Η πολυπολιτισμικότητα σε όλο της το μεγαλείο. Η φύση σε απόλυτη πολυχρωμία στις αποχρώσεις του κοκκινοκαφέ και του πράσινου που κιτρινίζει. Οι ντοπιολαλιές ποικίλες, τα φαγητά με γεύσεις δύσης και ανατολής, η θρησκευτική πολυφωνία αισθητή στο έμπα και στο έβγα των χωριών με μιναρέδες και καμπαναριά, τεκέδες και ξωκλήσια. Μαντήλες και ποδιές χρωματιστές, άλογα στα παλιά μονοπάτια και νερά αχνιστά της Θρακικής γης ως ίαση του κορμιού και της ψυχής. Όλα αυτά και άλλα τόσα στα πιο απομακρυσμένα Πομακοχώρια της Ξάνθης.
Για ακόμη μια φορά, σαν τις χελώνες με το καβούκι τους, έτσι κι εμείς, η Άννα κι εγώ, φορτώσαμε τις αποσκευές μας στο Campervan Κίρκη και ανηφορίσαμε πρός τα πομάκικα χωριά της Ξάνθης. Πρώτη μας στάση στη Σμίνθη για καφέ και πομάκικη μπουγάτσα με κρέμα και τυρί. Η Σμίνθη βρίσκεται πολύ κοντά στην Ξάνθη. Είναι το πρώτο μεγάλο Πομακοχώρι, πολύκοσμο και βουερό. Εκεί συναντήσαμε τον ακάματο οδηγό βουνού -και όχι μόνο – Κώστα Κασάπη που ήρθε από τη Δράμα, για να μας συνοδεύσει στην περιήγησή μας στα πιο απομακρυσμένα Πομακοχώρια της Ξάνθης.
Παραμονές των δημοτικών εκλογών και ο προεκλογικός πυρετός ήταν αισθητά πιο υψηλός εκεί σε σχέση με άλλες περιφέρειες της χώρας. Προεκλογικά σημαιάκια στους δρόμους που θύμιζαν άλλες εποχές, κορδωτοί υποψήφιοι στις προεκλογικές αφίσες, δίγλωσσες επιγραφές, τουρκικές και ελληνικές, πρόσωπα σαν να βγήκαν από τηλεοπτική σαπουνόπερα. Τους προσπεράσαμε και συνεχίσαμε προς τον Εχίνο έχοντας τον ποταμό Κόσυνθο για παρέα στο πλάι μας, εκεί όπου ξεδιψούσαν τα ανθρωποφάγα άλογα του βασιλιά Διομήδη, αυτά που έπιασε ο Ηρακλής, επιτελώντας τον όγδοο άθλο του.
Φτάνοντας στον Εχίνο οι ποδιές με τα κοκκινόμαυρα σχέδια, οι πολύχρωμες γυναικείες μαντήλες και τα μακριά πανωφόρια, κάποια τερλίκια στα πόδια, κάποιοι άνδρες με πλεκτά σκουφάκια προσευχής, μας εισήγαγαν στον κόσμο μιας μειονότητας που σπάει την ομοιομορφία του δυτικότροπου ενδυματολογικού -και όχι μόνο- κώδικα. Καφενεία σαν τα παλιά μπακάλικα του κινηματογραφικού Ζήκου, μιναρέδες που συναγωνίζονται με τα καμπαναριά, χριστιανικά και μουσουλμανικά νεκροταφεία στις άκρες των χωριών, όλα αυτά αποτυπώνουν ένα παράξενο μωσαϊκό. Ακούς τη φωνή του μουεζίνη, μελωδική κι απόκοσμη -για την ακρίβεια όχι την ίδια τη φωνή του αλλά την ηχογραφημένη κασέτα- και συνειδητοποιείς ότι βρίσκεσαι μπροστά σε ένα διαρκές αλισβερίσι λέξεων, σε ένα κράμα θρησκειών και πολιτισμών, σε ένα χωνευτήρι συνηθειών και νοοτροπιών.
Στα καφενεία οι άντρες συζητούν και περιμένουν τα εκλογικά αποτελέσματα των δημοτικών εκλογών, με μέτριο ενθουσιασμό και πολλή απογοήτευση. Η πλέον κοντινή βουλγαρική πόλη είναι αυτή του Ζλάτογκραντ, με επίσης έντονη την παρουσία του μουσουλμανικού στοιχείου, όπου μεταβαίνουν συχνά οι ντόπιοι για να προμηθευτούν φτηνή βενζίνη. Ωστόσο στα χωριά οι νέοι είναι λιγοστοί. Οι περισσότεροι καταφεύγουν στις πόλεις της Ελλάδας ή ακόμη του εξωτερικού ως μετανάστες εποχικοί σε ναυπηγικά κέντρα της Ευρώπης, συνήθως στο Αμβούργο και στο Ρότερνταμ. Όσοι παραμένουν στα χωριά των γονιών τους ασχολούνται με την καπνοκαλλιέργεια, την κτηνοτροφία και την υλοτομία. Επικρατούν τα καπνά, γιατί το άγονο έδαφος δεν επιτρέπει άλλες καλλιέργειες. Οι γυναίκες βρίσκονται στο περιθώριο της κοινωνικής ζωής, πιστές στους ρόλους της μητέρας και συζύγου. Άβατα για αυτές τα τζαμιά και τα καφενεία.
Μουσουλμάνοι στο θρήσκευμα, τηρητές της παράδοσης και της πομάκικης γλώσσας, οι Πομάκοι ακολουθούν ήρεμους ρυθμούς ζωής. Είναι απόλυτα δεμένοι με τον τόπο τους, παρά τις πάμπολλες διακρίσεις που υπέστησαν ως θρησκευτική και γλωσσική μειονότητα, διακρίσεις που τους καθιστούσαν πολίτες δεύτερης ή και τρίτης κατηγορίας. Ζώνες επιτήρησης, φραγμοί και όρια, μπάρες, πύλες εισόδου και φυλάκια έξω από τα χωριά, που επιβλήθηκαν για λόγους θρησκευτικού φανατισμού, επεκτατικών βλέψεων και μισαλλοδοξίας. Από το 1995 οι μπάρες επιτέλους σηκώνονται και δίνονται εκ των υστέρων κάποια προνόμια προς αποκατάσταση της χρόνιας άνισης μεταχείρισης.
Σήμερα η ξεθωριασμένη πινακίδα «Επιτηρούμενη Ζώνη» θυμίζει το παρελθόν της καχυποψίας και των διακρίσεων, ωστόσο η ζωή εκεί ακολουθεί τους δικούς της αργούς ρυθμούς, σαν να μην έχουν αλλάξει και πολλά στο πέρασμα του χρόνου. Εκεί, λοιπόν, που μπαίνει η πινέζα στον γεωγραφικό χάρτη, εκεί που τα σύνορα χαράζονται, εκεί που οι γείτονες άλλοτε διεκδικούν κι άλλοτε παρέχουν με ανταλλάγματα, εκεί συναντήσαμε ανθρώπους ευγενικούς, συμπαθέστατους, ευπροσάρμοστους και συνάμα άγρυπνους φρουρούς της παράδοσης.
ΤΑ ΛΟΥΤΡΑ
Μετά τον Εχίνο -Σαχίν λεγόταν παλιά- ανεβαίνουμε σε υψόμετρο 500 μέτρων περίπου μέσα από δάσος, σε φιδωτό δρόμο, για μια ώρα, έχοντας δίπλα μας τον ποταμό Κομψάτο, ενώ η φύση γύρω μας βάζει τα φθινοπωρινά καφεκόκκινα ρούχα της. Ώσπου φτάσαμε στα χωριά με τα ιαματικά νερά: τις Άνω Θέρμες, τις Μέσες Θέρμες και τις Κάτω Θέρμες. Τοπωνύμια κι ονόματα λόγια και αρχαιοπρεπή που δεν πείθουν ότι αυτά χρησιμοποιούνταν ανέκαθεν. Κι αν ψάξεις τις πινακίδες ή τους παλαιούς χάρτες, άλλα σλάβικα ή τουρκικά τοπωνύμια ξεπροβάλλουν. Πράγματι, Ναγκόρνε Μααλέ και Σρέντνα Λίτζα και άλλα πομάκικα ονόματα ακούγονται εναλλακτικά.
Οι ιαματικές πηγές των Θερμών αποτελούν τον πλέον διάσημο προορισμό στην ορεινή Ξάνθη, ειδικά τους χειμερινούς μήνες. Οι πηγές της περιοχής κατατάσσονται στην κατηγορία των οξυανθρακικών νερών με τη θερμοκρασία του νερού να κυμαίνεται από 29°C έως 53°C. Πολλές οι επιλογές για όσους επιθυμούν να βαφτιστούν στα νάματα της θρακικής γης, τόσο για ελεύθερη χρήση όσο και οργανωμένες εγκαταστάσεις με αντίτιμο εισόδου. Στον οικισμό υπάρχουν ενοικιαζόμενα δωμάτια, ταβέρνες και λουτήρες με ιαματικό νερό, όπως στου «Καλεμτζή», ενώ στο κοινοτικό υδροθεραπευτήριο υπάρχουν λουτήρες και με μικρό κόστος μπορείς να αφεθείς στα ζεστά νερά. Όσο για την ελεύθερη χρήση των λουτρών, λίγο έξω από το χωριό, θερμό νερό συσσωρεύεται σε μια άκομψη τσιμεντένια πισίνα, πόλο έλξης για τα πιτσιρίκια που τσαλαβουτούν ανενόχλητα. Μια άλλη επιλογή είναι το παλιό τρουλωτό χαμάμ που βρίσκεται έξω από το χωριό, στο συγκρότημα του Τεκέ Μπουνταλά Χότζα, σε κατάσταση που κραυγάζει την έλλειψη συντήρησης. Περπατώντας και φωτογραφίζοντας τη φύση και τα απομεινάρια του παλιού τεκέ, ακούσαμε ομιλίες από το εσωτερικό του παλιού οθωμανικού λουτρού. Πλησιάσαμε διακριτικά και τους καλημερίσαμε από το άνοιγμα της πόρτας. Δυσκολευτήκαμε να τους εντοπίσαμε μέσα στο σκότος του παλιού χαμάμ και τους ζηλέψαμε για την αίσθηση που απολάμβαναν. Ήταν μια παρέα από τρεις μεσήλικες που απολάμβαναν το μουχαμπέτι σε συνδυασμό με τη χαλάρωση στο θερμό βάλσαμο του νερού.
Για μας μακράν η καλύτερη επιλογή όλων ήταν ο νέος χώρος των ανοιχτών λουτρών. Εκεί γοητεύεσαι από το τοπίο. Ο δήμος έφτιαξε παγκάκια, ξύλινο κιόσκι, καλαίσθητα ξύλινα αποδυτήρια και διαμόρφωσε μικρές γούρνες, σαν ατομικές πισινούλες, όπου μπορείς να χωθείς ως το πηγούνι και να απολαύσεις το καυτό νερό στο κορμί σου κάτω από τα αστέρια ή αντικρίζοντας τον ήλιο. Εσύ διαλέγεις την ώρα του λουτρού, σε κάθε περίπτωση όμως το σκηνικό είναι εντυπωσιακό. Οι υδρατμοί από τα καυτά νερά που αναβλύζει η θρακική γη κάνουν το χώμα να αχνίζει, ενώ οι βράχοι, χρωματισμένοι πρασινογαλάζιοι από τα συστατικά των ιαματικών νερών, δημιουργούν εξαιρετικές ελαιογραφίες. Είδαμε πολλούς Βούλγαρους να επισκέπτονται τα δωρεάν ελληνικά λουτρά, καθώς τα δικά τους, λίγο πιο βόρεια, είναι ακριβά. Κάποιοι ντόπιοι χαίρονται τα λουτρά κατά μόνας ή με παρέα, οι άνδρες χωριστά και οι γυναίκες με τις μαντήλες απ’ έξω. Πόση διαφορά και αντίθεση πολιτισμών μέσα στη γενικότερη πολυπολιτισμική σύνθεση!
Μετά από ένα ηδονικό μπάνιο στα λουτρά κάτω από τον έναστρο ουρανό, κοιμηθήκαμε στις Θέρμες, στον αύλειο χώρο του κοινοτικού λουτροθεραπευτηρίου, σε έναν υπερβολικά φωτισμένο δρόμο, κεντρικό και φροντισμένο. Το επισημαίνουμε αυτό, διότι η αυτοκινούμενη διαβίωση διευκολύνεται, όταν επιλέγεις να σταθμεύσεις δίπλα σε κρήνες και σε φωτισμένο τόπο, καθώς έτσι επιλύονται τα θέματα της προμήθειας νερού, της ατομικής υγιεινής και της ασφάλειας. Το λιγοστό ρεύμα που έχεις προς χρήση στο αυτοκινούμενο όχημα επιβάλλει να προετοιμάζεσαι, να προβλέπεις, να προνοείς. Τελικά, αυτό που σίγουρα χρειάζεται για ένα road trip είναι η ευελιξία του κορμιού και του μυαλού. Και φυσικά ο προγραμματισμός. Να είσαι Προμηθέας κι όχι Επιμηθέας.
Η βραχογραφία του Μίθρα Ταυροκτόνου
Τα Πομακοχώρια των Θερμών για τους αρχαιολόγους και τους ιστορικούς είναι γνωστά για την περίφημη βραχογραφία του αρχαίου θεού Μίθρα, του περσικής καταγωγής θεού του ήλιου. Είδαμε το περίφημο ανάγλυφο σε μικρό ύψωμα στα αριστερά του δρόμου μετά τις Κάτω Θέρμες, λαξευμένο σε μεγάλο βράχο. Με δυσκολία διακρίναμε τον Μίθρα να θυσιάζει τον ταύρο. Με το αριστερό του χέρι συγκρατεί το κεφάλι του ταύρου, ενώ στο δεξί του χέρι κρατά μαχαίρι. Δίπλα του στέκουν οι ακόλουθοί του, Καύτης και ο Καυτοπάτης. Η ιστορική αξία της βραχογραφίας είναι μεγάλη, γιατί αποδεικνύει ότι τα βουνά της Ροδόπης κατοικούνταν από θρακικά φύλα, γεγονός που συνδέει τους Πομάκους με τους προγόνους τους, τους αρχαίους Αγριάνες. Πράγματι, από επιγραφές που βρέθηκαν σε όλη τη ρωμαϊκή αυτοκρατορία αποδεικνύεται πως οι Θράκες συμμετείχαν στις ρωμαϊκές λεγεώνες κι έτσι ήρθαν σε επαφή με τη λατρεία του Μίθρα, την οποία μετέφεραν στους τόπους καταγωγής τους.
Μέδουσα
Αφού αφήσαμε τη βραχογραφία στην ηρεμία του τοπίου, πνιγμένη μέσα στις βατομουριές, συνεχίσαμε τον δρόμο μας φτάνοντας στο χωριό Μέδουσα (Μέμκοβα στα πομάκικα). Πάμπολλες οι βρύσες, στο έμπα και στο έβγα των χωριών. Καλοδεχούμενο πάντοτε το νερό, δίνει την αίσθηση φιλοξενίας εγκάρδιας. Βρύσες στολισμένες και ενεπίγραφες που ξεδιψούν κάθε διψασμένο. Αραβικά συνήθως τα σημάδια τους.
Η Μέδουσα διατηρεί έντονα στοιχεία της ντόπιας παραδοσιακής αρχιτεκτονικής, με τζαμί και μιναρέ, με σπίτια από πέτρα και ξύλο και επιχρίσματα από τσατμά. Πολυφωτογραφημένο είναι το σπίτι με την προδομένη καρδιά του συνταξιούχου οδοντίατρου. Ακριβώς απέναντι από το σπίτι του μας έδειξε τους γονείς και τους προγόνους του. Μικρές ορθές πλάκες οριοθετούν στον χώρο το αιώνιο σπίτι τους, ανάμεσα σε λουλούδια και εντελώς δίπλα στους ζώντες, καθώς το κοιμητήριο της Μέδουσας βρίσκεται στο κέντρο του χωριού. Σήμα κατατεθέν της Μέδουσας είναι το δίτοξο πέτρινο γεφύρι, πάνω από τον ποταμό Κομψάτο, ένα από τα ομορφότερα της ορεινής Ξάνθης που δένει απόλυτα με το φυσικό περιβάλλον. Φτάνοντας στο τέλος του οικισμού της Μέδουσας μια ξύλινη επιγραφή με κίτρινα γράμματα μας κατευθύνει προς την ξακουστή ταβέρνα του Τζεμίλ και της Μουσγιέν. Κάπου εκεί καταλάβαμε πως τελειώνει ο πολιτισμός, μιας και ο δρόμος για το πλέον απομακρυσμένο χωριό της Κοττάνης, 7 χλμ από Μέδουσα, δεν είναι ασφαλτοστρωμένος. Ο δρόμος στενεύει καθώς περνάμε το τρίτοξο γεφύρι του Ξηροποτάμου, έναν μικρό θησαυρό της λαϊκής αρχιτεκτονικής, στο μέσον της διαδρομής από τη Μέδουσα στην Κοττάνη. Όμως τα σκουπίδια που βλέπουμε πέριξ των ποταμών είναι απογοητευτικά και χαλάνε την εικόνα του απίστευτης ομορφιάς φυσικού τοπίου.
Κοττάνη
Η Κοττάνη (Τζουβάνσε στα πομάκικα) είναι από τα πλέον απομακρυσμένα χωριά στην ορεινή Ροδόπη, 2 χιλιόμετρα μόνο από τα ελληνοβουλγαρικά σύνορα, στα 295 μέτρα υψόμετρο. Ούτε 30 τα σπίτια της, κάποια με ηλικία άνω των 200 ετών, με ακέραιο το πομακικό χρώμα, εξακολουθεί να αντέχει παρά την ερήμωση μετά το 1970. Και εκεί ο χρόνος κυλά αργόσυρτα. Όμορφο είναι το χωριό με τα δίπατα σπίτια με κεραμίδια, λιθόστρωτες αυλές και γλάστρες με πολύχρωμα λουλούδια. Ο μιναρές στο κέντρο του χωριού δεσπόζει επιβλητικά. Η φύση γοητευτική, οι γυναίκες με χρωματιστές μαντήλες ετοιμάζουν το φαΐ και απλώνουν τα ρούχα, τα παιδιά άφαντα. Άφαντα, γιατί δεν υπάρχουν. Το σχολείο έκλεισε τη δεκαετία του 1980, ενώ παραδίπλα στέκει εγκαταλειμμένο το σπίτι που διέμενε ο εκάστοτε δάσκαλος. Σημεία παρακμής παντού: εγκαταλελειμμένα αυτοκίνητα, σκουριασμένες πόρτες, εργαλεία πεταμένα. Μόλις το 1998 το χωριό συνδέθηκε οδικώς με την κοντινή Μέδουσα, ενώ ακόμη και σήμερα είναι προβληματική η σύνδεση με δίκτυο σταθερής και κινητής τηλεφωνίας. Περιδιαβαίνουμε το χωριό, ώσπου μια πινακίδα γράφει ΑΔΙΕΞΟΔΟ. Δρόμος δεν υπάρχει για τα επόμενα ερειπωμένα χωριά. Από εκεί, στα ανατολικά του χωριού, ξεκινάμε πεζοπορία 4 χιλιομέτρων περίπου περνώντας μέσα από το ρέμα. Στόχος μας τα πιο απομακρυσμένα Πομακοχώρια, τα ήδη εγκαταλελειμμένα, δυο χωριά φαντάσματα. Μόνο με τα πόδια φτάνεις στον Κούνδουρο και στον Λυκότοπο. Ποδαρόδρομος μόνο ή καβάλα στο μουλάρι για τον ένα και μοναδικό κάτοικό τους.
Κούνδουρος
Πρόκειται για ένα χωριό φάντασμα, όπου συναντάς μόνο ερείπια μιας ζωής που δεν υπάρχει πια. Η αναθηματική πλάκα στο μουσουλμανικό κοιμητήριο του Κούνδουρου, που κοιμάται κι αυτό παραδομένο στον χρόνο, καταγράφει για τις μέλλουσες γενιές τους ανθρώπους που ήρθαν κι έζησαν στον τόπο αυτό. Ίσως και κάποιες μυλόπετρες αποτελούν τα λιγοστά σημάδια μιας ζωής που δεν υπάρχει πια. Μπροστά στα ερείπια ή στην εγκατάλειψη των σπιτιών που άλλοτε στέγαζαν πολυμελείς οικογένειες η καρδιά σου σφίγγεται και αναρωτιέται…
Λυκότοπος
Με φόβισε το όνομα του τόπου. Άκουσα και την τουρκική του ονομασία και δεν καθησυχάστηκα καθόλου. Νόμιζα ότι έβλεπα παντού αποτυπώματα από την άγρια ζωή. Ο Λυκότοπος σε υψόμετρο 420 μέτρα, στα σύνορα με τη Βουλγαρία, αναφέρεται από την εποχή της τουρκοκρατίας. Οι πρώτοι κάτοικοί του ήταν μουσουλμάνοι Κιρτζαλήδες, λαός μικρασιατικής καταγωγής, που με τη συνθήκη του Αγίου Στεφάνου μεταφέρθηκαν από τους Οθωμανούς στο Κίρτζαλι της Βουλγαρίας και στη συνέχεια μετοίκησαν νοτιότερα σε περιοχές της Ροδόπης.
Περιδιαβαίνοντας μέσα στα χαλάσματα σκίζεται η ψυχή σου ακόμη πιο πολύ στην θέα του δημοτικού σχολείου. Παραμερίζουμε τα ξύλα της οροφής και τα απομεινάρια από τα ξύλινα θρανία, για να περάσουμε. Αδυνατείς να πιστέψεις ότι κάποτε εκεί κάθονταν παιδιά, μέχρι που κάποια κιτρινισμένα δημόσια έγγραφα σου το αποδεικνύουν περίτρανα. Η Άννα κι ο Κώστας ανέβηκαν λίγο πιο πάνω, στα πομακικά Μετέωρα. Από εκεί αντίκρισαν το σκηνικό της απόλυτης εγκατάλειψης από ψηλά. Σε λίγο τα δημιουργήματα του ανθρώπου μέσω της σήψης και της αποσύνθεσης θα ενοποιηθούν με τα δημιουργήματα της φύσης. Περιμένοντας το πιθανό πέρασμα της αρκούδας έριξα μια ματιά στα έγγραφα που διασώσαμε από τη σήψη. Τι θησαυροί κρυμμένοι ή μάλλον ολότελα εγκαταλειμμένοι… Μαρτυρίες μιας ζωής που ξεχάστηκε κι αφέθηκε στον πανδαμάτορα χρόνο.
«Περί απαγορεύσεως ανυψώσεως χαρταετών υπό των μαθητών σχολείων
προς αποφυγήν, λόγω βραχυκυκλώσεως, διακοπής ηλεκτροδοτήσεως» 2/3/1971
Αφήσαμε τον Λυκότοπο και τ΄απομεινάρια του και μέσω του Κούνδουρου επιστρέψαμε στην Κοττάνη για να εισπράξουμε την επιβράβευσή μας: γεύμα στην ταβέρνα του Τζεμίλ.
Η Ταβέρνα του Τζεμίλ
Απέναντι από την Κοττάνη, σε ένα αγροτικό συγκρότημα κατοικιών, βρίσκεται το αναστηλωμένο σπίτι του Τζεμίλ, εκεί όπου ο Τζεμίλ και η Μουσγιέν Χαλίλογλου διατηρούν έναν από τους κορυφαίους γευστικούς προορισμούς της Θράκης. Από την πλακοστρωμένη αυλή βλέπεις τον Κομψάτο ποταμό, θαυμάζεις τα σπίτια της Κοττάνης και αγναντεύεις τα απέναντι βουνά. Η «Κοττάνη» του Τζεμίλ είναι μια ταβέρνα στο ισόγειο του πετρόκτιστου σπιτιού, άνω των 200 ετών, όπου γεννήθηκε και έζησε έως τις αρχές της δεκαετίας του 1970 ο Τζεμίλ. Ο επάνω όροφος διατηρείται σαν να ζουν ακόμη εκεί ο παππούς και η γιαγιά του. Δεν είναι απλή ταβέρνα. Είναι ένα ζωντανό μουσείο της πομακικής παράδοσης, ένα ταξίδι νοσταλγικό στον χρόνο. Πράγματι, δεν χορταίνεις να χαζεύεις τις εντυπωσιακές λεπτομέρειες. Οι τοίχοι είναι ένα ιδιότυπο κολάζ από οικογενειακά κειμήλια, υφαντά, και καδραρισμένες φωτογραφίες. Παντού παλιά έπιπλα, πήλινα σκεύη, πομακικές φορεσιές, πλεκτές κουβέρτες, χαλιά. Ο σοφράς, το παλιό ραδιόφωνο, το ψυγείο του πάγου και η μαντεμένια ξυλόσομπα ίσως σου θυμίζουν το δικό σου σπίτι στο χωριό, τα δικά σου παιδικά χρόνια στο σπίτι του παππού και της γιαγιάς. Στην πλακόστρωτη αυλή θα δεις σαμάρια, αγροτικά εργαλεία, μια παλιά άμαξα, τον νερόμυλο, τα κατάλοιπα μιας αγροτικής ζωής που ξεχνιέται.
Η κουζίνα είναι ανοιχτή. Το εργαστήριο της Μουσγιέν αναδίδει απίστευτες μυρωδιές, καθώς στρώνει τα μεγάλα ταψιά με τις παραδοσιακές πίτες ή μαγειρεύει τις πατροπαράδοτες ντόπιες συνταγές. Ο Τζεμίλ ψήνει στη μεγάλη σχάρα. Και μέχρι να περιηγηθείς στον πάνω όροφο, το τραπέζι σου γεμίζει πίτες, ζυμωτό ψωμί, μελιτζάνες ψημένες με τυρί -πεκάν πατλατζάν-, τας κεμπάπ. Οπωσδήποτε θα σου σερβίρουν πατάτνικ -μια πίτα με πατάτα, ρύζι, φέτα και τριμμένη μέντα-, τουρσί, χουνκιάρ μπεγεντί, λουκάνικα, σουτζουκάκια και γλυκάδια. Η ταβέρνα λειτουργεί μόνο Παρασκευές και Σαββατοκύριακα. Το χωριό δεν διαθέτει σύνδεση με το διαδίκτυο, άρα η πληρωμή μέσω POS είναι ανέφικτη και οδηγεί σε ασυνήθιστες μορφές πληρωμής, όταν τα μετρητά δεν είναι διαθέσιμα. «Τα αφήνουν στον γιο μου στην Ξάνθη» λέει ο Τζεμίλ γελώντας πικρά.
Αυτό ήταν το ταξίδι μας στην πινέζα του γεωγραφικού χάρτη. Ένα ταξίδι που μας έδειξε πως η συμπαγής μουσουλμανική μειονότητα της Θράκης επιμένει να επιβιώνει παρά τον τυφώνα της παγκοσμιοποίησης, παρά τα νέα ήθη και τις Σειρήνες του σύγχρονου τρόπου ζωής, διατηρώντας την ντόπια κουλτούρα, την ντοπιολαλιά, το χρώμα, τα ήθη και τα έθιμα του τόπου. Ένα ταξίδι στα πιο απομακρυσμένα Πομακοχώρια της Ξάνθης που ζητούν την προσοχή και το νοιάξιμό μας.
Ευχαριστούμε την εταιρεία Odyssey Campers για τη γνωριμία μας με τη διαβίωση πάνω σε τέσσερις τροχούς. Το όχημα Τηλέμαχος, μαζί με την Κίρκη, τη Ναυσικά, τον Νέστορα και άλλα πέντε αυτοκινούμενα περιμένουν όσους γοητεύονται από το roadtrip και ζητούν κάτι διαφορετικό και πέρα από τα συμβατικά.