“Kαι το ταξίδι – σαν άγριο φίδι – γεμίζει τρόμο – τις αδύναμες ψυχές”…
Ετσι δεν καταλήγει εκείνο το τραγούδι που κρατά αποστάσεις από την τόλμη και τη φαντασία; Eμείς όμως εδώ θα δούμε το ταξίδι από την ανάστροφη εκδοχή του. Και κυρίως όχι από τη πλευρά του τρόμου που εμπνέει το τραγούδι, αλλά ούτε και από τη μεριά των αδύναμων ψυχών…
Σκεφτόμουν εκείνη την παρατήρηση του φίλου μου του Κυριάκου. Ότι η Λάιστα είναι ίσως το πιο απομονωμένο ελληνικό χωριό. Βάλθηκα να το επιβεβαιώσω, ανιχνεύοντας αρχικά τις αποστάσεις της Λάιστας από τα πλησιέστερα χωριά. Πιο κοντινό βρέθηκε το Ηλιοχώρι, στα 17.4 χλμ. Μακρύτερα ήταν η Βωβούσα και το Σκαμνέλι, με 26.4 και 26.7 χλμ. αντιστοίχως.
Άρχισα ν’ αναζητώ και άλλα απόμακρα χωριά. Τελικά, στις εσχατιές της Δυτικής Μακεδονίας και της Ηπείρου, εντόπισα δύο παλιούς γνώριμους: τον Γράμμο – την παλιά Γράμμουστα – και την Αετομηλίτσα, στις Β και Ν πλαγιές του Γράμμου. Είναι δύο από τα ορεινότερα ελληνικά χωριά, που απολαμβάνουν τη μοναξιά τους από υψόμετρα 1.380 και 1.430 μέτρων.
Πλησιέστερο στον Γράμμο, στα 16,7 χλμ είναι το Τρίλοφο, ακατοίκητο τον χειμώνα. Αμέσως μετά, ο Πεύκος, απέχει 20,5 χλμ. Εξίσου απόμακρη είναι και η Αετομηλίτσα, με κοντινότερο χωριό το Κεφαλοχώρι, στα 18 χλμ. Να, λοιπόν, δύο ακόμα χωριά, που μαζί με την Λάιστα συνιστούν – κατά πάσα πιθανότητα – την τριάδα των πιο απομονωμένων ελληνικών οικισμών.
Λάιστα, 7 χρόνια μετά
Η πρωτοτυπία – και ίσως η μοναδικότητα του ταξιδιού στην Λάιστα – έγκειτο στο ότι ήταν απαλλαγμένο από την συνήθη πίεση χρόνου, τις αυστηρές προδιαγραφές αναχώρησης και άφιξης στον προορισμό. Είχαμε από την αρχή αποφασίσει με τον Κυριάκο ν΄αποβάλουμε κάθε ίχνος χρονικού άγχους, ν΄απολαύσουμε κάθε σημείο της διαδρομής. Μιας διαδρομής πολυδαίδαλης και πολυσύνθετης, με τμήματα δρόμων επαρχιακών και εθνικών, με ευθείες και στροφές, με άσφαλτο και χώμα, σε πεδιάδες, οροπέδια και βουνά. Όταν, μάλιστα, αποχαιρετήσαμε οριστικά τους πολυσύχναστους δρόμους και εισχωρήσαμε στις άγιες ερημιές, τότε ευχόμασταν να ήταν μακρύς, να μην τελείωνε ο δρόμος. Αυτό το ωραίο ταξίδι περιγράφει στο πρώτο μέρος του άρθρου με τον δικό του, ιδιαίτερο τρόπο, ο Κυριάκος. Και, βέβαια, χάρις σ΄αυτούς τους χαλαρούς ρυθμούς, είχαμε την ευκαιρία να βρεθούμε τις απογευματινές ώρες ψηλά, πάνω απ΄την Βωβούσα και ν΄αντικρύσουμε την εκπληκτική κάτοψη του χωριού, ν΄αναδεικνύεται στο γλυκό φως του δειλινού.
Απόβραδο πια, με τα λυχνανάμματα, προβάλλει απέναντί μας η Λάιστα, φωλιασμένη στην προστατευτική πλαγιά του βουνού. Πάνε 7 χρόνια από την τελευταία φορά, μα επανέρχεται στη μνήμη σχεδόν κάθε όψη του χωριού και ιδιαίτερα η πλατεία με τον επιβλητικό ναό των Ταξιαρχών. Να και το γνώριμο ξενοδοχείο της πλατείας, με το καφενείο και την ταβέρνα σημείο αναφοράς για ντόπιους και επισκέπτες. Μα, πού είναι τα φώτα στο ξενοδοχείο και στην ταβέρνα; Πού είν’ ο κόσμος και η κίνηση στην πλατεία;
-Ίσως είναι νωρίς ακόμα, δίνει μια εξήγηση ο Κυριάκος.
Μετά την πλατεία παίρνουμε την ανηφοριά και, σ΄ένα λεπτό, φτάνουμε έξω απ΄το σπιτάκι του μπάρμπα – Κώστα Παλαιογιάννη. Εδώ τα παράθυρα είναι φωτισμένα. Στα 97 του ήδη ο μεγάλος φίλος μας, μας υποδέχεται ακμαίος και χαρωπός.
-Αργήσατε λίγο, σας πήρε η νύχτα και μ΄επιασε μια ανησυχία.
Παρατηρώ τον μπάρμπα-Κώστα. Έχει πάντα την ίδια ζωτικότητα και ευχάριστη διάθεση, όπως τότε που τον πρωτογνώρισα 7 χρόνια πριν όταν ήταν μόνον… 90! Και το επόμενο πρωί ανηφόριζε μαζί μας, καθώς κι ο 80αρης «έφηβος» φίλος του ο Αντρέας στον τραχύ, χιονισμένο ανήφορο του «Κλέφτη», στα 1846 μέτρα.
Ρίχνει στην ξυλόσομπα ένα μεγάλο ξύλο ο μπάρμπα-Κώστας. Αν κι είναι αρχές του Οκτώβρη ακόμα, η ζεστούλα στην ορεινή Λάιστα αγαπιέται.
-Να φτιάξω ένα τσάι του βουνού ή θα πάμε στην πλατεία για τσιπουράκι;
-Για αρχή, ένα τσάι θα ήταν καλό, λέει ο Κυριάκος.
Ευωδιάζει ο χώρος από το αυθεντικό άρωμα του τσαγιού, μαζεμένου με κόπο και υπομονή απ΄τα γυμνά υψίπεδα των γύρω βουνών. Αντί για ζάχαρη, προσθέτουμε μια κουταλιά ντόπιο μέλι. Λίγο αργότερα, με τη ζεστασιά του ροφήματος ακόμα στα σωθικά μας, ξεκινάμε για να περάσουμε μερικές «κοσμικές στιγμές» στην πλατεία των Ταξιαρχών. Μια πλατεία, ωστόσο, στην οποία επικρατεί η απόλυτη ερημιά. Μοναδική πηγή φωτός είναι ο δημόσιος φωτισμός. Ξενοδοχείο και καφενείο είναι σκοτεινά.
-Και τώρα, πού θα πιούμε το τσιπουράκι; ρωτάω τον μπάρμπα-Κώστα.
-Στο σπίτι, αναμεταξύ μας. Θα γλιτώσουμε την φασαρία και τους καπνούς.
Δεν έχει άδικο ο μπάρμπα-Κώστας. Θα περάσουμε όμορφα οι τρεις μας. Ωστόσο, αυτό που θα μας λείψει θα είναι η ατμόσφαιρα του καφενείου, οι βροντόφωνες συνομιλίες και τα χωρατά, η συνολική παρουσία των ανθρώπων του χωριού. Που τώρα, στις αρχές του Οκτώβρη, έτσι κι αλλιώς είναι λιγοστοί.
Στο σπίτι η ξυλόσομπα καίει ακόμα. Πάει να φέρει ο μπάρμπα Κώστας το τσιπουράκι μα δεν το βρίσκει. Ψάχνει στα ράφια, ανοιγοκλείνει ντουλάπια, γονατίζει στο πάτωμα και παραμερίζει διάφορα άλλα μπουκάλια, ωστόσο τσίπουρο δεν υπάρχει πουθενά.
-Ξαναβάλε τσάι μπάρμπα-Κώστα, δεν είναι γραφτό να πιούμε τσίπουρο απόψε.
Πεισμώνει ο φίλος μας. Να ‘ρθουν οι επισκέπτες του στο χωριό από τόσο μακρυά και να μην βρίσκει να τους κεράσει ένα τσιπουράκι; Επικοινωνεί με τον φίλο του τον Αντρέα που, εφτά χρόνια μετά την ανάβαση στον «Κλέφτη», πατάει πια και τούτος τα 90.
-Και βέβαια έχω τσίπουρο και μάλιστα καλό. Στρώστε το τραπέζι κι έφτασα.
Δεν φέρνει μόνον τσίπουρο μαζί του ο μπάρμπ’-Ανδρέας. Το συνοδεύει και μ’ ένα κατσικίσιο τυρί δικό του – κτηνοτρόφος γαρ – με γεύση μοναδική. Αρχίζουν τα ποτηροτσουγκρίσματα, οι ευχές κι οι αναμνήσεις από την ανάβαση στον Κλέφτη.
-Ε, τότε πετούσαμε, ήμασταν μικροί, λέει ο μπάρμπ’-Αντρέας.
-Αντέχουμε ακόμα, συμπληρώνει ο μπάρμπα Κώστας. Δεν φτάσαμε ούτε τα 100!
Βαδίζοντας απολαυστικά
Ξημερώνει ένα υπέροχο πρωινό με ανέφελο ουρανό. Η ψύχρα, ωστόσο, είναι διαπεραστική. Το αποδεικνύουν οι καμινάδες που καπνίζουν στα λιγοστά σπίτια που – τούτη την εποχή – κατοικούνται στο χωριό. Ψάχνω να καλημερίσω τον μπάρμπα-Κώστα.
-Τούτη την ώρα κάνει γιόγκα στο δωμάτιό του, μου λέει ο Κυριάκος. Για παραπάνω από μισή ώρα, κάθε πρωί, ακολουθεί πιστά το παράδειγμα και τις οδηγίες του γιού του, του Μάνθου.
Ετοιμάζουμε τον καφέ μας και βγαίνουμε στην υπέροχη βεραντούλα, απέναντι στο αδύναμο φως της διστακτικής – ακόμη – ανατολής.
-Προτείνω, σήμερα, να κάνουμε μια διαδρομή που δεν μπόρεσα πέρυσι να ολοκληρώσω γιατί με πρόλαβε το σκοτάδι, λέει ο Κυριάκος.
Χαιρετάμε τον μπάρμπα-Κώστα, που έχει ήδη τελειώσει τις ασκήσεις του, και ξεκινάμε από υψόμετρο 1.050 μέτρων. Ένας τσιμεντόδρομος ανηφορίζει ελαφρά προς τα δυτικά και μας οδηγεί έξω από το χωριό. Σ΄ένα δεκάλεπτο φτάνουμε μπροστά στον πολύ περιποιημένο χώρο της εκκλησούλας του Αγίου Χαράλαμπου, σε υψόμετρο 1.070 μέτρων. Είν΄ένα υπέροχο μπαλκόνι με εξαιρετική θέα σ’ όλη την εντυπωσιακή οροσειρά της Τύμφης, που με τις αλλεπάλληλες κορυφές της φράσσει καταλυτικά, σαν γιγάντιος φυσικός τοίχος, όλο τον δυτικό ορίζοντα. Στους πρόποδες του μεγάλου βουνού, ανάμεσα στα πεύκα, προβάλλει το Ηλιοχώρι.
Με Β κατεύθυνση ξεκινάει από τον Άγιο Χαράλαμπο ένας χωματόδρομος με κλίση μηδαμινή. Είναι μια εξαίρετη διαδρομή, που μας χαρίζει μια μόνιμη, μεγαλειώδη θέα στο ανάπτυγμα των αντικρινών πανύψηλων κορυφών. Ήδη ξεπροβάλλει η χαρακτηριστική σουβλερή μύτη της Γκαμήλας, που με υψόμετρο 2.499 μέτρα είναι η έκτη υψηλότερη ελληνική κορυφή, μετά τα 2.512 μ. της Γκιώνας.
Εν τω μεταξύ το φθινόπωρο, αν κι είναι αρχές Οκτωβρίου ακόμη, έχει αρχίσει να κάνει την παρουσία του αισθητή. Το εκφράζουν με τον πειστικότερο τρόπο οι διαφορετικοί χρωματικοί τόνοι, των φυλλοβόλων δέντρων. Όπου κι αν στρέψουμε το βλέμμα μας, συναντάμε διάσπαρτες διαβαθμίσεις του πράσινου, του κίτρινου, του καφέ και πορτοκαλί σε γάβρους, βαλανιδιές, φουντουκιές, φτέρες και καρυδιές. Ανάμεσά τους ξεχωρίζουν τα κοκκινωπά τρίλοβα φυλλαράκια των σφενδαμιών και οι σπάνιες μελιτζανί αποχρώσεις των φράξων. Σ΄ένα, μάλιστα, σημείο του δρόμου, μάς εντυπωσιάζει η γοητευτική συνύπαρξη τεσσάρων διαφορετικών δέντρων, το ένα δίπλα στο άλλο. Είναι γάβρος, φράξος, βαλανιδιά και τρίλοβο σφενδάμι, καθένα με τον δικό του χαρακτηριστικό χρωματισμό.
Συνεχίζουμε τον ωραίο περίπατό μας σε συνθήκες άπνοιας και σιωπής. Μιας σιωπής που θα ήταν καθολική αν δεν παρενέβαιναν πού και πού τιτιβίσματα πουλιών, γλυκόηχα κουδουνάκια προβάτων και κατσικιών και μακρινά αλυχτίσματα σκυλιών. Σε μια δεξιά στροφή του δρόμου αποτελεί παραφωνία η ύπαρξη μιας κεραίας. Αμέσως μετά, ένας νέος ορίζοντας γεμίζει το οπτικό μας πεδίο. Είναι η ευρύτερη περιοχή της Λάκκας Αώου, με πρωταγωνιστή τον πάνυψηλο Σμόλικα, που με τα 2.637 μέτρα της κορυφής του είναι το δεύτερο – μετά τον Όλυμπο – ψηλότερο ελληνικό βουνό. Γύρω του ορθώνονται πολλές χαμηλότερες δασωμένες κορυφές, ο Κλέφτης, η Γύφτισσα και η Μπολιάνα, το γυμνό Κάμενικ, το Ραϊδοβούνι κι η Τραπεζίτσα. Ήδη η κατεύθυνση της διαδρομής μας έχει γίνει Β-ΒΑ.
Σταδιακά, κυριαρχούν τα μαυρόπευκα και οι γάβροι, με ενδιάμεσες φουντουκιές και σποραδικές κρανιές. Η διαδρομή εξακολουθεί να είναι επίπεδη σχεδόν και τελείως ξεκούραστη, ιδανική για όλη την οικογένεια.
40’ μετά την αναχώρησή μας από τον Άγιο Χαράλαμπο – με αρκετές ενδιάμεσες στάσεις και χαλαρό ρυθμό – ο υπέροχος δασικός δρόμος τερματίζει, αρχίζει το μονοπάτι. Μετά από τόση ώρα η υψομετρική διαφορά έχει αυξηθεί μόνον κατά 15 μέτρα.
-Σ΄αυτό ακριβώς το σημείο είχα προλάβει να φτάσω πέρυσι, μου λέει ο Κυριάκος. Από εδώ και μετά είναι για μένα terra incognita (άγνωστος τόπος).
Καθώς στενεύει το μονοπάτι, πυκνώνει το δάσος ολόγυρά μας, αποκτάει και πάλι την αρχική ποικιλία των φυλλοβόλων δέντρων. Ξαφνικά, ο Κυριάκος που προηγείται, σταματάει: «Περιττώματα αρκούδας», μου ψιθυρίζει. Στα επόμενα δευτερόλεπτα περνάμε δίπλα από διαδοχικά περιττώματα αρκούδας, με τα γνωστά χαρακτηριστικά. Βρισκόμαστε σ’ έναν, κατ΄εξοχήν βιότοπο του κορυφαίου αλλά τόσο σπάνιου για μας τους ανθρώπους της πόλης θηλαστικού. Ήδη αισθανόμαστε να πλανάται στην ατμόσφαιρα η αθέατη παρουσία της αρκούδας. Αυτή η αίσθηση μας δημιουργεί μια αλληλουχία παράξενων – και αντιφατικών – συναισθημάτων: προσμονή, αγωνία αλλά και λαχτάρα για μια αναπάντεχη συνάντηση με το μεγάλο θηλαστικό. Αρχίζουμε ν΄ακροπατάμε στο μονοπάτι, χαμηλώνουμε κιόλας την ένταση των συνομιλιών μας, ψιθυρίζουμε σχεδόν. Ο Κυριάκος εγκαθιστά τον τηλεφακό στην μηχανή του, για να είναι έτοιμος να εκμεταλλευτεί την μεγάλη στιγμή.
Καθώς εισχωρούμε, όλο και βαθύτερα στα έγκατα του δάσους, η ένταση μεγαλώνει, όλες μου οι αισθήσεις έχουν επικεντρωθεί στην όραση και στην ακοή. Τείνω να πιστέψω ή –μάλλον προσπαθώ να πείσω τον εαυτό μου -, ότι δεν είναι απίθανο να συναντήσουμε την αρκούδα, ότι μπορεί από στιγμή σε στιγμή ν΄αφουγκραστούμε κλαδιά να σπάζουν κι έναν βαρύ, σκούρο όγκο, να γεμίζει το οπτικό μας πεδίο και να μας φράζει το μονοπάτι.
Τα λεπτά κυλούν, δεν συμβαίνει τίποτε συναρπαστικό. Το πυκνό δάσος αραιώνει, βγαίνουμε απ΄τη σκιά, ο ορίζοντας μακραίνει. Εμφανίζονται οι φοβερές βράχινες κοψιές της Τσούκα Ρόσσας και της Γκαμήλας, καδραρισμένες ανάμεσα στα χρυσοκίτρινα φυλλαράκια των γάβρων. Παύουν οι ψίθυροι, η ένταση χαλαρώνει, η έξαψη τόσων στιγμών αδυνατίζει κάτω από το δυνατό ηλιακό φως.
Διασχίζουμε για μερικά μέτρα, μια μικρή ακίνδυνη σάρα. Εδώ διακρίνουμε και δύο διαδοχικά σημάδια με κόκκινο βέλος. Για λίγο γίνεται πετρώδες το μονοπάτι, ισορροπεί στενό στην άκρη μιας απότομης ρεματιάς, δεν απευθύνεται πια σ΄όλη την οικογένεια. Μετά ημερεύει και πάλι, γίνεται μαλακό και ευκολοδιάβατο.
Εμφανίζονται δύο κόκκινα σημάδια σε αντικριστές πέτρες, με ελάχιστη απόσταση μεταξύ τους. Κάτω από τις πέτρες αρχίζει το απότομο πρανές μιας ρεματιάς με λιγοστό νερό. Στον λεπτομερή χάρτη της «Ανάβασης» που έχουμε μαζί μας, διαπιστώνουμε στην ρεματιά την ονομασία «Μέγα Ρέμα – Βάλια Μάρε». Ο Κυριάκος επιχειρεί μια κατάβαση στην απότομη πλαγιά, φτάνει στην κοίτη της ρεματιάς, ψάχνει για πιθανή πρόσβαση αλλά κάθε προσπάθεια αποβαίνει άκαρπη. Επιχειρούμε, στη συνέχεια, να διασχίσουμε το δάσος των νεαρών μαυρόπευκων, που εκτείνεται πάνω από την ρεματιά.
Ένα αρχικό, ανεπαίσθητο μονοπάτι γρήγορα εκφυλίζεται μέσα σε δύσβατο έδαφος και πυκνά κλαδιά. Πιθανότατα υπήρχε κάποτε μονοπάτι που, λόγω της αχρησίας, έχει πια εξαφανιστεί.
Ξεκινάμε τον δρόμο της επιστροφής, χρονομετρώντας πλέον την διαδρομή χωρίς διακοπές. Όταν φτάνουμε στον Αγ. Χαράλαμπο, οι μετρήσεις έχουν αποδώσει τα παρακάτω στοιχεία:
Από την αφετηρία ως το τέλος της διαδρομής – πάνω από την ρεματιά – με κανονικό βηματισμό απαιτούνται 50’. Με γοργό ρυθμό ο χρόνος πέφτει στα 40’, ενώ με χαλαρό ρυθμό απαιτούνται περίπου 60΄. Όσον αφορά την υψομετρική διαφορά από τον Άγιο Χαράλαμπο ως το τέλος της διαδρομής είναι μόλις +55 μέτρα. Αν εξαιρέσουμε, λοιπόν, την τελευταία μικρή απόσταση μετά την σάρα, η συνολική διαδρομή είναι υπέροχη και ευκολοδιάβατη.
Απομεσήμερο πια φτάνουμε στο σπίτι. Αν και συνήθως γευματίζει νωρίς, σήμερα ο μπάρμπα-Κώστας μας περιμένει. Στρώνουμε το τραπέζι στη βεράντα, στη σκιά που ρίχνουν το έλατο, η καστανιά και η φλαμουριά αλλά και η κρεβατίνα κληματαριάς με την περίφημη – ιδιαίτερα στην περιοχή των Τζουμέρκων – ερυθρή ποικιλία «ζαμπέλλα». Καταμερίζουμε τις διάφορες εργασίες. Κόβω ορεινές ντομάτες από τον κήπο που, στις 4 του Οκτώβρη, βρίσκονται στην ακμή τους. Ο Κυριάκος προσθέτει αγγουράκια και κρεμμυδάκια, ετοιμάζει τη σαλάτα. Ο μπάρμπα-Κώστας βγάζει από τον φούρνο την καλοψημένη – σε σιγανή φωτιά – χωριάτικη κότα με τις πατάτες. Τσιπουράκι μας έχει περισσέψει απ΄αυτό που έχει φέρει ο μπάρμπ’-Αντρέας.
Τρώμε και διηγούμαστε τις εντυπώσεις μας από την υπέροχη πεζοπορία του πρωινού. Αγναντεύουμε απέναντί μας τον μαγικό βουνίσιο ορίζοντα, που λάμπει στο ζωηρό απογευματινό φως. Στην πόλη, την απογευματινή ώρα, θεωρούμε αυτονόητη μια ανάπαυλα για έναν υπνάκο. Εδώ ούτε καν περνάει απ΄το μυαλό μας μια τέτοια διακοπή. Άλλωστε, ανυπομονούμε να δούμε την κρανιά με τα κίτρινα κράνα, που αποβραδίς μας έχει αναφέρει ο μπάρμπα-Κώστας.
-Εννοείς ότι αυτά τα κράνα έχουν κίτρινο χρώμα; τον ξαναρωτάω.
-Αυτό ακριβώς εννοώ.
-Κι όταν ωριμάζουν τι χρώμα παίρνουν;
-Παραμένουν κίτρινα.
Μπροστά ο οικοδεσπότης μας, ξοπίσω του εμείς, παίρνουμε ένα μονοπάτι πίσω από το σπίτι. Διασχίζουμε ένα ρυάκι με λιγοστό νερό και σε 3 λεπτά φτάνουμε σ΄ένα όμορφο ξέφωτο με φασολιές και φουντουκιές. Εδώ, ανάμεσα στις γνωστές μας κρανιές με τους κοκκινωπούς και μπορντώ καρπούς, ξεχωρίζει μία και μοναδική, με τα κλαδιά της φορτωμένα με κράνα κιτρινωπά. Ψάχνοντας ανάμεσά τους εντοπίζουμε και μερικά ώριμα με γεύση εξαιρετική, που ελάχιστα διαφέρει από την γνωστή γεύση των κράνων.
-Δύο εβδομάδες μετά θα είναι τελείως ώριμα και πολύ γλυκά, σχολιάζει ο μπάρμπα-Κώστας.
Καθώς περνάει η ώρα του δειλινού, αρχίζει το χωριό να βυθίζεται στη σκιά. Ξεκινούν το μονότονο τραγούδι τους οι γρύλλοι, μακρυά μουγκανίζουν αγελάδες, μερικά μικροπούλια τιτιβίζουν πριν αποσυρθούν. Να κι ένα ζευγάρι μυγοχάφτες στα καλώδια της ΔΕΗ. Με συνεχείς θεαματικές πτήσεις αρπάζουν έντομα στον αέρα, τελευταία μεζεδάκια για το δείπνο της ημέρας.
Παίρνουμε να κατηφορίζουμε προς την έρημη – κι απόψε – Πλατεία Ταξιαρχών. Όχι πως περιμένουμε να συναντήσουμε κάποιον χωριανό. Αλλά έτσι, από συνήθεια, μια περασιά από το παραδοσιακό «κοσμικό σημείο» του χωριού.
Mια περιδιάβαση στον τόπο και στο χρόνο
Στις τόσες φορές που έχω έρθει στην Λάιστα μέχρι τώρα – και δεν είναι και λίγες – επισκεφθηκα την εκκλησία και την πλατεία, γεύτηκα την μαγειρική της ταβερνούλας και πέρασα μια νύχτα σ’ έναν λιλιπούτειο ξενώνα στην είσοδο του χωριού, που πια δεν λειτουργεί. Σήμερα ξεκινάω με τον Κυριάκο να γνωρίσω σημεία και γειτονιές, που ουδέποτε αποτελούν προτεραιότητα για τον διαβατικό επισκέπτη του χωριού.
Η περιήγησή αρχίζει από την κεντρική πλατεία Ταξιαρχών. Το υψόμετρό της είναι, σύμφωνα με την Γ.Υ.Σ. (Γεωγραφική Υπηρεσία Στρατού) 1.020 μ., τη στιγμή που το μέγιστο υψόμετρο του χωριού είναι 1.120 μέτρα.
Από το βιβλίο του Γ. Μέρτζιου σταχυολογούμε μερικά συνοπτικά στοιχεία για την Λάιστα, η οποία αρχίζει να εμφανίζεται στο προσκήνιο το 1580. Ως προς την ονομασία Λάιστα προήλθε από την συγχώνευση του ελληνόφωνου χωριού «Λάκκα», που βρισκόταν στην σημερινή τοποθεσία, και του βλαχόφωνου «Λάσσετε», που βρισκόταν στην περιοχή κάτω από τον Άγιο Χαράλαμπο. Στη συνέχεια οι κάτοικοι του Λάσσετε μετακόμισαν στην Λάκκα και από την ένωση των δύο χωριών προέκυψε η ονομασία Λάιστα.
Χρονικά η τοποθεσία αυτή ανάγεται στα τέλη του 18ου αιώνα. Την περίοδο της ακμής της, το 1870, η Λάιστα αριθμούσε 700 οικογένειες με 3500 κατοίκους. Το 1927 η ελληνική πολιτεία αποφάσισε τον εξελληνισμό τών – με ξενικές ονομασίες – τοπωνυμίων στην εδαφική επικράτεια της Ελλάδας. Το Κοινοτικό Συμβούλιο της Λάιστας, όμως, όπως και άλλων χωριών – και ανάμεσά τους το Καπέσοβο και Τσεπέλοβο – αρνήθηκαν την αλλαγή του ονόματος για λόγους ιστορικούς. Έτσι η Λάιστα διατήρησε το όνομά της. Αξίζει ν’ αναφέρουμε, ότι η συμβολή των Λαϊστινών υπήρξε ενεργή σε όλους τους αγώνες του Έθνους, από το 1821 ως τον πόλεμο του ’40. Στις 18 Οκτωβρίου του 1943 οι Γερμανοί έκαψαν 80 σπίτια της Λάιστας, ενώ εκτέλεσαν και 4 Λαϊστινούς.
Σημαντικότερο αξιοθέατο της πλατείας αλλά και του χωριού είναι, βέβαια, ο ναός των Παμμεγίστων Ταξιαρχών. Σύμφωνα με το βιβλίο του Λαϊστινού Γεωργίου Α. Μέρτζιου (1) «στα 1701 κτίστηκε στη Λάιστα ο εμβληματικότατος Ναός των Παμμεγίστων Ταξιαρχών (διαστάσεων 34Χ14 μ.), με κωδωνοστάσι ύψους 19 μέτρων, του οποίου η καμπάνα ακούγονταν σε απόσταση 10 χιλιομέτρων, με 12 σήμαντρα. Η εσωτερική διακόσμηση είναι εξαιρετικά ελκυστική, με ξυλόγλυπτο τέμπλο αριστουργηματικής λεπτουργικής τέχνης και με τοιχογραφίες ζωγραφισμένες με πάρα πολύ επιμέλεια, που χρονολογούνται από το 1787… Η εκκλησία ανακαινίστηκε τρεις φορές το 1778, το 1881 και το 1979.
Η χρονολογία της δεύτερης ανακαίνισης, 1881, υπάρχει ανάγλυφη στο βαρύ πέτρινο υπέρθυρο της Β εισόδου του ναού. Αξίζει επίσης να σημειώσουμε ότι ισχυρές πέτρινες αντηρίδες υποστηρίζουν εξωτερικά το ιερό, ενώ το κωδωνοστάσιο των 19 μέτρων έχει αποκτήσει μια ορατή κλίση με το πέρασμα του χρόνου.
Για να επισκεφθούμε το εσωτερικό της εκκλησίας αναζητούμε τον παπά-Θόδωρο, που έχει το κλειδί. Τον βρίσκουμε ν’ ασχολείται με τις φασολιές του, στο περιβόλι του σπιτιού του. Ειν΄ένα πανέμορφο σημείο στο Β άκρο του χωριού, εκεί όπου αρχίζει το βουνό. Εγκαταλείπει πρόθυμα τις δουλειές του και μας συνοδεύει στην εκκλησία. Στα 80 του ο παπα-Θόδωρος υπηρετεί ήδη 33 χρόνια ως εφημέριος στην Λάιστα, με σπουδαίο έργο, τόσο για το ποίμνιό του όσο και για τον εξωραϊσμό των εκκλησιών.
–Η εκκλησία είναι το σπίτι μου, μας λέει. Φέτος βγαίνω στην σύνταξη και πονάω.
Θαυμάζουμε τα περίτεχνα σκαλίσματα στο τέμπλο, στον δεσποτικό θρόνο και στον άμβωνα, τις εικόνες και της εκπληκτική ξύλινη οροφή με την απεικόνιση του Χριστού στην οκτάγωνη κορνίζα.
Έξω από την εκκλησία η πλατεία είναι πλακόστρωτη, με σχήμα πολυγωνικό ακανόνιστο και πέντε συνολικά μεγάλα πλατάνια, που μοιάζουν ίδιας ηλικίας. Στην άκρη της πλατείας βρίσκεται το κλειστό – τούτες τις μέρες – ξενοδοχείο, εστιατόριο, καφέ «Ρόμπολο», με σοβά, πέτρα, κόκκινη κεραμοσκεπή και αρχιτεκτονική, που θα μπορούσε να είναι πιο παραδοσιακή.
Από την πλατεία ανηφορίζουμε τον κεντρικό τσιμεντόδρομο, δίπλα στην κατάφυτη ρεματιά με την πλούσια ροή νερού. Τριώροφο κτίσμα ελάχιστα παραδοσιακό, πέτρινο ορθογώνιο γεφυράκι, χτιστή βρύση χωρίς νερό. Σε λιγότερο από 5 λεπτά φτάνουμε στον Πάνω Μαχαλά. Στην πλατειούλα δεσπόζει ο Ναός της Κοίμησης της Θεοτόκου, με διαστάσεις 31Χ16 μ. και κωδωνοστάσιο ύψους 9μ. Είναι ο δεύτερος μεγαλύτερος ναός της Λάιστας, κτισμένος το 1778. Η χτιστή βρύση έχει αρκετή ροή νερού.
Πίσω από το ιερό της εκκλησίας περνάμε ένα γεφυράκι και αμέσως φτάνουμε στο, πάλαι ποτέ, Σχολείο της Λάιστας. Είναι ένα μεγαλόπρεπο οίκημα, με ισόγειο και όροφο, χτισμένο με πελεκητούς γρανιτόλιθους, διπλό αέτωμα, στέγη πλακοσκέπαστη κι ένα πελώριο βαρέλι στην πόρτα του ισογείου. Σύμφωνα με το βιβλίο του Γ. Μέρτζιου, η ίδρυση του Ελληνικού Σχολείου Λάιστας χρονολογείται γύρω στα 1840. Για την οικονομική στήριξη της παιδείας τους και την μισθοδοσία των διδασκάλων οι Λαϊστινοί – που το 1850 αριθμούσαν 500 οικογένειες – έδιναν δύο φορές το χρόνο την συνδρομή τους, ανάλογα με την οικονομική τους δυνατότητα. Παράλληλα με τα σχολεία, η πολύ αξιόλογη βιβλιοθήκη περιλάμβανε πολλά βιβλία με χρονολογίες από το 1586 ως το 1801. Το 1908 το Δημοτικό και το Ελληνικό Σχολείο στεγάστηκαν στο οίκημα που ορθώνεται μπροστά μας και είναι χτισμένο στο μεταίχμιο των συνοικιών Παναγίας και Ταξιαρχών, επάνω στα ερείπια του πρώτου μικρού σχολείου του 1840. Γύρω από το 1930 οι μαθητές ήταν περίπου 50-60 από την Λάιστα και επιπλέον 35 από τα περίχωρα.
Στον χορταριασμένο αύλειο χώρο του πανέμορφου κτίσματος δεσπόζουν μια πανύψηλη ακακία, μια καρυδιά και μια γιγάντια φλαμουριά. Στη θέα της φλαμουριάς αρχίζει ο μπάρμπα-Κώστας ν΄ απαγγέλλει αυθόρμητα μερικούς στίχους:
Στη βρύση τη βουνίσια / σιμά ειν΄η φλαμουριά / στον ίσκιο της καθόμουν / να ονειρευτώ συχνά./ Και χάραζα στη φλούδα / ονόματα ιερά / και πάντα εκεί γυρνούσα / σε λύπη σε χαρά. / Μακρυά τώρα στα ξένα / δεν νιώθω τη χαρά / που ένιωθα κει πέρα / σιμά στη φλαμουριά.
Πολύ όμορφη είναι επίσης, λίγο πιο πίσω απ΄το σχολείο, και η μικρότερη εκκλησία του Αγίου Παντελεήμονα, προστάτη της Υγείας.
Επιστρέφουμε στην εκκλησία της Παναγίας και συνεχίζουμε το τσιμεντένιο δρομάκι που ανηφορίζει προς τα Β, ανάμεσα από πλατάνια και καρυδιές. Λίγο πιο πάνω συναντάμε διακλάδωση και στρίβουμε σε χωματόδρομο Α (δεξιά). Ολόγλυκα βατόμουρα αφθονούν στη διαδρομή. Υπάρχουν ακόμη πολλές κρανιές με ξυνούτσικα κράνα και ζωηρόχρωμα κοκκινωπά φυλλαράκια που ξεχωρίζουν ανάμεσα στα χρυσοκίτρινα των γάβρων, των φουντουκιών και των καρυδιών.
Φτάνουμε ήδη στην υψηλότερη γειτονιά της Λάιστας, σε υψόμετρο λίγο πιο πάνω από τα 1.100 μέτρα. Είναι η συνοικία του Αγίου Νικολάου, από την ομώνυμη πετρόχτιστη εκκλησούλα, μερικές δεκάδες μέτρα κάτω απ΄το δρομάκι. Η εκκλησία είναι πέτρινη, με τοιχοποιία από το 1877, σύμφωνα με την ανάγλυφη χρονολογία στην παραστάδα της νότιας εισόδου. Το εσωτερικό είναι λιτό, με ξυλόγλυπτο τέμπλο και γυναικωνίτη με καφασωτό. Συνεχίζουμε στην στενή οδό Αγίου Ιωάννου, τσιμεντένια αρχικά και στη συνέχεια χορταριασμένη, που περνάει δίπλα από μερικά πέτρινα σπίτια και καταλήγει σε χαλάσματα και στην αρχή του δάσους. Βρισκόμαστε στις ανατολικές εσχατιές της Λάιστας και, για να φτάσουμε ως εδώ από την πλατεία των Ταξιαρχών, έχουμε χρειαστεί λιγότερα από 15’.
Στο ξωκκλήσι του Αϊ-Γιώργη
Εκτός από τις κεντρικές εκκλησίες της Λάιστας με τις γειτονιές τους, υπάρχουν και εφτά περιφερειακές εκκλησίες και ξωκκλήσια. Από τα πιο ιστορικά και γραφικά είναι το εκκλησάκι του Αϊ-Γιώργη, στην περιοχή της νότιας εισόδου του χωριού. Ένας καλός ανηφορικός χωματόδρομος πάνω από την άσφαλτο οδηγεί στο ξωκκλήσι, όπου μπορούμε επίσης να φτάσουμε και διασχίζοντας το χωριό από τα ΒΔ προς τα ΝΑ. Λίγο πριν συναντήσουμε τον Αϊ-Γιώργη, αξίζει ν΄αναφέρουμε την παρουσία ενός κτίσματος που, ως πρόσφατα, δεν υπήρχε στη Λάιστα. Είναι ένα υπέροχο ισόγειο οικοδόμημα με εξαιρετική αρχιτεκτονική, απόλυτα εναρμονισμένο με το συνολικό φυσικό περιβάλλον του βουνού. Πρόκειται για έναν μικρό, νεότευκτο ξενώνα, πέντε μόλις δίκλινων δωματίων και θαυμάσιων κοινόχρηστων χώρων, που παρέχουν θέα εκπληκτική στην αντικρινή μεγαλειώδη οροσειρά της Τύμφης.
Ο επιβλέπων μηχανικός, που επιμελείται τις τελευταίες λεπτομέρειες για την ολοκλήρωση της μονάδας, μας ξεναγεί σ΄όλους τους χώρους, που μας αφήνουν πραγματικά κατάπληκτους από την ποιότητα επίπλωσης και υλικών, την προσοχή στην παραμικρή λεπτομέρεια και την συνολική υψηλή αισθητική. Ο εμπνευστής του εγχειρήματος, με τον οποίο φροντίζω να επικοινωνήσω, με διαβεβαιώνει για την επικείμενη – εντός του 2018 – λειτουργία του ξενώνα, που θα εμφυσήσει νέα ζωή και προοπτική γι΄αυτό τον απόμακρο αλλά τόσο ιδιαίτερο προορισμό. Ανυπομονούμε να ζήσουμε την εμπειρία της διαμονής σ΄αυτό το μικτρό, γοητευτικό κατάλυμα που, είναι βέβαιο, ότι θ’ αποτελέσει σημείο αναφοράς για τα περιηγητικά δεδομένα της περιοχής.
Συνεχίζοντας τον δασικό δρόμο, φτάνουμε σε δύο λεπτά στο ξωκκλήσι του Αϊ-Γιώργη. Είναι πέτρινο, χτισμένο από το 1778 σ΄ένα ξέφωτο, μέσα σε υπέροχο δάσος γάβρων και δρυών. Η ιδιαιτερότητα των γάβρων είναι, ότι πολλοί απ΄ αυτούς ανήκουν στην όχι και τόσο συνηθισμένη ποικιλία των μαύρων γάβρων, που αντί για γκριζωπό έχουν σκουρόχρωμο κορμό. Το διασημότερο δέντρο, δίπλα στον Αϊ-Γιώργη, είναι η «μεράντζα», ένας γάβρος ηλικίας πολλών αιώνων, με κουφάλα στον κορμό, πράγμα σπάνιο, γι’ αυτό το δέντρο. Εδώ οι Λαϊστινοί υποδέχθηκαν με σεβασμό τον Άγιο Κοσμά τον Αιτωλό, που περιόδευε στα Ζαγοροχώρια. Δίπλα στην «μεράντζα» υπάρχει κτιστή πηγή ενώ, αμέσως πάνω από το δάσος των γάβρων, αρχίζει η κυριαρχία των μαυρόπευκων. Το τοπίο είναι πολύ ειδυλλιακό και ιδιαίτερα αγαπητό από τους Λαϊστινούς αφού, επιπλέον, συνδέεται με την ιστορική παρουσία του Κοσμά του Αιτωλού.
Η ώρα του δειλινού μας βρίσκει στο σπίτι του μπάρμπα-Κώστα. Τον παίρνουμε μαζί μας και κατευθυνόμαστε στον μαχαλά του Προφητηλία, στα ΒΔ ψηλώματα του χωριού. Εδώ είναι χτισμένο, το 1740, το ομώνυμο ξωκκλήσι. Είναι γειτονιά με μόνιμη κατοίκηση αλλά και αρκετά χαλάσματα που τα διασχίζουν χωμάτινα δρομάκια. Σ΄ένα από τα υψηλότερα σημεία βρίσκεται η οικία του Γιώργου Μυλωνά, χρησιμοποιούμενη κυρίως το καλοκαίρι. Ο ζωγράφος και ξυλογλύπτης φίλος μας, με πατέρα από την Ανατολική Θράκη και μητέρα από την Λάιστα, μας περιμένει για ένα καφεδάκι. Από την βεράντα του η θέα είναι μοναδική προς τον αντικρινό, δασωμένο αυχένα της Μόρφας και σ’ όλο τον ορεινό ορίζοντα ως την Γκαμήλα. Υπέροχη είναι η θέα και σε μεγάλο τμήμα του χωριού, με την εκκλησία του Αγίου Νικολάου να συγκεντρώνει πάνω της το τελευταίο φως του δειλινού. Εκεί, λίγο αργότερα, θα εμφανιστεί ένας απαλός, διάχυτος φωτισμός, που θα μας προετοιμάσει για την υποδοχή του ολόγιομου φεγγαριού.
Επίλογος
Άλλο ένα ανέφελο πρωινό αχνοφέγγει στην Λάιστα. Η δρόσια, βέβαια, στην βεράντα είναι αισθητή. Κάνουμε για μερικά λεπτά υπομονή. Όπου να ‘ναι θα βγει και θα μας ζεστάνει ο ήλιος. Μετά την πρωινή του γυμναστική γεμίζει ο μπάρμπα-Κώστας το μπρίκι με νερό και το τοποθετεί πάνω στο καμινέτο, να ζεσταθεί.
-Θα ξαναπιείς τσάι μπάρμπα-Κώστα;
-Δεν είναι για το τσάι αλλά για το ξύρισμα, το νερό.
-Εξακολουθείς να ξυρίζεσαι κάθε πρωί; τον ρωτάει ο Κυριάκος
–Ναι, κάθε πρωί, απαραίτητα.
-Και γιατί κάθε μέρα; αναρωτιέμαι. Υπάρχει κάποιος ιδιαίτερος λόγος, εδώ στο χωριό;
-Όχι, απλά, έτσι έχω συνηθίσει.
Λίγα λεπτά αργότερα, φρεσκοξυρισμένος ο μπάρμπα-Κώστας πηγαίνει στον κήπο, κόβει ντομάτες και αγγουράκια και τα βάζει σε μια σακούλα.
Εκεί βάζει ακόμα και το τυράκι του μπάρμπ’-Ανδρέα, όσο έχει περισσέψει, μαζί με νόστιμο ψωμί που ζυμώνει ο ίδιος.
–Θα σας χρειαστούν, έχετε μακρύ δρόμο.
Πόσο θα μας λείψουν οι αυθεντικές αυτές γεύσεις, που μοσχοβολάνε αναμνήσεις και παρελθόν !
Ασπαζόμαστε τον καλό μας φίλο στην εξώπορτα του κήπου. Στέκει εκεί με το χέρι σηκωμένο, ώσπου να φτάσουμε στη στροφή.
Καλή αντάμωση μπάρμπα-Κώστα. Να ΄σαι έτσι γερός και χαρούμενος και την επόμενη φορά.
- Λάιστα Ζαγορίου Ιωαννίνων, Θεσσαλονίκη 1991
Ευχαριστίες
Ευχαριστούμε θερμά: Τον παπά-Θόδωρο, εφημέριο της Λάιστας. Τον μπάρμπ’-Αντρέα και τον Γιώργο Μυλωνά. Τον μπάρμπα-Κώστα για τις ωραίες στιγμές που μας χάρισε στο φιλόξενο σπιτικό του. Τον γιο του μπάρμπα-Κώστα, Μάνθο, Δικηγόρο Βόλου, για την άμεση αποστολή του βιβλίου του Γιώργου Μέρτζιου.