Πάμπολλες φορές ήμασταν ως τώρα διαβατικοί από την Κρανιά στο δρόμο για το γειτονικό Μικρολίβαδο, το Μέτσοβο ή τα Γιάννενα. Ποτέ δεν είχαμε σταθεί στο ορεινό χωριό, όπως συμβαίνει τόσο συχνά, όταν μπροστά μας δεν έχουμε μάτια παρά μόνον για τον τελικό προορισμό. Σήμερα το πρωί βγαίνουμε για πρώτη φορά στα σοκάκια της Κρανιάς.
-Έχετε δει ποτέ αηδονάκια νεογέννητα; Ρωτάει ο Μπάμπης Φούφας.
Όχι, δεν είχαμε δει αηδονάκια, ούτε νεογέννητα ούτε ενήλικα. Το μόνο προνόμιο που είχαμε ως τώρα, σπάνια κι αυτό, ήταν το άκουσμα της θεϊκής τους συναυλίας. Οι ίδιοι οι μουσικοί, οι πιο προικισμένοι που γέννησε η φύση, παρέμεναν πάντα αθέατοι σε πυκνά δέντρα, δάση ή ρεματιές.
-Εσείς είστε τυχεροί, λέει ο Μπάμπης. Θα δείτε και αηδονάκια.
Περιμένουμε να μας οδηγήσει σε κάποιο σημείο του δάσους που εκτείνεται ολόγυρά μας. Αντί γι’ αυτό, βαδίζει μερικά μέτρα και σταματάει μπροστά σε μια κλειστή πόρτα που φέρει την πινακίδα «Υποδοχή». Ψηλά στην πόρτα είναι στερεωμένο ένα στεφάνι από ξυλάκια. Θυμίζει τα άνθινα στεφάνια που συνηθίζουμε να κρεμάμε την πρώτη μέρα του Μάη. Στο κατώτερο κοίλο τμήμα του Μάη του στεφανιού φωλιάζει μια… φωλιά. Από μακρυά μοιάζει έρημη. Καθώς πλησιάζουμε, προβάλλει από μέσα ένα κεφαλάκι κι ύστερα, το ένα μετά το άλλο, ακόμη τρία. Μας κοιτάζουν με τα περίεργα μάτια τους, ανοιγοκλείνουν τα στόματά τους, σπρώχνονται στο στενό χώρο της φωλιάς σε μια προσπάθεια ενστικτώδη, να καταλάβουν την πιο προνομιακή θέση για τροφή. Γρήγορα συνειδητοποιούν ότι δεν είμαστε οι γονείς τους κι επιστρέφουν στα βάθη της φωλιάς.
Οι γονείς, ωστόσο, των νεογέννητων αηδονιών δεν είναι μακρυά. Όση ώρα τα παρατηρούμε και τα φωτογραφίζουμε, φτεροκοπούν ολόγυρά μας, ανήσυχοι και αρκετά εκνευρισμένοι. Και πώς να μην είναι; Η παρουσία μας τους εμποδίζει να φέρουν σε πέρας το καθήκον του γονιού, να ταΐσουν τα μικρά τους με τα έντομα που κουβαλούν στην άκρη του ράμφους τους. Παρατηρούμε για λίγο ακόμη το σπάνιο θέαμα των νεογέννητων αηδονιών και ύστερα αποσυρόμαστε σε απόσταση μερικών μέτρων. Ο ένας μετά τον άλλον οι γονείς αναλαμβάνουν δράση, πηγαινοέρχονται συνεχώς με έντομα στα ράμφη, τα μικρά ανοιγοκλείνουν τα στόματά τους και η γλυκύτατη αυτή, πολυμελής οικογένεια, ξαναρχίζει να λειτουργεί.
Βρισκόμαστε στην Κρανιά Γρεβενών, στα όρια της Δ. Μακεδονίας και Ηπείρου. Η πόρτα με την πινακίδα «Υποδοχή» και τη φωλιά των αηδονιών ανήκει στο PINDOS RESTORT. Ειν’ ένα ορεινό κατάλυμα σε υψόμετρο 950 μέτρων, δυο μόλις χιλιόμετρα νότια του χωριού στην κατεύθυνση της Καλλιθέας. Η παντελής απουσία πινακίδων δεν μας επέτρεψε να το εντοπίσουμε αμέσως, χρειάστηκε να ρωτήσουμε στην πλατεία του χωριού.
-Ναι, είμαστε υπερβολικά διακριτικοί, συμφωνεί ο Μπάμπης. Σύντομα θα τοποθετήσουμε κάποιες πινακίδες.
Είναι παλιά γνώριμη η Κρανιά. Δεν είχαν σβήσει οι μνήμες από τον κακοτράχαλο, τον γεμάτο πέτρες και παγίδες χωματόδρομο, που την συνέδεε κάποτε με την Μηλιά και τα υψίπεδα του Μετσόβου. Αργότερα ασφαλτοστρώθηκε ο δρόμος. Απέκτησε η Δυτική Μακεδονία μια νέα πρόσβαση προς Ήπειρο πολύ σύντομη, πολύ θεαματική αλλά και πολύ δύσκολη με τις αλλεπάλληλες στροφές, το μεγάλο υψόμετρο και τα χιόνια του χειμώνα. Σε κάθε περίπτωση όμως η οδική αυτή αρτηρία είναι πολύ προτιμότερη από την επικίνδυνη και απρόβλεπτη διάβαση της θρυλικής «Κατάρας», που έχασε μεγάλο μέρος της σημασίας και της αίγλης της. Ξαφνικά λοιπόν τα δυο απόμακρα χωριά, η Κρανιά και η Μηλιά, βγήκαν από την πολύχρονη αφάνεια, έγιναν κομβικά σημεία αυτής της διαδρομής. Που με τη σειρά της όμως θα χάσει τον διεθνή της χαρακτήρα και την αυξημένη κίνηση επιβατικών και φορτηγών, μόλις δοθεί στην κυκλοφορία το πολυαναμενόμενο τμήμα της Εγνατίας Οδού Ιωαννίνων – Γρεβενών. Έτσι ο δρόμος θα απομείνει μόνον για την εξυπηρέτηση τοπικών αναγκών ή για την ήρεμη ρομαντική οδηγική εμπειρία των εραστών της αυτοκίνησης.
-Ακόμα δεν μπορώ να καταλάβω γιατί τα αηδόνια επέλεξαν αυτό το σημείο για να χτίσουν τη φωλιά τους, λέει ο Μπάμπης. Ίσως να τα βόλεψε το κοίλο τμήμα του στεφανιού. Ίσως πάλι και να μας συμπάθησαν λιγάκι. Μα κι εμείς το θεωρούμε εξαιρετική τύχη που έχουμε παρακολουθήσει ως τώρα όλα τα στάδια της ζωής τους, από τις πρώτες «οικοδομικές εργασίες» της φωλιάς μέχρι τη γέννηση των αυγών και το μεγάλωμα των νεοσσών.
Αποσυρόμαστε μερικά μέτρα μακρύτερα για να μην εμποδίζουμε τους γονείς και πίνουμε το καφεδάκι μας στην δροσερή συκιά. Συμπαθέστατο ζευγάρι η Σοφία και ο Μπάμπης, πρόσχαροι, ευγενικοί και εξωστρεφείς. Η εξοικείωση μαζί τους είναι αβίαστη, μετά τα πρώτα λεπτά συζητάμε σαν φίλοι από παλιά. Ήταν μεγάλο τόλμημα η δημιουργία του καταλύματος. Ήταν όμως παράλληλα κι ένα όνειρο ζωής, που είχε ως αφετηρία την αγάπη του Μπάμπη για τον τόπο των προγόνων του. Η Σοφία στάθηκε δίπλα του σύντροφος πολύτιμος και ακούραστος, ξόδεψε περίσσια αγάπη και μεράκι. Το αποτέλεσμα μέχρι τώρα τους δικαιώνει απόλυτα. Από τα Χριστούγεννα του 2006 το PINDOS RESORT έχει γίνει αγαπημένο ησυχαστήριο πλάι στη φύση και η Κρανιά από τους πιο επιθυμητούς ορεινούς προορισμούς των Γρεβενών. Καθώς χαμηλώνει ο ήλιος πίσω απ’ τα μαυρόπευκα, μας εγκαταλείπει και η τελευταία ζέστη της ημέρας. Που, βέβαια, σε σύγκριση με το καμίνι της Θεσσαλονίκης, είναι σε επίπεδα φυσιολογικά και αποδεκτά. Οι χοντροί πέτρινοι τοίχοι χαρίζουν στο εσωτερικό του καταλύματος μια υπέροχη δροσιά. Που στο χώρο του ισογείου δεν διαφέρει από ψύχρα. Ποτέ δεν θα μπορούσα να φανταστώ, ότι με τον καύσωνα του Ιούλη, η πικεδένια κουβέρτα θα μου ήταν τη νύχτα απαραίτητη.
ΜΙΑ ΣΥΝΤΟΜΗ ΓΝΩΡΙΜΙΑ ΜΕ ΤΗΝ ΚΡΑΝΙΑ
Πάμπολλες φορές είμασταν ως τώρα διαβατικοί από την Κρανιά στο δρόμο για το γειτονικό Μικρολίβαδο, το Μέτσοβο ή τα Γιάννενα. Ποτέ δεν είχαμε σταθεί στο ορεινό χωριό, όπως συμβαίνει τόσο συχνά, όταν μπροστά μας δεν έχουμε μάτια παρά μόνον για τον τελικό προορισμό. Σήμερα το πρωί βγαίνουμε για πρώτη φορά στα σοκάκια της Κρανιάς. Εδώ, που 200 σχεδόν χρόνια πριν περπάτησε ο διάσημος πρόξενος της Γαλλίας στον Αλή Πασά, περιηγητής και συγγραφέας Pouqneville. Σύμφωνα με τον Γεώργιο Ευθ. Μούσιο («Τούργια Κρανιά», Αθήνα 1999), «κατεβαίνοντας το ποτάμι από τη Μηλιά ο Pouqneville με την τιμητική συνοδεία του που ήταν αρματολοί, πέρασαν την τοξωτή πέτρινη γέφυρα του Σταμπέννη και, καθώς ο καιρός ήταν έτοιμος να βρέξει, αναζήτησαν καταφύγιο σ’ ένα χάνι της Κρανιάς. Το χάνι αυτό ήταν στο δρόμο που πηγαίνει για τα Γρεβενά, απέναντι ακριβώς από τη σημερινή Πλατεία Ελευθερίας».
Κατά τον Γάλλο πρόξενο το χωριό ιδρύθηκε το 1507 από μια αποικία βλάχων των βουνών που έμεναν μόνιμα εκεί. Ήταν η περιοχή της Μεγαλοβλαχίας που άκμασε ήδη κατά τον 15ο αιώνα στην Δ. Θεσσαλία. Η Κρανιά, που αποτελούσε τμήμα της Μεγαλοβλαχίας, αναπτύχθηκε νωρίτερα σε απόσταση δυο περίπου χλμ. ΒΔ της σημερινής Κρανιάς με την ονομασία Τούργια. Ο οικισμός δημιουργήθηκε εξαρχής από βλαχόφωνους και συνεχίζει ακόμη να κατοικείται από τους απόγονους εκείνων των βλαχόφωνων. Ήταν ποιμένες, που την άνοιξη ανέβαιναν με τα κοπάδια τους στα πλούσια βοσκοτόπια της Κρανιάς, του Περιβολιού, της Αβόελλας, της Βωβούσας και Σαμαρίνας, ενώ το φθινόπωρο κατέβαιναν στη Θεσσαλική πεδιάδα για να διαχειμάσουν. Αργότερα, κάποιοι απ’ αυτούς αποφάσισαν να εγκαταλείψουν τον πλάνητα βίο και να στήσουν μικρούς συνοικισμούς, που το 1507 συνενώθηκαν και δημιούργησαν την Κρανιά.
Επισκεπτόμαστε αρχικά την κεντρική εκκλησία των Αγ. Πάντων, χτισμένη με πέτρα το 1790, τρία χρόνια μετά την επίσκεψη στην Κρανιά του Αγ. Κοσμά του Αιτωλού. Βρίσκεται σε πλακόστρωτη πλατεία με μεγάλο πλατάνι που φυτεύτηκε την ίδια εποχή με την ανέγερση του ναού. Το πρόσθιο τμήμα χρησιμοποιείτο αρχικά ως γυναικονίτης. Αμέσως μετά αρχίζει ο υπόλοιπος εσωτερικός χώρος του ναού, που είναι κατά έξι σκαλοπάτια χαμηλότερος από τον γυναικονίτη και θυμίζει κατακόμβη. Λέγεται, πως κατασκευάστηκε έτσι, για μην μπαίνουν οι Τούρκοι με τα άλογά τους στην εκκλησία και την βεβηλώνουν.
Ο ναός φέρει στο εσωτερικό πολλές και καλές τοιχογραφίες. Κορυφαία εντύπωση προκαλεί το τέμπλο, ένα ξυλόγλυπτο αριστούργημα μήκους 14 και ύψους 5 μέτρων, κατασκευασμένο από την σχολή Σαμαρίνας με ξύλο καστανιάς. Το σκάλισμά του είναι βαθύ και ασύγκριτης τέχνης, με πληθώρα παραστάσεων από την Αγία Γραφή και διακοσμητικών φυτικών μοτίβων. Ξυλόγλυπτα εξαιρετικής τέχνης είναι επίσης το Δεσποτικό και ο Άμβωνας. Πίσω από την εκκλησία δεσπόζει το παλιό Δημοτικό Σχολείο, ένα εντυπωσιακό πετρόχτιστο οικοδόμημα, ανακαινισμένο μετά την πρόσφατη πυρκαγιά αλλά δυστυχώς κλειστό.
Θα έπρεπε να ψάλουμε αρκετά στη σημερινή Κρανιά για να εντοπίσουμε στοιχεία παραδοσιακής αρχιτεκτονικής. Τα σπίτια έχουν όλα τα γνωστά σύγχρονα χαρακτηριστικά, ενώ οι στέγες είναι κυρίως από κόκκινη κυματοειδή λαμαρίνα και κατά δεύτερο λόγο από κεραμίδια. Η οικιστική αρχιτεκτονική του χωριού πέρασε από διάφορες φάσεις από τη σύστασή του μέχρι σήμερα. Έτσι, τα σπίτια ήταν αρχικά κατασκευασμένα από κορμούς πεύκων, που πάντα αφθονούσαν στην ευρύτερη περιοχή. Αργότερα χρησιμοποιήθηκε ντόπια πέτρα και λάσπη από χώμα. Στα αρχοντόσπιτα και τα κοινόχρηστα οικοδομήματα η τοιχοποιΐα αποτελείτο από πελεκητή πέτρα και ασβεστοκονίαμα.
Ένα τέτοιο παλιό αρχοντικό ανακαλύπτουμε πάνω από τη μικρή πλατεία του χωριού. Είναι κυριολεκτικά εξαφανισμένο κάτω από πυκνά αναρριχητικά φυτά, αβατσινιές, τσουκνίδες και θάμνους που εμποδίζουν κάθε πρόσβαση στην είσοδο του σπιτιού. Ο Μπάμπης δανείζεται τσάπες από το διπλανό σπίτι και ξεκινάμε το έργο διάνοιξης της ζούγκλας. Κόβουμε αγκάθια, παραμερίζουμε κλαδιά, σχηματίζουμε ανάμεσά τους μονοπάτι, εμφανίζονται πέτρινα σκαλοπάτια και μετά η παλιά ξύλινη πόρτα με πολλές φθορές. Ένα ένα αποκαλύπτονται τα αρχιτεκτονικά στοιχεία του σπιτιού, πελεκητή πέτρα, ξυλοδεσιές, εντυπωσιακό τριγωνικό ξύλινο αέτωμα, από κάτω του ξύλινο σουχνισί με καμπύλες χειροποίητες σιδεριές στα παράθυρα που το περιβάλλουν. Στο σπρώξιμό μας ανοίγει τρίζοντας η πόρτα. Νυχτερίδες πετούν ολόγυρά μας, τρομαγμένες από την αιφνίδια παρουσία των ανθρώπων. Στο μισόφωτο διακρίνουμε ξυλόγλυπτα ταβάνια που κάποτε πρέπει ν’ αποτελούσαν το καύχημα του σπιτιού, χοντρούς πέτρινους τοίχους, δωμάτια με τζάκι, ξύλινη σκάλα που μας οδηγεί στον δεύτερο όροφο, σανιδένια πατώματα με σωρούς από το γκουανό των νυχτερίδων. Ένα αρχοντικό που εδώ και πολλά χρόνια έπαψε να ζει και κάθε μέρα δέχεται σε κάθε του σημείο την αργή φθορά του χρόνου.
Επιστρέφουμε στην πλατειούλα με τη γραφική ταβέρνα και τις δυο πέτρινες βρύσες. Εδώ η ροή του νερού είναι αέναη, δεν επηρεάζεται ούτε από τη μεγάλη ξηρασία αυτής της εποχής. Δίπλα στην παλιά βρύση του «Μουσταφά» υπήρχε κάποτε μια μεγάλη κρανιά από την οποία πήρε το όνομά του το χωριό. Στη θέση της έχει φυτευθεί το 1990 από τον Πολιτιστικό Σύλλογο μια νέα κρανιά. Ψάχνουμε να εντοπίσουμε κάποιο απ’ τα παλιά καλντερίμια, που κοσμούσαν άλλοτε τους δρομίσκους και τα σοκάκια της Κρανιάς. Δεν έχει απομείνει κανένα. Η άσφαλτος και το τσιμέντο κάλυψαν την πέτρα και κάθε ίχνος της παράδοσης. Ακόμα κι έτσι όμως, και παρά τα ελάχιστα πέτρινα σπίτια που έχουν διασωθεί, η Κρανιά εξακολουθεί να διατηρεί έναν ορεινό χαρακτήρα που της δίνει γραφικότητα. Ανάμεσα στα σπίτια με τις κόκκινες σκεπές πρασινίζουν περιποιημένα περιβολάκια με φασόλια, κοκάρι, πατάτες και ντομάτες. Λουλούδια στις αυλές, πολλές μεγάλες καρυδιές, μηλιές, κερασιές και κορομηλιές, ενώ οι κρανιές είναι ψηλότερα, στο εκκλησάκι του Προφήτη Ηλία. Από κάθε σημείο του χωριού ο ορίζοντας είναι υπέροχος. Όπου κι αν γυρίσουμε το βλέμμα μας, αντικρύζουμε πλαγιές δασωμένες από έλατα και πεύκα.
ΤΟ ΑΝΥΠΕΡΒΛΗΤΟ ΦΥΣΙΚΟ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝ ΤΗΣ ΚΡΑΝΙΑΣ
Η ψυχική ευφορία που αισθάνεται κανείς αγναντεύοντας τον καταπράσινο ορίζοντα της Κρανιάς ήταν κάποτε το κυρίαρχο συναίσθημα των περιηγητών σε κάθε σημείο της Ελλάδας, ηπειρωτικό και νησιωτικό. Λίγες μόλις δεκαετίες πριν η χώρα μας εξακολουθούσε να είναι, στο μέγιστό της τμήμα, ειδυλλιακή και δασοσκέπαστη. Πυκνά δάση έφταναν ως τα τελευταία σπίτια των πόλεων και χωριών, τα πηγαία νερά ήταν άφθονα και καλά. Οι σπάνιες και – στην πλειονότητά τους – τυχαίες ή ακούσιες πυρκαγιές αποτελούσαν είδηση πρωτοσέλιδη όπως, για παράδειγμα, οι πρώτες φωτιές στην Καβάλα και στη Θάσο. Πρωτοσέλιδα άλλωστε ήταν και τα αυτοκινητιστικά ατυχήματα, οι ληστείες και οι φόνοι. Κάποια στιγμή άλλαξαν τα πάντα: ήθη, νοοτροπίες, αντανακλαστικά, συμπεριφορές. Όχι ότι πάντοτε ήταν η χώρα αγγελικά πλασμένη. Αλλά σίγουρα υπήρχε λιγότερη αδιαφορία, λιγότερη αναισθησία, περισσότερο φιλότιμο και σίγουρα όχι τόσες και τέτοιες εγκληματικές συμπεριφορές. Χρόνια τώρα προσπαθώ να κατανοήσω, πως είναι δυνατόν να υπάρχουν κάποιοι «άνθρωποι», που βάζουν φωτιές στον τόπο που κατοικούν. Αδυνατώ να συλλάβω το μέγεθος της πώρωσης. Ή είναι απόλυτα διεστραμμένοι ή απόλυτα ηλίθιοι ή ψυχροί υποκινούμενοι από ίδια ή αλλότρια συμφέροντα. Το αποτέλεσμα είναι πάντα ίδιο: μια κόλαση που επαναλαμβάνεται κάθε καλοκαίρι και εξαφανίζει μεθοδικά, τον έναν μετά τον άλλον, και τους τελευταίους φυσικούς πνεύμονες που έχουν απομείνει. Δυστυχώς ο ρυθμός των αναδασώσεων υπολείπεται δραματικά τους ρυθμού των καταστροφών. Με μαθηματική ακρίβεια λοιπόν θα επικρατήσει σε μερικές δεκαετίες καθολική ερήμωση στη χώρα.
Αυτά συζητάμε με τον Μπάμπη, καθώς τηλεόραση και εφημερίδες μεταδίδουν εικόνες από την κόλαση της Πάρνηθας και των άλλων περιοχών που σαρώνονται από τις φλόγες. Ευτυχώς, εδώ εξακολουθεί να τέρπεται η ψυχή και η όρασή μας με την ανεπανάληπτη δασική ομορφιά που περιβάλλει την Κρανιά. Ευχόμαστε και ελπίζουμε, να παραμείνει για πάντα αυτός ο πράσινος παράδεισος.
-Υπήρχε παλιά ένα μονοπάτι, που συνέδεε την Κρανιά με τη Μηλιά, λέει ο φίλος μας. Αν σας ενδιαφέρει, μπορώ να φωνάξω κάποιον που το ξέρει.
Περιμέναμε κάποιον νέο του χωριού. Έρχεται όμως ο μπαρμπα – Γιάννης Κουτσαμάνης, νέο… 80 ετών, συνταξιούχος υλοτόμος, που έζησε τα τελευταία του χρόνια στα δάση της Κρανιάς.
-Ναι, κάποτε συνδέονταν τα δυο χωριά με μονοπάτι. Χρόνια έχω να πάω μα θα το βρούμε.
Συμπαθέστατος ο μπαρμπα – Γιάννης, κοντούλης και λεπτός. Μετά από τόσα χρόνια λιτής διαβίωσης και σκληρής δουλειάς στην αγνή φύση της πατρίδας του δεν δείχνει την ηλικία του. Πολλοί ογδοντάρηδες της πόλης θα τον ζήλευαν.
Ξεκινάμε λοιπόν από το PINDOS RESORT με κατεύθυνση προς Κρανιά. 1.4 χλμ. μετά στρίβουμε σε πολύ καλό δασικό δρόμο αριστερά. Αμέσως ξεδιπλώνεται μια από τις ειδυλλιακότερες δασικές διαδρομές με μαυρόπευκα, σφενδάμια και πολλά έλατα, μεγάλα και ολοζώντανα. Στα 2 χλμ. συναντάμε χαμηλότερα το εκκλησάκι του Προφήτη Ηλίας με ωραία θέα στο χωριό και 200 μέτρα παρακάτω μας ξεδιψάει πηγή με ωραιότατο νερό. Η χαρά και η αισιοδοξία επανέρχονται, συναντάμε την Ελληνική φύση στις ωραιότερες στιγμές της, απομακρύνονται προς στιγμήν από τη σκέψη μας οι ζοφερές εικόνες των τελευταίων ημερών. Έτσι ήταν κάποτε κι έτσι θαπρεπε να παραμένει απ’ άκρη σ’ άκρη η Ελλάδα.
Στα 4.2 χλμ. στρίβουμε όλο αριστερά και στα 5.0 χλμ. βρισκόμαστε μπροστά σε διακλάδωση.
-Αν συνεχίσουμε ευθεία, θα ξανασυναντήσουμε την άσφαλτο μετά το ξενοδοχείο, λέει ο μπαρμπα – Γιάννης. Είναι μια ωραία διαδρομή που σας την συνιστώ. Εμείς όμως τώρα θ’ ανηφορίσουμε δεξιά.
Ο δρόμος στενεύει, παύει να είναι καλοσυντηρημένος, εξακολουθεί να είναι όμως βατός. Το δάσος γύρω μας είναι πυκνό και ωραιότατο, που και που σταματάμε στα πρανή και μαζεύουμε φραμπουάζ και αγριοφράουλες. Σταδιακά το οδόστρωμα γεμίζει με αγριόχορτα, το χώμα γίνεται παχύ και μαλακό, είναι βέβαιο, ότι μετά τις πρώτες βροχές θα δημιουργεί λάσπη αδιαπέραστη. Στα 6.7 χλμ. το βατό τμήμα τερματίζει. Ούτως ή άλλως, ένας μεγάλος κορμός ξερριζωμένου πεύκου απαγορεύει τη διέλευση κάθε τροχοφόρου. Η Άννα με το αυτοκίνητο επιστρέφει, εμείς με τον μπαρμπα – Γιάννη ξεκινάμε με τα πόδια. Η υλοτομική χάραξη είναι γεμάτη θάμνους, αχρησιμοποίητη για χρόνια. Πού και πού μια πινακιδούλα επιβεβαιώνει την κατεύθυνση. Ένα τέταρτο μετά ο δρόμος αιφνίδια σταματάει μπροστά σε μια απόκρημνη πλαγιά.
-Έπρεπε να προβληματιστούμε λίγο νωρίτερα για το μονοπάτι, λέει ο μπαρμπα – Γιάννης. Δεν πειράζει όμως, θα το ψάξουμε από δω.
Θεωρητικά το μονοπάτι είναι κάπου παραπάνω. Στην πράξη όμως μας στοιχίζει ένα σχεδόν 10λεπτο κάθετης ανάβασης σε μια δύσκολη πλαγιά του δάσους των μαυρόπευκων. Είναι στενό, καλυμμένο από πευκοβελόνες, χωρίς το παραμικρό ίχνος πρόσφατης διάσχισης. Ακόμα κι οι ασπροκόκκινες πλαστικές λωρίδες, που συνηθίζεται να χρησιμοποιούνται ως σήμανση πάνω σε κλαδιά δέντρων, έχουν ξεφτίσει ή ξεθωριάσει από το χρόνο. Από κάποια ανοίγματα των δέντρων αντικρύζουμε έναν απέραντο δασοσκέπαστο ορίζοντα, καθώς και τη γυμνή κορυφή από τις Μπάλτσες, σε υψόμετρο 2.160 μέτρων. Πολύ χαμηλότερα διακρίνονται οι στροφές του δρόμου προς το Μέτσοβο. Σε κάποια σημεία το μονοπάτι είναι ασαφές και αλλού εξαφανίζεται τελείως. Χρειάζεται να επιστρατεύσει όλη την εμπειρία του για να το ξαναβρεί ο μπαρμπα – Γιάννης. Κάποιες φορές γίνεται σαθρό και ολισθηρό, αναγκαζόμαστε να βαδίζουμε αργά και με μεγάλη προσοχή. Γενικά είναι δύσβατο και αναξιόπιστο, αμφιβάλλω όμως αν πάντοτε ήταν έτσι. Πού και πού συναντάμε μεγάλες πέτρες, φευγάτες απ’ τη θέση τους.
-Τις γύρισε η αρκούδα, λέει ο ηλικιωμένος συνοδοιπόρος μου. Ψάχνει για μυρμήγκια.
Ως επιβεβαίωση των λόγων του, συναντάμε λίγο πιο κάτω τα χαρακτηριστικά της περιττώματα. Κατηφορίζουμε τώρα μια δύστροπη πλαγιά. Στα ξέφωτα ο ήλιος μας χτυπάει ανελέητα. Ο ιδρώτας και στους δυο τρέχει από παντού. Είναι, ωστόσο, φανερό, ότι τα βάσανά μας τελειώνουν. Στο τέλος της πλαγιάς διακρίνεται το ρέμα, που μετά από λίγο καταλήγει στο ποτάμι της Μηλιάς. Σκύβουμε στο ρέμα και δροσίζουμε τα πρόσωπα που καίνε. Πίνουμε από το καθαρό, γοργοκίνητο νερό. Διασχίζουμε εύκολα το ρέμα, το ποτάμι όμως εξακολουθεί να έχει δυνατή ροή και μας δυσκολεύει. Σε μιάμιση ώρα συνολικά φτάνουμε στην άσφαλτο, στο σημείο όπου μας περιμένει με το αυτοκίνητο η Άννα.
-Όπως έγινε τα τελευταία χρόνια το μονοπάτι, δεν το βρίσκει εύκολα κανείς, χρειάζεται ντόπιος οδηγός που να ξέρει καλά την περιοχή. Τη δασική διαδρομή όμως που σας έδειξα το πρωί, μπορείτε να την κάνετε και μόνοι σας, λέει ο μπαρμπα – Γιάννης.
Ευχαριστούμε τον γλυκύτατο άνθρωπο και ξαναπαίρνουμε τον δρόμο για τον Προφήτη Ηλία. Στην διακλάδωση των 5 χλμ. συνεχίζουμε ευθεία. Καλοστρωμένος δασικός δρόμος, μεγάλα έλατα και μαυρόπευκα, πολλά ενδιάμεσα σφενδάμια, μια διαδρομή απαράμιλλης ομορφιάς. Στα 9.2 χλμ. κατηφορίζουμε αριστερά. Αρχίζει αμιγές δάσος μαυρόπευκων, που παρά την σχετικά νεαρή τους ηλικία, έχουν αναπτύξει λεπτούς και πανύψηλους κορμούς, ένα φαινόμενο συνηθισμένο στη φύση, όταν τα δέντρα ανταγωνίζονται μεταξύ τους για «μια θέση στο ήλιο». Το έδαφος είναι καλυμμένο από νεαρές φτέρες, που δημιουργούν ένα παχύ, καταπράσινο χαλί. Κανένα άλλο δέντρο δεν τολμάει ν’ αμφισβητήσει την καθολική κυριαρχία των πεύκων. Μόνον κάποια μικρά διάσπαρτα σφενδάμια που, καλυμμένα από μόνιμη σκιά, είναι καταδικασμένα να μην αναπτυχθούν. Σ’ ένα ξέφωτο πιο κάτω, ένα εκπληκτικό μπουκέτο lilium, από τα ωραιότερα που έχουμε δει ποτέ, ξεχωρίζουν με το λαμπρό τους χρώμα ανάμεσα στις φτέρες.
Στα 11.5 χλμ. η μαγεία του δάσους τελειώνει. Βγαίνουμε στην άσφαλτο και σε λιγότερο από 1 χλμ. ξαναβρισκόμαστε στο ξενοδοχείο. Καθώς πίνουμε τον καφέ μας στη σκιά, ακούγεται από ψηλά ένας ήχος εκπληκτικός. Είναι ο δυνατός άνεμος, που σείει αρχικά τις κορφές των πεύκων και στη συνέχεια φτάνει ως εμάς. Μέσα στο δάσος η μικρή κόρη της Σοφίας και του Μπάμπη κουνιέται αμέριμνα στην αιώρα. 200 χλμ. μακρυά η Θεσσαλονίκη βαριανασαίνει σε ατμόσφαιρα καταχνιάς και σε θερμοκρασίες που ξεπερνούν τους 40 βαθμούς.
ΜΠΑΛΤΣΕΣ ΚΑΙ ΒΑΛΙΑ ΚΑΛΝΤΑ
Μερικά χιλιόμετρα από την Κρανιά προς τη Μηλιά μια πινακίδα πάνω στο δρόμο αναφέρει: «Μπάλτσες 10, Βάλια Κάλντα 14 χλμ.» με υψόμετρο 2.160 οι Μπάλτσες είναι η υψηλότερη κορυφή της Κρανιάς, που δεσπόζει πάνω από την περίφημη Βάλια Κάλντα. Ενώ όμως γνωρίζουμε από χρόνια την περιοχή του Εθνικού Δρυμού με αυτοκίνητο και με πόδια, οι Μπάλτσες, κατά έναν ανεξήγητο λόγο, παραμένουν άγνωστες.
-Με μεγάλη μου χαρά θα σας συνοδεύσω ως εκεί, λέει ο Μπάμπης. Την λατρεύω αυτή την περιοχή.
Στα πρώτα 7 χλμ. είναι κοινή διαδρομή προς Μπάλτσες και Βάλια Κάλντα. Ο δασικός δρόμος είναι συντηρημένος, φαρδύς και αξιόπιστος, προσβάσιμος και από συμβατικά αυτοκίνητα. Από τα πρώτα κιόλας μέτρα ορθώνονται ολόγυρά μας μαυρόπευκα με εντυπωσιακούς ευθυτενείς κορμούς, τοπίο χαρακτηριστικό της Βάλια Κάλντα. Τον χώρο ανάμεσα στα πανύψηλα μαυρόπευκα καταλαμβάνουν χαμηλά έλατα, σφενδάμια και νεαρές βαλανιδιές. Άφθονες φτέρες, αγριοφράουλες, βατόμουρα και λουλούδια συμμετέχουν στην εκρηκτική ωραιότητα του δάσους. Στα 2.6 χλμ. φτάνουμε μπροστά στην Γυφτόβρυση, μια πηγούλα με εξαίρετο και πολύ κρύο νερό, που ακόμα και στα μέσα του Ιούλη τρέχει με ικανοποιητική ροή. Καθόμαστε για λίγο στα μισοκατεστραμμένα και παμπάλαια ξύλινα παγκάκια, κάτω από τη σκιά ελάτων και μαυρόπευκων. Ειν’ ένας τόπος γλυκύτατος, με δροσιά και απόλυτη γαλήνη σε υψόμετρο 1.080 μέτρων. Ωστόσο, κάποια έργα ανάπλασης στο μικρό ξέφωτο της Γυφτόβρυσης είναι απαραίτητα.
Στα 3.0 χλμ. συναντάμε διακλάδωση και συνεχίζουμε αριστερά ενώ, 800 μέτρα μετά, ακολουθούμε στην ευθεία την πινακίδα προς Βάλια Κάλντα. Λίγο αργότερα εμφανίζονται τα πρώτα ρόμπολα, η σπάνια και τόσο εντυπωσιακή λευκόδερμη πεύκη των μεγάλων υψομέτρων. Στα 6.6 χλμ. και σε υψόμετρο 1.380 μέτρων, προβάλλει η Τουρκόβρυση, μια πετρόχτιστη πηγούλα με λιγοστό αλλά πολύ κρύο νερό, που τρέχει μέσα από λαξευτό κορμό.
Στα 7.1 χλμ. συναντάμε μια βασική διακλάδωση, που στην ευθεία εισχωρεί στην Βάλια Κάλντα, ενώ αριστερά ανηφορίζει για τις Μπάλτσες.
-Εδώ τελειώνει η εκεχειρία του δρόμου, λέει ο Μπάμπης. Ετοιμαστείτε για ταρακούνημα.
Αρχίζει ένα πυκνό δάσος οξυάς με ενδιάμεσα έλατα και πεύκα, οι φτέρες δίνουν τη θέση τους σε θάμνους πυξαριών, το οδόστρωμα γίνεται άγριο και πετρώδες. Μέσα σε λίγα λεπτά νομίζουμε πως βρισκόμαστε σε μιαν άλλη περιοχή. Πάνω από τα 1450 μέτρα εξαφανίζονται οι οξυές, αρχίζει η μονοκρατορία του Ρόμπολου, με τις κοντές βελόνες και τους φολιδωτούς κορμούς. Ελάχιστα χρησιμοποιημένος ο δρόμος, με μεγάλες ανωμαλίες, δοκιμάζει την αντοχή επιβατών και αυτοκινήτου. Σε υψόμετρο 1650 μέτρων σταματάμε για λίγο σ’ ένα πανέμορφο υψίπεδο, με παχύ χορτάρι και ρυάκι που κυλάει ανάμεσα στις πέτρες. Σκύβουμε και πίνουμε απ’ αυτό το κρυστάλλινο, αμόλυντο νερό. Γύρω από την κοίτη του αφθονούν ανθισμένα αγριολούλουδα.
Σταδιακά το πυκνό δάσος των ρόμπολων αραιώνει, ξέφωτα με βοσκοτόπια εμφανίζονται όλο και συχνότερα. Ανάμεσά τους προβάλλουν μοναχικά ρόμπολα πελωρίων διαστάσεων. Στη μακραίωνη ζωή τους κάποια απ’ αυτά γνώρισαν την καταστροφική μανία της φύσης στην πιο ακραία της μορφή: τους κεραυνούς. Παραμένουν διάσπαρτα εδώ κι εκεί, άλλα όρθια, άλλα πεσμένα στο έδαφος, όλα όμως ακρωτηριασμένα και για πάντα μαυρισμένα. Το τοπίο μας φέρνει έντονα στο νου αντίστοιχες εικόνες από το «Νεκροταφείο των δέντρων» στον Όλυμπο, πριν από την «Πετρόστουγκα». Μερικά δέντρα, ωστόσο, κατάφεραν να ξεφύγουν από τον θανάσιμο εναγκαλισμό με τη φωτιά του ουρανού, συνεχίζουν υγιέστατα την πολύχρονη ζωή τους. Ένα τέτοιο συναντάμε στα 12.5 χλμ. ακριβώς από την άσφαλτο, αριστερά του δρόμου. Ειν’ ένας αληθινός γίγαντας, που μας αφήνει κατάπληκτους με τις διαστάσεις του κορμού του. Με την μετροταινία που έχουμε πάντα στο αυτοκίνητο μετράμε την περίμετρο του δέντρου. Είναι 8.50 μέτρα! Ένα από τα μεγαλύτερα ρόμπολα που έχουμε δει ποτέ! Αν μάλιστα συμπεριληφθούν οι απολήξεις του κορμού, που σαν πλοκάμια εισχωρούν μέσα στη γη, τότε η περίμετρος ξεπερνάει κατά πολύ τα 10 μέτρα! Σε κάποια περίοδο της ανάπτυξής του ο κορμός συνάντησε έναν μεγάλο βράχο, τον κύκλωσε και τον ενσωμάτωσε για πάντα στην πανίσχυρη αγκαλιά του.
Είναι αδύνατον να υπολογίσουμε, έστω και κατά προσέγγιση, την ηλικία αυτού του «Μαθουσάλα» της ελληνικής φύσης. Όπως επίσης είναι αδύνατον να φανταστούμε, ότι μπορεί κάποτε να περάσει από το μυαλό κάποιου Δασάρχη της περιοχής, να επιτρέψει την υλοτόμησή του. Τέτοια μνημεία της φύσης πρέπει να διατηρούνται ως «κόρη οφθαλμού» και να προστατεύονται απ’ το νόμο. Οι «Μπάλτσες» μας αποκαλύπτουν σήμερα το πιο εντυπωσιακό τους ίσως δέντρο. Κάθε φορά που θα μας φέρνει ο δρόμος στην περιοχή, θα του αφιερώνουμε μια αναμνηστική επίσκεψη. Αν από ανθρώπινη δραστηριότητα του συμβεί οτιδήποτε, θα είμαστε οι πρώτοι που θα το καταγγείλουμε δημόσια.
-Θα το προσέχουμε κι εμείς, δηλώνει ο Μπάμπης. Αυτό το δέντρο είναι το καύχημα του τόπου.
500 μέτρα μετά αντικρύζουμε πλάι στο δρόμο ένα νέο γιγάντιο ρόμπολο, κεραυνοβολημένο τούτη τη φορά και ξαπλωμένο στο έδαφος σ’ όλο του το μήκος. Ο κορμός του είναι αποφλοιωμένος από χρόνια και είναι γεμάτος με φοβερές ρωγμές.
Στα 14.7 χλμ. ακριβώς (και όχι στα 10 που αναφέρει η πινακίδα) ο άγριος πετρόδρομος τερματίζει. Βρισκόμαστε σ’ ένα εκπληκτικό υψίπεδο σε υψόμετρο 1900 περίπου μέτρων, κατάσπαρτο με υπολείμματα κεραυνοβολημένων κορμών αλλά και πλούσιο χορτάρι. Σε απόσταση μικρότερη της μισής ώρας ορθώνονται οι Μπάλτσες, με γυμνή κορυφογραμμή στα 2.160 μέτρα. Ένα ρυάκι διαγράφει μια ελικοειδή, αθέατη σχεδόν διαδρομή ανάμεσα στα χόρτα. Ακολουθούμε τους μαιανδρισμούς του και μετά από μερικές δεκάδες μέτρα ανακαλύπτουμε την γενεσιουργό αιτία αυτού του ρυακιού. Είναι μια πηγούλα ταπεινή, που ακόμα και σ’ αυτό το υψόμετρο, την συγκεκριμένη εποχή, εξακολουθεί να αναβλύζει από τα έγκατα της γης το λιγοστό της πολύτιμο νερό. Γεμίζουμε όλα τα διαθέσιμα μπουκάλια. Παγώνουν στη στιγμή, είναι αδύνατον να πιούμε παραπάνω από δυο – τρεις γουλιές. Στην σκιά ενός μεγάλου ρόμπολου, μέσα σ’ αυτή την απίθανη δροσιά και ομορφιά, απολαμβάνουμε το λιτό μας γεύμα που μας φαίνεται ηγεμονικό. Ύστερα παίρνουμε αργά τον δρόμο της επιστροφής.
Φτάνοντας στην διακλάδωση προς Βάλια Κάλντα είναι αδύνατον ν’ αντισταθούμε σε μια επίσκεψη για πολλοστή φορά στον Εθνικό Δρυμό. Ωραίο και πάλι το οδόστρωμα μετά τον τραχύ δρόμο προς τις Μπάλτσες. 2 χλμ. μετά φτάνουμε στην ωραιότερη πηγή της περιοχής. Βρίσκεται μερικά σκαλοπάτια πάνω από το δρόμο σε μια θέση αναψυχής που έχει εγκαταστήσει το Δασαρχείο Γρεβενών, σε μεικτό δάσος από ρόμπολα, έλατα και οξυές. Άφθονο ρέει το παγωμένο νερό από τα σπλάχνα του βουνού. Η ορεινή Ελλάδα, όση έχει γλυτώσει απ’ τις φωτιές, εξακολουθεί να έχει μέσα της ζωή. Λίγο αργότερα, σ’ ένα χαρακτηριστικό σταυροδρόμι, αρχίζουν τα όρια του δρυμού. Μαυρόπευκα και ρόμπολα, δέντρα εντυπωσιακά και ευθυτενή, η γνώριμη, η ασύλληπτης ωραιότητας Βάλια Κάλντα είναι ολόγυρά μας.
Πλησιάζει η γαλήνια ώρα του δειλινού. Σ’ ένα μεγάλο ξέφωτο, το ωραιότερο ίσως του δρυμού, ο Κώστας Καλόγερος από το Περιβόλι ετοιμάζεται ν’ αρμέξει το κοπάδι του. Συνωστισμένα τα πρόβατα μέσα στο μαντρί περνούν ένα – ένα υπομονετικά από μπροστά του και δίνουν το γάλα τους, πολύτιμο προϊόν της αγνής φυτικής τροφής που έβοσκαν όλη μέρα στο βουνό.
-Φέρε μου ένα μπουκάλι να σου βάλω φρέσκο γάλα, μου λέει ο Κώστας.
Βλέποντας το αφεντικό τους να μας μιλάει, τα μεγαλόσωμα τσομπανόσκυλα ηρεμούν. Μόνον τη στιγμή που ξεκινάμε να φύγουμε, γαυγίζουν τεμπέλικα για λίγο, έτσι για να τηρήσουν την παράδοση.