Από την παραλία ο δρόμος ανηφορίζει με αλλεπάλληλες στροφές ανάμεσα από μυρωδάτα περιβόλια, 4 χλμ. μετά, μας υποδέχεται η πόλη, με το περίφημο “Λαογραφικό Μουσείο Κύμης”, την κεντρική πλατεία του παγκοσμίως διάσημου Κυμαίου γιατρού Γεωργίου Παπανικολάου και το μοναδικό παλιό καλντερίμι, που σώθηκε στην πόλη.
Πολλά είναι τα παλιά σπίτια και αρχοντικά που αντιπροσωπεύουν τέσσερις αρχιτεκτονικούς τύπους διαφόρων περιόδων. Σημαντική είναι η εκκλησία της Παναγιάς Οδηγήτριας, του 1849, με εξαιρετικό μαρμάρινο τέμπλο του Ιωάννη Χαλεπά.
Θεαματικές και ποικίλες όψεις της πολιτείας μάς χαρίζουν οι λόφοι, που περικλείουν την Κύμη. Τελευταία γλυκειά ανάμνηση είναι η αιθέρια γεύση του ονομαστού Κουμιωτικού μπακλαβά.
Αφήνω το χρόνο να κυλήσει προς τα πίσω. Και να σταματήσει γύρω στα τέλη της δεκαετίας του ’70. Τότε που πρωτοβρέθηκα στην Κύμη. Μια Κύμη με στενορρύμια, ανηφοριές και κατηφοριές, πέτρινα σπίτια κι επιβλητικά αρχοντικά. Και μ΄ ένα μοναδικό αγνάντεμα στο Αιγαίο.
Μετά την πρώτη εκείνη σύντομη γνωριμία, υποσχέθηκα στον εαυτό μου να επιστρέψω, για κάποιες μέρες, στην όμορφη πολιτεία. Τήρησα την υπόσχεσή μου. Μόνο που πέρασαν 35 σχεδόν χρόνια από τότε.
ΠΡΟΟΡΙΣΜΟΣ: ΚΥΜΗ
ΑΠΟ ΤΟ ΛΙΜΑΝΙ ΣΤΑ ΨΗΛΩΜΑΤΑ
Το ξενοδοχείο KYMI PALACE, χτισμένο αμφιθεατρικά στην αρχή της “Παραλίας της Κύμης” (1) βρίσκεται σε θέση πολύ προνομιακή. Από την βεράντα του δωματίου μας αγναντεύουμε την Νότια Εύβοια και την απεραντοσύνη του Αιγαίου. Ακριβώς από κάτω εκτείνεται το λιμάνι της Κύμης, ένα από τα μεγαλύτερα της Ελλάδας.
Περιδιαβαίνουμε τις προκυμαίες και τις προβλήτες με τα αλιευτικά σκάφη και τα σκάφη αναψυχής. Ένας ερειπωμένος πέτρινος τοίχος με σκουριασμένα σίδερα στην κορυφή του, τραβάει την προσοχή μας. Είναι ό,τι έχει απομείνει από τον περίφημο “Ρίχτη”, που μέχρι το 1962 χρησιμοποιείτο για την φόρτωση του λιγνίτη της Κύμης στα καράβια.
Εστιατόρια, καφέ και ποικίλα καταστήματα είναι αραδιασμένα κατά μήκος της παραλιακής λεωφόρου του Αγίου Γεωργίου. Ανάμεσά τους ξεχωρίζουν και κάποια παλιά οικήματα. Το πιο επιβλητικό βρίσκεται στο τέλος της παραλίας. Χωρίς παράθυρα και σκεπή αλλά με τοιχοποϊία εκπληκτική, ήταν το πάλαι ποτέ ακμάζον εργοστάσιο ζυμαρικών. Δίπλα του ανηφορίζει ο δρόμος προς πόλη.
Για 4 χιλιόμετρα ακολουθούμε αλλεπάλληλες στροφές. Είναι σαν να διασχίζουμε ένα απέραντο περιβόλι με ελιόδεντρα ηλικίας πολλών αιώνων, αυλές με λουλούδια, πορτοκαλιές και μυρωδάτες λεμονιές, ολάνθιστες κουτσουπιές με εντυπωσιακούς χρωματισμούς. Κοντά στην είσοδο της πόλης ένα απρόσμενο θέαμα μας αιφνιδιάζει. Είναι το καμμένο, πριν ελάχιστες μέρες, ιστορικό Δημοτικό Σχολείο της Κύμης. Οι στέγες του κτιρίου έχουν καταπέσει στο εσωτερικό. Η εξωτερική τοιχοποϊία, ωστόσο, παραμένει άθικτη σχεδόν, διατηρώντας ακόμη και το χρώμα του σοβά. (2)
Αμέσως μετά, φτάνουμε στο περίφημο “Λαογραφικό Μουσείο της Κύμης”. Μας υποδέχεται η Ευγενία Μώρου που αναλαμβάνει την ξενάγησή μας.
Το Μουσείο στεγάζεται σε τριώροφο, νεοκλασσικό κτίριο του τέλους του 19ου αιώνα, που ανήκε στην Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος. Ιδρύθηκε το 1981 από τον Μορφωτικό και Εκπολιτιστικό Σύλλογο Κύμης, και θεωρείται ένα από τα κορυφαία στο είδος του περιφερειακά μουσεία της χώρας. Η συλλογή του, που αριθμεί περί τα 1.900 αντικείμενα, βασίστηκε σε δωρεές των κατοίκων , οι οποίοι συνεχίζουν να στηρίζουν ηθικά και υλικά όλη αυτή τη μεγάλη πολιτιστική προσπάθεια.
Οι συλλογές εκτίθενται σ’ έναν συνολικό χώρο 450 τετ. μέτρων: Στο ισόγειο είναι η αίθουσα με τις φορεσιές, τις στολές των πολεμιστών των Βαλκανικών Πολέμων, τα άμφια του Αγίου Νεκταρίου, τα ιερά σκεύη, τα ξυλόγλυπτα , τα κοσμήματα και την “αστική γωνιά”. Επίσης τα σκεύη οικιακής χρήσης, οι Βιβλιοθήκες και τα Αρχεία, καθώς και το φωτογραφικό εργαστήριο.
Στον επάνω όροφο είναι το σαλόνι και η κρεβατοκάμαρα στην τυπική τους μορφή, οι αίθουσες με τον αργαλειό, τα υφαντά , τα κεντήματα και τα πλεχτά, καθώς και θέματα από τη ζωή του ευεργέτη της ανθρωπότητας, γιατρού Γεωργίου Παπανικολάου.
Στον θαυμάσιο κήπο του Μουσείου δεσπόζει το υπαίθριο κυκλικό θέατρο 250 θέσεων, που έχει φιλοξενήσει κατά καιρούς θεατρικές παραστάσεις, διαλέξεις, συναυλίες κλασσικής και έντεχνης ελληνικής μουσικής.
Το Μουσείο συνεργάζεται με Πανεπιστήμια, Κέντρα Ερευνών, Βιβλιοθήκες , Πινακοθήκες, καθώς και το Διεθνές Συμβούλιο των Μουσείων. Συμμετέχει σε εκθέσεις και έχει σημαντική εκδοτική δραστηριότητα. Το Λαογραφικό Μουσείο της Κύμης είναι τελικά ένας ζωντανός οργανισμός, που επί 35 χρόνια τιμά την Κύμη και την έννοια του πολιτισμού.
ΠΕΡΙΔΙΑΒΑΙΝΟΝΤΑΣ ΤΗΝ ΠΟΛΗ
Απέναντι από το Μουσείο ανηφορίζουμε ένα φαρδύ, παλιό καλντερίμι. (3) Σ’ ένα λεπτό φτάνουμε στην κεντρική πλατεία Γεωργίου Παπανικολάου. Την κοσμεί η προτομή του γιατρού που επινόησε το πασίγνωστο “Pap Test”, για την έγκαιρη διάγνωση του καρκίνου του τραχήλου της μήτρας. Ο ζωγράφος Γιώργος Βαρλάμος, που φιλοτέχνησε μια θαυμάσια προσωπογραφία του Παπανικολάου , γράφει γι αυτόν, ότι “κατάφερε στη ζωή του να αποδείξει, πως η ιατρική είναι λειτούργημα και προσφορά στην ανθρωπότητα από τις πιο σημαντικές και όχι επάγγελμα και μέσο πλουτισμού”.
Κάτω από την πλατεία συναντάμε τα δυο σπίτια, όπου γεννήθηκε κι έζησε ως τα εφηβικά του χρόνια ο Παπανικολάου. Σε εξέλιξη είναι ευρείες εργασίες ανάπλασης για την δημιουργία, προς τιμήν του, ενός Μουσείου.
Στην πλατεία της Κύμης δεσπόζει ο Μητροπολιτικός Ναός του Αγίου Αθανασίου, με το ξυλόγλυπτο τέμπλο του 1869. Πολύς κόσμος στην πλατεία, ενώ τα έργα ανάπλασης και πλακόστρωσης έχουν δημιουργήσει μια γραφική ακαταστασία. Αυτό δεν μας εμποδίζει σε παρακείμενο ζαχαροπλαστείο να εκτιμήσουμε “light” γεύση του διάσημου κουμιώτικου μπακλαβά με αμύγδαλο.
Εδώ συναντάμε τον Γιώργο Ζουρμπουλή, γνωστότερο ως Βαλλιάνο. Φυσιολάτρης, πεζοπόρος και πρωτοπόρος σε διανοίξεις και σημάνσεις μονοπατιών ο Γιώργος, θέτει στη διάθεσή μας τις γνώσεις και τον χρόνο του. Ξεκινάμε αρχικά μια περιήγηση σε κάποιες χαρακτηριστικές παραδοσιακές γειτονιές. Αν και είναι μικρή συγκριτικά με τις ελληνικές μεγαλουπόλεις, η Κύμη, κατά τον καθηγητή του Ε.Μ.Π Γιώργο Σαρηγιάννη (4) “είναι μια πόλη με ισχυρή προσωπικότητα, με δικό της ρυθμό και με την ηρεμία που λείπει από την Αθήνα και τις άλλες μεγάλες πόλεις”.
Αυτή η ηρεμία, το λαβυρινθώδες δίκτυο των στενών, οι ανηφοριές και κατηφοριές, η εναλλαγή σύγχρονων και παλιών σπιτιών, τα σφυρήλατα κιγκλιδώματα και τα μαρμάρινα φουρούσια, οι λουλουδιασμένες αυλές και οι λεμονιές, τα ελάχιστα αυτοκίνητα κι οι αυθόρμητοι χαιρετισμοί από ντόπιους, όλα αυτά τα τόσο απλά μα και τόσο ανθρώπινα, κρατούν αμείωτο το ενδιαφέρον μας για πολλές ώρες στις γειτονιές.
Κατά τον 19ο αιώνα παρουσίασε μεγάλη ανάπτυξη η πόλη. Αν θέλαμε να ομαδοποιήσουμε την αρχιτεκτονική των παλιών κτισμάτων της Κύμης, θα διακρίναμε, κατά τον καθηγητή Σαρηγιάννη, τέσσερις κατηγορίες:
Η πρώτη είναι του “Παραδοσιακού ορεινού τύπου”, σπίτια κτισμένα από παλιούς μαστόρους, κυρίως πριν από τα τέλη του 19ου αιώνα. Συνήθως είναι μικρά λιθόκτιστα σπίτια με τετράρριχτη στέγη, με βυζαντινά κεραμίδια ή σχιστόπλακες Καρύστου ή Πηλίου.
Η δεύτερη κατηγορία είναι ο “Ηπειρωτικός τύπος”. Αφορά κτίρια που έκτισαν “κομπανίες” ή “μπουλούκια” από Ηπειρώτες μαστόρους, που περιόδευαν μέχρι και τις αρχές του 20 ου αιώνα όλη την Ελλάδα. Τα κτίσματα αυτά έχουν τοιχοποϊία αρμολογημένη με μεγάλη επιμέλεια από σχεδόν ισόδομες σειρές λίθων…
Την τρίτη κατηγορία αποτελεί η τυπική μορφή του ελληνικού ή “Αθηναϊκού Νεοκλασσικού”. Είναι συνήθως μεγάλα κτίρια, ξενοδοχεία ή αρχοντικά εξεχουσών οικογενειών. Κτίστηκαν από τα μέσα του 19ου ως τις αρχές του 20ου αιώνα, όταν η Κύμη δέχτηκε τις επιρροές των μεγάλων κέντρων, της Χαλκίδας και της Αθήνας, φέρουν υπέρθυρα και παραστάδες με κυμάτια, αετώματα, εξώστες με σκαλιστά φουρούσια και ρόδακες. Τέτοιο κτίριο είναι το Λαογραφικό Μουσείο Κύμης.
Η τέταρτη και σημαντικότερη κατηγορία συνιστά τον λεγόμενο “Κυμαϊκό τύπο”. Είναι σπίτια κατά βάση νεοκλασσικά αλλά με σημαντικές μορφολογικές διαφοροποιήσεις στα πλαίσια των ανοιγμάτων και στις γωνίες του κτιρίου, που κατασκευάζονται από ισόδομους γωνιόλιθους. Τέτοια μορφολόγηση δεν έχει παρατηρηθεί σε άλλη πόλη της Ελλάδας, αποτελεί ιδιαίτερο τοπικό χαρακτηριστικό της Κύμης και της περιοχής της αλλά δεν γνωρίζουμε την προέλευσή του.
Η ΠΟΛΕΟΔΟΜΙΑ ΤΗΣ ΚΥΜΗΣ
Μεγάλο ενδιαφέρον παρουσιάζει η πολεοδομία της Κύμης. Η οποία, μέχρι και τον 19ο αιώνα αναπτύχθηκε ελεύθερα, με μοναδικές δεσμεύσεις το τοπογραφικό του εδάφους της και τις αναγκαίες συνδέσεις με την ενδοχώρα. Έχουμε έτσι ένα βασικό οδικό δίκτυο, όπου οι δρόμοι ακολουθούσαν τις υψομετρικές καμπύλες. Το σχήμα, κατά συνέπεια, που προέκυπτε, ήταν περίπου ακτινωτό, που χαρακτηρίζει τις “πόλεις φυσικής αναπτύξεως”.
Για την Κύμη, το Σχέδιο Πόλεως του 1884 προέβλεπε μια ορθογωνισμένη πόλη. Ωστόσο, ακόμη και 100 χρόνια μετά, η πόλη παρέμεινε στα δικά της πρότυπα, διέσωσε την ιδιόμορφη και ωραιότατη αρχιτεκτονική της. Η πυκνή διάταξη των σπιτιών δεν δημιουργεί καθόλου έλλειψη φωτισμού ή ηλιασμού, γιατί τα κτίρια είναι διώροφα και οι αποστάσεις τέτοιες που να επιτρέπουν τον ήλιο και το φως να μπαίνουν σε κάθε σπίτι και στις πιο πυκνές περιοχές της πόλης.
Η παραδοσιακή πολεοδομία είχε πάρα πολλές αρετές, που τις έχει ακόμη η Κύμη και θα πρέπει να τις διαφυλάξει σαν κόρη οφθαλμού.
ΣΕ ΣΥΝΟΙΚΙΕΣ ΚΑΙ ΠΑΡΥΦΕΣ
Μετά τις περιηγήσεις μας στο κέντρο βγαίνουμε στα περίχωρα.
Ξεκινάμε από την πλατεία Παπανικολάου με κατεύθυνση ΒΑ. Σ’ ελάχιστα λεπτά φτάνουμε στον λόφο του Προφητηλία, σε υψόμετρο 230 μέτρων (το μέσο υψόμετρο της Κύμης είναι περίπου 200 μέτρα). Στον λόφο, δεσπόζει ο ανδριάντας του Κυμαίου ήρωα των Βαλκανικών Πολέμων, Ταγματάρχη Πεζικού Ιωάννη Βελισσαρίου, ελευθερωτή των Ιωαννίνων. Ωραίος ο χώρος του λόφου, είναι διαμορφωμένος από τον περίφημο αρχιτέκτονα, και ακαδημαϊκό Δημήτρη Πικιώνη (1887-1968).
Η θέα είναι κορυφαία σ΄ όλη την πόλη της Κύμης, στις συνοικίες και στους λόφους της, στους ορεινούς όγκους που ορθώνονται στα δυτικά. Όλο το Ν-ΝΑ τόξο διαφεντεύει ο απέραντος ορίζοντας του Αιγαίου. Βόρεια του λόφου, συναντάμε το νοσοκομείο αφιερωμένο στην μνήμη του Παπανικολάου. Αμέσως μετά φτάνουμε στον λόφο “Αγνάντι”. Το τοπίο γίνεται βουκολικό, με χλοερό λιβάδι, γαλήνια προβατάκια και αιωνόβιο ελαιώνα.
Διασχίζοντας την πόλη με κατεύθυνση δυτική φτάνουμε στον αντικρινό λόφο, στους πρόποδες του “Κρύου”. Εδώ, σε υψόμετρο 270 μέτρων, βρίσκεται η δεξαμενή της πόλης. Η εικόνα είναι εκπληκτική, η Κύμη απλώνεται στα πόδια μας με φόντο το Αιγαίο.
Από την ΝΔ έξοδο της πόλης, όπου και τα ΚΤΕΛ, παίρνουμε τον δρόμο προς Χαλκίδα. Στον πρώτο χωματόδρομο αριστερά ανηφορίζουμε προς τον λόφο Ινζού. Πολύ γρήγορα έχουμε την αίσθηση, ότι διασχίζουμε έναν βοτανολογικό παράδεισο με ευωδιαστές αγριολεβάντες, φασκόμηλα και θυμάρι, λευκές και μωβ λαδανιές, κίτρινους ασπάλαθρους. Και ακόμα πουρνάρια, ρείκια, κουμαριές και αγριελιές, πυξάρια, μυρτιές και τόσα άλλα ακόμη…
Χαμηλά στα Α αποκαλύπτονται οι εγκαταστάσεις του λιμανιού, ενώ στα Ν-ΝΑ οι απέραντες παραλίες του Στομίου και της Μουρτερής.. Ακριβώς από πάνω τους ο ορεινός όγκος του Οχτωνιά, ενώ με καλή ορατότητα θ’ αγναντεύαμε και την Όχη.
Ξαναμπαίνουμε στην πόλη και περνάμε από την πασίγνωστη στους Κυμαίους “Στροφή του Γιαννάκη”, σημείο συνάντησης, αλλά και ρομαντικών στιγμών, κυρίως τα καλοκαίρια παλιότερων εποχών. Πολύ γρήγορα φτάνουμε στην εμβληματική εκκλησία της Λιαουτσάνισσας αφιερωμένης στην Κοίμηση της Θεοτόκου.
Κόσμημα της εκκλησιαστικής τέχνης της Κύμης, ο ναός αποτελεί ένα από τα σημαντικότερα προσκυνήματα όχι μόνον της Εύβοιας αλλά ολόκληρου του Αιγαίου. Σύμφωνα με την μαρμάρινη επιγραφή ο ναός εγκαινιάστηκε στις 15 Αυγούστου του 1849. Είναι έργο άγνωστου αρχιτέκτονα σε ρυθμό τρίκλιτης, θολωτής βασιλικής, με υπερυψωμένο το κεντρικό κλίτος, που καλύπτεται από τρεις ανόμοιους τρούλλους. Η ανέγερση του ναού της Παναγίας στη συνοικία Λιαούτση έγινε με αποκλειστικό σκοπό τη φύλαξη της εικόνας της Παναγίας Οδηγήτριας, η οποία βρέθηκε με θαυματουργικό τρόπο τον 19 αι. στη θέση “Μαύρα Λιθάρια” της παραλίας της Κύμης, ανάμεσα στα συντρίμμια ενός ναυαγίου (5).
Η εικόνα κοσμεί σήμερα το τέμπλο του ναού και καλύπτεται από ασήμι που δυσκολεύει την χρονολόγησή της. Εσωτερικά ο ναός εντυπωσιάζει με το μαρμάρινο τέμπλο, έργο του Ιωάννη Χαλεπά (πατέρα του γλύπτη Γιαννούλη Χαλεπά) το 1891. Ο τρούλλος και η κόγχη αγιογραφήθηκαν στα μέσα του 20ου αιώνα από τον Κυμαίο αγιογράφο Γ.Σ Μπιλιλή. Ο άμβωνας είναι κι αυτός έργο του Χαλεπά το 1892.
ΣΤΟΝ ΑΓΙΟ ΝΙΚΟΛΑΟ ΕΝΟΡΙΑΣ
Μετά τον ναό συνεχίζουμε ευθεία προς τον “Άγιο Νικόλαο Ενορίας”, στο ΝΑ άκρο της Κύμης.
Ανάμεσα από τα κλαδιά πανύψηλων ελιόδεντρων διαγράφεται ξαφνικά ένα πελώριο κτίριο με διαστάσεις εντυπωσιακές.
-Αυτή ήταν κάποτε η αποθήκη συγκέντρωσης λιγνίτη, μας εξηγεί ο Γιώργος. Εδώ έφτανε με τραινάκι ο λιγνίτης, από την περιοχή της εξόρυξης στο “Έντζι”, έμπαινε σε βαγονέτα και με εναέρια γραμμή, που εκμεταλλευόταν την φυσική κλίση του εδάφους, έφτανε στο λιμάνι. Εκεί, παραλάμβανε τον λιγνίτη ο –ήδη γνωστός σας– “Ρίχτης”, που τον φόρτωνε στα καράβια.
Το βιομηχανικό κτίριο με την εξαίρετη τοιχοποϊία του πλησιάζει σε ύψος τα 20 μέτρα. Σε εμφανές σημείο διακρίνουμε την επιγραφή: “ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΙΣ 1913“.
Παρατηρούμε τα βαριά, σκουριασμένα μηχανήματα, ένα βαγονέτο. ράουλα και γρανάζια κατασκευασμένα στην Αγγλία, όλα απομεινάρια του βιομηχανικού παρελθόντος της Κύμης, που έχει παρέλθει ανεπιστρεπτί. Συναντάμε τον καπταν Γιώργη Ζέρμα, Πλοίαρχο για πολλά χρόνια ποντοπόρου ναυτιλίας.
–Και βέβαια το θυμάμαι το τραινάκι. Η γραμμή σταματούσε εδώ ακριβώς. Σαν να βλέπω ακόμα τα βαγονέτα να γεμίζουν με λιγνίτη και να παίρνουν το δρόμο προς το λιμάνι. Πήγατε όμως στην μπούκα της γαλαρίας;
-Τώρα θα πάμε, λέει ο Γιώργος.
Ακολουθούμε έναν στενό, χορταριασμένο δρομίσκο, από τον οποίο περνούσε η γραμμή του τραίνου. Γύρω μας η απόλυτη ζούγκλα και ψηλά, στο απότομο πρανές, οι λαβωματιές από παλιό λατομείο. Κάποια στιγμή συναντάμε το περίφημο “Φυγούλι”. Είναι ο θεαματικός οβελίσκος, χτισμένος με συμπαγή τουβλάκια, που αποτελεί ένα εξαίσιο δείγμα βιομηχανικής αρχιτεκτονικής, με ύψος τουλάχιστον 20 μέτρων.
–Ποια ήταν η χρήση του; ρωτάμε τον Γιώργο.
–Δεν ξέρω ακριβώς. Λέγονται διάφορα αλλά τίποτε δεν είναι απόλυτα τεκμηριωμένο.
Μερικά λεπτά μετά φτάνουμε μπροστά στο στόμιο της γαλαρίας. Στην κεντρική πελεκητή πέτρα, στο υψηλότερο σημείο του στομίου, είναι λαξευμένη η χρονολογία 1918. Με μέγιστο ύψος 3.5 μέτρα και πλάτος λίγο παραπάνω από 2 η σήραγγα είναι κατασκευασμένη από επιμελημένη αργολιθοδομή., ενώ στην οροφή υπάρχουν υποστυλώσεις από κορμούς κυπαρισσιού. Ωστόσο, 50 σχεδόν μέτρα μετά την είσοδο, έχει καταπέσει η οροφή και είναι αδύνατη η συνέχιση της διείσδυσης στα επόμενα 200 περίπου μέτρα της γαλαρίας που απομένουν.
Μετά την σήραγγα η σιδηροδρομική γραμμή συνέχιζε δυτικά για 8 ακόμη χιλιόμετρα ως το Έντζι, την μικρή κοιλάδα ανάμεσα στους Καλημεριάνους και τον Πύργο. Εκεί βρισκόταν το κέντρο των εξορυκτικών εργασιών. Μέσα σε μια ονειρεμένη ρεματιά με πλατάνια, άφθονα νερά και συναυλίες αηδονιών προβάλλουν βιομηχανικά κτίρια, βαριά μηχανήματα, εγκαταστάσεις με σιλό, μια παμπάλαια σκουριασμένη ατμομηχανή. Είναι η τέλεια αντίθεση ανάμεσα στο σημερινό, ολοζώντανο φυσικό περιβάλλον και στα απομεινάρια ενός παρελθόντος που όλο και ξεμακραίνει…
ΣΤΟ ΚΑΣΤΡΟ ΤΗΣ ΚΥΜΗΣ ΚΑΙ ΣΤΗΝ ΜΟΝΗ ΤΗΣ ΜΕΤΑΜΟΡΦΩΣΗΣ
Το δωμάτιό μας, από νωρίς το πρωί, γεμίζει φως. Μας το χαρίζει γενναιόδωρα ο ήλιος, που ανατέλλει απέναντί μας, από τα βάθη του Αιγαίου. Είναι μια ωραία μέρα για περιηγήσεις στις εξοχές. Πρώτος προορισμός μας το Μοναστήρι της Μεταμόρφωσης και το γειτονικό καστράκι του Αγίου Γεωργίου. Από το κέντρο της πόλης κατευθυνόμαστε βόρεια. Η ασφάλτινη διαδρομή τερματίζει, 4 χιλιόμετρα μετά, μπροστά στη Μονή. Προβάλλει επιβλητικό το μοναστηριακό συγκρότημα, με την καλοχτισμένη ντόπια πέτρα, τους ασβεστωμένους τοίχους, τις κόκκινες κεραμοσκεπές. Η ήπια αμφιθεατρικότητα της πλαγιάς, οι μικροί κτιριακοί όγκοι κλιμακωτά χτισμένοι και το πυκνό δάσος από πουρνάρια, φυλίκια, και αριές δημιουργούν ένα περιβάλλον εξαιρετικά ειδυλλιακό.
Σ’ αυτό τον υπέροχο τόπο χτισμένο το μοναστήρι, αγναντεύει ανεμπόδιστα, από υψόμετρο 250 μέτρων, τον απέραντο ορίζοντα του Αιγαίου, ως την Σκυροπούλα και τη Σκύρο, τις Βόρειες Σποράδες και, με ατμόσφαιρα καθαρή, ως την συγκλονιστική σιλουέττα της Αθωνικής κορυφής.
Δεν είναι γνωστή η ακριβής χρονολογία ίδρυσης της Μονής. Ωστόσο, δυο επίσημα στοιχεία είναι ο χρυσοκέντητος επιτάφιος του 1635, καθώς και η παλαιά, μεταλλική σφραγίδα της μονής, του έτους 1643. Στη διάρκεια της πολύχρονης ιστορικής της διαδρομής η Μονή Μεταμόρφωσης συμμετείχε με διάφορους τρόπους στον αγώνα του Έθνους το 1821, ενώ προσέφερε τις υπηρεσίες της και στα χρόνια της Κατοχής. Τότε φυγάδευσε πολλούς συμμάχους αλλά και Έλληνες, ανάμεσά τους και την θρυλική Σοφία Βέμπο. Από το 1977 η Μονή έχει μετατραπεί επίσημα σε γυναικεία και συνεχίζει το πνευματικό της έργο.
Διασχίζοντας σκιερό μονοπάτι δίπλα στο μοναστήρι ή με πολύ δύσβατο χωματόδρομο, φτάνουμε στην βάση ενός απότομου λόφου. Μια στενή γιδόστρατα μάς οδηγεί σ’ ένα 10λεπτο, στην κορυφή του λόφου. Εδώ, σε υψόμετρο 385 μέτρων, βρίσκονται τα ερείπια του κάστρου του Αγίου Γεωργίου. Πριν από την κορυφή έχουμε συναντήσει αριστερά μας το ομώνυμο εκκλησάκι.
Ο Μιχάλης Ποντίκης αναφέρει για το κάστρο (6), ότι ο χώρος που καταλαμβάνει είναι μικρότερος του ενός στρέμματος. Για την κατασκευή του έχουν χρησιμοποιηθεί σχετικά μικρά κομμάτια ντόπιου ασβεστόλιθου, συνδετική λάσπη και εντοιχισμένα θραύσματα κεραμιδιών. Το πάχος του εξωτερικού τείχους φτάνει το 1.20μ. Δεν υπάρχουν ακριβείς πληροφορίες για την χρονολογία κατασκευής.
Η θέση του κάστρου είναι στρατηγική, ελέγχει οπτικά το στενό ανάμεσα σε Εύβοια και Σκύρο αλλά και τον κόλπο της Κύμης προς τα νότια.
ΣΤΟ ΜΟΝΟΠΑΤΙ ΤΟΥ ΠΕΤΕΙΣΟΥΝΑ Η’ ΚΑΛΟΛΙΑ
Ένας χωματόδρομος κάτω από το μοναστήρι μάς οδηγεί πολύ γρήγορα στην ρηχή κοίτη μιας ρεματιάς. Από υψόμετρο 235 μέτρων ξεκινάει ένα στενό, όμορφο μονοπάτι, που σ΄ένα 10λεπτο περνάει δίπλα από το εκκλησάκι του Αγίου Στεφάνου. Χαμηλά προβάλλει ένα εργοστάσιο, που αφού για αρκετά χρόνια ασχολήθηκε με την παραγωγή στρατιωτικού ρουχισμού, είναι πια κλειστό.
25′ μετά την αναχώρησή μας βγαίνουμε σε ξέφωτο. Χωματόδρομος και λίγα λεπτά μετά ένα μονοπάτι, χωρίς σήμανση, που μας βγάζει αμέσως σε κοίτη ρεματιάς. Βρισκόμαστε στο ρέμα του Καλολία ή Πετεισούνα. Δυο γλυκύτατοι ήχοι κυριαρχούν: το κελάρυσμα του ρυακιού και οι πολύπλοκοι, απαράμιλλοι λαρυγγισμοί των αθέατων αηδονιών.
Σε μερικά λεπτά φτάνουμε στο πιο ωραίο σημείο της ρεματιάς. Εδώ τα πλατάνια είναι θεόρατα, πάνω από 25-30 μέτρα. Από έναν κάθετο βράχο διακρίνεται ίχνος νερού.
– Την εποχή των βροχών αυτό το νεράκι γίνεται ένας βουερός καταρράκτης, σχολιάζει ο Γιώργος.
Η πιο εντυπωσιακή, ωστόσο, εικόνα προέρχεται από την κοίτη της ρεματιάς. Σ’ όλο της το πλάτος αποτελείται από αλλεπάλληλες φαρδειές βαθμίδες που, δημιουργούν μια πρωτότυπη φυσική κλίμακα, όχι από κάποιο τεχνητό υλικό αλλά από χώμα σκληρό. Που, αντέχει και δεν διαλύεται από τις βροχές και την χειμωνιάτικη ροή του νερού.
1 ώρα και 30′ μετά την αναχώρησή μας από τη Μονή φτάνουμε σε θεόρατο πλάτανο και σε χτιστή πηγή νερού. Το νεράκι της είναι λιγοστό αλλά εξαιρετικό. Βγαίνουμε στην άσφαλτο και συναντάμε το μνημείο των δυο χειριστών του ελικοπτέρου “Απάτσι”, Ταγματάρχου Σκούρα και Λοχαγού Κακαμπάκου, που κατέπεσε 100 μέτρα πιο κάτω. Νωρίς το απόγευμα φτάνουμε στο αυτοκίνητο. Ολοκληρώνουμε την περιήγηση της μέρας με μια επίσκεψη στους Καλημεριάνους και στον Πύργο, γραφικότατα πετρόχτιστα χωριά. Πριν πέσει το σκοτάδι, κάνουμε μια γευστική στάση στην “Πανδαισία”, το γλυκύτατο μαγαζούδι της Λίτσας, στον Κάτω Πύργο. Ξυλόσομπα αναμμένη, καλή λαϊκή μουσική και νοστιμώτατα μεζεδάκια: σπανακοκεφτέδες, τηγανόψωμο, φασόλια μαυρομάτικα και αρνάκι καπαμά. Δύσκολα στην μεγάλη πόλη βρίσκουμε τέτοιες νοστιμιές.
ΤΣΙΛΑΡΟΣ ΚΑΙ ΘΑΨΑ
ΠΑΡΑΛΙΕΣ ΕΞΩΤΙΚΕΣ
Η πρόσχαρη “καλημέρα” της οικοδέσποινάς μας, της Ευαγγελίας Σπανού, είναι πηγή αισιοδοξίας στο ξεκίνημα της μέρας. Ακολουθεί ο πλούσιος μπουφές με τα καλούδια του, τις “ρόδινές” (το τυρόψωμο), τους λουκουμάδες, το ψωμί από τον ξυλόφουρνο των Ανδρονιάνων.
– Σήμερα θα κινηθούμε αποκλειστικά στις εξοχές, λέει ο Γιώργος Βαλλιάνος. Θα γνωρίσουμε την πιο εντυπωσιακή εναλλαγή θάλασσας και βουνού.
Από το κέντρο της Κύμης κατευθυνόμαστε Δ-ΒΔ προς Βίταλο και Μετόχι. Πολύ γρήγορα φτάνουμε στο κατάφυτο μικροφάραγγο της Καζάρμας. Ανθισμένοι φράξοι και κουτσουπιές (οι γνωστές “κοτσικιές” στην ντόπια διάλεκτο) διακοσμούν το καταπράσινο περιβάλλον με εξαίσιες λευκές και μωβ πινελιές.
Ο οικισμός της Καζάρμας δημιουργήθηκε το 1834, όταν ανοίχθηκε η πρώτη στοά εξόρυξης λιγνίτη (γνωστή και ως “Στοά Όθωνος”) στην περιοχή. Η θέση εντοπίσθηκε ύστερα από έρευνες Βαυαρών γεωλόγων και μηχανικών. Το λιγνιτωρυχείο της Καζάρμας παρέμεινε υπό κρατική διαχείριση μέχρι το τέλος της δεκαετίας του 1860. Τότε η άδεια εκμετάλλευσης εκχωρήθηκε στην Ελληνική Μεταλλευτική Εταιρεία , που μετέφερε το κέντρο των εξορυκτικών της εργασιών από την Καζάρμα στο Έντζι.
Λίγο πιο πάνω, συναντάμε κτήματα με συκιές. Είναι αυτή η ιδιαίτερη ποικιλία από την οποία παράγονται τα παγκοσμίως διάσημα “Ξερά σύκα Κύμης”, με την λεπτή φλούδα, την μεγάλη περιεκτικότητα σε ζάχαρη και τον ιδιαίτερο τρόπο επεξεργασίας. Το 1983 δημιουργήθηκε ο “Αγροτικός Συνεταιρισμός Περιφέρειας Κύμης”, με την συμμετοχή 800 περίπου συκοπαραγωγών της περιοχής.
Μικρή στάση στο ενεργό λατομείο της πέτρας Βίταλου. Χαμηλότερα ο ομώνυμος οικισμός. 7 χιλιόμετρα από την Κύμη, εγκαταλείπουμε την άσφαλτο και κατηφορίζουμε χωματόδρομο προς την παραλία του Τσίλαρου. Στα δυτικά θαυμάζουμε τις ιλιγγιώδεις ορθοπλαγιές των ορεινών όγκων του “Ίταμου” και του “Παλιόπυργου”, γνωστού και ως “Ορτάρι”. Η διαδρομή είναι εκπληκτική με φαράγγια, χαραδρώσεις και δάση αριάς. Δεξιά συναντάμε μια διακλάδωση.
– Από εδώ θα κατευθυνθούμε αργότερα προς την “Κρυφή Παναγιά”. λέει ο Γιώργος.
Κατηφορίζοντας συνεχώς, φτάνουμε σε μερικά λεπτά στον όρμο του Τσίλαρου, με βοτσαλάκι λευκό και χρωματιστό, τυρκουάζ νερά και πλατάνια που φτάνουν ως την ακτή. Ωστόσο, στην εξαίσια αυτή εικόνα, παρεμβάλλονται τροχόσπιτα και παραθεριστικές κατοικίες αμφιβόλου νομιμότητας και αμφιλεγόμενης αισθητικής.
Μετά τον Τσίλαρο ο χωματόδρομος συνεχίζει, ξαφνικά όμως ανηφορίζει απότομα, καλυμμένος από χαλίκια. Αναγκαζόμαστε να χρησιμοποιήσουμε τετρακίνηση. Αυχένας και χαμηλότερα προβάλλει μια τελείως επίπεδη έκταση καλυμμένη από βούρλα και καλαμιές, Ανάμεσα στους θάμνους διακρίνονται και ανοίγματα με νερό. Είναι το “Έλος των Θαψών”, ένας υγρότοπος ζωντανός, με νεροχελώνες, βατράχια και διάφορα πουλιά. Μετά από λίγο, ο δρόμος τερματίζει μπροστά στον όρμο των Θαψών.
Ακόμα και η πιο παραστατική περιγραφή είναι πολύ φτωχή για να αποδώσει την απαράμιλλη ιδιαιτερότητα του τόπου. Οι ορθοπλαγιές του Ίταμου , ιλιγγιώδεις και απρόσιτες, ελατοσκέπαστες ή βραχώδεις, ξεχύνονται με φούρια στον κατήφορο και από υψόμετρο 850 μέτρων βυθίζονται ανεμπόδιστα στην θάλασσα. Είναι πιθανό οι υψηλότερες ορθοπλαγιές που καταλήγουν άμεσα σε θάλασσα στην Ελλάδα. Κι αφού η φύση εξάντλησε όλη την αγριότητά της στις βραχώδεις ορθοπλαγιές, στη συνέχεια ημέρεψε, και βάλθηκε να δημιουργήσει μια από τις πιο βελούδινες, πιο ειδυλλιακές ακτές που μπορεί κάποιος να φανταστεί: την παραλία των Θαψών! Χοντρή γκριζόλευκη άμμος και βοτσαλάκι, πυθμένας ρηχός που βαθαίνει προοδευτικά, νερά με διαύγεια κρύσταλλου και χρωματικών τόνων τυρκουάζ. Είναι η αποτύπωση της τελειότητας, της απόλυτης αρμονίας. Μιας αρμονίας που δώρισε αφειδώλευτα η φύση αλλά δεν έγινε σεβαστή από τα έργα των ανθρώπων. Όπως, νωρίτερα, στον Τσίλαρο, έτσι κι εδώ επικρατεί το ίδιο σκηνικό αυθαιρεσίας και ακαλαισθησίας. Με την επιπρόσθετη, μάλιστα, ρυπογόνο παρουσία αγελάδων, ακόμη και σε τούτη την θεϊκή αμμουδιά. Εγκαταλείπουμε τα Θαψά με ανάμεικτα συναισθήματα. Ποιον πρώτα να ψέξουμε; Την πολιτεία; Τους πολίτες; Όχι, πάντως, την κακή μας μοίρα, γιατί μόνον εμείς την δημιουργούμε.
ΣΤΗΝ “ΚΡΥΦΗ ΠΑΝΑΓΙΑ”
Στην παράκαμψη προς την Κρυφή Παναγιά σταματάμε.
Ξεκινάμε στις 12:50, με ήλιο δυνατό. Πιο πάνω, αποκτά ξαφνικά ο δρόμος μια κλίση φοβερή, που ξεπερνάει το 20%.
Ζέστη, ιδρώτας, δεν μπορώ να ισχυριστώ, ότι σ΄ αυτόν τον ανήφορο είμαι ευτυχισμένος. Στις 13:20 ‘, μισή ώρα μετά την αναχώρησή μας, φτάνουμε σε αυχένα, σε υψόμετρο 550 μέτρων. Εδώ καταλήγει και ο δύσβατος δασικός δρόμος από την τοποθεσία “Χωνευτικό”, βόρεια της Κύμης. Αρχίζει μια ήπιας κλίσης κατηφόρα. Ο τόπος είναι κατάφυτος από φτέρες και πουρνάρια. Σε μια καμπή του δρόμου αποκαλύπτεται χαμηλά, η μαγική κάτοψη του Τσίλαρου, και λίγο πιο πίσω, η αγκαλιά του Θαψά.
Ρεματιά με αιωνόβια πλατάνια, ανηφοράκι και στις 14:00 φτάνουμε στο εκκλησάκι του Αγίου Παντελεήμονα. Εδώ τελειώνει ο δρόμος κα αρχίζει το μονοπάτι, επίπεδο και ευχάριστο, μέσα σε δάσος από μεγάλα πουρνάρια, φυλίκια και πάμπολλες ορχιδέες μωβ. Σ’ ένα 10λεπτο διασχίζουμε το δάσος και βγαίνουμε στην άκρη ενός τεράστιου γκρεμού. Ο τόπος αποκτάει μια άγρια μεγαλοπρέπεια. Κάτω χαμηλά αποκαλύπτεται ο μικρός όρμος του Καλαμιού, ενώ στον ορίζοντα διαγράφονται η Σκυροπούλα και η Σκύρος. Πουρνάρια και φυλίκια έχουν τους κορμούς και τα κλαδιά τους γερτά, υποταγμένα από χρόνια στον παντοδύναμο βοριά.
Ένας θεόρατος, ασβεστολιθικός βράχος, ορθώνεται, στην πλαγιά, ανατολικά. Στα ριζά του ξεχωρίζει το μικροσκοπικό κτίσμα της Κρυφής Παναγιάς. Διασχίζουμε με μονοπάτι την πλαγιά και στο τέλος μια “σάρα” 30 περίπου μέτρων, ιδιαίτερα ασταθή στα βήματά μας. Όσοι πάσχουν από ακροφοβία δεν θα νιώσουν ευτυχείς.
Λιτό και απέριττο το ξωκκλήσι είναι χτισμένο στα έγκατα του βράχου με πέτρινη τοιχοποϊία και τέμπλο από τουβλάκια. Στο μικροσκοπικό εσωτερικό υπάρχουν μερικές εικονίτσες και μια φωτογραφία του 1939, που εικονίζει τρία άτομα και την εκκλησούλα με πλάκες στη σκεπή. (σήμερα είναι τσιμεντοστρωμένη). Μια σταθερή ξύλινη σκάλα βγάζει σ΄ ένα κοίλωμα βράχου διαμπερές. Εδώ μπορεί να καθίσει κάποιος και ν΄ αγναντέψει με μοναδική μοναχικότητα το Αιγαίο.
(Για την ιστορία αναφέρουμε ότι ο χρόνος της μετάβασης στην Κρυφή Παναγιά ήταν 1.15′, ενώ της επιστροφής μόνον 55′).
ΕΛΑΤΑ ΑΙΩΝΩΝ ΚΑΙ ΟΡΟΠΕΔΙΟ “ΒΡΩΜΟΝΕΡΑΣ”
Βγαίνουμε και πάλι στο κεντρικό δίκτυο προς Μετόχι. Από υψόμετρο 600 μέτρων αγναντεύουμε την συναρπαστική ακτογραμμή και τα ελατοσκέπαστα βουνά. Μερικά χιλιόμετρα μετά λοξοδρομούμε δεξιά σ΄ έναν αφιλόξενο χωματόδρομο, “φυτεμένο” με αναρίθμητες πέτρες αιχμηρές. Πριν σκάσει κάποιο λάστιχο, αποφασίζουμε να συνεχίσουμε με τα πόδια.
– Ελπίζω να μην πάει ο κόπος μας χαμένος, λέει ο Γιώργος. και οι παιώνιες να είναι συνεπείς, όπως κάθε χρόνο, αυτή την εποχή.
Ασβεστολιθικό οροπέδιο, θαμνώδης βλάστηση, πουρνάρια και κέδρα. Αρχίζουμε να ψάχνουμε! Κάποια στιγμή εντοπίζουμε τις παιώνιες, κρυμμένες με μαεστρία μέσα σε σχισμές βράχων. Είναι κατάλευκες, αιθέριες, αληθινό κόσμημα της χλωρίδας του τόπου. Κατηφορίζουμε για το Μετόχι, μεγάλο χωριό, με συνοικισμούς και ανηφοριές. Παίρνουμε τα ψηλώματα, νότια του χωριού και πολύ γρήγορα έχουμε την αίσθηση, ότι συμμετέχουμε σε σκηνικό ρομαντικής Ιαπωνικής ταινίας, με χιλιάδες ανθισμένες κερασιές. Δεν είναι τυχαίο που είναι φημισμένο το Μετόχι για τα κεράσια του και, κάθε καλοκαιράκι, για την Γιορτή του Κερασιού. Σήμερα το γνωρίζουμε στην ομορφότερή του στιγμή. Ελπίζουμε, πως κάποια στιγμή θ΄ απολαύσουμε και το ωραίο του προϊόν.
Ανηφορίζουμε συνεχώς. Συναντάμε τις τελευταίες κερασιές σε υψόμετρο 800 σχεδόν μέτρων, στην γειτονιά των έλατων. Που, ήδη, κυριαρχούν παντού με την παρουσία τους.
9 χιλιόμετρα μετά το Μετόχι, φτάνουμε στην τοποθεσία “Βρωμονέρα”, ένα χλοερό λιβάδι σε υψόμετρο 770 μέτρων, με δυο βρύσες παγωμένου νερού. Γρασίδι, λουλούδια, νερά, έλατα νεαρά αλλά και αιωνόβια. Ένας τέτοιος γίγαντας έχει περίμετρο κορμού 5 μέτρα, ενώ το ύψος του ξεπερνάει τα 30! Είμαστε ευτυχισμένοι, που μέσα στην ίδια μέρα, μετά τις εξωτικές παραλίες βρισκόμαστε σ’ ένα ελατοσκέπαστο υψίπεδο τέτοιας ομορφιάς.
Ξεκινάμε την κατάβασή μας για Ανδρονιάνους. Δύσκολοι δασικοί δρόμοι αλλά με πολύ θεαματικές εναλλαγές. Καθώς πέφτει το σκοτάδι, φτάνουμε στο ωραίο χωριό έχοντας διανύσει από το Μετόχι 25 συνολικά χιλιόμετρα συναρπαστικής διαδρομής. Το τελείωμα της μέρας μάς βρίσκει στην διάσημη ταβέρνα του “Μάμουκα”, στους Ανδρονιάνους. Απίστευτη διακόσμηση, αναρίθμητες φωτογραφίες από τους θρύλους του ρεμπέτικου τραγουδιού, μουσικά όργανα και μεζεδάκια εκπληκτικά. Μια έξοχη βραδιά που την οφείλουμε στην φιλοξενία του πολιτιστικού Συλλόγου Ανδρονιάνων.
ΕΠΙΛΟΓΟΣ
Έχουμε πει τα πάντα για την Κύμη; Την ιστορία και τις εξέχουσες φυσιογνωμίες που ανέδειξε; Όχι, βέβαια. Θα ήταν αδύνατον στα πλαίσια ενός άρθρου. Επιφυλασσόμαστε λοιπόν σε επόμενο τεύχος.
Η τελευταία μέρα στην Κύμη ξημερώνει βροχερή, δεν προσφέρεται για υπαίθριες δραστηριότητες και πορείες. Μας δίνει όμως την ευκαιρία να γνωρίσουμε το παραδοσιακό καφεκοπτείο του Γιάννη Μαργαρίτη. Ευωδιάζει η ατμόσφαιρα στο μικροσκοπικό μαγαζάκι από τους σάκους με τους κόκκους του καφέ.
25 χρόνια καβουρδίζει ο κυρ-Γιάννης τις πιο διάσημες διεθνείς ποικιλίες, δημιουργεί εξαιρετικά χαρμάνια για τους μερακλήδες του ελληνικού καφέ. Μας ψήνει ένα καφεδάκι στο καμινέτο, με μπόλικο καϊμάκι. Είναι η τελευταία ευχάριστη γεύση από την Κύμη, πριν πάρουμε το μακρύ ταξίδι της επιστροφής.
ΠΑΡΑΠΟΜΠΕΣ ΚΥΜΗΣ
(1) Η εξέλιξη της Παραλίας της Κύμης σε οικισμό άρχισε να αναπτύσσεται κυρίως μετά την κατασκευή του λιμανιού της (1886-2000).
(2) Μερικές μέρες μετά η κοινωνία της Κύμης συγκλονίστηκε από την αποκάλυψη της ταυτότητας του- υπεράνω υποψίας- εμπρηστή του Δημοτικού.
(3) Είναι το μοναδικό καλντερίμι που σώθηκε στην πόλη χάρη- κυρίως- στην αντίσταση των ανθρώπων του Λαογραφικού Μουσείου
(4) Γ. Σαρηγιάννης, “ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΗ ΚΑΙ ΠΟΛΕΟΔΟΜΙΑ ΤΗΣ ΚΥΜΗΣ”, στο συλλογικό έργο “ΚΥΜΗ, 19ος-20ος αι., ό.π.
(5) Ν. Γραικός- Γ. Φουστέρης, “ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΗ ΤΕΧΝΗ ΤΗΣ ΚΥΜΗΣ”, Δεκ.2013.
(6) “Το Κάστρο της Κύμης”, “ΚΥΜΗ 19ος-20ος αι,, 2001.
ΕΥΧΑΡΙΣΤΙΕΣ
Θερμά ευχαριστούμε:
– Την οικογένεια του Χαράλαμπου Σπανού για την εξαίρετη φιλοξενία στο ξενοδοχείο KYMI PALACE.
– Τον Μορφωτικό και Εκπολιτιστικό Σύλλογο Κύμης.
– Τον Γεωργικό Συνεταιρισμό Περιφέρειας Κύμης.
– Τον Προοδευτικό Σύλλογο Ανδρονιάνων- Δένδρων.
– Τον Γιώργο Βαλλιάνο για τις βοήθειες και τις πολύωρες περιηγήσεις.
– Τον Μιχάλη Ποντίκη για τα πολύτιμα στοιχεία και τις πληροφορίες, που τόσο πρόθυμα μάς χορήγησε.
ΠΗΓΕΣ
-“ΚΥΜΗ 19ος-20ος αιώνας, ΙΣΤΟΡΙΑ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ”, Δ.Ε.Π.Α.Κ, ΚΥΜΗ 2001.
– Ν. Γραικός- Γ.Φουστέρης, “ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΗ ΤΕΧΝΗΤΗΣ ΚΥΜΗΣ”, ΜΟΡΦ. ΚΑΙ ΕΚΠΟΛ.ΣΥΛ ΚΥΜΗΣ, 2013.
– Μ. Ποντίκης, περιοδ. ΑΣΤΕΡΟΣ, τευχ. 1, ΙΟΥΛ. 2005.
– Ι.Μ Μεταμορφώσεως, ΚΥΜΗ 1992.
ΧΡΗΣΙΜΕΣ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ
– Λαογραφικό Μουσείο Κύμης (τηλ. 22220 22011 ).
– Δήμος Κύμης (www.kimi.gr, τηλ. 22220 24000 )
– ΧΑΡΤΗΣ: Νότια Εύβοια Ανατολική Αττική, 1:100.000, Anavasi.