Όταν, στα μέσα της δεκαετίας του ΄60, τα βήματά μου ήρθαν για πρώτη φορά σ’ επαφή με τα Ζαγορίσια καλντερίμια, γοητεύτηκα. Τι μοναδική εμπειρία ήταν εκείνη! Και πόσο διαφορετική από το βάδισμα στους άχαρους ασφαλτόδρομους και στα μίζερα πεζοδρόμια της πόλης! Κάθε βήμα σ’ αυτά τα καλντερίμια ήταν και μια προσωπική επαφή με τον άγνωστο δημιουργό τους, κάθε πέτρα, έτσι όπως ήταν αρμολογημένη και κομμένη, εξιστορούσε τη σοφία και την τέχνη των παλιών μαστόρων, την πρόβλεψή τους για το γοργοκύλισμα του νερού, την πρόνοιά τους για την ασφάλεια και την άνεση αυτών που περπατούσαν, ανε-ξάρτητα αν ήταν άνθρωποι ή ζώα. Την ίδια και ακόμη μεγαλύτερη μαστοριά φανέρωναν τα πέτρινα γεφύρια, έργα θαυμαστά και αθάνατα στο πέρασμα του χρόνου. Σπίτια και εκκλησιές πετρόχτιστες, χωριά σαν άσπρες πινελιές μέσα στο πράσινο, φαράγγια άγρια κι επιβλητικά, ποτάμια με αμόλυντα νερά και κορυφές πανύψηλες, άνθρωποι φιλόξενοι, περήφανοι και στωϊκοί. Έμοιαζε να ναι το Ζαγόρι τόπος θεϊκός, μια ανθρωπογεωγραφική ενότητα ξεχωριστή, που δεν έμοιαζε με καμιά άλλη στην Ελλάδα…

)