Ο κόρακας εξημερώνεται πολύ εύκολα και μαθαίνει να ζει με τον άνθρωπο, αλλά και να μιμείται την ανθρώπινη φωνή. Κατά τον Μεσαίωνα, σε πολλούς πύργους στην Ευρώπη εκτρέφονταν κοράκια ως σύντροφοι και προσωπικοί φύλακες των ιπποτών εκτροφέων τους. Στην αρχαιότητα, οι Έλληνες έτρεφαν ιδιαίτερη αγάπη στο πτηνό αυτό, που το είχαν αφιερώσει στον θεό Απόλλωνα.
Ο κόρακας εξημερώνεται πολύ εύκολα και μαθαίνει να ζει με τον άνθρωπο, αλλά και να μιμείται την ανθρώπινη φωνή. Κατά τον Μεσαίωνα, σε πολλούς πύργους στην Ευρώπη εκτρέφονταν κοράκια ως σύντροφοι και προσωπικοί φύλακες των ιπποτών εκτροφέων τους. Στην αρχαιότητα, οι Έλληνες έτρεφαν ιδιαίτερη αγάπη στο πτηνό αυτό, που το είχαν αφιερώσει στον θεό Απόλλωνα.
Το κοράκι (Corvus corax) ανήκει στην οικογένεια των κορακιδών (Corvidae) της τάξης των πασσερίμορφων (Passeriformes). Είναι σαρκοφάγο, παμφάγο πτηνό. Το σεβαστό μέγεθός του το κατατάσσει ως ένα από τα μεγαλύτερα μέλη της τάξης του και το βάρος του φτάνει συνήθως το ενάμισι κιλό. Το άνοιγμα φτερών του κυμαίνεται από 110 έως 135 εκατοστά και το μήκος τού σώματός του από 54 έως 69 εκατοστά. Το φτέρωμά του είναι κατάμαυρο με πολύχρωμες μεταλλικές ανταύγειες. Έχει μαύρο κωνοειδές ράμφος και μαύρα πόδια. Με τέτοια εμφάνιση αιτιολογείται στο απόλυτο η έκφραση «μαύρος σαν το κοράκι». Ο κόρακας αποτελεί ένα δύσκολο πτηνό στην προσέγγιση και τη φωτογράφιση, λόγω της οξύτατης όρασής του και της τεράστιας ευφυίας του. Όμως φωτογραφίζεται πολύ εύκολα όταν κρυφτούμε σε καλύπτρες ή σε ελεγχόμενους χώρους σίτισης αρπακτικών. Πρώτο το κοράκι εντοπίζει τα νεκρά ζώα και έπειτα οι γύπες, οι οποίοι βλέποντας τη συγκέντρωση των κορακιών, προσεγγίζουν το κουφάρι. Αποτελεί στόχο πολλών φωτογράφων φύσης, λόγω της πανέξυπνης συμπεριφοράς του, της τόλμης του, της αλληλεπίδρασής του με αλλά πτηνά και ζώα κατά την τροφοληψία αλλά και λόγω των πανέμορφων ιριδισμών τού πτερώματός του.
Κατασκευάζει τη φωλιά του σε κορυφές ψηλών δέντρων και σε απόκρημνα βράχια, αποφεύγοντας τις κατοικημένες περιοχές. Πετά μακριά απ’ τη φωλιά του σε πεδιάδες, ακτές, φυσικά διάκενα και δάση, σε ανεύρεση τροφής. Γενικά, είναι παμφάγο και αδηφάγο πτηνό. Τρέφεται με νεκρά ζώα, τρωκτικά, ερπετά, έντομα, καρπούς, αυγά μικρών πουλιών και φρούτα. Ζευγαρώνει δια βίου. Διαλέγει το ταίρι του στο τέλος του χειμώνα και χτίζουν μαζί τη φωλιά τους χρησιμοποιώντας ξύλα, φύλλα και πηλό, ενώ στο εσωτερικό τη στρώνουν με τρίχες και λεπτά άχυρα. Το θηλυκό γεννά 3-5 αυγά, τα οποία φέρουν ένα μοναδικό χαρακτηριστικό γαλαζοπράσινο χρώμα με σκουρόχρωμα στίγματα, και τα κλωσάει για 20-22 μέρες, ενώ το αρσενικό αναλαμβάνει την εύρεση τροφής για την οικογένειά του. Μπορεί να ζήσει έως και 22 χρόνια στη φύση και περισσότερα από 30 σε αιχμαλωσία. Ενώ ο κόρακας ζει στα ψηλά μέρη, τον χειμώνα κατεβαίνει σε περιοχές χωρίς χιόνι και πάγο όπου υπάρχουν νερά, γιατί εκεί βρίσκει πιο εύκολα τροφή.
Το πέταγμά του είναι εξαιρετικά θεαματικό, αφού οι εναέριές του στροφές και ακροβασίες εκτελούνται με εντυπωσιακή μαεστρία. Μέσα από διάφορα πειράματα και μελέτες το κοράκι έχει χαρακτηριστεί ως ένα από τα πιο έξυπνα πουλιά, πτηνό που διαθέτει πολύ καλή μνήμη, εξημερώνεται εύκολα και μαθαίνει να ζει με τον άνθρωπο. Περισσότερο από κάθε άλλη φορά, οι επιστήμονες εξεπλάγησαν από την ευφυΐα των κορακιών, όταν με νέα πειράματα απέδειξαν ότι μπορούν να φτιάχνουν σύνθετα εργαλεία εντελώς μόνα τους και χωρίς καμία προηγούμενη εκπαίδευση από τον άνθρωπο. Ερευνητές του πανεπιστημίου του Όσναμπρικ, στη Γερμανία, και της γερμανικής επιστημονικής εταιρείας Μαξ-Πλανκ (Max-Planck-Gesellschaft) συνέκριναν τις φυσικές και κοινωνικές δεξιότητές τους με εκείνες των χιμπατζήδων και των ουρακοτάγκων και αποδείχθηκε ότι ήδη από την ηλικία των τεσσάρων μηνών είναι τόσο έξυπνα όσο και οι ανθρωποειδείς πίθηκοι. Η ερευνητική ομάδα χρησιμοποίησε ένα ειδικά προσαρμοσμένο τεστ νοημοσύνης που αρχικά αναπτύχθηκε για τα πρωτεύοντα θηλαστικά (τον άνθρωπο και διάφορες οικογένειες πιθήκων).
Στις δοκιμασίες για να κατανοηθούν οι ποσότητες, η σχέση αιτίας και αποτελέσματος, η κοινωνική μάθηση και η επικοινωνία, τα κοράκια αντεπεξήλθαν τόσο καλά όσο και οι χιμπατζήδες ή οι ουρακοτάγκοι. «Στην ηλικία των τεσσάρων μηνών, είναι ήδη σχετικά ανεξάρτητα και αρχίζουν να ενδιαφέρονται για τον έξω κόσμο. Κατά συνέπεια, τα νεαρά κοράκια θα πρέπει να είναι προετοιμασμένα γνωστικά και όχι ενστικτωδώς για τις νέες προκλήσεις», έχει δηλώσει η Ζιμόνε Πίκα, επικεφαλής της έρευνας του Ινστιτούτου Γνωστικών Επιστημών του πανεπιστημίου του Όσναμπρικ. Η πρώτη λέξη του ονόματος του γένους (corvus) προέρχεται από τη λατινική λέξη για το «κοράκι» και η δεύτερη (corax) είναι η λατινοποιημένη μορφή της ελληνικής λέξης κόραξ, που επίσης σημαίνει «κοράκι». Στο πέρασμα των αιώνων, υπήρξε αντικείμενο μυθολογίας, λαογραφίας, τέχνης και λογοτεχνίας. Σε πολλούς πολιτισμούς, όπως της Σκανδιναβίας, της αρχαίας Ιρλανδίας και Ουαλίας, του Μπουτάν, της βορειοδυτικής ακτής της Βόρειας Αμερικής και της Σιβηρίας, και της βορειοανατολικής Ασίας, το κοράκι έχει θέση ως αγγελιοφόρος, πνευματική φιγούρα ή θεόμορφο πλάσμα. Ο θεός των Βίκινγκ Οντίν είχε δύο κοράκια, τον Hugin (σκέψη) και τον Munin (μνήμη), τα οποία πετούσαν κάθε μέρα σε όλο τον κόσμο και το βράδυ γυρνούσαν στον Οντίν. Οι ιθαγενείς της Αμερικής το λάτρευαν και το σεβόντουσαν.
Στην αρχαία Ελλάδα το κοράκι ήταν το ιερό πτηνό του Απόλλωνα, και σύμφωνα με τον μύθο, ο θεός άλλαξε το χρώμα του πτηνού, που αρχικά ήταν λευκό, σε μαύρο, όταν αυτό του ανήγγειλε τον γάμο της αγαπημένης τού θεού Κορωνίδας, με τον Αλκυονέα ή όταν του ανακοίνωσε ότι ο Δίας είχε κατακεραυνώσει τον Ασκληπιό, τον γιο που είχε αποκτήσει από την Κορωνίδα ή την Αρσινόη. Ίσως το πιο «έξυπνο» πτηνό στη χώρα μας, μονογαμικό και καθαριστής τής φύσης: Τρεις από τους εκατοντάδες λόγους που καθιστούν το κοράκι ένα από τα πιο ενδιαφέροντα πτηνά στην Ελλάδα. Οι ιριδισμοί, το μέγεθός του και η αλληλεπίδρασή του με τα άλλα ζώα, με κάνουν να ξοδεύω χιλιάδες κλικ κάθε φορά που συναντιόμαστε. Για εμένα, το πιο ωραίο και φωτογενές από τα μέλη της οικογένειάς του. Εξάλλου… «κόρακας κοράκου μάτι δεν βγάζει».