 μ.Χ.) Πιθανότερη όμως είναι η εκδοχή ότι για πρώτη φορά είχε χρησιμοποιηθεί τον 1ο αι. π.Χ. στην περιοχή της Θεσσαλίας σε αναθηματικές στήλες (Διαχρονικό Μουσείο Λάρισας) και στην ανακατασκευή του αρχαίου θεάτρου της Λάρισας τον 1ο αι. μ.Χ.
Στην Καβάλα, εκεί όπου βρίσκεται το αρχαίο λιμάνι της Νεάπολης, σώζεται μέχρι σήμερα ένα κυκλικό βάθρο από τον Θεσσαλικό οφιτοασβεστίτη έξω από το Ναό του Αγίου Νικολάου. Παλαιότερα ονομαζόταν Ναός του Αγίου Παύλου, γιατί πιστεύεται ότι στο βάθρο αυτό αποβιβάστηκε ο Απόστολος Παύλος τον 1ο αι. μ.Χ., προκειμένου να επισκεφθεί τους Φιλίππους. Η ευρεία χρήση του πετρώματος αυτού άρχισε τον 2ο αι. μ.Χ. Τότε, ο πράσινος αυτός λίθος εντοπίζεται στα ρωμαϊκά λουτρά των Νερομύλων Αγιάς του Νομού Λάρισας, στο επιβλητικό παλάτι του Αδριανού στο Τίβολι της Ρώμης στα ερείπια ρωμαϊκής έπαυλης στην Κνωσό της Κρήτης και στα ρωμαϊκά κτίσματα στο Canterbury της Μ. Βρετανίας.
Στο Μουσείο του Δίου εκτίθεται ανάθημα του Λ. Τρεβίου Λέοντος (L. Trebius Leo) Ρωμαϊκής εποχής από το Ιερό του Διός Ύψιστου που περιλαμβάνει και έναν πράσινο κιονίσκο.
Στις αρχές του 4ου αι. μ.Χ. η χρήση του Θεσσαλικού λίθου αποτελούσε ένδειξη πλούτου, ισχύος και ταξικής ανωτερότητας. Τον εντοπίζουμε στις ποικιλόχρωμες πλάκες του «Οκτάγωνου» κτίσματος στο Ανάκτορο του Γαλέριου στη Θεσσαλονίκη, καθώς και στους δύο πράσινους κίονες διαμέτρου 83 cm ο καθένας στο «Περίστυλο» του ίδιου Ανακτόρου. Τις εντυπωσιακότερες όμως εφαρμογές του πράσινου αυτού λίθου τις βρίσκουμε στο πιο μεγαλειώδες μνημείο της Ορθόδοξης χριστιανικής πίστης, στο Ναό της Αγίας Σοφίας στην Κωνσταντινούπολη. Κτίστηκε τον 6ο αι. μ.Χ. επί Ιουστινιανού και η κατασκευή του, η οποία κράτησε πέντε χρόνια (532 – 537 μ.Χ.), έγινε από τους αρχιτέκτονες Ανθέμιο και Ισίδωρο. Ο πράσινος λίθος εντοπίζεται στο μεγαλύτερο μέρος της εσωτερικής επένδυσης του Ναού, καθώς και σε ένα μεγάλο κύκλο διαμέτρου 2 m, όπου βρισκόταν κάποτε ο θρόνος της Αυτοκράτειρας Θεοδώρας. Το πιο εντυπωσιακό χαρακτηριστικό όμως από όλα είναι οι πράσινοι κίονες, με ύψος που φθάνει 8,75 m, που κοσμούν αλλά και στηρίζουν αυτό το αρχιτεκτονικό θαύμα. Οι στίχοι του Παύλου Σιλεντιάριου (6ος αι. μ.Χ.) περιγράφουν τους κίονες αυτούς σαν «εκλεκτά θεσσαλικά κοσμήματα» και το εσωτερικό του Ναού σαν «έναν καταπράσινο λόφο με ένα ποταμό από λουλούδια».
Επίσης τον λίθο αυτό τον βρίσκουμε σε παλαιοχριστιανικούς ναούς της Θεσσαλονίκης τον 5ο και 6ο αι. μ.Χ., σε κίονες, άμβωνες, εικονοστάσια, βαπτιστήρια και δάπεδα της Αχειροποιήτου, του Αγίου Δημητρίου, και της Αγίας Σοφίας. Κατά την είσοδο στην Αχειροποίητο η χρωματική αντίθεση του πράσινου Θεσσαλικού λίθου με το λευκό μάρμαρο της Προκοννήσου δημιουργεί θεαματικές αντανακλάσεις στο φως του.
Ο Evliya Chelebi, ο διάσημος Οθωμανός περιηγητής του 17ου αι., ο οποίος επισκέφθηκε την Αγία Σοφία της Θεσσαλονίκης, αναφέρει ότι «στο προαύλιο της εξωτερικής πύλης υπάρχουν εννιά μαρμαροκολόνες, που η αξία της καθεμιάς είναι ίση με το χαράτσι που πληρώνουν οι γκιαούρηδες της Ρούμελης». Με αυτά τα λόγια ήθελε να δείξει πόσο ακριβές και πολύτιμες ήταν αυτές οι κολόνες στην εποχή του, μεταξύ των οποίων και τέσσερις πράσινες που σήμερα φυλάσσονται στο προαύλιο του Ναού. Προσθέτει όμως ακόμη ότι «καθώς μπαίνεις στην Αγία Σοφία της Θεσσαλονίκης υπάρχει ένας υπέροχος πράσινος άμβωνας αριστερά, ένα σπάνιο καλλιτεχνικό δημιούργημα, είναι γνωστός σε όλους τους περιηγητές της ξηράς και της θάλασσας ως ένα από τα πιο λαμπρά μνημεία του κόσμου». Σήμερα βρίσκεται στο Αρχαιολογικό Μουσείο της Κωνσταντινούπολης. Ένας παρόμοιος, αλλά μικρότερος πράσινος άμβωνας του 5ου αι. μ.Χ., βρίσκεται στο Ναό του Αγίου Μηνά στη Θεσσαλονίκη.
Άλλα παλαιοχριστιανικά μνημεία του 5ου και 6ου αι. μ.Χ., με πράσινο Θεσσαλικό λίθο, είναι οι Βασιλικές Α και Β και το «Οκτάγωνο» κτίσμα στους αρχαίους Φιλίππους, οι Βασιλικές της Αμφίπολης, της Θάσου, του Δίου, της Κάτω Μηλιάς Πιερίας, των Σταγών (σύγχρονη Καλαμπάκα), των Σερρών και στο Καστρί Δολίχης Ελασσόνας.
Στην Αθήνα, το Ερέχθειο της Ακρόπολης μετατράπηκε σε Βασιλική τον 6ο αι. μ.Χ. και στο νάρθηκα χρησιμοποιήθηκαν τρεις πράσινοι κίονες, οι οποίοι ακόμη και σήμερα μετά την αποκατάσταση του αρχαίου μνημείου, βρίσκονται τοποθετημένοι στο δάπεδό του.
Τα λατομεία της Χασάμπαλης ήταν σε λειτουργία μέχρι τον δέκατο αιώνα μ.Χ., γιατί σημαντικά κτίσματα από όλον τον κόσμο, όπως το καθολικό της Μονής του Οσίου Λουκά Βοιωτίας (10ος αι. μ.Χ.) προμηθεύτηκαν κατά καιρούς κίονες και άλλα δομικά υλικά από τα λατομεία αυτά.
Mεταξύ του 10ου και 16ου αι. μ.Χ. πολλοί από τους πρώτους βυζαντινούς ναούς καταστράφηκαν και νέοι μεγαλοπρεπέστεροι κτίστηκαν στη θέση τους με τα υλικά των παλαιών ναών, τα λεγόμενα spoilia. Ο Θεσσαλικός λίθος με τη μορφή κιόνων ως spolia βρίσκεται σε πολλά μνημεία της Θεσσαλονίκης, όπως στο ιερό του Αγίου Παντελεήμονα (14ος αι.) ως δομικό υλικό, στο βαπτιστήριο της Ροτόντας του Αγίου Γεωργίου (15ος αι.) και στη Βυζαντινή Ακρόπολη, γνωστή ως «Επταπύργιο» (15ος αι.), καθώς και στο Ναό του Αγίου Αχιλλείου (10ος αι.) στις Πρέσπες Φλώρινας, στο Καθολικό της Μονής Ιβήρων (11ος αι.) στο Άγιο Όρος, στη Μονή Ζυγού (11ος αι.) στην Ουρανούπολη Χαλκιδικής, στο Ναό της Παναγίας (11ος αι.) των αρχαίων Σταγών (σύγχρονη Καλαμπάκα) και στο Ναό της Παναγίας (14ος αι.) στην Έδεσσα. Σπασμένοι πράσινοι κίονες βρίσκονται ακόμη και σήμερα τοποθετημένοι στην Αρχαία Αγορά της Αθήνας.
Οι κιονοστοιχίες στη Βασιλική του Αγίου Ιωάννη του Laterano (17ος αι. μ.Χ.) και του Αγίου Πέτρου στο Βατικανό (16ος αι. μ.Χ.) της Ρώμης κατασκευάστηκαν επίσης από spolia του πράσινου λίθου. Εντυπωσιακές είναι και οι πράσινες κιονοστοιχίες της Βασιλικής του Αγίου Μάρκου (11ος αι. μ.Χ.) στη Βενετία Ιταλίας.
Παρατηρώντας τη ζωγραφική και γλυπτική της Αναγέννησης, ιδιαίτερα στις Βασιλικές της Ρώμης, διαπιστώνει κανείς πόσο σημαντικό και περιζήτητο υλικό ήταν ο Θεσσαλικός οφιτοασβεστίτης. Οι μεγαλύτεροι καλλιτέχνες, όπως ο Μιχαήλ Άγγελος και ο Ραφαήλ μεταξύ άλλων, τον χρησιμοποιούσαν για να διακοσμήσουν τα έργα τους. Και όταν δεν τον είχαν διαθέσιμο τότε τον ζωγράφιζαν. Στην μεγαλοπρεπή αγιογραφία του ιερού της Βασιλικής της Santa Maria degli Angeli στη Ρώμη, ο Μιχαήλ Άγγελος ζωγράφισε τέσσερεις πράσινους κίονες, δύο σε κάθε πλευρά της εικόνας, ώστε να προσδώσει στο καλλιτέχνημά του μεγαλύτερη αίγλη. Μία σημαντική εφαρμογή του Θεσσαλικού οφιτοασβεστίτη κατά τον 17ο και 18ο αι. ήταν η κατασκευή μεγάλων αυτοκρατορικών τραπεζιών, όπως αυτά που βρίσκονται στα Μουσεία Metropolitan στη Νέα Υόρκη, Βατικανού στη Ρώμη, Λούβρου στο Παρίσι, Πούσκιν στη Μόσχα, Μπρίστολ στη Μ. Βρετανία και Trinidad στην Κούβα όπου μεταφέρθηκε από τους Ισπανούς.
Στα πρώτα χρόνια της Αναγέννησης ο πράσινος Θεσσαλικός λίθος ονομάστηκε «Verde Antico», δηλαδή «αρχαίο πράσινο», και διακινήθηκε από τους Ιταλούς στην αγορά της εποχής εκείνης με αποτέλεσμα το πέτρωμα από τη Χασάμπαλη να αποκτήσει «ιταλική ταυτότητα». Το ίδιο έχει συμβεί και με άλλα πετρώματα όπως το σιπολινικό μάρμαρο των Στύρων Εύβοιας και το λευκό Πεντελικό μάρμαρο.
Κεφάλαιο 5. Η πρόσφατη λειτουργία των λατομείων της Χασάμπαλης και η χρήση του πράσινου Θεσσαλικού λίθου κατά τον 19ο και 20ο αι. μ.Χ. Μαρτυρίες του λατόμου Ιωάννη Τσιμπούκη
Τα λατομεία της Χασάμπαλης λειτούργησαν εντατικά από το 1896 έως το 1985, με τη χρηματοδότηση Αγγλικών, Ιταλικών και Ελληνικών εταιριών και απασχόλησαν πολλούς κατοίκους της περιοχής. Ωστόσο, διάφοροι περιηγητές και μελετητές μας πληροφορούν ότι τα ονομαστά λατομεία της Χασάμπαλης ανακαλύφθηκαν και πάλι το 1889 από τον γεωλόγο και αρχαιολόγο William Brindley, Βρετανό από το Derbyshire. Ο κος Brindlley κατά την επίσκεψή του στην Κωνσταντινούπολη το 1886, ανακάλυψε ότι το 75% των πετρωμάτων που διακοσμούσαν τα πρωτοχριστιανικά, βυζαντινά και οθωμανικά μνημεία ήταν από πράσινο οφιτοασβεστίτη. Μελετώντας τον Παύλο Σιλεντιάριο (6ος αι. μ.Χ.) διαπίστωσε ότι επρόκειτο για τον περίφημο «Θεσσαλικό λίθο» και άρχισε να τον αναζητεί στον τόπο προέλευσής του. Το 1889 ανακάλυψε τα αρχαία λατομεία της Χασάμπαλης και το 1892 ολοκλήρωσε τις διαπραγματεύσεις με το Ελληνικό κράτος, ώστε να περιέλθουν αυτά στην κατοχή του. Το 1896 ίδρυσε την εταιρία βρετανικών συμφερόντων «Verde Antico Marble Company Ltd», με έδρα το Λονδίνο.
Σύμφωνα με τον Rogers (2003), οι πρώτοι πράσινοι κίονες που κόπηκαν τότε, προοριζόταν για τον καθεδρικό Ναό Westminster Abbey του Λονδίνου. Οι κίονες μεταφέρθηκαν στον σιδηροδρομικό σταθμό της Λάρισας και ετοιμάστηκαν για να φορτωθούν. Την ίδια περίοδο όμως, τον Απρίλιο του 1897, ξέσπασε ο Ελληνο-Τουρκικός πόλεμος ο οποίος εξελίχθηκε στη Θεσσαλική μεθόριο. Έτσι οι κίονες καθηλώθηκαν στο σταθμό. Αν και ο πόλεμος διήρκησε μία μόλις εβδομάδα, οι διαπραγματεύσεις με τους Τούρκους για τους κίονες κράτησαν σχεδόν ένα χρόνο. Τελικά τον Ιούνιο του 1898 μεταφέρθηκαν στο λιμάνι του Βόλου και από εκεί στο Λονδίνο.
Το 1907 πτώχευσε η «Verde Antico Marble Company» και το 1910 την διαδέχεται η «Grecian Marmor», μετέπειτα «Grecian Marble» που υπάρχει μέχρι σήμερα. Στην Χασάμπαλη λειτουργούσε έως το 1985.
Στο Γεντίκι όμως υπάρχουν και άλλα λατομεία οφιτοασβεστίτη, στη βόρεια πλευρά προς το Καλοχώρι. Δύο από τα μεγαλύτερα ανήκαν στις εταιρίες «Τσάλμας» και «Σκούταρης», που έκλεισαν μετά από μερικά χρόνια αφού το πέτρωμα δεν ήταν εφάμιλλο των άλλων θέσεων.
Κατά τον 20ο αι. ο πράσινος λίθος χρησιμοποιήθηκε στη διακόσμηση πολυτελών κτηρίων στη Ρωσία, στις ΗΠΑ, στον Καναδά, στη Μ. Βρετανία και αλλού.
Στην Ελλάδα το δομικό αυτό υλικό χρησιμοποιήθηκε σε νεοκλασικά και σύγχρονα κτήρια της Αθήνας, της Θεσσαλονίκης και της Λάρισας όπως και σε νεοκλασικά κτήρια στην οδό Διονυσίου Αρεοπαγίτου κάτω από την Ακρόπολη στην Αθήνα.
Οι πηγές της ιστορίας, είτε γραπτές είτε προφορικές, προερχόταν πάντα από ανθρώπους που κατά καιρούς έζησαν από κοντά τα διάφορα γεγονότα. Ένας από αυτούς τους πολύτιμους γνώστες είναι και ο λατόμος Ιωάννης Τσιμπούκης του Αθανασίου, ο οποίος πέρασε τη μισή του ζωή στα λατομεία, μεταξύ των οποίων και σ’ αυτά της Χασάμπαλης. Είμαστε τυχεροί, όχι μόνο γιατί τον γνωρίσαμε, αλλά και γιατί μας αφηγήθηκε τις γνώσεις και τις εμπειρίες του για τις συνθήκες εργασίας στα λατομεία, αλλά και για τις λεπτομέρειες σχετικά με τις εξορύξεις.
Ο Ιωάννης Τσιμπούκης γεννήθηκε στο Καλοχώρι Συκουρίου. Εργάστηκε σε λατομεία έως το 1995, οπότε και συνταξιοδοτήθηκε. Έως το 1963 δούλεψε στη Χασάμπαλη και από το 1964 έως το 1980 με την εταιρία «Τσάλμας» στη θέση Στεφάνι. Και στα δύο λατομεία έβγαζαν πράσινο οφιτοασβεστίτη. Από το 1980 έως το 1995 ασχολήθηκε στα λατομεία λευκού μαρμάρου στο Τισαίο όρος, κοντά στο Τρίκερι Μαγνησίας. Όλα αυτά τα χρόνια δούλεψε σαν λατόμος, σαν χειριστής των ατσαλοσυρμάτων και της «πιστόλας», δηλαδή των διατρητικών μηχανημάτων, σαν εργολάβος, επόπτης και εργοδηγός.
Ο Ιωάννης Τσιμπούκης ή μπαρμπα-Γιάννης όπως τον γνωρίζουμε, μας αφηγείται: «Η δουλειά μας ήταν πολύ σκληρή και επικίνδυνη. Στην αρχή δουλεύαμε από το πρωί έως το βράδυ, μέχρι 15 ώρες. Το 1956 που άλλαξε ιδιοκτήτη το ορυχείο, το ωράριο έγινε από τις 7.30 π.μ. έως τις 4 μ.μ. Έπρεπε όμως να προσέχεις πολύ. Ο θάνατος παραμόνευε παντού»!
Η τοποθεσία Χασάμπαλη του Νομού Λάρισας, συνδέεται με μία από τις σημαντικότερες πτυχές της ιστορίας της Θεσσαλίας, αφού για περίπου δύο χιλιάδες χρόνια προμήθευε με τα σπάνια και πολύτιμα πετρώματά της σχεδόν όλο τον κόσμο. Αυτός ο ασύγκριτος και μεγαλοπρεπής «πράσινος Θεσσαλικός λίθος» χρησιμοποιήθηκε στην αρχιτεκτονική δίνοντας ιδιαίτερο κάλλος σε μνημεία, ανάκτορα και παλάτια, δημόσια λουτρά, πολυτελείς κατοικίες, ναούς και τεμένη. Από τη Ρωμαϊκή εποχή και ιδιαίτερα κατά τη Βυζαντινή περίοδο, αλλά και στην Αναγέννηση και στα Οθωμανικά χρόνια, το πέτρωμα αυτό ήταν περιζήτητο για την ποιότητα και την μοναδικότητά του, χαρακτηριστικά που το έκαναν πανάκριβο.
Οι εσοχές και οι κοιλότητες από όπου εξορύχθηκαν οι πρώτες ύλες, από τις οποίες κατασκευάστηκαν μερικά από τα σημαντικότερα μνημεία της παγκόσμιας πολιτιστικής κληρονομιάς, εκτίθενται στην πλαγιά της Χασάμπαλης δίπλα-δίπλα, χωρίς μέχρι σήμερα να τους έχει δοθεί η ανάλογη σημασία για την αναγνώριση της πολιτιστικής τους αξίας.
Βασίλης Μέλφος
Επίκουρος Καθηγητής Κοιτασματολογίας-Γεωχημείας
Τομέας Ορυκτολογίας, Πετρολογίας, Κοιτασματολογίας
Τμήμα Γεωλογίας, Α.Π.Θ.
[1] Λατύπες: γωνιώδη κομμάτια κατακερματισμένου πετρώματος